Ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν στεκόταν σοβαρός μπροστά στις επάλξεις του μοναστηριού του Τζάιμπι κοιτάζοντας από ψηλά τα νερά του κόλπου Μπέι Κόλθγουιν. Πάνω από εκατό σκάφη έπλεαν μέσα στην γκρίζα ομίχλη, αλιευτικά σκάφη του Κόλθγουιν τα περισσότερα, κάνοντας απεγνωσμένα ελιγμούς και έχοντας διαλύσει πια κάθε σχηματισμό. Το θέαμα έκανε τον γέρο-επίτροπο να αισθάνεται ακόμη μεγαλύτερο το βάρος της ευθύνης. Ήταν δικοί του άνθρωποι εκεί κάτω, άνδρες και γυναίκες που ακολουθούσαν την καθοδήγησή του και θα έδιναν και τη ζωή τους υπακούοντας στις διαταγές του. Γιατί, πραγματικά, ήταν απόφαση του επιτρόπου Μπαϊλίγουιν να βγουν τα αλιευτικά για να συναντήσουν τους εισβολείς, να απασχολήσουν τους άγριους Χιούγκοθ στα σκοτεινά και κρύα νερά, μακριά από το χωριό.
Τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Μπαϊλίγουιν ήταν να κάθεται και να παρακολουθεί.
Οι καπετάνιοι των αλιευτικών προσπαθούσαν να μείνουν κοντά στα εχθρικά πλοία, ώστε να μπορεί το πλήρωμα να στείλει τα βέλη του στα σκάφη των Χιούγκοθ, αλλά οι ελιγμοί τους έπρεπε να είναι τέλειοι για να αποφεύγουν τα τρομερά υποβρύχια έμβολα των βαρβάρων. Κάθε τόσο, κάποιο από τα αλιευτικά δεν προλάβαινε να απομακρυνθεί ή ακινητοποιούνταν από ένα καπρίτσιο του ανέμου και τότε αντηχούσαν στον κόλπο ο φρικτός ήχος του ξύλου που σπάει, η φωνή του καπετάνιου που φώναζε διαταγές κι οι τρομοκρατημένες κραυγές των πολεμιστών.
«Είκοσι πέντε πλοία των Χιούγκοθ έχουν μπει στον κόλπο μέχρι τώρα», είπε ο αδελφός Τζέιμσις, που έστεκε δίπλα στον Μπαϊλίγουιν. «Δεν είναι παρά μια εκτίμηση», πρόσθεσε, όταν ο επίτροπος δεν απάντησε.
Ο Μπαϊλίγουιν συνέχιζε να μένει αμίλητος κι ακίνητος — μόνο τα πυκνά γκρίζα μαλλιά του ανέμιζαν από τον αέρα. Ο Μπαϊλίγουιν, έχοντας ξαναδεί τους Χιούγκοθ όταν ήταν μικρό παιδί, θυμόταν καλά τους ανελέητους, άγριους επιδρομείς. Εκτός από τους σκλάβους κωπηλάτες, είκοσι από κάθε πλευρά, τα πλοία τους συνήθως είχαν μέχρι και πενήντα πολεμιστές Χιούγκοθ με τις αστραφτερές ασπίδες τους βαλμένες στη σειρά τη μία δίπλα στην άλλη στο πάνω κατάστρωμα. Αυτό σήμαινε ότι αυτήν τη στιγμή είχαν εισβάλλει στον κόλπο πάνω από χίλιοι διακόσιοι Χιούγκοθ. Τα απλά αλιευτικά του Κόλθγουιν δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα τρομερά πλοία των επιδρομέων. Το μόνο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν να καταφέρουν να προκαλέσουν αρκετή ζημιά με τα τόξα τους, ώστε να αποφασίσουν οι Χιούγκοθ να μην αποβιβαστούν.
«Ένα από τα πλοία τους έχει τη σημαία του Σκίπερ ανάποδα στο μπροστινό σχοινί», είπε σκυθρωπός ο Τζέιμσις και αυτήν τη φορά στο πρόσωπο του Μπαϊλίγουιν φάνηκε μια άθελη σύσπαση. Ο Άραν Τουμς κι όλοι οι ναυτικοί του Σκίπερ ήταν παλιοί και καλοί του φίλοι.
