Ο Λούθιεν ένιωθε υπέροχα με τον άνεμο να δέρνει το πρόσωπό του και το έδαφος να περνά ορμητικά κάτω από τις οπλές του Ριβερντάνσερ. Έχοντας βγει επιτέλους από τα βουνά, τώρα προχωρούσαν σε έδαφος όπου ο Λούθιεν μπορούσε να καβαλικέψει το πολύτιμο “Μόργκαν Χαϊλάντερ”.
Ο Ριβερντάνσερ, μετά από τόσα χιλιόμετρα πορείας σε δύσκολο πετρώδες έδαφος, έδειχνε να απολαμβάνει τη βόλτα πιο πολύ από τον αναβάτη του. Ο Λούθιεν αναγκαζόταν συνεχώς να συγκρατεί το δυνατό άλογο, αλλιώς θα προσπερνούσε εύκολα τους άλλους καβαλάρηδες που κατέβαιναν από τους πρόποδες του Άιρον Κρος δίπλα του, κυρίως την Σιόμπαν και τους άλλους Κάτερς.
Όπως συνήθως, ήταν η πρώτη ομάδα, η αιχμή του εριαντοριανού στρατού, η κύρια μονάδα ιππικού. Λόγω του ορεινού εδάφους είχαν φέρει μόνο διακόσια άλογα, αλλά ήδη πάνω από το ένα τρίτο είχαν προβλήματα στις οπλές από το δύσκολο ταξίδι, γι’ αυτό δεν άντεχαν να σηκώσουν καβαλάρη.
Ο Ριβερντάνσερ όμως, όντας μια χαρά, ανυπομονούσε να τρέξει. Μόλις έφτασαν σε μια τελευταία κατηφοριά, ο Λούθιεν έσφιξε τα γκέμια και το άλογο άρχισε έναν σταθερό τροχασμό. Η Σιόμπαν, που καβαλούσε ένα ψηλό, λεπτό, καστανό άλογο, τον πρόλαβε και του έδειξε τον καπνό από μια κωμόπολη σε μικρή απόσταση νότια. Δίπλα του φαινόταν ένα μεγάλο ασημόχρωμο ποτάμι, ο Ντάνκερι.
«Λέγεται Πάιπερι, σύμφωνα με τον χάρτη του Μπριντ’Αμούρ», είπε ο Λούθιεν. «Η βορειότερη από μια σειρά κωμοπόλεις κατά μήκος του Ντάνκερι».
«Ο επόμενος στόχος μας», είπε βλοσυρή η Σιόμπαν. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά τους εκατό περίπου καβαλάρηδες και μετά γύρισε πάλι στον Λούθιεν. «Θα χωριστούμε σε μικρότερες ομάδες ή θα μείνουμε όλοι μαζί;»
Ο Λούθιεν συλλογίστηκε για μια στιγμή μόνο. Είχε σκεφτεί να χωρίσει την ομάδα σε κάμποσες μονάδες ανιχνευτών, αλλά με το Πάιπερι μπροστά τους η απάντηση φαινόταν προφανής. «Μαζί», είπε. «Θα πάμε νότια και μετά θα στρίψουμε νοτιοανατολικά για να συναντήσουμε τον Ντάνκερι εκεί όπου βγαίνει από τους πρόποδες των βουνών. Μετά νότια πάλι κατά μήκος του ποταμού, για να ελέγξούμε τη διαδρομή μέχρι την πόλη».
Η Σιόμπαν, αφού κοίταξε τη λοφώδη έκταση μπροστά τους εξετάζωντας την πορεία που της περιέγραφε ο Λούθιεν, συμφώνησε με ένα καταφατικό νεύμα. «Οι Κυκλωπιανοί δεν θα μας περιμένουν στην πόλη», είπε.
Αυτό δεν φάνηκε να ενοχλεί καθόλου τον Λούθιεν.
Η ομάδα συνέχισε νότια για δυο-τρία χιλιόμετρα φτάνοντας κοντά στις δυτικές συνοικίες του Πάιπερι. Στη σκιά μιας συστάδας πεύκων σταμάτησαν για να ξεκουραστούν τα άλογά τους και ο Λούθιεν έστειλε μερικούς καβαλάρηδες για να κάνουν αναγνώριση στην περιοχή, ιδιαίτερα στη διαδρομή προς τα βορειοανατολικά που θα ακολουθούσαν σε λίγο.
