ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Τι έγινε μετά το τραπέζι

«Και τώρα», είπε η Λούσυ, «πέστε μας σας παρακαλούμε, τι απόγινε ο κύριος Τούμνους».

«Α, φοβερή ιστορία», έκανε ο κύριος Κάστορας κουνώντας το κεφάλι του. «Πολύ φοβερή ιστορία. Τον έπιασε η αστυνομία. Εγώ το έμαθα από ένα πουλί που ήτανε μπροστά».

«Και πού τον πήγανε;» είπε η Λούσυ.

«Τραβούσαν κατά το βορρά όταν τους είδανε για τελευταία φορά, κι όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό».

«Εμείς δεν ξέρουμε», είπε η Σούζαν. Ο κύριος Κάστορας κούνησε το κεφάλι του πολύ, μα πολύ θλιβερά.

«Αυτό σημαίνει, φοβάμαι, ότι τον πήγαν στο Σπίτι της», είπε.

«Και τι θα του κάνουνε κύριε Κάστορα;» ρώτησε πνιγμένα η Λούσυ.

«Ε, κανείς δεν ξέρει σίγουρα», είπε ο κύριος Κάστορας. «Ως τώρα όμως, δεν είναι πολλοί που να τους πήγαν εκεί πέρα και να γυρίσαν ζωντανοί. Λένε πως είναι όλο γεμάτο αγάλματα - στην αυλή και στις σκάλες και στη μεγάλη του αίθουσα. Πλάσματα ζωντανά που τα έκανε» ―(εδώ σταμάτησε κι ανατρίχιασε) - «τα έκανε πέτρα».

«Αχ, κύριε Κάστορα, δε γίνεται - θέλω να πω, κάτι πρέπει να κάνουμε για να τον σώσουμε. Είναι φοβερό, και φταίω εγώ!» είπε η Λούσυ.

«Δεν αμφιβάλλω, χρυσούλι μου, πως αν μπορούσες θα τον έσωνες», είπε η κυρία Καστορίνα, «μα δεν έχεις καμιά πιθανότητα να μπεις σε κείνο το Σπίτι χωρίς τη θέλησή της, μήτε και να βγεις ζωντανή».

«Δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα κόλπο;» είπε ο Πήτερ. «Να μασκαρευτούμε ή να παραστήσουμε τους γυρολόγους - ή κάτι τέτοιο… Ή πάλι να περιμένουμε ώσπου να βγει έξω - ή… Να πάρει η ευχή, κάποιος τρόπος πρέπει να υπάρχει. Αυτός ο Φαύνος έσωσε την αδελφή μου με κίνδυνο της ζωής του κύριε Κάστορα. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι να γίνει - να του κάνουν τέτοιο πράγμα».

«Δεν ωφελεί, Γιε του Αδάμ», είπε ο κύριος Κάστορας, «δεν ωφελεί να προσπαθήσετε, ειδικά εσείς. Μα τώρα που ξεκίνησε ο Ασλάν…».

«Α ναι! Μίλησέ μας για τον Ασλάν!» είπαν κάμποσες φωνές μαζί γιατί τους είχε πάλι πλημμυρίσει ξαφνικά εκείνο το παράξενο συναίσθημα - σαν το πρώτο μήνυμα της άνοιξης, σαν τα καλά μαντάτα που σου ’ρχονται ξαφνικά.

«Ποιος είναι ο Ασλάν;» ρώτησε η Σούζαν.

«Ο Ασλάν;» είπε ο κύριος Κάστορας. «Μα δεν τον ξέρετε; Είναι ο Βασιλιάς. Είναι Κύριος κι Αφέντης του δάσους, μα δε βρίσκεται συχνά εδώ, καταλαβαίνετε. Τουλάχιστον δε βρισκόταν μήτε στη δική μου εποχή, μήτε στου πατέρα μου. Έχει απλωθεί όμως η φήμη πως ξαναγύρισε. Ετούτη τη στιγμή βρίσκεται στη Νάρνια. Θα τη συγυρίσει μόνος του τη Λευκή Μάγισσα. Αυτός, κι όχι εσείς, θα σώσει τον κύριο Τούμνους».

«Εκείνον δεν μπορεί να τον κάνει πέτρα;» είπε ο Έντμουντ.

