«Ίθαν!» μουρμούρισε άναυδη η Κατρίν.
Αγκομαχώντας από την κατάπληξη ο Λούθιεν πήγε να σηκωθεί, αλλά αμέσως τον άρπαξε από πίσω ο Ρενίρ. Ο νέος, γρυλλίζοντας, τραβήχτηκε μακριά από τον πελώριο Χιούγκοθ, αποφασισμένος να σταθεί όρθιος μπροστά στον Άσμουντ και ιδιαίτερα μπροστά σ’ εκείνον που έστεκε δίπλα του. Ήταν ο Ίθαν, προφανώς, αλλά πόσο είχε αλλάξει ο αδελφός του! Μια πυκνή γενειάδα σκέπαζε τα λεπτά χαρακτηριστικά των Μπέντγουιρ ενώ τα μαλλιά του ήταν πολύ μακρύτερα. Αλλά την βαθύτερη αλλαγή την έδειχναν τα μάτια του, που τώρα ήταν σκληρά κι άγρια, επικίνδυνα.
«Τον ξέρεις;» ψιθύρισε ο Όλιβερ στην Κατρίν.
«Ο Ίθαν Μπέντγουιρ», είπε δυνατά η Κατρίν. «Ο αδελφός του Λούθιεν».
«Α, ναι, προφανώς», είπε ο Όλιβερ, προσέχοντας την έντονη ομοιότητα, ιδιαίτερα τη σπάνια κανελλιά απόχρωση των καστανών ματιών τους. Μετά, καθώς συνειδητοποίησε πόσο απίστευτη ήταν αυτή η κατάσταση, το σαγόνι του κρεμάστηκε από κατάπληξη.
Ο Άσμουντ, που έδειχνε να διασκεδάζει, γύρισε προς τον Ίθαν σαν να του παραχωρούσε μ’ αυτό τον τρόπο το βήμα.
Οι ελπίδες του Λούθιεν αναπτερώθηκαν. «Αδελφέ μου», είπε ξέπνοα, καθώς τον πλησίαζε ο Ίθαν.
Αλλά ο Ίθαν Μπέντγουιρ τον έσπρωξε πάλι κάτω στο χώμα. «Όχι πια», απάντησε.
«Τι κάνεις;» φώναξε η Κατρίν, τρέχοντας να επέμβει.
«Α, τι ψυχωμένη γυναίκα!» φώναξε ο πελώριος Άσμουντ, ενώ ο Ρενίρ αγκάλιασε την Κατρίν με τα μεγάλα μπράτσα του ακινητοποιώντας την, παρά τις προσπάθειές της να ξεφύγει.
«Τι είναι αυτά που κάνεις;» είπε ο Λούθιεν στον Ίθαν. Σηκώθηκε στο ένα γόνατο για ν’ ατενίσει θυμωμένα τον αδελφό του. Αφού έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ρενίρ, που κρατούσε ακόμη την Κατρίν, γύρισε πάλι στον Ίθαν. «Σταμάτησέ τον!» τον παρακάλεσε.
Ο Ίθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι», είπε στον Λούθιεν, μετά όμως στράφηκε στον Ρενίρ ζητώντας του να αφήσει την Κατρίν Ο’ Χέιλ.
«Αν νομίζεις ότι θα σου πω κι ευχαριστώ, κάνεις μεγάλο λάθος!» του φώναξε η Κατρίν, πλησιάζοντας για να σταθεί μπροστά του. «Είσαι σε λάθος στρατόπεδο, γιε του Γκάχρις!»
Ο Ίθαν ύψωσε το κεφάλι ενώ το πρόσωπό του έπαιρνε μια απόμακρη έκφραση ανωτερότητας. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια, αλλά ούτε χτύπησε την Κατρίν.
«Είσαι μαζί τους», είπε ο Λούθιεν.
Ο Ίθαν τον κοίταξε με απορία, σαν να του έλεγε ότι αυτό είναι προφανές.
«Προδότη!» γρύλλισε η Κατρίν.
Καθώς το χέρι του Ίθαν σηκώθηκε, η Κατρίν έστρεψε το πρόσωπό της περιμένοντας ότι θα τη χαστουκίσει.
Αλλά το χτύπημα δεν ήλθε ποτέ, ο Ίθαν ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. «Προδότης για ποιον;» ρώτησε. «Για τον Γκάχρις, που με έδιωξε, που μ’ έστειλε να πεθάνω;»
«Έψαξα να σε βρω», είπε ο Λούθιεν.
«Με βρήκες», έκανε βλοσυρός ο Ίθαν.