Ο Μπαϊλίγουιν κοίταξε το κατηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε προς τον νότο φτάνοντας μέχρι το χωριό του Τζάιμπι. Ήδη πολλοί από τους χωρικούς, οι πιο ηλικιωμένοι και οι πιο μικροί, είχαν πάρει το μονοπάτι που ανέβαινε στο οχυρωμένο μοναστήρι. Οι πιο ικανοί άνδρες ήταν κάτω στις προβλήτες περιμένοντας για να βοηθήσουν τα πληρώματα των αλιευτικών όταν θα επέστρεφαν. Φυσικά ο μικρός στόλος δεν είχε βγει στη θάλασσα με σκοπό να νικήσει τους Χιούγκοθ, αλλά μόνο για να εξασφαλίσει λίγο χρόνο στους κατοίκους του χωριού, ώστε να προλάβουν να κλειστούν στα τείχη του μοναστηριού.
«Πόσα σκάφη έχουμε χάσει;» ρώτησε ο Μπαϊλίγουιν. Τώρα που οι χωρικοί είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν στο μοναστήρι, ο επίτροπος σκεφτόταν να δώσει εντολή να χτυπήσουν την μεγάλη καμπάνα του χωριού καλώντας έτσι πίσω τα αλιευτικά.
Ο Τζέιμσις σήκωσε τους ώμους. Δεν είχε σίγουρη απάντηση. «Υπάρχουν δικοί μας στο νερό», είπε βλοσυρός.
Ο Μπαϊλίγουιν κοίταξε πάλι στον κόλπο. Ευχήθηκε να καθάριζε ο ουρανός έστω για μια στιγμή μόνο ώστε να μπορέσει να σχηματίσει μια καλύτερη εικόνα της ναυμαχίας, μολονότι ήξερε ότι η ομίχλη στην πραγματικότητα ήταν μια ευλογία για τους κατοίκους του Κόλθγουιν. Οι ψαράδες γνώριζαν αυτά τα νερά σπιθαμή προς σπιθαμή, μπορούσαν να τα διασχίσουν στα τυφλά χωρίς να πλησιάσουν στα ρηχά ή στον ύφαλο της περιοχής, μια μακριά σειρά από κοφτερά βράχια που διέσχιζαν σε ίσια γραμμή τον κόλπο ξεκινώντας λίγο πιο βόρεια από το μοναστήρι. Οι Χιούγκοθ ήταν κι αυτοί άνθρωποι της θάλασσας, αλλά έπλεαν σε άγνωστα νερά.
Ο Μπαϊλίγουιν δεν έδωσε εντολή να χτυπήσουν την καμπάνα. Έπρεπε να εμπιστευθεί τους ψαράδες, τους κυρίαρχους του κόλπου. Και έτσι η ναυμαχία συνεχίστηκε.
Οι φωνές δυνάμωναν.
Οι περήφανοι ψαράδες συνέχιζαν πεισματικά την αντίσταση κάνοντας ελιγμούς γύρω από τα μεγαλύτερα πλοία των Χιούγκοθ, με τα σκάφη τους να δουλεύουν σε ζευγάρια, ώστε αν ένα εχθρικό σκάφος έστριβε για να επιτεθεί σε ένα αλιευτικό, το δεύτερο έβρισκε ανοιχτό το πεδίο για να σαρώσει το κατάστρωμα με βέλη. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι ψαράδες έβλεπαν ότι δεν καταφέρνουν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στον εχθρό. Μια ντουζίνα πλοία του Κόλθγουιν είχαν κιόλας βουλιάξει, ενώ οι Χιούγκοθ δεν είχαν χάσει ούτε ένα.
Αυτό ακριβώς σκεφτόταν με μεγάλη ανησυχία ο καπετάνιος Λίρι του αλιευτικού Φινγουόκερ. Ταλαιπωρούσαν τους Χιούγκοθ, τους έριχναν βροχή τα βέλη και ίσως τραυμάτιζαν ή σκότωναν μερικούς, αλλά η έκβαση της σύγκρουσης φαινόταν προδιαγεγραμμένη. Όσο περισσότερα σκάφη έχαναν οι υπερασπιστές του Κόλθγουιν, τόσο πιο γρήγορα θα έχαναν κι άλλα. Όταν θα βούλιαζαν ακόμα δέκα αλιευτικά, εκείνα που θα απέμεναν θα είχαν πολύ μικρότερη υποστήριξη, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα τα πράγματα να φτάσουν στο σημείο όπου οι ψαράδες θα αναγκάζονταν να γυρίσουν στο λιμάνι, να πηδήσουν όπως-όπως από τα πλοία τους και να ανεβούν τρέχοντας το μονοπάτι για το μοναστήρι.
