ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Μια μέρα με τους κάστορες

Εκεί που τ’ αγόρια είχαν μείνει πίσω και κουβέντιαζαν ψιθυριστά, τα δυο κορίτσια φώναξαν ξαφνικά «Αχ!» και στάθηκαν.

«Ο κοκκινολαίμης!» φώναξε η Λούσυ. «Ο κοκκινολαίμης μας! Έφυγε!». Και πραγματικά, έτσι ήταν. Το πουλί είχε γίνει άφαντο.

«Και τώρα τι κάνουμε;» είπε ο Έντμουντ κι έριξε στον Πήτερ μια ματιά που σήμαινε, «Τι σου έλεγα;».

«Σσσς! Κοιτάξτε!» είπε η Σούζαν.

«Τι;» έκανε ο Πήτερ.

«Κάτι σαλεύει ανάμεσα στα δέντρα - εκεί, αριστερά».

Κοίταξαν όλοι όσο πιο προσεχτικά μπορούσαν, και κανένας τους δεν ένιωθε και πολύ άνετα.

«Νάτο πάλι!» είπε σε λίγο η Σούζαν.

«Αυτή τη φορά το είδα και γω», είπε ο Πήτερ. «Ακόμα εκεί είναι. Τώρα κρύφτηκε πίσω από κείνο το μεγάλο δέντρο».

«Τι να ’ναι;» ρώτησε η Λούσυ, βάζοντα τα δυνατά της για να μη δείξει πως φοβάται.

«Ό,τι κι αν είναι», είπε ο Πήτερ, «φαίνεται πως μας κρύβεται - δε θέλει να το δούμε».

«Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω», είπε η Σούζαν. Και τότε, μόλο που κανείς δεν το ’πε δυνατά, όλοι κατάλαβαν μεμιάς εκείνο που είχε ψιθυρίσει ο Έντμουντ στον Πήτερ, στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου.

Είχανε χάσει το δρόμο.

«Σαν τι σας φαίνεται;» είπε η Λούσυ.

«Α - μοιάζει με ζώο», είπε η Σούζαν, κι αμέσως πρόσθεσε, «Κοιτάξτε! Κοιτάξτε γρήγορα! Νάτο!».

Τούτη τη φορά, όλοι είδαν ένα χνουδωτό μουτράκι με φαβορίτες που τους κοίταξε πίσω από το δέντρο. Τώρα όμως το ζωάκι δεν τραβήχτηκε αμέσως. Έβαλε μόνο το μπροστινό του ποδαράκι στο στόμα, όπως βάζουν οι άνθρωποι το δάχτυλο στα χείλια και σου γνέφουν να σωπάσεις. Έπειτα χάθηκε πάλι. Τα παιδιά στάθηκαν κρατώντας την ανάσα τους.

Μισό λεπτό αργότερα, ο ξένος ξαναφάνηκε πίσω απ’ το δέντρο, κοίταξε γύρω του λες και φοβόταν μήπως τον παρακολουθούν, κι είπε «Σσσσστ!» γνέφοντάς τους να τον ακολουθήσουν μέσα στο πυκνό σύδεντρο όπου κρυβόταν. Και ξανακρύφτηκε.

«Α μάλιστα, κάστορας είναι!» είπε ο Πήτερ. «Είδα την ουρά του».

«Θέλει να τον ακολουθήσουμε», είπε η Σούζαν, «και μας προειδοποίησε να μην κάνουμε θόρυβο». «Το ξέρω», είπε ο Πήτερ. «Το πρόβλημα όμως είναι άλλο: Να πάμε ή να μην πάμε; Τι λες, Λου;».

«Εμένα μου φαίνεται καλός κάστορας», είπε η Λούσυ.

«Ναι, αλλά πώς το ξέρουμε;» πετάχτηκε ο Έντμουντ.

«Μήπως πρέπει να το διακινδυνέψουμε;» είπε η Σούζαν. «Θέλω να πιο, έτσι κι αλλιώς δε βγαίνει τίποτα να καθίσουμε εδώ. Κι έχω μια πείνα!».

Εκείνη τη στιγμή ο Κάστορας έβγαλε πάλι το κεφάλι του πίσω από το δέντρο και τους έγνεψε, πολύ σοβαρός.

«Πάμε», είπε ο Πήτερ, «ας δοκιμάσουμε. Να μένετε ο ένας κοντά στον άλλο. Αν ο κάστορας αποδειχτεί εχθρός, πρέπει να είμαστε ενωμένοι».