«Με τους Χιούγκοθ», πρόσθεσε ο Λούθιεν με περιφρονητικό τόνο. Κάμποσοι βάρβαροι γύρω του μούγκρισαν.
«Με γενναίους άνδρες», απάντησε ο Ίθαν. «Με άνδρες που αρνούνται να τους κυβερνά ένας παράνομος βασιλιάς από ξένη χώρα!»
Αυτό έδωσε κάποιες ελπίδες στον Λούθιεν, τουλάχιστον σε σχέση με την ευρύτερη κατάσταση. Μπορεί, λοιπόν, αυτή η εισβολή των Χιούγκοθ να μη συνδεόταν με τον Γκρινσπάροου.
«Είσαι Εριαντοριανός!» φώναξε η Κατρίν.
«Όχι!» απάντησε ο Ίθαν φωνάζοντας κι αυτός ακόμη πιο δυνατά. «Δεν είμαι εγώ σαν τους δειλούς, που ζαρώνουν από το φόβο του Γκρινσπάροου. Δεν είμαι απ’ αυτούς που αποδέχτηκαν τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ!» Κοίταξε τον Λούθιεν στα μάτια προσθέτοντας: «Δεν είμαι σαν εκείνους που φόρεσαν τα χρώματα της αρχόντισσας Αβονίζ, της βαμμένης πόρνης!»
Ο Λούθιεν ανάσαινε βαριά, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. Ο Ίθαν εδώ! Ήταν τρελό, τελείως απροσδόκητο. Μα τότε, ο Ίθαν δεν θα ήξερε τίποτα από αυτά που είχαν συμβεί, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν. Κατά πάσα πιθανότητα πίστευε ότι τα πράγματα στο Εριαντόρ ήταν όπως τα είχε αφήσει, με τον Γκρινσπάροου βασιλιά και τον Γκάχρις ένα από τα πολλά πιόνια του. Αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, ποια έπρεπε να είναι η θέση του Λούθιεν; Ακόμη κι αν θα έπειθε τον Ίθαν για την αλήθεια, μπορούσε να συγχωρήσει τον αδελφό του που συμμάχησε με τους βάρβαρους Χιούγκοθ κατά του Εριαντόρ;
«Πώς τολμάς;» βρυχήθηκε ο Λούθιεν καθώς σηκωνόταν όρθιος.
«Ο Γκρινσπάροου…» άρχισε να λέει ο Ίθαν.
«Κατάρα στον Γκρινσπάροου!» τον έκοψε ο Λούθιεν. «Αυτά τα πλοία που βύθισαν οι καινούριοι φίλοι σου ήταν του Εριαντόρ, όχι του Άβον. Έχεις στα χέρια σου το αίμα συμπατριωτών σου!»
«Π’ ανάθεμά σε!» φώναξε ο Ίθαν, πέφτοντας πάνω στον Λούθιεν με τέτοια δύναμη ώστε κόντεψε να τον ρίξει πάλι κάτω. «Είμαι Χιούγκοθ τώρα, όχι Εριαντοριανός. Κι όλα τα πλοία στη Θάλασσα του Άβον είναι του Γκρινσπάροου».
«Δολοφόνησες…»
«Κάνουμε πόλεμο!» είπε άγρια ο Ίθαν. «Ας έλθει ο Γκρινσπάροου βόρεια με τον στόλο του για να τον βυθίσουμε, κι αν είναι να πεθάνουν και Εριαντοριανοί στην μάχη, ας πεθάνουν!»
Ο Λούθιεν, στρέφοντας το βλέμμα του από τον Ίθαν στον Άσμουντ, είδε τον βασιλιά των Χιούγκοθ να παρακολουθεί χαμογελώντας πλατιά κι αυτάρεσκα, σαν να διασκέδαζε πολύ με αυτήν τη σύγκρουση. Ο νεαρός τότε συνειδητοποίησε ότι ο αδελφός του μπορεί να ήταν περισσότερο πιόνι παρά σύμβουλος, σκέψη που του γέννησε την παρόρμηση να ορμήσει και να στραγγαλίσει τον Άσμουντ.
