Η Κατρίν Ο’ Χέιλ ξύπνησε από τις πρώτες ακτίνες του πρωινού ήλιου. Κοίταξε γύρω της τις γκρίζες στάχτες της χτεσινοβραδινής φωτιάς, τα δύο άλογα που ήταν δεμένα κάτω από μια μεγάλη φτελιά και τα άλλα σκεπάσματα που ήταν κιόλας τυλιγμένα και δεμένα, έτοιμα για την αναχώρηση. Αυτό δεν την παραξένεψε. Υποψιαζόταν ότι ο σύντροφός της δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί.
Σηκώθηκε όρθια τανυζόμενη για να ξεμουδιάσει από τον ύπνο στο έδαφος. Τα πόδια της ήταν πιασμένα, το ίδιο και οι γλουτοί της. Εδώ και πέντε μέρες η Κατρίν και ο Λούθιεν ταξίδευαν με γρήγορο ρυθμό προς τα βόρεια διασχίζοντας το Εριαντόρ με προορισμό το βορειοδυτικό άκρο της χώρας. Γυρίζοντας την πλάτη της στον πρωινό ήλιο, η Κατρίν είδε την ομίχλη στον πορθμό όπου η Θάλασσα του Άβον συναντούσε τη Θάλασσα Ντόρσαλ. Και μέσα από αυτή την ομίχλη, όχι πολύ μακριά, ξεχώριζαν θολοί και γκρίζοι οι μελαγχολικοί λόφοι του Μπέντγουιντριν.
Η πατρίδα τους. Η Κατρίν και ο Λούθιεν είχαν μεγαλώσει σε αυτό το νησί, το μεγαλύτερο της Θάλασσας του Άβον μετά το Μπαράντουιν στα νοτιοδυτικά. Οι δυο σύντροφοι είχαν περάσει σχεδόν όλη τη ζωή τους στο Μπέντγουιρ, ο Λούθιεν στην Νταν Βάρνα, την μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα του νησιού, ενώ η Κατρίν στις δυτικές ακτές του, στο χωριό Χέιλ. Στα δεκαπέντε της η Κατρίν πήγε στην Νταν Βάρνα για να εκπαιδευτεί στις πολεμικές τέχνες, στην αρένα, όπου γνώρισε τον Λούθιεν.
Ερωτευμένη με τον γιο του κόμη Γκάχρις Μπέντγουιρ, τον είχε ακολουθήσει μέχρι την άλλη άκρη της χώρας, για να εισβάλει τελικά μαζί του στο ίδιο το έδαφος του Άβον επικεφαλής ενός ολόκληρου στρατού.
Ο πόλεμος είχε τελειώσει τώρα, προς το παρόν τουλάχιστον, γι’ αυτό οι δυο τους γύριζαν στην πατρίδα τους. Όχι για διακοπές αλλά για να δουν τον Γκάχρις, που σύμφωνα με τις αναφορές δεν θα ζούσε πολύ ακόμη.
Βλέποντας το νησί να είναι τόσο κοντά, με δεδομένο τον σκοπό του ταξιδιού τους, η Κατρίν καταλάβαινε πολύ καλά γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί ο Λούθιεν. Κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε κοιμηθεί καθόλου εδώ και αρκετά μερόνυχτα. Κοίταξε παντού γύρω της πριν αρχίσει να ανεβαίνει μια ανηφορική πλαγιά, σκύβοντας χαμηλά καθώς έφτανε στην κορυφή.
Σε ένα ξέφωτο μπροστά της στεκόταν ο Λούθιεν, γυμνός από τη μέση και πάνω, κρατώντας στο χέρι τον Τυφλωτή, το οικογενειακό σπαθί των Μπέντγουιρ.
Ήταν ένα υπέροχο όπλο. Η τέλεια λεπίδα του άστραφτε στον πρωινό ήλιο με μια εκτυφλωτική λάμψη που την επισκίαζε μόνο η χρυσή πετραδοστόλιστη λαβή σε μορφή δράκοντα, με τα απλωμένα φτερά του να σχηματίζουν το προστατευτικό κάλυπτρο του χεριού.
Τα πράσινα μάτια της Κατρίν δεν έμειναν πολύ στο σπαθί, γιατί ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν το θέαμα του Λούθιεν. Είχε ύψος ένα και ενενήντα, φαρδιές πλάτες, δυνατό στήθος και μπράτσα με ισχυρούς νευρώδεις μύες που σφίγγονταν φουσκώνοντας καθώς έκανε την πρωινή του προπόνηση. Ήταν πιο δυνατός και σωματώδης από την εποχή που πολεμούσαν μαζί στην αρένα της Νταν Βάρνα, σκέφτηκε η Κατρίν. Δεν ήταν πια νεαρός, ήταν άνδρας. Τα μάτια του, με κείνο το εντυπωσιακό καστανό χρώμα, χαρακτηριστικό της οικογένειας Μπέντγουιρ, έδειχναν κι αυτά την αλλαγή. Είχαν ακόμη τη νεανική τους λάμψη, τώρα όμως αυτή η λάμψη γλύκαινε από μια νέα σοφία.