Οι ψαράδες χρειάζονταν μια θεαματική, θετική ενέργεια, να στείλουν ένα τουλάχιστον από τα απόρθητα πλοία των Χιούγκοθ στον πάτο της θάλασσας. Πώς όμως; Προφανώς δεν μπορούσαν να καταφέρουν κάτι τέτοιο με βέλη, ενώ αν προσπαθούσαν να εμβολίσουν κάποιο εχθρικό πλοίο, το αποτέλεσμα θα ήταν να βουλιάξει το αλιευτικό που θα έκανε μια τέτοια απόπειρα.
Καθώς ο καπετάνιος Λίρι ήταν βυθισμένος σε σκέψεις, το Φινγουόκερ πέρασε δίπλα από ένα πλοίο των Χιούγκοθ, αρκετά κοντά ώστε να δει ο καπετάνιος το έμβολο του εχθρικού σκάφους κάτω από το νερό. Οι βάρβαροι όμως έστριβαν εκείνη τη στιγμή, οπότε ήταν αδύνατο να τους εμβολίσουν. Έτσι το πλήρωμα του Φινγουόκερ κατάφερε να στείλει ένα σμήνος από βέλη, ενώ δέχτηκε ελάχιστα από τους βαρβάρους καθώς το αλιευτικό προσπερνούσε τους επιδρομείς.
Ο Λίρι κοίταξε τη γυναίκα στο τιμόνι. «Βόρεια», της είπε.
Η τιμονιέρισσα, η Τζίνι Μπινς, κοίταξε πάνω από τον ώμο της το πλοίο των Χιούγκοθ και τα δύο αλιευτικά που συνεργάζονταν με το Φινγουόκερ. Αν έστριβε βόρεια, θα άφηνε πίσω τα άλλα δύο πλοία του Κόλθγουιν, γιατί το ένα είχε νοτιοανατολική ρότα και το άλλο δυτική. Οι Χιούγκοθ, από την άλλη μεριά, ήταν στραμμένοι προς βορρά και, με τα σαράντα κουπιά του σκάφους τους, γρήγορα θα άρχιζαν να τους καταδιώκουν.
«Βόρεια», είπε πάλι ο Λίρι αποφασισμένα και η τιμονιέρισσα υπάκουσε.
Όπως ήταν φυσικό, το πλοίο των Χιούγκοθ τους ακολούθησε και, παρ’ όλο που ο άνεμος φυσούσε από τα νοτιοανατολικά φουσκώνοντας τα πανιά του Φινγουόκερ, οι βάρβαροι τους ακολουθούσαν ήδη κατά πόδας. Μα το χειρότερο ήταν πως, όταν άφησαν πίσω τους τον γενικό χώρο της ναυμαχίας και τα άλλα δύο αλιευτικά, οι Χιούγκοθ σήκωσαν το τετράγωνο πανί τους αποφασισμένοι να προλάβουν το σκάφος και να το βυθίσουν.
Ο Λίρι, αφού είπε στους τοξότες του να συνεχίσουν να ρίχνουν, έδωσε στην τιμονιέρισσα την πορεία που ήθελε.
Η Τζίνι Μπινς τον κοίταξε άναυδη όταν κατάλαβε τον σκοπό του καπετάνιου. Ο Λίρι ήθελε να στρίψει ώσπου να βγουν σχεδόν από τον κόλπο και να επιστρέψει με νότια κατεύθυνση περνώντας πολύ κοντά στην ακτή.
Της ζητούσε να περάσει από τον ύφαλο!
Η πλημμυρίδα ήταν ψηλά και τα βράχια σχεδόν αόρατα. Υπήρχε ένα στενό άνοιγμα στον ύφαλο —το Νίκερς Σλιπ, όπως το έλεγαν— απ’ όπου μπορούσε να περάσει ένα πλοίο όταν ήταν τόσο ψηλά τα νερά, αλλά δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να βρει το μικρό κενό τώρα, καθώς τα βράχια καλύπτονταν από τη θάλασσα.
