«Χιούγκοθ!» φώναξε ένας ναύτης ενώ, στιγμές αργότερα, ακούστηκε η ίδια κραυγή από έναν δεύτερο που ήταν ανεβασμένος στο πάνω πινό, το οριζόντιο άλμπουρο του μεγάλου καταρτιού.
«Έχουν σηκωμένο το μισό πανί και κωπηλατούν γερά κι από τις δυο πλευρές!» πρόσθεσε ο ναύτης από το πινό.
Ο Λούθιεν έσκυψε πάνω από την πλωριά κουπαστή κοιτάζοντας στη θάλασσα. Ήταν εκπληκτικό πόσες λεπτομέρειες διέκριναν αυτοί οι πεπειραμένοι ναυτικοί. Ο ίδιος έβλεπε μόνο μια γκρίζα ομίχλη.
«Δεν βλέπω τίποτε», είπε ο Όλιβερ που έστεκε δίπλα του.
«Χρειάζονται χρόνια εκπαίδευσης για να μπορείς να βλέπεις τόσο μακριά στη θάλασσα», προσπάθησε να του εξηγήσει ο Λούθιεν. (Και για να αντέχεις στο μπότζι, θα ήθελε να προσθέσει, γιατί ο Όλιβερ είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος του δεκαήμερου ταξιδιού τους από το Τζάιμπι κρεμασμένος στην κουπαστή.) Βρίσκονταν πάνω στο Στράτον Γουίβερ, ένα από τα μεγάλα πολεμικά πλοία του Άβον που είχαν κυριέψει οι Εριαντοριανοί στο λιμάνι του Πορτ Τσάρλι και τώρα έπλεε με σημαία του Εριαντόρ. Με ευνοϊκό άνεμο, το τρικάταρτο Γουίβερ μπορούσε να ξεπεράσει οποιοδήποτε πλοίο των Χιούγκοθ, ενώ κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες μπορούσε να νικήσει τρία σκάφη των Χιούγκοθ μαζί. Είχε μήκος σχεδόν τριάντα μέτρα, πεπειραμένο πλήρωμα που ξεπερνούσε τα διακόσια άτομα και διέθετε ισχυρά όπλα που μπορούσαν να βουλιάξουν τα πλοία των βαρβάρων από τριακόσια μέτρα απόσταση. Ήδη οι χειριστές του μεγάλου καταπέλτη στην πρύμνη του πλοίου φόρτωναν μπάλες πίσσας στον εκτοξευτήρα, ενώ οι άνδρες που δούλευαν την περιστρεφόμενη μεγαβαλλίστρα στην κουπαστή, πίσω από το μπροστινό κατάρτι, έκαναν έλεγχο στο σκόπευτρο και στις τεράστιες λόγχες που θα εκτόξευαν σε λίγο κατά των εχθρών.
«Δεν βλέπω τίποτε», είπε πάλι ο Όλιβερ.
«Μην ανησυχείς, Όλιβερ, ο Λούθιεν έχει δίκιο», συμφώνησε η Κατρίν που τα μάτια της ήταν πιο εξοικειωμένα. «Μπορεί να πάρει χρόνια για να συνηθίσουν τα μάτια σου στη θάλασσα. Το πλοίο είναι των Χιούγκοθ όμως, αυτό το βλέπω ακόμη κι εγώ, μολονότι έχω πολλούς μήνες να βγω στο πέλαγο».
«Έχε εμπιστοσύνη στα μάτια των ναυτικών μας», είπε ο Λούθιεν στον χάφλινγκ, που φαινόταν τρομερά εκνευρισμένος τώρα και χτυπούσε νευρικά το καλογυαλισμένο μαύρο παπούτσι του στο κατάστρωμα. «Αν λένε ότι το πλοίο είναι των Χιούγκοθ, τότε σίγουρα είναι!»
«Δεν βλέπω τίποτε», είπε ο Όλιβερ για τρίτη φορά, «γιατί έχω δύο τόσο μεγάλους πίθηκους μπροστά μου!»
Ο Λούθιεν με την Κατρίν κοιτάχτηκαν και ξεφύσηξαν, νιώθοντας ανακούφιση με την εκτόνωση που πρόσφερε το χιούμορ του Όλιβερ ντε Μπάροους κάθε φορά που πλησίαζε η μάχη. Παραμέρισαν κάνοντας βαθιά υπόκλιση στον χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ, αφού σκαρφάλωσε αμέσως πάνω στην κουπαστή, πιάστηκε από ένα σχοινί σκιάζοντας με το άλλο χέρι τα μάτια του, κάτι περιττό αφού ο γύρος του πελώριου καπέλου του σκίαζε ήδη όλο το πρόσωπό του.
«Α, μάλιστα», είπε ο χάφλινγκ. «Ώστε έτσι είναι τα πλοία των Χιούγκοθ! Παράξενο σκαρί. Ένα δύο, τρία… δεκαοχτώ, δεκαεννιά, είκοσι κουπιά από κάθε πλευρά, και κινούνται συγχρονισμένα. Βουτάνε, σηκώνονται, βουτάνε σηκώνονται…»
Ο Λούθιεν και η Κατρίν κοιτάχτηκαν με ανοιχτό το στόμα, μετά γύρισαν και παρατήρησαν τη μικροσκοπική κουκκίδα στον ορίζοντα.
»Μπα, και ποιος είναι αυτός ο πελώριος τύπος στην πλώρη;» συνέχισε ο Όλιβερ, αφήνοντας ένα ρίγος να τον διαπεράσει. Βλέποντας την υπερβολική αυτή αντίδραση, ο Λούθιεν κατάλαβε και κοίταξε την Κατρίν με ύφος όλο αμφιβολία.
»Δεν θα ήθελα να πολεμήσω με αυτό τον τύπο», συνέχισε ο χάφλινγκ. «Εκείνη η ξανθιά γενειάδα του θα έγδερνε το τρυφερό μου δέρμα!»
