19 Η Κοιλάδα του Θανάτου

«Ο αρχηγός τους είναι έξυπνος», είπε ο Μπριντ’Αμούρ κοιτάζοντας το δύσκολο ανώμαλο έδαφος προς νότο.

Όσοι ήταν μαζεμένοι γύρω του δεν μίλησαν. Οι Κυκλωπιανοί είχαν συνεχίσει την πορεία τους για αρκετή ώρα μετά το ηλιοβασίλεμα χωρίς να στρατοπεδεύσουν, παρά μόνο όταν είχαν πια πίσω τους τα απότομα βράχια της κοιλάδας.

Ο Μπριντ’Αμούρ κάθισε σε μια πέτρα τρίβοντας το σαγόνι του. Προσπαθούσε να καταστρώσει ένα σχέδιο επίθεσης.

«Δεν είναι πολλοί», είπε ο Σάγκλιν. «Μετρήσαμε τις φωτιές και πρέπει να είναι οι μισοί από εμάς — εκτός αν κάθονται πενήντα γύρω από κάθε φωτιά».

«Είναι πολλοί τότε», είπε ο Λούθιεν.

«Μπα!» απάντησε ο πολεμοχαρής νάνος. «Θα τους συντρίψουμε!»

Ο Μπριντ’Αμούρ άκουγε αφηρημένα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο στρατός του έχοντας αριθμητική υπεροχή δύο προς έναν, θα νικούσε τους Πραιτωριανούς, αλλά πόσο θα τους κόστιζε μια μάχη σε ανοιχτό έδαφος; Θα ήταν καταστροφικό να χάσουν το ένα τέταρτο της δύναμής τους ενώ ήταν ακόμη στα βουνά, έχοντας τόσο έδαφος να καλύψουν πριν ακόμη πλησιάσουν στο Καρλάιλ, την ισχυρή πρωτεύουσα του Άβον.

«Αν τους χτυπήσουμε δυνατά και από τις δύο πλευρές», είπε η Σιόμπαν, «απλώνοντας πολύ τις δυνάμεις μας για να νομίσουν ότι είμαστε πολύ περισσότεροι, πώς μπορεί να αντιδράσουν;»

«Θα το βάλουν στα πόδια», απάντησε ο Σάγκλιν χωρίς δισταγμό. «Όλοι οι μονόφθαλμοι είναι δειλοί!»

Ο Λούθιεν διαφώνησε, το ίδιο και ο Μπέλικ. «Αυτή η ομάδα είναι καλά εκπαιδευμένη και έχει έξυπνο αρχηγό», είπε ο Μπριντ’Αμούρ εκφράζοντας επίσης τις δικές τους αντιρρήσεις. «Είχαν την σύνεση και την πειθαρχία να βγουν από την κοιλάδα πριν στρατοπεδεύσουν. Αν τους χτυπήσουμε, δεν θα το βάλουν στα πόδια τόσο εύκολα.

Μια πονηρή έκφραση φάνηκε στα μάτια του μάγου. «Αλλά θα οπισθοχωρήσουν», είπε.

«Μπαίνοντας στην κοιλάδα», συνέχισε η Σιόμπαν.

«Θα χρησιμοποιήσουν τις πλαγιές της κοιλάδας για να περιορίσουν το μέτωπο της επίθεσης», συμφώνησε ο Μπέλικ, καταλαβαίνοντας τι είχε σκεφτεί ο Μπριντ’Αμούρ.

«Θα οπισθοχωρήσουν μέσα στην κοιλάδα», είπε ο Λούθιεν, «όπου θα τους περιμένουν οι τοξότες».

Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής, με τους συγκεντρωμένους αρχηγούς να κοιτάζονται χαμογελώντας. Ήξεραν ότι οι Κυκλωπιανοί είναι πειθαρχημένοι, αλλά αν τους ανάγκαζαν να υποχωρήσουν μέσα στην κοιλάδα και μετά τους έκαναν να νομίσουν ότι είχαν πέσει σε ενέδρα, το χάος που θα επικρατούσε ίσως να τους έτρεπε σε άτακτη φυγή, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προκαλέσουν ζημιά στον εριαντοριανό στρατό.

«Αν δεν υποχωρήσουν μετά την αρχική μας επίθεση, θα είμαστε πολύ λίγοι για να τους αντιμετωπίσουμε», είπε ο Μπριντ’Αμούρ, για να τους υπενθυμίσει ότι η επιχείρηση μπορεί να μην αποδεικνυόταν τόσο εύκολη όσο ακουγόταν στη θεωρία.

«Θα τους αναγκάσουμε σε υποχώρηση όπως και να ’ναι», υποσχέθηκε βλοσυρός ο Σάγκλιν, χτυπώντας το σφυρί του στην ανοιχτή παλάμη για να τονίσει την υπόσχεσή του. Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε την αποφασιστική έκφρασή του και βεβαιώθηκε ότι ο Σάγκλιν θα κρατούσε αυτή την υπόσχεση.