«Ταξιδεύεις σε αυτά τα νερά δέκα χρόνια», της είπε ο Λίρι, όταν είδε την αβεβαιότητά της. «Θα βρεις το Σλιπ, αλλά οι Χιούγκοθ θα έχουν στρίψει στο εσωτερικό της ημικυκλικής πορείας μας και θα βρίσκονται δίπλα μας, καθώς θα μας κυνηγούν. Δεν θα χωρέσουν στο άνοιγμα, θα βρίσκεται σε ελεύθερα νερά μόνο η δεξιά πλευρά του σκάφους τους». Ο Λίρι της έκλεισε το μάτι. «Να δούμε, μετά, πόσο καλά πλέει μισό πλοίο των Χιούγκοθ».
Η Τζίνι Μπινς πάτησε γερά στα πόδια της σφίγγοντας πιο δυνατά το τιμόνι, με το ανεμοδαρμένο πρόσωπό της σκυθρωπό και αποφασισμένο. Είχε περάσει από το Νίκερς Σλιπ δύο φορές: μια φορά όταν ο Λίρι ήθελε να της το δείξει, απλά και μόνο για να της αποδείξει ότι είναι καλή στο τιμόνι, και μια δεύτερη φορά σε ένα στοίχημα, όταν είχε μπει στον κόλπο μια φάλαινα και είχε γίνει ένα πολύ ξέφρενο πάρτι. Και στις δύο περιπτώσεις όμως τα νερά ήταν πιο χαμηλά, που σημαίνει ότι οι ύφαλοι φαίνονταν καλύτερα, ενώ τα πλοία ήταν πιο ελαφρά, με επίπεδη καρίνα και βύθισμα μικρότερο από ένα μέτρο. Το Φινγουόκερ, ένα από τα μεγαλύτερα αλιευτικά εδώ, στα βόρεια του κόλπου, είχε δύο μέτρα βύθισμα οπότε μπορεί να έβρισκε στα βράχια ακόμη και τώρα που το νερό ήταν ψηλά. Όμως το χειρότερο για την Τζίνι ήταν η ομίχλη, που κατά διαστήματα γινόταν πιο πυκνή και της έκρυβε τα σημεία αναφοράς.
Όταν το σκούρο περίγραμμα του μοναστηριού χάθηκε πάνω από τον αριστερό της ώμο, η Τζίνι Μπινς άρχισε μια ανοιχτή κυκλική πορεία εκατόν ογδόντα μοιρών, που θα έστρεφε πάλι το πλοίο προς νότο. Όπως είχε προβλέψει ο Λίρι, οι Χιούγκοθ έστριψαν μπαίνοντας στο εσωτερικό της κυκλικής ρότας του αλιευτικού για να κόψουν δρόμο, αρχίζοντας να πλησιάζουν από αριστερά. Τώρα οι τοξότες των Χιούγκοθ είχαν καλύτερη οπτική γωνία με αποτέλεσμα το Φινγουόκερ να δεχτεί μια ανελέητη βροχή από βέλη, απλά και φλεγόμενα.
Δύο ναύτες έπεσαν νεκροί. Ένας τρίτος, που προσπαθούσε να σβήσει μια φωτιά στο κατάρτι, γλίστρησε στη θάλασσα και χάθηκε χωρίς να βγάλει άχνα. Ο Λίρι δέχτηκε ένα βέλος στο μπράτσο.
«Συνέχισε!» φώναξε ο καπετάνιος στην Τζίνι.
Εκείνη δεν γύρισε για να δει τους διώκτες τους, παύοντας να προσέχει τις φωνές των Χιούγκοθ καθώς τους πλησίαζε το πλοίο των βαρβάρων. Ο άνεμος δεν ευνοούσε το Φινγουόκερ πια, η στροφή τους τον είχε φέρει στα δεξιά της πλώρης. Τα πανιά είχαν όσο πιο βολική γωνία γινόταν και το αλιευτικό προχωρούσε καλά, αλλά οι Χιούγκοθ κατέβασαν τελείως το πανί τους ακολουθώντας τους μόνο με τα κουπιά.
Τα βέλη συνέχισαν να έρχονται βροχή χτυπώντας κι άλλα μέλη του πληρώματος. Η Τζίνι τώρα άκουγε τις φωνές, άκουγε ακόμη και το χτύπημα του τύμπανου που έδινε τον ρυθμό στους σκλάβους κωπηλάτες, στο εσωτερικό του εχθρικού πλοίου.
