Ο Μπέλικ νταν Μπούρσο ένιωθε τα πολλά εχθρικά, καχύποπτα βλέμματα, που τον ακολουθούσαν καθώς περπατούσε με μια συνοδεία σωματοφυλάκων στους στενούς δρόμους του Πάιπερι. Ο Λούθιεν είχε ψευδαισθήσεις φιλίας με όλο τον λαό του Άβον, και μια μέρα αυτό ίσως να γινόταν, αλλά ο Μπέλικ ήξερε ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε τέτοιες συμμαχίες τόσο γρήγορα μετά τη μάχη. Πέρα από τους Κυκλωπιανούς που εξοντώθηκαν, δεν ήταν λίγοι και οι στρατιώτες του Πάιπερι που έχασαν τη ζωή τους στην κατάληψη της πόλης, γι’ αυτό αρκετές οικογένειες είχαν κάποιο νεκρό συγγενή εξαιτίας της εισβολής των Εριαντοριανών.
Μια τέτοια αρχή σπάνια οδηγεί σε φιλίες.
Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν πολλοί στην πόλη που χαιρετούσαν τον επιβλητικό νάνο βασιλιά με ένα νεύμα και ένα χαμόγελο καθώς περνούσε, ενώ όταν ο Μπέλικ έφτασε στα σκαλιά του ναού, βρήκε τους στρατιώτες του, που φρουρούσαν τους Εριαντοριανούς και νάνους τραυματίες, να ξεκουράζονται στα σκαλιά τρώγοντας και πίνοντας με μερικούς από τους πολίτες του Πάιπερι. Οι νάνοι έσπευσαν να πεταχτούν όρθιοι, αλλά ο βασιλιάς τούς κούνησε αφηρημένα το χέρι. Δεν υπήρχε λόγος για τυπικότητες τώρα, τη στιγμή που ο στρατός προετοιμαζόταν πάλι για μια μεγάλη, κουραστική πορεία.
Ο Μπέλικ μπήκε στο κτήριο αφήνοντας τη συνοδεία του στη σκάλα με τους άλλους. Όπως περίμενε, βρήκε μέσα τον Λούθιεν να είναι καθισμένος σε έναν πάγκο και να μιλά σιγά με κάποιον τραυματία.
«Ο Μπράντον από το Φέλινγκ Ντάουνς», εξήγησε ο Λούθιεν όταν πλησίασε ο Μπέλικ.
Ο βασιλιάς χαιρέτησε τον στρατιώτη με σεβασμό, προσέχοντας ότι είχε χάσει το ένα χέρι. Φαινόταν καλά όμως, παρά τον σοβαρό τραυματισμό του. Ήταν ξαπλωμένος πάνω σε έναν από τους πάγκους, που είχαν μετατραπεί σε κρεβάτια.
Ο Μπέλικ κοίταξε γύρω του. «Ποιοι είναι δικοί μας και ποιοι του Πάιπερι;» ρώτησε.
«Είναι ανακατεμένοι», απάντησε ο Λούθιεν.
Ο Μπέλικ τον κοίταξε διαπεραστικά. «Δική σου ιδέα;»
«Σε κάποιο βαθμό», απάντησε ο Λούθιεν. «Πάντως, ο Σόλομον Κίις κανόνισε τα κρεβάτια».
Ο Μπέλικ ξεφύσηξε και γύρισε να φύγει. «Συνένοχοι…» μουρμούρισε.
Τρεις σειρές πιο κάτω, ο Μπέλικ βρήκε τέσσερα αυτοσχέδια κρεβάτια από πάγκους, όλα με νάνους. Ένας ήταν ξαπλωμένος, όμως οι άλλοι τρεις ήταν καθιστοί, μιλούσαν κι έπαιζαν ζάρια. Όταν τους χαιρέτησε ο Μπέλικ, χαμογέλασαν πλατιά και ένας έσπρωξε τον ξαπλωμένο σύντροφό τους.