«Ο Αφέντης να σε φυλάει, Γιε του Αδάμ! Τι κουταμάρα ξεστόμισες!» απάντησε ο κύριος Κάστορας γελώντας με την καρδιά του. «Αυτόν να τον κάνει πέτρα; Μα αν καταφέρει να σταθεί στα πόδια της και να τον αντικρίσει καταπρόσωπο, θα ’ναι το πιο πολύ που μπορεί να κάνει, και θα ’ναι παραπάνω απ’ ό,τι περιμένω. Όχι, όχι. Εκείνος θα τα βάλει όλα στη θέση τους, όπως λέει ένα παλιό τραγούδι εδώ στα μέρη μας:

Όταν φανεί ο Ασλάν, το άδικο δίκιο θα γίνει,

Βρυχιέται φοβερά, και λύπη δε θα μείνει.

Τα δόντια τον γυμνώνει και το χειμώνα σκιάζει,

Ανοιξη θα μυρίσει - τη χαίτη τον τινάζει!

Όταν τον δείτε, θα καταλάβετε».

«Θα τον δούμε;» είπε η Σούζαν.

«Μα γι’ αυτό σας έφερα εδώ, Κόρη της Εύας. Εγώ θα σας πάω να τον συναντήσετε», είπε ο κύριος Κάστορας.

«Και είναι - είναι άνθρωπος;» ρώτησε η Λούσυ.

«Ο Ασλάν άνθρωπος!» είπε αυστηρά ο κύριος Κάστορας. «Και βέβαια όχι. Σας είπα, είναι ο Βασιλιάς του δάσους, γιος του Μεγάλου Αυτοκράτορα Πέρα από τη Θάλασσα. Δεν ξέρετε ποιος είναι ο Βασιλιάς των Ζώων; Ο Ασλάν είναι λιοντάρι - Το Λιοντάρι, το Μεγάλο Λιοντάρι».

«Αααα!» έκανε η Σούζαν. «Εγώ έλεγα πως είναι άνθρωπος. Και δε μου λέτε - δαγκώνει; Τα ’χω λιγάκι χαμένα που πρόκειται να συναντήσω κοτζάμ λιοντάρι!».

«Βέβαια χρυσό μου, το καταλαβαίνω», είπε η κυρία Καστορίνα. «Αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να σταθεί μπροστά στον Ασλάν χωρίς να τρέμουνε τα γόνατά του, ή θα ’ναι ο πιο γενναίος απ’ τους γενναίους, ή βλάκας».

«Δηλαδή - είναι επικίνδυνος;» είπε η Λούσυ.

«Επικίνδυνος;» έκανε ο κύριος Κάστορας. «Μα δεν ακούσατε τι σας είπε η κυρία Καστορίνα; Ποιος λέει πως δεν είναι επικίνδυνος; Και βέβαια είναι. Μα είναι και καλός. Είναι ο Βασιλιάς, σας λέω».

«Δε βλέπω την ώρα να τον συναντήσω», είπε ο Πήτερ, «κι ας φοβάμαι που θα ’ρθει».

«Σωστά μιλάς, Γιε του Αδάμ», είπε ο κύριος Κάστορας, και κατέβασε το μπροστινό του ποδαράκι στο τραπέζι με τέτοια δύναμη, που κουδουνίσαν τα πιατάκια και τα φλιτζάνια. «Και θα τον δεις. Σας μηνάει να τον συναντήσετε, αύριο αν μπορείτε στο Πέτρινο Τραπέζι».

«Πού είναι το Πέτρινο Τραπέζι;» είπε η Λούσυ.

«Θα σας πάω εγώ», είπε ο κύριος Κάστορας. «Είναι πέρα απ’ την ποταμιά, κάμποση ώρα από δω. Εγώ θα σας οδηγήσω».

«Και στο μεταξύ τι να γίνεται ο καημενούλης ο κύριος Τούμνους;» είπε η Λούσυ.

«Αν θέλετε να τον βοηθήσετε γρήγορα, πηγαίνετε στον Ασλάν», είπε ο κύριος Κάστορας. «Τώρα που ήρθε, θα τα κανονίσει όλα. Όχι πως δε σας χρειαζόμαστε και σας - γιατί υπάρχει κι άλλο παλιό τραγούδι:

Στον Κάιρ Πάραβελ το θρόνο σαν καθίσει

η σάρκα και το αίμα τον Αδάμ

η εποχή της δυστυχίας θα σβήσει.