Οι ανιχνευτές που πήγαν ανατολικά, προς το χωριό, γύρισαν μετά από μερικά λεπτά μόνο για να αναφέρουν ότι πλησιάζει μια ομάδα από διακόσιους με τριακόσιους Κυκλωπιανούς, ανάμεσά τους και σαράντα ιππείς με αλογόχοιρους.
«Μπορούμε να τους ξεφύγουμε τρέχοντας πίσω, προς τα βουνά», είπε ο ανιχνευτής.
«Μπορούμε να τους ξεφύγουμε τρέχοντας προς το Πάιπερι», απάντησε ατάραχα η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν έκλινε προς κάπου ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες προτάσεις. Ο εχθρός είχε αριθμητική υπεροχή, αλλά η ομάδα του ήταν πιο ευέλικτη και αυτό τους έδινε μεγάλο πλεονέκτημα. Οι αλογόχοιροι, ζώα που έμοιαζαν με γουρούνια αλλά είχαν το μέγεθος μεγάλου πόνι, ήταν σκληροί αντίπαλοι με δυνατά πόδια και επικίνδυνους χαυλιόδοντες, ενώ οι Κυκλωπιανοί τους χρησιμοποιούσαν καλά στις μάχες. Ήταν όμως πιο αργοί από τ’ άλογα.
«Δεν πρέπει να χάσουμε κανέναν ιππέα», είπε ο Λούθιεν στην Σιόμπαν, «αλλά αν αυτή η ομάδα είναι τμήμα της φρουράς του Πάιπερι, τότε καλύτερα να τους χτυπήσουμε εδώ στα ανοιχτά παρά να τους αφήσουμε να κρυφτούν πίσω από τις οχυρώσεις».
«Σίγουρα θα νομίζουν ότι είμαστε ανιχνευτική ομάδα της εμπροσθοφυλακής και ότι δεν θα έχουμε κουράγιο για μάχη», είπε η Σιόμπαν.
«Ας τους αποδείξουμε το αντίθετο», είπε αποφασιστικά ο Λούθιεν. Έστειλε περίπου τη μισή δύναμή του προς βορρά με εντολή να κάνει έναν μεγάλο κύκλο, ενώ αυτός με τη Σιόμπαν οδηγούσαν τους υπόλοιπους καβαλάρηδες ίσια προς τους Κυκλωπιανούς που πλησίαζαν. Όταν εμφανίστηκε ο εχθρός, ο Λούθιεν άπλωσε τους άνδρες του σε γραμμή στην κορυφή μιας ράχης, αφήνοντας τους μονόφθαλμους να δουν τη δύναμη που αντιμετώπιζαν, ενώ αναμετρούσε κι ο ίδιος τον εχθρό.
Οι πληροφορίες των ανιχνευτών ήταν σωστές. Οι ιππείς των δύο αντιπάλων ήταν περίπου ισάριθμοι, κάτι που είχε προβλέψει ο Λούθιεν. Όμως, εκείνο που δεν ήξεραν οι μονόφθαλμοι ήταν ότι αντιμετώπιζαν ένα ιππικό που αποτελούνταν κυρίως από ξωτικά, τα οποία ήταν οι καλύτεροι ιππείς και τοξότες της Θάλασσας του Άβον.
Ο Λούθιεν κοίταξε τα πράσινα χωράφια προς βορρά, μα το άλλο τμήμα της δύναμής του δεν φαινόταν ακόμη. Ευχήθηκε να μην είχαν συναντήσει αντίσταση, αλλιώς μπορεί να κατέρρεε όλο το σχέδιό του.
«Με το ιππικό μπροστά», είπε η Σιόμπαν. Αναφερόταν στον σχηματισμό των Κυκλωπιανών, που είχαν τους καβαλάρηδες με τους αλογόχοιρους μπροστά από τους πεζούς στρατιώτες. Η Σιόμπαν χαμογέλασε, γιατί αυτό ακριβώς είχε προβλέψει ο Λούθιεν.