Η Χιούγκοθ άρχισαν να τους φωνάζουν πειράγματα κι απειλές, σίγουροι ότι έχουν το αλιευτικό στο χέρι τους.
Η Τζίνι δεν έδινε σημασία, συγκέντρωσε όλη την προσοχή της στην ακτή, που τα κύρια σημεία της μόλις διακρίνονταν μέσα από την πυκνή ομίχλη. Ξέροντας ότι υπήρχε μια προεξοχή στα βράχια η οποία έδειχνε τη θέση των υφάλων, την έφερε στον νου της προσπαθώντας να θυμηθεί πού ακριβώς την είχε δει στις δύο περιπτώσεις που είχε περάσει από το Νίκερς Σλιπ. Επικέντρωσε την προσοχή της επίσης στο καμπαναριό του μοναστηριού και στη μυτερή στέγη της αίθουσας συγκεντρώσεων του χωριού. Έπρεπε να υπολογίσει την πορεία τους έτσι ώστε οι δύο πύργοι να έχουν τρία δάχτυλα απόσταση μεταξύ τους, τη στιγμή που το Φινγουόκερ θα περνούσε μπροστά από την προεξοχή και θα έμπαινε στη γραμμή των υφάλων.
Ο Λίρι ξεφώνισε κι έπεσε στα γόνατα δίπλα της κρατώντας το ματωμένο μέτωπό του. Λίγο πιο κάτω η Τζίνι είδε το βέλος που τον είχε τραυματίσει καρφωμένο βαθιά στην κουπαστή του Φινγουόκερ, με το πίσω μέρος του να πάλλεται ακόμη.
«Κράτα το σταθερά», είπε ο Λίρι. «Κράτα το…» Και σωριάστηκε στο κατάστρωμα.
Η Τζίνι άκουγε τα κουπιά να παφλάζουν στο νερό. Γύρω της άρχισε να υψώνεται καπνός, καθώς όλο και περισσότερα φλεγόμενα βέλη έβρισκαν τον στόχο τους. Άκουσε έναν Χιούγκοθ να φωνάζει —να της φωνάζει!— φανερά ενθουσιασμένος που έβλεπε ότι υπήρχε μια γυναίκα πάνω στο αλιευτικό.
Η Τζίνι δεν άντεξε άλλο, κοίταξε πίσω και είδε δυο πελώριους Χιούγκοθ να στέκονται στην μπροστινή άκρη του πλοίου τους, έτοιμοι να πηδήσουν πάνω στο Φινγουόκερ. Το σκάφος των Χιούγκοθ δεν μπορούσε να πλευρίσει το Φινγουόκερ γιατί υπήρχαν τα κουπιά, που δημιουργούσαν τέτοια απόσταση ανάμεσα στα δύο πλοία ώστε οι βάρβαροι δεν γινόταν να πηδήσουν. Αν όμως πλησίαζαν από πίσω και στο πλάι, η πλώρη του εχθρικού πλοίου θα σίμωνε στο αλιευτικό σε απόσταση μερικών μέτρων.
Δεν απείχαν πολύ από αυτήν τη θέση τώρα, γι’ αυτό η Τζίνι αναρωτήθηκε γιατί οι σύντροφοί της δεν σκοτώνουν τους δυο θρασείς εχθρούς. Μετά συνειδητοποίησε με φρίκη ότι δεν υπήρχε κανείς στο Φινγουόκερ που θα μπορούσε να τους ρίξει. Οι περισσότεροι κείτονταν νεκροί ή τραυματισμένοι στο κατάστρωμα, ενώ όσοι μπορούσαν να κινηθούν ακόμη, ήταν πολύ απασχολημένοι να παλεύουν με τις φλόγες!
Η Τζίνι γύρισε πάλι το βλέμμα της στον ύφαλο και στην ακτή. Υπολόγισε τη γωνία πλεύσης και έκανε μια μικρή προσαρμογή μεγαλώνοντας κατά μερικά μέτρα την απόσταση του Φινγουόκερ από τους Χιούγκοθ.
Είδε την προεξοχή και σήκωσε ενστικτωδώς το χέρι της. Το έφερε ανάμεσα στο καμπαναριό και στον πύργο του κεντρικού κτιρίου του χωριού μαζεύοντας το μικρό δάχτυλο και τον αντίχειρα.
Τρία δάχτυλα — σχεδόν.