Το μόνο που έμενε ήταν να χωρίσουν κατάλληλα τις δυνάμεις. Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν θα συγκέντρωναν τις περισσότερες ομάδες ανιχνευτών, ανάμεσά τους όλα τα ξωτικά των Κάτερς, και θα κινούνταν αθόρυβα προς νότο σε δύο παρατάξεις, προσπερνώντας το στρατόπεδο των Κυκλωπιανών για να πάρουν θέσεις στις κορυφές των βράχων γύρω από την κοιλάδα. Ο Μπέλικ και ο Σάγκλιν ανέλαβαν να οργανώσουν την κύρια επίθεση με εννιά χιλιάδες άνδρες που η πλειοψηφία τους θα ήταν νάνοι.

Ο Μπριντ’Αμούρ δεν έλαβε μέρος στον λεπτομερή σχεδιασμό, γιατί ήθελε να οργανώσει τις δικές του ενέργειες. Η μαγεία θα ήταν ένα απαραίτητο μέρος της επιχείρησης, ιδιαίτερα κατά την αρχική επίθεση, για να είναι σίγουρο ότι θα υποχωρήσουν οι μονόφθαλμοι. Αλλά ο μάγος ήξερε ότι πρέπει να είναι προσεκτικός, γιατί αν ήταν πολύ φανερές οι μαγικές του ενέργειες, όποιος Κυκλωπιανός κατάφερνε να βγει ζωντανός από τα βουνά, θα άρχιζε μια αλυσίδα διαδόσεων που θα έφτανε μέχρι το Καρλάιλ.

Ο Μπριντ’Αμούρ είχε βρει ήδη ποιο ξόρκι θα χρησιμοποιούσε. Η επίδρασή του θα ήταν αδιόρατη αλλά τρομερά αποτελεσματική. Απλώς, έπρεπε να βρει ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να το εφαρμόσει.

Οι δύο πλευρικές δυνάμεις, με πεντακόσιους τοξότες η καθεμία, ξεκίνησαν αθόρυβα πριν χαράξει. Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν έμειναν μαζί, επικεφαλής της παράταξης που θα περνούσε το κυκλωπιανό στρατόπεδο από τα ανατολικά. Έφτασαν στο χείλος της κοιλάδας λίγο πριν τα χαράματα, κατέβηκαν με προσοχή στις πλαγιές και διάλεξαν τις θέσεις τους, ενώ από τα βόρεια ακούγονταν κιόλας οι πρώτοι ήχοι της μάχης.


Σχεδόν δύο χιλιάδες Εριαντοριανοί στρατιώτες πήραν μέρος στην έφοδο από τα δεξιά και άλλες δύο χιλιάδες από τα αριστερά, αλλά εκείνο που προκάλεσε τον μεγάλο πανικό στους Πραιτωριανούς ήταν η κεντρική παράταξη, μια μάζα από πέντε χιλιάδες αποφασισμένους και πολεμοχαρείς νάνους. Οι πρώτες ομάδες μονόφθαλμων απλώς ποδοπατήθηκαν από την ορμή της επίθεσης αλλά, όπως είχε προβλέψει ο Μπριντ’Αμούρ, τούτη η στρατιά ήταν καλά εκπαιδευμένη και έτσι γρήγορα ανασυντάχτηκε για να αμυνθεί.

Τότε ο μάγος έπιασε δουλειά. Οι Κυκλωπιανοί, μολονότι ήξεραν πως ο εχθρός έχει την αριθμητική υπεροχή, προφανώς ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν. Ο Μπριντ’Αμούρ, παίρνοντας δύο κύπελλα με καθαρό νερό, έχυσε το ένα δεξιά και το άλλο αριστερά ψέλνοντας ταυτόχρονα και χορεύοντας με προκαθορισμένα βήματα.

Το νερό τινάχτηκε από τα κύπελλα και φάνηκε να χάνεται στον αέρα, στην πραγματικότητα όμως απλώθηκε σε ένα τόσο λεπτό στρώμα ώστε ήταν πια αόρατο.

Το πέπλο του νερού μεγάλωσε καθώς ο Μπριντ’Αμούρ διοχέτευσε κι άλλη μαγική ενέργεια, ώσπου γρήγορα κάλυψε όλο τον στρατό των νάνων και των Εριαντοριανών. Μέσα στη σκόνη και την ταραχή, το μαγεμένο νερό πήρε τη μορφή ενός αόρατου καθρέφτη που, ουσιαστικά, διπλασίασε την εικόνα των επιτιθέμενων.

Οι Κυκλωπιανοί αρχηγοί δεν ήταν ανόητοι. Δεν ήξεραν με ακρίβεια τη δύναμη του εχθρού, γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι αυτός ο μαινόμενος στρατός διέθετε μια αριθμητική υπεροχή τρία ή τέσσερα προς έναν, γι’ αυτό σίγουρα θα τους κατατρόπωνε. Έτσι έκαναν αυτό που έλπιζαν οι αρχηγοί των Εριαντοριανών, έδωσαν εντολή στις δυνάμεις τους να υποχωρήσουν στο πιο στενό έδαφος της κοιλάδας, στα νότια.

Οι μονόφθαλμοι που άργησαν να υποχωρήσουν, βρέθηκαν να πολεμούν με σκληροτράχηλους νάνους, συνήθως δύο ή τρεις ο καθένας.