Αλλά, σκέφτηκε κοιτάζοντας πάλι τον Ίθαν, έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο αδελφός του δεν χρειαζόταν προστάτη. Η όψη του είχε αλλάξει εντελώς, είχε γίνει εξίσου άγρια με τη φωτιά που μαινόταν στα μάτια του. Ήταν φανερό ότι εκείνη η πράξη του Γκάχρις, να διώξει τον Ίθαν από το Μπέντγουιρ, κόντεψε να τσακίσει τον αδελφό του και, μέσα από την απόγνωση που του προκάλεσε, βρήκε μια νέα δύναμη, τη δύναμη του ασυγκράτητου θυμού. Έτσι τώρα ο αδελφός του έδειχνε να ταιριάζει απόλυτα με τους Χιούγκοθ, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Λούθιεν αισθάνθηκε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. Δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί αν αυτός ήταν πραγματικά ο αδελφός του ή ο Ίθαν που είχε γνωρίσει στην Νταν Βάρνα είχε ουσιαστικά πεθάνει.
«Ο Γκρινσπάροου δεν θα έρθει βόρεια», είπε με φυσιολογικό τόνο ο Λούθιεν, προσπαθώντας να φέρει κάποια αίσθηση ηρεμίας στην εκρηκτική συζήτηση.
«Θα έρθει!» επέμεινε ο Ίθαν. «Θα στείλει τα πολεμικά πλοία του βόρεια, είτε ένα-ένα είτε πολλά μαζί. Όπως και να ’ναι θα τα καταστρέψουμε, θα τα στείλουμε στον πάτο της θάλασσας. Ας είναι καταραμένος ο άνανδρος μάγος που άρπαξε παράνομα τον θρόνο!»
Θα συνέχιζε, αλλά τον σταμάτησε ο Λούθιεν που ξαφνικά ξέσπασε σε ξέφρενα γέλια. Ο Ίθαν έγειρε το κεφάλι προσπαθώντας να καταλάβει γιατί γελάει έτσι ο αδελφός του, αλλά ο Λούθιεν συνέχιζε να γελάει δυνατά χωρίς να τον κοιτάζει. Ο Ίθαν γύρισε στην Κατρίν και τους άλλους συντρόφους του Λούθιεν, μα ούτε αυτοί μίλησαν.
«Είσαι τρελός, λοιπόν;» είπε ήρεμα ο Ίθαν, όμως ο Λούθιεν έμοιαζε να μην ακούει.
«Αρκετά!» βρυχήθηκε ο Άσμουντ, οπότε ο Λούθιεν σταμάτησε απότομα για να κοιτάξει επίμονα τον αδελφό του και τον βασιλιά των Χιούγκοθ.
«Δεν ξέρετε», είπε, περισσότερο σαν δήλωση παρά σαν ερώτηση.
Τα αγριεμένα μάτια του Ίθαν ηρέμησαν, από περιέργεια. Έγειρε το κεφάλι απορημένος ενώ τα αχτένιστα μαλλιά του, πιο ανοιχτόχρωμα τώρα απ’ ό,τι τα θυμόταν ο Λούθιεν, κρέμονταν ως τους ώμους του.
»Ο Γκρινσπάροου δεν κυβερνά πια το Εριαντόρ», είπε κοφτά ο Λούθιεν. «Οι λακέδες του εξοντώθηκαν. Το Μόντφορτ δεν υπάρχει πια, η πόλη ξαναπήρε το όνομα Κάερ Μακντόναλντ».
Ο Ίθαν προσπάθησε να μη δείξει εντυπωσιασμό, αλλά τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα.
«Ο Λούθιεν σκότωσε τον δούκα Μόρκνεϊ», είπε η Κατρίν.
«Με τη βοήθεια των φίλων μου», πρόσθεσε αμέσως το παλληκάρι.
«Εσύ;» τραύλισε ο Ίθαν.
«Ώστε, λοιπόν, ανόητε τύπε που προσποιείσαι τον βάρβαρο», πετάχτηκε ο Όλιβερ χτυπώντας μεταξύ τους τα γαντοφορεμένα χέρια του, «δεν έχεις ακούσει για την Πορφυρή Σκιά;»
Αυτό το όνομα προκάλεσε μια λάμψη αναγνώρισης στον Ίθαν. Φαίνεται ότι ο θρύλος είχε εξαπλωθεί πιο πλατιά απ’ ό,τι τα πολιτικά νέα. «Εσύ;» είπε πάλι ο Ίθαν δείχνοντας τον Λούθιεν και κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του.
«Ένας τίτλος που τον κέρδισα κατά τύχη», απάντησε ο Λούθιεν.
«Αλλά φυσικά θα έχεις ακούσει για την Μπλόφα του Όλιβερ», πετάχτηκε ο χάφλινγκ βγαίνοντας μπροστά από τον Λούθιεν και φουσκώνοντας με περηφάνια το στήθος του. Το κεφάλι του ήταν περίπου στο ίδιο ύψος με την κοιλιά του Ίθαν.
Ο Ίθαν τον κοίταξε κάνοντας ένα αρνητικό νεύμα.