Ο Τυφλωτής έμοιαζε να υφαίνει αόρατα νήματα στον αέρα καθώς ο Λούθιεν τον περιέστρεφε γύρω του, πότε κρατώντας τον με το ένα χέρι, πότε και με τα δύο. Γύριζε κι έσκυβε, σηκωνόταν πάλι και τιναζόταν στο πλάι, αλλά παρ’ όλο που στρεφόταν συχνά προς το μέρος της, η Κατρίν δεν ανησυχούσε μήπως την αντιληφθεί. Ο Λούθιεν ήταν ένας ολοκληρωμένος πολεμιστής με βαθιά αυτοσυγκέντρωση παρά την τωρινή του κούραση και, όσο έκανε προπόνηση, ήταν απόλυτα προσηλωμένος στις κινήσεις του. Ύψωσε τον Τυφλωτή πάνω από το κεφάλι του κρατώντας τον και με τα δύο χέρια, διατηρώντας τέλεια ισορροπία. Μετατόπισε αργά το βάρος του στο πλάι αφήνοντας το βαρύ ξίφος με το δεξί του χέρι και χαμηλώνοντάς το πόντο-πόντο με το αριστερό, ενώ το δεξί του χέρι άγγιζε τον αριστερό του πήχη κατά την κάθοδο. Όλα σταμάτησαν μαζί, το αριστερό χέρι οριζόντια ακριβώς στο ύψος των ώμων ενώ το δεξί παρέμενε λυγισμένο με τις άκρες των δακτύλων μόλις να αγγίζουν τον αριστερό ώμο.
Η Κατρίν συνέχισε να τον κοιτάζει καθώς ο Λούθιεν έμεινε σε αυτήν τη στάση. Το ξίφος ήταν βαρύ, ιδιαίτερα όταν το κρατούσες οριζόντια και τόσο μακριά από το σώμα, αλλά το χέρι του Λούθιεν δεν έτρεμε. Τα μάτια της Κατρίν παρατηρούσαν τις πιο μικρές λεπτομέρειες επιμένοντας στα έντονα μάτια και στα μακριά κυματιστά μαλλιά του, με το βαθύ ξανθό χρώμα που είχε αρχίσει να παίρνει μια κοκκινωπή απόχρωση από τον ήλιο.
Η Κατρίν έφερε ενστικτωδώς το χέρι στα δικά της μαλλιά, που ήταν πυκνά και κόκκινα. Πόσο αγαπούσε τον Λούθιεν Μπέντγουιρ! Ήταν συνεχώς στη σκέψη της και στα όνειρά της, όνειρα που ήταν πάντα ευχάριστα όταν τον είχε στην αγκαλιά της. Την είχε αφήσει φεύγοντας από το Μπέντγουιντριν λίγο μετά από ένα τραγικό περιστατικό, στο οποίο σκοτώθηκε ο καλύτερός του φίλος. Ο Λούθιεν εκδικήθηκε τον φονιά και μετά εγκατέλειψε το νησί για να συναντήσει στον δρόμο του τον Όλιβερ ντε Μπάροους, “ληστή στο επάγγελμα”, όπως συνήθιζε να λέει ο χάφλινγκ. Ο δρόμος του τον οδήγησε τελικά στον Μπριντ’Αμούρ, που εκείνη την εποχή ζούσε απομονωμένος σε μια σπηλιά. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε δώσει στον Λούθιεν τον κόκκινο μανδύα ξαναζωντανεύοντας έτσι τον θρύλο της Πορφυρής Σκιάς.
Ο ίδιος δρόμος οδήγησε τον Λούθιεν στη Σιόμπαν, την όμορφη Σιόμπαν που έγινε ερωμένη του.
Αυτό την πονούσε ακόμη πολύ, μολονότι είχε γίνει φίλη με την Σιόμπαν και η ίδια η μισοξωτική της είχε εκμυστηρευτεί ότι ο Λούθιεν αγαπούσε μόνο εκείνη, την Κατρίν. Στην πραγματικότητα η Σιόμπαν δεν απειλούσε πια τη σχέση της με τον Λούθιεν, αλλά η περήφανη Κατρίν δεν μπορούσε να διώξει εύκολα από τον νου της την εικόνα του Λούθιεν με την όμορφη πρώην ερωμένη του.
Θα το ξεπερνούσε όμως. Η Κατρίν ήταν αποφασισμένη να το ξεπεράσει και δεν αποτύγχανε ποτέ σε ό,τι αποφάσιζε να κάνει. Η Σιόμπαν ήταν φίλη της κι ο Λούθιεν ήταν πάλι εραστής της.
Και θα ήταν εραστής της για πάντα — της το είχε υποσχεθεί, και η Κατρίν πίστευε αυτό τον όρκο. Ήξερε ότι ο Λούθιεν την αγαπά όσο τον αγαπά κι η ίδια. Αλλά αυτή η αγάπη τής προκαλούσε ανησυχία τώρα, γιατί ο Λούθιεν ήταν φανερά εξαντλημένος. Αφού περνούσαν το Νταϊαμοντγκέιτ σήμερα για να βγουν στις ακτές του Μπέντγουιντριν, θα έφταναν στην Νταν Βάρνα μετά από τρεις ή τέσσερις μέρες.
