2 Διπλωματία

«Όλιβερ, σήκω επιτέλους!» ακούστηκε μια φωνή την οποία ακολούθησαν δυνατά χτυπήματα. «Ξύπνα, λοιπόν, κοντέ ταραξία!»

Η Σιόμπαν χτύπησε πάλι την κλειστή πόρτα με την παλάμη της και μετά έσφιξε εκνευρισμένη τις γροθιές της μισογρυλλίζοντας-μισοουρλιάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Γιατί δεν πήγαινες με τον Λούθιεν, τότε;» Η λεπτή και όμορφη μισοξωτική χτύπησε ξανά, πριν γυρίσει κι ακουμπήσει με την πλάτη στην πόρτα. Παραμερίζοντας τα μακριά ξανθά μαλλιά από το πρόσωπό της, πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Κόντευε μεσημέρι κιόλας. Η Σιόμπαν είχε ξυπνήσει εδώ και ώρες. Έκανε μπάνιο, έφαγε πρωινό, φρόντισε κάποια πράγματα στην αίθουσα ακροάσεων, συζήτησε τη στρατηγική τους με τον βασιλιά Μπριντ’Αμούρ και μετά είχε επιπλέον μια μυστική συνάντηση με τον νάνο Σάγκλιν, για να συζητήσουν ποια απρόσμενα εμπόδια θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Και ο Όλιβερ, που είχε παραμείνει στο Κάερ Μακντόναλντ για να βοηθήσει την Σιόμπαν σε όλες αυτές τις ετοιμασίες, δεν είχε σηκωθεί ακόμη από το πουπουλένιο κρεβάτι του!

«Δεν γίνεται αλλιώς», μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι καθώς συνειδητοποιούσε ότι, μετά από μερικές μόνο μέρες με τον Όλιβερ, είχε αρχίσει να μιλάει κάθε τόσο μόνη της. Γύρισε προς την πόρτα κι έπεσε στο ένα γόνατο βγάζοντας ταυτόχρονα κάποιο λεπτό διαρρηκτικό εργαλείο και ένα επίπεδο κομμάτι μέταλλο. Η Σιόμπαν ανήκε στους Κάτερς, μια συμμορία από ξωτικά και μισοξωτικά που έκλεβαν τους πλούσιους εμπόρους του Κάερ Μακντόναλντ όταν η πόλη βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του δούκα Μόρκνεϊ. Συχνά καυχιόταν ότι καμία κλειδαριά δεν μπορεί να της αντισταθεί και το αποδείκνυε για μία ακόμη φορά δουλεύοντας το διαρρηκτικό εργαλείο μέχρι που άκουσε την κλειδαριά του Όλιβερ να ανοίγει.

Όμως τώρα ερχόταν το πιο επικίνδυνο σημείο. Ο Όλιβερ, έχοντας επίσης μεγάλη φήμη διαρρήκτη, συχνά προειδοποιούσε ότι όποιος δοκίμαζε να μπει στο δωμάτιό του θα το μετάνιωνε πικρά. Η Σιόμπαν έσπρωξε την πόρτα αργά, μαλακά, ανοίγοντάς την λιγάκι ώσπου να σχηματιστεί μια χαραμάδα. Πέρασε στο άνοιγμα την επίπεδη μεταλλική λάμα και άρχισε να την γλιστρά γύρω από την περίμετρο της πόρτας, κλείνοντας τα μάτια και αφήνοντας τα ευαίσθητα δάχτυλά της να της δώσουν τις πληροφορίες που ήθελε. Και πραγματικά, στο κέντρο του πάνω μέρους της πόρτας βρήκε ένα εμπόδιο.

Σηκώθηκε στις μύτες χαμογελώντας καθώς κατάλαβε τη φύση της παγίδας. Ήταν μια απλή επίπεδη λάμα σαν τη δική της σφηνωμένη ανάμεσα στην πόρτα και το κούφωμα. Σίγουρα η λάμα στήριζε ένα κοντάρι ή κάποιο άλλο αντικείμενο, που υποβάσταζε με τη σειρά του την άκρη ενός κρεμασμένου κουβά, κατά πάσα πιθανότητα γεμάτου με νερό.

Κρύο νερό — αυτό ταίριαζε στο στυλ του Όλιβερ.

Η Σιόμπαν έσπρωξε λίγο ακόμη την πόρτα με προσοχή, μετά άλλο λίγο, μέχρι που φάνηκε η άκρη της μεταλλικής λάμας του Όλιβερ. Τότε τοποθέτησε και τη δική της μεταλλική λάμα δίπλα της για να μεγαλώσει την επιφάνειά της και, πολύ-πολύ μαλακά, άνοιξε περισσότερο την πόρτα. Τώρα ήταν το πιο δύσκολο. Έπρεπε να γλιστρήσει μέσα στο δωμάτιο συστρέφοντας το σώμα της, κρατώντας την ανάσα της για να αποφύγει το πόμολο. Μόλις που χωρούσε, μάλιστα χρειάστηκε να σπρώξει την πόρτα λίγο ακόμη διακινδυνεύοντας το να φύγουν από τη θέση τους οι μεταλλικές λάμες με αποτέλεσμα να πέσει ο κουβάς —γιατί έβλεπε τώρα ότι όντως υπήρχε ένας μεγάλος κουβάς πάνω από την πόρτα— και να μουσκέψει έτσι το καλό της φόρεμα.

Σταμάτησε για μια στιγμή συλλογιζόμενη αμέσως την κατάσταση, αποφασίζοντας ότι αν η παγίδα του Όλιβερ χαλούσε τα ρούχα της, τα καλύτερα που είχε, θα του έκλεβε το ξίφος που τόσο αγαπούσε, θα το πήγαινε σε έναν φίλο της σιδηρουργό και θα τον έβαζε να του δέσει τη λάμα φιόγκο!

Η πόρτα έτριξε. Η Σιόμπαν, κρατώντας την ανάσα της, με μια αργή περιστροφή έφερε τους γοφούς της μέσα στο δωμάτιο.

Το φόρεμά της πιάστηκε στο πόμολο.

Αυτά τα φορέματα δεν είναι καθόλου πρακτικά, σκέφτηκε με έναν στεναγμό. Χωρίς να διστάσει, έλυσε τα κορδόνια του φορέματος και γλίστρησε από μέσα του αφήνοντάς το πιασμένο στο πόμολο ενώ εκείνη έμπαινε στο δωμάτιο. Μετά το μάζεψε από την πόρτα, την έκλεισε μαλακά και, γυρίζοντας, είδε ένα θέαμα που την έκανε να ανοίξει διάπλατα τα πράσινα μάτια της.

