20 Οράματα

Ο Λούθιεν, μπαίνοντας επικεφαλής της κύριας δύναμης εκείνη τη μέρα, οργάνωσε τους Εριαντοριανούς στρατιώτες που έστησαν το στρατόπεδο, φρόντισαν τους τραυματίες κι έθαψαν τους νεκρούς. Μολονότι δεν πίστευε ότι οι Κυκλωπιανοί θα καταφέρουν να ανασυνταχτούν για να τους επιτεθούν, θεώρησε πως ήταν προτιμότερο να λάβει περισσότερα μέτρα απ’ όσα χρειάζονταν, παρά λιγότερα. Έβαλε ανιχνευτές στα υψώματα γύρω από την κοιλάδα και τοξότες στις πλαγιές της πάνω από το στρατόπεδο.

Ο Μπριντ’Αμούρ πέρασε την υπόλοιπη ημέρα μόνος στη σκηνή του, όμως, στρατιώτες που περνούσαν κοντά, συχνά τον άκουγαν να μιλά ψιθυριστά. Όταν βγήκε μετά τη δύση του ηλίου, βρήκε τον Λούθιεν και τη Σιόμπαν να οργανώνουν τους φρουρούς στην περίμετρο του στρατοπέδου. Πολλοί από τους νάνους του Μπέλικ, ανάμεσά τους και ο Σάγκλιν, είχαν γυρίσει μιλώντας για νέα αποφασιστικά χτυπήματα που είχαν καταφέρει στον πανικόβλητο εχθρό.

«Όλα πάνε καλά», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον Λούθιεν και στη Σιόμπαν, όταν οι τρεις τους έμειναν για λίγο μόνοι.

Ο Λούθιεν τον κοίταξε με περιέργεια. Είχε την υποψία ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε περάσει εκείνη την ημέρα σε μαγική επικοινωνία με τις άλλες στρατιές της εισβολής, ένα γεγονός που ο μάγος επιβεβαίωσε αμέσως.

«Ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν και η δύναμή του πέρασαν το τείχος και περικύκλωσαν το Πρίνσταουν», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι της πόλης, που είναι ακόμη από τον τελευταίο πόλεμο χωρίς φρουρά, επίσης χωρίς κάποιον μάγο-δούκα για να τους κατευθύνει, βρίσκονται κοντά στην παράδοση. Απόψε, ο δήμαρχος του Πρίνσταουν θα συναντηθεί με τον επίτροπο Μπαϊλίγουιν και την Καϊρίν Κάλθγουεϊν για να συζητήσουν τους όρους».

Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν κοιτάχτηκαν με ικανοποίηση. Αυτό ακριβώς έλπιζαν ότι θα γίνει. Το Πρίνσταουν θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο για τις ανατολικές χερσαίες δυνάμεις. Αν καθυστερούσαν εκεί έστω και μερικές μέρες, δεν θα προλάβαιναν να φτάσουν έγκαιρα στο Καρλάιλ.

«Ο ανατολικός στόλος βρίσκεται έξω από το Ντάλσεν-Μπέρα», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ, «το τρίτο νησί από τους Πέντε Φύλακες».

«Απώλειες;» ρώτησε η Σιόμπαν.

«Καμία, ουσιαστικά», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Φαίνεται ότι είναι περισσότεροι οι ανεξάρτητοι νησιώτες που προσχώρησαν στον αγώνα μας, από εκείνους που θέλησαν να αντισταθούν».

«Προς μεγάλη στενοχώρια των Χιούγκοθ, σίγουρα», είπε η Σιόμπαν.

Ο Λούθιεν της έριξε μια άγρια ματιά μη θέλοντας να ακούει τέτοια απαισιόδοξα σχόλια, αλλά εκείνη δεν υποχώρησε. «Θα θέλουν να αντικαταστήσουν τους σκλάβους τους», πρόσθεσε.

Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι επαναλάμβανε τις απόψεις του Όλιβερ. Όλιβερ ντε Μπάροους, η ηθική μας συνείδηση! σκέφτηκε και τον έπιασε ρίγος με αυτήν τη σκέψη.

«Όχι», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ στη Σιόμπαν. «Οι Χιούγκοθ παραμένουν μακριά από τα παράλια, ακολουθούν τα σκάφη μας και θέλω να πιστεύω επίσης ότι δεν έχουν γίνει αντιληπτοί από τον Γκρινσπάροου. Δεν έχουν πάρει μέρος στις λίγες αψιμαχίες που έχουν γίνει ως τώρα, ούτε έχουν κάνει παράπονα γι’ αυτό το γεγονός στον καπετάνιο Λίρι».