«Άφησέ τον να ξεκουραστεί», του είπε ο Μπέλικ. Κοίταξε τους άλλους. «Θα φύγουμε σήμερα προς νότο. Είναι κανείς σας σε θέση να έρθει μαζί μας;»
Πήγαν να σηκωθούν και οι τέσσερις, αλλά ο Μπέλικ είδε ότι κανείς τους δεν ήταν έτοιμος για την πορεία. «Μη σηκώνεστε», τους είπε. Μετά διόρισε επικεφαλής της ομάδας τον πιο υγιή από τους τέσσερις. «Σε λίγο θα αρχίσουν να περνούν από το Πάιπερι εφόδια», είπε. «Η δουλειά σας θα είναι να τα φρουρείτε και, όταν γίνετε καλά όλοι, ελάτε να μας βρείτε. Όταν γίνετε καλά!» επανέλαβε πιο αυστηρά βλέποντας τα χαμόγελα των στρατιωτών του. «Ούτε μια στιγμή νωρίτερα!»
Προχώρησε παρακάτω κοιτάζοντας κάθε τραυματία, σταματώντας για να πει μια σύντομη προσευχή για εκείνους που ήταν πιο σοβαρά τραυματισμένοι, λέγοντας ενθαρρυντικά λόγια στους υπόλοιπους. Είχε τελειώσει την επιθεώρηση κι έλεγε στον Λούθιεν να μην αργήσει πολύ, όταν συνάντησε στην πόρτα του ναού τον Σόλομον Κίις.
Ο νεαρός ιερέας, αφού σκούπισε τα βρόμικα χέρια του, άπλωσε το ένα προς τον νάνο βασιλιά.
Ο Μπέλικ το πήρε, αλλά αντί να το σφίξει το γύρισε από την άλλη μεριά και κοίταξε το χώμα στα νύχια του Κίις. «Έθαβες τους νεκρούς», είπε.
«Είχα βάλει άλλους να τους θάψουν», απάντησε ο Κίις. «Εγώ είπα τις τελευταίες προσευχές καθαγιάζοντας το μέρος όπου τους θάψαμε».
«Τι έγινε με τους μονόφθαλμους;» ρώτησε ο Μπέλικ με μια υποψία έντασης στην τραχιά φωνή του. «Προσευχήθηκες και γι’ αυτούς;»
«Φτιάξαμε με κοινή πυρά και τους κάψαμε», απάντησε θιγμένος ο Κίις. «Προσευχήθηκα για την ψυχή τους.
Ο Μπέλικ τον κοίταξε υψώνοντας τα πελώρια φρύδια του.
»Προσευχήθηκα να αντιληφθούν τα σφάλματά τους στη μετά θάνατο ζωή, για να βρουν τη λύτρωση».
«Τους αγαπάς τους μονόφθαλμους, ε;»
Ο Κίις έβγαλε ένα περιφρονητικό ξεφύσημα αντάξιο ενός νάνου. «Δεν έχω καμιά αγάπη για τους Κυκλωπιανούς», είπε. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μισώ τον κάθε μονόφθαλμο μεμονωμένα».
«Μερικά πράγματα ίσως αξίζουν το μίσος μας», είπε ο Λούθιεν πλησιάζοντας.
«Ίσως δεν έχω μίσος στην καρδιά μου», απάντησε ήρεμα ο Κίις.
«Σε έδειραν για τα καλά, όμως», του υπενθύμισε ο Μπέλικ. Ο Κίις απλώς σήκωσε τους ώμους.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε για λίγο νιώθοντας κάποια ζήλια. Θαύμαζε τον Κίις, επειδή βρήκε το κουράγιο να εμπιστευτεί τους Εριαντοριανούς και επειδή είχε τόσο γενναιόδωρη καρδιά.
«Θα ξεκινήσετε σήμερα;» ρώτησε ο Κίις τον Μπέλικ. «Σίγουρα οι στρατιώτες σας είναι κουρασμένοι από τη μάχη, ενώ ο ήλιος θα δύσει σε δυο ώρες».
«Δεν έχουμε χρόνο για κούραση», απάντησε ο Μπέλικ. «Ο δρόμος μπροστά μας είναι μεγάλος και, κάθε στιγμή που σπαταλάμε, δίνει στον Γκρινσπάροου την ευκαιρία να ενισχύσει την άμυνά του».
«Τότε θα είμαι έτοιμος σε είκοσι λεπτά», είπε ξαφνικά ο Κίις. Ο Λούθιεν και ο Μπέλικ τον κοίταξαν απορημένοι.
»θα συναντήσετε πολλές μικρές πόλεις στον δρόμο για το Γουόρτσεστερ», εξήγησε ο ιερέας. «Πολλοί από το Πάιπερι έχουν συγγενείς εκεί. Δεν θέλουμε να σκοτωθούν».
