ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Μέσα στο δάσος

«Άντε να τους ξεκουβαλήσει γρήγορα η Μακρένταινα», είπε σε λίγο η Σούζαν. «Μούδιασα ολόκληρη».

«Και βρομάει και ναφθαλίνη, πουφ!» είπε ο Έντμουντ.

«Θα ’χουν γεμίσει ως και τις τσέπες των πανωφοριών για να μην τα φάει ο σκόρος», είπε η Σούζαν.

«Κάτι κολλάει στην πλάτη μου», είπε ο Πήτερ.

«Και κάνει κρύο», είπε η Σούζαν.

«Σα να ’χεις δίκιο», είπε ο Πήτερ. «Να πάρει η ευχή, είναι και υγρά. Τι γίνεται εδώ μέσα; Κάθομαι πάνω σε κάτι βρεγμένο. Κι όλο και πιο βρεγμένο το νιώθω!». Σηκώθηκε σκουντουφλώντας.

«Δε βγαίνουμε τώρα;» είπε ο Έντμουντ. «Φύγανε».

«Ααα!» έκανε ξαφνικά η Σούζαν, κι όλοι τη ρώτησαν τι τρέχει.

«Η πλάτη μου ακουμπάει σ’ ένα δέντρο», είπε η Σούζαν. «Κοιτάξτε - κάτι φέγγει! Πέρα, εκεί».

«Μα το ναι, καλά λες», είπε ο Πήτερ. «Κοιτάξτε εδώ - και κει. Παντού δέντρα. Και κείνο το υγρό πράγμα ήτανε χιόνι. Ε λοιπόν, θαρρώ πως μπήκαμε επιτέλους στο δάσος της Λούσυ».

Τώρα πια δε χωρούσε αμφιβολία, και τα τέσσερα παιδιά στάθηκαν μισοκλείνοντας τα μάτια στο φως της χειμωνιάτικης μέρας. Πίσω τους κρέμονταν τα πανωφόρια στις κρεμάστρες, και μπροστά τους είχαν δέντρα χιονισμένα.

Ο Πήτερ γύρισε στη Λούσυ:

«Με συγχωρείς που δε σε πίστευα», είπε. «Λυπάμαι πολύ. Φίλοι;» και της έδωσε το χέρι.

«Άκου λόγια!» είπε η Λούσυ και του το ’σφιξε.

«Και τώρα τι κάνουμε;» είπε η Σούζαν.

«Τι κάνουμε; Φυσικά, πάμε να εξερευνήσουμε το δάσος», είπε ο Πήτερ.

«Μπρρρ!» έκανε η Σούζαν χτυπώντας τα πόδια της. «Έβαλε ένα κρύο! Τι λέτε, φοράμε κανένα από τούτα τα πανωφόρια;».

«Μα δεν είναι δικά μας», είπε δισταχτικά ο Πήτερ.

«Κανείς δεν πρόκειται να θυμώσει», είπε η Σούζαν. «Στο κάτω κάτω, δε θα τα βγάλουμε από το σπίτι· ούτε καν από τη ντουλάπα!».

«Ε λοιπόν, ούτε που το σκέφτηκα!» είπε ο Πήτερ. «Βέβαια, έτσι όπως το λες τώρα, το καταλαβαίνω. Κανένας δε θα σε κατηγορήσει πως του βούτηξες το παλτό, αν το αφήσεις εκεί που το βρήκες. Κι έπειτα, όλη τούτη η χώρα μπορεί να είναι μέσα στη ντουλάπα».

Κι έτσι εφαρμόσαν στη στιγμή το σχέδιο της Σούζαν, που ήταν και πολύ λογικό. Τα πανωφόρια τους έπεφταν μεγάλα, πιο πολύ με βασιλικούς μανδύες έμοιαζαν, έτσι που τους φτάναν ως τα παπούτσια. Όλοι τους όμως ένιωσαν πιο ζεστά, κι ο καθένας πίστευε πως οι άλλοι είναι πιο όμορφοι με το καινούριο τους ρούχο και πιο ταιριαστοί με το τοπίο.

«Να παίξουμε πως είμαστε εξερευνητές στην Αρκτική», είπε η Λούσυ.

«Μπα, και χωρίς να παίξουμε τίποτα θα ’χει μεγάλη πλάκα», είπε ο Πήτερ, και πήρε πρώτος το δρόμο για το δάσος. Πάνω τους κρέμονταν βαριά σκοτεινά σύννεφα, και φαινόταν πως, πριν νυχτώσει, θα χιονίσει πάλι.