Η πόρτα έβγαλε ένα μικρό κουδούνισμα καθώς έκλεινε, τραβώντας της την προσοχή. Από το εσωτερικό της πόμολο κρεμόταν ο χρυσοκέντητος τελαμώνας με τη θήκη του ξίφους του Όλιβερ στολισμένος με μικροσκοπικά κουδουνάκια από πάνω μέχρι κάτω. Στο πάτωμα, ακριβώς μπροστά στην είσοδο, ήταν πεταμένη μια πράσινη κάλτσα με μεταξωτή μπορντούρα στην άκρη. Λίγο πιο μέσα είδε ένα ζευγάρι πράσινα γάντια, το ένα πάνω στον χαρακτηριστικό βελούδινο μοβ μανδύα του χάφλινγκ. Μετά τον μανδύα ακολουθούσε ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια άψογα γυαλισμένα. Η σειρά των πεταμένων ρούχων συνεχιζόταν με ένα αμάνικο μπλε γιλέκο, τη δεύτερη κάλτσα και ένα λευκό μεταξωτό πουκάμισο, που κειτόταν τσαλακωμένο μπροστά στη βάση ενός τεράστιου κρεβατιού με βάθρο κι ουρανό. Το πλατύγυρο καπέλο του Όλιβερ, με τη μια πλευρά του ανασηκωμενη κι ένα τεράστιο πορτοκαλί φτερό στο μπορ, κρεμόταν στην κορυφή του γωνιακού στύλου του κρεβατιού. Η Σιόμπαν αναρωτήθηκε πώς κατάφερε ο μικροσκοπικός χάφλινγκ να το ανεβάσει εκεί πάνω, σε δύο μέτρα ύψος.

Συνέχισε να κοιτάζει για λίγο το καπέλο και ιδιαίτερα το φτερό, που κρεμόταν σαν μαραμένο, λες και είχε γλεντήσει κι αυτό πολλές ώρες το προηγούμενο βράδυ.

Η Σιόμπαν αναστέναξε και, διπλώνοντας προσεκτικά το φόρεμα στο χέρι της, πλησίασε αθόρυβα στο κεφάλι του κρεβατιού. Σκέπασε τα μάτια της καγχάζοντας όταν είδε τον χάφλινγκ μπρούμυτα πάνω στο τεράστιο πουπουλένιο πάπλωμα με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα στο πλάι, να κοιμάται καβάλα σε ένα μαξιλάρι μεγαλύτερο από τον ίδιο. Φορούσε το μακρύ του εσώρουχο (από μοβ βελούδο ασορτί με την κάπα), αλλά όχι εκεί που έπρεπε — το είχε τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του. Η Σιόμπαν, αφού ανέβηκε τα πέντε σκαλιά του βάθρου, στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι.

Πώς θα μπορούσε να τον ξυπνήσει; αναρωτήθηκε, καγχάζοντας πάλι όταν ο Όλιβερ έβγαλε ένα τρανταχτό ροχαλητό.

Η Σιόμπαν έσκυψε και, πιάνοντας το μεσαίο δάχτυλο με τον αντίχειρα, το τίναξε χτυπώντας τον στον λείο, γυμνό πισινό του.

Ο Όλιβερ συνέχισε να ροχαλίζει.

Η Σιόμπαν τον γαργάλισε στη μασχάλη. Ο χάφλινγκ άρχισε να γυρίζει ανάσκελα, αλλά η Σιόμπαν έβγαλε μια πνιχτή στριγγλιά πανικού και τον έπιασε από τον ώμο, κρατώντας τον στη θέση του πριν γίνουν ατυχείς αποκαλύψεις.

«Α, μικρό μου ζουζουνάκι», είπε ο Όλιβερ ξαφνιάζοντας την Σιόμπαν. «Ο κόρφος σου με ζεσταίνει τόσο πολύ…»

Η Σιόμπαν δεν ήταν σίγουρη, αλλά της φάνηκε ότι ο Όλιβερ φιλούσε το μαξιλάρι, κάτω από το μακρύ εσώρουχο που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι του.

Αρκετά, αποφάσισε, χτυπώντας αυτήν τη φορά δυνατά τον χάφλινγκ με την παλάμη στον πισινό — ένα ηχηρό, τσουχτερό χαστούκι.

Το κεφάλι του Όλιβερ πετάχτηκε πάνω, με το ένα μπατζάκι του εσώρουχου να κρέμεται πάνω στο πρόσωπό του. Φύσηξε μια-δυο φορές αλλά το ύφασμα ήταν πολύ βαρύ για ν’ ανασηκωθεί. Τελικά το έπιασε και το παραμέρισε αργά.

Τα καστανά μάτια του, κατακόκκινα από το χτεσινοβραδινό μεθύσι, άνοιξαν διάπλατα όταν είδε την Σιόμπαν να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του φορώντας μόνο το μισοφόρι, με το φόρεμά της διπλωμένο στο χέρι! Έσκυψε αργά να κοιτάξει το δικό του γυμνό σώμα και μετά γύρισε πάλι άναυδος στην Σιόμπαν.

«Ζουζουνάκι μου;» είπε μισοζαλισμένος ακόμη από τον ύπνο, ενώ ένα χαμόγελο απλωνόταν στο πρόσωπό του τονίζοντας τα λακκάκια στα μάγουλά του.

«Ούτε να το σκέφτεσαι», απάντησε ανέκφραστα η Σιόμπαν.

Ο Όλιβερ έπιασε για λίγο το καλοψαλιδισμένο γενάκι του, μετά πέρασε το χέρι μέσα από τα μακριά κατσαρά μαλλιά του βγάζοντας το εσώρουχο από το κεφάλι του και προσπαθώντας να θυμηθεί τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν θολά, θυμόταν όμως κάποια καμαριέρα…

Τα μάτια του σχεδόν πετάχτηκαν από τις κόγχες του, όταν συνειδητοποίησε ότι η Σιόμπαν δεν ήταν στο δωμάτιό του για ερωτικούς λόγους, ότι είχε έλθει να τον ξυπνήσει και τίποτα παραπάνω και ότι ο ίδιος ήταν γυμνός!

«Ωωω!» ξεφώνισε στρεφόμενος μ’ ένα πήδημα και καθίζοντας στο κρεβάτι. «Είσαι μια ξεδιάντροπη…» τραύλισε πνιγμένος από ντροπή. «Πού είναι το σπαθί μου;» φώναξε.

Το βλέμμα της Σιόμπαν πήγε στο στήθος του χάφλινγκ και μετά χαμηλότερα. Χαμογέλασε διασκεδάζοντας με την αμηχανία του και σήκωσε τους ώμους.

»Το ξίφος μου!» είπε ταραγμένος ο Όλιβερ. «Είσαι μια…» Πήδησε από το κρεβάτι πυρ και μανία αρπάζοντας το εσώρουχό του και κόντεψε να σωριαστεί κάτω καθώς προσπάθησε να το φορέσει περπατώντας. «Στη Γασκόνη έχουμε μια συγκεκριμένη ονομασία για τις γυναίκες σαν εσένα!» είπε γυρίζοντας προς την Σιόμπαν.

Τα όμορφα χαρακτηριστικά της μισοξωτικής σκοτείνιασαν μ’ ένα απειλητικό συνοφρύωμα.

«…Επικίνδυνη», του απάντησε.