Το Φινγουόκερ έτριξε με έναν τρανταγμό, η δεξιά πλευρά του ξυνόταν πάνω στα βράχια. Το σκάφος έγειρε αλλά κατάφερε να περάσει και, παρ’ όλο που σίγουρα είχε πάθει σοβαρές βλάβες, τουλάχιστον είχε αφήσει ήδη πίσω του τον ύφαλο.
Το πλοίο των Χιούγκοθ δεν τα πήγε τόσο καλά. Καθώς έπεσε στα βράχια με την πλώρη, το τράνταγμα το πέταξε δεξιά. Η κεκτημένη ταχύτητα το έκανε να συνεχίσει την πορεία του, με τα κουπιά της αριστερής πλευράς να σπάνε και όλο το σκάφος να στρίβει επιτόπου. Το Νίκερς Σλιπ ήταν στενό, έτσι, ενώ το εικοσάμετρο πλοίο γύριζε, η πρύμνη του έπεσε με το πλάι πάνω στον ύφαλο από την άλλη μεριά του περάσματος. Χιούγκοθ έπεφταν στη θάλασσα κατά δεκάδες και οι σκλάβοι στα κουπιά δεν είχαν καλύτερη τύχη, καθώς το μεγάλο σκάφος κόπηκε στη μέση για να το καταπιούν γρήγορα τα σκοτεινά κύματα.
Η Τζίνι δεν είδε τίποτε από όλα αυτά, άκουσε όμως τις ζητωκραυγές των μελών του πληρώματος που ήταν ακόμη όρθια. Έστριψε το Φινγουόκερ δεξιά με κατεύθυνση προς την ακτή, γιατί ήξερε ότι το σκάφος παίρνει νερά, οπότε δεν μπορούσε να συμμετάσχει πια στη ναυμαχία.
Το μικρό αλιευτικό είχε πετύχει τον στόχο του, το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η τόλμη κι ο ηρωισμός του Φινγουόκερ δεν πέρασαν απαρατήρητα ούτε από τους ψαράδες του κόλπου ούτε από τους επιδρομείς. Ο Λίρι είχε αποφασίσει να εκτελέσει αυτό τον ελιγμό, επειδή πίστευε και ήλπιζε ότι οι Χιούγκοθ δεν είχαν σκοπό να κάνουν κανονική εισβολή αλλά να δοκιμάσουν την άμυνα του Τζάιμπι. Σίγουρα ήθελαν να καταλάβουν την πόλη, όμως ο Λίρι δεν πίστευε ότι διέθεταν αρκετές δυνάμεις ώστε να πολιορκήσουν το μοναστήρι, γι’ αυτό μάλλον δεν είχαν σκοπό να μείνουν για πολύ.
Όπως αποδείχτηκε, ο Λίρι είχε δίκιο. Οι Χιούγκοθ δεν περίμεναν να έχουν σημαντικές απώλειες και, σίγουρα, δεν πίστευαν ότι θα έχαναν ένα ολόκληρο πλοίο. Έτσι, λίγο μετά το περιστατικό, στρεφόμενοι προς τα ανοιχτά, χάθηκαν μέσα στην ομίχλη.
Οι ψαράδες του Τζάιμπι δεν μπορούσαν να πανηγυρίσουν, όμως. Είχαν χάσει σχεδόν είκοσι αλιευτικά, αλλά είκοσι είχαν υποστεί βλάβες, ενώ πάνω από εκατό άτομα χάθηκαν στα κρύα νερά του κόλπου. Σε ένα χωριό με τριακόσιους κατοίκους, αυτό σήμαινε ότι σχεδόν όλες οι οικογένειες θα πενθούσαν εκείνο το βράδυ.
Αλλά η τόλμη του Λίρι, η αποφασιστικότητα και η επιδεξιότητα της Τζίνι Μπινς, τους εξασφάλισαν κάποιον χρόνο είτε για να καταστρώσουν τα σχέδιά τους είτε για να τραπούν σε φυγή.
«Οι Χιούγκοθ θα επιτρέψουν με περισσότερες δυνάμεις», είπε ο αδελφός Τζέιμσις στη σημαντική σύσκεψη που έγινε εκείνο το βράδυ στο μοναστήρι.
«Πρέπει να έχουν κάποια βάση εδώ κοντά», είπε ο Λίρι. Η φωνή του έτρεμε, καθώς είχε χάσει πολύ αίμα. «Δεν είναι δυνατόν να ήλθαν με τα πλοία από την Ισενλανδία, και να επιστρέψουν τώρα εκεί χωρίς καν να ανεφοδιαστούν!»
