Καθώς πλησίαζαν στην πόλη προχωρώντας ανάμεσα στους δυο παραποτάμους που είχαν το ίδιο όνομα, Στράτον, έβλεπαν ότι η περιοχή έμοιαζε μ’ αυτή γύρω από το Γουόρτσεστερ, με τη διαφορά ότι υπήρχε λιγότερο ελεύθερο έδαφος γύρω από το Καρλάιλ. Όμως οι δύο πόλεις, αν και είχαν παρόμοια ισχυρά τείχη, δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους. Το Γουόρτσεστερ ήταν ένα σκοτεινό καταθλιπτικό φρούριο, με τείχη φτιαγμένα από γκρίζα και μαύρη πέτρα δεμένη με μαύρο σίδερο και τετράγωνους κοντόχοντρους πύργους με οδοντωτές επάλξεις. Το Καρλάιλ έμοιαζε περισσότερο με το Πρίνσταουν, μια φωτεινή πόλη με λευκά τείχη και ψηλές μυτερές στέγες. Οι πύργοι του ήταν στρογγυλοί, όχι τετράγωνοι, ενώ οι οχυρώσεις ακολουθούσαν με αρμονικές καμπύλες την ροή του Στράτον. Τεράστιες τοξωτές γέφυρες περνούσαν από τους δυο παραποτάμους, τον ανατολικό και τον δυτικό, ενώνοντας την κυρίως πόλη με μικρότερα κάστρα παρόμοια με το κεντρικό. Ήταν μια πόλη γεμάτη ομορφιά, ακόμη και αν την έβλεπες από μακριά, αλλά επίσης ένα ισχυρό οχυρό.
Ο Λούθιεν το αισθάνθηκε αυτό, μολονότι κοίταζε το Καρλάιλ από τρία χιλιόμετρα απόσταση. Φαντάστηκε την επίθεση στην πόλη, τα λευκά τείχη να γίνονται καφέ από το καυτό λάδι και κόκκινα από το χυμένο αίμα. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Το ταξίδι μέχρι το Καρλάιλ ήταν γεμάτο τρομερές μάχες στα βουνά, στις πεδιάδες, στο Γουόρτσεστερ, αλλά καμία δεν είχε προετοιμάσει τον Λούθιεν γι’ αυτή που θα ερχόταν σε λίγο — όμως ήξερε ότι θα ήταν πολύ χειρότερη.
«Έχεις δίκιο που φοβάσαι», είπε η Σιόμπαν, πλησιάζοντας με το άλογό της εκεί που καθόταν ο Λούθιεν καβάλα στον Ριβερντάνσερ.
«Είναι πανίσχυρο φρούριο».
«Θα πέσει», απάντησε η Σιόμπαν απλά.
Ο Λούθιεν την κοίταξε εξεταστικά. Πόσο διαφορετική έδειχνε τώρα έτσι όπως ήταν πλυμένη και καθαρή! Μετά τις μάχες την έβλεπες με τις κοτσίδες της κολλημένες στους ώμους από το αίμα των εχθρών της, με κανένα έλεος στα μάτια της παρά μόνο με τη φωτιά της πολεμικής ορμής. Ο Λούθιεν θαύμαζε αυτό το αδάμαστο πνεύμα και την αγαπούσε επειδή είχε την ικανότητα να κάνει πάντα ό,τι έπρεπε, να ξεχνά τα πιο τρυφερά της συναισθήματα στις ώρες που θα αποτελούσαν αδυναμία.
Ο Λούθιεν τόλμησε να φανταστεί τον εαυτό του και την Κατρίν, τον Όλιβερ και την Σιόμπαν, να ταξιδεύουν αναζητώντας περιπέτειες.
«Μην καθυστερείτε», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους και, γυρίζοντας, είδαν να πλησιάζει ο Μπριντ’Αμούρ. «Ο Μπέλικ έχει στρωθεί ήδη στη δουλειά, πρέπει λοιπόν κι εμείς να οργανωθούμε».