Ο Όλιβερ πάγωσε. Το σκέφτηκε για μια στιγμή, κοιτάζοντας αυτή την τόσο όμορφη γυναίκα. Τελικά σήκωσε τους ώμους. Ναι, η λέξη “επικίνδυνη” της ταιριάζει, σκέφτηκε.

«Θα μπορούσες να χτυπήσεις την πόρτα πριν μπεις στο δωμάτιό μου», είπε, μιλώντας ήρεμα αυτήν τη φορά.

«Κόντεψα να την γκρεμίσω», απάντησε η Σιόμπαν. «Μήπως ξέχασες τη συνάντησή μας με τον Μπέλικ νταν Μπούρσο, βασιλιά του Νταν Ντάροου;»

«Να το ξέχασα;» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ. Μάζεψε από κάτω το μεταξωτό του υποχιτώνιο και το φόρεσε. «Σε πληροφορώ ότι πέρασα όλη τη νύχτα με προετοιμασίες. Γιατί νομίζεις ότι με βρήκες τόσο κουρασμένο;»

«Το μαξιλάρι ήταν πολύ κουραστικό;» απάντησε η Σιόμπαν κοιτάζοντας το ανακατεμένο κρεβάτι.

Ο Όλιβερ γρύλλισε αφήνοντάς το το άφησε να περάσει έτσι. Ξαφνικά γονάτισε στο ένα πόδι, παραμέρισε την άκρη του παπλώματος αποκαλύπτοντας τη λαβή του ξίφους του και το τράβηξε από το σημείο όπου ήταν κρυμμένο, ανάμεσα στα στρώματα. «Εγώ δεν παίρνω ανάλαφρα την τόσο σημαντική μου θέση», δήλωσε. «Οι χάφλινγκ είναι πιο συντονισμενοί…»

«Συντονισμενοί;» τον διέκοψε η Σιόμπαν κοροϊδεύοντας τη γασκονική προφορά του Όλιβερ, που τόνιζε πολλές λέξεις στην τελευταία συλλαβή.

«Συντονισμενοί!» απάντησε θυμωμένος ο Όλιβερ. «Οι χάφλινγκ είναι πιο συντονισμενοί στη νοοτροπία και τις προτιμήσεις των νάνων, από τους ανθρωπούς και τους διάφορους ξωτικοτύπους!»

«Ξωτικοτύπους;» ψιθύρισε η Σιόμπαν, αλλά δεν έκανε τον κόπο να διακόψει τον Όλιβερ, που αγόρευε πλέον ποταμηδόν. Άρχισε να μιλάει ασταμάτητα για την αξία που έχουν οι διπλωμάτες χάφλινγκ, για το πώς σταμάτησαν τον ένα ή τον άλλο πόλεμο, πώς ξεγέλασαν “ηλίθιους ανθρώπους βασιλιάδες” και τους πήραν τα κοσμήματά τους, οικογενειακά και άλλα. Καθώς μιλούσε κοίταζε γύρω του ώσπου τελικά, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε το καπέλο του να κρέμεται από τον στύλο του κρεβατιού. Χωρίς να χάσει τον ρυθμό του, γύρισε με ένα πέταγμα το ξίφος του για να το πιάσει από τη λάμα και μετά το τίναξε ίσια προς το ταβάνι με τη λαβή προς τα πάνω. Το ξίφος μετά από μια καμπύλη τροχιά χτύπησε το καπέλο ξεκρεμώντας το από τον στύλο και έπεσαν μαζί κάτω.

Ο Όλιβερ, αφού άρπαξε το ξίφος από τη λαβή πάνω από το κεφάλι του, με μια επιδέξια κίνηση το κατέβασε και ακούμπησε την αιχμή του δίπλα στο ξυπόλητο μαλλιαρό του πόδι παίρνοντας γενναία πόζα.

»Ορίστε λοιπόν», αποτελείωσε τη φράση του έχοντας ξαναβρεί τη συνηθισμένη του αξιοπρέπεια, ενώ την ίδια στιγμή το καπέλο έπεφτε κι εφαρμοζόταν τέλειοι πάνω στο κεφάλι του.

«Πρέπει να παραδεχτώ ότι έχεις στυλ», είπε η Σιόμπαν. Μετά πρόσθεσε με έναν καγχασμό: «Και είσαι γλυκούλης χωρίς τα ρούχα σου».

Η ηρωική πόζα του Όλιβερ κατέρρευσε. «Ωωω!» ξεφώνισε αγανακτισμένος. Σηκώνοντας το ξίφος, χτύπησε την αιχμή του πιο δυνατά στο πάτωμα, μόνο που αυτήν τη φορά χάραξε λιγάκι την άκρη του ποδιού του.

Προσπαθώντας να διατηρήσει την καταρρέουσα αξιοπρέπειά του, στράφηκε κι απομακρύνθηκε μαζεύοντας στον δρόμο του το γιλέκο, τις κάλτσες, τα παπούτσια και τα γάντια του. «Θα σε εκδικηθώ γι’ αυτό!» δήλωσε.

«Κι εγώ κοιμάμαι γυμνή…» τον πείραξε η Σιόμπαν.

Ο Όλιβερ σταμάτησε επιτόπου κοντεύοντας να πέσει κάτω. Ήξερε ότι η Σιόμπαν παίζει μαζί του, ότι χτυπά το ερωτιάρικο φυσικό του εκεί όπου είναι ανυπεράσπιστο, όμως η εικόνα που του δημιούργησαν αυτές οι τέσσερις λέξεις τον συγκλόνισε τόσο ώστε άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Γύρισε τραυλίζοντας, προσπαθώντας να βρει κάποια απάντηση, αλλά μετά γρύλλισε νικημένος και πήγε έξω φρενών στην πόρτα αρπάζοντας τον τελαμώνα του ξίφους του από το πόμολο.

Μόνο που είχε ξεχάσει την παγίδα του.

Το κοντάρι που υποστήριζε τον κουβά έφυγε από τη θέση του και το κρύο νερό άδειασε πάνω στον χάφλινγκ, κάνοντας τον πλατύ γύρο του καπέλου του να κρεμαστεί χαμηλά.

Ο Όλιβερ γύρισε πάλι στην Σιόμπαν, προσπαθώντας να διατηρήσει το ανώτερο ύφος του παρά την ψυχρολουσία. «Επίτηδες το έκανα αυτό», τη διαβεβαίωσε κι αμέσως εξαφανίστηκε.

Η Σιόμπαν έμεινε στο δωμάτιο για πολλή ώρα κουνώντας το κεφάλι της και γελώντας. Παρά τις φασαρίες που προκαλούσε αυτός ο τύπος, είχε όντως κάτι το γοητευτικό.