«Αρχικά είχε για στόχο της το Τείχος του Μαλπουισάν», εξήγησε ο χάφλινγκ, «αλλά επειδή το τείχος καταλήφθηκε πριν φτάσουμε καν, χρησιμοποιήσαμε αυτή την υπέροχη στρατηγική μέθοδο στο ίδιο το Πρίνσταουν. Μάλιστα!» Ο Όλιβερ χτύπησε πάλι τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο του Ίθαν. «Το κόσμημα του Άβον καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του πανούργου Όλιβερ ντε Μπάροους!»
«Κι εσύ είσαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους;» είπε ξερά ο Ίθαν.
«Αν είχα το τόσο εξαιρετικό μου ξίφος, θα σου έδειχνα!»
Ένα επικίνδυνο συνοφρύωμα απλώθηκε στο πρόσωπο του Ίθαν, κάτι που πρόσεξε αμέσως ο Άσμουντ. «Αυτό μπορούμε να το κανονίσουμε, και πολύ γρήγορα!» είπε ο βασιλιάς των Χιούγκοθ, ενώ όλοι οι βάρβαροι μέσα στην καλύβα άρχισαν να γελούν και να μουρμουρίζουν φανερά ευχαριστημένοι με την προοπτική μιας μονομαχίας.
Ο Λούθιεν, αφού παραμέρισε τον Όλιβερ χαλώντας τη δραματική του πόζα, τον έσπρωξε πίσω. Ήξερε καλά τις πολεμικές ικανότητες του αδελφού του, γι’ αυτό δεν ήθελε να χάσει τον μικρόσωμο φίλο του, όσο ενοχλητικός κι αν γινόταν μερικές φορές.
«Είναι αλήθεια», είπε στον Ίθαν. «Το Εριαντόρ είναι ελεύθερο, με βασιλιά τον Μπριντ’Αμούρ».
Ο Ίθαν, στρεφόμενος, βρήκε τον Άσμουντ να τον κοιτάζει επίμονα σαν να ζητούσε κάποια επιβεβαίωση ή εξήγηση για αυτό το άγνωστο όνομα. Σήκωσε τους ώμους. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ για αυτό τον άνθρωπο που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Λούθιεν, κυβερνούσε το βόρειο βασίλειο της Θάλασσας του Άβον.
«Ανήκε στην αρχαία αδελφότητα», εξήγησε ο Λούθιεν βλέποντας τον σκεπτικισμό τους. «Ένας πολύ ισχυρός…» Σταμάτησε καθώς συνειδητοποίησε ότι ίσως δεν θα ήταν συνετό να αποκαλύψει τις μαγικές ικανότητες του Μπριντ’Αμούρ στους Χιούγκοθ, που αντιπαθούσαν την μαγεία. «Ένας πολύ ισχυρός και σοφός άνθρωπος», αποτελείωσε τη φράση του. Αλλά είχε πει ήδη πάρα πολλά.
«Η αρχαία αδελφότητα», είπε ο Ίθαν στον Άσμουντ. «Που σημαίνει ότι ο βασιλιάς του Εριαντόρ είναι κι αυτός μάγος».
Ο Άσμουντ ξεφύσηξε περιφρονητικά.
Βλέποντας τον Ίθαν να προδίνει τόσο εύκολα το μυστικό, ο Λούθιεν πήρε μια ιδέα για το πόσο μπερδεμένος ήταν ο αδελφός του. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να στρέψει αλλού τη συζήτηση και, για να κατορθώσει κάτι τέτοιο, είχε μόνο ένα χαρτί να παίξει. «Ο Γκάχρις είναι νεκρός», είπε ήρεμα.
Ο Ίθαν έκανε μια άθελη γκριμάτσα, μετά όμως αποδέχτηκε το νέο με ένα καταφατικό νεύμα.
«Πέθανε γαλήνια», πρόσθεσε ο Λούθιεν, αλλά και πάλι ο Ίθαν δεν έδειξε να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
«Ο Γκάχρις είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια», είπε. «Έσβησε όταν πέθανε και η μητέρα μας, όταν σάρωσε το Εριαντόρ η επιδημία που έστειλε ο Γκρινσπάροου».
«Κάνεις λάθος!» είπε η Κατρίν Ο’ Χέιλ. «Ο Γκάχρις φρόντισε να μην μείνει ούτε ένας Κυκλωπιανός ζωντανός στο Μπέντγουιντριν, ενώ η αρχόντισσα Αβονίζ…»
«Η πόρνη…» είπε χλευαστικά ο Ίθαν.