«Δε μου λέτε», είπε σε λίγο ο Έντμουντ, «δεν κόβουμε λίγο πιο αριστερά - δηλαδή, αν θέλουμε να φτάσουμε στο φανοστάτη». Για μια στιγμή είχε ξεχάσει πως έπρεπε να παραστήσει ότι πρώτη φορά βρισκότανε στο δάσος. Μα μόλις του ξέφυγαν τα λόγια αυτά, ένιωσε πως προδόθηκε. Όλοι σταμάτησαν και τον κοίταξαν άγρια. Ο Πήτερ σφύριξε.

«Ώστε λοιπόν, στ’ αλήθεια είχες έρθει εκείνη τη φορά!» είπε. «Τότε που μας είπε η Λούσυ πως σε συνάντησε - και την έβγαλες ψεύτρα!».

Έπεσε νεκρική σιγή. «Έχω δει τέρατα και τέρατα ―» είπε ο Πήτερ, κι έπειτα ανασήκωσε τους ώμους και δεν ξαναμίλησε. Πραγματικά, δε φαινόταν να μένει και τίποτ’ άλλο να πει, και σε λίγο οι τέσσερις συνέχισαν το δρόμο τους. Ο Έντμουντ όμως έλεγε και ξανάλεγε μέσα του: «Θα μου το πληρώσετε όλοι σας, ψηλομύτηδες και φαντασμένοι!».

«Πού πάμε τέλος πάντων;» είπε η Σούζαν, πιο πολύ για ν’ αλλάξει θέμα.

«Εγώ λέω να μας οδηγήσει η Λούσυ», είπε ο Πήτερ. «Έτσι κι αλλιώς, της αξίζει να γίνει αρχηγός. Λοιπόν Λούσυ, τι προτείνεις;».

«Τι λέτε, πάμε στον κύριο Τούμνους;» είπε η Λούσυ. «Είναι ο καλός Φαύνος που σας έλεγα».

Συμφώνησαν όλοι και ξεκινήσαν γρήγορα, χτυπώντας τα πόδια για να ζεσταθούν. Η Λούσυ αποδείχτηκε πρώτης τάξεως αρχηγός. Στην αρχή φοβόταν μήπως δε βρει το δρόμο, αλλά θυμήθηκε πρώτα ένα παράξενο δέντρο σε μια μεριά, έπειτα ένα κούτσουρο παρακάτω, και σε λίγο τους έφερε σε τόπους απόκρη μνους και τραχιούς, μπήκαν στη μικρή κοιλάδα και με τα πολλά βρήκαν την πόρτα της σπηλιάς του κυρίου Τούμνους. Εκεί όμως τους περίμενε μια φριχτή έκπληξη.

Η πόρτα ήταν βγαλμένη από τους μεντεσέδες της και την είχαν κάνει κομματάκια. Μέσα, η σπηλιά ήταν κρύα και σκοτεινή, και μύριζε υγρασία, σα σπίτι που έμεινε κάμποσο ακατοίκητο. Χιόνι είχε μπει από τη σπασμένη πόρτα κι ήταν τώρα σωριασμένο στο πάτωμα, ανάκατο με κάτι μαυραδάκια που, όπως αποδείχτηκε, ήταν τ’ αποκαΐδια και οι στάχτες από τη φωτιά. Φαινόταν πως κάποιος την είχε σκορπίσει στο δωμάτιο κι έπειτα την ποδοπάτησε για να σβήσει. Τα γυαλικά ήταν τσακισμένα στο πάτωμα και η εικόνα του πατέρα-Φαύνου κομμένη λουρίδες με το μαχαίρι.

«Γυαλιά καρφιά τα κάνανε», είπε ο Έντμουντ· «δε βγήκε τίποτα που ήρθαμε ως εδώ, τζάμπα ο κόπος».

«Τι ’ναι τούτο;» έκανε ο Πήτερ σκύβοντας. Είχε προσέξει ένα χαρτάκι καρφωμένο στο πάτωμα πάνω απ’ το χαλί.

«Γράφει τίποτα;» ρώτησε η Σούζαν.

«Ναι, θαρρώ πως κάτι γράφει», είπε ο Πήτερ, «μα δε βλέπω καλά να το διαβάσω σ’ αυτό το φως. Πάμε έξω».

