ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Πάλι στην «αποδώ» μεριά της ντουλάπας

Το κρυφτό συνεχιζόταν, κι ο Έντμουντ με τη Λούσυ έκαναν κάμποση ώρα να βρουν τους άλλους. Όταν μαζεύτηκαν καμιά φορά σε κείνη τη μακρόστενη αίθουσα με την πανοπλία, η Λούσυ δεν κρατήθηκε άλλο:

«Πήτερ! Σούζαν! Είναι αλήθεια! Το ’δε κι ο Έντμουντ με τα μάτια του. Η χώρα πίσω απ’ τη ντουλάπα υπάρχει. Μπήκαμε κι οι δυο μας και συναντηθήκαμε στο δάσος. Άντε Έντμουντ, πες τους τα και συ!».

«Τι έγινε Έντμουντ;» είπε ο Πήτερ.

Και τώρα φτάνουμε σ’ ένα απ’ τα πιο δυσάρεστα σημεία της ιστορίας μας. Ως εδώ, ο Έντμουντ ένιωθε ανακατωσούρα ’και κακοκεφιά · ήταν και τσαντισμένος που η Λούσυ δικαιώθηκε - αλλά δεν είχε σκεφτεί ακόμα τι θα κάνει. Κι άξαφνα τώρα, μόλις τον ρώτησε ο Πήτερ, αποφάσισε να κάνει το πιο κακό κι ανάποδο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί: Να προδώσει τη Λούσυ.

«Λέγε, Εντ», είπε η Σούζαν.

Ο Έντμουντ λοιπόν κορδώθηκε λες κι ήταν κάμποσα χρονάκια μεγαλύτερος από τη Λούσυ (στην πραγματικότητα είχαν μονάχα ένα χρόνο διαφορά), χαμογέλασε πονηρά και είπε, «Α, βέβαια, παίζαμε με τη Λούσυ - κάναμε πως όλη αυτή η ιστορία με τη χώρα της ντουλάπας είναι αληθινή. Στα ψέματα βέβαια, γιατί στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα».

Η καημένη η Λούσυ έριξε του Έντμουντ μια φοβερή ματιά και βγήκε σα σίφουνας από το δωμάτιο.

Ο Έντμουντ όμως, που κάθε λεπτό γινόταν και πιο οτριμμένος, σίγουρος πως τα κατάφερε περίφημα, συνέχισε, «Πάλι τα ίδια! Μα τι την έπιασε; Αυτό είναι το κακό με τα πιτσιρίκια. Όλο - ».

«Για να σου πω», έκανε άγρια ο Πήτερ. «Κόφτ’ το! Φέρεσαι απαίσια στη Λούσυ από τότε που άρχισε εκείνη την ανοησία με τη ντουλάπα, και τώρα της σκαρώνεις πλάκες για να την κουρδίζεις. Είμαι σίγουρος πως το κάνεις επίτηδες».

«Μα είναι κουταμάρες», είπε ο Έντμουντ μουδιασμένα.

«Και βέβαια κουταμάρες είναι», είπε ο Πήτερ. «Αυτό λέω και γω. Η Λου ήτανε μια χαρά όταν φύγαμε από το σπίτι, μα από τότε που ήρθαμε εδώ φαίνεται πως είτε της έστριψε, ή έγινε η πιο τρομερή ψεύτρα του κόσμου. Ό,τι από τα δύο κι αν συμβαίνει, δεν κάνεις καθόλου καλά να την πειράζεις και να την κοροϊδεύεις τη μια μέρα, και να την ενθαρρύνεις την άλλη».

«Μα εγώ νόμιζα - νόμιζα», είπε ο Έντμουντ· αλλά δεν του ’ρχότανε τίποτα να πει.

«Δε νόμιζες τίποτα», είπε ο Πήτερ· «το κάνεις από κακία. Πάντα σ’ αρέσει να φέρεσαι απαίσια στους μικρότερους σου· τα είδαμε και στο σχολείο τα κατορθώματά σου».

«Άστονε», είπε η Σούζαν · «δεν αλλάζει τίποτα και να τσακωθείτε. Πάμε να βρούμε τη Λούσυ».

Όταν την βρήκαν, κάμποση ώρα αργότερα, δεν τους φάνηκε διόλου παράξενο που την είδαν κλαμένη. Ό,τι και να της έλεγαν, δεν έμοιαζε να την ενδιαφέρει. Εκείνη επέμενε πεισματικά στην ιστορία της κι έλεγε, «Ούτε που με νοιάζει τι πιστεύετε και τι λέτε. Πέστε το στον καθηγητή, γράψτε το στη μαμά, κάντε ό,τι σας αρέσει. Εγώ το ξέρω πως βρήκα το Φαύνο εκειπέρα και - μακάρι να ’μενα εκεί για πάντα, είσαστε τέρατα όλοι σας! Τέρατα!».