«Πραγματικά», συμφώνησε ο Λούθιεν. «Εκείνο που φοβάμαι όμως περισσότερο εγώ, είναι το δαχτυλίδι που φοράει στο δάχτυλό του. Βλέπεις που μοιάζει με πέλμα λιονταριού;» Τώρα ήταν η σειρά του Λούθιεν να κάνει ότι τον πιάνει ρίγος. «Ξέροντας την αγριότητα και την πονηριά των Χιούγκοθ, μου φαίνεται ότι μπορεί τα νύχια του λιονταριού να πετάγονται έξω και να ξεσκίζουν το πρόσωπο του αντιπάλου». Ρίγησε πάλι, γυρίζοντας για να απομακρυνθεί με την χαμογελαστή Κατρίν δίπλα του.
Η Κατρίν του έκλεισε το μάτι με συγχαρητήριο ύφος επειδή “είδε” την μπλόφα του Όλιβερ.
«Ανόητε νεαρέ», φώναξε πίσω τους απτόητος ο χάφλινγκ. «Δεν βλέπεις ότι το δαχτυλίδι δεν έχει παρά πετράδια στα σημεία όπου θα ’πρεπε να βρίσκονται τα νύχια; Το σκουλαρίκι του όμως…» πρόσθεσε, σηκώνοντας το δάχτυλο.
Ο Λούθιεν γύρισε για να του απαντήσει αλλά, βλέποντας την Κατρίν να κουνάει το κεφάλι της, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να νικήσει σε αυτή την μονομαχία.
«Καλό μάτι», είπε σαρκαστικά στον Όλιβερ ο Γουάλας, ο καπετάνιος του Στράτον Γουίβερ, πλησιάζοντας με τον αδελφό Τζέιμσις.
«…Καλό αστείο!» τον διόρθωσε η Κατρίν.
«Πόση ώρα χρειαζόμαστε για να τους πλησιάσουμε;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Γουάλας κοίταξε στον ορίζοντα σηκώνοντας τους ώμους. «Μπορεί μισή ώρα, μπορεί όλη την υπόλοιπη μέρα», είπε. «Οι φίλοι μας οι Χιούγκοθ δεν έρχονται για την ώρα κατά πάνω μας. Κρατούν σταθερά νοτιοανατολική ρότα».
«Μας φοβούνται;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Είμαστε ισχυρότεροι», απάντησε με σιγουριά ο Γουάλας. «Αλλά δεν έχω δει ποτέ Χιούγκοθ να αποφεύγουν μια μάχη. Το πιθανότερο είναι ότι θέλουν να μας παρασύρουν κοντά στο Κόλνσεϊ, σε πιο ρηχά νερά όπου μπορούν να μας κάνουν να προσαράξουμε ή τουλάχιστον να έχουν το πλεονέκτημα στους ελιγμούς».
Ο Λούθιεν χαμογέλασε. Ο Γουάλας είχε επιλεγεί για καπετάνιος του Στράτον Γουίβερ επειδή γνώριζε αυτά τα νερά καλύτερα απ’ όλους τους άλλους πλοιάρχους των πολεμικών πλοίων. Ήταν πενήντα χρονών και είχε ζήσει πάνω από δώδεκα χρόνια στην αποικία του Λαντς Εντ ταξιδεύοντας καθημερινά στα νερά της Ντόρσαλ.
«Θα νομίζουν ότι έχουν το πλεονέκτημα, αφού πλησιάζουμε στο νησί», είπε η Κατρίν.
Ο Γουάλας γέλασε συμφωνώντας.
«Δεν θέλουμε να συγκρουστούμε μαζί τους», θύμισε ο Λούθιεν. «Βγήκαμε μόνο για να κάνουμε μια ειρηνική συνομιλία, αν είναι δυνατό». Αυτό ήταν όντως το σχέδιό τους και γι’ αυτό είχαν αφήσει στο Μπέι Κόλθγουιν τον υπόλοιπο στόλο, τριάντα πολεμικά πλοία συνολικά.
«Οι Χιούγκοθ δεν συμπαθούν πολύ τις συνομιλίες», είπε η Κατρίν.
«Και σέβονται μόνο τη δύναμη», πρόσθεσε ο Γουάλας.
«Αν χρειαστεί να καταστρέψουμε το πλοίο τους, θα το καταστρέψουμε», είπε ο Λούθιεν. «Θα τους συλλάβουμε όσο πιο αναίμακτα μπορούμε, αλλά δεν θα τους αφήσουμε σε καμία περίπτωση να μας ξεφύγουν».
«Ποτέ», συμφώνησε ο Τζέιμσις, που το πρόσωπό του είχε μια μόνιμη σκυθρωπή έκφραση μετά την εμφάνιση των άγριων Χιούγκοθ στον κόλπο, που έκανε άνω κάτω τη γαλήνια ζωή του στο ήσυχο μοναστήρι.
Ο Λούθιεν κοίταξε εξεταστικά τον μοναχό. Είχε εντυπωσιαστεί με τους κατοίκους του Τζάιμπι, που του επέτρεψαν να κάνει αυτή την προσπάθεια για ειρηνικές συνομιλίες με τους Χιούγκοθ. Τώρα που είχαν τριάντα πολεμικά πλοία στη διάθεσή τους, το μόνο που θα ήθελαν σίγουρα ήταν να εκδικηθούν τους Χιούγκοθ για τον χαμό τόσων ανθρώπων στο Μπέι Κόλθγουιν. Κι όμως, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες τους η καμπάνα στον πύργο του Τζάιμπι άρχισε να χτυπάει εορταστικά, όταν έφτασαν ο Λούθιεν με τους συντρόφους του απαντώντας στο κάλεσμα του Τζάιμπι προς τον νέο βασιλιά. Και οι εορτασμοί ανανεώθηκαν όταν φάνηκε ο στόλος του Εριαντόρ βόρεια του κόλπου, με τα πλοία να πλησιάζουν με όλα τα πανιά σηκωμένα. Τότε ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν υποχώρησε στις επιθυμίες του Λούθιεν και το Στράτον Γουίβερ ξεκίνησε για αυτό το ταξίδι — ένα πολεμικό πλοίο σε διπλωματική αποστολή.