Ο Όλιβερ, έχοντας διορθώσει την εμφάνισή του έγκαιρα, ήρθε ευπαρουσίαστος στις τόσο σημαντικές συνομιλίες με τον βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο. Η συνάντηση θα γινόταν στο επιταγμένο μέγαρο ενός αριστοκράτη που, όντας πιστός στον Γκρινσπάροου, μετά την επανάσταση το είχε σκάσει από το Εριαντόρ. Έτσι ο Μπριντ’Αμούρ χρησιμοποιούσε το σπίτι του σαν παλάτι του Κάερ Μακντόναλντ, μολονότι οι περισσότερες εκδηλώσεις γίνονταν στη Μητρόπολη, τον τεράστιο καθεδρικό ναό που κυριαρχούσε στην πόλη. Ο Όλιβερ εμφανίστηκε στεγνός, έχοντας επίσης καταφέρει με κάποιο άγνωστο τρόπο να ξαναδώσει τη σωστή φόρμα στο καπέλο του. Ακόμη και το φτερό στεκόταν όρθιο. Η Σιόμπαν κοίταζε αυτήν τη μεταμόρφωση μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια της, αναρωτούμενη μήπως ο χάφλινγκ είχε κι άλλα τέτοια εξωφρενικά καπέλα με φτερό.

Ο Όλιβερ κάθισε σε ένα ψηλότερο σκαμνί στη μια πλευρά του μεγάλου δρύινου τραπεζιού στα αριστερά του Μπριντ’Αμούρ, ενώ δεξιά από τον βασιλιά καθόταν η Σιόμπαν.

Απέναντι τους βρίσκονταν τέσσερις σκυθρωποί νάνοι. Ο βασιλιάς Μπέλικ νταν Μπούρσο καθόταν ακριβώς απέναντι από τον Μπριντ’Αμούρ, με τα γαλάζια μάτια του να είναι καρφωμένα γεμάτα ένταση στα μάτια του μάγου — αν και ο Μπριντ’Αμούρ σχεδόν δεν τα έβλεπε κάτω από τα τεράστια φρύδια του νάνου, που ήταν πυρόξανθα, όπως και η επίσης τεράστια γενειάδα του. Αυτή η γενειάδα ήταν τόσο φουντωτή και μακριά ώστε ο Μπέλικ την περνούσε μέσα στη ζώνη του και, σε συνδυασμό με το πύρινο χρώμα της, έκανε πολλούς να ψιθυρίζουν ότι ο νάνος βασιλιάς φοράει πανοπλία από πύρινες φλόγες. Ο Σάγκλιν, φίλος των επαναστατών που κατέκτησαν το Κάερ Μακντόναλντ, καθόταν δίπλα στον Μπέλικ ήρεμος και δυνατός. Ο Σάγκλιν καταγόταν από το Κάερ Μακντόναλντ κι όχι από το Άιρον Κρος, αλλά είχε διοργανώσει αυτήν τη συνάντηση μαζί με όλες τις άλλες συνομιλίες ανάμεσα στους ορεσίβιους αδελφούς του και τους νέους ηγέτες του Εριαντόρ. Ήξερε ότι μια συμμαχία θα ήταν ωφέλιμη και για τις δύο πλευρές, γιατί οι δύο βασιλιάδες, ο Μπέλικ κι ο Μπριντ’Αμούρ, είχαν παρόμοια νοοτροπία και καλή καρδιά.

Δύο άλλοι νάνοι, στρατηγοί με φαρδιές πλάτες, κάθονταν δίπλα στον βασιλιά Μπέλικ και τον Σάγκλιν.

Οι επίσημες προσφωνήσεις ξεκίνησαν καλά με τον Όλιβερ να είναι ο κύριος ομιλητής, όπως το είχε σχεδιάσει ο Μπριντ’Αμούρ. Αυτό επέβαλλε η εθιμοτυπία, αφού εκείνος που είχε ζητήσει τη συνάντηση, με τη μεσολάβηση του Σάγκλιν, ήταν ο Μπριντ’Αμούρ κι όχι ο Μπέλικ.

«Γνωρίζετε την ευγνωμοσύνη μας για τη βοήθεια που μας δώσατε κατά την κατάκτηση του Πρίνσταουν», άρχισε ο Μπριντ’Αμούρ. Όντως, οι νάνοι γνώριζαν πολύ καλά την ευγνωμοσύνη του, γιατί ο Μπριντ’Αμούρ είχε στείλει πάρα πολλούς αγγελιοφόρους με δώρα στο οχυρό του Νταν Ντάροου, το υπόγειο σύμπλεγμα σπηλαίων των νάνων, βαθιά μέσα στην οροσειρά του Άιρον Κρος. Ο στρατός του Μπέλικ είχε φτάσει έξω από το Πρίνσταουν, τη βορειότερη πόλη του Άβον, την κατάλληλη στιγμή για να κόψει την υποχώρηση της φρουράς της πόλης, που είχε κατατροπωθεί ήδη στο Γκλεν Ντούριτς από τους Εριαντοριανούς. Όταν οι νάνοι τους έκοψαν τον δρόμο της επιστροφής στην πόλη, η νίκη ολοκληρώθηκε. «Το Εριαντόρ χρωστά πολλά στον βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο και στους πολεμιστές του», επανέλαβε ο Μπριντ’Αμούρ.

Ο Μπέλικ έκανε ένα νεύμα αποδοχής. «Το Πρίνσταουν θα είχε πέσει και χωρίς τη βοήθειά μας», απάντησε με ευγένεια ο βασιλιάς των νάνων.

«Α, αν όμως οι στρατιώτες του Πρίνσταουν είχαν προλάβει να κρυφτούν πίσω από τα τόσο ψηλά τους τείχη…» είπε ο Όλιβερ, παρ’ ότι σίγουρα δεν έπρεπε να διακόψει.

Ο Μπριντ’Αμούρ απλώς γέλασε, συνηθισμένος στην συχνά ασεβή συμπεριφορά του χάφλινγκ.

Ο Μπέλικ δεν φαινόταν τόσο ευχαριστημένος, πράγμα που έκανε τον Μπριντ’Αμούρ να τον κοιτάξει με περιέργεια. Στην αρχή νόμισε ότι ο νάνος είχε προσβληθεί από τη διακοπή του Όλιβερ, μετά όμως συνειδητοποίησε ότι κάτι άλλο τον ενοχλούσε, πολύ σημαντικότερο.

Ο Μπέλικ γύρισε στον Σάγκλιν κάνοντάς του ένα νεύμα κι αυτός σηκώθηκε με επισημότητα και ξερόβηξε.

«Χτες βράδυ σκοτώθηκαν είκοσι νεραϊδογέννητοι στους πρόποδες του Άιρον Κρος, ούτε τριάντα χιλιόμετρα από ’δώ», είπε.

Ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε πίσω στην καρέκλα του κοιτάζοντας την Σιόμπαν, που του απάντησε με ένα καταφατικό νεύμα. Είχε ακούσει φήμες γι’ αυτήν τη μάχη, γιατί οι νεραϊδογέννητοι δεν ήταν πολλοί στα νησιά της Θάλασσας του Άβον, έτσι συνήθως γνώριζαν πού βρίσκεται ο καθένας. Τώρα ο αριθμός τους είχε μειωθεί κι άλλο.

»Κυκλωπιανοί επιδρομείς», συνέχισε ο Σάγκλιν. «Τουλάχιστον εκατό».

«Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένοι οι μονόφθαλμοι», πρόσθεσε ο Μπέλικ. «Φαίνεται ότι ο μικρός σας πόλεμος εξαγρίωσε τα κτήνη, κάνοντάς τα να βγουν από τις τρύπες τους στα βουνά».

Ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε τον εκνευρισμό του νάνου βασιλιά, καθώς επίσης την κατηγορία που είχε εκτοξεύσει, αν μπορούσε να θεωρηθεί κατηγορία. Η δραστηριότητα των Κυκλωπιανών στους βόρειους πρόποδες του Άιρον Κρος είχε όντως αυξηθεί τρομερά μετά την υπογραφή της ανακωχής με τον Γκρινσπάροου. Ο Μπριντ’Αμούρ συνέχισε να κοιτάζει για λίγο την Σιόμπαν. Αναρωτιόταν για το πώς να αντιδράσει. Μετά κοίταξε τον Όλιβερ. Οι σύντροφοί του είχαν καταλάβει κι αυτοί ότι η δραστηριότητα των μονόφθαλμων, τόσο γρήγορα μετά την υπογραφή της ανακωχής, δεν ήταν σύμπτωση.

Ο Σάγκλιν περίμενε να στραφεί ο Μπριντ’Αμούρ προς το μέρος του πριν ξανακαθίσει. Ο μάγος τον είδε να του κάνει ένα αδιόρατο νεύμα ενθάρρυνσης, κάτι που το χρειαζόταν μέσα στην τρομερή πίεση που δεχόταν.

«Οι μονόφθαλμοι χτύπησαν αρκετά χωριά», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον Μπέλικ.

«Ίσως πιστεύουν ότι, αφού ο βασιλιάς Γκρινσπάροου δεν ενδιαφέρεται πια για το Εριαντόρ, μπορούν να λεηλατούν ελεύθερα», απάντησε ο Μπέλικ, αλλά από τον τόνο του φαινόταν ότι δεν το πίστευε, όπως δεν το πίστευε και ο Μπριντ’Αμούρ. Και οι δύο βασιλιάδες ήξεραν ποιος κρύβεται πίσω από τις επιδρομές των Κυκλωπιανών, αλλά δεν είχαν διάθεση να το πουν ανοιχτά, ιδιαίτερα αφού δεν είχαν καταλήξει ακόμη σε επίσημη συμφωνία.

«Ίσως», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά όποιο κι αν είναι το αίτιο των κυκλωπιανών επιδρομών, δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι νάνοι και οι κάτοικοι του Εριαντόρ θα ωφελούνταν από μια συμμαχία».

Ο Μπέλικ κατένευσε. «Ξέρω τι θέλεις από εμένα και τους δικούς μου, βασιλιά Μπριντ’Αμούρ», είπε. «Χρειάζεστε έναν στρατό στα ορεινά που να σας εξασφαλίζει προστασία από τους μονόφθαλμους και ασφάλεια από τον Γκρινσπάροου, αν αποφασίσει ο βασιλιάς του Άβον να σας επιτεθεί πάλι. Εκείνο που θέλω να μάθω είναι τι έχετε να προσφέρετε σε αντάλλαγμα».

Ο Μπριντ’Αμούρ ξαφνιάστηκε λίγο με την ευθύτητα του Μπέλικ. Μια τέτοια συνάντηση κορυφής μπορεί να συνεχιζόταν ολόκληρες μέρες μέχρι να τεθούν καθαρά τα προφανή ερωτήματα. Ο Σάγκλιν τον είχε προειδοποιήσει για τον ντόμπρο τρόπο του βασιλιά των νάνων και, τώρα με τα προβλήματα που υπήρχαν και τις αναφορές που έφταναν καθημερινά για επιδρομές Κυκλωπιανών, του άρεσε ακόμη περισσότερο η ευθύτητα του Μπέλικ.

«Αγορές», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Σας προσφέρω αγορές. Το Κάερ Μακντόναλντ και το Νταν Κάριθ θα είναι ανοιχτά για σας. Μάλιστα, τώρα που το Εριαντόρ προσπαθεί να εδραιώσει την ανεξαρτησία του, θα εκπαιδεύσουμε κανονικό στρατό και θα χρειαστούμε πολλά όπλα».

«Κανείς δεν φτιάχνει καλύτερα όπλα από τους νάνους», πρόσθεσε η Σιόμπαν.

Ο Μπέλικ ακούμπησε τους αγκώνες στο δρύινο τραπέζι πλέκοντας τα δάχτυλα μπροστά στο τριχωτό πρόσωπό του. «Θέλετε να γίνει το Νταν Ντάροου πόλη του Εριαντόρ», είπε ωμά και κάπως απότομα.

«Μιλάμε για συμμαχία δύο ξεχωριστών βασιλείων», απάντησε χωρίς δισταγμό ο Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά, οφείλω να ομολογήσω πιστεύω πραγματικά ότι…»

«…Ότι με το Νταν Ντάροου υπό τον έλεγχό σας θα έχετε πολύ πιο φτηνά τα εφόδια που χρειάζεστε τόσο απεγνωσμένα», τον διέκοψε ο Μπέλικ.

Ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε πάλι πίσω κοιτάζοντας διαπεραστικά τον νάνο βασιλιά. Μετά από μια μικρή παύση πήγε να απαντήσει, αλλά ο Μπέλικ τον σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι.

»Έτσι είναι τα πράγματα», είπε. «Παραδέχομαι ότι το ίδιο πράγμα θα έκανα κι εγώ, αν βρισκόμουν στη δική σας επισφαλή θέση. Όμως ο βασιλιάς του Άβον θέλει το Εριαντόρ, όχι το Νταν Ντάροου. Και, μα τις πέτρες, ακόμη κι αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε να μας βρει. Κι ακόμη κι αν μας έβρισκε, δεν θα κατάφερνε να μας υποδουλώσει!» Η φωνή του δυνάμωσε με ενθουσιασμό ενώ οι άλλοι τρεις νάνοι ζητωκραύγαζαν.

Ο Όλιβερ άγγιξε τον Μπριντ’Αμούρ στο μπράτσο ζητώντας τον λόγο, αλλά ο Μπέλικ άρχισε να μιλά πάλι.

»Έτσι, δεν σε κατηγορώ», συνέχισε ο βασιλιάς των νάνων. «Βγήκαμε από τα βουνά και ήλθαμε να σας βοηθήσουμε στο Πρίνσταουν σαν ανταπόδοση γι’ αυτό που κάνατε για τους δικούς μας, τους νάνους που ήταν υποδουλωμένοι στην πόλη, στα ορυχεία και σε όλο το Εριαντόρ. Ξέρουμε ότι είσαι φίλος των νάνων, ένας τίτλος καθόλου ευκαταφρόνητος. Και για να είμαι ειλικρινής, το Νταν Ντάροου θα ωφεληθεί από μια στενή συμμαχία με το Εριαντόρ, σαν αυτή που επιδιώκεις».

«Αλλά μόνο ο βασιλιάς του Νταν Ντάροου μπορεί να κυβερνά το Νταν Ντάροου», είπε ο στρατηγός δίπλα στον Σάγκλιν.