«Νόμιζα ότι θα βοηθούσες τους τραυματίες», είπε ο Λούθιεν.
«Έχω έμπιστους ανθρώπους εδώ για να βοηθήσουν τους τραυματίες», απάντησε ο Κίις. «Εγώ και μερικοί άλλοι πιστεύουμε ότι η θέση μας είναι στον στρατό του βασιλιά Μπέλικ». Κοίταξε νότια. «Θα σώσω πολύ περισσότερες ζωές εκεί, παρά εδώ».
Ο Μπέλικ, αφού σκέφτηκε αυτό το απροσδόκητο νέο, γρήγορα συμφώνησε. Αν ο Κίις μπορούσε να εξασθενήσει την άμυνα άλλων κωμοπόλεων, έστω και στον μισό βαθμό απ’ ό,τι το είχε κάνει στο Πάιπερι, ο δρόμος μέχρι το Γουόρτσεστερ θα ήταν γρήγορος και χωρίς μεγάλες απώλειες.
Η χαρά του Λούθιεν ήταν ακόμη μεγαλύτερη, γιατί έβλεπε όχι μόνο το στρατηγικό πλεονέκτημα μιας ομάδας τέτοιων αποσταλμένων, αλλά και το ηθικό. Με τους εκπροσώπους του Πάιπερι μαζί τους, ο αριθμός των θανάτων και από τις δύο πλευρές θα μειωνόταν σημαντικά.
Η αισιοδοξία του όμως ήταν συγκρατημένη. Δεν ήξερε πόση επιρροή μπορεί να ασκούσε ο Κίις μακριά από το Πάιπερι. Ήξερε επίσης πως όσο γρήγορη ή εύκολη κι αν ήταν η προέλαση, θα σταματούσε στο Γουόρτσεστερ, μια μεγάλη οχυρωμένη πόλη με ισχυρά τείχη και δικό της μάγο-δούκα.
Πού είναι ο Μπριντ’Αμούρ; αναρωτήθηκε πάλι ο Λούθιεν.
Παρ’ ότι είχε εξαντληθεί τελείως από το ισχυρό ξόρκι του προστατευτικού θόλου, η Ντιάνα Γουέλγουορθ δεν κοιμήθηκε όλη την υπόλοιπη νύχτα, πάνω στο πλάτωμα. Έμεινε καθισμένη δίπλα στη φωτιά, που την είχε ενισχύσει ο Μπριντ’Αμούρ με ένα μικρό ξόρκι μολονότι ήταν κι αυτός φανερά εξαντλημένος. Η Ντιάνα κρατούσε το κεφάλι του Μίστιγκαλ στα πόδια της παρακολουθώντας τον Μπριντ’Αμούρ, που σιγά-σιγά αποκοιμήθηκε.
Σκέφτηκε για πολλοστή φορά τις εξελίξεις που είχε προκαλέσει. Τώρα τα γεγονότα είχαν ξεφύγει από τον έλεγχό της. Είχε στραφεί ενάντια στον βασιλιά και μέντορά της σε μια συνωμοσία που δεν μπορούσε να την κρύψει ούτε να την αντιστρέψει. Ακόμη κι αν σκότωνε τον Μπριντ’Αμούρ —και της πέρασε αρκετές φορές αυτή η σκέψη από τον νου— δεν θα μπορούσε να κρύψει την αλήθεια από τον Γκρινσπάροου. Εξαιτίας της, τρεις ακόμη δούκες ήταν εκτός μάχης: ένας νεκρός, ενώ άλλοι δύο, ο Μίστιγκαλ με τον Ρέσμορ, τσακισμένοι.
Προσπαθούσε να μη σκέφτεται πολύ τα γεγονότα αυτής της νύχτας. Ουσιαστικά, δεν ήταν παρά μια λογική συνέχεια της πορείας που είχε αρχίσει όταν έστρεψε τον Τακναποτίν ενάντια στον Ρέσμορ, στα βουνά. Ο Γκρινσπάροου θα ερχόταν σε επαφή με τον εξορισμένο δαίμονα, αν δεν το είχε κάνει ήδη, οπότε θα μάθαινε την αλήθεια για την Ντιάνα Γουέλγουορθ και τον Άσανον Μακλένι. Η πορεία της Ντιάνα είχε καθοριστεί από αυτές τις θαρραλέες αρχικές αποφάσεις, γι’ αυτό όσα έκανε απόψε είχαν σκοπό όχι μόνο να βοηθήσουν τον Μπριντ’Αμούρ αλλά και να εξασφαλίσουν τη δική της επιβίωση.