Βγήκαν όλοι στο φως της μέρας, μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον Πήτερ, κι αυτός τους διάβασε τα παρακάτω:

Ο πρώην ένοικος του σπηλαίου τούτου, Τούμνους ο Φαύνος, είναι υπό κράτησιν και περιμένει να δικασθεί με την κατηγορίαν της Εσχάτης Προδοσίας κατά της Αυτής Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος Τζάντις, Βασιλίσσης της Νάρνια, Πυργοδεσποίνης του Κάιρ Πάραβελ, Αυτοκρατείρας των Νησιών της Ερημιάς κλπ. κλπ., καθώς επίσης και διότι συνέδραμε τους εχθρούς τής ως άνω Μεγαλειότητος, παρέσχεν άσυλον εις κατασκόπους και συνήψε φιλικάς σχέσεις μετά Ανθρώπων.

Υπογραφή:

ΜΩΓΚΡΙΜ, Αρχηγός της Μυστικής Αστυνομίας,

ΖΗΤΩ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ!

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν.

«Τελικά, δεν ξέρω αν θα μου αρέσει αυτός ο τόπος», είπε η Σούζαν.

«Ποια είναι η Βασίλισσα, Λου;» είπε ο Πήτερ. «Ξέρεις τίποτα γι’ αυτήν;».

«Δεν είναι αληθινή βασίλισσα», είπε η Λούσυ· «είναι μια τρομερή μάγισσα, η Λευκή Μάγισσα. Όλοι -δηλαδή όλοι οι καλοί - τη μισούν. Έχει μαγέψει τη χώρα και είναι πάντα χειμώνας, αλλά ποτέ δεν έρχονται Χριστούγεννα».

«Α - αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο να προχωρήσουμε», είπε η Σούζαν. «Θέλω να πω, δε νομίζω πως είμαστε ιδιαίτερα ασφαλείς εδωπέρα, κι απ’ ό,τι φαίνεται δε θα διασκεδάσουμε καθόλου. Και, κάθε λεπτό που περνάει, κάνει και πιο πολύ κρύο, κι ούτε πήραμε φαΐ μαζί μας. Τι λέτε, γυρνάμε σπίτι;».

«Αυτό να το βγάλετε απ’ το νου σας», είπε ξαφνικά η Λούσυ. «Μα δεν καταλαβαίνετε λοιπόν; Μετά απ’ όσα έγιναν, δεν πρέπει να τον αφήσουμε έτσι. Για χάρη μου έμπλεξε τόσο άσκημα ο καημενούλης ο Φαύνος. Εκείνος μ’ έκρυψε από τη Μάγισσα και μου ’δειξε το δρόμο να γυρίσω. Αυτό εννοεί όταν λέει “συνέδραμε τους εχθρούς της Αυτής Μεγαλειότητος και συνήψε φιλικάς σχέσεις μετά Ανθρώπων”. Πρέπει να κάνουμε τ’ αδύνατα δυνατά για να τον σώσουμε».

«Εμένα μου λες;» είπε ο Έντμουντ. «Νηστικό αρκούδι δε χορεύει».

«Πάψε, παλιο -» έκανε ο Πήτερ, που ήταν ακόμα θυμωμένος με τον Έντμουντ. «Εσύ Σούζαν, τι λες;».

«Έχω ένα τρομερό προαίσθημα πως η Λούσυ έχει δίκιο», είπε η Σούζαν. «Δε θέλω να πάμε μήτε βήμα παραπέρα, μακάρι να μην ερχόμαστε ποτέ. Αλλά νομίζω πως κάτι πρέπει να γίνει για τον κύριο Πώστον λένε - θέλω να πω, τον Φαύνο».

«Το ίδιο πιστεύω και γω», είπε ο Πήτερ. «Ανησυχώ όμως γιατί δεν έχουμε τρόφιμα. Θα ψήφιζα να γυρίσουμε και να πάρουμε τίποτα απ’ το κελάρι, αλλά δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα καταφέρουμε να ξαναμπούμε σ’ αυτή τη χώρα, αν βγούμε τώρα. Λέω καλύτερα να προχωρήσουμε».

«Κι εγώ», είπαν μ’ ένα στόμα τα δυο κορίτσια.

«Ας ξέραμε μονάχα πού τον έχουνε το φουκαρά!» είπε ο Πήτερ.