Ήταν η χειρότερή τους βραδιά. Η Λούσυ είχε τα χάλια της και ο Έντμουντ το ίδιο, γιατί καταλάβαινε πως το σχέδιό του δεν έπιασε όπως περίμενε. Οι δυο μεγάλοι είχαν αρχίσει πια να πιστεύουν για καλά ότι η Λούσυ τρελάθηκε. Μείνανε μάλιστα στο διάδρομο και τα κουβέντιασαν ψιθυριστά όταν η Λούσυ πήγε να πλαγιάσει.

Το αποτέλεσμα ήταν πως, το άλλο πρωί, αποφάσισαν να πάνε και να πουν όλη την ιστορία στον καθηγητή. «Εκείνος θα γράψει του πατέρα αν πιστεύει πως στ’ αλήθεια κάτι δεν πάει καλά με τη Λούσυ», είπε ο Πήτερ· «εμείς δε μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο». Πήγαν λοιπόν και χτύπησαν την πόρτα του γραφείου, κι ο καθηγητής φώναξε «Ελάτε», και σηκώθηκε και τους έφερε καρέκλες και τους είπε πως είναι στη διάθεσή τους. Κάθισε μετά και τους άκουσε με τα χέρια του πλεγμένα σφιχτά, και δεν τους έκοψε ούτε μία φορά, όσο που τέλειωσαν την ιστορία τους. Έμεινε έπειτα αμίλητος κάμποση ώρα, κι ύστερα ξερόβηξε και είπε το τελευταίο πράγμα στον κόσμο που περίμεναν ν’ ακούσουν απ’ το στόμα του:

«Και πώς το ξέρετε ότι η αδερφή σας δε λέει αλήθεια;».

«Μα -» έκανε η Σούζαν, κι έπειτα σταμάτησε. Στο πρόσωπο του γερο-καθηγητή έβλεπαν πως μιλούσε σοβαρά. Τότε η Σούζαν ξεθάρρεψε λίγο: «Αφού ο Έντμουντ λέει πως το κάνανε στα ψέματα».

«Αυτό ακριβώς πρέπει να σκεφτείτε καλά», είπε ο καθηγητής· «ας πούμε, και να με συμπαθάτε που το ρωτάω, μήπως από την πείρα σας θεωρείτε τον αδερφό σας πιο αξιόπιστο από την αδερφή σας; Δηλαδή, απ’ όσο τους ξέρετε, ποιος δε λέει συνήθως ψέματα;».

«Μα εδώ ακριβώς είναι το παράξενο», είπε ο Πήτερ. «Ως τώρα, θα σας απαντούσα, η Λούσυ».

«Και συ τι λες, καλή μου;» είπε ο καθηγητής στη Σούζαν.

«Να, γενικά θα έλεγα το ίδιο με τον Πήτερ… Αλλά δεν μπορεί να είναι αλήθεια όλη εκείνη η ιστορία - με το δάσος και το Φαύνο».

«Αυτό δεν το καταλαβαίνω», είπε ο καθηγητής. «Και είναι πολύ σοβαρό να κατηγορείς για ψεύτη κάποιον που πάντα έλεγε την αλήθεια. Είναι πολύ, μα πάρα πολύ σοβαρό…».

«Αυτό που φοβόμαστε», είπε η Σούζαν, «είναι πως μπορεί να μην πρόκειται για ψέμα. Λέγαμε πως ίσως κάτι να ’παθε η Λούσυ».

«Δηλαδή να τρελάθηκε;» έκανε πολύ πολύ παγερά ο καθηγητής. «Ε, αυτό πια δεν είναι δύσκολο να το διαπιστώσετε. Δεν έχετε παρά να την κοιτάξετε και να της μιλήσετε, για να δείτε πως μόνο τρελή δεν είναι».

«Τότε…» είπε η Σούζαν. Ούτε στον ύπνο της δεν είχε δει ποτέ μεγάλο να μιλάει σαν τον καθηγητή, και δεν ήξερε τι να σκεφτεί.