Αλλά οι περισσότεροι από τους Πραιτωριανούς κατάφεραν να ξεφύγουν τρέχοντας με σκυμμένα τα κεφάλια. Οι διαταγές συνέχισαν να εφαρμόζονται ψύχραιμα από τις ομάδες των μονόφθαλμων, όπως περίμενε ο Μπριντ’Αμούρ και οι συνεργάτες του. Μόλις οι Κυκλωπιανοί έφτασαν στη στενή είσοδο της κοιλάδας, φάνηκε καθαρά το σχέδιό τους. Τα δύο τρίτα της κυκλωπιανής δύναμης θα σχημάτιζε ένα μέτωπο στο στόμιο της κοιλάδας για να αναχαιτίσει τη μανιασμένη επίθεση των εχθρών τους, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν να σκαρφαλώνουν στα τοιχώματα της κοιλάδας ανατολικά και δυτικά για να βρουν κάλυψη και να χτυπήσουν από εκεί τους Εριαντοριανούς και τους νάνους.

Ο Λούθιεν, η Σιόμπαν και χίλιοι ακόμη τοξότες περίμεναν υπομονετικά στα σημεία όπου ήταν κρυμμένοι, αφήνοντας τους μονόφθαλμους να μπουν στην κοιλάδα, αφήνοντας το μέτωπο των Πραιτωριανών στο στόμιο να απλωθεί, αφήνοντας τους άλλους μονόφθαλμους να αρχίσουν την αναρρίχησή τους.

Μια άγρια μάχη άρχισε αμέσως στην είσοδο της κοιλάδας καθώς συναντήθηκαν οι τρεις ομάδες της εριαντοριανής δύναμης. Οι ασυγκράτητοι νάνοι ήταν πάντα επικεφαλής της επίθεσης χτυπώντας ατρόμητα τους πολύ ψηλότερους Κυκλωπιανούς. Ένας νάνος έπεφτε νεκρός για κάθε σκοτωμένο μονόφθαλμο, αλλά η ορμή της επίθεσης ανάγκασε τους Πραιτωριανούς σε αργή υποχώρηση.

Κάποιος μονόφθαλμος στρατηγός στεκόταν στην πλαγιά λίγο πιο κάτω από τον Λούθιεν και φώναζε διαταγές, προτρέποντας τους στρατιώτες του να αναρριχηθούν σ’ έναν βράχο ο οποίος θα γινόταν το πρώτο σημείο της άμυνάς τους στην ανατολική πλαγιά.

Ο Λούθιεν ξεδίπλωσε το τόξο του και το στερέωσε. Ο στρατηγός θα ήταν ο πρώτος που θα σκότωνε σήμερα.

«Εριαντόρ ελεύθερο!» φώναξε, το σύνθημα της επίθεσης, εκτοξεύοντας το βέλος αλάνθαστα και χτυπώντας τον Κυκλωπιανό στρατηγό στην πλάτη. Ο μονόφθαλμος έκανε βουτιά με το κεφάλι για να βρεθεί κάτω στην κοιλάδα. Γύρω από τον Λούθιεν, οι Εριαντοριανοί τοξότες έβγαιναν από τις κρυψώνες τους εξαπολύοντας μια βροχή από θανάσιμα βέλη κατά των αιφνιδιασμένων Κυκλωπιανών.

«Εριαντόρ ελεύθερο!» φώναξε πάλι ο νέος και πετάχτηκε όρθιος στην κόψη της ορθοπλαγιάς, πάνω από την κοιλάδα. Τράβηξε το σπαθί του και πήδησε στον επόμενο, χαμηλότερο βράχο. Η Σιόμπαν, καθώς εκτόξευε το δεύτερο βέλος της σκοτώνοντας τον δεύτερο Κυκλωπιανό, πήγε να του φωνάξει να σταματήσει. Δεν μίλησε όμως και, επίσης, δεν μπόρεσε να μη γελάσει βλέποντας την ασυγκράτητη ορμή του φίλου της.

Ο καταιγισμός από βέλη συνεχιζόταν. Σε αρκετά σημεία γίνονταν συμπλοκές Κυκλωπιανών κι Εριαντοριανών. Οι Εριαντοριανοί ήταν σε ψηλότερο έδαφος όμως και, με την υποστήριξη των τοξοτών, οι περισσότερες αψιμαχίες τελείωναν με πολλούς Κυκλωπιανούς νεκρούς και τους υπόλοιπους να τρέχουν για να ξεφύγουν.

Αλλά η κοίτη της κοιλάδας δεν προσέφερε καμία κάλυψη στους αιφνιδιασμένους μονόφθαλμους. Το μέτωπο στο στόμιο του φαραγγιού άντεξε για λίγο, αλλά αναπόφευκτα απωθήθηκε από τους νάνους και τους Εριαντοριανούς που ορμούσαν αποφασιστικά. Οι γραμμές των Πραιτωριανών έσπασαν και επικράτησε παντού χάος. Σύννεφα σκόνης υψώνονταν από το έδαφος, μεγάλες πέτρες κυλούσαν βροντώντας από τα τοιχώματα, ενώ κραυγές νίκης και αγωνίας αντηχούσαν από βράχο σε βράχο.