Εκεί, όμως, ο Λούθιεν θα αντιμετώπιζε πάλι τον πατέρα του, τον Γκάχρις, τον πατέρα που αγαπούσε πολύ αλλά και τον άνθρωπο που τον είχε απογοητεύσει. Όταν δολοφονήθηκε ο φίλος του, ο Γκαρθ Ρόγκαρ, ο Λούθιεν είχε μάθει την αλήθεια για την τυραννία του Γκρινσπάροου. Έμαθε επίσης ότι ο πατέρας του δεν είχε το κουράγιο και τη γενναιότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις, αφού έστειλε τον μεγαλύτερο αδελφό του Λούθιεν να πεθάνει, επειδή ο ίδιος φοβόταν τον τρομερό και αδίσταχτο Γκρινσπάροου. Ήταν ένα χτύπημα από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ ο Λούθιεν, ούτε καν όταν έφτασε η Κατρίν στο Κάερ Μακντόναλντ φέρνοντάς του το οικογενειακό σπαθί των Μπέντγουιρ μαζί με το νέο ότι ο Γκάχρις Μπέντγουιρ είχε προσχωρήσει επιτέλους στην επανάσταση.
«Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως για να προλάβουμε το πρώτο πορθμείο», φώναξε η Κατρίν σπάζοντας την αυτοσυγκέντρωση του Λούθιεν. Γύρισε και την κοίταξε αφήνοντας τους μύες του να χαλαρώσουν και την αιχμή του Τυφλωτή να χαμηλώσει. Απάντησε με ένα απλό νεύμα, χωρίς να ξαφνιαστεί ούτε από τη διακοπή ούτε από την συμβουλή της Κατρίν.
Από τη στιγμή που μαθεύτηκε στο Κάερ Μακντόναλντ ότι ο Γκάχρις είναι άρρωστος, η Κατρίν πίεζε τον Λούθιεν να ταξιδέψουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ήξερε ότι ο Λούθιεν έπρεπε να δει τον πατέρα του πριν πεθάνει, για να προλάβει να συμφιλιωθεί μαζί του, αλλιώς μπορεί να μην έβρισκε ποτέ γαλήνη μέσα του.
Αποφασισμένη να προλάβουν το πορθμείο —αν το έχαναν θα έπρεπε να περιμένουν πολλές ώρες για το επόμενο— η Κατρίν έτρεξε να μαζέψει τα σκεπάσματά της, ενώ ο Λούθιεν πήγε να ετοιμάσει τα άλογα. Ξεκίνησαν σε μερικά λεπτά καλπάζοντας προς τα δυτικά.
Το Νταϊαμοντγκέιτ ήταν πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι το θυμόταν ο Λούθιεν. Είχε πάρει το όνομά του από το επίπεδο νησί που είχε σχήμα διαμαντιού, ουσιαστικά μια μαύρη πέτρα εκατό μέτρα από την ακτή, στα μισά της απόστασης από το νησί. Εδώ πηγαινοέρχονταν τα πορθμεία που συνέδεαν τη στεριά και το Μπέντγουιρ, δύο μαούνες φτιαγμένες από νάνους, οι οποίες προχωρούσαν αργά-αργά πάνω στο σκοτεινό φουρτουνιασμένο νερό συρόμενες από χοντρά σχοινιά. Ήταν υπέροχες κατασκευές, επίπεδες, ανοιχτές και τεράστιες αλλά τόσο τέλεια φτιαγμένες ώστε ένας άνδρας μπορούσε μόνος του να γυρίσει τη μανιβέλα που τις κινούσε, όσο φορτωμένες κι αν ήταν. Η μία μαούνα λειτουργούσε πάντα, εκτός αν είχε πολύ κακό καιρό ή αν υπήρχαν φάλαινες στον πορθμό, ενώ η άλλη παρέμενε αραγμένη για συντήρηση, κάτι απόλυτα απαραίτητο για ένα σκάφος που διέσχιζε τα σκοτεινά, επικίνδυνα νερά γύρω από το νησί Μπέντγουιντριν.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Νταϊαμοντγκέιτ ήταν πάντα τα ίδια: τα πορθμεία, οι βράχοι, οι γιγάντιες καινούργιες προβλήτες και οι παλιές επίσης, φαντάσματα μιας άλλης εποχής, μια μαρτυρία της δύναμης της θάλασσας. Ακόμη και ο καιρός ήταν ίδιος, ο ουρανός μουντός, γκρίζος, το νερό σκοτεινό και δυσοίωνο με τα κύματα να χορεύουν στον πορθμό σπάζοντας σε αφρισμένες κορυφές. Τώρα όμως υπήρχαν πολλά μεγάλα πολεμικά πλοία αγκυροβολημένα στην περιοχή, σχεδόν ο μισός στόλος του Άβον που αιχμαλωτίστηκε από το Εριαντόρ όταν ο κατακτητικός στρατός του Γκρινσπάροου αποβιβάστηκε στο Πορτ Τσάρλι. Επίσης, πάνω στο νησί Νταϊαμοντγκέιτ είχαν κατασκευαστεί αρκετά μεγάλα κτίσματα, στρατώνες όπου είχαν κλείσει τους τρεις χιλιάδες Κυκλωπιανούς που αιχμαλωτίστηκαν σ’ εκείνο τον πόλεμο. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν μεταφερθεί αλλού τώρα. Είχε γίνει μια εξέγερση στο Νταϊαμοντγκέιτ στην οποία είχαν σκοτωθεί πολλοί Κυκλωπιανοί, οπότε ο Γκάχρις Μπέντγουιρ διέταξε να χωρίσουν τους υπόλοιπους σε μικρές ομάδες και να τους μεταφέρουν σε μικρότερα, πιο ακίνδυνα στρατόπεδα.
