Ένα γκρίζο, μουντό πρωινό υποδέχτηκε τους δυο συντρόφους καθώς το φτερωτό άλογο προσγειώθηκε σε ένα σημείο με μαλακό έδαφος σκεπασμένο με βρύα. Πετούσαν όλο το απόγευμα και τη νύχτα ίσια προς τα ανατολικά, αλλά δεν είχαν δει πουθενά τον δράκοντα.
Ο Λούθιεν δεν ήταν σίγουρος αν είχαν ακολουθήσει σωστή πορεία. Μπορεί ο Γκρινσπάροου να μην είχε πάει στο Σόλτγουος αλλά να πέταξε απλώς έξω από το Καρλάιλ για να ξεκουραστεί και να ξαναριχτεί στη μάχη.
Ο Μπριντ’Αμούρ όμως ήταν κατηγορηματικός. «Ο Γκρινσπάροου ξέρει ότι χάθηκαν όλα», είπε. «Αποκάλυψε την πραγματική μορφή του στον κόσμο, και οι κάτοικοι του Άβον δεν θα τον δεχτούν ποτέ πια για βασιλιά τους. Όχι, είναι σίγουρο ότι ο δράκοντας γύρισε στον βάλτο, στο σπίτι του».
Η σιγουριά του Μπριντ’Αμούρ ήταν παρήγορη, αλλά ο Λούθιεν ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολο να βρουν τον Γκρινσπάροου στην περιοχή του. Το Σόλτγουος ήταν ένας τεράστιος θρυλικός βάλτος, γνωστός ακόμη και στο Εριαντόρ. Κάλυπτε γύρω στα σαράντα χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Άβον. Σε πολλά σημεία στην ανατολική πλευρά του δεν ήταν ξεκάθαρο πού τελειώνει ο βάλτος και πού άρχιζε η θάλασσα Ντόρσαλ, ενώ στα δυτικά, εκεί όπου είχαν προσγειωθεί τώρα, η βλάστηση ήταν πυκνή και σκοτεινή, γεμάτη επικίνδυνα πλάσματα κι απύθμενα τέλματα.
Ο Λούθιεν δεν ήθελε να μπει εκεί μέσα, η σκέψη να εισδύσει στον βάλτο αναζητώντας έναν δράκοντα του ήταν σχεδόν αφόρητη.
Ο Μπριντ’Αμούρ όμως ήταν αποφασισμένος. «Ξεκουράσου τώρα», είπε στον Λούθιεν. «Εγώ πρέπει να εντοπίσω τον Δρακοβασιλιά με μερικά ξόρκια και να ενισχύσω την μαγεία στον Ριβερντάνσερ. Θα βρούμε τον Γκρινσπάροου πριν δύσει ο ήλιος».
«Και τι θα κάνουμε τότε;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Μπριντ’Αμούρ ακούμπησε στο φτερωτό άλογο προσπαθώντας να βρει μια λογική απάντηση. «Δεν ήθελα να έρθεις», είπε τελικά. «Δεν νομίζω να μπορείς να με βοηθήσεις πολύ ενάντια σε κάποιον σαν τον Γκρινσπάροου, άλλωστε δεν ξέρω καν αν μπορώ να τον νικήσω».
«Τότε γιατί είμαστε εδώ μόνο οι δυο μας;» ρώτησε ο Λούθιεν. «Γιατί δεν είμαστε στο Καρλάιλ, να ολοκληρώσουμε την κατάληψη της πόλης, να βοηθήσουμε την Ντιάνα ν’ ανεβεί στο θρόνο;»
Ο Μπριντ’Αμούρ ενοχλήθηκε από τον κοφτό τόνο του Λούθιεν. «Το έργο μας δεν θα ολοκληρωθεί παρά μόνο όταν εξοντωθεί ο Γκρινσπάροου», απάντησε.
«Μα μόλις είπες…» άρχισε να διαμαρτύρεται ο Λούθιεν.
«…Ότι μπορεί να μην έχω τη δύναμη να τον νικήσω», αποτελείωσε τη φράση του ο Μπριντ’Αμούρ με τα μάτια του να αστράφτουν επικίνδυνα. «Έτσι είναι. Αλλά τουλάχιστον μπορώ να τον βλάψω, και άσχημα μάλιστα. Όχι, νεαρέ μου φίλε, δεν μπορεί να τελειώσει το έργο μας στο Καρλάιλ αν δεν αντιμετωπίσουμε την πραγματική αιτία της πτώσης του Άβον. Θα μπορούσαμε να νικήσουμε την κυκλωπιανή φρουρά, να ξεσηκώσουμε τον λαό της πόλης για να υποστηρίξει την Ντιάνα —και σίγουρα αυτό συμβαίνει ήδη αυτήν τη στιγμή που μιλάμε. Τι θα γινόταν μετά όμως; Αν παίρναμε τους στρατιώτες μας και γυρίζαμε πίσω στο Εριαντόρ, θα ήταν ασφαλής η Ντιάνα με τον Γκρινσπάροου να καραδοκεί μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από το Καρλάιλ;
Ο Λούθιεν δεν είχε άλλα επιχειρήματα.
»Θα προχωρήσω στον βάλτο αργότερα, σήμερα», κατέληξε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ίσως είναι προτιμότερο να περιμένεις εδώ, ή ακόμη καλύτερα να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής στα δυτικά».
«Θα ’ρθώ μαζί σου», είπε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό. Αφού πρόφερε αυτές τις λέξεις, σκέφτηκε όλα όσα είχε να χάσει. Σκέφτηκε τον Όλιβερ και την Σιόμπαν, τους αγαπημένους φίλους του, τον Ίθαν και το ενδεχόμενο να μπορέσουν να ζήσουν πάλι σαν αδέλφια, αλλά πάνω απ’ όλα την Κατρίν. Πόσο του έλειπε τώρα! Πόσο λαχταρούσε τη ζεστασιά της μέσα σε αυτό τον παγερό φριχτό τόπο! Τούτες οι σκέψεις όμως δεν του άλλαξαν γνώμη. «Είμαστε μαζί σε αυτό τον αγώνα από την αρχή», είπε βάζοντας το χέρι του στον ώμο του Μπριντ’Αμούρ. «Από τότε που έσωσες τον Όλιβερ κι εμένα από τους Κυκλωπιανούς, από τότε που μας έστειλες στη φωλιά του Βαλτάσαρ για να σου φέρουμε το ραβδί σου και μου έδωσες τον πορφυρό μανδύα».
«Από τότε που άρχισες την επανάσταση στο Μόντφορτ», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ.
«…Στο Κάερ Μακντόναλντ», τον διόρθωσε ο Λούθιεν χαμογελώντας.
«Και από τότε που σκότωσες τον δούκα Μόρκνεϊ», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Και τώρα θα το τελειώσουμε», είπε ανυποχώρητα ο Λούθιεν. «Μαζί».
Ξεκουράστηκαν σιωπηλοί, δυο ώρες μόνο. Η αδρεναλίνη που κυλούσε ακόμη στις φλέβες τους, αλλά και στις φλέβες του Ριβερντάνσερ, ήταν τόση ώστε δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ άπραγοι. Σηκώθηκαν και μπήκαν προσεχτικά στον βάλτο. Ο Μπριντ’Αμούρ άρχισε να εκβάλλει έναν σιγανό μπάσο βόμβο, που εξαπλωνόταν μέσα στις σκιές οι οποίες τους τριγύριζαν. Μετά αφουγκραζόταν προσεχτικά την ηχώ που επέστρεφε και που θα ήταν παραμορφωμένη όταν ο βόμβος θα συναντούσε κάποια ισχυρή μαγική δύναμη.
Το Σόλτγουος έκλεισε γρήγορα πίσω τους και τους κατάπιε σβήνοντας το φως τη μέρας.
Ο Λούθιεν, χωμένος στον βάλτο μέχρι το γόνατο, αισθανόταν τον βούρκο να κυλά μέσα στις μπότες του. Άκουγε από παντού τις διαμαρτυρίες των πλασμάτων του έλους κι αισθανόταν να τον τσιμπούν κουνούπια. Στα αριστερά του, το καφέ νερό έκανε κυματισμούς τη στιγμή που κάποιο μεγάλο αμφίβιο γλίστρησε κάτω από την επιφάνεια πριν προλάβει να δει τι είναι.
Συγκέντρωσε την προσοχή του μπροστά, στην πλάτη του Μπριντ’Αμούρ, προσπαθώντας να μην σκέφτεται τον βάλτο.
Η μάχη στο Καρλάιλ είχε συνεχιστεί όλη τη νύχτα. Δεν υπήρχε οργανωμένη άμυνα μέσα στην πόλη πια, μόνο θύλακες πεισματικής αντίστασης από υπερασπιστές που πολεμούσαν μέχρι τον τελευταίο. Οι περισσότεροι ήταν Κυκλωπιανοί, που συνέχισαν να πολεμούν κυρίως επειδή ήξεραν ότι ο πληθυσμός του Άβον δεν θα τους έδειχνε κανένα έλεος, αφού είχε υποφέρει είκοσι χρόνια απάνθρωπης μεταχείρισης στα χέρια τους. Οι μονόφθαλμοι ήταν οι αστυνομικοί, οι εκτελεστές και οι φοροεισπράκτορες του Γκρινσπάροου, γι’ αυτό, τώρα που ο Δρακοβασιλιάς είχε αποκαλυφθεί στους κατοίκους και το είχε σκάσει από την πόλη, οι Κυκλωπιανοί πίστευαν ότι θα γίνονταν τα εξιλαστήρια θύματα για όλη τη δυστυχία που είχε προκαλέσει ο μάγος.
Οι πολίτες του Καρλάιλ δεν ξεσηκώθηκαν όλοι ανεξαιρέτως για να βοηθήσουν την βασίλισσα που διεκδικούσε τον θρόνο της. Κάθε άλλο. Οι περισσότεροι κλείστηκαν στα σπίτια τους θέλοντας μόνο να αποφύγουν τις μάχες και, μολονότι πολλοί παραδόθηκαν ή προσφέρθηκαν να πολεμήσουν κατά των Κυκλωπιανών, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που συνέχισαν να αντιστέκονται, ιδιαίτερα στα νότια τμήματα του Καρλάιλ ενάντια στους άγριους Χιούγκοθ.
Για τον Όλιβερ, την Σιόμπαν, την Κατρίν αλλά και πολλούς άλλους που είχαν έρθει από το Κάερ Μακντόναλντ, η μάχη ήταν μια επανάληψη της επανάστασης στο Μόντφορτ, όμως σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Οι τρεις σύντροφοι είχαν ξαναδεί αυτήν τη μάχη κτήριο με κτήριο, ενώ, παρ’ όλο που χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο μέσα στη νύχτα, ήξεραν τον αναπόφευκτο στόχο όπου θα οδηγούνταν όλοι. Έτσι ο Όλιβερ δεν ξαφνιάστηκε όταν πέρασε καλπάζοντας με τον Θρεντμπέαρ από την κύρια πόρτα του μεγάλου τεμένους του Καρλάιλ για να βρει την Σιόμπαν και την Κατρίν, την καθεμία επικεφαλής μιας ομάδας στρατιωτών, να βρίσκονται ήδη μέσα στον καθεδρικό ναό και να μάχονται με τους μονόφθαλμους από πάγκο σε πάγκο. Οι πλαγιαστές ακτίνες του πρωινού γέμιζαν τον μισοσκότεινο ναό περνώντας από τα πολλά ανοίγματα στον τοίχο της ημικυκλικής κόγχης πίσω από το ιερό, στο μέρος όπου είχε πέσει ο πύργος.
«Επιτέλους, αποφάσισες να ’ρθεις!» φώναξε η Κατρίν στον Όλιβερ καθώς πέρασε δίπλα της με το πόνι.
Ο Όλιβερ σταμάτησε τον Θρεντμπέαρ απότομα, έτσι ώστε το πόνι γλίστρησε αρκετά μέτρα πάνω στο λείο πλακόστρωτο. «Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε τον ναό», είπε επαναλαμβάνοντας το σκεπτικό που είχε φέρει εδώ την Κατρίν, την Σιόμπαν και πολλούς άλλους. Αυτό ήταν αλήθεια. Σε όλο το Καρλάιλ, όπως και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Θάλασσας του Άβον, δεν υπήρχε πιο καλά οχυρωμένο κτήριο από τον ναό. Αν κατάφερναν οι Κυκλωπιανοί να υποχωρήσουν μέσα στο τέμενος σε μεγάλους αριθμούς, μπορεί να χρειάζονταν βδομάδες για να τους βγάλουν έξω, και μάλιστα με μεγάλο κόστος.
