«Ναι, αγαπητέ μου ντε Τζουλιέν», είπε αφηρημένα ο Μπριντ’Αμούρ γέρνοντας πίσω στον θρόνο του με το πιγούνι ακουμπισμένο στην παλάμη. Ντε Τζουλιέν, κρυφομουρμούρισε περιφρονητικά. Στην πραγματικότητα το όνομα του πρέσβη ήταν Τζουλς!
Ο ντε Τζουλιέν, ντυμένος με δαντέλες, στολισμένος με κοσμήματα, συνέχισε να διατυπώνει παράπονα κοιτάζοντας περισσότερο τα περιποιημένα νύχια του παρά τον Μπριντ’Αμούρ. «Φωνάζουν τόσο κακόγουστα σχόλια», είπε με φρίκη. «Πραγματικά, αν δεν μπορείτε να επιβάλλετε μια πολιτισμένη συμπεριφορά στα γουρούνια σας, ίσως θα πρέπει να θεσπίσουμε μια ζώνη ασφάλειας γύρω από το τείχος».
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε ανακαθίζοντας στον θρόνο. Τα παράπονα αυτά ήταν παλιά, είχαν αρχίσει αμέσως μετά την δημιουργία του νέου βασιλείου του Εριαντόρ. Ο Γκρινσπάροου είχε τοποθετήσει Πραιτωριανούς Φρουρούς στο Τείχος του Μαλπουισάν για να φρουρούν την πλευρά του Άβον, και από την πρώτη μέρα της άφιξής τους είχαν ξεσπάσει άγριοι καυγάδες ανάμεσα στους μονόφθαλμους και τους Εριαντοριανούς που φρουρούσαν τη βόρεια πλευρά του τείχους.
«Απολίτιστοι», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ναι, ντε Τζουλιέν, αυτός είναι ένας καλός χαρακτηρισμός για εμάς τους Εριαντοριανούς».
Ο κομψευόμενος πρέσβης του Άβον σήκωσε ψηλά το κεφάλι παίρνοντας μια πόζα ανωτερότητας.
«Γι’ αυτό, αν ξαναχαρακτηρίσεις τους υπηκόους μου γουρούνια», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ, «θα αποδείξω πόσο δίκιο έχεις στέλνοντας το κεφάλι σου στο Καρλάιλ σε κουτί».
Το βαμμένο μούτρο του πρέσβη σκυθρώπιασε, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν έδωσε σημασία καθώς είδε τους φίλους του να μπαίνουν στην αίθουσα του θρόνου. «Λούθιεν Μπέντγουιρ και Όλιβερ ντε Μπάροους», είπε ο βασιλιάς, «είχατε την ευχαρίστηση ως τώρα να γνωρίσετε τον διακεκριμένο πρέσβη του Καρλάιλ, βαρόνο Γκυ ντε Τζουλιέν;»
Όταν οι δυο φίλοι πλησίασαν, ο Όλιβερ στάθηκε μπροστά στον πρέσβη. «Ντε Τζουλιέν;» είπε. «Είστε Γασκόνος;»
«Από την πλευρά της μητέρας μου», απάντησε ο δανδής πρέσβης.
Ο Όλιβερ τον κοίταξε καχύποπτα. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ανάμεσα στους ευγενείς του Άβον να αλλάζουν το όνομά τους για να ακούγεται γασκονικό, κάτι που θεωρούνταν πολύ της μόδας στο Καρλάιλ. Για έναν γνήσιο Γασκόνο, σαν τον Όλιβερ, αυτή η μίμηση δεν αποτελούσε φιλοφρόνηση. «Κατάλαβα», είπε ο Όλιβερ. «Που σημαίνει ότι ο πατέρας σου ήταν Κυκλωπιανός και βίασε τη μάνα σου».
«Όλιβερ!» φώναξε ο Λούθιεν.
«Πώς τολμάς;» βρυχήθηκε ο ντε Τζουλιέν.
«Ένας πραγματικός Γασκόνος θα μονομαχούσε αμέσως μαζί μου», είπε ο Όλιβερ με το χέρι στη λαβή του ξίφους του, αλλά ο Λούθιεν τον άρπαξε από τους ώμους, τον σήκωσε εύκολα στον αέρα και τον κουβάλησε πιο κάτω.
«Απαιτώ να τιμωρηθεί ο κοντοστούπης», είπε ο ντε Τζουλιέν στον Μπριντ’Αμούρ, που έκανε μεγάλη προσπάθεια για να μη γελάσει.
«Με το ξίφος μου θα γράψω το τόσο μεγάλο όνομά μου στο φουσκωμένο στήθος σου!» φώναξε ο Όλιβερ.