Στάθηκαν τότε αναποφάσιστοι, μην ξέροντας από πού ν’ αρχίσουν, όταν η Λούσυ είπε, «Κοιτάξτε! Να ένας κοκκινολαίμης με κατακόκκινο στηθάκι. Είναι το πρώτο πουλί που βλέπω εδώ. Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά εγώ αναρωτιέμαι μήπως, στη Νάρνια, μιλάνε και τα πουλιά! Μοιάζει σα να θέλει να μας πει κάτι». Γύρισε λοιπόν στον Κοκκινολαίμη και φώναξε: «Σε παρακαλώ, μήπως μπορείς να μας πεις πού πήγανε τον Τούμνους το Φαύνο;» και με τα λόγια αυτά έκανε ένα βήμα προς το μέρος του πουλιού. Το πουλί πέταξε, αλλά δεν πήγε πιο πέρα από το διπλανό δέντρο. Εκεί κούρνιασε σ’ ένα κλαρί και τους κοίταξε πολύ επίμονα, λες και καταλάβαινε τις κουβέντες τους. Σχεδόν ασυναίσθητα, τα τέσσερα παιδιά έκαναν άλλα δυο βήματα. Και πάλι ο Κοκκινολαίμης πέταξε στο παρακάτω δέντρο και τα ξανακοίταξε παράξενα. (Σίγουρα ποτέ σας δεν έχετε δει τέτοιον κοκκινολαίμη, με τόσο κόκκινο στηθάκι και τόσο λαμπερά μάτια).

«Ξέρετε κάτι;» είπε η Λούσυ. «Θαρρώ πως θέλει να τον ακολουθήσουμε».

«Έτσι μου φαίνεται και μένα», είπε η Σούζαν. «Εσύ Πήτερ, τι λες;».

«Δε χάνουμε και τίποτα να δοκιμάσουμε», είπε ο Πήτερ.

Ο Κοκκινολαίμης φαινόταν να ξέρει καλά τη δουλειά του· πετούσε από δέντρο σε δέντρο, μένοντας πάντα λίγα μέτρα μπροστά τους, αλλά αρκετά κοντά για να τον ακολουθούν άνετα. Κι έτσι, μπρος το πουλί και πίσω τα παιδιά, κατέβηκαν σιγά σιγά το λόφο. Από κάθε κλαρί που σταματούσε ο Κοκκινολαίμης, τιναζόταν ένας μικρός καταρράχτης από το στοιβαγμένο χιόνι. Και σε λίγο τα σύννεφα άνοιξαν και τους τύφλωσαν. Είχανε κάνει κοντά μισή ώρα δρόμο, με τα δυο κορίτσια μπροστά, όταν ο Έντμουντ μίλησε στον Πήτερ: «Αν η αφεντιά σου καταδέχεται ν’ ακούσει, έχω να σου πω κάτι που καλά θα κάνεις να το προσέ―

«Σαν τι;» είπε ο Πήτερ.

«Σςςςς! Όχι τόσο δυνατά!» είπε ο Έντμουντ. «Δε βγαίνει τίποτα να τις τρομάξουμε. Καταλαβαίνεις τι κάνουμε τόση ώρα;».

«Τι;» έκανε ψιθυριστά ο Πήτερ.

«Ακολουθούμε έναν άγνωστο οδηγό. Πού ξέρεις με ποιανού το μέρος είναι το πουλί; Αποκλείεται να μας παρασέρνει σε παγίδα;».

«Τι φριχτή ιδέα σου κατέβηκε! Κι ωστόσο - είναι κοκκινολαίμης, και σ’ όλες τις ιστορίες που έχω διαβάσει, οι κοκκινολαίμηδες είναι καλά πουλιά. Δε νομίζω πως θα πήγαινε ποτέ κανένας τους με τους κακούς».

«Και σάμπως ξέρουμε ποιοι είναι οι κακοί; Ποιος μας λέει ότι οι Φαύνοι έχουν δίκιο και η Βασίλισσα (σύμφωνοι, μας την παράστησαν για μάγισσα) είναι η κακιά; Αν το καλοσκεφτείς, δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτήν».

«Μα ο Φαύνος έσωσε τη Λούσυ».

«Είπε πως την έσωσε. Είσαι σίγουρος όμως; Κι έπειτα, δεν είναι μόνο αυτό. Από δω που βρισκόμαστε, ξέρει κανείς μας πώς γυρίζουν πίσω;».

«Τόμπολα!» είπε ο Πήτερ. «Αυτό ούτε που το σκέφτηκα».

«Και βέβαια, για φαΐ ούτε λόγος!» είπε ο Έντμουντ.

Загрузка...