Τώρα λοιπόν, πρέπει να κοντεύει το τέλος. Ήρθε εκείνος, ήρθατε κι εσείς. Είχαμε ακούσει κι άλλοτε πως έρχεται ο Ασλάν στα μέρη μας - καιρό πριν, κανείς πια δε θυμάται πότε. Όμως τότε δεν είχαμε κανένα από τη δική σας φυλή».

«Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνουμε, κύριε Κάστορα», είπε ο Πήτερ. «Δηλαδή η Μάγισσα δεν είναι άνθρωπος;».

«Έτσι λέει», είπε ο κύριος Κάστορας «και σ’ αυτό πάτησε και μας κάνει τη Βασίλισσα. Δεν είναι όμως κόρη της Εύας. Γεννήθηκε από την πρώτη γυναίκα του πατέρα σας του Αδάμ» - (κι εδώ ο κύριος Κάστορας έγειρε μπρος) - «τη Λίλιθ, που ήτανε Τζιν.

Από κει γεννοκρατιέται - από τη μια μεριά. Από την άλλη, βαστάει από τους γίγαντες. Όχι, η Μάγισσα δεν έχει σταγόνα αληθινό ανθρώπινο αίμα».

«Γι’ αυτό είναι έτσι κακιά, πέρα για πέρα», είπε η κυρία Καστορίνα.

«Σωστά. Οι άνθρωποι (δίχως να θέλω να προσβάλω τους παρόντες) έχουνε δυο όψεις, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο με τα πλάσματα που μοιάζουν άνθρωποι χωρίς να είναι».

«Εγώ πάντως γνώρισα και καλούς Νάνους», είπε η κυρία Καστορίνα.

«Κι εγώ, τώρα που μου το θύμησες», είπε ο άντρας της. «Ήτανε όμως λίγοι, κι έμοιαζαν λιγότερο με ανθρώπους. Πάντως, αν θες τη γνώμη μου, σαν ανταμώνεις κάτι που πάει να γίνει ανθρώπινο κι ακόμα δεν έγινε, ή που ήταν κάποτε ανθρώπινο αλλά δεν είναι πια, ή που θα έπρεπε να είναι ανθρώπινο και δεν είναι, να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα και το χέρι στο τσεκούρι. Γι’ αυτό η Μάγισσα ψάχνει συνέχεια γι’ ανθρώπους στη Νάρνια. Χρόνια σας παραφυλάει, κι αν μάλιστα ήξερε πως είσαστε τέσσερις… Τότε θα γινόταν ακόμα πιο επικίνδυνη».

«Τι σχέση έχει αυτό;» είπε ο Πήτερ.

«Γιατί υπάρχει κι άλλος χρησμός», είπε ο κύριος Κάστορας. «Κάτω στο Κάιρ Πάραβελ - το κάστρο της ακτής, πέρα στις εκβολές του ποταμού, εκεί που θα βρισκόταν η πρωτεύουσα της χώρας αν όλα ήταν όπως πρέπει - κάτω στο Κάιρ Πάραβελ έχει τέσσερις θρόνους και στη Νάρνια από χρόνους ανείπωτους κυκλοφορεί ένας θρύλος, πως όταν δύο Γιοι του Αδάμ και δυο Κόρες της Εύας καθίσουν στους τέσσερις θρόνους, τότε θα τελειώσει η βασιλεία της Λευκής Μάγισσας, αλλά και η ζωή της· γι’ αυτό χρειάστηκε να πάρουμε τόσες προφυλάξεις στο δρόμο. Αν ήξερε πως είσαστε τέσσερις τότε οι ζωές σας δε θ’ άξιζαν ούτε μια τρίχα από τις φαβορίτες μου».

Τα παιδιά άκουγαν τόσο απορροφημένα τα λόγια του κυρίου Κάστορα, που για κάμποση ώρα δεν πρόσεχαν τίποτ’ άλλο. Και τότε μέσα στη σιωπή που ακολούθησε την τελευταία παρατήρηση, η Λούσυ πετάχτηκε ξαφνικά:

«Δε μου λέτε - πού είναι ο Έντμουντ;».