«Υποφέρει από τον καιρό του πολέμου», ψιθύρισε εμπιστευτικά ο Μπριντ’Αμούρ στον ντε Τζουλιέν.
«Ψευτο-Γασκόνε!» φώναζε στο μεταξύ ο Όλιβερ. «Αν θέλεις να είσαι πραγματικά σπουδαίος, γιατί δεν πέφτεις στα γόνατα ώστε να μοιάσεις με χάφλινγκ;»
«Θα ’πρεπε να τον σκοτώσω», είπε ο ντε Τζουλιέν.
«Όντως», απάντησε ο βασιλιάς, «αλλά δείξε έλεος. Ο Όλιβερ σκότωσε εκατό Κυκλωπιανούς προσωπικά σε μια μάχη, και από τότε δυστυχώς δεν το έχει ξεπεράσει».
Ο ντε Τζουλιέν έκανε ένα καταφατικό νεύμα, αλλά μετά, όταν συνειδητοποίησε τι είπε ο Μπριντ’Αμούρ, έγινε ακόμη πιο χλομός κάτω από το μακιγιάζ του. «Θα του χαρίσω τη ζωή, λοιπόν», έσπευσε να πει.
«Η συνομιλία μας τελείωσε, φαντάζομαι», είπε ο Μπριντ’Αμούρ.
Ο πρέσβης του Άβον υποκλίθηκε απότομα, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Τζουλς!» του φώναξε ο Όλιβερ. «Τζούλι! Τζούλι!»
«Ήταν πραγματικά απαραίτητο αυτό;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ, όταν ο Όλιβερ και ο Λούθιεν ήλθαν και στάθηκαν πάλι μπροστά του.
Ο Όλιβερ έγειρε σκεφτικός το κεφάλι. «Όχι», απάντησε τελικά, «αλλά ήταν διασκεδαστικό. Άλλωστε, κατάλαβα ότι ήθελες να φύγει αυτός ο βλάκας από δω».
«Μπορούσα απλώς να τον διώξω», απάντησε χαμογελώντας ο Μπριντ’Αμούρ.
«Άκου βαρόνος Γκυ ντε Τζουλιέν!» ξεφύσηξε ο Λούθιεν κουνώντας το κεφάλι. Έχοντας γνωρίσει καλά την κομψευόμενη αριστοκρατία του Άβον, αντιπαθούσε βαθιά όλους αυτούς τους φαντασμένους βλάκες. Η γυναίκα που έγινε αιτία να φύγει από την Νταν Βάρνα, η συνοδός ενός παρόμοια αυτοανακηρυγμένου βαρόνου, έμοιαζε πολύ με τον ντε Τζουλιέν, βαμμένη και παρφουμαρισμένη. Χρησιμοποιούσε το όνομα Αβονίζ, παρ’ ότι στην πραγματικότητα την έλεγαν Άβον. Βλέποντας τον πρέσβη του Άβον, ο Λούθιεν σκέφτηκε για άλλη μια φορά ότι είχε κάνει καλά να προσφέρει τον θρόνο στον Μπριντ’Αμούρ. Μετά τον πόλεμο, η Πορφυρή Σκιά μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο, κάτι που είχαν ζητήσει πολλοί. Αλλά ο Λούθιεν τον παραχώρησε στον Μπριντ’Αμούρ για το καλό του Εριαντόρ — αλλά και για το δικό του, όπως έβλεπε τώρα μετά από αυτή την επαφή με τον ντε Τζουλιέν!
«Έπρεπε να τον είχα καρφώσει με το ξίφος μου», μουρμούρισε ο Όλιβερ.
«Για ποιον λόγο;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Τουλάχιστον είναι ακίνδυνος. Είναι πολύ ηλίθιος για να κατασκοπεύσει».
«Πρόσεχε αυτή την αθώα “βιτρίνα”!» τον προειδοποίησε ο Λούθιεν.
«Τον τροφοδοτώ με πληροφορίες από τότε που ήρθε», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ή ίσως, θα πρέπει να πω, τον τροφοδοτώ με ψέματα. Ο ντε Τζουλιέν έχει πληροφορήσει ήδη τον Γκρινσπάροου ότι σχεδόν όλος ο στόλος μας είναι απασχολημένος σε πόλεμο με τους Χιούγκοθ, κι ότι πάνω από είκοσι πλοία μας έχουν βυθιστεί».
«Διπλωματία…» είπε ο Λούθιεν με φανερή περιφρόνηση.
«Διακυβέρνηση… Φτου!» συμφώνησε και ο Όλιβερ.