«Σήκωσε τη σημαία των συνομιλιών!» είπε ο Λούθιεν στον Γουάλας. Ο νεαρός Μπέντγουιρ παρακολουθούσε τον Τζέιμσις αναζητώντας μια ένδειξη επιδοκιμασίας στην έκφρασή του. Ο Τζέιμσις, έχοντας εναντιωθεί σε αυτή την άποψη του Λούθιεν, βρήκε μεγάλη υποστήριξη ακόμη κι από την Κατρίν και τον Όλιβερ.
«Η λευκή σημαία με το μπλε περιθώριο είναι γνωστή ακόμη και στους Χιούγκοθ», είπε σκυθρωπός ο Τζέιμσις. «Το διεθνές σήμα των ειρηνικών διαπραγματεύσεων. Βέβαια, είναι γνωστό ότι οι Χιούγκοθ το έχουν χρησιμοποιήσει για να πλησιάσουν τους αντιπάλους τους και να τους πιάσουν απροετοίμαστους».
«Αυτός ο Χιούγκοθ έχει τόσο γαλάζια μάτια!» φώναξε ο Όλιβερ από την κουπαστή, την κατάλληλη στιγμή για να σπάσει την ένταση. Ο Τζέιμσις με τον Γουάλας του έριξαν μια πλάγια ματιά, αλλά ο Λούθιεν και η Κατρίν γέλασαν. Ήξεραν ότι ο Όλιβερ δεν βλέπει τα μάτια του Χιούγκοθ ούτε τα κουπιά του πλοίου. Μάλλον, μετά βίας διέκρινε το σκάφος των Χιούγκοθ μέσα στη γκρίζα καταχνιά που σκέπαζε τη θάλασσα. Ήξερε όμως να παίζει τέλεια το παιχνίδι. Ο Λούθιεν ήταν δικαιολογημένος που τον αποκαλούσε “τέλειο μπλοφαδόρο”
Μερικά λεπτά αργότερα η σημαία των ειρηνικών συνομιλιών ανέβηκε στο μεγάλο κατάρτι του Στράτον Γουίβερ. Ο Γουάλας και οι άλλοι συνέχισαν να παρακολουθούν με προσοχή καθώς περνούσαν τα λεπτά, αλλά μολονότι οι παρατηρητές διαβεβαίωσαν τον καπετάνιο ότι οι Χιούγκοθ ήταν αρκετά κοντά ώστε να διακρίνουν τη σημαία, το πλοίο των βαρβάρων δεν άλλαξε πορεία ούτε έκοψε ταχύτητα.
«Συνεχίζουν για το Κόλνσεϊ», επανέλαβε ο Γουάλας.
«Ακολούθησέ τους τότε», είπε ο Λούθιεν.
Ο καπετάνιος τον κοίταξε σηκώνοντας το φρύδι.
«Φοβάσαι να τους κυνηγήσεις;» τον ρώτησε ο Λούθιεν.
«Θα ένιωθα καλύτερα, αν δεν είχα πάνω στο πλοίο τον υπαρχηγό του βασιλιά», απάντησε ο Γουάλας.
Ο Λούθιεν κοίταξε νευρικά γύρω του.
Ο Γουάλας κατάλαβε ότι η επισήμανσή του ήταν οδυνηρή για τον νεαρό, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχισε: «Αν οι Χιούγκοθ έχουν συμμαχήσει με τον Γκρινσπάροου, όπως φοβόμαστε, δεν θα ήθελαν να του προσφέρουν τον Λούθιεν Μπέντγουιρ σαν λάφυρο; Δεν θα μου άρεσε καθόλου να δω την έκφραση του Γκρινσπάροου, καθώς θα του παραδίδουν την Πορφυρή Σκιά».
Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να κουράζεται από αυτά τα επιχειρήματα, που τα άκουγε συνεχώς από τη συνάντηση στο Τζάιμπι, όταν αποφάσισαν ότι η πρώτη τους κίνηση θα ήταν μια προσπάθεια να μιλήσουν με τους Χιούγκοθ. Ο Λούθιεν επέμεινε να βρίσκεται πάνω στο πλοίο, που θα έβγαινε από το λιμάνι για αυτό τον σκοπό. Ακόμη και η Κατρίν, που ήταν τόσο πιστή στον νεαρό Μπέντγουιρ, είχε εναντιωθεί σε μια τέτοια ενέργεια, επιμένοντας ότι ο Λούθιεν είναι τόσο πολύτιμος για το βασίλειο ώστε δεν πρέπει να ρισκάρει έτσι.
«Η Πορφυρή Σκιά ήταν ένα λάφυρο που ήθελε να προσφέρει στον Γκρινσπάροου ο Μόρκνεϊ του Μόντφορτ», απάντησε ο Λούθιεν. «Το ίδιο λάφυρο είχε υποσχεθεί στον βασιλιά του και ο Μπέλσεν’ Κριγκ. Και το ίδιο λάφυρο ήθελε ο Πάραγκορ, δούκας του Πρίνσταουν».
«Και είναι όλοι νεκροί», αποτελείωσε τη φράση του ο αδελφός Τζέιμσις. «Κι έτσι τώρα νιώθεις αθάνατος».
Ο Λούθιεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τον πρόλαβε ο Όλιβερ.
«Δεν καταλαβαίνετε;» ρώτησε ο χάφλινγκ πηδώντας από το παραπέτο δίπλα στον Λούθιεν. «Λέτε ότι ο μερικές φορές τόσο ασύνετος φίλος μου από δω είναι πολύτιμος, αλλά παραβλέπετε ότι η αξία του έγκειται ακριβώς σ’ αυτό από το οποίο θέλετε να τον προστατέψετε με τόση επιμονή!»