Η Κατρίν ξεφύσηξε, δείχνοντας ότι δεν διαφωνεί καθόλου. «Πέθανε στα μπουντρούμια του μεγάρου των Μπέντγουιρ».
«Δεν υπάρχουν μπουντρούμια στο μέγαρο Μπέντγουιρ», είπε αμφίβολα ο Ίθαν.
«Ο κόμης Γκάχρις τα έφτιαξε ειδικά γι’ αυτήν», απάντησε η Κατρίν.
«Τι είναι αυτά που λένε, Βίνταλφ;» ρώτησε ο Άσμουντ.
Ο Ίθαν γύρισε στον βασιλιά των Χιούγκοθ σηκώνοντας πάλι τους ώμους. Ήταν πολύ ξαφνιασμένος για να ξεδιαλύνει όλα αυτά τα νέα που του είχαν έρθει μαζεμένα.
«Βίνταλφ;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Ίθαν σήκωσε ψηλά το κεφάλι. «Το όνομά μου», είπε.
Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τον θυμό του. «Είσαι ο Ίθαν Μπέντγουιρ, γιος του Γκάχρις κόμη του Μπέντγουιντριν», του είπε.
«Είμαι ο Βίνταλφ, αδελφός του Τόριν Ρόγκαρ», απάντησε ο Ίθαν.
Ο Λούθιεν πήγε να απαντήσει, αλλά αυτό το όνομα τον αιφνιδίασε. «Ρόγκαρ;» ρώτησε.
«Τόριν Ρόγκαρ», του εξήγησε ο Ίθαν. «Αδελφός του Γκαρθ».
Αυτό έκοψε τη φόρα στον Λούθιεν. Ήθελε να γνωρίσει τον αδελφό του Γκαρθ Ρόγκαρ. Ξαφνικά αυτή ήταν η μοναδική σκέψη που υπήρχε στον νου του. Την παραμέρισε όμως, ξέροντας ότι τούτη η συνάντηση έπρεπε να περιμένει για μια άλλη στιγμή. Προς το παρόν, το καθήκον του Λούθιεν ήταν ξεκάθαρο και απλό. Πενήντα ζωές εξαρτιόνταν απ’ αυτόν, ενώ ο αριθμός αυτός θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερος αν οι Χιούγκοθ συνέχιζαν τις επιδρομές τους στις ακτές του Εριαντόρ. Όσα του είχαν αποκαλυφθεί από αυτήν τη συνάντηση, ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι Χιούγκοθ δεν γνώριζαν τίποτα για τα πρόσφατα γεγονότα στο Εριαντόρ και επομένως δεν μπορεί να ήταν σύμμαχοι του Γκρινσπάροου, του είχαν δώσει κάποιες ελπίδες. Αυτές οι ελπίδες όμως μετριάζονταν από τη θέα του ανθρώπου που βρισκόταν μπροστά του: του Ίθαν που δεν ήταν ο Ίθαν.
«Τότε χαιρετώ τον Βίνταλφ», είπε ο Λούθιεν, ξαφνιάζοντας την Κατρίν που έστεκε βλοσυρή δίπλα του. «Έρχομαι σαν απεσταλμένος του Μπριντ’Αμούρ, βασιλιά του Εριαντόρ».
«Δεν ζητήσαμε συνομιλίες», είπε ο Άσμουντ.
«Τώρα όμως ξέρετε ότι οι επιθέσεις σας κατά των πλοίων και των ακτών του Εριαντόρ δεν βλάπτουν τον Γκρινσπάροου», απάντησε ο Λούθιεν. «Δεν είμαστε εχθροί σας».
Αυτό προκάλεσε μερικά γέλια στους Χιούγκοθ μέσα στην καλύβα, και ακόμη περισσότερα σ’ όσους ήταν συγκεντρωμένοι απ’ έξω. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι η συνάντηση των δυο για τόσον καιρό χαμένων αδελφών είχε γίνει δημόσιο θέαμα.
«Ίθαν», είπε σοβαρός ο Λούθιεν. «…Βίνταλφ. Είμαι ή ήμουν αδελφός σου…»
«Σε έναν κόσμο από τον οποίο με εξόρισαν», τον έκοψε ο Ίθαν.
«Έψαξα να σε βρω», απάντησε ο Λούθιεν. «Αφού σκότωσα τον Κυκλωπιανό που δολοφόνησε τον Γκαρθ Ρόγκαρ, έψαξα να σε βρω στον νότο όπου υποτίθεται ότι θα πήγαινες».