«Πιστεύεις ότι ο Γκρινσπάροου θα βγει από την τρύπα του;» ρώτησε με αμφιβολία η Σιόμπαν.
«Εγώ θα έβγαινα αν ήμουν στη θέση του», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρέπει να ξέρει πια για τους στόλους που πλησιάζουν. Είναι σίγουρο ότι γνωρίζει για τους Χιούγκοθ, ενώ θα έχει δει επίσης με τη μαγική του όραση την προέλαση της δεύτερης στρατιάς μας, που κατεβαίνει από τα βορειοανατολικά. Εγώ στη θέση του θα έβγαινα με όλες μου τις δυνάμεις», κατέληξε ο Μπριντ’Αμούρ.
Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι τα ψηλά τείχη του Καρλάιλ που άστραφταν στον απογευματινό ήλιο. Το σκεπτικό του Μπριντ’
Αμούρ ήταν σωστό, όπως συνήθως, γι’ αυτό έπρεπε να πάρουν κάθε δυνατή προφύλαξη.
Έτσι, έσκαψαν χαρακώματα οργανώνοντας επίσης ομάδες ανιχνευτών, ενίσχυσαν τις φρουρές γύρω από το στρατόπεδο και κοιμήθηκαν δίπλα στα όπλα τους, ιδιαίτερα οι νάνοι, που έπεσαν για ύπνο φορώντας πλήρη πολεμική εξάρτηση.
Ουσιαστικά δεν περίμεναν να συμβεί τίποτα μέχρι τα επόμενα χαράματα. Οι Κυκλωπιανοί απέφευγαν να πολεμούν στο σκοτάδι, όπως άλλωστε και οι άνθρωποι και οι νάνοι. Τα ξωτικά όμως, με την οξεία όρασή τους, δεν δυσκολεύονταν στη νυχτερινή μάχη, γι’ αυτό συχνά μάλιστα την προτιμούσαν.
Το ίδιο και οι δράκοντες.
Ο Γκρινσπάροου βγήκε από το Καρλάιλ καθώς περνούσαν τα μεσάνυχτα, αθόρυβα και χωρίς επισημότητες. Όταν απομακρύνθηκε από την πόλη, ο βασιλιάς κάλεσε τον άλλο εαυτό του, τον μεγάλο δράκο Ντανσαλιγκνάτιους, το θηρίο με το οποίο είχε ενωθεί πριν από αιώνες στο Σόλτγουος. Ο βασιλιάς άρχισε να αλλάζει, να μεγαλώνει. Έγινε πελώριος, μαυροπράσινος, άπλωσε τα νυχτεριδίσια φτερά του και υψώθηκε στον νυχτερινό ουρανό.
Λίγα λεπτά αργότερα έκανε το πρώτο του πέρασμα πάνω από το εριαντοριανό στρατόπεδο ξερνώντας φωτιά.
Οι εισβολείς δεν αιφνιδιάστηκαν όμως, αφού είχαν για φρουρούς ξωτικά που παρακολουθούσαν γη και ουρανό. Μια βροχή από βέλη χτύπησε τον δράκοντα, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ, ο οποίος είχε ξεκουραστεί αυτές τις δέκα μέρες που έκανε ο στρατός για να φτάσει από το Γουόρτσεστερ, αλλά και στη διάρκεια της βδομάδας που είχαν μείνει στην κυριευμένη πόλη, εξαπέλυσε μια σειρά από κεραυνούς, έναν γαλάζιο, μετά έναν κόκκινο, κατόπιν έναν κίτρινο και τέλος έναν εκτυφλωτικό λευκό που φώτισε όλο τον ουρανό.