«Ας προχωρήσουμε σε άλλα θέματα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Τα πήγατε καλά, για τούτο θέλω να σας δώσω και πάλι τα συγχαρητήριά μου και να σας διαβιβάσω την ευγνωμοσύνη του Εριαντόρ».
Ο Λούθιεν με τον Όλιβερ κοιτάχτηκαν απορημένοι μην ξέροντας τι εννοεί ο Μπριντ’Αμούρ, μετά όμως τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν.
«Ο δούκας Ρέσμορ», είπε ο Λούθιεν.
«Ομολόγησε την αλήθεια», πρόσθεσε ο Όλιβερ.
«Πλήρως», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. Μετά χτύπησε τα χέρια του δυο φορές και ένας άνδρας με καφέ χιτώνα εμφανίστηκε από μια πόρτα.
«Σας χαιρετώ, Λούθιεν Μπέντγουιρ και Όλιβερ ντε Μπάροους», είπε.
«Κι εμείς σε χαιρετούμε!» απάντησε ο Λούθιεν. Ο Μπαϊλίγουιν, επίτροπος του Τζάιμπι! Η παρουσία του εδώ σήμαινε ότι είχε συνταχθεί η συνθήκη με τους Χιούγκοθ.
Ο Μπριντ’Αμούρ σηκώθηκε από τον θρόνο του. «Ελάτε», τους είπε. «Έχω μιλήσει ήδη με τον Ίθαν και την Κατρίν, ενώ στείλαμε επίσης ειδοποίηση στην Θάλασσα Ντόρσαλ. Ο βασιλιάς Άσμουντ πρέπει να έχει φθάσει ήδη στο Τσάλμπερς, έτσι θα ανοίξω ένα τούνελ για να έλθουν εδώ αυτός και ο Ίθαν».
…Και η Κατρίν, ευχήθηκε ο Λούθιεν, γιατί του είχε λείψει πολύ.
Δεν ήταν εύκολο να πεισθεί ο καχύποπτος Άσμουντ να μπει στο μαγικό τούνελ που δημιούργησε ο Μπριντ’Αμούρ ανάμεσα στη Μητρόπολη του Κάερ Μακντόναλντ και την μακρινή πόλη του Τσάλμπερς. Ακόμη κι αφού πέρασαν η Κατρίν και ο αδελφός Τζέιμσις, ακόμη κι αφού ο Άσμουντ συμφώνησε να το κάνει, ο Ίθαν υποχρεώθηκε σχεδόν να τον σύρει μέσα στο γαλάζιο φως του τούνελ.
Η “πεζοπορία” ήταν μια απίστευτη και θεαματική εμπειρία, καθώς με κάθε βήμα περνούσε ένα χιλιόμετρο εδάφους κάτω από τα πόδια τους. Το Τσάλμπερς απείχε πεντακόσια χιλιόμετρα από το Κάερ Μακντόναλντ, αλλά με το μαγικό τούνελ του Μπριντ’Αμούρ οι έξι άνδρες (σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονταν επίσης δύο Χιούγκοθ συνοδοί του Άσμουντ, ο Ρενίρ και ο Τόριν Ρόγκαρ), βγήκαν στη Μητρόπολη μέσα σε μερικά λεπτά.
«Δεν εγκρίνω τα μαγικά σου!» είπε ο Άσμουντ, πριν προλάβουν να τον χαιρετήσουν.
«Μας πιέζει ο χρόνος», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Η δουλειά μας είναι επείγουσα».
Ο Ρενίρ και ο Τόριν Ρόγκαρ μουρμούριζαν.
«Τότε γιατί δεν πέρασες εσύ εκείνη τη γαλάζια γέφυρα για να έρθεις σ’ εμάς;» ρώτησε καχύποπτα ο Άσμουντ.
«Γιατί ο πρέσβης του Άβον βρίσκεται στο Κάερ Μακντόναλντ», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Εδώ είναι το κέντρο, είτε οι Χιούγκοθ αποφασίσουν να συμμαχήσουν με το Εριαντόρ είτε όχι».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ με έκπληξη. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί υποδεχόταν τους Χιούγκοθ με τόσο αυστηρό ύφος, ιδιαίτερα μάλιστα αφού η συμμαχία που συζητούσαν ήταν ενάντια στην ιστορική παράδοση και των δύο λαών!
Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν άλλαξε ύφος.
«Είμαι κουρασμένος», δήλωσε ο Άσμουντ. «Θα πάω να ξεκουραστώ και να κοιμηθώ λιγάκι».