Κι έτσι τα παιδιά πλησίασαν το δέντρο, χώθηκαν πίσω του και βρήκαν τον Κάστορα· εκείνος όμως πισωπατούσε ακόμα, κι έλεγε μ’ έναν τραχύ γουργουριστό ψίθυρο που έβγαινε από το λαιμό του, «Ακόμα, ακόμα. Α μπράβο, εδώ! Δεν είμαστε ασφαλείς στ’ ανοιχτά!». Τους οδήγησε σε μια μεριά σκοτεινή, με τέσσερα δέντρα που φύτρωναν τόσο κοντά το ένα στ’ άλλο, που τα κλαριά τους έσμιγαν, κι από κάτω φαινόταν το χώμα κι οι πευκοβελόνες, γιατί μήτε το χιόνι δεν κατάφερνε να περάσει. Και τότε τους μίλησε.

«Είσαστε οι Γιοι του Αδάμ και οι Κόρες της Εύας;».

«Μερικοί», είπε ο Πήτερ.

«Σσσσσσς!» έκανε ο Κάστορας. «Όχι τόσο δυνατά, σας παρακαλώ! Ούτε εδώ είμαστε ασφαλείς!».

«Γιατί, ποιον φοβόσαστε;» είπε ο Πήτερ. «Εδωπέρα δεν είναι κανείς εκτός από μας».

«Τα δέντρα», είπε ο Κάστορας. «Πάντα στήνουν αυτί. Τα περισσότερα είναι με το μέρος μας. Είναι όμως και μερικά που θα μας πρόδιναν σε κείνην. Ξέρετετε για ποιαν λέω», και κούνησε κάμποσες φορές το κεφάλι τους.

«Είπε “με το μέρος” μας», έκανε ο Έντμουντ. «Αλλά πώς ξέρουμε πως είσαι φίλος;».

«Δε θα θέλαμε να σας προσβάλουμε, κύριε Κάστορα», είπε ο Πήτερ, «αλλά βλέπετε, είμαστε ξένοι».

«Πολύ σωστά, πολύ σωστά», είπε ο Κάστορας. «Λοιπόν, ορίστε η απόδειξή μου». Και με τα λόγια αυτά έβγαλε και τους έδειξε ένα μικρό άσπρο πραγματάκι. Το κοίταξαν χωρίς να καταλαβαίνουν, αλλά η Λούσυ φώναξε ξαφνικά, «Μα βέβαια. Είναι το μαντίλι μου - αυτό που έδωσα στον καημενούλη μου τον κύριο Τούμνους!».

«Ακριβώς», είπε ο Κάστορας. «Ο δύστυχος πρόλαβε να μάθει τα καθέκαστα πριν τον συλλάβουν και μου το ’δωσε. Μου είπε, αν του συμβεί τίποτα, να σας συναντήσω εδώ και να σας πάω στον ―». Και εδώ ο Κάστορας σώπασε και κούνησε κανά δυο φορές το κεφάλι με πολύ μυστήριο τρόπο. Έπειτα έγνεψε στα παιδιά να τον πλησιάσουν όσο πιο πολύ γινόταν, τόσο που ένιωσαν τις φαβορίτες του να τους γαργαλάνε τα μάγουλα, και πρόσθεσε ψιθυριστά «Λένε πως ο Ασλάν ξεκίνησε - μπορεί να ’χει φτάσει κιόλας».

Και τότε έγινε κάτι πολύ παράξενο. Κανένα απ’ τα παιδιά δεν ήξερε ποιος είναι ο Ασλάν, όπως δεν ξέρετε και σεις· τη στιγμή όμως που ο Κάστορας ξεστόμισε τα λόγια εκείνα, καθένας τους ένιωσε και κάτι αλλιώτικο. Μπορεί να σας έχει τύχει, μέσα σε όνειρο, να σας πούνε κάτι που δεν το καταλαβαίνετε, αλλά να νιώσετε πως μέσα στο όνειρο έχει μεγάλη σημασία -είτε τρομερή, που κάνει το όνειρο εφιάλτη, ή όμορφη, τόσο όμορφη που δεν παρασταίνεται με λόγια, και κάνει τ’ όνειρο τόσο θαυμάσιο, που το θυμόσαστε σ’ όλη σας τη ζωή και πάντα λαχταράτε να το ξαναζήσετε. Κάτι τέτοιο λοιπόν έγινε και τώρα. Ακούγοντας το όνομα του Ασλάν, τα παιδιά ένιωσαν κάτι να σκιρτάει μέσα τους. Ο Έντμουντ πλημμύρισε με ανεξήγητο τρόμο. Ο Πήτερ ένιωσε ξάφνου γενναίος κι έτοιμος για περιπέτειες. Η Σούζαν ρίγησε σα να κυλούσε μέσα της μια υπέροχη ευωδιά, ή ονειρεμένη μουσική. Και η Λούσυ ένιωσε όπως νιώθεις καμιά φορά όταν ξυπνάς το πρωί και καταλαβαίνεις πως άρχισαν διακοπές ή μπήκε το καλοκαίρι.