Ο Ντανσαλιγκνάτιους, αφού δέχτηκε τα χτυπήματα, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, έφυγε πετώντας βόρεια με τα λέπια του να καπνίζουν και τα μάτια του να καίνε. Παρηγορήθηκε όμως με την καταστροφή που άφηνε πίσω του, μια γραμμή φωτιάς και μια χορωδία από ουρλιαχτά αγωνίας. Όταν έφτασε κάμποσο μακριά από το στρατόπεδο έστριψε δυτικά και αμέσως μετά γύρισε νότια για να κάνει ένα δεύτερο πέρασμα.
Αντιμετώπισε πάλι μια βροχή από βέλη και τους κεραυνούς του μάγου, αλλά κατάφερε να περάσει πάνω από το στρατόπεδο σκοτώνοντας πολεμιστές και καίγοντας τη γη.
Δεν θα έκανε τρίτο πέρασμα καθώς ήταν κιόλας κουρασμένος, γεμάτος πληγές. Μπήκε στην πόλη ικανοποιημένος όμως, γιατί τα δικά του τραύματα θα επουλώνονταν γρήγορα, ενώ οι δεκάδες που είχε σκοτώσει θα έμεναν για πάντα νεκροί.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε γκρίζα και καταθλιπτική ταιριάζοντας με τη διάθεση στο εριαντοριανό στρατόπεδο. Πολλοί είχαν πεθάνει από την επίθεση του δράκοντα, ανάμεσά τους πάνω από εκατό νάνοι, ενώ υπήρχαν δεκάδες τραυματίες με φριχτές πληγές.
Οι Εριαντοριανοί προετοιμάστηκαν για επίθεση, με την υποψία ότι η εμφάνιση του δράκου ήταν ένας προάγγελος μιας εξόρμησης της φρουράς της πόλης. Περίμεναν να ανοίξουν από στιγμή σε στιγμή οι πύλες του Καρλάιλ και να ξεχυθεί από μέσα η φρουρά που, σύμφωνα με τις αναφορές, αριθμούσε πάνω από είκοσι χιλιάδες στρατιώτες.
Αυτή την πρόθεση είχε όντως ο Γκρινσπάροου, αλλά ματαίωσε τα σχέδιά του ενώ αντίθετα το ηθικό των Εριαντοριανών αναπτερώθηκε, όταν το ποτάμι νότια του Καρλάιλ γέμισε ξαφνικά από πανιά! Δεκάδες πανιά, εκατοντάδες πανιά που πλησίαζαν στην πόλη.
Η Σιόμπαν είδε τη σημαία του Εριαντόρ, ο Μπριντ’Αμούρ πρόσεξε την πράσινη σημαία με το λευκό περιθώριο του Μπαράντουιν και ο Λούθιεν διέκρινε τον αφρό από τα κουπιά των Χιούγκοθ.
«Θα βγει πάλι ο δράκος και θα τα κάψει μέσα στο ποτάμι», είπε ο Λούθιεν.
Ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήταν τόσο σίγουρος. «Δεν πιστεύω ότι ο εχθρός μας έχει αποκαλυφθεί στους υπηκόους του», είπε. «Νομίζεις ότι οι κάτοικοι του Καρλάιλ ξέρουν ότι έχουν έναν τρομερό κι απαίσιο δράκο για βασιλιά;»
«Αλλά μπορεί να βγει», επέμεινε ο Λούθιεν, «και μετά να πει ότι ήταν κόλπο κάποιου μάγου».
«Τότε, ας ελπίσουμε ότι χτες βράδυ τον τραυματίσαμε σοβαρά, οπότε δεν θα βγει», είπε σκυθρωπή η Σιόμπαν.
Τα πρώτα πλοία, χωρίς να κόψουν καθόλου ταχύτητα, πέρασαν κάτω από τις ψηλές γέφυρες ανατολικά του Καρλάιλ. Οι γέφυρες ήταν γεμάτες Κυκλωπιανούς που πετούσαν λόγχες και πέτρες, αλλά τα πλοία συνέχισαν την πορεία τους ανταποδίδοντας τις βολές και καθαρίζοντας μεγάλα τμήματα κάθε γέφυρας με μια βροχή από βέλη. Από τα τείχη του Καρλάιλ και από το μικρότερο φρούριο στην ανατολική όχθη του ποταμού ήρθαν μπάλες από καταπέλτη. Ένα πλοίο χτυπήθηκε σε αρκετά σημεία και βούλιαξε.
