ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ Μάγια βαθιά από τη χαραυγή τον χρόνον

Τώρα όμως πρέπει να ξαναγυρίσουμε στον Έντμουντ. Τον είχαν αναγκάσει να προχωρήσει όσο δε μπορεί πια ν’ αντέξει άνθρωπος, ώσπου καμιά φορά η Μάγισσα σταμάτησε σε μια κοιλάδα σκοτεινή, σκιασμένη από έλατα και κυπαρίσσια. Τα πόδια του λύγισαν τότε κι έπεσε κάτω τα μπρούμυτα δίχως να κάνει τίποτα μήτε να τον ενδιαφέρει τι θα γίνει - φτάνει να τον αφήσουν να πλαγιάσει. Ήτανε τόσο κουρασμένος, που μήτε πείνα ένιωθε, μήτε δίψα. Πλάι του, η Μάγισσα κι ο νάνος κουβέντιαζαν σιγανά.

«Δεν έχει νόημα, Βασίλισσά μου», έλεγε ο νάνος. «Πρέπει να ’χουνε φτάσει πια στο Πέτρινο Τραπέζι».

«Ο Λύκος θα μας βρει με τη μυρωδιά και θα μας φέρει νέα», είπε η Μάγισσα.

«Αν μας τα φέρει εδώ, δε θα ’ναι καλά νέα», είπε ο νάνος.

«Οι τέσσερις θρόνοι του Κάιρ Πάραβελ», είπε η Μάγισσα. «Μα αν γεμίσουν μόνο τρεις, δεν εκπληρώνεται η προφητεία».

«Και τι μετράει, αφού Εκείνος βρίσκεται πια εδώ;» είπε ο νάνος. Ακόμα και τώρα δεν τολμούσε να προφέρει το όνομα του Ασλάν μπροστά στην κυρά του.

«Μπορεί να μη μείνει πολύ. Και τότε - τότε θα επιτεθούμε στους τρεις του Κάιρ Πάραβελ».

«Ίσως να ’ναι καλύτερα», είπε ο νάνος, «να κρατήσουμε αυτόν εδώ (και πάνω σε τούτο τράβηξε μια γερή κλοτσιά του Έντμουντ) για να το παζαρέψουμε λιγάκι».

«Ναι, για να τον σώσουνε!» είπε κοροϊδευτικά η Μάγισσα.

«Ε τότε, ας κάνουμε αμέσως ό,τι είναι να γίνει», αποκρίθηκε ο νάνος.

«Θα προτιμούσα να το κάνω στο Πέτρινο Τραπέζι. Εκεί είναι το σωστό, εκεί γινόταν όλες τις φορές, παλιά».

«Θα περάσει καιρός ώσπου να χρησιμοποιήσουμε ξανά όπως πρέπει το Πέτρινο Τραπέζι», είπε ο νάνος.

«Σωστά», έκανε η Μάγισσα. «Τότε, εδώ λοιπόν!».

Πάνω στην ώρα φάνηκε να ζυγώνει τρέχοντας ένας Λύκος με άγρια ουρλιαχτά.

«Τους είδα! Είναι όλοι στο Πέτρινο Τραπέζι μαζί με Κείνον! Σκοτώσανε τον αρχηγό μου, τον Μώγκριμ. Είχα κρυφτεί στο σύδεντρο και τα ’δα όλα. Τον σκότωσε ένας Γιος του Αδάμ. Κάντε φτερά!».

«Όχι», είπε η Μάγισσα. «Δε μας βιάζει κανείς να κάνουμε φτερά. Ξεκίνα αμέσως. Μάζεψε όλους τους δικούς μας και πες τους να μας συναντήσουν εδώ όσο πιο γρήγορα μπορούν. Φώναξε τους γίγαντες και τους λυκάνθρωπους και τα πνεύματα των δέντρων που είναι με το μέρος μας. Φώναξε τους Δαίμονες των Τάφων και τα Αερικά, τα Τελώνια και τους Μινώταυρους. Φώναξε τις Λάμιες, τις Στρίγγλες, τα Φαντάσματα και τις ψυχές των Φαρμακερών Μανιταριών. Θα πολεμήσουμε! Τίποτα δε φοβάμαι όσο έχω το σκήπτρο μου. Λέτε πως η στρατιά τους δε θα γίνει πέτρα αν τολμήσει να ζυγώσει; Φεύγα γρήγορα, κι όσο θα λείπεις, έχω μια δουλίτσα να τελειώσω».