Όμως, τα κτίσματα στο Νταϊαμοντγκέιτ παρέμειναν σε καλή κατάσταση με διαταγή του βασιλιά Μπριντ’Αμούρ, για την περίπτωση που το Εριαντόρ θα έπιανε κι άλλους αιχμαλώτους.
Οι δυο σύντροφοι, αφού έφτασαν στην προβλήτα, ανέβηκαν στη μαούνα καβάλα στα άλογά τους, η Κατρίν πάνω σε ένα δυνατό γκρίζο άλογο από την περιοχή του Σπεϊθενφέργκους και ο Λούθιεν πάνω στον Ριβερντάνσερ, το πολύτιμο Μόργκαν από την περιοχή των υψιπέδων. Ο Ριβερντάνσερ ήταν εκπληκτικό άλογο, κάτασπρο και μυώδες, με μακρύ τρίχωμα, το χαρακτηριστικό της πιο κοντής από τις άλλες όμως πολύ δυνατής ράτσας Μόργκαν. Ελάχιστοι είχαν καλύτερο ή πιο χαρακτηριστικό άλογο σε όλο το Εριαντόρ και κανένας στο Μπέντγουιντριν, γι’ αυτό ο Ριβερντάνσερ ήταν εκείνος που τραβούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο την προσοχή του κόσμου.
Ο Λούθιεν άκουσε τα ψιθυρίσματα πριν ακόμη ξεκινήσει η μαούνα, επιβάτες να λένε «ο γιος του Γκάχρις!» και «η Πορφυρή Σκιά!»
«Δεν έπρεπε να φορέσεις τον μανδύα», είπε η Κατρίν, βλέποντας ότι τα σχόλια τον ενοχλούσαν.
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. Ήταν πολύ αργά πια. Όπου κι αν πήγαινε, προηγούνταν η φήμη του. Ήταν η Πορφυρή Σκιά, ο ζωντανός θρύλος, ο κόσμος του έδειχνε μεγάλο σεβασμό ή και δέος ακόμη, κάτι που ο Λούθιεν ένιωθε ότι δεν είχε κερδίσει με το σπαθί του αλλά οφειλόταν στον μανδύα.
Οι ψίθυροι συνεχίστηκαν σε όλο το μακρύ κι αργό ταξίδι. Καθώς το πορθμείο περνούσε κοντά από το Νταϊαμοντγκέιτ, δεκάδες Κυκλωπιανοί μαζεύτηκαν πάνω στους βράχους για να δουν τον Λούθιεν. Μερικοί άρχισαν να φωνάζουν προσβολές κι απειλές. Ο Λούθιεν τους αγνόησε — γι’ αυτόν, ο θυμός τους ήταν απόδειξη του ηρωισμού του. Δεν ένιωθε άνετα με τα επαινετικά χτυπήματα των συντρόφων του στην πλάτη, όμως δεχόταν τις προσβολές των μονόφθαλμων μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
Όταν έφτασαν στο Μπέντγουιντριν, συγκεντρώθηκαν όλοι οι εργάτες του λιμανιού για να υποδεχθούν το πορθμείο κι άρχισαν να χειροκροτούν όταν βγήκε ο Λούθιεν στην αποβάθρα. Το προηγούμενο πέρασμά του από το ίδιο πορθμείο, μια τολμηρή απόδραση από ενέδρα Κυκλωπιανών μετά από τη σύγκρουση με κάποια γιγάντια σαρκοβόρα φάλαινα, είχε γίνει θρύλος στην περιοχή, έτσι τώρα οι δυο σύντροφοι άκουσαν πολλές συζητήσεις για αυτό το γεγονός, συχνά διανθισμένες με υπερβολές. Γρήγορα ο Λούθιεν και η Κατρίν κατάφεραν να ξεφύγουν απομακρυνόμενοι από το λιμάνι, για να αρχίσουν το ταξίδι τους πάνω στο έδαφος του Μπέντγουιντριν, της πατρίδας τους. Ο Λούθιεν όμως ήταν πάντα ανήσυχος.
«Αυτό θα γίνεται συνέχεια τώρα, θα καταγράφουν κάθε πράξη μου και θα τη συζητούν;» είπε λίγο αργότερα.
«Ελπίζω όχι κάθε πράξη σου», απάντησε με νόημα η Κατρίν και, όταν γύρισε να την κοιτάξει ο Λούθιεν, τον κοίταξε κι αυτή πεταρίζοντας τα βλέφαρα. Μετά έβαλε τα γέλια, βλέποντας πόσο εύκολα μπορούσε να κάνει τον Λούθιεν να κοκκινίσει.