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε. «Πήγαινε τους καλεσμένους μας στα δωμάτιά τους στη βορειοανατολική πτέρυγα», είπε στον Λούθιεν, γνέφοντας ταυτόχρονα προς εκείνη την πλευρά για να τονίσει την κατεύθυνση. Ο Λούθιεν κατάλαβε. Το δωμάτιο του ντε Τζουλιέν βρισκόταν στη νοτιοανατολική πτέρυγα, και ο Μπριντ’Αμούρ ήθελε να τον κρατήσει μακριά από τον Άσμουντ.
«Θα τους πάω εγώ», είπε ο Όλιβερ μπαίνοντας μπροστά από τον Λούθιεν. Μετά του έκλεισε το μάτι ψυθιρίζοντας: «Εσύ πήγαινε την αρχόντισσα Κατρίν στο δωμάτιό της».
Ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση.
«Είσαι σίγουρη ότι είσαι καλά;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Η Κατρίν γύρισε στο πλάι. «Χρειάζεται να ρωτάς;» είπε γελώντας.
Ο Λούθιεν όμως δεν αστειευόταν. Έβαλε το χέρι στον ώμο της και τη γύρισε προς το μέρος του. Δεν είπε λέξη, αλλά η έκφρασή του έδιωξε την εύθυμη, πειρακτική διάθεση της Κατρίν.
«Ο Ίθαν ήταν συνέχεια μαζί μου», του απάντησε, σοβαρή κι αυτή. «Είναι πάντα αδελφός σου. Αν ήταν ανάγκη θα με βοηθούσε, αλλά δεν χρειάστηκα ούτε προστασία ούτε βοήθεια. Όσο σκληροτράχηλοι κι αν είναι οι Χιούγκοθ, είναι έντιμοι».
«Δεν τους έβλεπες έτσι όταν ήμασταν στο Κόλνσεϊ», της υπενθύμισε ο Λούθιεν και η Κατρίν παραδέχτηκε ότι αυτό ήταν αλήθεια. Όταν βυθίστηκε το Στράτον Γουίβερ και τους αιχμαλώτισαν, η Κατρίν ήταν σίγουρη ότι η ζωή της θα γινόταν κόλαση στα χέρια των άγριων Ισενλανδών.
«Δεν μου αρέσουν οι συνήθειές τους», παραδέχτηκε. «Αλλά η συμπεριφορά τους άλλαξε απ’ όταν ο Άσμουντ δέχτηκε τη συνθήκη. Όλο αυτό το διάστημα που ταξίδευα με τον Ίθαν και τους Χιούγκοθ μέχρι το Τσάλμπερς, δεν με απείλησαν ούτε με πρόσεβαλαν καθόλου. Όχι, αγάπη μου, οι Χιούγκοθ είναι άγριοι εχθροί αλλά και πιστοί φίλοι. Αν υπογραφεί η συνθήκη, είμαι απόλυτα σίγουρη ότι θα την τηρήσουν».
Ο Λούθιεν, αφού γύρισε ανάσκελα, έμεινε αμίλητος κοιτάζοντας στο ταβάνι. Έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση της Κατρίν, ένιωθε μεγάλο ενθουσιασμό με τις εξελίξεις.
Ενθουσιασμό αλλά και ανησυχία, γιατί ο πόλεμος, αν γινόταν, θα ήταν πολύ χειρότερος από τις μάχες που έδωσε το Εριαντόρ για να κερδίσει την αβέβαιη ανεξαρτησία του από το Άβον. Ακόμη και με τους Χιούγκοθ για συμμάχους, το Άβον θα είχε μεγάλη αριθμητική υπεροχή απέναντι στο Εριαντόρ. Ακόμη και με τα πλοία των Χιούγκοθ και τα πολεμικά σκάφη που άρπαξαν από το Άβον, ο στόλος του Εριαντόρ δεν θα ήταν ο κυρίαρχος στη θάλασσα.
Γέλασε σιγανά καθώς είδε την ειρωνεία των τωρινών του φόβων. Όταν έπεσε το Πρίνσταουν την άνοιξη, πριν από μερικούς μήνες μόνο, ο Λούθιεν ήθελε να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι το Καρλάιλ. Ο Μπριντ’Αμούρ τον είχε προειδοποιήσει ότι μια τέτοια κίνηση απελπισίας ήταν καταδικασμένη υπενθυμίζοντάς του τη δύναμη του Γκρινσπάροου.
«Βρες την καρδιά σου, αγάπη μου», είπε η Κατρίν γέρνοντας από πάνω του. Τα μεταξωτά κόκκινα μαλλιά της απλώθηκαν στον λαιμό και στους ώμους του.
Ο Λούθιεν την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε παθιασμένα. «Εσύ είσαι η καρδιά μου», είπε.
«Και το Εριαντόρ», πρόσθεσε η Κατρίν. «Απαλλαγμένο από τον Γκρινσπάροου, απαλλαγμένο από πολέμους».