Το πελώριο αγρίμι έσκυψε το κεφάλι και ξεκίνησε σαν αστραπή.

«Και τώρα», είπε η Μάγισσα, «αφού δεν έχουμε τραπέζι - για να δούμε. Λέω να τον ακουμπήσουμε σε τούτο τον κορμό».

Ο Έντμουντ κατάλαβε πως τον άρπαζαν και τον έστηναν με τη βία στα πόδια του. Ο νάνος τον έγειρε με την πλάτη σ’ ένα δέντρο και τον έδεσε γερά. Είδε τότε τη Μάγισσα να βγάζει το μανδύα της. Τα γυμνά της χέρια άστραψαν, τρομαχτικά λευκά. Τίποτ’ άλλο δεν ξεχώριζε πέρα από την ασπράδα τους, τόσο σκοτάδι είχε σε τούτη την κοιλάδα, κάτω απ’ τα βαθύσκιωτα δέντρα.

«Ετοίμασε το θύμα», είπε η Μάγισσα, κι ο νάνος ξεκούμπωσε το γιακά του Έντμουντ και του κατέβασε το πουκάμισο γύρω στο λαιμό. Έπειτα τον άρπαξε από τα μαλλιά και του έγειρε πίσω το κεφάλι για να σηκώσει το σαγόνι του. Ο Έντμουντ άκουσε έναν παράξενο θόρυβο - γουίζ-γουίζ-γουίζ. Για μια στιγμή σάστισε. Έπειτα κατάλαβε. Ήταν ήχος μαχαιριού που τροχιζόταν.

Τότε όμως κραυγές δυνατές αντήχησαν απ’ όλες τις μεριές - ο τόπος τραντάχθηκε από τα ποδοβολητά και τ’ άγρια φτερουγίσματα - κι ύστερα το ουρλιαχτό της Μάγισσας, βοή κι αντάρα μεγάλη. Ο Έντμουντ ένιωσε να τον λύνουν. Χέρια πελώρια τον τύλιξαν κι άκουσε βαριές καλοσυνάτες φωνές που λέγαν - «Ξάπλωσέ τον εδώ - δώστου λίγο κρασί - έλα, πιες το - ήσυχα τώρα - σ’ ένα λεπτό θα ’σαι περδίκι».

Πλάι του άλλες φωνές ακούγονταν, μα δε μιλούσαν σ’ αυτόν, κουβέντιαζαν μεταξύ τους. «Ποιος έπιασε τη Μάγισσα;». «Νόμιζα πως την έπιασες εσύ». «Δεν την είδα απ’ τη στιγμή που της πέταξα το μαχαίρι -μετά κυνήγησα το νάνο - δηλαδή μας το ’σκασε;». «Δεν μπορώ να κάνω δέκα δουλειές μαζί. Επ! Τι ’ναι τούτο; Α, τίποτα, ένα κούτσουρο!». Εδώ ακριβώς όμως, ο Έντμουντ λιγοθύμησε.

Σε λίγο οι κένταυροι, οι μονόκεροι, τα ελάφια και τα πουλιά (η ομάδα διασώσεως που έστειλε ο Ασλάν στο προηγούμενο κεφάλαιο) ξεκινούσαν πάλι για το Πέτρινο Τραπέζι, κουβαλώντας μαζί τους τον Έντμουντ. Αν όμως μπορούσαν να δουν τι έγινε στην κοιλάδα μόλις έφυγαν, σίγουρα θα ’χαναν το μυαλό τους.