Όμως οι αρχηγοί του στρατού το ήξεραν αυτό, έτσι ήταν μάλλον απίθανο να βρουν καταφύγιο εδώ οι μονόφθαλμοι. Οι Κάτερς της Σιόμπαν είχαν καταλάβει το τριφόριο, το υπερώο του ναού, και ράντιζαν από ψηλά με βέλη τους Κυκλωπιανούς στο κεντρικό κλίτος μειώνοντας γοργά τον αριθμό τους. Η ομάδα της Κατρίν είχε καταλάβει τα δύο τρίτα του κύριου κλίτους, ενώ είχε καταληφθεί ήδη όλο το βόρειο εγκάρσιο κλίτος, μπροστά και αριστερά από τη θέση όπου βρισκόταν ο Όλιβερ. Στο νότιο εγκάρσιο κλίτος η άμυνα είχε αρχίσει να σπάει, καθώς οι τρομοκρατημένοι μονόφθαλμοι έβγαιναν τρέχοντας από τις πόρτες για να σκορπίσουν στους δρόμους της πόλης.
«Μαζί μου!» φώναξε ο Όλιβερ και όρμησε με τον Θρεντμπέαρ πέφτοντας με όλη του τη φόρα πάνω σε μια ομάδα Κυκλωπιανών. Αρκετοί πετάχτηκαν στον αέρα από τη σύγκρουση, αλλά οι μονόφθαλμοι ήταν τόσοι πολλοί που η ορμή του Όλιβερ αναχαιτίστηκε. Το ξίφος του άστραψε αριστερά καρφώνοντας έναν στο μάτι και μετά τινάχτηκε δεξιά χαρακώνοντας το μάγουλο ενός άλλου.
Αλλά ο Όλιβερ γρήγορα κατάλαβε ότι το κάλεσμά του είχε αιφνιδιάσει τους συντρόφους του, με αποτέλεσμα να έχει ορμήσει ανάμεσα στους εχθρούς χωρίς καμία υποστήριξη.
«Μπορεί και να κάνω λάθος!» είπε αποκρούοντας φρενιασμένα τις επιθέσεις σε μια προσπάθεια να προστατέψει τον εαυτό του και το πόνι του. Κυκλωπιανά χέρια προσπάθησαν να τον αρπάξουν, να τον ρίξουν κάτω μαζί με τον Θρεντμπέαρ με το βάρος τους. Άλλοι πετάχτηκαν από τους πάγκους πίσω από τον Όλιβερ κόβοντας τον δρόμο στους Εριαντοριανούς, ανάμεσά τους και στην Κατρίν, που προσπαθούσαν να πλησιάσουν για να βοηθήσουν τον Όλιβερ.
«Αλίμονο!» φώναξε ο Όλιβερ, αλλά τότε θυμήθηκε ότι η Σιόμπαν τον παρακολουθεί από το τριφόριο και πως το σημαντικότερο ήταν να μην πεθάνει σαν δειλός. «Ας τραγουδήσω, κατά τη στιγμή της θυσίας μου!» φώναξε, αρχίζοντας να κάνει ακριβώς αυτό, να τραγουδάει ένα παλιό γασκονικό τραγούδι που μιλούσε για τον ηρωισμό και για τα λάφυρα του πολέμου.
Παίρνουμε την πόλη και τα λάφυρα,
δίνουμε μάχη για τις γυναίκες
και τα γλυκά αγκάθια τους τα αίματα ανάβουν!
Δίνουμε μάχη για τις γυναίκες.
Κλοτσάμε, χτυπάμε και καρφώνουμε,
δίνουμε μάχη για τις γυναίκες.
Κι αν πονάμε, τα τραύματα μας δένουν με τα ρούχα τους!
Δίνουμε μάχη για τις γυναίκες.
Δίνουμε μάχη για τις γυναίκες!
Βγάλτε τα ρούχα σας να δέσετε τις πληγές μας,
ελάτε όμορφες γυναίκες!
Και μετά τρέξτε γιατί νικήσαμε,
και κυνηγάμε γυμνές, όμορφες γυναίκες!
Καθώς τελείωνε το τραγούδι, ο Όλιβερ στρίγγλισε σκύβοντας πανικόβλητος καθώς ο αέρας γύρω του γέμισε ξαφνικά από σφυρίγματα και βόμβους. Για μια στιγμή νόμισε ότι βρίσκεται μέσα σε ένα σμήνος από μέλισσες, μα κι όταν τελικά κατάλαβε ότι περνούσαν δίπλα του βέλη, η σκέψη δεν τον παρηγόρησε.
Ξαφνικά όμως όλα τελείωσαν τόσο γρήγορα όσο είχαν αρχίσει, με την πίεση των Κυκλωπιανών γύρω από τον Όλιβερ και το κίτρινο πόνι του να μην είναι πια τόσο μεγάλη. Μια στιγμή αργότερα η Κατρίν βρέθηκε δίπλα του αρχίζοντας να τον μαλώνει για την ανόητη επίθεσή του.
Ο Όλιβερ δεν άκουσε λέξη από όσα του έλεγε. Κοίταζε στο τριφόριο την Σιόμπαν και τους τοξότες της, πολλοί από τους οποίους έφευγαν κιόλας αναζητώντας νέους στόχους.
Ο Όλιβερ χαιρέτησε την όμορφη μισοξωτική αγγίζοντας τον γύρο του καπέλου του, αλλά η Σιόμπαν δεν χαμογέλασε.
«Οι φίλοι-μού, δεν σκοπευούν τοσό-καλά!» του φώναξε μιμούμενη την γασκονική προφορά του.
Ο χάφλινγκ την κοίταξε απορημένος.
«Άκουσε το τραγούδι σου», του εξήγησε η Κατρίν. «Νομίζω ότι τους είπε να σε σκοτώσουν, αλλά αστόχησαν».
«Α», έκανε ο χάφλινγκ και χαιρέτησε πάλι την Σιόμπαν χαμογελώντας ακόμη πιο πλατιά.
«Γασκονικό γουρούνι…» κάγχασε η Κατρίν, γυρίζοντας να φύγει.
«Μα είμαι βαριά πληγωμένος!» φώναξε ξαφνικά ο Όλιβερ, με αποτέλεσμα η Κατρίν να κάνει μεταβολή για να τον κοιτάξει. «Μπορώ να πάρω το πουκάμισό σου να δέσω τις πληγές μου;»
Ήταν μία από τις πιο εκπληκτικές επιδείξεις ιππικής δεξιοτεχνίας που είχε δει ποτέ της η Κατρίν Ο’ Χέιλ, γιατί μόλις έκανε ένα μονάχα απειλητικό βήμα προς το μέρος του, ο Όλιβερ έστριψε τον Θρεντμπέαρ στο πλάι και πήδησε με το πόνι πάνω σε έναν στενό ξύλινο πάγκο, για να διασχίσει όλο το μήκος του με τέλεια ισορροπία.
Η Κατρίν κοίταξε την Σιόμπαν και χαμογέλασαν και οι δύο πλατιά με τον αναιδή φίλο τους.
Μετά ξανάπιασαν δουλειά αποτελειώνοντας τους μονόφθαλμους στο ισόγειο του καθεδρικού ναού και τοποθετώντας φρουρούς στο κεντρικό κλίτος, στα εγκάρσια κλίτη και σ’ ό,τι είχε απομείνει από την κόγχη του ιερού. Γρήγορα κυρίευσαν επίσης τους δίδυμους μπροστινούς πύργους, αλλά πολλοί Κυκλωπιανοί κατάφεραν να ξεφύγουν έχοντας επικεφαλής έναν πελώριο, τρομερό μονόφθαλμο ντυμένο με βασιλικά ρούχα, που κρατούσε μια υπέροχη σπάθα. Ο δούκας Κρίσις προχωρούσε μπροστά από την ομάδα του, που διέσχισε την ημικυκλική κόγχη στην ανατολική πλευρά του ναού και μετά έστριψε προς το νότιο εγκάρσιο κλίτος. Όταν βρήκε κλειστό τον δρόμο από ένα τείχος Εριαντοριανών, ο Κρίσις γύρισε πάλι ανατολικά, ακολούθησε έναν στενό διάδρομο και πέρασε μια κρυφή πόρτα στον αριστερό τοίχο. Ο Κρίσις και είκοσι Κυκλωπιανοί είχαν μπει στις κατακόμβες.
«Να πετάξουμε αναμμένα δεμάτια ξύλα από τις σκάλες», πρότεινε ένας Εριαντοριανός. «Ή θα βγουν έξω ή θα πεθάνουν από ασφυξία — η επιλογή δική τους!»
Αρκετοί άλλοι συμφώνησαν, αλλά η Σιόμπαν είχε επιφυλάξεις. Κάποιοι είχαν αναγνωρίσει τον αρχηγό αυτής της ομάδας, ήταν ο δούκας Κρίσις, έτσι η Σιόμπαν πίστευε ότι δεν θα έπρεπε να δώσουν στον αρχηγό των Κυκλωπιανών την ευκαιρία να ξεφύγει. «Μπορεί να υπάρχει κι άλλη έξοδος από τις κατακόμβες», είπε. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε έναν τόσο σημαντικό Κυκλωπιανό να βγει στους δρόμους του Καρλάιλ».
«Και ποιος θα ακολουθήσει τους μονόφθαλμους στις σκοτεινές κατακόμβες;» ρώτησε ένας στρατιώτης.
Πολλοί φώναξαν ότι θα πρέπει να καλέσουν τους νάνους, αλλά η Σιόμπαν τους σταμάτησε. «Δεν έχουμε χρόνο να βρούμε τους νάνους του Μπέλικ», είπε. «Θα πάω εγώ».
Είκοσι νεραϊδογέννητοι πήγαν αμέσως πίσω της.
«Αν και δεν θέλω να αφήσω το τόσο εξαιρετικό άλογό μου…» είπε ο Όλιβερ, αλλά πήγε κι αυτός κοντά στην Σιόμπαν. Την ίδια στιγμή στάθηκε δίπλα της και η Κατρίν.
«Τέσσερα-τρία!» διέταξε η Σιόμπαν, κι αμέσως δώδεκα τοξότες πήραν θέσεις μπροστά στην κλειστή πόρτα σε τέσσερις σειρές από τρία άτομα η καθεμία. «Μην περιμένετε να δείτε και να σημαδέψετε», τους είπε η Σιόμπαν, κάνοντας νόημα σε δυο άνδρες που έστεκαν δίπλα στην πόρτα.
Εκείνοι μέτρησαν μέχρι το τρία και άνοιξαν ξαφνικά την πόρτα, παραμερίζοντας ταυτόχρονα καθώς η πρώτη σειρά των ξωτικών εκτόξευε τα βέλη της. Μετά έσκυψαν και κύλησαν στο πλάι, για να επιτρέψουν στη δεύτερη σειρά να εκτοξεύσει κι αυτή τη βέλη της, ενώ η πρώτη έτρεχε στο τέλος της παράταξης περνώντας καινούρια βέλη στις χορδές. Ακολούθησε η τρίτη, μετά η τέταρτη, ξανά η πρώτη πάλι και έτσι συνεχίστηκε η διαδικασία μέχρι που ολοκληρώθηκαν δύο πλήρεις κύκλοι, είκοσι τέσσερα βέλη τα οποία κατέβαιναν τη σκάλα με συνεχείς εξοστρακισμούς στους πέτρινους τοίχους και τα σκαλοπάτια.
Οι στρατιώτες έδωσαν στον Όλιβερ και στην Κατρίν φανάρια, αλλά η Σιόμπαν τους είπε να χαμηλώσουν τις φλόγες. «Οι νεραϊδογέννητοι πολεμούν καλύτερα από τους μονόφθαλμους στο σκοτάδι», εξήγησε, όμως τότε σταμάτησε κοιτάζοντας καλά-καλά τους δυο φίλους της, που φυσικά δεν ανήκαν στη φυλή των ξωτικών.
«Θα ’ρθούμε μαζί σου», είπε αποφασισμένα η Κατρίν, δίνοντας τέλος στη συζήτηση πριν προλάβει να φέρει άλλη αντίρρηση η Σιόμπαν. Έτσι άρχισαν να κατεβαίνουν αργά και προσεχτικά τα ανώμαλα και άνισα σκαλοπάτια, οχτώ σειρές με τρία άτομα η καθεμία.
Αφού συνάντησαν αρκετούς νεκρούς Κυκλωπιανούς, τους τελευταίους πεσμένους στη σειρά μια και είχαν δεχτεί ταυτόχρονα τα βέλη από την πόρτα, έφτασαν στο υπόγειο.
Το φως από το φανάρι του Όλιβερ φαινόταν ασήμαντο εδώ. Τα ταβάνια ήταν χαμηλά, η Κατρίν και τα πιο ψηλά ξωτικά έσκυβαν για να μη χτυπήσουν το κεφάλι τους. Οι μεγάλες καμάρες ήταν ακόμη πιο χαμηλές, φτιαγμένες με τεράστιες πέτρες, καθώς τα υπόγεια ήταν χτισμένα έτσι ώστε να στηρίζουν τον τεράστιο καθεδρικό ναό που βρισκόταν από πάνω.
Οι φίλοι ένιωθαν σαν να είχαν μπει σε λαβύρινθο. Προσπαθούσαν να μείνουν μαζί, αλλά συχνά αναγκάζονταν να προχωρούν ο ένας πίσω από τον άλλο. Σε κάθε καμάρα συναντούσαν τέσσερις στροφές μπροστά τους, ενώ το δάπεδο ήταν τρομερά ανώμαλο. Το φως των φαναριών δεν κατάφερνε να διαλύσει το πηχτό σκοτάδι, παντού κρέμονταν πυκνοί ιστοί αράχνης και οι καμάρες ήταν τόσο πολλές και τόσο χαμηλές ώστε η περιοχή έμοιαζε περισσότερο σαν κυκεώνας από μπερδεμένους διαδρόμους παρά με ανοιχτό χώρο με κιονοστοιχίες.