«Και, αυτός που κυβερνά στο Νταν Ντάροου, πρέπει να είναι από την γενιά των Μπούρσο», πρόσθεσε ο άλλος στρατηγός. «Να έχει αίμα νάνων και μόνο αίμα νάνων».

Ο Μπριντ’Αμούρ, η Σιόμπαν και ο Όλιβερ κατάλαβαν ότι αυτές οι παρεμβάσεις ήταν προσχεδιασμένες, με τις φράσεις να έχουν επιλεγεί προσεχτικά εκ των προτέρων. Ο Μπέλικ ήθελε να καταλάβει καλά ο Μπριντ’Αμούρ σε πόσο δύσκολη θέση βρίσκεται, ακόμη και αν αποφάσιζε να συμμαχήσει με το Εριαντόρ.

Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε να απαντήσει, να εκφράσει στους νάνους τον σεβασμό του, αλλά αυτήν τη φορά ο Όλιβερ σηκώθηκε από το κάθισμά του και πήδησε πάνω στο τραπέζι.

«Καλοί και μαλλιαροί μου φίλοι», είπε.

Η Σιόμπαν βόγγηξε, το ίδιο κι ο Σάγκλιν.

»Είμαι κι εγώ πολίτης του Εριαντόρ», συνέχισε ο Όλιβερ αγνοώντας αυτές τις εκδηλώσεις αμφιβολίας. «Στην υπηρεσία του βασιλιά Μπριντ’Αμούρ!» Αυτό το είπε δραματικά σαν να περίμενε χειροκρότημα και, όταν δεν ακούστηκε τίποτα, φάνηκε να αιφνιδιάζεται κομπιάζοντας για μια στιγμή.

»Αλλά κανείς δεν κυβερνά τον Όλιβερ ντε Μπάροους πέρα από τον Όλιβερ ντε Μπάροους!» κατέληξε ο χάφλινγκ βγάζοντας το ξίφος του και παίρνοντας μια δραματική πόζα.

«Που σημαίνει;» ρώτησε ξερά ο Μπέλικ.

«Μια δυοκρατία», εξήγησε ο χάφλινγκ.

Ακούστηκαν μουρμουρητά κι ερωτήσεις, αφού κανείς δεν ήξερε τι είναι αυτή η “δυοκρατία”.

»Ο Μπριντ’Αμούρ κυβερνά το Εριαντόρ», συνέχισε ο Όλιβερ. «Είναι ο ανώτατος άρχοντας. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται να επιβάλλει στους καβαλάρηδες του Έραντοχ τι να κάνουν στο Μένιχεν Ντι. Ούτε να πει στον Γκάχρις, που κυβερνά το νησί του Μπέντγουιντριν, πώς να χειριστεί τις κρατικές του υποθέσεις».

«Εκτός αν υποχρεωνόταν», πετάχτηκε η Σιόμπαν προκαλώντας ένα σκυθρωπό βλέμμα από τον χάφλινγκ.

«Σε παρακαλώ, μιλάω», της είπε θιγμένος ο Όλιβερ.

Η Σιόμπαν του έκλεισε το μάτι μπερδεύοντάς τον ακόμη περισσότερο.

«Το ίδιο θα γίνει με τους νάνους, και κάτι ακόμη περισσότερο», εξήγησε ο Όλιβερ. Σταμάτησε τότε για μια στιγμή αναρωτούμενος τι σήμαιναν τα σήματα που του έστελνε τελευταία η Σιόμπαν. Απλώς τον πείραζε; Ο Όλιβερ, καθώς σκεφτόταν τις δυνατότητες, την εκπληκτική ομορφιά και την εξυπνάδα αυτής της υπέροχης μισοξωτικής, ευχήθηκε να πρόκειται για κάτι παραπάνω.

«Λοιπόν, τι έλεγες;» τον παρότρυνε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Τι έλεγα;»

«Ότι το ίδιο θα είναι και με τους νάνους, αλλά και κάτι περισσότερο», είπε η Σιόμπαν.

«Α, ναι!» έκανε ο χάφλινγκ χαμογελώντας πλατιά, ενώ το πρόσωπό του φωτίστηκε ακόμη περισσότερο όταν η Σιόμπαν του έκλεισε ξανά το μάτι. «Μια δυοκρατία, λοιπόν. Το Νταν Ντάροου θα γίνει πόλη του Εριαντόρ, αλλά ο βασιλιάς του Εριαντόρ δεν θα επεμβαίνει στα κρατικά θέματα του Νταν Ντάροου».

Ο Μπέλικ και ο Μπριντ’Αμούρ τον παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον αλλά, επίσης, κάπως μπερδεμένοι.

«Δεν έχω ξανακούσει ποτέ για τέτοια κυβέρνηση», είπε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Ούτε κι εγώ», συμφώνησε ο Μπέλικ.

«Ούτε κι εγώ», παραδέχτηκε ο Όλιβερ. «Αφού, λοιπόν, δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, θα πρέπει να είναι αποτελεσματική!»

«Ο Όλιβερ δεν συμπαθεί καθόλου τις κυβερνήσεις», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ βλέποντας την μπερδεμένη έκφραση του Μπέλικ.

«Α», είπε ο νάνος. Μετά στράφηκε στον Όλιβερ. «Σε αυτήν τη δυοκρατία, τι θα είμαι εγώ; Υπηρέτης του Μπριντ’Αμούρ ή βασιλιάς του Νταν Ντάροου;

«Και τα δύο», απάντησε ο χάφλινγκ. «Αν και δεν θα χαρακτήριζα ποτέ “υπηρέτη” έναν απόγονο του Μπούρσο Αϊρονχάμερ. Όχι. Θα είσαι σύμμαχος του Εριαντόρ που θα επιτρέπει στον Μπριντ’Αμούρ να καθορίζει την πορεία όλων μας σε σχέση με τα ευρύτερα, αλλά σίγουρα πιο βαρετά, ζητήματα εξωτερικής πολιτικής».

«Εμένα μου ακούγεται σαν υπηρέτης», είπε δυσαρεστημένος ένας από τους στρατηγούς.

«Α, μα αυτό εξαρτάται από το πώς θα το δει κανείς», απάντησε ο Όλιβερ. «Ο βασιλιάς Μπέλικ δεν θα θέλει, σίγουρα, να ασχολείται με διάφορα θέματα διπλωματίας, όπως τα αλιευτικά δικαιώματα των ψαράδων ή τα αιτήματα των απεσταλμένων της Γασκόνης. Όχι, είμαι σίγουρος ότι ο βασιλιάς Μπέλικ θα προτιμούσε να περνά τις μέρες του στο σιδηρουργείο, όπως κάθε καλός νάνος».

«Σωστά», παραδέχτηκε ο Μπέλικ.

«Αν το δούμε λοιπόν από αυτή την άποψη, νομίζω ότι ο Μπριντ’Αμούρ θα είναι υπηρέτης του βασιλιά Μπέλικ, αφού θα χειρίζεται όλα τα ενοχλητικά μικροθέματα της διακυβέρνησης, ενώ ο βασιλιάς Μπέλικ θα χτυπάει το σφυρί του ή ότι άλλο χτυπάτε εσείς οι νάνοι».