Όμως, τα πιο ευέλικτα πλοία των Χιούγκοθ έσπευσαν αμέσως σε κείνο το σημείο, έβγαλαν τους ναυαγούς από το νερό και μετά έστριψαν γρήγορα βόρεια με τα κουπιά τους να δουλεύουν ασταμάτητα.
Παρά το ρεύμα του Στράτον, που σε μερικά σημεία ήταν τρομερά δυνατό, τα πλοία πέρασαν από την επικίνδυνη ζώνη πολύ γρήγορα για να καταφέρουν οι υπερασπιστές του Καρλάιλ να τους προκαλέσουν σοβαρές βλάβες. Όσο για τον δράκο, δεν εμφανίστηκε, σαν να είχαν εισακουστεί οι προσευχές των Εριαντοριανών. Το ένα τρίτο σχεδόν του στόλου συνέχισε την πορεία του, με την πλώρη των πλοίων να υψώνεται ψηλά στο νερό. Πού και πού έρχονταν βολές από καταπέλτες, αλλά τις περισσότερες φορές έπεφταν στο νερό χωρίς να προκαλέσουν ζημιές, έτσι ώστε γρήγορα τα πλοία βγήκαν έξω από την ακτίνα βολής των Κυκλωπιανών.
Ο Λούθιεν, καθώς είδε το πλατύ χαμόγελο που είχε απλωθεί στο πρόσωπο της Σιόμπαν, ακολουθώντας το λαμπερό της βλέμμα κοίταξε ένα από τα πρώτα πλοία, ένα σκάφος του Μπαράντουιν που έμοιαζε να κάνει αγώνα δρόμου με ένα πλοίο των Χιούγκοθ. Τα δύο πλοία ήταν ακόμη πολύ μακριά για να φαίνονται μεμονωμένα άτομα, ακόμη και για την οξεία όραση της Σιόμπαν, με εξαίρεση ένα παράξενο περίγραμμα.
«Είναι πάνω στο πόνι του!» φώναξε ο Λούθιεν.
«Θέλει πάντα να είναι το επίκεντρο», κάγχασε η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν χαμογέλασε πλατιά καθώς προσπάθησε ξανά να φανταστεί την Σιόμπαν με τον Όλιβερ.
Οι στρατιώτες ζητωκραύγασαν καθώς τα πλοία έφτασαν σε ένα πλατύ, προστατευμένο σημείο του ποταμού όπου μπορούσαν να ρίξουν άγκυρα, ενώ τα σκάφη των Χιούγκοθ και μερικά πιο μικρά σκάφη του Μπαράντουιν προσέγγιζαν ήδη την όχθη. Οι ναύτες τους πέταξαν σχοινιά, οι στρατιώτες τα έδεσαν και οι δυο δυνάμεις ενώθηκαν.
«Λούθιεν!» Η γνωστή φωνή έκανε την καρδιά του νέου να χτυπήσει δυνατά. Όλες αυτές τις βδομάδες του πολέμου είχε υποχρεωθεί να πνίγει τους φόβους του για την αγαπημένη του Κατρίν έχοντας εμπιστοσύνη στις ικανότητές της. Τώρα αυτή η εμπιστοσύνη ανταμείφθηκε καθώς η Κατρίν Ο’ Χέιλ, ηλιοκαμένη από τις μέρες στη θάλασσα αλλά κατά τα άλλα μια χαρά, κατέβηκε τρέχοντας από τη σκάλα της ναυαρχίδας του Μπαράντουιν, του πλοίου του δούκα Άσανον Μακλένι. Αφού πέρασε μέσα από τον κόσμο, έπεσε στην ανοιχτή αγκαλιά του Λούθιεν φιλώντας τον στα χείλη.