«Εδώ ήταν το παλιό τέμενος», είπε ο Όλιβερ. Η φωνή του ακουγόταν υπόκωφη λόγω των πολλών ιστών από αράχνες και των λιθόχτιστων τόξων τριγύρω. «Έχτισαν τον καθεδρικό ναό από πάνω του». Καθώς μιλούσε, έστριψε σε μια γωνία για να βρει ένα υπερυψωμένο μέρος του δαπέδου, τρία-τέσσερα αρχαία φθαρμένα σκαλιά που οδηγούσαν σε μια μεγάλη τετράγωνη πέτρα, βωμό ίσως ή κρύπτη. Δεν ήταν σίγουρος για το τι μπορεί να ήταν. Γύρισε να ρωτήσει την Σιόμπαν, για να διαπιστώσει ότι είχε χωριστεί από τους άλλους.
«Μου αρέσει τόσο πολύ να έχω τον ουρανό για ταβάνι», ψιθύρισε ο χάφλινγκ.
«Μονόφθαλμος!» ακούστηκε μια κραυγή από κάπου και ακολούθησε αμέσως η μεταλλική κλαγγή των σπαθιών και μετά ένα γρύλλισμα πόνου. Κατόπιν ακούστηκε μια φωνή ξωτικού: «Είναι εδώ ακόμη!»
«Σιόμπαν!» φώναξε σιγανά ο Όλιβερ, προσπαθώντας να βρει τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει για να φτάσει ως εκεί. Πέρασε άλλη μια καμάρα, αλλά όλες οι κατευθύνσεις φαίνονταν ίδιες. Άρχισε να λέει ένα παιδικό ποίημα δείχνοντας διαδοχικά σε κάθε κατεύθυνση. «Αριστερή μεριά, δεξιά μεριά, εδώ πάω στη μέση κι εκεί πάω για καυγά». Μετά, όπως απαιτούσε η γασκονική παράδοση, ακολούθησε την τελευταία κατεύθυνση: “κι εκεί πάω για καυγά”.
Άκουσε πάλι ήχους μάχης, αλλά ήταν ατομικές αψιμαχίες όχι συγκρούσεις σε μεγάλη κλίμακα. Οι Κυκλωπιανοί ήταν όντως εδώ μέσα, είχαν κρυφτεί απελπισμένοι προσπαθώντας να στήσουν ενέδρα στους διώκτες τους.
Ο Όλιβερ έστριψε αριστερά στην επόμενη καμάρα κι εκεί του φάνηκε ότι αναγνώρισε την περιοχή από όπου είχαν μπει. Βγήκε από την επόμενη γωνία με ένα πλατύ χαμόγελο, περιμένοντας να δει τη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο του ναού.
Αλλά είδε μερικές μορφές που ήταν πολύ μεγάλες για να ανήκουν σε ξωτικά ή στην Κατρίν.
Βγάζοντας μια στριγγλιά, έκανε έναν οριζόντιο ξιφισμό προσπαθώντας ταυτόχρονα να αφήσει το φανάρι κάτω για να τραβήξει το μεν-γκος. Ήταν σίγουρος ότι το ξίφος του θα χτυπούσε τον κοντινότερο εχθρό, αλλά αυτός παραμέρισε με την άνεση και τη χάρη του γνήσιου πολεμιστή.
Ο Όλιβερ νόμισε ότι ήρθε η τελευταία του ώρα, όμως, καθώς πλησίασε ο εχθρός, είδε ότι το δέρμα του δεν είχε εκείνη την γκριζωπή απόχρωση των μονόφθαλμων αλλά ήταν μελαψό. Και επιπλέον είχε δύο μάτια — καστανά μάτια.
«Λούθιεν…» είπε ο Όλιβερ, όμως σταμάτησε καταλαβαίνοντας το λάθος του.
«Πρόσεχε το ξίφος σου, ανόητε!» γρύλλισε ο Ίθαν Μπέντγουιρ παραμερίζοντας το ξίφος του Όλιβερ που ήταν ακόμη απλωμένο.
«Τι κάνεις εδώ;»
«Μου είπαν ότι η Κατρίν κατέβηκε εδώ κάτω», απάντησε σιγά ο Ίθαν. «Και έχω υποσχεθεί στον αδελφό μου να την προσέχω».
Ο Όλιβερ χαμογέλασε. «Στον αδελφό σου;» είπε.
Ο Ίθαν όμως δεν είχε χρόνο για τέτοια παιχνίδια. Έκανε νόημα στους δύο Χιούγκοθ οι οποίοι βρίσκονταν ακόμη στη σκάλα να πάνε δεξιά, ενώ αυτός, με τον τρίτο Ισενλανδό που έστεκε δίπλα του, προχώρησαν ίσια μπροστά.
Ο Όλιβερ έσκυψε για να πάρει το φανάρι του από κάτω και να βάλει πάλι το μεν-γκος στη ζώνη και, όταν σηκώθηκε, διαπίστωσε ότι ήταν πάλι μόνος. Κοίταξε τη σκάλα νιώθοντας τον πειρασμό να ανεβεί στο ισόγειο, αλλά τότε άκουσε άλλη μια κραυγή από κάπου μακριά, μια φωνή που αναγνώρισε.
Η Σιόμπαν και ένα ξωτικό, αφού κατέβηκαν καμιά δεκαριά σκαλοπάτια, έστριψαν σε μια γωνία αφήνοντας πολύ πίσω τους ήχους οι οποίοι φανέρωναν πού βρίσκονταν οι άλλοι. Πέρασαν από ένα μικρό άνοιγμα το οποίο μόλις θα χωρούσε έναν μεγαλόσωμο Κυκλωπιανό. Η στοά που ανοιγόταν μπροστά τους δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη από το άνοιγμα, έτσι αναγκάστηκαν να σκύβουν χαμηλά ή ακόμη και να μπουσουλάνε σε κάποια σημεία για να περάσουν.
Το σκοτάδι ήταν απόλυτο, ακόμη και για τα ευαίσθητα μάτια των ξωτικών, γι’ αυτό η Σιόμπαν άναψε ένα μικροσκοπικό φανάρι το οποίο χρησιμοποιούσε συχνά την εποχή που έκανε διαρρήξεις στο Μόντφορτ.
Έκανε νόημα στον σύντροφό της που προπορευόταν να ξεκινήσει πάλι.
Γρήγορα έφτασαν σε μια χαμηλότερη περιοχή όπου βρίσκονταν οι παλιότερες κατακόμβες του καθεδρικού ναού. Σε όλους τους τοίχους γύρω τους υπήρχαν ανοιχτές κρύπτες με τους σκελετούς των πρώτων ιερέων και αρχιερέων του Καρλάιλ ή ίσως κι όλης της Θάλασσας του Άβον. Οι περισσότεροι ήταν ξαπλωμένοι, αλλά μερικοί σε κάποιες πιο περίτεχνες κρύπτες ήταν καθισμένοι σε πέτρινους θρόνους.
Η Σιόμπαν προσπάθησε να ηρεμήσει την καρδιά της καθώς είδε δίπλα της ένα αρχαίο σκέλεθρο να κάθεται σε κάποιον τέτοιο θρόνο, ποιος ξέρει πόσους αιώνες — μόνο που το κρανίο του ήταν πεσμένο στο δάπεδο, έργο ίσως των πεινασμένων αρουραίων που και τα δικά τους κόκαλα θα βρίσκονταν μάλλον σκορπισμένα σε τούτο τον θάλαμο του θανάτου. Η Σιόμπαν ξεκολλώντας το βλέμμα της από τον σκελετό, είδε τον σύντροφό της να χτυπά το κεφάλι του στο ανώφλι της επόμενης καμάρας.
«Πρόσεχε», ψιθύρισε η Σιόμπαν, μετά όμως ξεφώνησε καθώς είδε το ξωτικό να γυρίζει και να σωριάζεται κάτω.
Μολονότι το φως του μικρού φαναριού ήταν αμυδρό, η Σιόμπαν είδε το λαμπερό αίμα που χυνόταν από το στήθος του ξωτικού, το οποίο ήταν ανοιγμένο από τη μασχάλη μέχρι τον θώρακα.
Μπροστά της στεκόταν ο πελώριος Κυκλωπιανός δούκας με την σπάθα του να στάζει αίμα ξωτικού και το απαίσιο πρόσωπό του συσπασμένο σε μια υπόσχεση θανάτου.
Είχε ακουστεί μια μοναδική μακρινή κραυγή, ενώ οι άλλες φωνές γίνονταν όλο και πιο συχνές καθώς οι Εριαντοριανοί ξετρύπωναν συνεχώς κρυμμένους μονόφθαλμους. Ο Όλιβερ δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του τόσο συγκεντρωμένος. Το μυαλό του, η ψυχή του είχε εστιάσει σε αυτήν τη μοναδική κραυγή, έτσι ώστε ακόμα κι ο λαβύρινθος έμοιαζε να ξεμπερδεύεται μπροστά του, καθώς έτρεχε στους διαδρόμους δυναμώνοντας τη φλόγα του φαναριού του για να βλέπει καλύτερα το ανώμαλο έδαφος.
Φτάνοντας σε ένα πλάτωμα κάρφωσε το ξίφος του στον πισινό ενός Κυκλωπιανού, που ξιφομαχούσε. Αφού είδε ότι το χτύπημά του αιφνιδίασε τον μονόφθαλμο δίνοντας ένα ανυπέρβλητο πλεονέκτημα στον αντίπαλό του, συνέχισε να τρέχει.
Πέρασε μια καμάρα χωρίς να κοιτάξει δεξιά κι αριστερά, ξανακούγοντας νοερά εκείνη την κραυγή, ακολουθώντας το ένστικτο και την καρδιά του.
Η Κατρίν, βλέποντάς τον να περνά, του φώναξε και μετά τον ακολούθησε μαζί με τον Ίθαν κι έναν Χιούγκοθ.
Αλλά δεν μπορούσαν να προλάβουν τον Όλιβερ σε τόσο στενό χώρο. Έφτασαν στην κορυφή μιας ερειπωμένης, ανώμαλης σκάλας τη στιγμή που ο Όλιβερ έμπαινε σε κάποια τρύπα στο κάτω μέρος της.
Μόνο η κλαγγή των σπαθιών τους έδειξε ότι ακολουθούν τον σωστό δρόμο.
Η Σιόμπαν ήταν από τους καλύτερους τοξότες σε όλη τη Θάλασσα του Άβον. Αλλά δεν ήταν αρχάρια και στο ξίφος, όπως ανακάλυψε γρήγορα ο δούκας Κρίσις.
Ο μονόφθαλμος νόμισε ότι την είχε αιφνιδιάσει, έτσι η πρώτη του επίθεση έγινε μ’ ένα οριζόντιο χτύπημα που είχε στόχο την καρδιά της.
Η Σιόμπαν τράβηξε το κοντό ξίφος της που παραμέρισε ελάχιστα την σπάθα, ενώ ταυτόχρονα γύριζε κατάλληλα το σώμα της. Ο Κρίσις αστόχησε και η Σιόμπαν απάντησε αστραπιαία τινάζοντας το ξίφος της διαγώνια προς το απαίσιο πρόσωπό του.
Ο μονόφθαλμος έκανε πίσω σκοντάφτοντας σε κάποιο σκαλοπάτι και μπαίνοντας σε έναν μεγαλύτερο χώρο, όπου βρισκόταν ο παλιότερος βωμός του αρχαίου ναού.
«Ο δούκας Κρίσις;» κάγχασε η Σιόμπαν.
Ο Κρίσις ξεφύσηξε περιφρονητικά, μην κάνοντας τον κόπο να απαντήσει.
«Σου δίνω την ευκαιρία να παραδοθείς», μπλοφάρισε η Σιόμπαν προσευχόμενη να δεχτεί ο Κυκλωπιανός που, προφανώς, ήταν επικίνδυνος πολεμιστής. «Η πόλη είναι δική μας. Δεν μπορείς να ξεφύγεις».
«Τότε θα πεθάνω με το σπαθί μου στο ένα χέρι και το κεφάλι σου στο άλλο!» δήλωσε ο Κρίσις περνώντας στην επίθεση.
Η σπάθα άστραψε δεξιά, αριστερά, αριστερά πάλι και μετά ίσια κάτω, με τον Κρίσις να την αδράχνει και με τα δύο χέρια για την τελική επίθεση. Η Σιόμπαν απέκρουσε και παραμέρισε, μετά έσκυψε αποφεύγοντας το τρίτο χτύπημα και τέλος σήκωσε το ξίφος της οριζόντια πάνω από το κεφάλι για να αποκρούσει τον τελευταίο κατακόρυφο σπαθισμό. Είχε σκοπό να σταματήσει την σπάθα, να την σπρώξει μακριά και μετά να πλησιάσει τον Κρίσις για να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα που της έδινε το ξίφος της, πιο κοντό από το δικό του.