Ο Λούθιεν ακούμπησε το πιγούνι στον ώμο της. Σιγά-σιγά ένα χαμόγελο απλώθηκε στα πρόσωπό του, ενώ τα μάτια του άστραφταν με την παλιά τους φωτιά.
«Σχεδόν τελειώσαμε», είπε ο Λούθιεν καθώς έβγαινε μαζί με τον Μπριντ’Αμούρ από μια πολύωρη, ιδιαίτερη συνάντηση με τον Άσμουντ και τον Ίθαν.
«Ο αδελφός σου δείχνει μεγάλη σύνεση για τα τριάντα του χρόνια», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αυτός οδήγησε τον Άσμουντ στον δρόμο της συμμαχίας».
«Ο Άσμουντ ήταν εκείνος που πρότεινε πρώτος τη συνθήκη», του υπενθύμισε ο Λούθιεν.
«Όμως, από τότε ο Ίθαν παίρνει ολοένα πρωτοβουλίες για να κάνει την επιθυμία του Άσμουντ πραγματικότητα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Είναι πιστός στον βασιλιά του».
Αυτό το σχόλιο πλήγωσε τον Λούθιεν, που δεν του άρεσε να βλέπει τον Ίθαν σαν Χιούγκοθ, ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς του αδελφού του. Σταμάτησε στον διάδρομο, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ έκανε μερικά βήματα πριν γυρίσει να τον κοιτάξει. «Και στους δύο βασιλιάδες του», τόνισε ο Λούθιεν.
Ο Μπριντ’Αμούρ, αναλογιζόμενος την συμπεριφορά του Ίθαν στις συνομιλίες, συμφώνησε. Είχε κάνει πολλές προτάσεις που θα ωφελούσαν το Εριαντόρ. Σε αρκετές περιπτώσεις διαφώνησε ανοιχτά με τον Άσμουντ, μια-δυο φορές κατάφερε μάλιστα να του αλλάξει γνώμη.
Ο Λούθιεν άρχισε πάλι να περπατά. Πρόλαβε τον Μπριντ’Αμούρ και τον προσπέρασε προχωρώντας πρώτος, μέχρι που έφτασαν στην αίθουσα επιχειρήσεων όπου τους περίμεναν ανήσυχοι η Σιόμπαν, η Κατρίν, ο Όλιβερ και ο Σάγκλιν.
«Θα τελειώσουμε τις συνομιλίες και θα υπογράψουμε απόψε», είπε ο Μπριντ’Αμούρ.
Όλοι χαμογέλασαν γύρω από το οβάλ τραπέζι, πάνω στο οποίο υπήρχε ένας χάρτης της Θάλασσας του Άβον. Όλοι εκτός από τον Όλιβερ, που παρέμεινε σοβαρός.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Λούθιεν. «Μια συμμαχία με τους Χιούγκοθ θα αυξήσει τις πιθανότητες της νίκης».
«Ξέρεις πόσους αθώους κατοίκους του Άβον θα σκοτώσουν οι Χιούγκοθ;» ρώτησε ο χάφλινγκ υπενθυμίζοντας σε όλους τον άγριο χαρακτήρα των νέων συμμάχων τους. «Και πόσοι τραβούν κουπί σήμερα στα πλοία τους; Πόσους θα είχαν πετάξει στη θάλασσα όταν μας έπιασαν, αν ο Ρενίρ δεν αναγνώριζε το χρέος του απέναντι σου;»
Ήταν αλήθεια, παραδέχτηκαν όλοι. Τα πράγματα έδειχναν ότι ετοιμάζονταν να συμμαχήσουν με τον διάβολο.
«Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους τρόπους των Χιούγκοθ», είπε τελικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Αλλ’ επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Γκρινσπάροου είναι πολύ πιο άμεση απειλή για την ανεξαρτησία μας».
«Για όλο το Εριαντόρ», απάντησε ο Όλιβερ. «Αλλά δεν θα είναι τόσο εύκολο να το εξηγήσεις αυτό στον επόμενο δούλο, που θα πετάξουν οι Χιούγκοθ στη θάλασσα επειδή δεν έχει πια δύναμη να τραβάει κουπί».
Η Κατρίν χτύπησε τη γροθιά της στο τραπέζι εκνευρισμένη. Ο Σάγκλιν, από την άλλη μεριά, απλώς αγριοκοίταζε τον Όλιβερ. Δεν είχε έλθει ποτέ του σε επαφή με τους Χιούγκοθ και, παρ’ όλο που θεωρούσε τους σκλάβους κωπηλάτες δυστυχείς, γι’ αυτόν το πρόβλημα ήταν πολύ μακρινό για να το λάβουν υπ’ όψη τους.