Η Σιόμπαν, γρήγορα δεν έβρισκε άλλους στόχους να χτυπήσει, καθώς η πυκνή σκόνη περιόριζε την ορατότητα. Με το τόξο στο χέρι, δρασκέλισε την κόψη στην κορυφή της πλαγιάς και άρχισε να κατεβαίνει φωνάζοντας τον Λούθιεν.

Είδε μια ομάδα Κυκλωπιανών να ανεβαίνει πεισματικά στην ανηφόρα, μερικά μέτρα πιο κάτω και πλάγια. Αφού τράβηξε αμέσως το τόξο, πέρασε ένα βέλος, αλλά δίστασε για μια στιγμή κοιτάζοντας μπροστά από τους μονόφθαλμους, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διακρίνει τον Λούθιεν. Τον είχε δει να παίρνει αυτή την κατεύθυνση καθώς κατέβαινε, οπότε σίγουρα οι μονόφθαλμοι τον είχαν συναντήσει ή θα τον συναντούσαν σε λίγο.

Ο επικεφαλής Πραιτωριανός, ένας τεράστιος, μυώδης μονόφθαλμος εκατόν σαράντα κιλών, πιάστηκε από μια προεξοχή, την δρασκέλισε και στάθηκε όρθιος πάνω σε κάποια ψηλή πέτρα. Ξαφνικά ο Κυκλωπιανός μούγκρισε από πόνο κι έπεσε, ενώ η Σιόμπαν κατάλαβε τον λόγο μόνο όταν είδε τη λάμα ενός γνωστού σπαθιού να έχει ξεπροβάλλει από το κοίλωμα κάτω από τον βράχο. Όταν ο Τυφλωτής διαπέρασε τον Κυκλωπιανό από πίσω, ο Λούθιεν ορθώθηκε αμέσως και με μια επιδέξια κίνηση ξεκάρφωσε το σπαθί σπρώχνοντας κατόπιν με τον ώμο τον μονόφθαλμο από την πέτρα.

Ο Κυκλωπιανός έπεσε πάνω στον επόμενο σύντροφό του κι αυτός με τη σειρά του έπεσε πάνω στον τρίτο.

Ο Λούθιεν πέταξε το ματωμένο σπαθί του κάτω κι έβγαλε το τόξο. Εκτόξευσε ένα, δύο, τρία βέλη που βρήκαν όλα τον στόχο τους στους μονόφθαλμους που κατρακυλούσαν στην πλαγιά.

«Π’ ανάθεμά σε», μουρμούρισε η Σιόμπαν και εκτόξευσε το βέλος της χτυπώντας έναν από τους Κυκλωπιανούς, που είχε παραμερίσει από την ομάδα. Μετά συνέχισε να παρακολουθεί έκπληκτη, εκστατική, όταν ο Λούθιεν πήρε πάλι το σπαθί του και πήδησε από την πέτρα φωνάζοντας “Εριαντόρ ελεύθερο!”. Πρόλαβε γοργά τους μονόφθαλμους που κατρακυλούσαν ακόμη και άρχισε να χτυπάει μανιασμένα.

Η Σιόμπαν, καταλαβαίνοντας ότι ο παράτολμος φίλος της είχε την κατάσταση υπό έλεγχο, απομακρύνθηκε για να αναζητήσει άλλους στόχους. Δεν ήταν εύκολο, διαπίστωσε γρήγορα ενώ απείχε μόνο δεκαπέντε μέτρα από το έδαφος, γιατί η μάχη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Και οι δύο παρατάξεις είχαν σπάσει, αλλά οι επιδέξιοι πολεμιστές του Μπέλικ είχαν σχηματίσει σφιχτοδεμένες ομάδες, οι περισσότερες σε σχήμα σφήνας, που διέλυαν τους σχηματισμούς τους οποίους προσπαθούσαν να φτιάξουν οι Κυκλωπιανοί. Όσοι μονόφθαλμοι χωρίζονταν από τους συντρόφους τους, περικυκλώνονταν αμέσως από τους Εριαντοριανούς και έπεφταν κάτω από έναν καταιγισμό χτυπημάτων σπαθιών, τσεκουριών και δοράτων που τους έρχονταν από όλες τις πλευρές. Μερικοί που γλίτωσαν, ποδοπατήθηκαν από τον υπόλοιπο στρατό κατά την προέλασή του.


Στην είσοδο της κοιλάδας ο Μπριντ’Αμούρ παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης με ικανοποίηση. Τα είχε καταφέρει καλά —όπως και όλοι οι σύντροφοί του— γιατί οι Κυκλωπιανοί που θα κατάφερναν να ξεφύγουν από την ενέδρα, θα επέστρεφαν στο Άβον μιλώντας για έναν στρατό εισβολής με μέγεθος διπλάσιο από το πραγματικό.