Το χτύπημα του Κρίσις ήταν πολύ δυνατό για να μπορέσει να εφαρμόσει αυτή την τακτική. Η Σιόμπαν αισθάνθηκε τα γόνατά της σχεδόν να λυγίζουν από την ορμή της σπάθας. Το καλοφτιαγμένο ξίφος της άντεξε όμως, σταματώντας την σπάθα πάνω από το κεφάλι της, και η Σιόμπαν κύλησε στο πλάι χτυπώντας δυο φορές απανωτά καθώς απομακρυνόταν.
Το ένα χτύπημά της βρήκε ελαφρά τον μηρό του Κρίσις, αλλά αυτός γέλασε με το ασήμαντο τραύμα συνεχίζοντας την επίθεση με απανωτούς ξιφισμούς σε κάθε του βήμα. Η Σιόμπαν πηδούσε απεγνωσμένα δεξιά κι αριστερά για να αποφύγει την σπάθα, μέχρι που την σταμάτησε ο παλιός βωμός. Ο Κρίσις, νομίζοντας ότι την είχε παγιδέψει, όρμησε ξανά.
Η Σιόμπαν, με τέλεια ισορροπία, πήδησε πάνω από τον βωμό, έναν μονόλιθο που της ερχόταν ως τον μηρό και προσγειώθηκε από την άλλη πλευρά, ενώ η σπάθα του Κυκλωπιανού έκοβε τον αέρα από κάτω της.
Ο Κρίσις πήδησε επίσης τον πέτρινο βωμό, αλλά η ευκίνητη Σιόμπαν είχε απομακρυνθεί κιόλας κυλώντας στο πλάι. Πετάχτηκε όρθια και πέρασε στην επίθεση. Το ξίφος της σημάδεψε την κοιλιά του Κυκλωπιανού, μα την τελευταία στιγμή άλλαξε κατεύθυνση και υψώθηκε προς τα πάνω. Ο Κρίσις είχε γυρισμένη την σπάθα προς τα κάτω, έτσι δεν μπόρεσε να αποκρούσει.
Ο Κυκλωπιανός έκανε πίσω με μια βαθιά τομή στο πιγούνι του και την πεταχτή του μύτη σχεδόν κομμένη στη μέση.
Η Σιόμπαν θα μπορούσε να του ζητήσει πάλι να παραδοθεί και ο μονόφθαλμος ίσως να δεχόταν, όμως στο μεταξύ την είχε απορροφήσει η μάχη. Όρμησε με αστραπιαία απανωτά χτυπήματα βρίσκοντας πάλι τον στόχο, αυτήν τη φορά καρφώνοντας το ξίφος της βαθιά στον αριστερό ώμο του Κυκλωπιανού και πλησιάζοντάς τον τόσο κοντά ώστε του ακινητοποίησε τα χέρια στα πλευρά.
Αλλά μόνο για μια στιγμή, γιατί ο Κρίσις ούρλιαξε από πόνο και, σπρώχνοντας μπροστά με την μεγάλη δύναμή του, εκτόξευσε την Σιόμπαν τρία μέτρα μακριά. Εκείνη κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία της, έτσι ήταν έτοιμη όταν ο Κρίσις επιτέθηκε πάλι με τη γνωστή πια σειρά των χτυπημάτων.
Δεξιά, αριστερά, αριστερά πάλι και μετά προς τα κάτω, αλλά αυτήν τη φορά κρατώντας τη σπάθα μόνο με το ένα χέρι.
Η Σιόμπαν απέκρουσε το πρώτο χτύπημα, τραβήχτηκε πίσω για να αποφύγει το δεύτερο ρουφώντας την κοιλιά της και έσκυψε για το τρίτο. Μετά όρμησε μπροστά, βλέποντας ότι ο Κρίσις κρατούσε τη σπάθα μόνο με το ένα χέρι.
Τα σπαθιά συναντήθηκαν με μια τρομερή κλαγγή. Η Σιόμπαν, αφού έσπρωξε στο πλάι με όλη της τη δύναμη, μετά έκανε ένα βήμα μπροστά χαμογελώντας όλο σιγουριά για τη νίκη της καθώς η σπάθα παραμερίστηκε.
Το φως δυνάμωσε μόλις μπήκε στο θάλαμο ο Όλιβερ με το φανάρι του και είδε την αγαπημένη του Σιόμπαν κοντά στον πελώριο, άσχημο μονόφθαλμο. Η σπάθα του Κρίσις ήταν στο πλάι, ακίνητη, αλλά για κάποιο λόγο το ξίφος της Σιόμπαν δεν κινιόταν για να καρφώσει τον Κυκλωπιανό.
Ο Όλιβερ κατάλαβε, όταν η αγαπημένη του έκανε πίσω αποκαλύπτοντας ένα ματωμένο στιλέτο στο αριστερό χέρι του Κρίσις.
Η Σιόμπαν κατάφερε να κοιτάξει τον Όλιβερ και μετά, ενώ το σπαθί της έπεφτε κάτω με ένα νεκρικό κουδούνισμα, το ακολούθησε και η ίδια.
Ο Κρίσις ήταν σχεδόν διπλάσιος από τον Όλιβερ και δεν είχε σοβαρά τραύματα, αλλά ο χάφλινγκ δεν διανοήθηκε να υποχωρήσει εκείνη τη φριχτή στιγμή. Βρυχώμενος για την αγαπημένη του όρμησε μπροστά δουλεύοντας μανιασμένα το ξίφος του σε μια επίθεση δέκα διαδοχικών χτυπημάτων. Οι κινήσεις του ήταν τόσο γρήγορες ώστε ο Κρίσις δεν προλάβαινε καν να τις διακρίνει, έτσι ο Όλιβερ τον τραυμάτισε κάμποσες φορές στο χέρι καθώς εκείνος αγωνιζόταν να αποκρούσει με την σπάθα.
Ο Κυκλωπιανός προσπάθησε να τον αναχαιτίσει, αλλά ο έξαλλος Όλιβερ δεν σταματούσε την επίθεση. Σπρωγμένος από έναν τρελό θυμό κάρφωνε ξανά και ξανά, χτυπούσε την σπάθα με το μεν-γκος καταφέρνοντας κάποτε να την παγιδέψει με το κάλυπτρο της λαβής, μολονότι δεν βρισκόταν στη σωστή γωνία για να σπάσει το όπλο του Κυκλωπιανού ή να το πετάξει από το δυνατό του χέρι.
Καθώς ο Κυκλωπιανός συνέχισε να οπισθοχωρεί, ο Όλιβερ βρήκε μια ευκαιρία όταν ο Κρίσις πλησίασε στον πέτρινο βωμό. Ο χάφλινγκ πήδησε πάνω στον μονόλιθο και τώρα ο Κρίσις δυσκολευόταν ακόμη πιο πολύ να αποκρούσει, αφού το ξίφος του Όλιβερ ήταν επικίνδυνα κοντά στο ήδη τραυματισμένο πρόσωπό του.
«Είσαι τόσο κακομούτσουνος!» φώναξε ο Όλιβερ φτύνοντας τις λέξεις. «Ακόμη κι ένα σκυλί δεν θα έπαιζε μαζί σου αν δεν είχες ένα κομμάτι κρέας δεμένο στη χοντρή κοιλιά σου!»
«Θα το έτρωγα το σκυλί!» απάντησε ο Κρίσις, αλλά ο Όλιβερ εξαπέλυσε μία ακόμη επίθεση με διαδοχικά χτυπήματα.
Ο Κρίσις κατάλαβε ότι η μανία του Όλιβερ ήταν πολύ μεγάλη. Αν όμως ο χάφλινγκ συνέχιζε να χτυπάει έτσι φρενιασμένα, ήταν απολύτως σίγουρο ότι γρήγορα θα κουραζόταν.
Έτσι ο μονόφθαλμος απέκρουσε αρχίζοντας να απομακρύνεται από τον βωμό, τότε όμως το μάτι του άνοιξε διάπλατο από έκπληξη καθώς είδε το μεν-γκος να έρχεται καταπάνω του περιστρεφόμενο στον αέρα. Ο Κρίσις σήκωσε το χέρι του για να το πετάξει μακριά, αλλά την ίδια στιγμή ο Όλιβερ όρμησε ως την άκρη του βωμού και πήδησε στον αέρα προς τον εχθρό του.
Ο Κρίσις ούρλιαξε από πόνο καθώς το μεν-γκος καρφώθηκε στο χέρι του. Προσπάθησε να σηκώσει την σπάθα για να σταματήσει τον ιπτάμενο χάφλινγκ, αλλά η αντίδρασή του ήταν πολύ αργή, οι μύες του κουρασμένοι και πιασμένοι.
Ο Όλιβερ έπεσε πάνω του με δύναμη, μα ο Κυκλωπιανός των εκατόν σαράντα κιλών μόλις που έκανε ένα μικρό βήμα πίσω. Δεν είχε σημασία όμως, γιατί ο Όλιβερ είχε πηδήσει με το ξίφος του προτεταμένο.
Βρέθηκε πάνω στο πελώριο στήθος του Κρίσις μοιάζοντας σαν μωρό στην αγκαλιά του γιγαντόσωμου πατέρα του. Αλλά το ξίφος είχε βρει τον στόχο του, ήταν καρφωμένο σχεδόν μέχρι τη λαβή στον λαιμό του Κρίσις.
Ο Κυκλωπιανός αγκομαχούσε τώρα, καθώς τιναζόταν αίμα από το στόμα και τον λαιμό του. Άρπαξε τον Όλιβερ και τον έσφιξε προσπαθώντας να τον λιώσει, όμως το σφίξιμο αναπόφευκτα χαλάρωσε, γιατί τα πνευμόνια του είχαν ήδη γεμίσει με αίμα. Ο Κρίσις έπεσε αργά στα γόνατα και ο Όλιβερ φρόντισε να πηδήσει μακριά, αποφεύγοντας μια αδύναμη προσπάθεια του Κρίσις να τον χτυπήσει με τη σπάθα.
Ο μονόφθαλμος έπεσε στα τέσσερα βήχοντας, προσπαθώντας να αναπνεύσει.
Ο Όλιβερ δεν ασχολήθηκε άλλο μαζί του. Έτρεξε στην αγαπημένη του, της σήκωσε το κεφάλι στο μπράτσο του κι έβαλε το άλλο χέρι στο τραύμα στο στήθος της.
Ο Ίθαν μπήκε τρέχοντας στον θάλαμο και τον ακολούθησε η Κατρίν. Το θέαμα τους απολίθωσε. «Ω αγάπη μου!» άκουσαν τον Όλιβερ να θρηνεί. «Μην πεθάνεις!»
«Δεν μπορούμε να πάμε προς αυτή την κατεύθυνση», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο Λούθιεν πέρασε αναμέσα από μερικούς θάμνους φτάνοντας δίπλα του και εκεί είδε μια έκταση νερού να τους κυκλώνει από τρεις πλευρές.
Είχαν περάσει μισή ώρα σχεδόν περπατώντας μέσα από την μπερδεμένη βλάστηση για να καταλήξουν σε μια χερσόνησο.
Ο Λούθιεν ήταν έτοιμος να προτείνει να γυρίσουν πίσω, αλλά δεν μίλησε καθώς είδε τον Μπριντ’Αμούρ να κοιτάζει επίμονα τον Ριβερντάνσερ.
«Το άλογο είναι ξεκούραστο», είπε ο μάγος. «Θα πετάξουμε».
Ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση. Αισθανόταν απαίσια, τα πόδια του ήταν μουσκεμένα και πιασμένα, το δέρμα του τον έτρωγε από εκατό τσιμπήματα, ενώ τα νεύρα του ήταν σπασμένα. Και, μολονότι δεν τους είχε επιτεθεί κανένα τέρας, όλες οι σκιές του Σόλτγουος έμοιαζαν να κρύβουν επικίνδυνα θηρία.
Έτσι, ανάσανε με ανακούφιση γεμίζοντας τα πνευμόνια του με καθαρό αέρα, μόλις βρέθηκαν πάνω από τον θόλο της βλάστησης. Για ένα διάστημα είχε μισόκλειστα τα μάτια μέχρι να προσαρμοστεί η όρασή του στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, που περνούσε κάθε τόσο από τα ανοίγματα στα πυκνά σύννεφα τα οποία έτρεχαν στον ουρανό. Ήξερε ότι εδώ πάνω ήσαν πιο εκτεθειμένοι αφού δεν είχαν την κάλυψη των θάμνων και των δέντρων. Ο Γκρινσπάροου θα τους εντόπιζε εύκολα, αν έκανε τον κόπο να κοιτάξει στον ουρανό. Παρ’ όλα αυτά όμως χαιρόταν γι’ αυτή την αλλαγή, όπως και ο Ριβερντάνσερ, που τέντωνε ανυπόμονα τον λαιμό του μπροστά καθώς πετούσε. Ακολουθώντας τη σύσταση του Μπριντ’Αμούρ, ο Λούθιεν κρατούσε το άλογο χαμηλά πάνω από τις κορυφές των δέντρων.
«Βλέπεις τίποτα;» ρώτησε ο Λούθιεν μετά από μερικά λεπτά.