Το νέο ήταν ευπρόσδεκτο παρ’ ότι απροσδόκητο. Ακόμη και ο Λούθιεν, που είχε πίστη στην ανακωχή, δεν περίμενε να φερθούν οι Χιούγκοθ τόσο καλά για τόσο μεγάλο διάστημα.

«Ο αδελφός σου ξέρει την αλήθεια, φυσικά», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ξέρει ότι θέλουμε να κρατήσουμε τους αδίσταχτους Ισενλανδούς μακριά από τους αθώους. Αλλά ο Ίθαν διαβεβαίωσε τον βασιλιά Άσμουντ ότι ακολουθούν αυτή την πορεία στ’ ανοιχτά, για να μην αντιληφθεί ο Γκρινσπάροου τους νέους συμμάχους του Εριαντόρ».

«Κι ο Άσμουντ τον πιστεύει;» ρώτησε ο Λούθιεν με κάποια αμφιβολία.

«Οι Χιούγκοθ κάθονται φρόνιμα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, σαν να έλεγε ότι αυτό του ήταν αρκετό.

«Και ο δυτικός στόλος;» ρώτησε η Σιόμπαν. Η ανησυχία φαινόταν καθαρά στη φωνή της, όσο κι αν προσπάθησε να την κρύψει. Αυτό προκάλεσε ένα χαμόγελο στον Λούθιεν, καθώς προσπάθησε πάλι να φανταστεί τη Σιόμπαν και τον Όλιβερ δίπλα-δίπλα. Αυτή η εικόνα παραμερίστηκε αμέσως όμως, γιατί η αναφορά στον δυτικό στόλο έστειλε τη σκέψη του Λούθιεν στην Κατρίν. Υπενθυμίζοντας στον εαυτό του το καθήκον του, σήκωσε ψηλά το κεφάλι, αλλά δεν μπορούσε να διώξει τους φόβους για την αγαπημένη του. Δεν θα της ζητούσε ποτέ να μείνει έξω από την μάχη αφού ο αγώνας τους ήταν τόσο σημαντικός, αλλά θα ήθελε τουλάχιστον να την είχε δίπλα του για να ξέρει ανά πάσα στιγμή ότι είναι καλά. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι ο Μπριντ’Αμούρ μπορεί να είχε στείλει σκόπιμα την Κατρίν μακριά του. Και ίσως αυτή η απόφασή του να ήταν σωστή. Πόσο καλά θα πολεμούσε ο Λούθιεν, πόσο πρόθυμος θα ήταν να οδηγήσει τις δυνάμεις του σε μια τολμηρή μάχη, αν ήξερε ότι η Κατρίν ήταν ανάμεσα στους στρατιώτες του; Ήταν ικανή πολεμίστρια, γι’ αυτό δεν χρειαζόταν κανέναν να την προσέχει αλλά, τόσο που την αγαπούσε, ήταν δυνατό να μην προσπαθούσε να την προστατέψει;

«Οι δυνάμεις του δυτικού στόλου έχουν ήδη έρθει από τις βορειοανατολικές περιοχές κι από τα τρία νησιά», τους πληροφόρησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Έχουν συγκεντρωθεί στο Πορτ Τσάρλι και θα ξεκινήσουν το πρωί με την παλίρροια».

Ήταν καλύτερα και για τους δύο να είναι χωριστά σε τέτοιες στιγμές, παραδέχτηκε ο Λούθιεν, αλλά αυτό δεν τον βοήθησε να κατευνάσει τους φόβους του.

«Όλα είναι στη θέση τους, μια υπέροχη αρχή για την εκστρατεία!» είπε εύθυμα ο Μπριντ’Αμούρ με ένα πλατύ χαμόγελο.

Η συνάντηση τελείωσε με αυτήν τη δήλωση, αλλά καθώς έφευγαν ο Λούθιεν πρόσεξε την έκφραση ανησυχίας της Σιόμπαν και κατάλαβε ότι είχε κι αυτή την ίδια λαχτάρα για τον Όλιβερ, παρ’ ότι η σχέση της με τον χάφλινγκ ήταν τελείως διαφορετική. Ο Λούθιεν δεν είπε τίποτα για την κοινή τους έγνοια. Τι νόημα θα είχε;

«Στο Καρλάιλ!» είπε ξαφνικά, επαναλαμβάνοντας το σύνθημα των νάνων.