Οι τρεις επόμενες μέρες του ταξιδιού τους πέρασαν γρήγορα και ήσυχα. Οι δύο τους ήξεραν καλά τους δρόμους του Μπέντγουιντριν, έτσι φρόντισαν να αποφύγουν τους οικισμούς προτιμώντας να είναι μόνοι με τις σκέψεις τους. Για τον νεαρό Μπέντγουιρ, αυτές οι σκέψεις ήταν μια θύελλα από ταραγμένα συναισθήματα.
«Έχω ζήσει στο Κάερ Μακντόναλντ», είπε σοβαρός στην Κατρίν, όταν επιτέλους είδαν από μακριά την Νταν Βάρνα με το μεγάλο λευκό μέγαρο, την κατοικία των Μπέντγουιρ. «Έχω πάει στο Έραντοχ, έχω φτάσει μέχρι το Πρίνσταουν στο Άβον, δίπλα στον βασιλιά μας. Ξαφνικά όμως όλα αυτά φαίνονται πολύ μακριά από την πραγματικότητα της Νταν Βάρνα».
«Νιώθω σαν να μη φύγαμε ποτέ από δω», συμφώνησε η Κατρίν. Αφού γύρισε στον Λούθιεν, κοιτάχτηκαν στα μάτια και, μέσα από αυτό το βλέμμα, ήταν σαν να μοιράζονταν τα συναισθήματά τους. Και για τους δύο αυτό το ταξίδι στο νησί ήταν σαν μια περιήγηση μέσα στις αναμνήσεις τους, μια εμπειρία που τους έφερνε πίσω σε πιο απλές, από πολλές απόψεις πιο ευτυχισμένες μέρες.
Το Εριαντόρ ήταν σε καλύτερη κατάσταση τώρα, είχε ελευθερωθεί από τον Γκρινσπάροου, οπότε οι κάτοικοι του Μπέντγουιντριν, αλλά κι όλης της χώρας, δεν ήταν πια υποχρεωμένοι να ανέχονται τους κτηνώδεις Κυκλωπιανούς. Όμως, για πολλά χρόνια ο Γκρινσπάροου ήταν ένα όνομα χωρίς νόημα σε αυτή την περιοχή, ένας μακρινός βασιλιάς που δεν επηρέαζε την καθημερινή ζωή του Λούθιεν Μπέντγουιρ και της Κατρίν Ο’ Χέιλ. Μόνο όταν έφτασαν στην Νταν Βάρνα δύο αξιωματούχοι του, ο υποκόμης Όμπρεϊ και ο βαρόνος Γουίλμον φέρνοντας μαζί τους την αλήθεια του τυραννικού τους βασιλιά, κατάλαβε ο Λούθιεν την κατάσταση της χώρας του.
Η άγνοια χαρίζει γαλήνη, σκέφτηκε ο Λούθιεν κοιτάζοντας το κατάλευκο μέγαρο των Μπέντγουιρ στη λοφοπλαγιά που έβλεπε προς τη θάλασσα. Είχε περάσει ενάμισης χρόνος από τότε που έμαθε την αλήθεια για τον κόσμο του και που εγκατέλειψε το σπίτι του. Μόνο ενάμισης χρόνος, αλλά μέσα σε αυτό το διάστημα τα πάντα είχαν αλλάξει στη ζωή του. Θυμήθηκε το τελευταίο ολόκληρο καλοκαίρι που είχε ζήσει στην Νταν Βάρνα πριν από δύο χρόνια, όταν περνούσε τη μέρα του κάνοντας προπόνηση στην αρένα ή ψαρεύοντας σε κάποιον από τους πολλούς κόλπους κοντά στην πόλη ή τριγυρίζοντας μόνος με τον Ριβερντάνσερ. Ή συχνά έκανε βόλτες με την Κατρίν Ο’ Χέιλ, καθώς προσπαθούσαν οι δυο τους να καταλάβουν τον έρωτα, μαθαίνοντας μαζί και γελώντας μαζί.
Ακόμη κι αυτό είχε αλλάξει, σκέφτηκε ο Λούθιεν κοιτάζοντας την όμορφη γυναίκα. Η αγάπη του για την Κατρίν ήταν τώρα βαθύτερη, γιατί είχε αποδείξει στον εαυτό του ότι την αγαπά πραγματικά και ότι θα είναι η σύντροφός του σε όλη του τη ζωή.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνες οι εφηβικές μέρες είχαν κάτι πιο συναρπαστικό: οι αβέβαιες προσπάθειες, το πρώτο φιλί, το πρώτο άγγιγμα, το πρώτο πρωινό που ξύπνησαν αγκαλιασμένοι γελώντας και προσπαθώντας να βρουν κάποιο ψέμα για να ξεγελάσουν τον Γκάχρις, πατέρα του Λούθιεν και κηδεμόνα της Κατρίν, που ίσως να τους τιμωρούσε ή να έστελνε την Κατρίν πίσω στο Χέιλ.
Ήταν ωραία η ζωή στη Νταν Βάρνα, τότε.