«Αχ, η Λογική!» έκανε ο καθηγητής, σα να μιλάει μόνος του. «Γιατί να μη διδάσκουν Λογική σ’ αυτά τα ευλογημένα τα σχολεία; Οι δυνατότητες είναι μόνο τρεις: ή λέει αλήθεια, ή τρελάθηκε, ή λέει ψέματα. Ξέρετε καλά πως δεν είναι ψεύτρα, και είναι ολοφάνερο πως δεν τρελάθηκε. Για την ώρα λοιπόν, κι ώσπου να βρούμε αποδείξεις, πρέπει να υποθέσουμε ότι λέει αλήθεια».

Η Σούζαν τον κοίταξε καλά, κι από την έκφρασή του βεβαιώθηκε πως δεν αστειευόταν διόλου.

«Μα κύριε, μπορεί να είναι αλήθεια;» είπε ο Πήτερ.

«Γιατί το λες αυτό;» είπε ο καθηγητής.

«Πρώτα πρώτα», είπε ο Πήτερ, «αν είναι αλήθεια, τότε γιατί να μη βρίσκεις τη χώρα μόλις ανοίγεις τη ντουλάπα; Εμείς πάντως ψάξαμε και δε βρήκαμε τίποτα · εκείνη τη φορά μάλιστα, ούτε κι η Λούσυ φαντάστηκε πως την έβλεπε».

«Και τι σημασία έχει αυτό;» είπε ο καθηγητής.

«Ε να, αν είναι αλήθεια, η χώρα θα ’πρεπε να υπάρχει πάντα εκεί».

«Ώστε έτσι;» είπε ο καθηγητής, κι ο Πήτερ τα ’χασε και δεν ήξερε τι να του απαντήσει.

«Κι ύστερα, δεν έλειψε καθόλου», είπε η Σούζαν. «Η Λούσυ δεν είχε καιρό να πάει πουθενά, ακόμα και να υπήρχε τέτοιο μέρος. Ήρθε και μας βρήκε τρέχοντας μόλις βγήκαμε απ’ το δωμάτιο. Μήτε ένα λεπτό δεν είχε περάσει, και κείνη έκανε σα να ‘λειψε ώρες».

«Αυτό ακριβώς είναι που κάνει την ιστορία να μοιάζει αληθινή», είπε ο καθηγητής. «Αν στο σπίτι αυτό υπάρχει πραγματικά μια πόρτα που βγάζει σε κάποιον άλλο κόσμο (και πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι το σπίτι είναι πολύ παράξενο, ακόμα κι εγώ ελάχιστα το ξέρω - αν λοιπόν μπήκε σ’ έναν άλλο κόσμο, δε θα μου φαινόταν διόλου απίθανο εκείνος ο άλλος κόσμος να έχει δικό του, ξεχωριστό χρόνο· έτσι που όσο κι αν μείνεις εκεί, για το δικό μας χρόνο να μη σημαίνει τίποτα. Έπειτα, δε νομίζω ότι κορίτσι της ηλικίας της σκαρώνει τόσο εύκολα μοναχό του τέτοιες ιστορίες. Αν έλεγε ψέματα, θα φρόντιζε να κρυφτεί κάμποση ώρα πριν ξαναβγεί και σας ξεφουρνίσει την ιστορία».

«Δηλαδή το πιστεύετε στ’ αλήθεια πως μπορεί να υπάρχουν άλλοι κόσμοι - παντού, ακόμα κι εδώ γύρω - να, έτσι;» είπε ο Πήτερ.

«Τίποτα δεν είναι πιο πιθανό», απάντησε ο καθηγητής βγάζοντας τα γυαλιά του, κι άρχισε να τα καθαρίζει μουρμουρίζοντας μοναχός του, «Πολύ θα ’θελα να ξέρω τι τους μαθαίνουν σ’ αυτά τα σχολεία…».

«Και τώρα τι κάνουμε;» είπε η Σούζαν, βλέποντας τη συζήτηση να ξεφεύγει από το θέμα.

«Καλή μου δεσποινιδούλα», είπε ο καθηγητής, κι άξαφνα τους κοίταξε πολύ επίμονα, «έχω ένα σχέδιο που κανείς σας δεν το πρότεινε ακόμα, και που αξίζει να το δοκιμάσετε».

«Τι;» είπε η Σούζαν.

«Να προσπαθήσουμε να κοιτάμε όλοι τη δουλειά μας», είπε ο καθηγητής. Και εδώ ακριβώς τέλειωσε η συζήτηση.

Έπειτα απ’ αυτό, τα πράγματα έφτιαξαν κάπως για τη Λούσυ. Ο Πήτερ είχε το νου του στον Έντμουντ να μην την πειράξει, και κανείς πια δεν έβρισκε όρεξη να ξαναμιλήσει για τη ντουλάπα, που είχε γίνει αρκετά επικίνδυνο θέμα. Έτσι, για ένα διάστημα φάνηκε πως όλες οι περιπέτειες τελείωσαν· αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου αλήθεια.