Παντού βασίλευε σιγαλιά και σε λίγο βγήκε το φεγγάρι. Στο φως του, φάνηκε ένα κούτσουρο από γέρικο δέντρο και πλάι του ένα λιθάρι. Αν όμως είσαστε από μια μεριά, θα λέγατε πως κάτι μυστήριο συμβαίνει με τούτα δω. Κι έπειτα θα σκεφτόσαστε πως το λιθάρι μοιάζει πολύ με κοντόχοντρο ανθρωπάκι κουλουριασμένο στο χώμα. Κι αν κοιτάζατε προσεχτικά, θα βλέπατε το λιθάρι να πλησιάζει το κούτσουρο, και το κούτσουρο ν’ ανακάθεται και να του μιλάει· γιατί, στην πραγματικότητα, το κούτσουρο και το λιθάρι δεν ήταν παρά η Μάγισσα κι ο νάνος. Η Λευκή Μάγισσα, βλέπετε, ήξερε να κάνει με τα μάγια της τα πράγματα ν’ αλλάζουν όψη, και πρόλαβε πάνω στην ώρα, καθώς της έπαιρναν το μαχαίρι. Φρόντισε όμως να κρύψει το σκήπτρο της και να το γλιτώσει.

Το άλλο πρωί που ξύπνησαν τα παιδιά (τα έβαλαν να κοιμηθούν στη σκηνή, πάνω σε σωρούς μαλακά μαξιλάρια), έμαθαν από την κυρία Καστορίνα πως ο αδερφός τους σώθηκε και τον είχαν φέρει στον καταυλισμό αργά τη νύχτα. Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν μαζί με τον Ασλάν. Πραγματικά, μόλις έφαγαν το πρωινό τους, βγήκαν κι είδαν το Λιοντάρι να σεργιανίζει μαζί με τον Έντμουντ στο νοτισμένο χορτάρι, μακριά απ’ την υπόλοιπη ακολουθία. Δε χρειάζεται να σας πω (γιατί κανείς δεν άκουσε ποτέ) τι του είπε ο Ασλάν, αλλά εκείνη την κουβέντα ο Έντμουντ δεν την ξέχασε ποτέ. Βλέποντας τους άλλους, το Λιοντάρι προχώρησε προς το μέρος τους, παίρνοντας μαζί του και τον Έντμουντ.

«Να ο αδερφός σας», είπε. «Και - δε χρειάζεται να μιλήσετε για τα περασμένα».

Ο Έντμουντ τους έσφιξε τα χέρια κι είπε στον καθένα με τη σειρά «Συχώρεσέ με», κι όλοι αποκρίθηκαν «Δεν πειράζει». Και μετά ήθελαν να του πουν κάτι που να δείχνει ότι είχανε πια φιλιώσει — κάτι συνηθισμένο και αυθόρμητο - και φυσικά κανένας δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Μα πριν προλάβουν να νιώσουν στ’ αλήθεια αμήχανοι, ο ένας πάνθηρας πλησίασε τον Ασλάν και του είπε,

«Αφέντη, ένας μαντατοφόρος του εχθρού ζητάει ακρόαση».

«Φέρτε τον εδώ», είπε ο Ασλάν.

Ο πάνθηρας έφυγε και ξαναγύρισε οδηγώντας το νάνο της Μάγισσας.

«Τι μήνυμα μου φέρνεις, Γιε της Γης;» ρώτησε ο Ασλάν.

«Η Βασίλισσα της Νάρνια και Αυτοκράτειρα των Νησιών της Ερημιάς θέλει να της εγγυηθείς ασφαλή συνάντηση για να σου μιλήσει», είπε ο νάνος. «Πρόκειται για θέμα που είναι και για το δικό σου καλό και για το δικό της».

«Χαρά στη Βασίλισσα της Νάρνια!» είπε ο κύριος Κάστορας. «Άκου θράσος-».

«Ήσυχα, Κάστορα», είπε ο Ασλάν. «Σε λίγο όλοι οι τίτλοι θα δοθούν σ’ αυτούς όπου ταιριάζουν. Στο μεταξύ, δεν έχει νόημα να τσακωνόμαστε για τέτοια. Πες στην κυρά σου, Γιε της Γης, ότι της εγγυώμαι ασφαλή συνάντηση μ’ έναν όρο: ν’ αφήσει το σκήπτρο της πίσω από τη μεγάλη βελανιδιά».