«Εγώ τον οδήγησα εκεί», πετάχτηκε ο Όλιβερ, που δεν άντεχε να βρίσκεται στο περιθώριο μιας συζήτησης για πολύ.
«Κι εγώ θεωρούσα τον πατέρα μας νεκρό», συνέχισε ο Λούθιεν, «όμως, σε διαβεβαιώ ότι στο τέλος εξιλεώθηκε».
«Σε σκεφτόταν το βράδυ που πέθανε», είπε η Κατρίν. «Είχε μεγάλο βάρος στη συνείδησή του».
«Κι έτσι έπρεπε», απάντησε ο Ίθαν.
«Συμφωνώ», απάντησε ο Λούθιεν. «Σίγουρα, δεν προσπαθώ να δικαιολογήσω τον κόσμο που εγκατέλειψες. Αλλά αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει πια. Το Εριαντόρ είναι ελεύθερο τώρα».
«Τι μας ενδιαφέρουν εμάς οι ασήμαντες διαφορές σας;» ρώτησε ενοχλημένος ο Άσμουντ. Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας τον, κατάλαβε ότι δεν του άρεσε η τροπή που έπαιρνε η συζήτηση. «Μιλάς για τον Γκρινσπάροου και το Εριαντόρ σαν να μην είναι το ίδιο πράγμα. Για μας είστε ντέτζερν-αλφάρ και τίποτα παραπάνω!»
Ντέτζερν-αλφάρ. Μια έκφραση των Ισενλανδών για όσους δεν είναι Χιούγκοθ.
«Κι εγώ είμαι Χιούγκοθ», είπε ο Ίθαν πριν προλάβει να πει τίποτα ο Λούθιεν για το εριαντοριανό του αίμα. Μετά κοίταξε τον Άσμουντ, που κατένευσε συμφωνώντας. «Χιούγκοθ μέσα από τις πράξεις μου».
«Είσαι ένας Χιούγκοθ, όμως καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι αυτό που λέω», απάντησε ο Λούθιεν. «Το Εριαντόρ είναι ελεύθερο αλλά, αν συνεχίσετε τις επιδρομές σας, βοηθάτε τον Γκρινσπάροου να μας υποτάξει και πάλι». Για πρώτη φορά ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι τα λόγια του κατάφερναν να αγγίξουν τον ξεροκέφαλο αδελφό του. Ήξερε ότι ο Ίθαν, ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς του ότι τώρα είναι Χιούγκοθ, είχε χαρεί μαθαίνοντας ότι το Εριαντόρ ελευθερώθηκε από το Άβον. Και ήξερε επίσης ότι ο αδελφός του ένιωθε φρίκη με τη σκέψη ότι οι πράξεις των Χιούγκοθ, αλλά και οι δικές του, μπορεί να βοηθούν τον άνθρωπο που, στέλνοντας τη μαύρη επιδημία στο Εριαντόρ, σκότωσε τη μητέρα τους και τσάκισε το πνεύμα του πατέρα τους.
«Και τι μου ζητάς να κάνω;» ρώτησε ο Ίθαν μετά από μια μικρή παύση.
«Να σταματήσετε!» είπε ο Όλιβερ βγαίνοντας πάλι μπροστά. Ο Λούθιεν ήθελε να τον χαστουκίσει που πετάχτηκε πάλι, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. «Πάρτε τα γελοία πλοία σας και γυρίστε στα σπίτια σας. Έχουμε ογδόντα πολεμικά καράβια που…»
Ο Λούθιεν τον παραμέρισε και, όταν ο Όλιβερ πήγε να αντισταθεί, η Κατρίν τον άρπαξε από τον γιακά, τον γύρισε προς το μέρος της και τον κοίταξε τόσο άγρια ώστε ο Όλιβερ φοβήθηκε ότι θα έφτανε στο σημείο να τον πετάξει κάτω και να καθίσει πάνω του για να τον σταματήσει.
«Συμμαχήστε μαζί μας», είπε αυθόρμητα ο Λούθιεν. Αμέσως μόλις βγήκαν τα λόγια από το στόμα του συνειδητοποίησε πόσο βλακώδης ακουγόταν η πρότασή του, όμως ήξερε ότι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνεις με έναν Χιούγκοθ ήταν αυτό που έκανε ο Όλιβερ, να τον προκαλέσεις στο πεδίο της τιμής. Αν απειλούσαν τον βασιλιά Άσμουντ με τα ογδόντα πολεμικά πλοία, εκείνο που θα έκανε σαν γενναίος πολεμιστής θα ήταν να δεχτεί την πρόκληση και να ανοίξει πόλεμο μαζί τους. «Με τα ογδόντα πλοία που έχουμε εμείς και τον δικό σας στόλο, θα μπορούσαμε…»
«Ζητάς από εμένα τέτοιο πράγμα;» ρώτησε ο Ίθαν χτυπώντας το στήθος του.