Ο Λούθιεν έγινε κατακόκκινος ακούγοντας τα γιουχαίσματα και τις ζητωκραυγές γύρω του, αλλά αυτό έκανε την Κατρίν να του δώσει ένα ακόμη πιο παθιασμένο φιλί.
Οι ζητωκραυγές μετατράπηκαν σε γέλια που τράβηξαν την προσοχή του αγκαλιασμένου ζευγαριού. Στρεφόμενοι είδαν τον Όλιβερ, πάντα πάνω στον Θρεντμπέαρ, να κατεβαίνει από τη μακριά σκάλα του πλοίου.
«Το άλογό μου αγαπάει πολύ το νερό», εξήγησε ο χάφλινγκ. Αυτό μπορεί να ήταν αλήθεια, αλλά το άλογό του, όπως και όλοι όσοι κατεβαίνουν από ένα πλοίο μετά από μερικές βδομάδες στη θάλασσα, έπρεπε να συνηθίσει πάλι το περπάτημα στη στεριά. Ο Θρεντμπέαρ κατέβηκε δυο βήματα, έκανε ένα βήμα στο πλάι, μετά άλλα δύο από την άλλη μεριά κινδυνεύοντας να πέσει από τη σκάλα. Συνέχισε να παραπατά πηγαίνοντας από τη μια μεριά της σκάλας στην άλλη, κατεβαίνοντας προς τη στεριά με ένα αργό ζικ-ζακ.
Ο Όλιβερ, προσπαθώντας να φαίνεται ήρεμος κι ατάραχος παρ’ όλα αυτά, παρότρυνε τον Θρεντμπέαρ να προχωρήσει ενώ συγχρόνως προσευχόταν να μην τον πετάξει στο νερό μπροστά σε τόσο κόσμο. Τελικά κατάφερε να οδηγήσει το πόνι στη στεριά μέσα σε μια χορωδία από ζητωκραυγές.
«Παιχνιδάκι!» φώναξε ο χάφλινγκ με μια θριαμβευτική στράκα των δαχτύλων του. Πέρασε το πόδι πάνω από τη σέλα και πήδησε στο έδαφος.
Δυστυχώς όμως, είχαν συνηθίσει και τα δικά του πόδια στην ασταμάτητη κίνηση του πλοίου, έτσι αμέσως παραπάτησε προς τα αριστερά, μετά έκανε τρία βήματα πίσω, μετά δεξιά, μετά πάλι πίσω. Προσπάθησε απελπισμένα να αρπαχτεί από την ουρά του Θρεντμπέαρ που ήταν όμως πολύ μικρή και αραιή, οπότε γλίστρησε και βρέθηκε καθισμένος μέσα στο νερό.
Οι ζητωκραυγές έγιναν ασυγκράτητα γέλια, ενώ δυο στρατιώτες έτρεχαν να τον σηκώσουν.
«Επίτηδες το έκανα», επέμεινε ο χάφλινγκ.
Αυτό προκάλεσε ακόμη πιο δυνατά γέλια, τα οποία σταμάτησαν όμως ξαφνικά και μετατράπηκαν σε ψιθύρους όταν τον πλησίασε η Σιόμπαν. Εδώ και βδομάδες κυκλοφορούσαν φήμες γι’ αυτούς τους δύο, έτσι τώρα όλοι ήθελαν να δουν τι θα έκανε η Σιόμπαν. Περισσότερο απ’ όλους ήθελαν να δουν ο Λούθιεν και η Κατρίν, ενώ ο Όλιβερ φυσικά την κοίταζε με διάπλατα μάτια.
«Καλωσόρισες», είπε αυτή. Έσφιξε το χέρι του Όλιβερ, τον φίλησε στο μάγουλο και απομακρύνθηκαν μαζί.