Έπεσε πάλι μια τρομαχτική σιωπή, κι έπειτα όλοι αρχίσαν να ρωτάνε «Ποιος τον είδε τελευταίος; Πόση ώρα λείπει; Βγήκε έξω;» κι έτρεξαν στην πόρτα να κοιτάξουν. Το χιόνι έπεφτε πυκνό κι αδιάκοπο, ο πράσινος πάγος της λιμνούλας είχε κρυφτεί κάτω από ένα παχύ άσπρο χαλί, κι από κει που βρισκόταν το σπιτάκι, στο κέντρο του φράγματος, μόλις που ξεχώριζες τις όχθες. Βγήκαν και έφεραν γύρο το σπίτι απ’ όλες τις μεριές, βουλιάζοντας ως τον αστράγαλο στο μαλακό φρέσκο χιόνι. «Έντμουντ! Έντμουντ!» φώναζαν ώσπου βράχνιασαν. Όμως το χιόνι, που έπεφτε σιωπηλό έμοιαζε να πνίγει τις φωνές τους και μήτε αντίλαλος δεν τους αποκρίθηκε.

«Είναι φοβερό!» είπε η Σούζαν όταν καμιά φορά ξαναγυρίσαν όλοι απελπισμένοι. «Αχ καλύτερα να μην ερχόμασταν!».

«Και τώρα τι στο καλό να κάνουμε κύριε Κάστορα;» είπε ο Πήτερ.

«Θέλει και ρώτημα;» είπε ο κύριος Κάστορας, που έβαζε κιόλας τις γαλότσες του. «Τι να κάνουμε λες; Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Δεν έχουμε μήτε λεπτό για χάσιμο!».

«Λέω να χωριστούμε καλύτερα σε τέσσερις ομάδες», είπε ο Πήτερ, «και να πάρουμε διαφορετική κατεύθυνση. Όποιος τον βρει πρώτος, να γυρίσει αμέσως και — ».

«Τι ομάδες, Γιε του Αδάμ» είπε ο κύριος Κάστορας. «Τι να τις κάνουμε τις ομάδες;».

«Για να ψάξουμε για τον Έντμουντ βέβαια!».

«Δεν έχει νόημα να τον γυρέψουμε», είπε ο κύριος Κάστορας.

«Μα τι λέτε τώρα;» είπε η Σούζαν. «Δε γίνεται να ’χει πάει μακριά. Πρέπει να τον βρούμε. Τι θα πει, δεν έχει νόημα να τον γυρέψουμε;».

«Θα πει», είπε ο κύριος Κάστορας «ότι ξέρουμε πολύ καλά πού πήγε!». Όλοι τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι. «Μα δεν καταλαβαίνετε;» είπε ο κύριος Κάστορας. «Πήγε σε κείνην, στη Λευκή Μάγισσα. Μας πρόδωσε όλους».

«Ε, αυτό πια παραπάει!» φώναξε η Σούζαν. «Αποκλείεται να έκανε τέτοιο πράγμα».

«Αποκλείεται;» είπε ο κύριος Κάστορας και κοίταξε επίμονα τα τρία παιδιά· τα λόγια που ετοιμάζονταν να πουν έσβησαν πριν τα ξεστομίσουν, και το καθένα ένιωσε άξαφνα μέσα του απόλυτα βέβαιο πως αυτό ακριβώς είχε κάνει ο Έντμουντ.

«Ναι, αλλά ξέρει το δρόμο;» είπε ο Πήτερ.

«Έχει ξανάρθει στη Νάρνια;» ρώτησε ο κύριος Κάστορας. «Έχει ξανάρθει μόνος του;».

«Ναι», έκανε η Λούσυ, σχεδόν ψιθυριστά. «Φοβάμαι πως ναι».

«Σας είπε τι έκανε ή ποιον συνάντησε;».

«Α, όχι, τίποτε δεν είπε», έκανε η Λούσυ.

«Τότε να μου το θυμηθείτε», είπε ο κύριος Κάστορας. «Έχει συναντήσει τη Λευκή Μάγισσα και πήγε με το μέρος της και κείνη του ’πε πού μένει. Δεν ήθελα να κάνω λόγο πιο μπροστά (αφού είναι αδερφός σας καί τα λοιπά και τα λοιπά), όμως από την πρώτη στιγμή που τον είδα είπα μέσα μου, “Προδότης”. Είχε την όψη ανθρώπου που πήγε με τη Βασίλισσα κι έφαγε το φαί της. Πάντα τους ξεχωρίζεις, αν έχεις ζήσει πολύ στη Νάρνια· κάτι στα μάτια τους…».