«Ο Όλιβερ έχει δίκιο», πρόσθεσε η Κατρίν, άλλος ένας απρόσμενος σύμμαχος. «Αν ο Λούθιεν κρύβεται πίσω από τον Μπριντ’Αμούρ, αν ο πορφυρός μανδύας δεν εμφανίζεται εκεί όπου τον χρειάζονται πιο πολύ, τότε παύει να υπάρχει η αξία της Πορφυρής Σκιάς».
Ο Γουάλας κοίταξε τον Τζέιμσις και σήκωσε τα χέρια εγκαταλείποντας την προσπάθεια. «Έχεις κάθε δικαίωμα να αποφασίζεις μόνος σου για τη μοίρα σου», παραδέχτηκε ο μοναχός.
«Στο Κόλνσεϊ, λοιπόν!» είπε ο Γουάλας γυρίζοντας για να πάει στον τιμονιέρη.
«Μόνο αν θεωρείς ότι αυτή είναι μια συνετή πορεία για το σκάφος σου», είπε κοφτά ο Λούθιεν, κάνοντας τον καπετάνιο να στραφεί και πάλι. «Δεν θέλω να εκθέσεις το πλοίο σου σε κίνδυνο επειδή σου το ζητώ εγώ. Η διοίκηση του Στράτον Γουίβερ είναι δική σου και μόνο δική σου».
Ο Γουάλας έκανε ένα καταφατικό νεύμα εκφράζοντας την εκτίμησή του για τα λόγια του Λούθιεν. «Γνωρίζαμε τον κίνδυνο όταν ξεκινήσαμε», υπενθύμισε. «Όλο το πλήρωμα είναι εθελοντές, με πρώτον εμένα τον ίδιο. Καταλαβαίνοντας τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το Εριαντόρ, είμαστε πρόθυμοι να πεθάνουμε για να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας. Αν δεν ήσουν πάνω στο πλοίο, φίλε μου, δεν θα δίσταζα να κυνηγήσω τους Χιούγκοθ για να τους εξαναγκάσω σε συνομιλίες, ακόμη κι αν με περίμενε όλος ο στόλος τους!»
«Τότε συνέχισε», είπε ο Λούθιεν. Ο Γουάλας και ο Τζέιμσις, αφού χαιρέτησαν με ένα νεύμα, απομακρύνθηκαν.
Το Στράτον Γουίβερ έστριψε ανατολικά πλησιάζοντας το πλοίο των βαρβάρων, αλλά καθώς τα κουπιά των Χιούγκοθ δούλευαν μανιασμένα, δεν μπόρεσαν να του κόψουν τον δρόμο. Παρ’ όλα αυτά πλησίασαν κι άλλο, ώστε να δουν οι βάρβαροι καθαρά τη σημαία των συνομιλιών, μολονότι η αντίδρασή τους ήταν και πάλι χαρακτηριστική.
Το πλοίο των Χιούγκοθ δεν έκοψε καθόλου ταχύτητα, μα συνέχισε την πορεία του προς τα νοτιοανατολικά. Το Στράτον Γουίβερ το ακολούθησε, ώσπου γρήγορα είδαν τις γκρίζες κορυφές των βουνών του Κόλνσεϊ.
«Πιστεύεις ακόμη ότι θέλουν να μας παρασύρουν στα ρηχά;» ρώτησε ο Λούθιεν τον Γουάλας λίγο αργότερα.
«Πιστεύω ότι τρέχουν για βοήθεια», εξήγησε ο Γουάλας δείχνοντας δεξιά, όπου άλλο ένα πλοίο τον Χιούγκοθ είχε ξεπροβάλλει πίσω από το νησί.
«Πολύ βολικό γι’ αυτούς να υπάρχει εδώ γύρω άλλο ένα πλοίο και να μας περιμένει», είπε ο Λούθιεν.
«Ναι, έτσι είναι συνήθως οι ενέδρες», απάντησε φλεγματικά ο Γουάλας.
Γρήγορα εντόπισαν ένα τρίτο πλοίο των Χιούγκοθ να πλησιάζει από τα αριστερά, καθώς κι ένα τέταρτο πίσω του. Το πρώτο σκάφος που είχαν δει, σήκωσε τα κουπιά της μιας πλευράς κάνοντας κλειστή στροφή.
«Δεν ξέρουμε τι θα αποφασίσουν», είπε ο Λούθιεν. «Μπορεί, τώρα που έχουν κι άλλα δικά τους πλοία εδώ κοντά, να δεχτούν να μιλήσουμε».
«Πάντως, δεν θα αφήσω πάνω από ένα πλοίο να πλησιάσει», είπε ο Γουάλας. «Και μόνο αν έχει παρόμοια με τη δικιά μας σημαία». Φώναξε στο πλήρωμα του καταπέλτη δίνοντάς τους εντολή να σημαδέψουν το απομονωμένο πλοίο στα δεξιά τους. Αν ακολουθούσε μάχη, είχε σκοπό να βουλιάξει αυτό πρώτο, για να ανοίξει τον δρόμο του Στράτον Γουίβερ προς βαθύτερα νερά.
Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να διαφωνήσει, παρά την επιθυμία του να δώσει τέλος στις επιδρομές με ειρηνικό τρόπο. Θυμόταν τον Γκαρθ Ρόγκαρ, τον πιο αγαπημένο φίλο του, έναν Χιούγκοθ που είχε ναυαγήσει σε μικρή ηλικία για να βγει μετά στις ακτές του Μπέντγουιντριν. Είχε παίξει άθελά του βασικό ρόλο στον θάνατο του Γκαρθ, όταν τον νίκησε στην αρένα. Αν είχε νικηθεί ο Λούθιεν, ο Γκάχρις δεν θα αποφάσιζε ποτέ να δώσει με τον αντίχειρα προς τα κάτω το σήμα που απαιτούσε την εξόντωση του νικημένου.
Λογικά, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ δεν έφταιγε για τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ, αλλά οι τύψεις δεν ακούνε ποτέ τη λογική.