Το πλήθος φάνηκε να απογοητεύεται.
Οι υποδοχές ήταν αναγκαστικά σύντομες καθώς έπρεπε να γίνουν πολλά σχέδια και να συντονιστούν πολλές ενέργειες. Το Καρλάιλ δεν είχε πέσει ακόμη, και η απλή άφιξη των ενισχύσεων δεν άλλαζε αυτό το γεγονός.
Οι αρχηγοί συναντήθηκαν μέσα σε μια ώρα: ο Μπριντ’Αμούρ, ο Μπέλικ, ο γέρο-Ντόζιερ και ο Άσανον, μαζί με τον Λούθιεν, την Σιόμπαν, την Κατρίν και τον Όλιβερ. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε συνεννοηθεί με τον Ίθαν να κρατήσει για λίγο μακριά τον βασιλιά Άσμουντ, για να μπορέσει να μιλήσει πρώτα με τους πιο κοντινούς συμβούλους του, αλλά και με τον δούκα Άσανον που αποτελούσε ακόμη ένα μικρό μυστήριο.
Στην αρχή μίλησαν κυρίως ο Άσανον και η Κατρίν εξηγώντας με λεπτομέρειες τα της ναυμαχίας, με τον Όλιβερ να προσθέτει διαρκώς λεπτομέρειες από τα ηρωικά του κατορθώματα.
«Ο αβονιανός στόλος δεν μας επιτέθηκε νότια του Νιουκάστλ όπως περιμέναμε», είπε η Κατρίν.
Ο Μπριντ’Αμούρ την κοίταξε ανήσυχος, αλλά η Κατρίν τον καθησύχασε.
»Διαθέταμε μεγάλη αριθμητική υπέροχη κι αυτοί όπως φαίνεται δεν είχαν κουράγιο για μάχη, ιδιαίτερα όταν εμφανίστηκαν τα πλοία των Χιούγκοθ μπροστά από τον ανατολικό μας στόλο», του εξήγησε. «Γυρίζοντας νότια, βγήκαν στην Γασκόνη όπου ζήτησαν άσυλο».
«Το οποίο τους έδωσαν οι Γασκόνοι», πρόσθεσε ο Άσανον. «Αλλά όχι χωρίς παραχωρήσεις».
Ο Όλιβερ ξερόβηξε δυνατά κι ο Άσανον του έδωσε τον λόγο.
«Μίλησα με τους συμπατριώτες μου», εξήγησε ο χάφλινγκ. «Έδωσαν άσυλο στους Αβονιανούς, αλλά με την προϋπόθεση να δηλώσουν ουδετερότητα. Ο στόλος του Γκρινσπάροου είναι τώρα έξω από τον πόλεμο».
«Πολύ ευπρόσδεκτα νέα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πολύ ευπρόσδεκτα!»
Κοιτάχτηκαν όλοι χαμογελώντας, εκτός από την Κατρίν. «Άκουσα για μια δύναμη πέντε χιλιάδων ανδρών που κατεβαίνει από τον βορρά», είπε σοβαρή.
«Είναι η δούκισσα Ντιάνα Γουέλγουορθ και η φρουρά του Μάνινγκτον», της εξήγησε ο Λούθιεν, και από τον τόνο του η Κατρίν κατάλαβε ότι δεν ήταν εχθροί τους.
«Η Ντιάνα είναι φίλη», την διαβεβαίωσε ο Άσανον. «Και, το σημαντικότερο, είναι ορκισμένη εχθρός του Γκρινσπάροου».
Η συνάντηση ήταν εξαιρετική, γεμάτη αισιοδοξία. Τώρα που οι δυνάμεις της εισβολής έφταναν μία-μία στο Καρλάιλ, ο Λούθιεν και όλοι οι άλλοι τολμούσαν πια να ελπίζουν σε μια νίκη.