«Όχι», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, και μετά από λίγη σκέψη έδειξε προς τα πάνω με τον αντίχειρα. «Δεν θα βρούμε τον δράκο μέσα σε αυτήν τη βλάστηση», είπε. «Για να δούμε όμως μήπως καταφέρει να μας βρει αυτός!»
Η φράση του έφερε στον νου του Λούθιεν αναμνήσεις από την προηγούμενη φορά που αντιμετώπισε δράκο, μια εμπειρία που τον έκανε ακόμη να ξυπνά μερικές φορές τη νύχτα πανικόβλητος. Αλλά είχαν έρθει εδώ για τον Γκρινσπάροου, υπενθύμισε στον εαυτό του, οπότε δεν θα έφευγαν μέχρι να βρουν τον απαίσιο Δρακοβασιλιά και να τον νικήσουν.
Ο Ριβερντάνσερ άρχισε να ανεβαίνει φθάνοντας στα τριάντα μέτρα πάνω από τα σκοτεινά δέντρα. Στα εξήντα μέτρα ο βάλτος πήρε διαφορετική μορφή, έγινε μια μάζα από ακαθόριστες κορυφές δέντρων και μπαλώματα από σκούρο νερό. Συνέχισαν να ανεβαίνουν πιο ψηλά, με το Σόλτγουος να διευρύνεται από κάτω τους και τα σχήματα να ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας μια έκταση από εναλλασσόμενα γκριξοπράσινα κομμάτια.
Ο βάλτος είχε γίνει τώρα μια επίπεδη ομοιόμορφη έκταση με εναλλαγές αποχρώσεων. Εκτός από ένα σημείο, μια κηλίδα που δεν ταίριαζε σε αυτό το κολάζ λες και το Σόλτγουος, σαν ένα μεγάλο τόξο, είχε εκσφενδονίσει ένα μοναδικό βέλος εναντίον τους.
Ο Λούθιεν δίστασε κοιτάζοντας σαν υπνωτισμένος. Τι είναι αυτό που κινεί τον δράκοντα με τόσο μεγάλη ταχύτητα; αναρωτήθηκε σαστισμένος βλέποντας ότι το τέρας χτυπούσε τα φτερά του αραιά και πού, ένα φτερούγισμα και μετά τα μάζευε κοντά στο σώμα του, συνεχίζοντας όμως να ανεβαίνει με απίστευτη ταχύτητα σαν να έκανε κάθετη εφόρμηση από ψηλά!
Ο Ριβερντάνσερ ξεφύσηξε προσπαθώντας να αντιδράσει, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε τότε το λάθος του, αυτό τον στιγμιαίο δισταγμό, και κοίταξε το ανοιχτό στόμα του δράκου που πλησίαζε βλέποντας εκεί την καταδίκη του.
Μετά όμως ο κόσμος άλλαξε γύρω του, μετατοπίστηκε μέσα στον ασπρογάλανο στροβιλισμό ενός μαγικού τούνελ. Καθώς η αλλαγή σταμάτησε εξίσου ξαφνικά όσο είχε αρχίσει, ο Λούθιεν βρέθηκε να κοιτάζει τον δράκο από ψηλά, να απομακρύνεται από κάτω τους.
Με το ραβδί του Μπριντ’Αμούρ να αγγίζει τον ώμο του παλληκαριού, ο μάγος έστειλε έναν κεραυνό μαύρης ενέργειας που χτύπησε τον δράκο και τον τράνταξε δυνατά.
Ο Γκρινσπάροου άπλωσε τα φτερά του σε όλο τους το μήκος προβάλλοντας αντίσταση, σταματώντας την καθοδική κίνηση που του είχε δώσει ο κεραυνός.
Ο Λούθιεν αντέδρασε γρήγορα αυτήν τη φορά καθοδηγοντας τον Ριβερντάνσερ σε μια πιο απότομη άνοδο, προσπαθώντας να τον φέρει πίσω από τον δράκοντα.
Αλλά ο Ντανσαλιγκνάτιους, ο Γκρινσπάροου, έσκυψε το κεφάλι του καθώς έπεφτε και γύρισε τον φιδίσιο λαιμό του για να στραφεί πάλι προς το μέρος τους.
Ο Ριβερντάνσερ δίπλωσε το ένα φτερό κάνοντας μια πλήρη στροφή καθώς ο δράκος εκτόξευε ένα ποτάμι φωτιάς. Ο Λούθιεν, ενώ προσπαθούσε να παραμείνει στη θέση του πάνω στη σέλα, είδε άναυδος μια πράσινη γροθιά να τινάζεται στον αέρα προερχόμενη από κάπου πίσω του. Αφού χτύπησε με δύναμη τον δράκοντα στον κοιλιά, εξερράγη εκεί με τόση δύναμη ώστε τον πέταξε πολλά μέτρα μακριά.
«Χα!» έκανε ο Μπριντ’Αμούρ κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του στον αέρα δίπλα στο αφτί του Λούθιεν.
Μετά ψιθύρισε με λιγότερη σιγουριά στην φωνή του: «Πρέπει να παραμείνεις κοντά στο θηρίο, αγόρι μου. Τόσο κοντά που, αν ο Γκρινσπάροου ξεράσει φωτιά, να κάψει το δικό του φτερό».
Ο Λούθιεν κατάλαβε τη λογική αυτής της τακτικής, όμως άλλο πράγμα είναι να λες κάτι και τελείως άλλο να το κάνεις, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζεις έναν δράκο!
Ενώ ο Μπριντ’Αμούρ εκτόξευε μια δεύτερη γροθιά μαγικής ενέργειας και μετά μια τρίτη, ο Λούθιεν ακολούθησε με τον Ριβερντάνσερ την πορεία προς τον δράκοντα που του είχε υποδείξει ο μάγος.
Ο μακρύς λαιμός του Γκρινσπάροου παραμέρισε, με αποτέλεσμα η πρώτη γροθιά να περάσει δίπλα του χωρίς να τον αγγίξει. Η τελευταία όμως τον χτύπησε τινάζοντας το κεφάλι του στο πλάι. Ο Γκρινσπάροου όμως ήταν πάντα συγκεντρωμένος στο φτερωτό άλογο με τους δύο αναβάτες του, έτσι που ο Λούθιεν κόντεψε να λιποθυμήσει με τη σκέψη ότι είχε βάλει τον εαυτό του και τους συντρόφους του σε μια διαδρομή η οποία θα οδηγούσε ενδεχομένως και τους τρεις τους σε βέβαιο θάνατο.
«Κράτα την πορεία!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ και ο Λούθιεν υπάκουσε ουρλιάζοντας.
Η δεύτερη ιπτάμενη γροθιά, εκείνη που είχε αστοχήσει, γύρισε στον αέρα σαν μπούμερανγκ και χτύπησε με δύναμη τον δράκοντα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μια στιγμή πριν εκείνος προλάβει να εξαπολύσει τη φωτιά του. Το τέρας τινάχτηκε μπροστά ζαλισμένο, ενώ ο Ριβερντάνσερ περνούσε πάνω από τον σκυμμένο λαιμό του. Ο Λούθιεν προσπάθησε να τραβήξει το σπαθί του, γιατί ήταν τόσο κοντά ώστε θα μπορούσε ίσως να χτυπήσει το θηρίο, αλλά δεν πρόλαβε καθώς ο Μπριντ’Αμούρ εκτόξευσε άλλον ένα κεραυνό από το ραβδί του, κόκκινο αυτήν τη φορά, που βρήκε τον δράκοντα και αγκάλιασε όλο του το σώμα εκτινάσσοντας σπίθες από λέπι σε λέπι.
Τώρα ο δράκος βρυχήθηκε και άρχισε να πέφτει περιστρεφόμενος στον αέρα. Ο Μπριντ’Αμούρ έβγαλε μια θριαμβευτική κραυγή, όπως κι ο Λούθιεν που άρχισε να στρίβει τον Ριβερντάνσερ για να ακολουθήσει τον Γκρινσπάροου. Και οι δύο τους όμως δεν είχαν αντιληφθεί τα πολλά όπλα που είχε στη διάθεσή του ένα τέτοιο θηρίο. Ο δράκος έπεφτε προς τον βάλτο αλλά, καθώς περιστράφηκε το μεγάλο σώμα του, είχε την ετοιμότητα να χτυπήσει τους εχθρούς του με τη μακριά δυνατή ουρά του.
Ο Ριβερντάνσερ έστριβε εκείνη τη στιγμή και αυτό σίγουρα έσωσε τη ζωή του αλόγου και των αναβατών του, δεν μπόρεσε όμως να αποφύγει τελείως την ουρά του δράκου, έτσι δέχτηκε ένα πλαγιαστό χτύπημα στο πλευρό.
Ξαφνικά το φτερωτό άλογο με τους αναβάτες του άρχισαν να στροβιλίζονται προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθούν στον αέρα. Ο Μπριντ’Αμούρ γλίστρησε από την πλάτη του αλόγου, αλλά πρόλαβε να αρπαχτεί και με τα δύο χέρια από την κουκούλα του μανδύα του Λούθιεν. Ξεφώνισε βλαστημώντας καθώς το ραβδί τού έπεσε από τα χέρια και χάθηκε μέσα στη βλάστηση του Σόλτγουος.
Ο Λούθιεν, φέρνοντας τον Ριβερντάνσερ στη σωστή πορεία, αγκάλιασε με το ένα χέρι τον μάγο που κρεμόταν ακόμη ταλαντευόμενος στο πλευρό του αλόγου.
Ο ήλιος φάνηκε να χάνεται τότε καθώς ο δράκος πέρασε δίπλα τους, μόλις πέντε μέτρα στα δεξιά τους, απλώνοντας τα μεγάλα πόδια του για να τους αρπάξει. Ο Λούθιεν έστριψε αριστερά προλαβαίνοντας να τους απομακρύνει, αλλά το ένα πόδι του δράκου χτύπησε το δεξιό φτερό του Ριβερντάνσερ αυλακώνοντας τη σάρκα και σπάζοντας κόκαλα.
Άρχισαν να στροβιλίζονται πάλι στον αέρα και αυτήν τη φορά ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να ελέγξει την πτώση τους. Καθώς έπεφταν, σε μία περιστροφή ο Λούθιεν είδε ότι ο Γκρινσπάροου είχε διπλώσει τα φτερά του κι έκανε κάθετη εφόρμηση με το τεράστιο στόμα του ανοιχτό, έτοιμο να ξεράσει φωτιά.
Αλλά τότε άρχισε ξανά ο γαλάζιος στροβιλισμός, τη στιγμή που ο Μπριντ’Αμούρ άνοιξε ένα μαγικό τούνελ ακριβώς από κάτω τους. Το διέσχισαν μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όμως, βγαίνοντας, βρέθηκαν πενήντα μέτρα πιο χαμηλά σχεδόν πάνω από τις κορυφές των δέντρων, και αρκετές εκατοντάδες μέτρα στο πλάι.
Με την πτώση τους να συνεχίζεται, ο Λούθιεν ήταν τόσο συγχυσμένος και αιφνιδιασμένος ώστε δεν πρόλαβε να σκεφτεί τι μπορεί να υπήρχε από κάτω. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κρατηθεί από το άλογο ουρλιάζοντας.
Οι δυο σύντροφοι και το πληγωμένο φτερωτό άλογο έπεσαν με δύναμη μέσα σε μια λασπωμένη έκταση νερού.
Ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι πέρασαν πολλά λεπτά, στην πραγματικότητα όμως μετά από μερικά μόνο δευτερόλεπτα οι δυο άνδρες και το τραυματισμένο άλογο έβγαιναν στο μαλακό έδαφος στην άκρη της λιμνούλας. Η λάσπη είχε σκεπάσει τον γαλάζιο χιτώνα του Μπριντ’Αμούρ, είχε δώσει ένα λερωμένο καφέ χρώμα στο κατάλευκο τρίχωμα του Ριβερντάνσερ και είχε καλύψει επίσης τον Λούθιεν, με εξαίρεση τον υπέροχο πορφυρό μανδύα που απωθούσε κάθε βρομιά διατηρώντας πάντα ανέπαφο το χρώμα του.
Οι δυο σύντροφοι όμως δεν είχαν τον χρόνο να τα προσέξουν αυτά. Καθώς το δεξιό φτερό του Ριβερντάνσερ ήταν σπασμένο και ματωμένο, το άλογο το κρατούσε μαζεμένο στο πλευρό του υποφέροντας από το τραύμα. Ο Μπριντ’Αμούρ έπιασε τα γκέμια και το οδήγησε σε μια πυκνή συστάδα δέντρων, όπου, αφού έκανε ένα ξόρκι, μετά είπε στον Λούθιεν να τον ακολουθήσει.
«Δεν μπορώ να αφήσω τον Ριβερντάνσερ…» άρχισε να διαμαρτύρεται εκείνος.
«Το άλογο πρέπει να επανέλθει στη φυσιολογική μορφή του», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Τα τραύματά του δεν θα είναι πια τόσο μεγάλα όταν θα φύγουν τα φτερά, αλλά ακόμη και τότε θα χρειάζεται ξεκούραση. Είναι μάταιο να προσπαθήσουμε να φύγουμε από αυτήν τη ζούγκλα καβάλα στον Ριβερντάνσερ με τον Γκρινσπάροου να μας κυνηγά».
Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένας εκκωφαντικός βρυχηθμός και μια μεγάλη σκιά πέρασε από πάνω τους.
«Έλα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ και αυτήν τη φορά ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση.
Προς μεγάλη έκπληξη και προσωρινή ανακούφιση του Όλιβερ, η Σιόμπαν άνοιξε τα όμορφα πράσινα μάτια της καταφέρνοντας να χαμογελάσει πονεμένα. «Τον σκοτώσαμε;» ρώτησε κομπιάζοντας και ανασαίνοντας βαριά.
Ο Όλιβερ έκανε μόνο ένα καταφατικό νεύμα. Ένας κόμπος στον λαιμό δεν τον άφηνε να μιλήσει. «Ο Κρίσις, δούκας του Καρλάιλ είναι μια κακή ανάμνηση και τίποτα παραπάνω», κατάφερε να πει τελικά.
«Μισό βαθμό για τη νίκη», ψιθύρισε η Σιόμπαν.
«Όλος ο βαθμός δικός σου», απάντησε αμέσως ο Όλιβερ.
Η κοπέλλα κατάφερε με μεγάλη προσπάθεια να κάνει ένα αρνητικό νεύμα. «Μόνο μισό», ψιθύρισε. «Μου φτάνει.
Ο Όλιβερ κοίταξε την Κατρίν και είδε τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.
»Μισός βαθμός», συνέχισε η Σιόμπαν. «Δεκαπέντε και μισό σήμερα.
Ο Όλιβερ θέλησε να απαντήσει, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε η Σιόμπαν.
»Πες το… στον Λούθιεν» ψέλλισε η Σιόμπαν. «Δεκαπέντε και μισό σήμερα. Τελικό σκορ… ενενήντα τρία και μισό για μένα… και μόνο ενενήντα τρία… για τον Λούθιεν… ακόμη κι αν σκοτώσει… τον Γκρινσπάροου.
Ο Όλιβερ την έσφιξε στην αγκαλιά του.
»Κέρδισα», είπε η Σιόμπαν με μια αμυδρή χαρά στη φωνή της. Μετά ο τόνος της άλλαξε ξαφνικά. «Όλιβερ;» είπε. «Είσαι εδώ;»
Το φως δεν είχε μειωθεί, ούτε ήταν τα μάτια της τραυματισμένα. Δεν έβλεπε όμως, και ο Όλιβερ κατάλαβε τι σήμαινε αυτό.
«Εδώ είμαι, αγάπη μου», της απάντησε και την έσφιξε πάλι στην αγκαλιά του κρατώντας σταθερή τη φωνή του. «Εδώ είμαι».
«Κρύο», είπε η Σιόμπαν. «Πολύ κρύο…»
Πέρασε πάνω από ένα λεπτό ώσπου τελικά η Κατρίν έσκυψε κι έκλεισε τα μάτια της Σιόμπαν.
«Έλα μαζί μας, Όλιβερ», είπε στον χάφλινγκ. Η φωνή της ήταν σταθερή, ήξερε ότι πρέπει να φανεί δυνατή για να βοηθήσει τον φίλο της. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο εδώ».
«Θα μείνω», είπε αποφασισμένα ο Όλιβερ.
Η Κατρίν κοίταξε τον Ίθαν, που σήκωσε τους ώμους. «Όταν θα τελειώσω την εκκαθάριση στις κατακόμβες», είπε, «θα γυρίσω να σας πάρω».
Η Κατρίν του έγνεψε καταφατικά κι όταν έφυγε ο Ίθαν, εκείνη απομακρύνθηκε από τον Όλιβερ με σεβασμό και κάθισε στον πέτρινο βωμό με την καρδιά της ματωμένη, τόσο για τον πόνο του Όλιβερ όσο και για τον χαμό της αγαπημένης της μισοξωτικής φίλης.
«Πρέπει να βρούμε το ραβδί μου», ψιθύρισε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Πώς;» απάντησε ο Λούθιεν κοιτάζοντας γύρω του την ατελείωτη ζούγκλα και τις σκιές του Σόλτγουος. «Δεν υπάρχει περίπτωση να…»
«Σσσ!» τον έκοψε ο Μπριντ’Αμούρ. «Μίλα σιγά! Οι δράκοντες έχουν πολύ καλή ακοή».
Ξαφνικά αισθάνθηκαν μια ριπή ανέμου και αμέσως μετά η βλάστηση από πάνω τους τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε μείνει στη θέση του σαν παγωμένος να κοιτάζει άναυδος τη φωτιά, αλλά σώθηκε από τα φλεγόμενα ξύλα που άρχισαν να πέφτουν, χάρη στην αστραπιαία αντίδραση του Λούθιεν ο οποίος τον έσπρωξε μέσα σε μια ρηχή λιμνούλα κι έπεσε από πάνω του σκεπάζοντάς τον με τον μαγικό μανδύα. Μεγάλα κομμάτια αναμμένα βρύα έπεσαν στο έδαφος στριφογυρίζοντας σαν φίδια. Σε μικρή απόσταση από τους δύο συντρόφους, η φωτιά υπερθέρμανε τους χυμούς ενός δέντρου και το έκανε να εκραγεί εκτοξεύοντας προς όλες τις κατευθύνσεις φλεγόμενα κομμάτια ξύλο, που έσβηναν σφυρίζοντας όταν έπεφταν μέσα στο νερό ή τη λάσπη.
«Σήκω και τρέχα!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ μόλις πέρασε ο μεγάλος κίνδυνος, καθώς οι φωτιές έσβηναν γρήγορα μέσα στην υγρασία του βάλτου.
Ο Λούθιεν σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει σκοντάφτοντας ξανά και ξανά στις γλιστερές όχθες της λίμνης. Καθώς κάπου πιο μακριά άκουσε τον Ριβερντάνσερ να χλιμιντρίζει τρομαγμένος, όταν γύρισε προς την κατεύθυνση όπου είχαν αφήσει το άλογο, είδε να πλησιάζει η καταδίκη τους.
Άρπαξε τον Μπριντ’Αμούρ θέλοντας να τον ρίξει πάλι στο νερό, αλλά εκείνος τον έκανε πέρα. Η βλάστηση γύρω τους δεν ήταν τόσο πυκνή πια, σίγουρα δεν έφτανε για να τους κρύψει από το διαπεραστικό βλέμμα ενός δράκοντα, έτσι ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι αν δείλιαζαν ήταν καταδικασμένοι.
Όχι, σκέφτηκε αποφασισμένος, είχαν έρθει εδώ για να πολεμήσουν τον Γκρινσπάροου, και αυτό θα έκαναν, θα αντιμετώπιζαν την επίθεσή του.
Ο Μπριντ’Αμούρ έτρεξε στον κορμό μιας τεράστιας παμπάλαιας ιτιάς. Ήταν ένα πελώριο δέντρο που είχε βγει σχεδόν άθικτο από το πρώτο πέρασμα του δράκοντα, σαν να μην ήταν παρά μια ασήμαντη ενόχληση. «Δώσε μου τη δύναμή σου», ψιθύρισε ο μάγος στην ιτιά και την αγκάλιασε.
Ο δράκος πέρασε από πάνω τους κοιτάζοντας την περιοχή που είχε καθαρίσει με την πύρινη ανάσα του. Μόλις πέρασε πάνω από τον Μπριντ’Αμούρ, έβγαλε μια στριγγή κραυγή και άρχισε να στρίβει με απίστευτη γρηγοράδα.
Ο Λούθιεν φώναξε στον Μπριντ’Αμούρ, αλλά εκείνος έδειξε να μην τον ακούει. Δεν έδωσε καν σημασία στον δράκοντα που πλησίαζε. Κρατούσε ακόμη αγκαλιά το δέντρο και του ψιθύριζε έχοντας τα μάτια του κλειστά.
Ο Λούθιεν τον πλησίασε προσπαθώντας να μην τον ενοχλήσει, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τον δράκο που επέστρεφε. Πήγε να φωνάξει πάλι στον Μπριντ’Αμούρ, αλλά σταμάτησε ξαφνιασμένος όταν είδε ότι τα δάχτυλα του μάγου είχαν εξαφανιστεί, είχαν βουλιάξει μέσα στον κορμό της ιτιάς! Στρέφοντας το βλέμμα του στο πρόσωπο του φίλου του, είδε μια βαθιά γαλήνη να έχει απλωθεί στα χαρακτηριστικά του. Όταν κοίταξε πάλι τα χέρια του, πρόσεξε ότι είχαν μπει στον κορμό μέχρι τους καρπούς!
«Δώσε μου τη δύναμή σου», ψιθύρισε πάλι ο Μπριντ’Αμούρ, όμως σε μια γλώσσα που ο Λούθιεν δεν καταλάβαινε, μια γλώσσα όχι από λέξεις αλλά από μουσική, τη μουσική της αιώνιας αρμονίας που είχε δημιουργήσει τον κόσμο δίνοντας στο δέντρο τη δύναμη και τη μακροζωία του, τη μουσική των δυνάμεων οι οποίες στήριζαν την πλάση.
Ο Λούθιεν, μην ξέροντας τι να κάνει, κοίταξε πάλι προς τον δράκοντα και τον είδε να έρχεται ολοταχώς προς το μέρος τους. Φωνάζοντας απελπισμένα στον φίλο του έκανε μια βουτιά στο πλάι, μακριά από τον Μπριντ’Αμούρ και την ιτιά, πέφτοντας στις ρίζες ενός άλλου μεγάλου δέντρου.
Ο Γκρινσπάροου εξέβαλε έναν εκκωφαντικό βρυχηθμό, που κορυφώθηκε με την εκτόξευση εκείνης της τρομερής πύρινης λαίλαπας. Την ίδια στιγμή, καθώς ο Μπριντ’Αμούρ φώναξε εκστατικά, μια πράσινη λάμψη αγκάλιασε τον μάγο, ανέβηκε στα χέρια του περνώντας μέσα στο δέντρο για να εξαπλωθεί στα κλαδιά του με μια ένταση που όλο και μεγάλωνε.
Η πύρινη ανάσα του δράκοντα σάρωσε τα πάντα. Ο Λούθιεν προσπάθησε να σκάψει το χώμα, να χωθεί μέσα. Τα μάτια του τον έκαιγαν, ενώ αισθάνθηκε τα πνευμόνια του έτοιμα να σκάσουν. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τη μοίρα του Μπριντ’Αμούρ, που δεν είχε την προστασία του υπέροχου μαγικού μανδύα κι έτσι θα λαμπάδιαζε σίγουρα.
Και όντως, οι φλόγες έπεσαν πάνω στον μάγο αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν τις αισθάνθηκε, όπως δεν τις αισθάνθηκε και η μεγάλη ιτιά. Γιατί, καθώς ο Μπριντ’Αμούρ είχε γίνει μέρος του δέντρου και το δέντρο είχε γίνει μέρος του, ενώ εκείνος είχε αποκτήσει ένα μέρος της ανθεκτικότητάς του, η ιτιά είχε αποκτήσει την πνευματική του ισχύ. Τα εύκαμπτα κλαδιά της που κρέμονταν πάνω από τον βάλτο υψώθηκαν και χτύπησαν τον δράκοντα καθώς περνούσε από πάνω.
Ο Γκρινσπάροου αιφνιδιάστηκε από ένα μεγάλο κλαδί που ανέβηκε και τον χτύπησε ανάμεσα στα μάτια, ενώ ένα άλλο τύλιξε σφιχτά το αριστερό φτερό του. Ο δράκος άρχισε να περιστρέφεται ανεξέλεγκτα στον αέρα. Τα κλαδιά λύγισαν, στρίφτηκαν και τελικά έσπασαν.
Τώρα ήταν ο Μπριντ’Αμούρ που ξεφώνισε από πόνο, ενώ η βία της σύγκρουσης με τον δράκοντα διέλυσε την συνένωσή του με το δέντρο αφήνοντάς τον καθισμένο στο υγρό έδαφος να αναρωτιέται γιατί υψώνονταν καπνοί από τον γαλάζιο χιτώνα του. Όταν κοίταξε την ιτιά, του ξέφυγε ένα βογγητό. Πολλά από τα κλαδιά της είχαν σπάσει και ο κορμός ήταν μισοξεριζωμένος, καθώς το πελώριο δέντρο είχε γείρει στο πλάι από το βάρος και την ορμή του δράκου.
Ο Μπριντ’Αμούρ ήθελε να τρέξει στην ιτιά, να την παρηγορήσει, να την ευχαριστήσει, να της δώσει τις δυνάμεις του για να επουλώσει τα τραύματά της. Είχε άλλα προβλήματα όμως γιατί ο δράκος, μετά την απρόσμενη σύγκρουση, έπεσε με ένα τρομερό τράνταγμα και σύρθηκε στο έδαφος με ορμή που συνέτριψε τη βλάστηση σε μια λωρίδα εκατό μέτρων. Δεν είχε νικηθεί όμως. Απελευθερώθηκε από τη βλάστηση και τα σπασμένα κλαδιά, σηκώθηκε όρθιος και γύρισε προς τον Μπριντ’Αμούρ. Το ένα φτερό του ήταν σπασμένο και θα χρειαζόταν καιρό για να θεραπευτεί. Ο δράκοντας δεν μπορούσε να πετάξει. Ο Γκρινσπάροου συσπειρώθηκε στο έδαφος σαν ένα γιγάντιο αιλουροειδές, με τα κιτρινοπράσινα μάτια του καρφωμένα στον μικροσκοπικό άνθρωπο που του είχε προκαλέσει τόσο πόνο.