Όχι απλώς διπλάσιο αλλά πολλαπλάσιο, σκέφτηκε ο μάγος, αφού οι στρατιώτες που υποχωρούν πανικόβλητοι παρουσιάζουν τον εχθρό πάντα ισχυρότερο απ’ όσο είναι, ισχυρότερο και απ’ όσο τον κάνει να μοιάζει το απλό τέχνασμα ενός μάγου!

Ο Μπριντ’Αμούρ είδε μια συμπλοκή στο κάτω μέρος της δυτικής πλαγιάς, όπου μια χούφτα Κυκλωπιανοί είχαν βρει κάλυψη μέσα σε έναν προστατευτικό δακτύλιο από τεράστιες πέτρες. Μια ομάδα ξωτικών προσπαθούσε να τους ξετρυπώσει, αλλά ο τόπος ευνοούσε τους μονόφθαλμους.

Ο Μπριντ’Αμούρ άρχισε πάλι να ψέλνει. Σήκωσε τα χέρια του δεξιά κι αριστερά και, καθώς ο ψαλμός ενεργοποίησε τη μαγική ενέργεια, τα έφερε μπροστά χτυπώντας τις παλάμες του.

Οι βράχοι που προστάτευαν τους Κυκλωπιανούς, κύλησαν ξαφνικά προς το κέντρο του δακτυλίου στριμώχνοντας τους μονόφθαλμους. Πολτοποίησαν δυο-τρεις και άφησαν τους υπόλοιπους εκτεθειμένους.

Τα ξωτικά έπεσαν πάνω τους αμέσως με τα λεπτά σπαθιά τους να διαλύουν την απεγνωσμένη άμυνα των μονόφθαλμων, ώσπου τους εξόντωσαν μέσα σε δευτερόλεπτα. Κάποιο από τα ξωτικά στάθηκε πάνω σε έναν από τους βράχους που είχαν κυλήσει και κοίταξε γύρω του. Γυρίζοντας ανατολικά, είδε τον Μπριντ’Αμούρ να παρακολουθεί και ύψωσε το σπαθί του σε χαιρετισμό.

Μετά απομακρύνθηκε μαζί με τους συντρόφους του για να σκοτώσουν κι άλλους μονόφθαλμους.

Ο Μπριντ’Αμούρ αναστέναξε και προχώρησε στην κοιλάδα απαγγέλλοντας έναν παλιό θρησκευτικό ύμνο που θυμόταν από τα νεανικά του χρόνια, πριν από αιώνες, όταν είχε χρησιμοποιήσει τις μαγικές του δυνάμεις για την κατασκευή της Μητρόπολης του Κάερ Μακντόναλντ.

Η Κοιλάδα τον Θανάτου λεγόταν ο ύμνος και, πριν προλάβει να κάνει μερικά μέτρα μέσα στην κοιλάδα, άρχισε να δρασκελάει πτώματα Πραιτωριανών, νάνων κι ανθρώπων.

Ταιριαστός τίτλος.


Ο Λούθιεν έτρεχε πάνω σε μια στενή προεξοχή στην πλαγιά της κοιλάδας αναζητώντας κάποιο μονοπάτι που να οδηγεί προς τα κάτω ή κάποιο πλάτωμα, γιατί πολύ κοντά πίσω του ήταν μια ομάδα Κυκλωπιανών, που προσπαθούσαν να το σκάσουν. Οι μονόφθαλμοι δεν τον είχαν δει, αλλά θα τον έβλεπαν πολύ γρήγορα. Κοίταξε αριστερά την απότομη πλαγιά. Ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσει. Γύρισε δεξιά προς τον πυθμένα του φαραγγιού ελπίζοντας να δει την Σιόμπαν ή κάποιον τοξότη που θα μπορούσε να χτυπήσει τους Πραιτωριανούς. Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα πυκνό σύννεφο σκόνης. Δεν θα έβρισκε συμμάχους εκεί.

Το μονοπάτι συνεχιζόταν μπροστά του, στενό κι επικίνδυνο.

Δεν ήξερε πόσοι Κυκλωπιανοί είναι πίσω του, μάλλον ήταν αρκετοί όμως και δεν ήθελε να πολεμήσει σε δυσμενείς συνθήκες εδώ πάνω έχοντας ελάχιστο χώρο για ελιγμούς. Αποφάσισε, πάντως, ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, έτσι σκέφτηκε με ποιον τρόπο θα αύξαινε τις πιθανότητες να υπερισχυσει. Με ένα βέλος θα μπορούσε να σκοτώσει τον πρώτο Κυκλωπιανό, ενώ, αν ήταν τυχερός, εκείνος μπορεί να παρέσερνε μαζί του και τον δεύτερο ή τουλάχιστον να καθυστερούσε τους άλλους ώστε να προλάβει ο Λούθιεν να εκτοξεύσει μερικά βέλη ακόμη. Τι θα γινόταν όμως αν αστοχούσε ή αν το πρώτο βέλος του δεν σκότωνε τον μονόφθαλμο;

Έστριψε στην επόμενη στροφή αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει μόνο το σπαθί του, όχι το τόξο. Θα γύριζε και θα τους αντιμετώπιζε. Παίρνοντας τη στροφή, είδε ότι το μονοπάτι στον βράχο πλάταινε σε αυτό το σημείο, καθώς υπήρχε μια εσοχή στο τοίχωμα της πλαγιάς με αρκετά μέτρα βάθος.