Μετά όμως ήλθε ο Όμπρεϊ με την Αβονίζ, την αρωματισμένη πόρνη που είχε διατάξει τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ, του αγαπημένου φίλου του Λούθιεν. Αυτοί οι δύο άνοιξαν τα μάτια του Λούθιεν δίνοντάς του να καταλάβει την υποταγή του Εριαντόρ και κάνοντάς τον να δει την αλήθεια για την υποτιθέμενη αριστοκρατία του Άβον. Αυτοί οι φαντασμένοι λιμοκοντόροι ανάγκασαν τον Λούθιεν να χύσει για πρώτη φορά αίμα —το αίμα ενός Κυκλωπιανού φρουρού— και να φύγει από το σπίτι του σαν φυγάς.
«Αναρωτιέμαι αν η Αβονίζ είναι αλυσοδεμένη ακόμη», ξέφυγε του Λούθιεν, αν και είχε σκοπό να κρατήσει τις σκέψεις του για τον εαυτό του.
«Ο κόμης Γκάχρις την έστειλε νότια», απάντησε η Κατρίν. «Έτσι μου είπε, τουλάχιστον, ένας από τους ναύτες του πορθμείου».
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν από την κατάπληξη. Ώστε τελικά ο πατέρας του ελευθέρωσε τη γυναίκα που προκάλεσε το θάνατο του αγαπημένου του φίλου; Για μια στιγμή αισθάνθηκε για τον Γκάχρις την ίδια περιφρόνηση που είχε νιώσει όταν έμαθε ότι, σε μια στιγμή δειλίας, έστειλε τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Ίθαν, να πεθάνει στον πόλεμο, επειδή φοβόταν ότι μπορεί να του προκαλούσε προβλήματα με τους λακέδες του Γκρινσπάροου.
«Αλυσοδεμένη;» τόλμησε να ρωτήσει ο Λούθιεν, προσευχόμενος να είναι καταφατική η απάντηση.
Η Κατρίν κατάλαβε την ξαφνική ταραχή του. «Σε φέρετρο», του απάντησε. «Φαίνεται ότι η αρχόντισσα Αβονίζ δεν άντεξε στα μπουντρούμια της Νταν Βάρνα».
«Δεν υπάρχουν μπουντρούμια στην Νταν Βάρνα», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.
«Ο πατέρας σου έφτιαξε ένα ειδικά γι’ αυτήν», απάντησε η Κατρίν.
Ο Λούθιεν ικανοποιήθηκε με την απάντηση, παρ’ όλα αυτά όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα όταν μπήκαν στην Νταν Βάρνα και ακολούθησαν τους λιθόστρωτους δρόμους μέχρι την μεγαλόπρεπη είσοδο του μεγάρου Μπέντγουιρ.
Στην πόρτα τούς υποδέχτηκαν άνδρες και γυναίκες που είχαν πάνω από ένα χρόνο να τους δουν, όλοι τους χαμογελαστοί και σκυθρωποί ταυτόχρονα, χαρούμενοι για την επιστροφή του νεαρού Μπέντγουιρ και θλιμμένοι που γινόταν κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Η κατάσταση του Γκάχρις είχε χειροτερέψει, πληροφόρησαν τον Λούθιεν και, όταν αυτός ανέβηκε πάνω, στο δωμάτιο, βρήκε τον πατέρα του βουλιαγμένο στα μαξιλάρια ενός μεγάλου κρεβατιού.
Μόλις τον πλησίασε ο Λούθιεν, είδε ότι τα καστανά μάτια του Γκάχρις είχαν χάσει τη λάμψη τους. Τα πυκνά ασημόλευκα μαλλιά του είχαν κιτρινίσει, ενώ το ανεμοδαρμένο πρόσωπό του ήταν χλομό, ένα πρόσωπο που είχε περάσει αμέτρητες ώρες κάτω από τον ήλιο του Μπέντγουιντριν. Τα δυνατά μπράτσα του Γκάχρις Μπέντγουιρ ήταν τώρα πλαδαρά και το στήθος του έμοιαζε να έχει βουλιάξει κάνοντας τις πλάτες του να φαίνονται ακόμη φαρδύτερες, μολονότι όχι τόσο δυνατές πια. Ο Γκάχρις ήταν ψηλός, δέκα πόντους ψηλότερος από τον Λούθιεν, έχοντας το ίδιο ύψος με τον μεγαλύτερο γιο του, τον Ίθαν.
«Γιε μου», ψιθύρισε ο Γκάχρις και το πρόσωπό του φωτίστηκε, αλλά μόνο για μια στιγμή.
«Τι κάνεις στο κρεβάτι;» είπε ο Λούθιεν. «Υπάρχει τόση δουλειά! Έχουμε να φτιάξουμε ένα νέο βασίλειο».
«Ένα βασίλειο που θα είναι καλύτερο από ό,τι στην εποχή του Γκρινσπάροου», απάντησε ο Γκάχρις. Η φωνή του ήταν ψιθυριστή, μόλις που ακουγόταν. «Ακόμα καλύτερο από ό,τι ήταν πριν τον Γκρινσπάροου. Το ξέρω γιατί ο γιος μου θα πάρει μέρος στη δημιουργία του». Καθώς μιλούσε, έπιασε το χέρι του Λούθιεν. Το σφίξιμο του γέροντα ήταν απρόσμενα δυνατό, πράγμα που έδωσε κάποιες ελπίδες στον νέο.