Ήταν ώρα να ξεκινήσουν, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Αφού τράβηξε τον Τυφλωτή, τον σήκωσε ψηλά. Οι άνδρες του έκαναν κι εκείνοι το ίδιο. Πάνω από πενήντα σπαθιά υψώθηκαν.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα γεμάτα ένταση.
Ο Λούθιεν κατέβασε τον Τυφλωτή ίσια μπροστά και άρχισε η επίθεση.
Οι μονόφθαλμοι ούρλιαξαν, ενώ η βροντή από τα ποδοβολητά των αλόγων έπαιρνε απάντηση από τα ποδοβολητά των αλογόχοιρων.
Ξαφνικά όμως ο Τυφλωτής και τα σπαθιά των ξωτικών χαμήλωσαν και οι επιδέξιοι καβαλάρηδες τα έβαλαν πάλι στη θήκη τους. Δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα, μια πρόκληση για τους μονόφθαλμους, γιατί οι Εριαντοριανοί δεν είχαν σκοπό να πολεμήσουν από κοντά. Με εντολή του Λούθιεν, έβγαλαν τα τόξα.
Το μάτι των Κυκλωπιανών είναι μεγάλο και γουρλωτό, αλλά τώρα έγινε ακόμη μεγαλύτερο καθώς οι Πραιτωριανοί Φρουροί είδαν την παγίδα, καταλαβαίνοντας ότι θα δέχονταν έναν καταιγισμό από βέλη πριν ακόμη πλησιάσουν τον εχθρό.
Στα επόμενα λεπτά, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ άρχισε να αισθάνεται σαν αρχάριος ερασιτέχνης. Έβγαλε το τόξο του και εκτόξευσε ένα βέλος που δεν βρήκε ακριβώς τον στόχο του, αλλά παρ’ ότι ήταν εξαιρετικός ιππέας και τοξότης, μέχρι να βάλει στη θέση του το δεύτερο βέλος, τα περισσότερα ξωτικά γύρω του είχαν εκτοξεύσει ήδη τρία ή και τέσσερα βέλη.
Από τα οποία τα περισσότερα πέτυχαν τον στόχο τους.
Η παράταξη των Κυκλωπιανών διαλύθηκε καθώς αλογόχοιροι σκόνταψαν και σωριάστηκαν κάτω ή ορθώθηκαν στα πίσω πόδια τραυματισμένοι. Τα βέλη συνέχιζαν να πέφτουν χτυπώντας μονόφθαλμους και αλογόχοιρους, ανατρέποντας την οργανωμένη κυκλωπιανή επίθεση. Μερικοί μονόφθαλμοι συνέχισαν, άλλοι γύρισαν και τράπηκαν σε φυγή.
Τότε όμως ακούστηκε ένας νέος αχός στο πεδίο της μάχης, καθώς εμφανίστηκαν οι υπόλοιποι Εριαντοριανοί καβαλάρηδες ερχόμενοι καλπάζοντας από τον βορρά και εκτοξεύοντας βέλη κατά των πεζών μονόφθαλμων.
Ο Λούθιεν τράβηξε πάλι την Τυφλωτή πλησιάζοντας τους πρώτους Κυκλωπιανούς καβαλάρηδες. Έστριψε κατάλληλα τον Ριβερντάνσερ για να περάσει δίπλα από κάποιον μονόφθαλμο, αλλά τον πρόλαβε ένα βέλος που σκότωσε ακαριαία τον αντίπαλό του. Ο Λούθιεν προσπέρασε τον αλογόχοιρο που είχε χάσει τον καβαλάρη του και βρέθηκε πίσω από έναν άλλο Κυκλωπιανό. Αυτός γύρισε στη σέλα του προσπαθώντας να αποκρούσει, αλλά ο Λούθιεν, αφού του παραμέρισε το σπαθί με τον Τυφλωτή, τον χτύπησε στα νεφρά καθώς περνούσε.
Ο μονόφθαλμος βόγγηξε πέφτοντας μπροστά για να αρπαχτεί από τον μυώδη λαιμό του αλογόχοιρου.
Ο Λούθιεν, βλέποντας έναν ακόμη στόχο, όρμησε πάλι με τον πορφυρό μανδύα να ανεμίζει πίσω του. Ο Κυκλωπιανός όμως, όπως και οι περισσότεροι σύντροφοί του, κάνοντας μεταβολή τράπηκε σε φυγή.