Κι αφού τα συμφώνησαν, οι δύο πάνθηρες ακολούθησαν το νάνο για να δουν αν θα τηρηθούν οι όροι. «Λες να κάνει και τους πάνθηρες πέτρα;» ψιθύρισε η Λούσυ στον Πήτερ. Θαρρώ πως κι οι πάνθηρες το ίδιο πρέπει να σκέφτηκαν όπως και να ’χει, προχωρούσαν με τη γούνα τους ανατριχιασμένη και την ουρά φουντωτή και καμπουρωτή - ίδια με της γάτας που βλέπει ξένο σκυλί.

«Δεν υπάρχει φόβος», της απάντησε ψιθυριστά ο Πήτερ. «Ο Ασλάν δε θα τους έστελνε αν δεν ήταν σίγουρος».

Σε λίγο η Μάγισσα ανέβηκε στην κορφή κι ήρθε και στάθηκε αντίκρυ στον Ασλάν. Τα τρία παιδιά, που δεν την είχαν ξαναδεί, ένιωσαν ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά τους βλέποντας το πρόσωπό της, και τα ζώα που ήταν εκεί γύρω μούγκρισαν σιγανά. Μ’ όλο που ο ήλιος έλαμπε, όλοι τους ένιωσαν άξαφνα να κρυώνουν. Οι μόνοι που φαίνονταν ατάραχοι ήταν ο Ασλάν κι η Μάγισσα. Ήταν τόσο παράξενο να βλέπεις κοντά κοντά τα δυο πρόσωπα: ολόχρυσο το ένα, νεκρικά λευκό το άλλο. Όμως η Μάγισσα δεν κοίταζε στα μάτια τον Ασλάν, κι αυτό το πρόσεξε η κυρία Καστορίνα.

«Κοντά σου βρίσκεται ένας προδότης», είπε η Μάγισσα. Φυσικά, όλοι ήξεραν πως εννοούσε τον Έντμουντ, μα ο Έντμουντ είχε πάψει να σκέφτεται τον εαυτό του έπειτα απ’ όσα πέρασε, κι απ’ όσα κουβέντιασε εκείνο το πρωί. Είχε τα μάτια στυλωμένα στον Ασλάν και δε φάνηκε να ταράζεται με τα λόγια της Μάγισσας.

«Και λοιπόν;» είπε ο Ασλάν. «Εσένα πάντως δε σε πείραξε!».

«Ξέχασες τα Βαθιά Μάγια;» ρώτησε η Μάγισσα.

«Ας πούμε πως τα ξέχασα», απάντησε σοβαρά ο Ασλάν. «Πες μας, τι είναι τα Βαθιά Μάγια».

«Θέλεις να σας πω;» στρίγγλισε άγρια η Μάγισσα. «Να σας πω τι είναι γραμμένο σ’ αυτό εδώ το Πέτρινο Τραπέζι που στέκει δίπλα μας; Τι είναι γραμμένο με γράμματα τόσο βαθιά ως εκεί που φτάνει το ακόντιο, πάνω στις πέτρες της φωτιάς του Ιερού Λόφου; Να σας πω τι είναι σκαλισμένο στο σκήπτρο του Αυτοκράτορα Πέρα απ’ τη θάλασσα; Εσύ τουλάχιστον γνωρίζεις τα Μάγια που έκανε από την πρώτη αρχή ο Αυτοκράτορας στη Νάρνια. Ξέρεις πως κάθε προδότης ανήκει σε μένα, είναι νόμιμη λεία μου, και πως για κάθε προδοσία έχω το δικαίωμα να σκοτώνω».

«Α, μάλιστα», πετάχτηκε ο κύριος Κάστορας. «Τώρα καταλαβαίνω πώς άρχισες να πιστεύεις ότι είσαι η Βασίλισσα - επειδή ήσουνα δήμιος του Αυτοκράτορα!».

«Ήσυχα, Κάστορα», μούγκρισε σιγανά ο Ασλάν.

«Γι’ αυτό λοιπόν», συνέχισε η Μάγισσα, «το αν θρωπάκι είναι δικό μου. Μπορώ να του πάρω, τη ζωή, γιατί το αίμα του μου ανήκει».