«Και ο κύριος Τούμνους; Πού τον έχουνε;» είπε η Λούσυ.

«Σσσς!» έκανε ο Κάστορας. «Όχι εδώ. Πρέπει να πάμε κάπου που να μπορούμε να κουβεντιάσουμε ήσυχα και να φάμε και κάτι».

Τώρα πια κανείς, εκτός από τον Έντμουντ, δε δίσταζε να εμπιστευτεί τον Κάστορα - και όλοι, χωρίς καμιά εξαίρεση, χάρηκαν που άκουσαν να γίνεται λόγος για φαΐ. Βιάστηκαν λοιπόν ν’ ακολουθήσουν τον καινούριο τους φίλο, που τους οδήγησε με απίστευτη σβελτάδα, και πάντα από τα πιο πυκνά μέρη του δάσους, καμιά ώρα δρόμο. Όλοι ένιωθαν κατάκοποι και πεινασμένοι, όταν ξαφνικά· τα δέντρα άρχισαν ν’ αραιώνουν μπροστά τους και το έδαφος έγινε απότομη κατηφοριά. Μισό λεπτό αργότερα είχαν πάνω τους τον ουρανό (ο ήλιος έλαμπε ακόμα), κι ένα υπέροχο θέαμα κάτω απ’ τα πόδια τους.

Βρισκόντουσαν στο χείλος μιας απότομης στενής κοιλάδας, όπου κυλούσε ένα μεγάλο ποτάμι - ή μάλλον θα κυλούσε, ώσπου πάγωσε. Ακριβώς κάτω από το σημείο που στάθηκαν, ένα φράγμα έκοβε το ποτάμι, και βλέποντας το θυμήθηκαν όλοι τους πως οι κάστορες πάντα φτιάχνουν φράγματα, κι ένιωσαν απόλυτα βέβαιοι πως τούτο εδώ το είχε φτιάξει ο κύριος Κάστορας. Πρόσεξαν ακόμα πως ο φίλος τους είχε πάρει μια πολύ σεμνή έκφραση - όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι, όταν σου δείχνουν τον κήπο που έφτιαξαν με τα χέρια τους, ή σου ζητάνε να διαβάσεις ένα διήγημα που έγραψαν. Έτσι, για να είναι εντάξει με τους τύπους, η Σούζαν είπε, «Τι όμορφο φράγμα!». Και τούτη τη φορά ο κύριος Κάστορας δεν απάντησε «Σσσσς!» αλλά, «Ψιλοπράγματα! Ψιλοπράγματα! Μήτε έχει τελειώσει, εδώ που τα λέμε!».

Πάνω από το φράγμα φαινόταν κάτι που κάποτε θα ήταν βαθιά λιμνούλα, μόνο που τώρα είχε γίνει ένα ίσιο πάτωμα από σκούρο πράσινο πάγο. Και κάτω από το φράγμα, πολύ πιο χαμηλά, είδαν κι άλλους πάγους, όχι λείους όμως, που είχαν πήξει σε αφρισμένα και κυματιστά σχήματα, σαν το νερό που κυλούσε ορμητικά τη στιγμή που έπεσε η παγωνιά. Και κει που τιναζόταν το νερό και πιτσιλούσε το φράγμα, είχε τώρα έναν αστραφτερό τοίχο από παγοκρύσταλλα, λες και σε κείνη τη μεριά το φράγμα ήταν γεμάτο λουλούδια και στεφάνια και γιρλάντες από ζάχαρη άχνη. Και πέρα, στη μέση, προς την κορυφή του φράγματος, είχε ένα αστείο σπιτάκι, σαν πελώρια κυψέλη· από μια τρύπα της σκεπής του έβγαινε καπνός, έτσι που μόλις το αντίκριζες (και μάλιστα αν πεινούσες) ο νους σου πήγαινε αμέσως στο μαγείρεμα και ένιωθες μεγαλύτερη πείνα από πρώτα.