Το σπίτι του καθηγητή - που κι ο ίδιος το ήξερε τόσο λίγο - ήταν παμπάλαιο και ξακουστό, κι ένα σωρό κόσμος ερχόταν απ’ όλη την Αγγλία και του ζητούσε την άδεια να το δει. Ήταν από κείνα τα σπίτια που αναφέρουν οι τουριστικοί οδηγοί, ακόμα και τα βιβλία της ιστορίας· και γιατί όχι, αφού είχαν να λένε γύρω απ’ αυτό λογής λογής παράξενες ιστορίες, μερικές μάλιστα ακόμα πιο παράξενες από τούτη που σας γράφω τώρα δα. Κι όταν έρχονταν ξένοι και ζητούσαν να το δουν, ο καθηγητής πάντα τους άφηνε, και η κυρα-Μακρέντυ, η οικονόμος, τους πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο και τους μιλούσε για τους πίνακες και την πανοπλία και για τα σπάνια βιβλία στη βιβλιοθήκη. Της κυρα-Μακρέντυ δεν της άρεσαν τα παιδιά, μήτε της καλοφαινόταν να τη διακόπτουν εκεί που διηγούνταν στους επισκέπτες όσα ήξερε και δεν ήξερε. Σχεδόν από την πρώτη μέρα (μαζί μ’ ένα σωρό άλλες οδηγίες) είχε πει του Πήτερ και της Σούζαν: «Και σας παρακαλώ, μην ξεχνάτε πως δεν πρέπει να βρισκόσαστε στα πόδια μου όταν ξεναγώ κόσμο στο σπίτι».

«Πουφ! Λες και θα ‘θελε κανένας μας επίτηδες να φάει το μισό του πρωί παίρνοντας από πίσω ένα μπουλούκι μυστήριους μεγάλους!» είπε ο Έντμουντ. Κι οι άλλοι τρεις το ίδιο σκέφτηκαν. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν οι περιπέτειες τη δεύτερη φορά.

Κάμποσες μέρες αργότερα, εκεί που ο Πήτερ με τον Έντμουντ περιεργαζόντουσαν την πανοπλία και κοιτούσαν πώς θα γίνει να τη λύσουν, τα δυο κορίτσια μπήκαν τρέχοντας στην αίθουσα: «Το νου σας! Έρχεται η Μακρένταινα κι ένα τσούρμο ξοπίσω της!».

«Δρόμο!» φώναξε ο Πήτερ, και βγήκαν όλοι από την πόρτα που βρισκόταν στο βάθος της αίθουσας. Πέρασαν απ’ το Πράσινο Δωμάτιο, κι από κει στη βιβλιοθήκη, όταν ξάφνου άκουσαν φωνές μπροστά τους και κατάλαβαν πως η κυρα-Μακρέντυ πρέπει να ’φερνε τους ξένους από τις πίσω σκάλες, κι όχι από τις μπροστινές, όπως λογάριαζαν. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, δεν ξέρω αν χάσανε το νου τους, ή αν η κυρα-Μακρέντυ τους κυνηγούσε στ’ αλήθεια, ή αν το σπίτι είχε τίποτα μαγικό που ζωντάνεψε και τους έσπρωχνε να γυρίσουν στη Νάρνια - μα ένιωσαν στ’ αλήθεια κυνηγημένοι, κι αφού βολόδειραν από δω κι από κει, η Σούζαν είπε, «Ουφ κι αυτοί οι τουρίστες! Πάμε να κρυφτούμε στο Δωμάτιο της Ντουλάπας ώσπου να περάσουν. Εκεί δεν πρόκειται να μπει κανείς». Μόλις όμως χώθηκαν στο δωμάτιο, άκουσαν πάλι φωνές στο διάδρομο και κάποιος ψαχούλεψε το χερούλι στην πόρτα - το είδαν μάλιστα να γυρίζει αργά.

«Γρήγορα!» είπε ο Πήτερ. «Δεν υπάρχει άλλη λύση!» κι άνοιξε διάπλατα τη ντουλάπα. Όρμησαν κι οι τέσσερις μέσα κουτρουβαλώντας και κάθισαν λαχανιάζοντας στα σκοτεινά. Ο Πήτερ βαστούσε από μέσα την πόρτα, μισόκλειστη όμως, γιατί φυσικά, όπως και κάθε λογικός άνθρωπος, θυμόταν ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να κλειδώνεσαι μέσα σε ντουλάπες.

Загрузка...