«Δεν την παίρνεις αν σου βαστάει!» μούγκρισε δυνατά ο Ταύρος με το ανθρώπινο κεφάλι.

«Ηλίθιε!» είπε η Μάγισσα μ’ ένα άγριο χαμόγελο που της στράβωνε το στόμα. «Θαρρείς πως ο αφέντης σου μπορεί να μου στερήσει τα δίκια μου με τη βία; Τα Βαθιά Μάγια τα ξέρει καλύτερα από μένα. Ξέρει πως αν δεν πάρω αίμα, όπως ορίζει ο Νόμος, η Νάρνια θα γυρίσει ανάποδα και θα πνιγεί στη φωτιά και το νερό».

«Είναι αλήθεια, δεν το αρνιέμαι», είπε ο Ασλάν.

«Αχ , καλέ μου Ασλάν», ψιθύρισε η Σούζαν στο αυτί του λιονταριού, «δεν μπορούμε - θέλω να πω, δεν πρέπει να το δεχτείς! Ας κάνουμε κάτι με τα Βαθιά Μάγια. Δεν ξέρεις να τα λύσεις;».

«Τα μάγια του αυτοκράτορα;» είπε ο Ασλάν και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Κανείς δεν τόλμησε να του ξαναμιλήσει.

Ο Έντμουντ στεκόταν στο άλλο πλευρό του Ασλάν , δίχως να παίρνει τα μάτια του από πάνω του. Ένιωθε το άδικο να τον πνίγει κι αναρωτιόταν μήπως πρέπει να μιλήσει. Κάτι μέσα του του έλεγε όμως ότι το σωστό είναι να σωπάσει, κι έπειτα να κάνει ό,τι του πουν.

«Πηγαίνετε όλοι σας!» φώναξε ο Ασλάν. «Θέλω να μιλήσω μόνος με τη Μάγισσα».

Υπάκουσαν. Ήταν γεμάτη αγωνία η ώρα που περίμεναν, δίχως να ξέρουν τι λέει το Λιοντάρι στη Μάγισσα, τόσο σοβαρά και σιγανά. Η Λούσυ έκανε, «Αχ Έντμουντ» κι έβαλε τα κλάματα. Ο Πήτερ είχε γυρίσει την πλάτη στους άλλους και κοίταζε πέρα, τη μακρινή θάλασσα. Οι Κάστορες στεκόντουσαν πιασμένοι απ’ τα μπροστινά τους ποδαράκια, με το κεφάλι σκυφτό. Οι Κένταυροι χτυπούσαν ανήσυχοι τις οπλές τους. Στο τέλος όμως μείναν όλοι ασάλευτοι, κι έπεσε τέτοια σιωπή, που ξεχώριζες ακόμα και τους πιο ανάλαφρους ήχους - το βουητό της χρυσόμυγας ή το φτεροκόπημα των πουλιών κάτω στο δάσος, ή το αεράκι που θρόιζε στα φύλλα. Και το Λιοντάρι όλο και μιλούσε.

Κάποια στιγμή, ακούστηκε η φωνή του Ασλάν: Ελάτε όλοι. Το ζήτημα ταχτοποιήθηκε. Η Μάγισσα δε θέλει πια το αίμα του αδερφού σας». Και πάνω στο λόφο ακούστηκε ένα φύσημα, λες κι όλοι βαστουσαν την ανάσα τους και την έβγαλαν μεμιάς, κι ένα μούρμουρο πήγε κι ήρθε απ’ άκρη σ’ άκρη.

Η Μάγισσα γύρισε να φύγει, με την όψη της παραμορφωμένη από άγρια χαρά, αλλά πισωγύρισε:

«Και πώς θα ξέρω ότι θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου;».

«Χαα-ααα-ρρρρρρχ!» βρυχήθηκε ο Ασλάν και μισοσηκώθηκε απ’ το θρόνο του· και το πελώριο στόμα του τεντώθηκε διάπλατο και το μουγκρητό του δυνάμωνε κι όλο δυνάμωνε, κι η Μάγισσα τον κοίταξε για μια στιγμή σαστισμένη, κι έπειτα μάζεψε τις φούστες της και το ’βαλε στα πόδια να σωθεί.

Загрузка...