Ο Λούθιεν άρχισε να καλπάζει με τον Ριβερντάνσερ. Προλαβαίνοντας τον μονόφθαλμο, κατάφερε ένα χτύπημα στον χοντρό σβέρκο του. Μετά απομακρύνθηκε γρήγορα για να αποφύγει τον Κυκλωπιανό που σωριαζόταν στο έδαφος.
Πολλοί από τους πεζούς Πραιτωριανούς τράπηκαν επίσης σε φυγή, άλλοι όμως σχημάτισαν ένα τετράγωνο, με τις βαριές ασπίδες τους να τους προφυλάσσουν από όλες τις πλευρές και με μακριές λόγχες έτοιμες να καρφώσουν όποιον καβαλάρη τους πλησίαζε. Το τετράγωνο άρχισε να κινείται τροχάδην προς το Πάιπερι.
Οι Εριαντοριανοί συνέχισαν να χτυπούν τους μονόφθαλμους, ιδιαίτερα τους καβαλάρηδες που απομακρύνονταν από την κύρια ομάδα, αλλά σε λίγο οι ανιχνευτές που παρακολουθούσαν τους δρόμους προς τα ανατολικά, είδαν μια δεύτερη δύναμη να βγαίνει από το Πάιπερι για να ενισχύσει την πρώτη. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ήταν ώρα να δώσουν τέλος στη σύγκρουση και να περιμένουν τον κύριο όγκο του εριαντοριανού στρατού.
Κοίταξε το πεδίο της μάχης ικανοποιημένος καθώς επέστρεφε δυτικά με τους ιππείς του. Δυο άλογα είχαν σκοτωθεί και τρεις καβαλάρηδες ήταν τραυματισμένοι, αλλά μόνο ένας σοβαρά. Οι Κυκλωπιανοί από την άλλη μεριά είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Πάνω από μια ντουζίνα αλογόχοιροι είχαν σκοτωθεί ή ήταν ετοιμοθάνατοι, ενώ άλλοι είκοσι περιπλανιούνταν με άδεια σέλα. Αρχικά υπήρχαν γύρω στους σαράντα μονόφθαλμους καβαλάρηδες και εκείνοι που σώθηκαν ήταν λιγότεροι από δέκα. Οι μισοί σχεδόν ήταν νεκροί στο πεδίο της μάχης μαζί με κάμποσους πεζούς στρατιώτες, ενώ οι υπόλοιποι ήταν τραυματισμένοι.
Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο πιο σημαντικό από τους αριθμούς. Η ομάδα του Λούθιεν είχε συγκρουστεί πάλι με τον εχθρό, αυτήν τη φορά σε εχθρικό έδαφος, και τον είχε τρέψει ξανά σε φυγή. Τώρα θα συνέχιζαν την ανίχνευση χωρίς καμιά αμφιβολία ότι η κύρια δύναμη του εριαντοριανού στρατού θα περνούσε άνετα από αυτό το σημείο. Για το Πάιπερι τουλάχιστον ο δρόμος θα ήταν εύκολος.
Ο αδελφός Σόλομον Κίις προσευχόταν γονατιστός στο μικρό τέμενος του Πάιπερι, με τα χέρια ενωμένα και το κεφάλι σκυφτό. Ο ναός δεν είχε καμία σχέση με τους τεράστιους καθεδρικούς ναούς των μεγαλύτερων πόλεων της Θάλασσας του Άβον, δεν ήταν παρά ένα μικρό κτήριο, μια κεντρική αίθουσα, δύο επιπλέον δωμάτια, μία αίθουσα συναντήσεων και ο χώρος όπου ζούσε ο Σόλομον Κίις. Το κτήριο ήταν απλό και πέτρινο, τα καθίσματα απλοί ξύλινοι πάγκοι, ο βωμός ένα τραπέζι που το δώρισαν στον ναό όταν πέθανε μία από τις πιο εύπορες χήρες του Πάιπερι. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί από τους κατοίκους της ταπεινής κωμόπολης ένιωθαν για τον μικρό ναό τους την ίδια περηφάνια που ένιωθαν οι κάτοικοι του Πρίνσταουν ή του Καρλάιλ για τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς. Οι Κυκλωπιανοί φοροεισπράκτορες του Γκρινσπάροου, ανάμεσά τους και ο Αλαμπέρκσις, ένας ιδιαίτερα μοχθηρός ηλικιωμένος μονόφθαλμος, χρησιμοποιούσαν τον ναό για τις συναντήσεις τους, αλλά ο Σόλομον Κίις έκανε ό,τι μπορούσε για να διασώσει την ιερότητα του χώρου.