Με ένα στεναγμό ανακούφισης έτρεξε στο τοίχωμα, τράβηξε την κουκούλα του μαγικού μανδύα πάνω από το κεφάλι του και στάθηκε ακίνητος. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσε τους Κυκλωπιανούς να πλησιάζουν με βαριά βήματα. Έλεγαν μεταξύ τους ότι πρέπει να ανεβούν στο χείλος της πλαγιάς για να το σκάσουν.

Οι μονόφθαλμοι φάνηκαν στη στροφή. Κοιτάζοντας με τρόπο κάτω από την κουκούλα, ο Λούθιεν τους μέτρησε καθώς περνούσαν. Ο έβδομος και τελευταίος εμφανίστηκε καθώς ο πρώτος περνούσε ήδη το πλατύ σημείο του μονοπατιού.

Ο Λούθιεν σκέφτηκε τότε ότι ήταν σωστή η απόφασή του να τρέξει μπροστά και όχι να σταματήσει για να πολεμήσει με αυτούς τους απελπισμένους Πραιτωριανούς. Τούτη η συνετή σκέψη παραμερίστηκε αμέσως όμως, καθώς ο τολμηρός Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι ο τελευταίος της γραμμής των Κυκλωπιανών έδινε εύκολο στόχο. Χωρίς σχεδόν να συνειδητοποιήσει τι κάνει, όρμησε από το σημείο όπου στεκόταν και έσπρωξε τον τελευταίο Κυκλωπιανό πετώντας τον στον γκρεμό. Αφού στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στο κενό, μετά γύρισε με τον Τυφλωτή στο χέρι και χτύπησε τον επόμενο μονόφθαλμο στον γοφό, καθώς εκείνος γύριζε ξαφνιασμένος να δει τι συνέβαινε πίσω του.

Ο Λούθιεν, με ένα δυνατό σπρώξιμο του σπαθιού και με τα δύο χέρια, κατάφερε να πετάξει και τον δεύτερο μονόφθαλμο στον γκρεμό. Ο τρίτος, που βρισκόταν ήδη στην έξοδο του πλατώματος, μούγκρισε γυρίζοντας με το σπαθί του έτοιμο. Ο Λούθιεν όρμησε πάνω του μην αφήνοντάς τον να ξαναγυρίσει στην πιο πλατιά περιοχή, ώστε να μην μπορούν να σταθούν δίπλα του οι σύντροφοί του. Δύο από αυτούς, νομίζοντας ότι δέχονται επίθεση πολλών Εριαντοριανών από τα νώτα, άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν πάνω στο στενό μονοπάτι. Οι άλλοι δύο σταμάτησαν και γύρισαν φωνάζοντας τον σύντροφό τους που μονομαχούσε με τον Λούθιεν.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ χτυπούσε απανωτά αναγκάζοντας τον μονόφθαλμο σε υποχώρηση. «Τους πρόλαβα!» φώναξε πάνω από τον ώμο του, σαν να περίμενε ενισχύσεις.

Ο μονόφθαλμος αντίπαλός του, βλέποντας την τολμηρή επίθεση και τον μανδύα του, κατάλαβε. «Η Πορφυρή Σκιά!» φώναξε. Αυτό ήταν αρκετό για τους συντρόφους του. Με τη χαρακτηριστική γενναιότητα των μονόφθαλμων, αποχαιρέτησαν τον φίλο τους κι έφυγαν τρέχοντας.

Ο τρόμος έσπρωξε τον μονόφθαλμο σε μια παράτολμη επίθεση. Αφού υποχώρησε μισό βήμα, μετά όρμησε πάλι μπροστά χαμηλώνοντας τον ώμο, με την ελπίδα ότι έτσι θα αιφνιδίαζε τον αντίπαλό του και θα κατάφερνε να τον νικήσει.

Έκανε λάθος όμως. Ο Λούθιεν απλώς υποχώρησε ένα βήμα και παραμέρισε, καθώς βρισκόταν στο πλατύ σημείο του μονοπατιού. Ο Τυφλωτής χώθηκε εύκολα στα πλευρά του μονόφθαλμου, την στιγμή που εκείνος περνούσε τρέχοντας βαριά.

Ο Λούθιεν τράβηξε γρήγορα το σπαθί παίρνοντας πάλι αμυντική στάση. Ο Κυκλωπιανός έμεινε τελείως ακίνητος βογγώντας. Προσπάθησε να γυρίσει προς τον αντίπαλό του και τελικά τα κατάφερε, αλλά τότε είδε απλώς τις σόλες των παπουτσιών του Λούθιεν, ο οποίος, πηδώντας στον αέρα, τον κλότσησε και με τα δύο πόδια ρίχνοντάς τον κι αυτόν στον γκρεμό.