«Συμφωνώ», είπε ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν. «Οπότε, αν η βάση τους είναι κοντά στο Κόλθγουιν, κατά πάσα πιθανότητα θα επιστρέψουν με μεγαλύτερες δυνάμεις».
«Πρέπει να περιμένουμε το χειρότερο», πρόσθεσε ένας από τους μοναχούς.
Ο επίτροπος έγειρε πίσω στο κάθισμά του αφήνοντας τη συζήτηση να συνεχιστεί χωρίς αυτόν, ενώ προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα στο μυαλό του. Οι Χιούγκοθ δεν είχαν ξαναφανεί τόσο κοντά στις ακτές του Εριαντόρ σε τέτοιους μεγάλους αριθμούς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Τώρα, όμως, λίγους μόνο μήνες μετά την υπογραφή της ανακωχής με τον Γκρινσπάροου, οι βάρβαροι είχαν επιστρέψει. Ήταν σύμπτωση ή υπήρχε κάποια σύνδεση ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα; Δυσάρεστες σκέψεις γύριζαν στον νου του Μπαϊλίγουιν. Αναρωτήθηκε μήπως οι Χιούγκοθ συνεργάζονται κρυφά με τον Γκρινσπάροου. Ή μπορεί τα πράγματα να ήταν πιο πολύπλοκα αλλά εξίσου επικίνδυνα: μπορεί οι Χιούγκοθ να έβγαλαν το συμπέρασμα ότι, τώρα που είχαν χωριστεί οι δύο χώρες της Θάλασσας του Άβον, και το Εριαντόρ δεν είχε πια την προστασία του ισχυρού ναυτικού του Άβον ούτε του Γκρινσπάροου και των μάγων του, θα ήταν εύκολο να το λεηλατήσουν. Ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν θυμήθηκε ένα περιστατικό πριν από μερικά χρόνια, όταν επέστρεφε από κάποιο προσκύνημα στο Τσάλμπερς. Είχε δει ένα πολεμικό πλοίο του Άβον να ναυμαχεί με ένα πλοίο των Χιούγκοθ. Το σκάφος των βαρβάρων καταστράφηκε εντελώς και οι νικητές άφησαν τους περισσότερους Χιούγκοθ στη θάλασσα να πνιγούν ή να ταΐσουν τις σαρκοβόρες φάλαινες. Μερικούς τους περιμάζεψαν, αλλά αυτοί είχαν ακόμη χειρότερη μοίρα αφού υποβλήθηκαν στην τρομερή τιμωρία της καρίνας: τους πετούσαν στη θάλασσα από τη μια μεριά του πλοίου και τους τραβούσαν μ’ ένα σχοινί κάτω από την καρίνα, μέχρι να βγουν από την άλλη. Μόνο ένας Ισενλανδός έμεινε ζωντανός, κι αυτόν τον άφησαν σε ένα μικρό πλοίο για να γυρίσει πίσω στον βασιλιά του και να του εξηγήσει πόσο μεγάλη ανοησία είναι οι επιδρομές στο Εριαντόρ. Αυτή η έντονη ανάμνηση έκανε τον Μπαϊλίγουιν να θεωρεί ακόμη πιο μικρή την πιθανότητα να έχει συμμαχήσει ο βασιλιάς των Χιούγκοθ με τον Γκρινσπάροου.
«Οι Χιούγκοθ πιστεύουν ότι το Εριαντόρ έχει ελάχιστα πολεμικά πλοία», έλεγε ο αδελφός Τζέιμσις, εκφράζοντας μια σκέψη που επανέφερε τον επίτροπο στη συζήτηση.