Ο Μπριντ’Αμούρ ξύπνησε λίγο μετά τα χαράματα, όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου άγγιξαν το πρόσωπό του.
«Θα ζήσει, πιστεύω», είπε η Ντιάνα δείχνοντας τον Μίστιγκαλ που ήταν ακόμη αναίσθητος.
«Οι μαγικές του ικανότητες χάθηκαν όμως», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ και χασμουρήθηκε βαθιά. «Η χορδή της μαγείας έσπασε μέσα του».
«Όπως και του δούκα Ρέσμορ;»
Ο Μπριντ’Αμούρ γέλασε έκπληκτος με τη διορατικότητα της Ντιάνα. Το χαμόγελό του όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς άρχισε να σκέφτεται τα πιθανά προβλήματα. «Τι θα γίνει με τον δούκα του Έρνφαστ;» ρώτησε απερίφραστα.
«Η δουλειά του εδώ τελείωσε, γι’ αυτό έφυγε», απάντησε απλά η Ντιάνα.
Ο Μπριντ’Αμούρ υποψιαζόταν —και φοβόταν— ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Ο Άσανον φαινόταν απόμακρος, σχεδόν παγερός. Προφανώς, ο δούκας του Έρνφαστ είχε δεχτεί να εφαρμόσει το σχέδιο της Ντιάνα, το έκανε όμως επειδή συμφωνούσε με την απόφασή της ή επειδή δεν είχε άλλη επιλογή; Ή, ακόμη χειρότερα, επειδή είχε δικούς του κρυφούς σκοπούς;
Οι αμφιβολίες του φαίνονταν καθαρά στο πρόσωπό του.
«Έχε εμπιστοσύνη στον Άσανον Μακλένι», του είπε η Ντιάνα. «Είναι δύσκολος άνθρωπος μερικές φορές, αλλά δεν συμπαθεί όποιον διεκδικεί την κυριαρχία πάνω στο αγαπημένο του Μπαράντουιν, είτε λέγεται Γκρινσπάροου είτε Μπριντ’Αμούρ».
«Δεν διεκδίκησα ποτέ κάτι τέτοιο», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Θα το κάνεις όμως, αν ο πόλεμος πάει καλά για το Εριαντόρ;»
Ο Μπριντ’Αμούρ θίχτηκε από αυτό το σχόλιο, αλλά προσπάθησε να δει τα πράγματα από την άποψη της Ντιάνα, που βρισκόταν σε απελπιστική θέση. «Δεν διεκδίκησα ποτέ την κυριαρχία είτε του Μπαράντουιν είτε του Άβον!» είπε. «Ούτε έχει διεκδικήσει ποτέ κάτι τέτοιο το Εριαντόρ. Ακόμη και όταν ο Μπρους ΜακΝτόναλντ ένωσε το Εριαντόρ έχοντας υπό τον έλεγχό του όλο σχεδόν το αποδιοργανωμένο Άβον, η συμπεριφορά του απέναντι στο Μπαράντουιν ήταν πάντα φιλική».
«Αυτό δεν έχει σημασία», απάντησε η Ντιάνα. «Εκείνο που έχει σημασία είναι τι πιστεύει ο Άσανον».
«Και τι πιστεύει;»
Η Ντιάνα σήκωσε τους ώμους. «Συμφώνησε να διώξει τον δαίμονά του και το έκανε», είπε με σιγουριά. «Άλλωστε, αυτό το σχέδιο δεν ήταν μόνο δικό μου μα και δικό του. Είναι φίλος μου εδώ και πολλά χρόνια».
«Διότι δεν τον συμφέρει να είναι παντοδύναμος ο Γκρινσπάροου», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Όσο πιο δύσκολος ο πόλεμος για τον βασιλιά του Άβον, τόσο πιο εύκολα θα μπορέσει να γλιστρήσει το Μπαράντουιν από την αρπάγη του».