«Είναι μαζί μου η Κατρίν», είπε ο Λούθιεν και, γυρίζοντας, της έκανε νόημα να πλησιάσει στο κρεβάτι. Το πρόσωπο του κόμη φωτίστηκε πάλι, σχεδόν ακτινοβολούσε.
«Ήθελα να ζήσω για να δω τα εγγόνια μου», είπε, και ο Λούθιεν κοκκίνισε περισσότερο από την Κατρίν. «Αλλά θα τους μιλήσετε εσείς για μένα».
Ο Λούθιεν πήγε να διαμαρτυρηθεί για αυτή την παραδοχή του Γκάχρις ότι πεθαίνει, αλλά τον πρόλαβε η Κατρίν. «Θα τους μιλήσω», υποσχέθηκε στον κόμη. «Θα τους πω για τον κόμη του Μπέντγουιντριν, που τον αγαπούσε ο λαός του και απάλλαξε το νησί από τους απαίσιους μονόφθαλμους!»
Ο Λούθιεν κοίταζε από τον ένα στον άλλο καθώς μιλούσε η Κατρίν, συνειδητοποιώντας ότι οι διαμαρτυρίες που ενδεχομένως προέβαλλε θα ήταν φανερά ψεύτικες και δεν θα προσέφεραν καμιά παρηγοριά στον Γκάχρις. Έπρεπε να παραδεχτεί την αλήθεια βαθιά μέσα του: ο πατέρας του ήταν ετοιμοθάνατος.
«Θα τους πείτε για τον Γκάχρις τον δειλό;» ρώτησε ο γέροντας. Κατάφερε να βγάλει ένα μικρό γέλιο. «Που υποτάχτηκε στη θέληση του Γκρινσπάροου. Και για τον Ίθαν… Ω, τον αγαπημένο μου Ίθαν! Μάθατε τίποτα;..
Η ερώτηση έπεσε στο κενό. Ο Γκάχρις, κοιτάζοντας την σκυθρωπή έκφραση του Λούθιεν, κατάλαβε ότι ο Ίθαν είχε χαθεί, ότι ο Λούθιεν δεν είχε μπορέσει να βρει τον αδελφό του.
»Αν τον δείτε ποτέ», συνέχισε ο Γκάχρις με ακόμη πιο σιγανή φωνή, «θα του πείτε για το τέλος της ζωής μου; Θα του πείτε ότι στο τέλος υπερασπίστηκα το δίκιο, το ελεύθερο Εριαντόρ;»
Η Κατρίν κοίταζε διαπεραστικά τον Λούθιεν καθώς περνούσαν οι στιγμές, συνειδητοποιώντας ότι ο αγαπημένος της αντιμετώπιζε ένα τρομερό δίλημμα εκείνη τη στιγμή, ένα σταυροδρόμι που μπορεί να καθόριζε τον δρόμο της ζωή του. Βρισκόταν ξανά μπροστά στον Γκάχρις και είχε μία μοναδική ευκαιρία να συγχωρήσει τον πατέρα του. Ο Γκάχρις χρειαζόταν τη συγχώρεσή του, αλλά ο Λούθιεν τη χρειαζόταν ακόμη περισσότερο.
Χωρίς να μιλήσει, ο Λούθιεν, τράβηξε τον Τυφλωτή και τον ακούμπησε στο κρεβάτι, πάνω στα πόδια του Γκάχρις.
«Γιε μου», είπε πάλι ο Γκάχρις κοιτάζοντας το οικογενειακό σπαθί με τα μάτια του βουρκωμένα.
«Το σπαθί της οικογένειας Μπέντγουιρ», είπε ο Λούθιεν. «Το σπαθί του κόμη Γκάχρις Μπέντγουιρ. Το σπαθί του πατέρα μου».
Η Κατρίν γύρισε από την άλλη σκουπίζοντας τα μάτια της. Ο Λούθιεν είχε περάσει τη μεγαλύτερη ίσως δοκιμασία της ζωής του.
«Θα πάρεις τη θέση μου όταν φύγω;» ρώτησε με ελπίδα ο Γκάχρις.
Όσο και αν ήθελε να παρηγορήσει τον πατέρα του, ο Λούθιεν δεν μπορούσε να αναλάβει αυτήν τη δέσμευση. «Πρέπει να επιστρέψω στο Κάερ Μακντόναλντ», είπε. «Η θέση μου είναι δίπλα στον βασιλιά Μπριντ’Αμούρ».
Ο Γκάχρις φάνηκε να απογοητεύεται για μια στιγμή, μετά όμως έκανε ένα καταφατικό νεύμα αποδοχής. «Τότε πάρε το σπαθί», είπε, με φωνή που ήταν πιο δυνατή απ’ όσο την είχε ακούσει ο Λούθιεν αφότου μπήκε στο δωμάτιο, πιο δυνατή απ’ όσο είχε ακουστεί ποτέ εδώ και πολλές μέρες.
«Είναι δικό σου», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.