Για τούτο, ήταν αποφασισμένος να τιμήσει τη μνήμη του Γκαρθ Ρόγκαρ σε αυτό το ταξίδι του στο Τζάιμπι και στη Θάλασσα Ντόρσαλ, δίνοντας μια όσο πιο ειρηνική λύση μπορούσε στη σύγκρουση με τους Χιούγκοθ. Παρά την επιθυμίες του, όμως, δεν μπορούσε να ζητήσει από το πλήρωμα του Στράτον Γουίβερ να παραμείνει ανυπεράσπιστο απέναντι στα τέσσερα πλοία των Χιούγκοθ. Ο Γουάλας και το πλήρωμά του είχαν δείξει μεγάλη γενναιότητα, απλά και μόνο με το που συμφώνησαν να βγουν στη θάλασσα χωρίς συνοδεία άλλων πλοίων.
«Μπορεί να μας περιμένει ναυμαχία», είπε ο Λούθιεν στην Κατρίν και τον Όλιβερ, όταν γύρισε κοντά τους στην μπροστινή κουπαστή.
Ο Όλιβερ κοίταξε τα πλοία των Χιούγκοθ, τους αφρούς δεξιά κι αριστερά που σήκωναν τα κουπιά τα οποία δούλευαν ασταμάτητα. Μετά κοίταξε το δικό τους πλοίο, ιδιαίτερα τον καταπέλτη στην πρύμνη. «Ελπίζω να ξέρουν καλό σημάδι», είπε.
Με τις πιθανότητες να έχουν γυρίσει εναντίον τους, τόσο ο Λούθιεν όσο και η Κατρίν έλπιζαν το ίδιο πράγμα.
Ακούστηκε η φωνή του παρατηρητή από το κατάρτι, που εντόπισε ένα πέμπτο πλοίο των Χιούγκοθ και μετά ένα έκτο. Τα δύο, ακολουθούσαν πίσω από το πλοίο στα δεξιά τους.
«Ίσως δεν ήταν τόσο καλή ιδέα να βγει έτσι στη θάλασσα ο κυριώτερος σύμβουλος του βασιλιά», είπε ο Όλιβερ.
«Έπρεπε να βγω», απάντησε ο Λούθιεν.
«Μιλούσα για μένα», του εξήγησε ξερά ο Όλιβερ.
«Δεν το έχουμε βάλει ποτέ στα πόδια από μάχη», είπε η Κατρίν με όση αποφασιστικότητα μπορούσε να επιστρατεύσει.
Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας στα πράσινα μάτια της, είδε μεγάλη ανησυχία. Την καταλάβαινε απόλυτα. Η Κατρίν δεν φοβόταν ποτέ τη μάχη, αλλά αυτήν τη φορά, σε αντίθεση με όλες τις μάχες που είχαν δώσει στο Εριαντόρ, αντίθετα με όλες τις μάχες που είχαν δώσει ποτέ τόσο η ίδια όσο κι ο Λούθιεν, οι εχθροί δεν ήταν Κυκλωπιανοί αλλά άνθρωποι. Η προοπτική να σκοτώσει, την ανησυχούσε όσο και η προοπτική να σκοτωθεί.
Ο καπετάνιος Γουάλας διέτρεξε σχεδόν τρέχοντας όλο το μήκος του πλοίου για να προετοιμάσει το πλήρωμά του. «Σημαδέψτε το μπροστινό πλοίο», είπε στους χειριστές του καταπέλτη. Αυτό ήταν πιο κοντά τους και πλησίαζε με τη μεγαλύτερη ταχύτητα.
«Π’ ανάθεμά σε, σήκωσε τη σημαία της ανακωχής!» μουρμούρισε ο καπετάνιος πλησιάζοντας τους τρεις συντρόφους στην πλωριά κουπαστή.
Την ίδια σχεδόν στιγμή τα κουπιά του πρώτου πλοίου σηκώθηκαν από το νερό και το σκάφος γρήγορα έχασε την ορμή του στην ταραγμένη θάλασσα. Μετά ακούστηκε ένα κέρας, μια νότα καθαρή και δυνατή που εξαπλώθηκε σε όλη τη θάλασσα φτάνοντας επίσης ως το ανήσυχο πλήρωμα του Στράτον Γουίβερ.
«Πολεμικό κέρας», είπε η Κατρίν στον Γουάλας. «Δεν έχουν διάθεση για συνομιλίες».
Παρόμοια σαλπίσματα ακούστηκαν από τα άλλα πέντε πλοία των Χιούγκοθ κι αμέσως ακολούθησαν φωνές και ουρλιαχτά. Συνέχισαν να πλησιάζουν, με εξαίρεση το πρώτο που παρέμενε ακίνητο στο νερό σαν να περίμενε να κάνουν αυτοί την πρώτη κίνηση.
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε», είπε ο Γουάλας στον φανερά απογοητευμένο Λούθιεν.
«Τρία ακόμη αριστερά!» ακούστηκε από πάνω η φωνή του παρατηρητή.
«Είναι αδύνατο να ξεφύγουμε», παρατήρησε η Κατρίν, μελετώντας την κατάσταση και βλέποντας την παγίδα να κλείνει γύρω από το Στράτον Γουίβερ.
Ο Γουάλας, γυρίζοντας προς το κύριο κατάστρωμα, διέταξε να μαζέψουν τα πανιά σε θέση μάχης. Έτσι το πλοίο θα μπορούσε να κάνει ελιγμούς χωρίς όμως να δίνει πολύ μεγάλο στόχο στους τοξότες των Χιούγκοθ με τα φλεγόμενα βέλη τους.
Ο Λούθιεν, στρεφόμενος κι αυτός, είδε τον αδελφό Τζέιμσις να πλησιάζει με πρόσωπο σκυθρωπό όπως πάντα. Κοιτάχτηκαν για λίγο. Ο Λούθιεν είχε αποφασίσει να κάνει αυτή την προσπάθεια για συνομιλίες, όμως η απόφασή του είχε θέσει σε κίνδυνο το πλήρωμα. Ο νεαρός Μπέντγουιρ γύρισε πάλι προς τη θάλασσα, αλλά τότε αισθάνθηκε το χέρι του Τζέιμσις στον ώμο του.