Αυτό κυρίως πρόσεξαν οι άλλοι· ο Έντμουντ όμως πρόσεξε και κάτι άλλο. Λίγο πιο χαμηλά από τούτο το ποτάμι, ήταν κι άλλο ένα μικρό ποταμάκι που κατέβαινε σε μια μικρούτσικη κοιλάδα και το συναντούσε. Και πάνω από τη μικρή κοιλάδα, ο Έντμουντ ξεχώρισε δυο μικρούς λόφους, κι ήταν σχεδόν σίγουρος πως εκείνους τους λόφους του ’δειξε η Λευκή Μάγισσα όταν αποχωρίζονταν τις προάλλες στο φανοστάτη. Ε λοιπόν, ανάμεσά τους έπρεπε να βρίσκεται το παλάτι της, ούτ’ ένα μίλι απόσταση καλά καλά. Θυμήθηκε τότε τα λουκούμια, και που θα γινόταν Βασιλιάς («Για να δούμε πώς θα του φανεί του Πήτερ», σκέφτηκε) και τρομερές ιδέες του κατέβηκαν στο κεφάλι.

«Φτάσαμε», είπε ο κύριος Κάστορας, «και μου φαίνεται πως η κυρία Καστορίνα μας περιμένει. Ακολουθήστε με. Το νου σας μόνο μη φάτε καμιά γλίστρα».

Η κορυφή του φράγματος ήταν αρκετά φαρδουλή για να περπατάς, όμως (για τους ανθρώπους) δεν ήταν και πολύ ευχάριστο σεργιάνι, γιατί το σκέπαζε ο πάγος και, μόλο που η παγωμένη λιμνούλα από τη μια μεριά του έφτανε στα ίσια, από την άλλη είχε ένα φοβερό γκρεμό ίσαμε το πιο χαμηλό ποτάμι. Από τούτο το δρομάκι πέρασαν, μπροστά ο κύριος Κάστορας και πίσω ένα ένα τα παιδιά, κι έφτασαν στη μέση, απ’ όπου έβλεπαν δεξιά κι αριστερά ολόκληρο το ποτάμι ως πέρα. Και κει ακριβώς βρισκόταν η πορτούλα του σπιτιού.

«Νάμαστε, κυρία Καστορίνα, τους βρήκα. Από δω οι Γιοι του Αδάμ και οι Κόρες της Εύας» - και μπήκανε όλοι μέσα.

Το πρώτο πράγμα που άκουσε η Λούσυ μπαίνοντας, ήταν ένας γουργουριστός θόρυβος, και το πρώτο που είδε ήταν μια γριά καστορίνα με καλοσυνάτη όψη, που καθότανε στη γωνιά με μια κλωστή στο στόμα και δούλευε απορροφημένη στη ραπτομηχανή της. Από κει έβγαινε αυτός ο παράξενος θόρυβος. Μόλις είδε τα παιδιά σταμάτησε τη δουλειά και σηκώθηκε.

«Επιτέλους, ήρθατε!» είπε κι άπλωσε τα ζαρωμένα χεράκια της. «Επιτέλους! Έλεγα πως δε θα ζήσω να τη δω αυτή τη μέρα! Οι πατάτες βράζουν κι η τσαγιέρα τραγουδάει και, αν μου επιτρέπετε Κύριε Κάστορα, θα σας παρακαλούσα να μας πιάσετε μερικά ψάρια».

«Και βέβαια», είπε ο κύριος Κάστορας και βγήκε από το σπιτάκι μαζί με τον Πήτερ. Πέρασαν τη βαθιά λιμνούλα και τον έψερε σε μια μεριά που είχε μια τρύπα ανοιγμένη στον πάγο, κι όταν έκλεινε τη φάρδαινε πάλι με το τσεκούρι του. Είχανε πάρει μαζί τους κι έναν κουβά. Ο κύριος Κάστορας κάθισε ήσυχα στην άκρη της τρύπας (διόλου δε φάνηκε να τον νοιάζει που ήταν τόσο παγωμένη), κοίταξε προσεχτικά μέσα, κι άξαφνα τίναξε το μπροστινό του ποδαράκι και, πριν προφτάσεις να πεις σκουληκομυρμηγκότρυπα, ψάρεψε μια όμορφη πέστροφα. Έκανε το ίδιο ξανά και ξανά, ώσπου γέμισε τον κουβά του με ψάρια.