Με ένα και μοναδικό άλμα βρέθηκε αρκετά κοντά στον Μπριντ’Αμούρ ώστε να μπορέσει να τον κάψει με την πύρινη ανάσα του. Ήδη ετοιμαζόταν ανοίγοντας το στόμα του.
Αλλά ο μάγος ήταν έτοιμος. Άγγιξε με τη μαγεία του το έδαφος κάτω από τα πόδια του αντλώντας υγρασία και σταμάτησε τη φωτιά του δράκου με ένα τείχος νερού. Μετά πέρασε στην αντεπίθεση εξαπολύοντας έναν κεραυνό ενέργειας που διαπέρασε τις φωτιές και χτύπησε τον Γκρινσπάροου.
Ο Λούθιεν έτρεμε ζαρωμένος στο έδαφος βουλώνοντας τα αφτιά του για να τα προστατέψει από τα μουγκρητά του θηρίου και της φωτιάς, που συνεχιζόταν ασταμάτητα, με τα δευτερόλεπτα να μοιάζουν ώρες. Το μόνο που ήθελε ο Λούθιεν ήταν μία μόνο εισπνοή, αλλά τούτη δεν υπήρχε πουθενά. Το μόνο που ήθελε ήταν να σηκωθεί για να τρέξει μακριά, αλλά τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Ο κόσμος φάνηκε να χάνεται μέσα στο σκοτάδι κι ένιωσε σαν να πέφτει σε ένα απύθμενο πηγάδι.
Οι ήχοι έσβησαν.
Η σύγκρουση σταμάτησε, οι φωτιές, ο κεραυνός, όμως ο Γκρινσπάροου με τον Μπριντ’Αμούρ στέκονταν ακόμη αντιμέτωποι. Ο μάγος, βλέποντας το κεφάλι του δράκου να τραβιέται πίσω και τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα, κατάλαβε ότι το θηρίο δεν περίμενε να έχει τόση αντοχή και δύναμη ο εχθρός του.
«Πρόδωσες όλα όσα ήταν ιερά για την αρχαία αδελφότητα», φώναξε.
«Τους αρχαίους ανόητους!» απάντησε ο δράκοντας με μια βροντερή φωνή σαν ουρλιαχτό.
Ο Μπριντ’Αμούρ παραξενεύτηκε, γιατί η φωνή του δράκου έβγαινε με δυσκολία, ένα μείγμα από παραμορφωμένες συλλαβές και ζωώδη γρυλλίσματα.
«Τους λες ανόητους», απάντησε ο μάγος. «Όμως στην αδελφότητα βρήκες για πρώτη φορά τη δύναμή σου».
«Η δύναμή μου είναι αρχαία!» απάντησε ο δράκος με ένα βρυχηθμό. «Πιο παλιά από την αδελφότητά σου, πιο παλιά από σένα!»
Ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε τότε την εσωτερική πάλη που γινόταν μέσα σε αυτό το διπλό πλάσμα. «Είσαι ο Γκρινσπάροου!» φώναξε, προσπαθώντας να την εκμεταλλευτεί.
«Είμαι ο Ντανσαλιγκνάτ… Είμαι ο Γκρινσπάροου, βασιλιάς της Θάλασσας του Άβον!» μούγκρισε το θηρίο.
Καθώς το σώμα του δράκου έκανε μια σύσπαση, ο Μπριντ’Αμούρ πέρασε αμέσως στην επίθεση εξαπολύοντας ακόμα έναν κεραυνό, αυτή τη φορά λευκό, εκτυφλωτικό. Ο δράκοντας μούγκρισε, μα κι ο Μπριντ’Αμούρ ούρλιαξε από πόνο καθώς διοχέτευε όλη του την ενέργεια, όλη του τη ζωτική δύναμη στον κεραυνό. Η μαγεία είναι μια δύναμη που η χρήση της πρέπει να περιορίζεται από τη σύνεση, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν είχε περιθώρια για αυτοσυγκράτηση τώρα, αφού αντιμετώπιζε έναν τέτοιο εχθρό. Αισθάνθηκε την καρδιά του να φτερουγίζει, τα γόνατά του να λύνονται, αλλά εξακολούθησε να στέλνει ενέργεια στον κεραυνό δίνοντας όλο του τον εαυτό στην προσπάθεια, στραγγίζοντας κάθε ίχνος δύναμης από μέσα του για να το εκτοξεύσει μεταμορφωμένο ενάντια στο τέρας.
Σχεδόν δεν έβλεπε πια τον δράκοντα ούτε αντιλαμβανόταν το περιβάλλον, όμως κάπου βαθιά μέσα στον νου του κατάλαβε ότι ο κεραυνός επέφερε σοβαρή ζημιά στο θηρίο και του προκάλεσε μια μεταμόρφωση.
Σιγά-σιγά ενώ η ενέργεια του κεραυνού έσβηνε, ο Μπριντ’Αμούρ απέμεινε να ταλαντεύεται όρθιος ακόμη, τελείως εξουθενωμένος. Όταν επιτέλους κατάφερε να κοιτάξει τον αντίπαλό του, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
Το πλάσμα που στεκόταν μπροστά του δεν ήταν πια ούτε ο δράκος ούτε ο βασιλιάς του Άβον. Ο Γκρινσπάροου και ο Ντανσαλιγκνάτιους, καθώς χωρίζονταν, είχαν παγώσει κάπου στη μέση των δύο διαφορετικών μορφών τους, σ’ ένα δίποδο τέρας σχεδόν τρία μέτρα ύψος, με δέρμα σκεπασμένο από μαυροπράσινα λέπια, μεγάλα χέρια με νύχια στα δάχτυλα, μακριά ουρά κι έναν ερπετοειδή λαιμό μακρύ όσο ήταν το ύψος του Μπριντ’Αμούρ.
«Νομίζεις ότι με νίκησες;» ρώτησε το τέρας.
Ο Λούθιεν άκουσε αυτή τη φράση σαν από μακριά, και η φωνή του θηρίου, ένα διαπεραστικό βραχνό ουρλιαχτό, ήταν αφόρητη για τα αφτιά και την καρδιά του.
»Είσαι ανόητος, Μπριντ’Αμούρ, όπως ήταν κι όλοι οι σύντροφοί σου», είπε ο Γκρινσπάροου.
«Και ο Γκρινσπάροου ανάμεσά τους», απάντησε ο Μπριντ’
Αμούρ με μεγάλη προσπάθεια που τον έκανε να υποφέρει.
«Όχι!» βρυχήθηκε το τέρας. «Ο Γκρινσπάροου ήταν ο μόνος που κατάλαβε ότι οι μέρες του δεν είχαν τελειώσει.
Ο Μπριντ’Αμούρ δεν μπορούσε να απαντήσει τίποτα σε αυτό, γιατί και ο ίδιος πίστευε πια ότι η αδελφότητα των μάγων είχε παραιτηθεί πρόωρα και ασύνετα από τις δυνάμεις της.
»Τώρα θα πεθάνεις», είπε το θηρίο κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Και όλος ο κόσμος θα πέσει στα χέρια μου».
Ξανά ο Μπριντ’Αμούρ δεν βρήκε τίποτα για να αντικρούσει τα λόγια του Δρακοβασιλιά — τουλάχιστον το πρώτο μέρος τους, αφού δεν είχε τη δύναμη ούτε να σηκώσει το χέρι του ενάντια στο πλάσμα που πλησίαζε. Δεν ήταν όμως σίγουρος αν ο δεύτερος ισχυρισμός του Γκρινσπάροου, αυτός για τον κόσμο, θα αποδειχνόταν σωστός.
«Ξέρουν ποιος είσαι τώρα», είπε, κάνοντας τη φωνή του όσο πιο δυνατή και σίγουρη μπορούσε. «Και το τι είσαι.
Ο Γκρινσπάροου γέλασε σαν να το θεωρούσε αυτό μια ασήμαντη λεπτομέρεια.
»Η Ντιάνα Γουέλγουορθ θα πάρει πίσω τον θρόνο της και το βασίλειό της, ενώ ο βδελυρός Γκρινσπάροου θα βρει την υποδοχή που του αρμόζει!» είπε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Αφού μπορώ να νικήσω τόσο εύκολα έναν Μπριντ’Αμούρ, τότε πώς θα με αντιμετωπίσουν η αδύναμη βασίλισσα ή οι ασήμαντοι σύμμαχοί της;» Ο Γκρινσπάροου συνέχισε να προχωρεί καθώς μιλούσε φτάνοντας σε απόσταση μερικών μέτρων από τον Μπριντ’Αμούρ, που ήταν τόσο εξαντλημένος ώστε δεν μπορούσε ούτε καν να υποχωρήσει. «Θα πάρω πίσω αυτά που μου ανήκουν!» είπε το θηρίο περνώντας στην επίθεση.
Ο ερπετοειδής λαιμός του Γκρινσπάροου τινάχτηκε μπροστά και το στόμα του άνοιξε διάπλατα. Ο Μπριντ’Αμούρ έβγαλε μια στριγγή αξιολύπητη κραυγή σηκώνοντας τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό του. Τα δόντια του θηρίου έσκισαν τα μανίκια του κι αυλάκωσαν τη σάρκα του, αλλά με αυτή την κίνηση του μάγου ο Γκρινσπάροου δεν μπόρεσε να τον αρπάξει καλά, έτσι απλώς η μουσούδα του χτύπησε τον Μπριντ’Αμούρ ρίχνοντάς τον κάτω.
Την ίδια στιγμή ο Δρακοβασιλιάς είδε μια κίνηση στο πλάι, καθώς μια μορφή πετάχτηκε από τη βάση ενός δέντρου και όρμησε πάνω του.
Ο σύντροφος του Μπριντ’Αμούρ! σκέφτηκε. Αλλά πώς ήταν δυνατό να μην τον έχει δει τόση ώρα;
Ο Λούθιεν, με δυο μεγάλες δρασκελιές, κρατώντας τον Τυφλωτή με τα δύο χέρια, τον έφερε πάνω από τον ώμο και το κεφάλι του κατεβάζοντάς τον μετά με όλη του τη δύναμη στον τεντωμένο λαιμό του θηρίου. Χτύπησε ξανά και ξανά καθώς ο Γκρινσπάροου προσπαθούσε να γυρίσει για να αντιμετωπίσει τον καινούριο εχθρό. Μαυροπράσινα λέπια ξεκόλλησαν και πετάχτηκαν μακριά. Τα πίσω πόδια του τέρατος αυλάκωσαν βαθιά τη γη ενώ γύριζε οπισθοχωρώντας.
Ο Λούθιεν, τυφλωμένος από οργή, συνέχισε να χτυπάει και να ουρλιάζει μανιασμένα εξακολουθώντας την επίθεση, γιατί ήξερε ότι αν άφηνε το τέρας να συνέλθει θα ήταν καταδικασμένος. Χτυπούσε πάλι και πάλι με το σπαθί και κάθε χτύπημα έβρισκε τον στόχο. Ο Γκρινσπάροου συνέχιζε να οπισθοχωρεί, ενώ ο Λούθιεν του κατάφερνε απανωτά πλήγματα με όλη του δύναμη.
Ξαφνικά όμως γλίστρησε, ένα στιγμιαίο παραπάτημα που ήταν όμως αρκετό για να προλάβει ο Δρακοβασιλιάς να βρει την ισορροπία του και να τραβηχτεί πίσω, ώστε να μην τον φτάνει το σπαθί.
«Η Πορφυρή Σκιά!» μούγκρισε ο Γκρινσπάροου. «Πόσο οδυνηρό αγκάθι ήσουν στα πλευρά μου!
Ο Λούθιεν σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να ορμήσει ξανά, σταμάτησε όμως βλέποντας ότι μια επίθεση, με τον δράκοντα να τον περιμένει έχοντας έτοιμα νύχια και δόντια, θα ήταν βέβαιος θάνατος.
»Μήνες περίμενα αυτήν τη στιγμή», είπε ο Γκρινσπάροου. «Περίμενα να σε ξεπληρώσω για όλα τα προβλήματα που μου προκάλεσες. Για τον Μπέλσεν’ Κριγκ και τον Μόρκνεϊ, για τον Πάραγκορ, δούκα του Πρίνσταουν και τις γελοίες κραυγές, “Εριαντόρ ελεύθερο”, που έφτασαν στα αφτιά μου».
Ο Λούθιεν έκανε ένα βήμα μπροστά δοκιμάζοντας να χτυπήσει, αλλά τραβήχτηκε πίσω πριν ακόμη διαγράψει μισό κύκλο το σπαθί, καθώς ο μακρύς ερπετόμορφος λαιμός του τέρατος απλώθηκε προς το μέρος του. Έπεσε μέσα στη λάσπη και σύρθηκε προς τα πίσω, έτσι καθιστός. Ο Γκρινσπάροου γελούσε τόσο δυνατά, ώστε δεν προσπάθησε να τον ακολουθήσει.