Η Σιόμπαν τον κοίταξε ξαφνιασμένη, έκφραση που έγινε μετά ικανοποίηση επειδή της είχε υπενθυμίσει τον καθήκον τους. «Θα πάω ανατολικά να δω αν είναι στη θέση τους οι φρουροί», είπε.

«Κι εγώ πάω δυτικά», απάντησε ο Λούθιεν και, με ένα ταυτόχρονο νεύμα, χώρισαν.

Ήθελαν και οι δύο να μείνουν μόνοι.


Το χαμόγελο του Μπριντ’Αμούρ εξαφανίστηκε μόλις μπήκε στη σκηνή του. Η εκστρατεία όντως είχε αρχίσει με ελπίδα και ενθουσιασμό, ενώ οι πρώτες τους νίκες ήταν εύκολες. Ο θρίαμβος επί των Πραιτωριανών Φρουρών στα βουνά ξεπερνούσε ακόμη και τις μεγαλύτερες προσδοκίες τους, όπως επίσης η συμπεριφορά των Χιούγκοθ. Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ είχε μεγάλη πείρα, γι’ αυτό φρόντισε να μετριάσει τον ενθουσιασμό του. Οι δύο στόλοι του Εριαντόρ δεν είχαν συναντήσει ακόμη πολεμικά πλοία του Άβον και, μολονότι το Πρίνσταουν βρισκόταν στα πρόθυρα της παράδοσης (αν δεν είχε παραδοθεί ήδη), ο ίδιος ποτέ δεν περίμενε ότι αυτή η πόλη θα έπαιζε σημαντικό ρόλο. Σε τελική ανάλυση, το Εριαντόρ είχε ήδη κατακτήσει το Πρίνσταουν πριν την τελευταία συνθήκη, άλλωστε δεν υπήρχε φρουρά στην πόλη, ούτε κανένας από τους μάγους του Γκρινσπάροου.

Οι πρώτες νίκες ήταν όντως εύκολες, αλλά το ήξεραν ότι θα γινόταν αυτό, πριν ακόμη αρχίσει η εισβολή. Θα ήταν ανοησία λοιπόν να δείξουν υπερβολική αυτοπεποίθηση επειδή είχαν πετύχει μερικές αναμενόμενες νίκες.

Γιατί ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι ο δρόμος μπροστά τους θα γινόταν όλο δυσκολότερος.

Η κεντρική στρατιά γρήγορα θα κατέβαινε τον ποταμό Ντάνκερι, στην καρδιά του Άβον, συνεχίζοντας την προέλαση για το Γουόρτσεστερ.

«Γουόρτσεστερ…» είπε μεγαλόφωνα ο Μπριντ’Αμούρ. Είχε πάει πολλές φορές εκεί κατά την παλιά εποχή. Ήταν περισσότερο οχυρό παρά πόλη, με τείχη τόσο ψηλά όσο και τα τείχη του Καρλάιλ.

Αυτή η κάθοδός τους στις όχθες του Ντάνκερι θα έκανε τη μάχη τους με τους Πραιτωριανούς να μοιάζει με ασήμαντη αψιμαχία γιατί, όταν θα συναντούσαν οργανωμένη αντίσταση, κατά πάσα πιθανότητα ο εχθρός θα είχε ταυτόχρονα μεγάλη αριθμητική υπεροχή. Ακόμη και αν κατάφερναν να περάσουν, ακόμη και αν έπαιρναν το Γουόρτσεστερ, οι κουρασμένοι Εριαντοριανοί θα είχαν άλλα τριακόσια χιλιόμετρα σε εχθρικό έδαφος πριν φτάσουν στα ψηλά τείχη του οχυρωμένου Καρλάιλ.

Επίσης, οι προοπτικές για τον δυτικό εριαντοριανό στόλο φαίνονταν εξίσου άσχημες. Θα κατάφερναν τα σαράντα πολεμικά πλοία και τα αλιευτικά που τα συνόδευαν να επιζήσουν μετά το πέρασμά τους από τον στενό Πορθμό του Μαν ανάμεσα στις δυνάμεις του Μάνινγκτον και του Έρνφαστ; Το Μπαραντουίν δεν είχε παίξει μεγάλο ρόλο στις προετοιμασίες για τον πόλεμο, στην πραγματικότητα όμως το πράσινο νησί στα δυτικά διέθετε έναν στόλο μεγαλύτερο από του Εριαντόρ.