Πετάχτηκε αμέσως πάλι όρθιος. «Ακριβώς, η Πορφυρή Σκιά!» φώναξε στον Κυκλωπιανό που έπεφτε. Αφού πήρε μια ανάσα, έτρεξε στο στενό μονοπάτι ακολουθώντας τους τέσσερις που το είχαν βάλει στα πόδια. Σίγουρος ότι δεν θα σταματήσουν να τον περιμένουν, έβαλε τον Τυφλωτή στη θήκη του, έβγαλε το πτυσσόμενο τόξο από την πλάτη και το άνοιξε ενώ έτρεχε.

Καθώς οι τρομοκρατημένοι μονόφθαλμοι έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη παρά το επικίνδυνο έδαφος, ο Λούθιεν δεν μπορούσε να μειώσει εύκολα την απόσταση ανάμεσά τους. Κατάφερε να ρίξει ένα βέλος, όμως, χτυπώντας τον τελευταίο μονόφθαλμο στο πίσω μέρος της κνήμης του καθώς εκείνος έστριβε σε μια καμπή του μονοπατιού. Ο Κυκλωπιανός εξαφανίστηκε παραπατώντας, αλλά ο Λούθιεν ήξερε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει. Έβγαλε το σπαθί κι έτρεξε πίσω του, κόβοντας ταχύτητα καθώς πλησίαζε στη στροφή.

Βρήκε τον μονόφθαλμο ακουμπισμένο στον τοίχο, μαζεμένο χαμηλά, να κρατά το σπαθί με το ένα χέρι και το ματωμένο πόδι του με το άλλο. Ο σύντροφός του, τέσσερα-πέντε μέτρα πιο κάτω στο μονοπάτι, περίμενε με αγωνία.

Ο Λούθιεν πλησίασε άφοβα τον τραυματισμένο Κυκλωπιανό και του κατάφερε ένα χτύπημα με τον Τυφλωτή. Ο μονόφθαλμος κατάφερε να αποκρούσει, αλλά σχεδόν έπεσε κάτω από τη δύναμη του χτυπήματος. Ο σύντροφός του, ουρλιάζοντας, πήγε να πλησιάσει αλλά ο Λούθιεν τον σταμάτησε και τον έκανε να το βάλει πάλι στα πόδια — απλώς έπιασε τον Τυφλωτή με το αριστερό χέρι και, σηκώνοντας με μια γρήγορη κίνηση το δεξί στην πλάτη, πήρε το τόξο από τον ώμο του.

«Ο φίλος σου το έσκασε», είπε στον τραυματισμένο Κυκλωπιανό. «Θα δεχτώ την παράδοσή σου».

Ο μονόφθαλμος χαμήλωσε το σπαθί και υποκρίθηκε ότι θα το αφήσει κάτω, αλλά μετά όρμησε ξαφνικά σε μια τολμηρή προσπάθεια να καρφώσει τον Λούθιεν.

Χωρίς να αιφνιδιαστεί, ο νέος, απέκρουσε με μια κυκλική κίνηση του τόξου που παραμέρισε το σπαθί του μονόφθαλμου στο πλάι. Μετά, βγάζοντας τον Τυφλωτή από τη θήκη κάρφωσε τον αντίπαλό του στην καρδιά. Εκείνος σωριάστηκε βαριά στο τοίχωμα και γλίστρησε αργά στο έδαφος, με το μάτι του να ατενίζει σαν γυάλινο το κενό.

Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας μπροστά, κατάλαβε ότι το στενό μονοπάτι δεν συνεχιζόταν για πολύ αλλά κατέληγε σε ένα δεύτερο πλάτωμα. Δεν υπήρχε τρόπος να προλάβει τους υπόλοιπους Κυκλωπιανούς πριν φτάσουν σε εκείνο το σημείο. Με έναν στεναγμό, κοίταξε στον πυθμένα της κοιλάδας αναζητώντας τρόπο για να κατεβεί. Όμως, ένας θόρυβος τον έκανε να γυρίσει πάλι προς το μονοπάτι, όπου είδε έκπληκτος δύο από τους μονόφθαλμους να τρέχουν προς το μέρος του ολοταχώς!

Κοίταζαν και οι δύο πιο πολύ πάνω από τον ώμο τους παρά μπροστά τους.

Ο Λούθιεν έτρεξε πάλι στο τοίχωμα του μονοπατιού και χρησιμοποίησε το μαγικό καμουφλάζ του μανδύα του. Ρίχνοντας κρυφά βλέμματα κάτω από την κουκούλα, είδε τον τελευταίο Κυκλωπιανό να παραπατάει και, μια στιγμή αργότερα, να σωριάζεται μπρούμυτα νεκρός.

Ο άλλος μονόφθαλμος ούρλιαξε από τρόμο κι άρχισε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα, περνώντας δίπλα στον σύντροφο τον οποίο είχε εγκαταλείψει και τώρα κειτόταν νεκρός στη βάση του βράχου.

Ο Λούθιεν πετάχτηκε από τη θέση του στο μονοπάτι. Ο μονόφθαλμος έκοψε για μια στιγμή μόνο τον βηματισμό του και μετά όρμησε πάλι μπροστά.