Ο Λούθιεν όμως έκανε ένα καταφατικό νεύμα στον φίλο του, κάπως έκπληκτος από τις ανθρωπιστικές απόψεις που υποστήριζε. Ο χάφλινγκ δεν είχε κανένα ενδοιασμό να βουτήξει το πουγκί ενός πλούσιου εμπόρου, από την άλλη μεριά όμως συχνά αγόραζε χειμωνιάτικους μανδύες φροντίζοντας να τους βρει κάποιο ασήμαντο ελάττωμα για να τους πετάξει στον δρόμο, απ’ όπου τους μάζευαν αμέσως άστεγα ορφανά παιδιά.
Η Σιόμπαν κατάλαβε κι αυτή ότι ο Όλιβερ είχε δίκιο. Αφού τον πλησίασε, τον φίλησε μπροστά σε όλους.
Ο Όλιβερ κοκκίνισε και ταλαντεύτηκε, κινδυνεύοντας για λίγο να πέσει από το σκαμνί του. Γρήγορα όμως ξαναβρήκε την ψυχραιμία του.
«Οι Χιούγκοθ δεν είναι η καλύτερη ηθική επιλογή για να τους κάνουμε συμμάχους», συμφώνησε η Κατρίν, «αλλά μπορούμε τουλάχιστον να τους έχουμε εμπιστοσύνη, να είμαστε σίγουροι ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία».
«Μήπως όμως δεν πρέπει να τους δεχτούμε καθόλου;» ρώτησε η Σιόμπαν.
«Πρέπει», απάντησε αμέσως ο Μπριντ’Αμούρ, με έναν τόνο που δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις. «Κι εμένα με ενοχλούν πολλά από τα έθιμα των Χιούγκοθ με κυριότερο ανάμεσά τους τη δουλεία. Ίσως θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό μιαν άλλη στιγμή. Τώρα όμως το κύριο πρόβλημα είναι ο Γκρινσπάροου και οι Κυκλωπιανοί του που, όπως θα συμφωνεί φαντάζομαι ακόμη κι ο Όλιβερ, είναι πολύ χειρότεροι από τους Χιούγκοθ.
Όλοι κοίταξαν τον Όλιβερ ο οποίος, νιώθοντας σπουδαίος, έκανε νόημα στον Μπριντ’Αμούρ να συνεχίσει.
»Δεν μπορούμε να νικήσουμε τον Γκρινσπάροου χωρίς τη βοήθεια των Χιούγκοθ», συνέχισε ο βασιλιάς. Ακόμη και με αυτήν τη βοήθεια ο Μπριντ’Αμούρ είχε αμφιβολίες για την έκβαση του πολέμου, αλλά προτίμησε να μην εκφράσει τούτη την ανησυχητική σκέψη. «Όταν ελευθερωθεί αληθινά το Εριαντόρ, όταν ρίξουμε τον Γκρινσπάροου από τον θρόνο του Άβον, τότε η δύναμη και η επιρροή μας θα πολλαπλασιαστεί».
«Πολεμάμε για ελευθερία, όχι για δύναμη», είπε ο Λούθιεν.
«Η αληθινή ελευθερία θα μας δώσει μεγάλη δύναμη έξω από τα σύνορά μας», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Τότε θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τους Χιούγκοθ όπως πρέπει».
«Δεν μπορείς να κάνεις πόλεμο με έναν σύμμαχο», είπε ο Όλιβερ.
«Όχι», συμφώνησε ο Μπριντ’Αμούρ, «αλλά, αφού θα είμαστε σύμμαχοι, θα έχουμε πολύ μεγαλύτερη επιρροή πάνω στον Άσμουντ. Πάντως, αποκλείεται να αλλάξουμε τις συνήθειες των Χιούγκοθ δίχως να κάνουμε κανονικό πόλεμο μαζί τους, και δεν νομίζω ότι έχει κανείς από μας τη διάθεση να πάει για να πολεμήσει στην Ισενλανδία». Όλοι απάντησαν με αρνητικά νεύματα.
»Ούτε εγώ δεν θα διάλεγα τους Χιούγκοθ για συμμάχους, αν υπήρχε καλύτερη επιλογή», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Η Γασκόνη σου, Όλιβερ, δεν πρόκειται να μας προσφέρει καμία φανερή βοήθεια, μολονότι ο άρχοντας ντε Ζιλμπέρ υποσχέθηκε να κάνει πίστωση στο Εριαντόρ με επιεικείς όρους, αν γίνει πόλεμος».