Έλπιζε και προσευχόταν να ανταμειφθούν τώρα οι προσπάθειές του και ο στρατός εισβολής που σύμφωνα με τις φήμες πλησίαζε, να λυπηθεί τους καλούς ανθρώπους της μικρής πόλης του. Ο Κίις ήταν νέος, γύρω στα είκοσι πέντε. Είχε ζήσει σχεδόν όλη τη ζωή του κάτω από την κυριαρχία του Γκρινσπάροου, βασιλιά του Άβον, έτσι δεν είχε δει ποτέ του Εριαντοριανό, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κάτοικοι του Πάιπερι. Όλοι όμως είχαν ακούσει πολλές ιστορίες για τους άγριους βόρειους, για Εριαντοριανούς που έτρωγαν τα παιδιά των ηττημένων εχθρών τους μπροστά στα μάτια των γονιών τους. Ο Κίις είχε ακούσει επίσης για τους μοχθηρούς νάνους, τους “κεφαλοσπάστες” όπως τους έλεγαν στο Άβον, επειδή είχαν τη συνήθεια να σπάνε τα κεφάλια των νεκρών ή τραυματισμένων αντιπάλων τους ποδοπατώντας τους με τις βαριές τους μπότες. Και για τα ξωτικά, τους νεραϊδογέννητους, το “σπέρμα του διαβόλου”, που έκρυβαν κέρατα πίσω από τ’ αφτιά τους και χόρευαν γυμνοί κάτω από τα άστρα κάνοντας ανίερες τελετές στους κακόβουλους θεούς τους.
Είχε ακούσει ακόμη ψίθυρους για την Πορφυρή Σκιά, τον άνθρωπο που προκαλούσε τον μεγαλύτερο φόβο στο Πάιπερι. Η Πορφυρή Σκιά, ο δολοφόνος που έρχεται αθόρυβα μέσα στη νύχτα σαν τον ίδιο τον Χάρο.
Ο Σόλομον Κίις δεν ήταν ανόητος. Ήξερε ότι πολλές από τις φήμες που κυκλοφορούσαν για τους μισητούς εχθρούς του βασιλιά ήταν ψέματα ή τουλάχιστον υπερβολές. Από την άλλη μεριά όμως, σύμφωνα με τις διαδόσεις, γύρω στις δέκα χιλιάδες από αυτούς τους εχθρούς πλησίαζαν στο Πάιπερι, που η φρουρά του, μαζί με τους λίγους Πραιτωριανούς Φρουρούς οι οποίοι είχαν κατεβεί από τα βουνά, δεν ξεπερνούσε τους τριακόσιους. Είτε αυτή η στρατιά περιελάμβανε τέρατα είτε όχι, το Πάιπερι βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του ναού και όρμησαν μέσα πέντε-έξι μονόφθαλμοι. Ήταν Πραιτωριανοί Φρουροί και όχι μέλη της κανονικής φρουράς του Πάιπερι.
«Τα πάντα είναι έτοιμα για τους τραυματίες», είπε ο ιερέας κοιτάζοντας κάτω.
«Ήρθαμε για τους φόρους», απάντησε ο Αλαμπέρκσις μπαίνοντας πίσω από τους φρουρούς. Διέσχισαν τον ναό παραμερίζοντας με κλοτσιές τους πάγκους.
Ο Σόλομον Κίις κοίταξε τον ρυτιδωμένο μονόφθαλμο, τον πιο ηλικιωμένο που είχε δει ποτέ κανείς σε αυτά τα μέρη. Το μάτι του ήταν γκρίζο και το ασπράδι γύρω κατακόκκινο. Επισής ο Κίις πρόσεξε ότι είχε μια λάμψη που την αναγνώρισε, τη λάμψη της απληστίας.