«Και, φυσικά, για τα θέματα που αφορούν το Νταν Ντάροου άμεσα ή έμμεσα, πρώτα θα σας ενημερώνω ζητώντας σας τη συμβουλή και την απόφασή σας», επενέβη ο Μπριντ’Αμούρ, θέλοντας να διατηρήσει την απρόσμενη ορμή που είχε δώσει ο Όλιβερ στις συνομιλίες.

Οι τέσσερις νάνοι, αφού ζήτησαν διάλειμμα, συγκεντρώθηκαν στη γωνία μιλώντας με έξαψη. Γύρισαν στο τραπέζι σχεδόν αμέσως.

«Υπάρχουν λεπτομέρειες που πρέπει να επεξεργαστούμε», είπε ο Μπέλικ. «Δεν θα επιτρέψω ποτέ να θιχτεί η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα του Νταν Ντάροου.

Ο Μπριντ’Αμούρ έπεσε πίσω στο κάθισμά του.

»Αλλά», συνέχισε ο Μπέλικ, «θα μου άρεσε πολύ να δω την έκφραση στο κακάσχημο μούτρο του Γκρινσπάροου, όταν θα ακούσει ότι το Νταν Ντάροου και το Εριαντόρ είναι ένα!»

«Δυοκρατία!» φώναξε ο Όλιβερ.

Καθώς η συνάντηση πήρε τέλος, αποσύρθηκαν έχοντας κάνει περισσότερη πρόοδο απ’ όση είχε τολμήσει να ελπίσει ο Μπριντ’Αμούρ. Έφυγε με τον Όλιβερ και την Σιόμπαν, και οι τρεις τους με εξαιρετική διάθεση, με τον Όλιβερ να αφηγείται ξανά την εμπνευσμένη διακοπή του διανθίζοντας την περιγραφή με διάφορες λεπτομέρειες.

«Πρόσεξα όμως», είπε ο Μπριντ’Αμούρ, όταν κατάφερε να μιλήσει σε μια στιγμιαία παύση της ακατάσχετης πολυλογίας του χάφλινγκ, «ότι στη μικρή σου ομιλία ονόμασες τον ομόλογό μου βασιλιά Μπέλικ, ενώ εμένα με είπες απλώς ΜπριντΑμούρ».

Ο Όλιβερ πήγε να γελάσει, αλλά σταμάτησε αμέσως όταν είδε τη σοβαρή έκφραση του μάγου. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στον κόσμο που δεν θα τους ήθελε για εχθρούς και ο πανίσχυρος Μπριντ’Αμούρ βρισκόταν στην κορυφή αυτής της λίστας.

«Δεν ήταν ομιλία», τραύλισε. «Ήταν μια παράσταση. Μάλιστα, μια παράσταση για τους φίλους μας, τους μαλλιαρούς νανότυπους. Πρόσεξες το έξυπνο λάθος μου, αλλά σίγουρα θα το πρόσεξε πολύ καλά επίσης και ο Μπέλικ».

«Ο βασιλιάς Μπέλικ», τον διόρθωσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρόσεξα επίσης ότι αυτό δεν ήταν παρά μονάχα ένα από τα πολλά σου λάθη σε σχέση με το βασιλικό μου αξίωμα».

Ο Όλιβερ τον κοίταξε για μια στιγμή αμήχανα, μην ξέροντας τι να πει. «Ναι, αλλά εσένα σε ήξερα και πριν γίνεις βασιλιάς», υπενθύμισε τελικά στον μάγο.

Ο Μπριντ’Αμούρ θα μπορούσε να προσποιείται τον θυμωμένο όλη μέρα απολαμβάνοντας την αγωνία του Όλιβερ, αλλά το γέλιο της Σιόμπαν ήταν μεταδοτικό, και ο Όλιβερ άρχισε να γελά πιο δυνατά απ’ όλους όταν συνειδητοποίησε ότι ο βασιλιάς τον πείραζε. Σε τελική ανάλυση, τα είχε καταφέρει καλά στις συνομιλίες με την επινόηση της “δυοκρατίας”, ενώ τα πράγματα έδειχναν ότι γρήγορα θα υπογραφόταν η ζωτική συμφωνία ανάμεσα στον Μπέλικ και τον Μπριντ’Αμούρ.

Ο Όλιβερ πρόσεξε επίσης ότι η Σιόμπαν τον κοίταζε με μια παράξενη έκφραση.

Σεβασμό;


Το Μένστερ βρισκόταν στη νοτιοδυτική πλευρά του Γκλεν Άλμπιν κι έμοιαζε με όλα τα άλλα μικρά χωριά του Εριαντόρ. Μην έχοντας στρατό, ουσιαστικά δεν ήταν παρά μερικά σπίτια κλεισμένα μέσα σε ένα αμυντικό τείχος από κορμούς δέντρων. Οι κάτοικοί του, ανύπαντροι άνδρες οι περισσότεροι, έκαναν κάποιες μικροκαλλιέργειες, κυνηγούσαν στα γύρω δάση και ψάρευαν στα νερά του γειτονικού καθαρού ποταμού που κατέβαινε από τις ψηλότερες κορυφές του Άιρον Κρος. Είχαν ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο, μολονότι δύο από τους νεότερους είχαν μπει στον στρατό του Εριαντόρ όταν πέρασε από το Γκλεν Άλμπιν πηγαίνοντας στο Πρίνσταουν. Και οι δύο γύρισαν στο χωριό για να αφηγηθούν ιστορίες νίκης, τότε που ο στρατός πέρασε πάλι από την περιοχή επιστρέφοντας στο Κάερ Μακντόναλντ.

Έτσι, είχαν γίνει μεγάλοι πανηγυρισμοί στο Μένστερ μετά τον πόλεμο. Κατά τα προηγούμενα χρόνια το χωριό δεχόταν συχνά επισκέψεις από τους φοροεισπράκτορες του Γκρινσπάροου και οι κάτοικοι του Μένστερ, όπως επίσης οι περισσότεροι ανεξάρτητοι Εριαντοριανοί, δεν άντεχαν να βρίσκονται κάτω από τη σκιά ενός ξένου βασιλιά.

Με την αλλαγή στην κυβέρνηση, με το Εριαντόρ στα χέρια ενός Εριαντοριανού, ήταν σίγουροι ότι θα βελτιωνόταν η ζωή τους. Μπορεί ο νέος βασιλιάς του Εριαντόρ να μην ασχολιόταν καθόλου μαζί τους. Μπορεί το Μένστερ να περνούσε απαρατήρητο, ένα μικρό χωριουδάκι που δεν το ενοχλεί κανείς για φόρους. Όμως, έτσι ακριβώς προτιμούσαν να γίνεται.

Πάντως, το Μένστερ δεν περνούσε απαρατήρητο από τις ορδές των Κυκλωπιανών, που όλο και μεγάλωναν τελευταία. Και, παρ’ όλο που οι κάτοικοί του ήταν σκληροτράχηλοι άνθρωποι καθώς επιβίωναν απομονωμένοι στις απόκρημνες πλαγιές του Άιρον Κρος, δεν ήταν προετοιμασμένοι για όσα έγιναν μια μοιραία καλοκαιρινή νύχτα.