«Προσπαθήσαμε, όπως ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε», είπε απρόσμενα ο μοναχός, «αλλιώς δεν θα ήμασταν καλύτεροι από τούτους που, όπως φαίνεται, θα πολεμήσουμε. Μη φοβάσαι όμως, άρχοντα Μπέντγουιρ, και έχε υπ’ όψη σου ότι με κάθε εχθρικό πλοίο που θα βυθίσουμε σήμερα…»
«Και θα βυθίσουμε πολλά!» είπε αποφασισμένα ο Γουάλας.
«…Θα υπάρχει μετά ένα λιγότερο πλοίο των Χιούγκοθ για να τρομοκρατεί την ακτή του Μπέι Κόλθγουιν», κατέληξε ο Τζέιμσις.
Ο Γουάλας κοίταξε τον Λούθιεν, δείχνοντας το κοντινότερο πλοίο των Χιούγκοθ σαν να ζητούσε την έγκρισή του.
Δεν ήταν εύκολη επιλογή για έναν ευσυνείδητο άνθρωπο σαν τον Λούθιεν Μπέντγουιρ, αλλά οι Χιούγκοθ είχαν δείξει καθαρά ότι ετοιμάζονται για ναυμαχία. Γύρω από το Στράτον Γουίβερ ακούγονταν σαλπίσματα και επικλήσεις στον θεό του πολέμου, των βαρβάρων.
«Γι’ αυτούς η μάχη είναι κάτι το τιμητικό», είπε η Κατρίν.
«Και αυτό είναι που τους καταδικάζει», απάντησε ο Λούθιεν.
Η μπάλα της αναμμένης πίσσας διέγραψε μια μεγαλόπρεπη τροχιά στον απογευματινό ουρανό, παίρνοντας ύψος και μετά βουτώντας σαν αρπακτικό που εντόπισε την λεία του. Το πλοίο των Χιούγκοθ προσπάθησε να αντιδράσει, τα κουπιά της μιας πλευράς βούτηξαν στο νερό αρχίζοντας να δίνουν στροφή στο πλοίο.
Ήταν πολύ αργά όμως. Οι χειριστές του καταπέλτη είχαν δέκα ολόκληρα λεπτά για να προετοιμάσουν αυτή την όχι και τόσο δύσκολη βολή. Το πλοίο των Χιούγκοθ κατάφερε να στρίψει σαράντα πέντε μοίρες, αλλά μετά η πύρινη μπάλα το βρήκε στη μέση και σχεδόν το τουμπάρισε.
Ο Λούθιεν είδε αρκετούς Χιούγκοθ να πηδούν στη θάλασσα με τις γούνες τους να έχουν αρπάξει φωτιά. Άκουσε τα ουρλιαχτά άλλων που δεν είχαν προλάβει να ξεφύγουν. Αλλά το πλοίο, μολονότι έπαθε ζημιές, δεν αχρηστεύτηκε και τα κουπιά έπεσαν πάλι στο νερό με αποτέλεσμα να συνεχίσει να πλησιάζει.
Στο μεταξύ, ο αρχηγός των Χιούγκοθ έτρεξε στην πλώρη του πλοίου που πλέον καιγόταν, ύψωσε το ξίφος του μανιασμένος κι άρχισε να φωνάζει κατάρες προς το μέρος τους.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι η περηφάνια του Χιούγκοθ ήταν εξίσου μεγάλη με τη βλακεία του, αφού τα άλλα δέκα πλοία των βαρβάρων (στο μεταξύ είχαν εμφανιστεί άλλα δύο) ήταν ακόμη πολύ μακριά για να του προσφέρουν υποστήριξη. Μπορεί ο Χιούγκοθ να μην καταλάβαινε τη δύναμη του πολεμικού πλοίου που αντιμετώπιζε, το πιθανότερο όμως ήταν ότι, μέσα στη μανία της μάχης, δεν τον ένοιαζε.
Ο Γουάλας έστριψε το Στράτον Γουίβερ με το πλευρό προς το πλοίο των βαρβάρων. Άλλη μια μπάλα από πίσσα εκτοξεύτηκε από τον καταπέλτη, αλλά έσπασε μονάχα κάμποσα κουπιά κι έπεσε στο νερό. Οι Χιούγκοθ συνέχιζαν να πλησιάζουν. Ο αρχηγός των βαρβάρων ανέβηκε στη γέφυρα του πλοίου του υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό.
Ενώ ήταν σε αυτή τη στάση και φώναζε στον θεό του πολέμου, των Χιούγκοθ, η λόγχη που εκτοξεύτηκε από τη μεγαβαλλίστρα τον διαπέρασε στο στήθος και τον εκτόξευσε στα μισά του καταστρώματος.
Όμως, το πλοίο των Χιούγκοθ, καθώς συνέχιζε να πλησιάζει, ήταν πια πολύ κοντά για τον καταπέλτη, έτσι ο Γουάλας έδωσε εντολή στους χειριστές του να στραφούν σε άλλο στόχο. Οι δύο μεγαβαλλίστρες συνέχισαν να ρίχνουν, όπως και οι εκατό τοξότες του πλοίου, σαρώνοντας με βέλη του κατάστρωμα των Χιούγκοθ.
Αλλά το πλοίο συνέχιζε την πορεία του.
Οι μεγαβαλλίστρες επικέντρωσαν τις βολές τους στην ίσαλο γραμμή κοντά στα κουπιά, ενώ οι λόγχες άρχισαν να καρφώνονται στο κύτος του πλοίου.
«Στρίψε!» φώναξε ο Γουάλας στον τιμονιέρη του, που προσπαθούσε ήδη να στρέψει το σκάφος μαζί με τους ναύτες που βοηθούσαν στα πανιά. Η αποφασιστικότητα των Χιούγκοθ ήταν απίστευτη. Οι περισσότεροι βάρβαροι ήταν νεκροί, οι Εριαντοριανοί έβλεπαν τα πτώματά τους στο κατάστρωμα του πλοίου. Ταυτόχρονα όμως άκουγαν πάντα τα τύμπανα που έδιναν τον ρυθμό στους σκλάβους κωπηλάτες. Οι σκλάβοι τώρα ήταν σίγουρα πολύ περισσότεροι από τους Χιούγκοθ, όμως δεν το ήξεραν!