«Υπάρχουν επίδεσμοι», είπε μετά από μια σιωπή όλο έκπληξη. «Τι χρειάζονται τα χρήματα;»
Ένας από τους Πραιτωριανούς πλησίασε κι έσπρωξε τον ιερέα ρίχνοντάς τον στο δάπεδο.
«Υπάρχει ένα κουτί πίσω από τον βωμό», είπε ο Αλαμπέρκσις. «Κι εσύ», είπε σε έναν άλλο μονόφθαλμο, «ψάξε το δωμάτιο του ηλίθιου ιερέα».
«Αυτό είναι το κοινό ταμείο του χωριού για το σιτάρι!» φώναξε ο Κίις και πετάχτηκε όρθιος. Ένας μονόφθαλμος τον πλησίασε και τον έριξε κάτω με μια γροθιά, μετά τον κλότσησε κάμποσες φορές καθώς σφάδαζε στο έδαφος.
Ο Σόλομον Κίις κατάλαβε την αλήθεια για τους Κυκλωπιανούς. Αυτή η ομάδα, όπως και τόσοι άλλοι Πραιτωριανοί Φρουροί που κατέβηκαν από το Άιρον Κρος, σκόπευε να το σκάσει στο νότο, κατά πάσα πιθανότητα με εντολή του άθλιου Αλαμπέρκσις.
Δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει, έτσι έμεινε ακίνητος, προσευχόμενος στον Θεό να τον καθοδηγήσει. Αναστέναξε με ανακούφιση όταν οι μονόφθαλμοι έφυγαν από τον ναό.
Η ανακούφιση δεν κράτησε πολύ όμως, γιατί ο ιερέας κατάλαβε τι σήμαιναν οι πράξεις του Αλαμπέρκσις.
Οι Πραιτωριανοί Φρουροί εγκατέλειπαν το Πάιπερι, το θυσίαζαν. Οι επίλεκτοι στρατιώτες του βασιλιά Γκρινσπάροου θεωρούσαν ότι δεν άξιζε τον κόπο να σώσουν τη μικρή κωμόπολη.
Αφού ο εριαντοριανός στρατός στρατοπέδευσε σε ένα σημείο όχι μακριά από το Πάιπερι, αμέσως τοποθετήθηκαν άνδρες ανατολικά και δυτικά, ενώ στάλθηκαν έφιππες περίπολοι νότια της πόλης για να μην ξεφύγουν οι μονόφθαλμοι. Ο Μπριντ’Αμούρ δεν είχε σκοπό να αφήσει τον αποδιοργανωμένο βόρειο στρατό του Γκρινσπάροου να επιστρέψει στο Καρλάιλ, ή στο Γουόρτσεστερ ίσως, όπου θα μπορούσε να ανασυνταχθεί προστατευμένος από τα ψηλά τείχη της πόλης.
Σε μία τέτοια περίπολο, ο Λούθιεν με την έφιππη ομάδα του συνάντησαν μια παράξενη ομάδα Πραιτωριανών, με επικεφαλής τον πιο ηλικιωμένο μονόφθαλμο που είχε δει ποτέ του. Καθώς οι Κυκλωπιανοί κατατροπώθηκαν γρήγορα, ο Λούθιεν, ψάχνοντας ανάμεσα στα πτώματα βρήκε ένα κουτί με επιγραφή που φανέρωνε ότι περιέχει το κοινό ταμείο του χωριού.
Αυτό του φάνηκε σημαντικό και άρχισε να διακρίνει μια πιθανότητα, μια ελπίδα για πιο εύκολη προέλαση. Δεν είπε τίποτα επιστρέφοντας στο στρατόπεδο όμως, γιατί ήθελε να ξεκαθαρίσει περισσότερο τα πράγματα πριν παρουσιάσει τις υποψίες του στον Μπριντ’Αμούρ, ο οποίος, για κάποιον άγνωστο λόγο, έδειχνε πολύ αφηρημένος αυτό το βράδυ, σαν να τον απασχολούσε κάτι.