Ο Λούθιεν σήκωσε ψηλά το κεφάλι. «Είσαι αδελφός μου», είπε ανυποχώρητα. «Κάποτε ήσουν Εριαντοριανός, ανεξάρτητα από το τι ισχυρίζεσαι ότι είσαι τώρα. Απαιτώ να ζητήσεις από τον βασιλιά σου να σταματήσει τις επιδρομές στις ακτές του Εριαντόρ. Παρ’ όλα όσα έχουν συμβεί, δεν είμαστε εχθροί σας».
Ο Ίθαν ξεφύσηξε περιφρονητικά, μην κάνοντας καν τον κόπο να κοιτάξει τον Άσμουντ. «Δίνεις μεγάλο βάρος στην ικανότητά μου να επηρεάζω τους αδελφούς μου, τους Χιούγκοθ», είπε. «Ο βασιλιάς Άσμουντ, όχι εγώ, αποφασίζει τι θα κάνουν οι Χιούγκοθ».
«Κι εσύ υπακούς πρόθυμα στις αποφάσεις του», τον κατηγόρησε ο Λούθιεν με το πρόσωπό του συσπασμένο από ξαφνικό θυμό. «Εριαντοριανοί σκοτώθηκαν, και ο Ίθαν Μπέντγουιρ δεν έκανε τίποτα!»
«Ο Ίθαν Μπέντγουιρ έχει πεθάνει», απάντησε ο άνθρωπος που τώρα λεγόταν Βίνταλφ.
«Δεν θυμάται λοιπόν ο Βίνταλφ την αγάπη που του είχε ο Λούθιεν Μπέντγουιρ στα νεανικά του χρόνια;» ρώτησε η Κατρίν.
Οι ώμοι του Ίθαν κρέμασαν για μια στιγμή, μια αδιόρατη ένδειξη ότι η Κατρίν είχε αγγίξει κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα του. Μετά όμως σήκωσε πάλι ψηλά το κεφάλι για να κοιτάξει επίμονα τον Λούθιεν.
«Θα παρακαλέσω τον βασιλιά μου για σένα», είπε ήρεμα ο Ίθαν. «Με τον λόγο του πανίσχυρου Άσμουντ θα σε αφήσουμε να φύγεις, θα αποβιβάσουμε εσένα, την Κατρίν και τον υπερφίαλο μικροσκοπικό σου φίλο στην ακτή του Μπέι Κόλθγουιν, νότια του Τζάιμπι».
«Και τους άλλους;» ρώτησε σκυθρωπά ο Λούθιεν.
«Οι άλλοι είναι αιχμάλωτοι, πιάστηκαν νόμιμα στη μάχη», απάντησε ο Ίθαν.
Ο Λούθιεν σήκωσε ψηλά το κεφάλι. «Όχι», είπε. «Όλους. Να μεταφερθούν όλοι στο Εριαντόρ, μέχρι τον τελευταίο».
Κοιτάχτηκαν ανυποχώρητοι και οι δύο. Μετά ο Ρενίρ, που διασκέδαζε με τη σύγκρουση ανάμεσά τους, σίμωσε στον Ίθαν και του έδωσε τον Τυφλωτή. Ο Ίθαν κοίταξε επίμονα για λίγο το σπαθί, το σημαντικότερο κειμήλιο της παλιάς του οικογένειας. Μετά από μια στιγμή γέλασε και, κοιτάζοντας προκλητικά τον Λούθιεν, έδεσε το υπέροχο όπλο στη μέση του.
«Είπες ότι δεν ανήκεις πια στην οικογένεια Μπέντγουιρ», είπε ο Λούθιεν, αναζητώντας κάποιο επιχείρημα και προσπαθώντας να συγκρατήσει τον θυμό του. Δεν άντεχε να βλέπει τον Ίθαν —ή, μάλλον, τον Βίνταλφ— να φορά αυτό το σπαθί.
«Κι έτσι είναι», απάντησε αδιάφορα ο Ίθαν, σαν να μιλούσε για κάτι ασήμαντο.
«Αλλά φοράς το σπαθί των Μπέντγουιρ».