Οι ελπίδες τους μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο την αυγή όταν έφτασε η Ντιάνα Γουέλγουορθ με τον στρατό της, ενώ το ίδιο απόγευμα φάνηκαν οι πρώτοι καβαλάρηδες από τα βορειοανατολικά με την Καϊρίν Κάλθγουεϊν ανάμεσά τους. Ήταν η εμπροσθοφυλακή του δεύτερου εριαντοριανού στρατού, που η δύναμή του είχε μεγαλώσει αφότου έφυγε από το Τείχος του Μαλπουισάν.
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας ο Μπριντ’Αμούρ θα είχε πενήντα χιλιάδες στρατιώτες γύρω από το Καρλάιλ, με γραμμές εφοδιασμού που απλώνονταν σε όλο το Άβον και με την γόνιμη νότια ακτή ανοιχτή στα πλοία του.
Υπήρχε μόνο μια δυσαρεστημένη φωνή ανάμεσα στους συμμάχους του Εριαντόρ, ο βασιλιάς των Χιούγκοθ, που δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν άλλο απομονωμένο.
Ο Λούθιεν, συνοδεύοντας τον Μπριντ’Αμούρ όταν ο βασιλιάς πήγε στο πλοίο του Άσμουντ, δεν πρόσεξε σχεδόν κανέναν άλλο εκτός από τον αδελφό του. Ο Ίθαν του έσφιξε το χέρι μα δεν χαμογέλασε, ενώ τα μάτια του παρέμειναν ανέκφραστα. Μετά από τόσες βδομάδες κοινού αγώνα, ο Ίθαν ήταν εξίσου ψυχρός απέναντι του όσο και όταν πρωτοσυναντήθηκαν στο Κόλνσεϊ.
Μήπως ο αδελφός του δεν θα παραδεχόταν ποτέ ποιος πραγματικά είναι;
Δεν πρόλαβαν να συζητήσουν τα προσωπικά τους θέματα όμως, γιατί ο Άσμουντ πλησίασε τον Μπριντ’Αμούρ σαν μια μεγάλη απειλητική αρκούδα.
«Είμαστε πολεμιστές!» βρυχήθηκε ο βασιλιάς των Χιούγκοθ. «Και όμως καθόμαστε άπραγοι στα κύματα επί βδομάδες και μας φέρνουν τρόφιμα εριαντοριανά πλοία που πιάνουν στις ακτές του Άβον!»
«Δεν μπορούσαμε να αποκαλύψουμε…» άρχισε να λέει ο Μπριντ’Αμούρ, αλλά ο Άσμουντ τον σταμάτησε.
«Πολεμιστές!» βρυχήθηκε πάλι ο βάρβαρος και κοίταξε τον Τόριν Ρόγκαρ που έστεκε δίπλα του, σαν να ζητούσε υποστήριξη.
Ο πελώριος Χιούγκοθ συμφώνησε με ένα γρύλλισμα. «Έχω πολλές μέρες να σηκώσω τη λόγχη μου», παραπονέθηκε. «Ακόμα και τα πολεμικά πλοία του Άβον το έσκασαν όταν μας είδαν, αρνήθηκαν να πολεμήσουν».
Ο Μπριντ’Αμούρ προσπάθησε να δείξει κατανόηση, κατά βάθος όμως, μετά τις μάχες που είχαν δώσει οι δυνάμεις του από το Κάερ Μακντόναλντ μέχρι το Καρλάιλ, αυτή η λαχτάρα για αίμα άφηνε μια πικρή γεύση στο στόμα του. Ο βασιλιάς του Εριαντόρ, μην έχοντας έτσι κι αλλιώς μεγάλη συμπάθεια για τους Χιούγκοθ, για μια στιγμή σκέφτηκε σοβαρά να κάνει το χατίρι του Άσμουντ, να ρίξει τον βασιλιά των Χιούγκοθ και τους βάρβαρους πολεμιστές του ενάντια στα τείχη του Καρλάιλ.