«Φοβάσαι την επικείμενη μάχη;» τον ρώτησε ο Λούθιεν καθώς περπατούσαν στην κεντρική περιοχή του μεγάλου στρατοπέδου.
Ο Μπριντ’Αμούρ απάντησε με ένα περιφρονητικό γέλιο. «Αν φοβόμουν το Πάιπερι δεν θα είχα έλθει νότια, αφού ξέρω ότι μας περιμένουν ακόμη το Γουόρτσεστερ και το Καρλάιλ!» είπε. Σταματώντας μπροστά σε μια γούρνα με νερό, έσκυψε για να νιφτεί. Σταμάτησε όμως πριν αγγίξει το χέρι του στο νερό κι έμεινε τελείως ακίνητος, γιατί στην επιφάνειά του έβλεπε να καθρεφτίζεται μια παράξενη εικόνα, ένας γνωστός πλέον βράχος στενός και ψηλός, επίπεδος στην κορυφή του.
Μπριντ’Αμούρ…
Λισθάνθηκε το κάλεσμα μέσα στον νου του. Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για βράχια που μπορεί να είχαν δημιουργήσει αυτή την αντανάκλαση στο νερό, αλλά δεν υπήρχε τίποτα παρόμοιο εκεί κοντά.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχος ο Λούθιεν. Κοίταξε κι αυτός γύρω του, μολονότι δεν ήξερε τι ψάχνει να βρει.
Ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε το χέρι του χωρίς να του εξηγήσει τίποτα. Ο μάγος σκέφτηκε το προσωπικό κάλεσμα, σκέφτηκε την κουκουβάγια, τώρα την εικόνα στην γούρνα και ξαφνικά βρήκε την απάντηση.
Ευχήθηκε να έχει δίκιο, γιατί αν οι υποψίες του ήταν σωστές, αυτά τα παράξενα γεγονότα μπορεί να άλλαζαν την πορεία της εκστρατείας τους.
«Έχετε τον νου σας στην περιοχή», είπε στον Λούθιεν, απομακρυνόμενος με γοργό βήμα.
Έφτασε στη σκηνή του κι έβγαλε αμέσως την κρυστάλλινη σφαίρα. Η εικόνα του παράξενου βράχου ήταν καθαρή στον νου του, έτσι, μετά από μία σχεδόν ώρα εξαντλητικής έρευνας, κατάφερε να την αναπλάσει μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα. Μετά, αφού άφησε την τεχνητή εικόνα να γίνει μια πραγματική σκηνή, άλλαξε την οπτική γωνία από την οποία την έβλεπε μέσα στη σφαίρα αναζητώντας σημάδια κοντά στον βράχο που θα μπορούσαν να τον καθοδηγήσουν. Γρήγορα βεβαιώθηκε ότι ο βράχος βρισκόταν στο Άιρον Κρος, βόρεια και δυτικά από το στρατόπεδο, κάπου κοντά στην ακτή.
Ο Μπριντ’Αμούρ άφησε την εικόνα να σβήσει από τη σφαίρα και χαλάρωσε. Σκέφτηκε με προσοχή τις κινήσεις του, ξέροντας ότι όλα αυτά μπορεί κάλλιστα να ήταν μια παγίδα. Μπορεί όντως να ήταν κάποιος σύντροφός του από την παλιά εποχή, που είχε ξυπνήσει και ήταν έτοιμος να βοηθήσει τον δίκαιο αγώνα του Εριαντόρ. Ή ίσως να ήταν ο Γκρινσπάροου που προσπαθούσε να τον παρασύρει στην καταστροφή, ώστε να βρεθεί το Εριαντόρ χωρίς βασιλιά και χωρίς τον μοναδικό του μάγο, ο οποίος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους δούκες και τον βασιλιά του Άβον.
«Δεν είναι ώρα για φόβους», είπε μεγαλόφωνα δίνοντας κουράγιο στον εαυτό του. «Δεν είναι ώρα για δειλούς!»
Ο Μπριντ’Αμούρ σκέφτηκε πάλι πόσο απελπισμένος ήταν αυτός ο πόλεμος, πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο που είχαν αποδεχτεί όλοι οι γενναίοι πολεμιστές του Εριαντόρ για να κερδίσουν την ελευθερία τους.
Και ήξερε τι πρέπει να κάνει.