«Όπως και να ’ναι» είπε ο Πήτερ με πνιγμένη φωνή, «θα πρέπει να πάμε να τον βρούμε. Στο κάτω κάτω, αδερφός μας είναι, κι ας αποδείχτηκε τέτοιο τερατάκι. Κι ύστερα, είναι μικρό παιδί».

«Να πάτε στο Σπίτι της Μάγισσας;» είπε η κυρία Καστορίνα. «Μα δεν καταλαβαίνετε λοιπόν; Η μόνη ελπίδα για να τον σώσετε ή να σωθείτε, είναι να μην την πλησιάσετε!».

«Δηλαδή;» είπε η Λούσυ.

«Χρυσά μου, το μόνο που θέλει εκείνη είναι να σας πιάσει και τους τέσσερις (δε βγάζει βλέπετε απ’ το νου της τους τέσσερις θρόνους του Κάιρ Πάραβελ). Κι αν μπείτε όλοι σπίτι της η δουλειά της έγινε - θα βάλει τέσσερα καινούρια αγάλματα στη συλλογή της, ώσπου να πεις τρία. Όσο έχει όμως τον ένα μόνο, θα τον κρατήσει ζωντανό, γιατί θα τον χρειαστεί για δόλωμα· δόλωμα να πιάσει και τους υπόλοιπους».

«Αχ κανείς λοιπόν δε μπορεί να μας βοηθήσει; κλαψούρισε η Λούσυ.

«Μόνο ο Ασλάν», είπε ο κύριος Κάστορας. «Πρέπει να πάμε να τον βρούμε. Τώρα, αυτός είναι η μόνη μας ελπίδα».

«Εγώ νομίζω, χρυσά μου» είπε η κυρία Καστορίνα, «ότι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για σας, είναι να θυμηθείτε πότε ακριβώς έφυγε. Το πόσα μπορεί να της πει, εξαρτάται από το πόσα άκουσε. Ας πούμε, είχατε αρχίσει να μιλάτε για τον Ασλάν πριν φύγει; Αν όχι, τότε μπορεί να τα καταφέρουμε καλύτερα, γιατί εκείνη δεν θα ξέρει πως ο Ασλάν γύρισε στη Νάρνια, ούτε πως θα τον συναντήσουμε, κι έτσι θα μείνει αρκετά ξέγνοιαστη γι’ αυτό».

«Δε θυμάμαι να ’ταν εδώ όταν μιλούσαμε για τον Ασλάν-» άρχισε ο Πήτερ, μα η Λούσυ τον έκοψε.

«Α ναι, εδώ ήτανε!» έκανε λυπημένη. «Δε θυμάσαι που ρώτησε αν μπορεί να κάνει και τον Ασλάν πέτρα η Μάγισσα;».

«Σα να ’χεις δίκιο!» είπε ο Πήτερ. «Και βέβαια, τι άλλο περιμέναμε να πει;».

«Από το κακό στο χειρότερο!» είπε ο κύριος Κάστορας. Για θυμηθείτε όμως και κάτι άλλο: Ήταν ακόμα εδώ όταν σας είπα ότι θα συναντήσουμε τον Ασλάν στο Πέτρινο Τραπέζι;».

Και βέβαια εδώ κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει.

«Γιατί αν ήταν» συνέχισε ο κύριος Κάστορας, «η Μάγισσα θα ξεκινήσει με το έλκηθρό της κατά κει, θα μπει ανάμεσα σε μας και στο Πέτρινο Τραπέζι, και θα μας πιάσει στο δρόμο. Έτσι θα χάσουμε τον Ασλάν».

«Αποκλείεται να κάνει αυτό πρώτα», είπε η κυρία Καστορίνα. «Αν την ξέρω καλά, αποκλείεται. Μόλις ο Έντμουντ της πει πως όλοι βρισκόμαστε εδώ, θα ξεκινήσει να μας πιάσει απόψε κιόλας, κι αν είναι φευγάτος μισή ώρα τώρα, σε άλλα είκοσι λεπτά η Μάγισσα θα έχει φτάσει εδώ».

«Πολύ σωστά κυρία Καστορίνα», είπε ο άντρας της. «Πρέπει να τα μαζεύουμε. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο».

Загрузка...