Τώρα ήταν η σειρά του Ίθαν να γελάσει, ενώ ο Ρενίρ με τον Άσμουντ και τους άλλους Χιούγκοθ άρχισαν να γελούν κι αυτοί. «Φορώ το σπαθί ενός νικημένου εχθρού», τον διόρθωσε ο Ίθαν. «Σου το πήραμε νόμιμα, όπως νόμιμα νικήσαμε τους άνδρες που έγιναν σκλάβοι. Δέξου την πρότασή μου, πρώην αδελφέ. Φύγε, και πάρε την Κατρίν μαζί σου. Δεν μπορώ να εγγυηθώ την ασφάλειά της εδώ. Όσο για τον μικρό φίλο σου, μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι θα έχει τρομερή μοίρα στα χέρια των Χιούγκοθ, που δεν ανέχονται τέτοια αδυναμία».
«Αδυναμία;» τραύλισε ο Όλιβερ, αλλά η Κατρίν του έκλεισε το στόμα με το χέρι, πριν πει καμιά βλακεία που θα έκανε τους Χιούγκοθ να τους σκοτώσουν.
«Όλους», επανέλαβε ο Λούθιεν. «Και θα μου δώσεις και το σπαθί».
«Γιατί να σου τα χαρίσω όλ’ αυτά» ρώτησε ο Ίθαν.
«Ε, μη μου δίνεις λοιπόν!» φώναξε ο Λούθιεν, καθώς ξεσπούσαν πάλι γέλια γύρω του. «Δεν ζητώ τίποτα από κάποιον που είναι τόσο δειλός ώστε να αποκηρύξει την κληρονομιά του. Θα πάρω αυτό που θέλω όμως, αν όχι χάρη στο οικογενειακό αίμα, τότε χάρη στο αίμα που θα χύσω!»
Ο Ίθαν σήκωσε ψηλά το κεφάλι ακούγοντας αυτή την πρόκληση. «Έχουμε ξαναμονομαχήσει», είπε.
Ο Λούθιεν δεν απάντησε.
»Και σε είχα νικήσει», του υπενθύμισε ο Ίθαν.
«Ήμουν νεότερος».
Ο Ίθαν κοίταξε τον Άσμουντ, που δεν αντέδρασε.
«Οι σκλάβοι δεν είναι δικοί σου για να τους ελευθερώσεις», του είπε ο Ρενίρ. «Εγώ τους έπιασα».
Ο Ίθαν συμφώνησε με ένα καταφατικό νεύμα.
«Μονομαχήστε για το σπαθί τότε», είπε ο Άσμουντ.
«Για όλα», επέμεινε ο Λούθιεν.
«Για το σπαθί», απάντησε ο Ίθαν. «Και για την ελευθερία σου, την ελευθερία της Κατρίν και του μικρού. Τίποτα παραπάνω».
«Αυτά μου τα είχες προσφέρει ήδη, με εξαίρεση το σπαθί», είπε ο Λούθιεν.
«Μια προσφορά που την απέσυρα», απάντησε ο Ίθαν. «Με προκάλεσες ανοιχτά. Τώρα θα φτάσουμε ως το τέλος, αν και το κέρδος για σένα θα είναι ελάχιστα μεγαλύτερο από αυτό που θα είχες αν δεν με προκαλούσες, ενώ η απώλεια —γιατί σίγουρα θα χάσεις— θα είναι πολύ μεγαλύτερη!»
Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας τον Άσμουντ, είδε ότι δεν θα εύρισκε συμπάθεια ούτε καλύτερη προσφορά από τον βασιλιά των Χιούγκοθ. Συνειδητοποίησε ότι είχε εμπλακεί σε μια διαδικασία που δεν την καταλάβαινε σε όλο της το βάθος. Είχε την αίσθηση ότι ο Άσμουντ ήθελε να γίνει αυτή η μονομαχία, από τη στιγμή που έμαθε ότι ο Λούθιεν και ο Ίθαν ήταν αδέλφια. Ίσως για να δοκιμάσει την πίστη του Ίθαν ή, το πιθανότερο, επειδή ο απάνθρωπος βάρβαρος το έβρισκε διασκεδαστικό.
Ο Λούθιεν άκουσε πίσω του τη φωνή της Κατρίν Ο’ Χέιλ, σκληρή κι αδυσώπητη. «Σκότωσέ τον!»
Αυτά τα λόγια, όπως επίσης η εικόνα που του έφεραν στον νου, τον σάστισαν. Περίμενε ανασαίνοντας βαριά, με θολωμένο μυαλό, καθώς οι Χιούγκοθ έσπρωχναν μακριά τους συντρόφους του, ο Ρενίρ του έδινε ένα ξίφος και ο Ίθαν έβγαζε τον Τυφλωτή από τη θήκη πλησιάζοντας αποφασισμένος.