«Αφού είναι δικό μου μπορώ να το δώσω», του απάντησε ο Γκάχρις. «Σε σένα, τον κληρονόμο μου. Μου έδωσες το δώρο της συγχώρεσής σου και το δέχτηκα, και τώρα θα δεχτείς κι εσύ από εμένα το οικογενειακό σπαθί, τώρα και για πάντα. Αυτή η υπόθεση με τον Γκρινσπάροου δεν έχει τελειώσει, γι’ αυτό ο Τυφλωτής θα είναι πολύ πιο χρήσιμος σ’ εσένα. Χτύπα για την οικογένεια Μπέντγουιρ, γιε μου. Χτύπα για το Εριαντόρ!»
Ο Λούθιεν, αφού σήκωσε με σεβασμό το σπαθί από το κρεβάτι, το έβαλε πάλι στη θήκη του. Το ξέσπασμα είχε εξαντλήσει τον Γκάχρις, έτσι ο Λούθιεν είπε στον πατέρα του να ξεκουραστεί κι έφυγε υποσχόμενος να γυρίσει πάλι αφού πλυθεί για ν’ απαλλαγεί από τη σκόνη και αφού φάει κάτι.
Κράτησε την υπόσχεσή του και πέρασε όλη τη νύχτα με τον πατέρα του μιλώντας για τις καλές εποχές, όχι για τις κακές, και για το παρελθόν όχι για το μέλλον.
Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ, κόμης του Μπέντγουιντριν, πέθανε γαλήνια λίγο πριν τα χαράματα. Έχοντας γίνει ήδη οι απαραίτητες ετοιμασίες, το επόμενο βράδυ, αφού τοποθέτησαν τη σορό του περήφανου κόμη σ’ ένα μικρό πλοιάριο, το άφησαν να ανοιχτεί στην Θάλασσα Ντόρσαλ, η οποία είναι τόσο σημαντική για τη ζωή των κατοίκων της Νταν Βάρνα. Δεν είχε διοριστεί άμεσος διάδοχός του. Ο Λούθιεν επέλεξε έναν διαχειριστή των υποθέσεων του νησιού, έναν έμπιστο οικογενειακό φίλο, γιατί, όπως είχε εξηγήσει στον πατέρα του, ο ίδιος δεν μπορούσε να μείνει στην Νταν Βάρνα. Μεγαλύτερα και σημαντικότερα θέματα τον καλούσαν να επιστρέψει στο Κάερ Μακντόναλντ. Η θέση του ήταν δίπλα στον Μπριντ’Αμούρ, τον φίλο και βασιλιά του.
Ο Λούθιεν και η Κατρίν έφυγαν από την Νταν Βάρνα την επόμενη μέρα. Αναρωτιούνταν και οι δύο αν θα την ξανάβλεπαν ποτέ.
Η Κατρίν πρόσεξε αμέσως την αλλαγή στον Λούθιεν. Κοιμόταν καλά και, καθώς ταξίδευαν προς νότο, φτάνοντας στο Νταϊαμοντγκέιτ και μετά στο Εριαντόρ, δεν έδειχνε ανήσυχος ή προβληματισμένος.
Ανησυχούσε για τον Λούθιεν για ένα διάστημα, βλέποντας ότι δεν πενθούσε για τον θάνατο του πατέρα του. Στην αρχή δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Όταν έχασε εκείνη τον πατέρα της από μια θύελλα στη θάλασσα του Άβον, έκλαιγε επί δεκαπέντε μέρες. Ο Λούθιεν όμως είχε κλάψει ελάχιστα. Είχε βάλει στωικά το χέρι του στο στήθος του πατέρα του, καθώς ο Γκάχρις κειτόταν μέσα στο πλοιάριο και το έσπρωξε προς τα ανοιχτά, σαν να έσπρωχνε μαζί του και τον Γκάχρις από τις σκέψεις του.
Σιγά-σιγά όμως η Κατρίν κατάλαβε την αλήθεια και ησύχασε. Ο Λούθιεν δεν πενθούσε τώρα, επειδή είχε πενθήσει ήδη για τον Γκάχρις όταν αναγκάστηκε να φύγει από το Μπέντγουιντριν σαν παράνομος. Για τον Λούθιεν, ο Γκάχρις είχε πεθάνει τη μέρα που ο νεαρός Μπέντγουιρ έμαθε από τον Ίθαν την αλήθεια για τη δειλία του πατέρα τους. Και αργότερα, όταν η Κατρίν έφτασε στο Κάερ Μακντόναλντ με τον Τυφλωτή και το νέο ότι το Μπέντγουιντριν είχε επαναστατήσει ανοιχτά κατά του Γκρινσπάροου, ο Γκάχρις είχε ζωντανέψει και πάλι για τον γιο του.
Τώρα η Κατρίν καταλάβαινε ότι ο Λούθιεν έβλεπε τα τελευταία γεγονότα σαν μια απρόσμενη δεύτερη ευκαιρία, που του είχε δώσει τη δυνατότητα να αποχαιρετήσει τον εξιλεωμένο Γκάχρις. Το πένθος του Λούθιεν είχε τελειώσει πολύ πριν γονατίσει δίπλα στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου πατέρα του. Έτσι, τώρα τα μάτια του δεν έδειχναν πια γεμάτα πόνο. Ο Γκάχρις είχε βρει τη γαλήνη, και ο γιος του το ίδιο.