Ο νέος, κρατώντας με τα δύο χέρια τον Τυφλωτή, αφού κάρφωσε τον μονόφθαλμο αμέσως μετά λύγισε τα γόνατα. Ο αντίπαλός του, παρασυρμένος από την κεκτημένη ορμή του, βρέθηκε από πάνω του κάνοντας τούμπα στον αέρα ώσπου προσγειώθηκε ανάσκελα στο πέτρινο μονοπάτι πολύ ζαλισμένος για να αντιδράσει. Ο Λούθιεν στράφηκε και ο Τυφλωτής καρφώθηκε πάλι σε κυκλωπιανή σάρκα αποτελειώνοντας τον Πραιτωριανό.

Το παλληκάρι δεν αισθάνθηκε καμία έκπληξη όταν είδε την αόρατη σύμμαχό του να πλησιάζει τρέχοντας στο μονοπάτι, με το τόξο στο χέρι.

«Έχω σκοτώσει οχτώ σήμερα», ανακοίνωσε περήφανα η Σιόμπαν.

«Τότε έχεις μείνει πίσω», την πληροφόρησε ο εξαντλημένος Λούθιεν σηκώνοντας το ματωμένο σπαθί του. «Δεκατέσσερις, που σημαίνει ότι είμαστε δεκάξι-δεκατέσσερα υπέρ μου».

Η Σιόμπαν τον κοίταξε βλοσυρή. «Είναι μακρύς ο δρόμος μέχρι το Καρλάιλ», απάντησε.

Οι δυο φίλοι χαμογέλασαν.


«Βρίσκονται σε πλήρη υποχώρηση», πληροφόρησε ο Σάγκλιν τους δυο βασιλιάδες, τον Μπέλικ και τον Μπριντ’Αμούρ. Τους είχε βρει ανάμεσα σε μια ομάδα Εριαντοριανών και νάνων, κάπου στο μέσο της μακρόστενης κοιλάδας.

«Άτακτη υποχώρηση», πρόσθεσε ένας άλλος νάνος. «Το έχουν βάλει στα πόδια, σαν δειλοί που είναι!»

«Πραγματικός θρίαμβος, λοιπόν», είπε ο Μπέλικ και δεν υπήρξε καμιά διαφωνία. Οι απώλειες των δυο συμμαχικών στρατών, του Εριαντόρ και του Νταν Ντάροου, ήταν απρόσμενα μικρές, ενώ όλες οι αναφορές έδειχναν ότι οι νεκροί Κυκλωπιανοί ανέρχονταν περίπου στους δύο χιλιάδες.

Ο Μπέλικ γύρισε στον Μπριντ’Αμούρ. «Πρέπει να τους καταδιώξουμε αμέσως», είπε. «Να τους πιάσουμε τώρα που είναι αποδιοργανωμένοι, πριν προλάβουν να βρουν κατάλληλο έδαφος για να αμυνθούν».

Ο Μπριντ’Αμούρ το σκέφτηκε για λίγο. Υπήρχαν πολλά πράγματα που έπρεπε να λάβουν υπ’ όψη τους, ανάμεσά τους και το γεγονός ότι ο κύριος όγκος των εφοδίων τους βρισκόταν ακόμη δύο-τρία χιλιόμετρα βόρεια της κοιλάδας. Η πρόταση του Μπέλικ ήταν σωστή όμως, γιατί αν άφηναν να σβήσει ο πανικός της συντριβής των Πραιτωριανών, εκείνοι θα ανασυντάσσονταν και αυτήν τη φορά δεν θα κατάφερναν να τους αιφνιδιάσουν.

«Θα σεβαστώ την απόφασή σου», διαβεβαίωσε ο Μπέλικ τον Μπριντ’Αμούρ βλέποντας τους ενδοιασμούς του. «Όμως, σε παρακαλώ να αφήσεις τους νάνους μου να ολοκληρώσουν αυτό που άρχισαν!»

Όλοι οι νάνοι που τον άκουσαν ζητωκραύγασαν, έτσι που ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε ότι, αν εμπόδιζε τους ενθουσιώδεις πολεμιστές του Νταν Ντάροου, θα προκαλούσε αντιδράσεις. «Πήγαινε με τις δυνάμεις σου», είπε στον Μπέλικ. «Όχι πολύ μακριά όμως. Κρατήστε τους μονόφθαλμους σε φυγή. Οι στρατιώτες μου, αφού συγκεντρώσουν τους τραυματίες και τα εφόδιά, θα στήσουν εδώ το στρατόπεδό μας». Ο Μπριντ’Αμούρ έδειξε το νότιο άκρο της κοιλάδας. «Γυρίστε πίσω απόψε, για να συνεχίσουμε την κοινή πορεία μας το πρωί».

Ο Μπέλικ κατένευσε χαμογελώντας πλατειά μες από την πορτοκαλιά γενειάδα του. Χτυπώντας τον Μπριντ’Αμούρ συντροφικά στον ώμο καθώς περνούσε δίπλα του, πλησίασε τους στρατιώτες του που ανυπομονούσαν να ξεκινήσουν.

«Στο Καρλάιλ!» άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά, ένα σύνθημα που ξεκίνησε σιγά στην αρχή για να εξελιχθεί σε εκκωφαντική ιαχή.

Загрузка...