«Διψάω για μάχη», είπε ο Άσμουντ.
«Για να αναπληρώσεις τους σκλάβους σου;» είπε ξαφνικά ο Λούθιεν. Είδε τον Μπριντ’Αμούρ να τον κοιτάζει βλοσυρά, το ίδιο και τον Ίθαν. Ήξερε ότι η συμμαχία έπρεπε να διατηρηθεί σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει πια την οργή του κατά των Χιούγκοθ αλλά και κατά του Ίθαν.
Ο Άσμουντ άρπαξε τη λαβή του μεγάλου τσεκουριού που είχε δεμένο στην πλάτη του, ενώ ο Λούθιεν έφερνε κι αυτός το χέρι στη λαβή του Τυφλωτή.
«Τολμάς;» είπε ο Άσμουντ. Σήκωσε τη γροθιά του στον αέρα, σημάδι ότι η συνάντηση είχε τελειώσει. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε μείνει άναυδος, αλλά ο Λούθιεν παρέμεινε ατάραχος.
«Ίσως το Εριαντόρ θα πρέπει να φρουρεί στο εξής τις ακτές του», απείλησε ο Άσμουντ.
«Είναι τόσο εύθραυστη η δέσμευση τιμής που ανέλαβες, ώστε να σπάσει από μερικές λέξεις θυμού;» ρώτησε ο Λούθιεν, κάνοντας τον Άσμουντ να σταματήσει.
Ο βασιλιάς των Χιούγκοθ τον πλησίασε απειλητικά. Ο Λούθιεν δεν υποχώρησε, ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Οι φίλοι δεν φοβούνται να επισημαίνουν ο ένας τα ελαττώματα του άλλου», είπε σοβαρός ο Λούθιεν, αιφνιδιαζόμενος μια στιγμή αργότερα όταν ο Άσμουντ ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
«Μου αρέσεις, νεαρέ Λούθιεν Μπέντγουιρ!» φώναξε ο βασιλιάς, ενώ οι πολεμιστές του χαλάρωναν.
Ο Λούθιεν πήγε να απαντήσει πάλι, αλλά αυτήν τη φορά Π βλοσυρή έκφραση του Μπριντ’Αμούρ έγινε ανοιχτά απειλητική, έτσι δεν μίλησε.
Η συμμαχία διατηρήθηκε, προς το παρόν τουλάχιστον και, αφού ο Άσμουντ απέσπασε από τον Μπριντ’Αμούρ την υπόσχεση ότι οι Χιούγκοθ θα ηγηθούν της επίθεσης κατά του κάστρου του Γκρινσπάροου —μια υπόσχεση που ο Εριαντοριανός βασιλιάς έδωσε ευχαρίστως— ο Μπριντ’Αμούρ με τον Λούθιεν έφυγαν.
«Όταν τελειώσουμε με τον Γκρινσπάροου, θα στρέψουμε την προσοχή μας στους Χιούγκοθ», είπε ο Λούθιεν όταν βρέθηκαν πάλι στη στεριά, μακριά από τα αφτιά των βαρβάρων.
«Τι θέλεις να κάνεις, να ανοίξεις πόλεμο με όλο τον κόσμο;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Υποσχέσου μου ότι δεν θα τους αφήσεις να φύγουν από τον Στράτον με πλοία όπου κωπηλατούν σκλάβοι!» τον παρακάλεσε ο Λούθιεν.
Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε επίμονα για λίγο. Ο νεαρός Μπέντγουιρ είχε μια αυστηρή και αποφασισμένη έκφραση που δεν μπορούσε να αγνοήσει ο γέρο-μάγος. Αυτή η αφοσίωση στις αρχές ήταν η δύναμη του Λούθιεν, πώς μπορούσε λοιπόν να μην ακολουθήσει κι αυτός ένα τέτοιο παράδειγμα;
«Ο Άσμουντ θα μπει στη θέση του», υποσχέθηκε.