Το Στράτον Γουίβερ προχώρησε μερικές δεκάδες μέτρα ενώ το εχθρικό πλοίο συνέχισε ίσια, αφού δεν υπήρχε κανείς στο κατάστρωμα για να διορθώσει την πορεία του. Καθώς περνούσε πίσω από το Γουίβερ, τόσο κοντά ώστε τα κουπιά της δεξιάς πλευράς έσπασαν πάνω στην πρύμνη του πολεμικού, τρεις Εριαντοριανοί κατάφεραν να πετάξουν ένα βαρέλι με αναμμένο πετρέλαιο στο κατάστρωμά του.
Το πλοίο των Χιούγκοθ εξουδετερώθηκε πλήρως, αλλά τα υπόλοιπα πλησίαζαν πλέοντας δίπλα-δίπλα σε τέλειο συντονισμό. Οι χειριστές του καταπέλτη δούλευαν ασταμάτητα, οι μεγαβαλλίστρες εκτόξευαν τη μία λόγχη μετά την άλλη, ώσπου άλλο ένα πλοίο των Χιούγκοθ βούλιαξε ενώ ένα τρίτο έπαθε σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πια να ακολουθήσει τα υπόλοιπα.
Οι τοξότες είχαν παραταχθεί στις κουπαστές, ενώ από τα εχθρικά πλοία οι Χιούγκοθ απαντούσαν στις βολές τους με λόγχες και βέλη, πολλά αναμμένα. Ο Λούθιεν, έχοντας ετοιμάσει κι αυτός το τόξο του, χτύπησε έναν Χιούγκοθ λίγο πριν προλάβει να εκτοξεύσει μια τεράστια λόγχη εναντίον τους. Στο μεταξύ, ο Όλιβερ, η Κατρίν και πολλοί άλλοι φρόντιζαν τους τραυματίες κι έσβηναν τις φωτιές πριν προκαλέσουν σοβαρές ζημιές.
Ο Γουάλας έμοιαζε να βρίσκεται παντού ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές του, φωνάζοντας διαταγές στον τιμονιέρη του. Πολύ γρήγορα όμως το Στράτον Γουίβερ τραντάχτηκε από έναν εμβολισμό, ενώ από τις ανοιχτές μπουκαπόρτες του καταστρώματος ακουγόταν το τρομερό τρίξιμο του ξύλου που σπάει.
Δεκάδες αρπάγες εκτοξεύτηκαν από τους Χιούγκοθ. Ο Λούθιεν τράβηξε τον Τυφλωτή κι άρχισε να τρέχει, να κόβει σχοινιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενώ οι τοξότες εκτόξευαν βέλη το ένα μετά το άλλο σχεδόν χωρίς καν να σημαδεύουν.
Το θάρρος και η αγριότητα των Χιούγκοθ ήταν απίστευτη. Συνέχιζαν την επίθεση χωρίς να τους απασχολεί η ασφάλειά τους, σίγουροι ότι ο θάνατος στη μάχη είναι ιερός και αξιοζήλευτος.
Αισθάνθηκαν δεύτερο τράνταγμα καθώς ένα ακόμα πλοίο τους εμβόλισε από αριστερά, και μετά ένα τρίτο τη στιγμή που ένα κάποιο έπεφτε πάνω στην πλώρη του Γουίβερ κοντεύοντας να καταστραφεί και το ίδιο από τη σύγκρουση. Γρήγορα οι Χιούγκοθ πάνω στο Γουίβερ ήταν σχεδόν όσοι και οι Εριαντοριανοί, ενώ συνέχιζαν να ανεβαίνουν ολοένα περισσότεροι.
Ο Λούθιεν προσπάθησε να πλησιάσει τον Γουάλας, που πολεμούσε μανιασμένα κοντά στην πλώρη. «Όχι!» φώναξε και σταμάτησε ξαφνικά κοιτάζοντας με φρίκη, όταν ένας Χιούγκοθ κάρφωσε τον καπετάνιο με τον μυτερό γάντζο μιας αρπάγης. Το σχοινί τεντώθηκε αμέσως τραβώντας τον Γουάλας στη θάλασσα.
Ο Λούθιεν αναπήδησε ξαφνιασμένος βλέποντας έναν Χιούγκοθ να του επιτίθεται από το πλάι. Ήξερε ότι ο βάρβαρος τον είχε στο χέρι, ότι ο δισταγμός του μπροστά σε τέτοια αγριότητα θα του στοίχιζε ίσως τη ζωή.
Ο βάρβαρος όμως σταμάτησε ξαφνικά γυρίζοντας να κοιτάξει απορημένος έναν κομψευόμενο χάφλινγκ που ισορροπούσε πάνω στην κουπαστή, και πιο συγκεκριμένα στο ξίφος του χάφλινγκ, που του είχε διαπεράσει τα πλευρά.
Ο Χιούγκοθ ούρλιαξε, καθώς πηδούσε στον αέρα σκοπεύοντας να αρπάξει τον Όλιβερ στην πορεία του και να τον παρασύρει μαζί του στη θάλασσα, αλλά την ίδια στιγμή δέχτηκε ένα χτύπημα στο γόνατο, που τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Πάνω από την κουπαστή, η Κατρίν πρόλαβε να τον χτυπήσει άλλη μια φορά στο κεφάλι πριν χαθεί.
«Μου αρέσει πολύ περισσότερο να πολεμώ καβάλα στον καλό μου Θρεντμπέαρ», είπε ο Όλιβερ.
«Θυμηθείτε τη μάχη στη Μητρόπολη!» τους είπε ο Λούθιεν. «Η μοναδική μας πιθανότητα είναι να συγκεντρωθούμε όσο το δυνατόν περισσότεροι μαζί, να κάνουμε έναν αμυντικό σχηματισμό».