Ο Μπαϊλίγουιν, κοιτάζοντας τα πρόσωπα των συγκεντρωμένων χωρικών, διέκρινε τις απαρχές μιας επικίνδυνης μεταστροφής στη νοοτροπία τους. Οι συμπατριώτες του αναρωτιόνταν αν τελικά ήταν θετική εξέλιξη η απελευθέρωση από το Άβον, αφού έτσι είχαν χάσει την προστασία του Γκρινσπάροου. Οι περισσότεροι από τους συγκεντρωμένους, εκτός από τον Μπαϊλίγουιν και τον καπετάνιο Λίρι, ήταν νέοι και δεν θυμούνταν το Εριαντόρ πριν τον Γκρινσπάροου ή τουλάχιστον δεν εκτιμούσαν την αξία του. Μπροστά σε μια καταστροφή σαν αυτή που έφερναν οι Χιούγκοθ, ήταν εύκολο να δει κανείς τα χρόνια της τυραννίας του Γκρινσπάροου με πιο θετικό μάτι. Ίσως οι άδικοι φόροι και η παρουσία των απάνθρωπων Κυκλωπιανών δεν ήταν κάτι τόσο κακό, αν με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν την προστασία από κάποια μεγαλύτερη συμφορά…
Ο Μπαϊλίγουιν, όντας ανεξάρτητος άνθρωπος, ήξερε ότι αυτό απλούστατα δεν είναι αλήθεια, ότι το Εριαντόρ δεν είχε ποτέ ανάγκη από την προστασία του Άβον. Αλλά αυτές οι σκέψεις δεν μπορούσαν να διαλύσουν την πολύ πραγματική απειλή που είχε εμφανιστεί τόσο ξαφνικά στις σκοτεινές ακτές του Τζάιμπι.
«Πρέπει να στείλουμε έναν απεσταλμένο στο Μένιχεν Ντι», είπε, «να ζητήσουμε βοήθεια από τους καβαλάρηδες του Έραντοχ».
«Αν δεν πήγαν στον καλό μας βασιλιά Μπριντ’Αμούρ για χορό!» σχολίασε κάποιος σαρκαστικά.
«Αν είναι έτσι», τον έκοψε ο Μπαϊλίγουιν, σταματώντας τα δυσαρεστημένα μουρμουρητά πριν εξαπλωθούν κι άλλο, «τότε ο απεσταλμένος μας καλύτερα να πάει στο Κάερ Μακντόναλντ».
«Ναι», είπε εξίσου σαρκαστικά ο ίδιος ψαράς, «στον θρόνο, για να ικετέψει για βοήθεια».
Ο ψαράς είχε έναν σκληρό και θυμωμένο τόνο που δεν διέφυγε από τον επίτροπο. Πολλοί από τους ντόπιους είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους όταν έγινε βασιλιάς του Εριαντόρ ο μυστηριώδης Μπριντ’Αμούρ, δηλώνοντας ότι ο Μπαϊλίγουιν, επίτροπος του Τζάιμπι εδώ και πολλά χρόνια, θα ήταν καλύτερη επιλογή. Αυτή η γνώμη επικρατούσε σε ένα μεγάλο μέρος του βορειοανατολικού Εριαντόρ, μέχρι που ο ίδιος ο Μπαϊλίγουιν φρόντισε να βάλει τέλος στις σχετικές συζητήσεις. Τώρα, βλέποντας τα σκυθρωπά πρόσωπα των χωρικών, σκέφτηκε ότι μπορεί σε λίγο να άρχιζαν πάλι οι ίδιοι ψίθυροι.
«Στο Κάερ Μακντόναλντ τότε!» φώναξε ένας άλλος. «Για να δούμε αν ο καινούριος μας βασιλιάς έχει καθόλου δύναμη».
«Ναι, ναι!» συμφώνησαν όλοι, ενώ ο Μπαϊλίγουιν έγερνε πίσω σκεφτικός χτυπώντας τα δάχτυλά του μεταξύ τους μπροστά στο πρόσωπό του. Δεν αμφέβαλλε για τη δύναμη του Μπριντ’Αμούρ, αφού είχε καταφέρει να αποσπάσει το Εριαντόρ από τον Γκρινσπάροου, αλλά ήταν επίσης αρκετά ρεαλιστής για να αντιληφθεί ότι, εφόσον τα δυο βασίλεια είχαν διαχωριστεί, πολλοί παλιοί εχθροί, Χιούγκοθ και Κυκλωπιανοί, μπορεί να θεωρούσαν το Εριαντόρ ευάλωτο. Η άφιξη των Χιούγκοθ θα ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για τον Μπριντ’Αμούρ, μια δοκιμασία στην οποία δεν έπρεπε να αποτύχει ο νέος βασιλιάς.
Ο επίτροπος του Τζάιμπι, ένας άνθρωπος με περιορισμένες φιλοδοξίες και γενναιόδωρη καρδιά, θα προσευχόταν γι’ αυτόν.