«Θα τον δεις να πεθαίνει, Μπριντ’Αμούρ», είπε ο Δρακοβασιλιάς. «Θα δεις όλες σου τις ελπίδες να σβήνουν».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ ελπίζοντας ότι ο μάγος θα ήταν έτοιμος να ξαναμπεί στη μάχη. Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν μπορούσε να τον βοηθήσει αυτήν τη φορά. Ήταν ακόμη πεσμένος κάτω και με δυσκολία κρατιόταν καθιστός. Οι μαγικές του δυνάμεις είχαν στερέψει από τη μάχη με τον Γκρινσπάροου, ιδιαίτερα από τον τελευταίο κεραυνό, την υπέρτατη επίθεσή του. Ο κεραυνός είχε μειώσει πολύ τις δυνάμεις του δράκου, τον είχε υποβιβάσει στην τωρινή του μορφή, αλλά δεν τον είχε εξοντώσει.
Ο Λούθιεν κοίταξε καλύτερα τον εχθρό του. Ο Δρακοβασιλιάς ήταν πληγωμένος, το δέντρο, οι κεραυνοί αλλά και η δικιά του μανιασμένη επίθεση με τον Τυφλωτή, του είχαν προκαλέσει σοβαρά τραύματα. Ο λαιμός του ήταν γεμάτος πληγές, ενώ το ερπετόμορφο μουσούδι του ήταν καμένο από τη μια πλευρά. Το ένα φτερό του ήταν κανονικά μαζεμένο στην πλάτη του, όμως το άλλο κρεμόταν σε μια παράξενη γωνία, φανερά σπασμένο.
Ο Λούθιεν έφερε το πόδι από κάτω του έτοιμος να σηκωθεί.
«Ή ίσως δεν θα ’πρεπε να σε σκοτώσω», έλεγε ο Γκρινσπάροου κοιτάζοντας σκεφτικός κάπου μακριά. «Ίσως θα ’πρεπε να σε πάω πίσω στο Καρλάιλ, να σε βάλω εκεί να ομολογήσεις ότι είσαι ψεύτης και εχθρός του θρόνου. Θα μπορούσα να σε χρησιμοποιήσω για να δυσφημίσω την Ντιάνα Γουέλγουορθ», πρόσθεσε το θηρίο στρεφόμενο πάλι προς τον Λούθιεν — για να τον δει να πετάγεται όρθιος και να ορμάει πάλι!
Ο μακρύς λαιμός του θηρίου πετάχτηκε προς τον νέο, αλλά ήταν πολύ αργά. Το παλληκάρι, υψώνοντας το σπαθί του, είχε καταφέρει να χωθεί κάτω από το στόμα του δράκου που κατέβαινε με ορμή προς το μέρος του, έτσι η δύναμη του Γκρινσπάροου λειτούργησε εναντίον του καθώς ο Τυφλωτής καρφώθηκε κάτω από το σαγόνι του δράκου, διαπέρασε λέπια και δέρμα, διαπέρασε την διχαλωτή γλώσσα του θηρίου και μπήχτηκε στον ουρανίσκο του.
Ο Λούθιεν συνέχισε την κίνηση προς τα εμπρός σπρώχνοντας με όλη του τη δύναμη, προσπαθώντας απεγνωσμένα να πλησιάσει ακόμη περισσότερο το τέρας και να αποφύγει τα τερατώδη χέρια του που χτυπούσαν απεγνωσμένα.
Ο Γκρινσπάροου ούρλιαξε και τινάχτηκε, έτσι ώστε ο Λούθιεν δεν μπορούσε να τραβήξει πια το σπαθί. Αισθανόμενος τα πόδια του να ξεκολλούν από το έδαφος καθώς ο Γκρινσπάροου γύρισε στο πλάι, ο Λούθιεν βρέθηκε στον αέρα κρεμασμένος από τον Τυφλωτή που παρέμεινε καρφωμένος στο κεφάλι του θηρίου.
Καθώς το χέρι του δράκου τον χτύπησε στα εκτεθειμένα πλευρά του, τα νύχια διαπέρασαν την αλυσιδωτή πανοπλία και το χοντρό δερμάτινο χιτώνιο από κάτω της σαν να ήταν παλιό εύθραυστο χαρτί. Ματωμένες γραμμές απλώθηκαν στα πλευρά του Λούθιεν, ενώ ένα τραύμα ήταν τόσο βαθύ που φάνηκαν τα κόκαλα των πλευρών του.
Συνέχισε να κρατιέται μουγκρίζοντας από τον πόνο, μετά όμως ήρθε το άλλο χέρι του δράκου και τον χτύπησε τόσο δυνατά ώστε ο Λούθιεν εκτοξεύτηκε στον αέρα παίρνοντας και το σπαθί μαζί του.
Το κεφάλι του Δρακοβασιλιά τινάχτηκε στο πλάι καθώς ελευθερώθηκε ο Τυφλωτής και ο Γκρινσπάροου έπεσε στο ένα γόνατο, δίνοντας τον χρόνο στον τρομοκρατημένο Λούθιεν να τρυπώσει μέσα στη βλάστηση.
Αλλά το θηρίο τον ακολούθησε αμέσως οσφραινόμενο, ουρλιάζοντας και φωνάζοντας κατάρες που αντηχούσαν παράξενα στα αφτιά του καταζαλισμένου Λούθιεν. Δεν το είχε ξαναβάλει ποτέ του στα πόδια σε μάχη, ούτε τότε με τον Μόρκνεϊ ούτε με τον δαίμονα Πρεχοτέκ. Αλλά αυτό το τέρας, έστω κι έτσι τραυματισμένο, ήταν πολύ χειρότερο και από τους δύο, ήταν ένα πλάσμα αφάνταστα μοχθηρό και απαίσιο.
Έτσι ο Λούθιεν άρχισε να τρέχει σκοντάφτοντας και πιέζοντας με το χέρι το τραύμα στα πλευρά του, σε μια προσπάθεια να σταματήσει το αίμα. Άκουγε το θηρίο πίσω του και ήξερε ότι ο Γκρινσπάροου τον ακολουθούσε μυρίζοντας το αίμα του.
Το τέρας τον έφτανε. Ο Λούθιεν έβγαλε μια κραυγή τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά το πόδι του πιάστηκε σε μια ρίζα κι έπεσε κάτω μπρούμυτα.
Κατάλαβε ότι ο δρόμος του τελείωνε εκεί, ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέθαινε!
Πέρασαν μερικές στιγμές. Ο Λούθιεν άκουγε την ανάσα του τέρατος μερικά μέτρα μακριά του. Γιατί δεν τον αποτελείωνε όμως ο Γκρινσπάροου;
Ο μανδύας. Πρέπει να ήταν ο μανδύας. Ο Λούθιεν τόλμησε να κοιτάξει κάτω από την κουκούλα και είδε τη λάμψη των τρομερών ματιών του δράκοντα που έψαχναν το έδαφος. Κράτησε την ανάσα του αναγκάζοντας τον εαυτό του να μείνει τελείως ακίνητος.
Όμως ήταν σίγουρο ότι ο Γκρινσπάροου θα τον έβρισκε, θα έλυνε γρήγορα το αίνιγμα καταλαβαίνοντας τι συνέβαινε, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας κρότος κάπου από μπροστά και μέσα από τη βλάστηση φάνηκε για μια στιγμή ο Ριβερντάνσερ να τρέχει.
Ο Γκρινσπάροου ούρλιαξε πιστεύοντας ότι ο αντίπαλός του είχε καταφέρει να φτάσει στο άλογό του. Αν το φτερωτό άλογο σηκωνόταν στον αέρα, δεν θα μπορούσε να τον ακολουθήσει με το σπασμένο του φτερό!
Αυτό δεν θα το επέτρεπε ο Δρακοβασιλιάς, έτσι έτρεξε πίσω από το άλογο σκοντάφτοντας σε κάτι που δεν κατάλαβε τι ήταν.
Ο Γκρινσπάροου δεν έδωσε σημασία σε αυτό το στιγμιαίο παραπάτημα, μολονότι το βαρύ πόδι του έκοψε την ανάσα της αόρατης Πορφυρής Σκιάς. Ο Λούθιεν θα μπορούσε να μείνει εκεί που ήταν, αφήνοντας τον Δρακοβασιλιά να κυνηγήσει τον Ριβερντάνσερ ενώ αυτός θα γύριζε στον Μπριντ’Αμούρ.
Αλλά είδε την ευκαιρία που είχε εμφανιστεί και δεν μπορούσε να την αφήσει ανεκμετάλλευτη, παρά τον τρόμο και τον πόνο του. Φωνάζοντας «Εριαντόρ ελεύθερο!», πετάχτηκε πάνω κι όρμησε στον δράκοντα. Η αιχμή του Τυφλωτή καρφώθηκε στην πλάτη του θηρίου ανάμεσα στα φτερά διαπερνώντας τα λέπια και φτάνοντας στη σπονδυλική του στήλη.
Ο Λούθιεν, συνεχίζοντας να σπρώχνει το σπαθί, πήδησε πάνω στην πλάτη του Γκρινσπάροου και αρπάχτηκε με όλη του τη δύναμη από το σπασμένο φτερό, ενώ το τέρας προσπαθούσε να τον αρπάξει.
Ο Γκρινσπάροου έπεσε στο πλάι για να κυλιστεί στο έδαφος και να λιώσει τον εχθρό του, αλλά ο νέος πετάχτηκε από την πλάτη του και απομακρύνθηκε κουτρουβαλώντας όπως-όπως. Ο Γκρινσπάροου κυλίστηκε μια φορά, αλλά με το τέλος της περιστροφής του, έκανε ένα άλμα και προσγειώθηκε βαριά πάνω στον πεσμένο Λούθιεν κάνοντας τα πνευμόνια του ν’ αδειάσουν από αέρα.
Ήταν ακινητοποιημένος, δεν μπορούσε να ξεφύγει, με το τρομερό κεφάλι του Δρακοβασιλιά μερικά εκατοστά μόλις από το δικό του. Έμειναν σε αυτήν τη στάση για μερικές στιγμές, ενώ το δρακοντίσιο πρόσωπο του Γκρινσπάροου έπαιρνε μια παράξενη έκφραση σύγχυσης.
Ο Λούθιεν ήξερε ότι ο Δρακοβασιλιάς δεν μπορούσε να τον δαγκώσει με το τραυματισμένο στόμα του, όμως και του ίδιου τα χέρια ήταν αιχμαλωτισμένα πάνω στο στήθος του από το βάρος του θηρίου, έτσι δεν θα μπορούσε να αμυνθεί αν ο Γκρινσπάροου επιχειρούσε να του αυλακώσει το πρόσωπο με τα τρομερά του νύχια. Αγωνίστηκε απεγνωσμένα να ξεφύγει, αλλά ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσε ούτε να πάρει ανάσα, ενώ επίσης ένιωθε κάτι μυτερό να τον πιέζει στο στήθος, κάτι που γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ήταν η αιχμή του σπαθιού του!
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα. Αν αυτή ήταν η αιχμή του σπαθιού, τότε ο Τυφλωτής είχε περάσει πέρα για πέρα το σώμα του Δρακοβασιλιά…
«Ανόητο, άθλιο πλάσμα», είπε ο Γκρινσπάροου. Η φωνή του ήταν γαλήνια παρ’ ότι, καθώς μιλούσε, από το στόμα του έτρεχε αίμα. Κατάφερε να βγάλει ένα μικρό έκπληκτο γέλιο. «Με σκότωσες…
Ο Λούθιεν ήταν τόσο σαστισμένος ώστε δεν μπόρεσε να απαντήσει.
»Αλλά θα σε σκοτώσω κι εσένα», είπε ο Γκρινσπάροου, και ο Λούθιεν ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να γλυτώσει, καθώς ο Δρακοβασιλιάς γύρισε τον μακρύ λαιμό του στρέφοντας τα κέρατα προς το κεφάλι του Λούθιεν. Ακόμη κι αν το τέρας πέθαινε πριν τον χτυπήσει, το βάρος του κεφαλιού του και μόνο ήταν αρκετό για να καρφωθούν τα κέρατα στον στόχο τους και να τον σκοτώσουν.
Προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον θάνατο γενναία, χωρίς να φωνάξει. Ξαφνικά όμως άκουσε ένα βροντερό ποδοβολητό δίπλα στο κεφάλι του βλέποντας λάσπες και χώματα να τινάζονται παντού καθώς ο Ριβερντάνσερ πλησίασε με καλπασμό και, κάνοντας μεταβολή, κλότσησε με τα πίσω πόδια του το κεφάλι του δράκοντα τη στιγμή που εκείνο άρχιζε να κατεβαίνει.
Ο λαιμός του Γκρινσπάροου τινάχτηκε με δύναμη στο πλάι. Το κεφάλι του βρόντηξε στο χώμα.
Ο Δρακοβασιλιάς έμεινε εντελώς ακίνητος, νεκρός.