Η Κατρίν κατένευσε, αλλά ο Όλιβερ δεν συμφωνούσε. «Φίλε μου», είπε ήρεμα, «στη Μητρόπολη σωθήκαμε επειδή το βάλαμε στα πόδια». Μετά κοίταξε γύρω του, όμως δεν χρειάστηκε να ακολουθήσουν το βλέμμα του για να καταλάβουν ότι αυτήν τη φορά βρίσκονταν στη μέση της θάλασσας και δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν.
Το γενναίο πλήρωμα του Στράτον Γουίβερ πολεμούσε εδώ και περισσότερο από μία ώρα. Ο Λούθιεν, η Κατρίν, ο Όλιβερ με πενήντα άνδρες και γυναίκες είχαν υποχωρήσει στην ψηλή γέφυρα, ενώ εκατό Χιούγκοθ στο κύριο κατάστρωμα από κάτω άρπαζαν αιχμαλώτους κι εφόδια από το πλοίο, που είχε αρχίσει να γέρνει. Οι προοπτικές για όσους Χιούγκοθ θα δοκίμαζαν να ανεβούν πολεμώντας στη γέφυρα από τις δύο μικρές σκάλες δεν ήταν καλές, αλλά ουσιαστικά δεν χρειαζόταν να κάνουν κάτι τέτοιο αφού τα πλοία τους γέμιζαν από λάφυρα και αιχμαλώτους, ενώ το Στράτον Γουίβερ γρήγορα θα βούλιαζε.
Ο Λούθιεν το καταλάβαινε αυτό, το ίδιο όπως οι άλλοι. Έπρεπε να βρουν τη δύναμη για μία τελευταία απεγνωσμένη επίθεση, μολονότι ήξεραν όλοι ότι δεν έχουν ελπίδες να νικήσουν, ούτε να ξεφύγουν.
Και τότε ένας πελώριος Χιούγκοθ έφερε μπροστά στην γέφυρα έναν άνδρα με καφέ ράσο και τον πέταξε στο κατάστρωμα.
«Αδελφέ Τζέιμσις!» φώναξε ο Λούθιεν.
Ο μοναχός σηκώθηκε στα γόνατα. «Παράδωσε το σπαθί σου, φίλε μου», είπε στον Λούθιεν. «Ο Ρενίρ ο Ισενλανδός με διαβεβαίωσε ότι θα το δεχτεί.
Ο Λούθιεν κοίταξε με αμφιβολία τους συντρόφους του.
»Καλύτερα σκλάβοι κωπηλάτες παρά νεκροί!» τον ικέτεψε ο ειρηνόφιλος Τζέιμσις.
«Όχι!» φώναξε μια Εριαντοριανή. Έλυσε ένα σχοινί, το τύλιξε γύρω από το χέρι της και πήδησε από τη γέφυρα στο κατάστρωμα ορμώντας ηρωικά μέσα στο πλήθος των Χιούγκοθ. Πριν προλάβουν οι σύντροφοί της να την ακολουθήσουν ή να τη σταματήσουν, μια λόγχη υψώθηκε και την κάρφωσε ρίχνοντάς την κάτω. Οι Χιούγκοθ έπεσαν πάνω της σαν λύκοι. Τελικά την είδαν πάλι να την κρατά ένας πελώριος βάρβαρός, που της χτύπησε με δύναμη το πρόσωπο πάνω στην κουπαστή.
Όταν την άφησε, η γυναίκα, παρά τα τραύματά της κατάφερε να σηκωθεί όρθια.
Την επόμενη στιγμή ένας άλλος Χιούγκοθ την κάρφωσε στην κοιλιά με μια τρίαινα. Μετά τη σήκωσε στον αέρα, κρατώντας τη σε αυτή την μακάβρια πόζα για μερικές στιγμές ώσπου την πέταξε στη θάλασσα.
«Π’ ανάθεμά σε!» φώναξε ο νέος αρχίζοντας να κατεβαίνει τη σκάλα κάτασπρος από θυμό, με τον Τυφλωτή στο χέρι.
«Όχι!» φώναξε ο Τζέιμσις, με απελπισία που έβγαλε τον Λούθιεν από την οργή του. «Σε εκλιπαρώ, γιε του Μπέντγουιρ, για τις ζωές εκείνων που σε ακολουθούν!»
«Μπέντγουιρ;» μουρμούρισε απορημένος ο Ρενίν, πολύ σιγά για να τον ακούσει κανείς.
Ο Λούθιεν κοίταξε τους πενήντα άνδρες και γυναίκες πίσω του μην μπορώντας να φέρει άλλες αντιρρήσεις. Πίστευε ότι είναι εν μέρει υπεύθυνος για αυτή την καταστροφή, αφού ήταν δική του κυρίως ιδέα να βγει ένα πλοίο μόνο του για να μιλήσουν με τους βαρβάρους. Η μοναδική εμπειρία που είχε ως τότε ο Λούθιεν από τους Χιούγκοθ ήταν ο φίλος του ο Γκαρθ Ρόγκαρ στην Νταν Βάρνα, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο έντιμους και λογικούς πολεμιστές που είχε γνωρίσει ποτέ του.
Ίσως εξαιτίας εκείνης της φιλίας, ο Λούθιεν, δεν ήταν προετοιμασμένος για τους άγριους Ισενλανδούς. Τώρα είχαν σκοτωθεί εκατό Εριαντοριανοί, ίσως περισσότεροι, ενώ άλλοι πενήντα είχαν μεταφερθεί κιόλας στα πλοία των Χιούγκοθ σαν αιχμάλωτοι. Με τα καστανά του μάτια βουρκωμένα από απόγνωση, ο Λούθιεν πέταξε τον Τυφλωτή κάτω στο κατάστρωμα.
Λίγο αργότερα, ο ίδιος με τους συντρόφους του βρίσκονταν πάνω σε ένα πλοίο των Χιούγκοθ και κοίταζαν το Στράτον Γουίβερ να χάνεται κάτω από τα κύματα.