Κάτι ακόμη χειρότερο για τον Μπριντ’Αμούρ ήταν το μειονέκτημα που είχε η πλευρά του στον τομέα της μαγείας. Ήταν μόνος του, και το είδος της μαγείας που χρησιμοποιούσε, οι δυνάμεις που έπαιρνε από τα στοιχεία της φύσης —τον πύρινο ήλιο και τον άνεμο, τη δύναμη μιας καταιγίδας ή ενός δέντρου— βρισκόταν σε κάμψη εδώ και αιώνες. Τότε που αντιμετώπισε τον Πάραγκορ και τον δαίμονά του, κόντεψε να μην επιζήσει από τη σύγκρουση. Πώς θα τα πήγαινε ενάντια στους άλλους συμμάχους του Γκρινσπάροου με τις δαιμονικές τους δυνάμεις; Και πώς θα τα πήγαινε ενάντια στον ίδιο τον Γκρινσπάροου, που ήταν εξίσου ηλικιωμένος με τον ίδιο αλλά είχε παραμείνει ξύπνιος όλους αυτούς τους αιώνες αυξάνοντας τις δυνάμεις του;

Πραγματικά πίστευε ότι έκαναν έναν πόλεμο απελπισίας, ουσιαστικά όμως δεν είχαν άλλη επιλογή. Όπως είχε πει στο Κάερ Μακντόναλντ, όσο καθόταν ο Γκρινσπάροου στον θρόνο του Άβον δεν θα μπορούσε να υπάρξει ειρήνη. Τώρα που είχαν πεθάνει ο Μόρκνεϊ και ο Πάραγκορ, τώρα που ο Ρέσμορ ήταν τσακισμένος σε ένα μπουντρούμι στο Κάερ Μακντόναλντ και που το Πρίνσταουν ήταν ακόμη ανυπεράσπιστο από τον προηγούμενο πόλεμο, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή και, ίσως, η τελευταία ευκαιρία για να αντιμετωπίσουν τον Γκρινσπάροου.

Κάθισε στο ράντζο της σκηνής του τρίβοντας τα κουρασμένα μάτια του. Μια στιγμή αργότερα νόμισε ότι βλέπει όραμα, όταν ένα μεγάλο πουλί πέρασε αθόρυβα μέσα από το άνοιγμα της σκηνής.

Κουκουβάγια;

Το πουλί πήγε και κάθισε πάνω στη βάση του φαναριού, στα μισά του κεντρικού κονταριού της σκηνής. Καθώς κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ με σιγουριά, ο μάγος κατάλαβε ότι το γεγονός δεν ήταν τυχαίο.

«Τι ζητάς εδώ;» ρώτησε ο γέροντας, ενώ αναρωτιόταν μήπως είχε έλθει να του κάνει προσωπική επίσκεψη ο Γκρινσπάροου.

Η κουκουβάγια γύρισε λίγο το κεφάλι της και το επόμενο σχόλιο του Μπριντ’Αμούρ χάθηκε καθώς είδε μια εικόνα μέσα στα πελώρια μάτια της. Δεν ήταν αντανάκλαση κάποιου αντικειμένου απ’ αυτά που βρίσκονταν στη σκηνή. Ήταν ένας ψηλός βράχος, στενός και επίπεδος στην κορυφή, κάπου ανάμεσα σε απόκρημνα βουνά. Ένας ανεμοδαρμένος πέτρινος στύλος.

Μπριντ’Αμούρ.

Το κάλεσμα ήταν μακρινό, ένας ψίθυρος στη νυχτερινή αύρα.

«Τι θέλεις;» ρώτησε πάλι ο βασιλιάς το πουλί, αυτήν τη φορά με κομμένη την ανάσα.

Η κουκουβάγια πέταξε από τη βάση του φαναριού, βγήκε αθόρυβα από τη σκηνή και χάθηκε.

Ο Μπριντ’Αμούρ, αφού έτριψε πάλι τα μάτια του, κοίταξε γύρω του ενώ αναρωτιόταν μήπως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Έριξε μια ματιά στην κρυστάλλινη σφαίρα με τη σκέψη ότι μπορεί, χρησιμοποιώντας τη, να έβρισκε κάποιες απαντήσεις, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Είχε περάσει ολόκληρες ώρες επικοινωνώντας με τους στρατηγούς του, έτσι ήταν πολύ εξαντλημένος για να μεταχειριστεί πάλι την σφαίρα.

Ξάπλωσε στο ράντζο και γρήγορα έπεσε σε βαθύ ύπνο.

Όταν ξύπνησε το πρωί, ήταν σίγουρος ότι το περιστατικό με την κουκουβάγια δεν ήταν άλλο από παραίσθηση ενός κουρασμένου γέροντα.

Загрузка...