«Μια υπόσχεση που σίγουρα έδωσε και στο Άβον», είπε με έναν καγχασμό ο Όλιβερ σπάζοντας την ένταση μέσα στην αίθουσα.
«Είμαστε σύμφωνοι λοιπόν;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ όταν σταμάτησαν τα νευρικά γέλια.
Ο Λούθιεν συμφώνησε και αμέσως μετά ο Σάγκλιν. Ακολούθησε η Κατρίν κατόπιν η Σιόμπαν και τέλος ο Όλιβερ με έναν βαθύ, δραματικό στεναγμό. Ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι υπήρχε άλλη μια φωνή που θα έπρεπε να ακουστεί στη συζήτηση, αλλά αυτό ήταν ένα πρόβλημα που θα αντιμετώπιζε αργότερα.
Ο βασιλιάς, πηγαίνοντας στην άκρη του τραπεζιού, πήρε ένα ραβδί. «Ο Ίθαν μας βοήθησε πολύ», είπε, ενώ ο Λούθιεν σκέφτηκε ξαφνικά ότι ο Μπριντ’Αμούρ δεν φαινόταν πια τόσο γέρος. «Καταλαβαίνει κι αυτός πόσο σημαντικό είναι να κρατήσουμε τους Χιούγκοθ μακριά από τη στεριά».
«Ο Ίθαν ξέρει τώρα την αλήθεια για το Εριαντόρ», είπε ο Λούθιεν.
«Έτσι καταλήξαμε σε έναν όρο, στον οποίο συμφώνησε σε πρώτη φάση κι ο Άσμουντ. Τα πλοία των Χιούγκοθ θα πλεύσουν ανατολικά του στόλου του Εριαντόρ, που θα περάσει από την ανατολική πλευρά των Πέντε Φυλάκων». Ο Μπριντ’Αμούρ έδειξε με το ραβδί τις ανατολικές ακτές των πέντε νησιών.
«Τι θα γίνει με το Μπάνγκορ, το Λέμινγκμπιουρι και το Κόρμπιν;» ρώτησε η Κατρίν. Αναφερόταν σε τρεις παραλιακές πόλεις του Άβον που ήταν σημειωμένες στον λεπτομερή χάρτη του Μπριντ’Αμούρ. «Ακόμη, τι θα γίνει με το Έβερσορν στα βόρεια του Σόλτγουος; Αν τα πλοία περάσουν πέρα από τους Πέντε Φύλακες, πώς θα κάνουμε πόλεμο με τις ανατολικές πόλεις του Άβον;»
«Δεν θα κάνουμε», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ χωρίς δισταγμό. «Το Άβον είναι ο Γκρινσπάροου. Το Άβον είναι το Καρλάιλ. Όταν πέσει το Καρλάιλ, θα πέσει και το Άβον!» Χτύπησε με την άκρη του ραβδιού το Καρλάιλ στις όχθες του ποταμού Στράτον, στα νοτιοδυτικά του Άβον.
«Οι Πέντε Φύλακες απέχουν πολύ από το Καρλάιλ», είπε η Σιόμπαν. «Η διαδρομή αυτή είναι σίγουρα πιο μεγάλη και πιο επικίνδυνη από το να παραπλεύσουμε απλώς τις ακτές του Άβον».
«Με αυτή την πορεία όμως θα κρατήσουμε τους Χιούγκοθ μακριά από τη στεριά», πετάχτηκε ο Όλιβερ.
«Επίσης», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ, «θα περιορίσουμε τις πιθανότητες μιας ναυμαχίας με τον στόλο του Άβον».
«Νόμιζα ότι ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός μας», είπε μπερδεμένος ο Σάγκλιν.
Ο Μπριντ’Αμούρ απάντησε με ένα αρνητικό νεύμα δείχνοντας ταυτόχρονα με το ραβδί το πλατύ θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα στους Πέντε Φύλακες και την ανατολική ακτή του Άβον. «Αν συγκρουστούμε με τον στόλο του Άβον εδώ», εξήγησε, «και νικήσουν, θα έχουν χρόνο να κατεβούν πάλι νότια για να χτυπήσουν τον δεύτερο στόλο μας πριν μπει στον ποταμό Στράτον.
Οι άλλοι πλησίασαν στο τραπέζι, καθώς ο Μπριντ’Αμούρ συνέχισε να μιλά. Ήταν φανερό από τον τόνο του ότι είχε καταστρώσει με μεγάλη προσοχή τα σχέδια που τους παρουσίαζε.
»Επίσης», εξήγησε ο βασιλιάς, «θα κρατήσουμε μυστική από τον Γκρινσπάροου την συμμαχία μας με τον Άσμουντ. Σίγουρα η παρουσία των Χιούγκοθ τόσο κοντά θα τον φοβίσει. Και οι φοβισμένοι ηγέτες κάνουν λάθη!