Στο μεταξύ, τα κορίτσια βοηθούσαν την κυρία Καστορίνα να γεμίσει το τσαγερό και να στρώσει τα τραπέζι· έκοψαν ψωμί, έβαλαν τα πιάτα στο τζάκι να ζεσταθούν, γέμισαν ένα μεγάλο κανάτι μπίρα για τον κύριο Κάστορα από ένα βαρέλι που είχε στη γωνιά, κι έβαλαν το τηγάνι στη φωτιά για να κάψει το λίπος. Της Λούσυ πολύ της άρεσε το ζεστό σπιτάκι των Καστόρων, κι ας μην έμοιαζε καθόλου με τη σπηλιά του κυρίου Τούμνους. Δεν είχε βιβλία, μήτε πίνακες, κι αντί για κρεβάτια είχε κουκέτες, όπως στα καράβια, χτισμένες στους τοίχους. Κι από τα δοκάρια της στέγης κρέμονταν χοιρομέρια και πλεξάνες σκόρδα και κρεμμύδια, και στους τοίχους είχε γαλότσες για τα χιόνια και μουσαμαδιές, και τσεκούρια και ψαλίδες και αξίνες και μυστριά και ζεμπίλια που κουβαλάνε τη λάσπη και πετονιές και δίχτυα για το ψάρεμα και σακιά. Και το τραπεζομάντιλο ήταν χοντρό, αλλά πεντακάθαρο.

Πάνω στην ώρα που άρχισε να τσιτσιρίζει το τηγάνι, μπήκαν ο Πήτερ και ο κύριος Κάστορας με τα ψάρια, που ο κύριος Κάστορας τα είχε κιόλας ανοιγμένα και καθαρισμένα με το μαχαιράκι του. Φανταστείτε πώς μοσκοβόλησαν τα φρέσκα ψάρια στο τηγάνι, και πώς τα λιγούρευαν τα πεινασμένα παιδιά ώσπου να γίνουν, και πόσο μεγάλωσε η πείνα τους ώσπου να τελειώσει το τηγάνισμα και να πει η κυρία Καστορίνα, «Θαρρώ πως κοντεύουμε». Η Σούζαν στράγγιξε τις πατάτες και τις ξανάβαλε στην άδεια κατσαρόλα να στεγνώσουν στη γωνιά του τζακιού, ενώ η Λούσυ βοηθούσε την κυρία Καστορίνα να σερβίρει τις πέστροφες, κι έτσι σε λίγα λεπτά όλοι πήρανε θέση στα σκαμνιά τους (ξέχασα να σας πω ότι στο σπίτι των Καστόρων είχε μονάχα τρίποδα σκαμνιά, εκτός από την κουνιστή πολυθρόνα της κυρίας Καστορίνας, δίπλα στη φωτιά) κι ετοιμάστηκαν για το τσιμπούσι. Είχε μια κανάτα ολόπαχο γάλα για τα παιδιά (ο κύριος Κάστορας δεν έκανε ποτέ χωρίς τη μπίρα του) κι ένα μεγάλο κομμάτι σκουροκίτρινο βούτυρο στη μέση του τραπεζιού, για να παίρνεις όσο θες για τις πατάτες σου, και τα παιδιά σκεφτόντουσαν -και συμφωνώ μαζί τους - πως τίποτα δεν παραβγαίνει στο καλό ψάρι του γλυκού νερού όταν το τρως ψαρεμένο της μισής ώρας, και βγαλμένο απ’ το τηγάνι πριν από μισό λεπτό. Κι όταν απόφαγαν τα ψάρια, η κυρία Καστορίνα ξετρύπωσε εντελώς αναπάντεχα από το φουρνάκι της ένα υπέροχο και μεγαλόπρεπα πασαλειμμένο ρολό μαρμελάδα, αχνιστό αχνιστό, και την ίδια στιγμή έβαλε το τσαγερό στη φωτιά, έτσι που μόλις τέλειωσαν το ρολό, το τσάι είχε γίνει κι ήταν έτοιμο να σερβιριστεί. Κι όταν όλοι πήραν τα φλιτζάνια τους, τράβηξαν πέρα τα σκαμνιά για ν’ ακουμπούν στον τοίχο, κι αναστέναξαν βαθιά και φχαριστημένα.

«Και τώρα», είπε ο κύριος Κάστορας σπρώχνοντας πέρα το αδειανό κανάτι της μπίρας και παίρνοντας κοντά του το φλιτζάνι με το τσάι, «αν με περιμένετε δυο λεπτά ν’ ανάψω την πίπα μου και να την τραβήξω - μπορούμε ν’ αρχίσουμε λίγη δουλειά. Ξανάρχισε να χιονίζει», πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά από το παράθυρο. «Κι αυτό είναι πολύ καλό, γιατί σημαίνει πως δε θα μας έρθουν επισκέψεις. Ακόμα και να δοκίμασε κανείς να μας ακολουθήσει, δεν πρόκειται να βρει τα ίχνη μας».

Загрузка...