Εκείνο το βράδυ όπως συνήθως φύλαγαν σκοπιά στο τείχος ο Τόνκι Μακομίρ και ο Μίγκιν Κόμπερ, οι δυο βετεράνοι της εκστρατείας του Πρίνσταουν. Ο Μίγκιν ήταν ο πρώτος που είδε έναν Κυκλωπιανό να ξεπροβάλλει μέσα από τους θάμνους, σε απόσταση γύρω στα σαράντα μέτρα από το τείχος.

«Γεμάτος χάρη, σαν μονοπόδαρη μεθυσμένη αρκούδα», ψιθύρισε στον Τόνκι, που πλησίασε βλέποντας τον φίλο του να του κάνει νόημα.

Οι δυο φρουροί δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα. Οι Κυκλωπιανοί πλησίαζαν συχνά στο Μένστερ, συνήθως ψάχνοντας για ψόφια ζώα, ενώ μόνο σπάνια αποφάσιζαν να δοκιμάσουν πόσο ετοιμοπόλεμοι είναι οι κάτοικοί του. Το χωριό ήταν χτισμένο σε ανοιχτή έκταση, έτσι γύρω από το τείχος του υπήρχε μια ζώνη πάνω από τριάντα μέτρα όπου δεν υπήρχε μέρος για να καλυφθεί ο εχθρός. Δεδομένου ότι οι Κυκλωπιανοί δεν ήξεραν καθόλου καλό σημάδι (αφού είχαν μόνο ένα μάτι, άρα ελάχιστη αντίληψη του βάθους), ενώ από την άλλη μεριά οι τριάντα περίπου κυνηγοί του Μένστερ ήταν έμπειροι τοξότες, οι υπερασπιστές της πόλης μπορούσαν να αποδεκατίσουν εκατό μονόφθαλμους πριν προλάβουν να περάσουν την ανοιχτή ζώνη και να φτάσουν στο τείχος. Άλλωστε, επειδή οι Κυκλωπιανοί, κακότροποι και απρόβλεπτοι όπως ήταν, μισούσαν τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και ο ένας τον άλλο, σπάνια κατάφερναν να συγκεντρωθούν σε μεγάλες ομάδες που να πλησιάζουν τα εκατό άτομα.

«Άλλος ένας εκεί», είπε ο Τόνκι δείχνοντας δεξιά.

«Κι άλλος ένας πίσω του», πρόσθεσε ο Κόμπερ. «Καλύτερα να ειδοποιήσουμε τους άλλους».

«Οι πιο πολλοί είναι ξύπνιοι ακόμη», είπε ο Τόνκι. Γυρίζοντας και οι δύο κοίταξαν το κεντρικό κτίσμα του χωριού, την ταβέρνα, που χρησίμευε επίσης σαν αίθουσα συγκέντρωσης των κατοίκων. Ήταν ένα μακρόστενο, χαμηλό κτήριο, φωτισμένο και πολύ θορυβώδες.

«Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι πολύ μεθυσμένοι για να ρίξουν», είπε ο Κόμπερ, αλλά και πάλι τα λόγια του ήταν αμέριμνα, χωρίς ιδιαίτερη ανησυχία.

Ο Κόμπερ ξεκίνησε με σκοπό να κάνει στα γρήγορα τον γύρο του τείχους ελέγχοντας τι συμβαίνει από τις άλλες πλευρές, πριν τρέξει να πληροφορήσει τους χωρικούς ότι μπορεί να υπάρχει κίνδυνος. Οι κάτοικοι του Μένστερ είχαν κάνει πολλές φορές ασκήσεις για τέτοιες περιπτώσεις, οπότε οι τριάντα τοξότες (με εξαίρεση του λίγους που ήταν πολύ μεθυσμένοι) θα βρίσκονταν στις θέσεις τους μέσα σε δευτερόλεπτα θερίζοντας τους Κυκλωπιανούς που θα τολμούσαν να πλησιάσουν. Στα μισά του γύρου όμως ο Κόμπερ σταμάτησε ξαφνικά απομένοντας να κοιτάζει άφωνος πάνω από το τείχος.

«Τι βλέπεις;» του είπε σιγανά ο Τόνκι από τη θέση του.

Ο Κόμπερ έβγαλε μια δυνατή κραυγή.

Αμέσως σταμάτησε η φασαρία στην ταβέρνα και άνδρες και γυναίκες άρχισαν να ξεχύνονται από τις πόρτες κρατώντας μακριά τόξα.

Ο Κόμπερ είχε αρχίσει να ρίχνει στο μεταξύ ξανά και ξανά, όπως κι ο Τόνκι. Εκτόξευαν τα βέλη χωρίς καν να σημαδεύουν. Το πλήθος που πλησίαζε τρέχοντας από τους θάμνους ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ήταν σχεδόν αδύνατο να αστοχήσεις.

Οι χωρικοί, αφού ανέβηκαν στο τείχος, άρχισαν να ρίχνουν κι αυτοί ενώ οι Κυκλωπιανοί έπεφταν νεκροί κατά δεκάδες.

Αλλά οι μονόφθαλμοι ήταν σχεδόν χίλιοι, οπότε τέτοιες απώλειες δεν μπορούσαν να τους σταματήσουν.

Όλο το τείχος έτριξε και βόγγηξε όταν η κύρια μάζα των Κυκλωπιανών έπεσε πάνω του. Πολλοί έστησαν σκάλες την ώρα που άλλοι άρχισαν να κόβουν τους κορμούς με τσεκούρια.

Οι κάτοικοι του Μένστερ κράτησαν την ψυχραιμία τους, άδειαζαν τις φαρέτρες τους φωνάζοντας να τους φέρουν κι άλλα βέλη, χτυπούσαν τους μονόφθαλμους σχεδόν εξ επαφής. Αλλά το τείχος γρήγορα παραβιάστηκε, οι Κυκλωπιανοί όρμησαν μέσα στο χωριό και οι υπερασπιστές του αναγκάστηκαν να αφήσουν τα τόξα για να πάρουν σπαθιά, λόγχες ή ό,τι άλλο έβρισκαν πρόχειρο για να το χρησιμοποιήσουν σαν ρόπαλο.

Όμως, σε μια τέτοια μάχη σώμα με σώμα είχαν το πλεονέκτημα οι Κυκλωπιανοί, έτσι γρήγορα όλοι κατάλαβαν ότι το Μένστερ ήταν χαμένο.

Η σφαγή τελείωσε μέσα σε μερικά λεπτά.

Ξαφνικά, το Μένστερ ή ό,τι απέμεινε απ’ αυτό μετά την καταστροφή, έπαψε να είναι ένα ασήμαντο άγνωστο χωριουδάκι για τον βασιλιά Μπριντ’Αμούρ και όποιον ζούσε στα νότια σύνορα του Εριαντόρ.

Загрузка...