Ο Μπριντ’Αμούρ έκανε μια παύση για να κοιτάξει τα καταφατικά νεύματα γύρω του, παίρνοντας δύναμη από το ότι όλοι συμφωνούσαν. Ήταν φανερό ότι σε κάποια σημεία το σχέδιό του ήταν αβέβαιο.
»Η επίθεση θα έχει τέσσερις αιχμές», εξήγησε. «Ο μισός στόλος μας μαζί με τους Χιούγκοθ θα περάσει έξω από τους Πέντε Φύλακες, θα εξασφαλίσει τα εξωτερικά νησιά και μετά θα στρίψει δυτικά προς τις εκβολές του Στράτον. Ένας δεύτερος στόλος, που ήδη έχει ξεκινήσει από το Νταϊαμοντγκέιτ για το Πορτ Τσάρλι, θα κατεβεί νότια, θα περάσει τον Πορθμό του Μαν και θα μπει στον Στράτον από τα δυτικά.
Ο Λούθιεν και η Κατρίν κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Καταλάβαιναν και οι δύο τον κίνδυνο αυτής της δεύτερης κίνησης, γιατί ο στόλος θα περνούσε από το στενό ανάμεσα στα οχυρά του Μάνινγκτον και του Έρνφαστ.
»Η μεγαλύτερη χερσαία δύναμη», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ δείχνοντας με το ραβδί, «θα περάσει από το Τείχος του Μαλπουισάν, θα κυριεύσει το Πρίνσταουν κι ύστερα θα κατεβεί στις ανοιχτές εκτάσεις ανάμεσα στο Ντέβεργουντ και τους νότιους πρόποδες του Άιρον Κρος πηγαίνοντας ίσια για το Καρλάιλ».
«Μήπως καθυστερήσουν στο Πρίνσταουν;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Σύμφωνα με όλες τις αναφορές, η πόλη εξακολουθεί να είναι ουσιαστικά ανυπεράσπιστη», είπε με σιγουριά ο Μπριντ’
Αμούρ. «Δεν αντικαταστάθηκαν ούτε ο μάγος-δούκας ούτε η φρουρά».
«Και η τέταρτη αιχμή;» ρώτησε ανυπόμονα ο Λούθιεν, μαντεύοντας ότι μπορεί να ήταν ο ίδιος επικεφαλής αυτής της τελευταίας, ίσως πιο σημαντικής δύναμης.
«Θα ξεκινήσει από το Κάερ Μακντόναλντ βαδίζοντας προς νότο», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Θα συμπεριλάβει στον δρόμο τους νάνους του βασιλιά Μπέλικ και θα περάσει ίσια μέσα από τα βουνά».
Ο Λούθιεν κοίταξε στον χάρτη την διαδρομή αυτής της εκστρατευτικής δύναμης. Δεν θα ήταν εύκολο να διασχίσουν το Άιρον Κρος, ακόμη και μ’ έναν στρατό νάνων να τους οδηγεί. Επιπλέον, ήταν γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς των Κυκλωπιανών συμμάχων του Γκρινσπάροου, ανάμεσά τους επίσης οι καλά εκπαιδευμένοι και οπλισμένοι Πραιτωριανοί, ήταν στρατοπεδευμένοι στην ίδια αυτή περιοχή. Ακόμη κι αν ξεπερνούσαν αυτά τα εμπόδια, δεν θα ήταν εύκολα τα πράγματα για τον στρατό του Εριαντόρ μετά το πέρασμά του από τα βουνά, γιατί αυτή η περιοχή του Άβον, ανάμεσα στον Πορθμό του Μαν και τους νότιους και δυτικούς πρόποδες του Άιρον Κρος, ήταν το πιο πυκνοκατοικημένο, καλοοχυρωμένο τμήμα όλης της επικράτειας του Άβον. Υπήρχαν πόλεις στις όχθες των τριών ποταμών που κατέβαιναν από τα βουνά για να καταλήξουν στη λίμνη Σπεϊθενφέργκους, ανάμεσά τους το πανίσχυρο Γουόρτσεστερ, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Άβον, με τείχη ψηλά όσο και του Καρλάιλ!
Τελικά, ο Λούθιεν, κοίταξε την Κατρίν και κατάφερε να χαμογελάσει.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Τώρα που είχαν δει το μέγεθος του εγχειρήματος που ετοιμάζονταν να αναλάβουν, της φαινόταν μια απεγνωσμένη, σχεδόν ακατόρθωτη προσπάθεια.