Η Ντιάνα σήκωσε πάλι τους ώμους. «Θα πάρουμε γρήγορα τις απαντήσεις μας», είπε. «Τώρα πρέπει να γυρίσω στο Μάνινγκτον για να δώσω αναφορά στον Γκρινσπάροου».
Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε τον Μίστιγκαλ. Αναρωτιόταν τι σκόπευε να κάνει η Ντιάνα με τον τσακισμένο μάγο.
«Θα ήθελα να έρθεις μαζί μου», είπε η Ντιάνα.
Ο Μπριντ’Αμούρ την κοίταξε με γνήσια έκπληξη.
»Υπάρχουν πολλά που πρέπει να συζητήσουμε», συνέχισε η δούκισσα.
«Να κάνουμε σχέδια για την εποχή μετά τον Γκρινσπάροου;»
Η Ντιάνα γέλασε. «Έχουμε να κάνουμε πολλά πριν μπορέσουμε έστω και να ελπίζουμε για κάτι τέτοιο», απάντησε. «Προς το παρόν, υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να μάθεις και κάποιες αποδείξεις που πρέπει να σου δώσω για την ειλικρινή μου στάση σε αυτή την υπόθεση».
Ο Μπριντ’Αμούρ δεν διαφώνησε. Μπορεί βέβαια όλα αυτά να μην ήταν παρά ένα πολύπλοκο τέχνασμα για να εμπιστευτεί μερικούς συνωμότες κατά του Γκρινσπάροου, που όμως επεδίωκαν επίσης την πτώση του Εριαντόρ. Κοίταξε τα πανύψηλα βουνά γύρω τους αναρωτούμενος τι είχαν κάνει ο Λούθιεν και ο Μπέλικ, αν είχε πέσει το Πάιπερι.
Μετά σηκώθηκε, τεντώθηκε και, δουλεύοντας μαζί με την Ντιάνα, άνοιξαν ένα μαγικό τούνελ για τον νότο.
Λίγο αργότερα, ο Μίστιγκαλ ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι στα ιδιωτικά διαμερίσματα της Ντιάνα, ενώ η δούκισσα πήγαινε τον Μπριντ’Αμούρ για να δει τη ζωντανή απόδειξη που θα τον έπειθε ότι έχει στραφεί κατά του Γκρινσπάροου.
Η Σέλνα ξαφνιάστηκε όταν είδε την κυρία της και τον άνδρα με τη φουντωτή λευκή γενειάδα, και έμεινε με ανοιχτό το στόμα όταν η Ντιάνα της σύστησε τον άγνωστο λέγοντας ότι είναι ο βασιλιάς του Εριαντόρ.
«Ο Γκρινσπάροου είναι ο σωτήρας του Άβον», εξήγησε η Ντιάνα στον Μπριντ’Αμούρ. «Έτσι μου έλεγαν κάθε ώρα και στιγμή για πάνω από είκοσι χρόνια».
«Αρχόντισσά μου, μην το κάνεις αυτό», την παρακάλεσε η Σέλνα, αλλά όταν κοίταξε στα μάτια της Ντιάνα δεν είδε καμιά συμπόνια εκεί.
«Πες στον βασιλιά Μπριντ’Αμούρ την αλήθεια, καλή μου Σέλνα», είπε η Ντιάνα με απειλητικό τόνο. «Αλλιώς θα σε κάνω να τα παραδεχτείς όλα με τον τρόπο που χρησιμοποίησα και πριν».
Ο Μπριντ’Αμούρ, βλέποντας την υπηρέτρια να χλομιάζει, έβαλε το χέρι στον ώμο της Ντιάνα. «Πριγκήπισσα Γουέλγουορθ, τι ακριβώς έκανες σε αυτήν τη γυναίκα;» ρώτησε.
«Όταν εξόρισα τον Τακναποτίν, τον δαίμονά μου, ήξερα ότι είχα διώξει από την αυλή μου έναν από τους πληροφοριοδότες του Γκρινσπάροου», απάντησε η Ντιάνα. «Αλλά μόνο έναν. Έτσι επισκέφθηκα και την καλή μου Σέλνα από ’δώ».
«Δεν είναι ευχάριστο να χρησιμοποιείς με τέτοιον τρόπο την μαγεία», είπε ο Μπριντ’Αμούρ ενθυμούμενος τη δική του μαγική σύγκρουση με τον δούκα Ρέσμορ.
«Καθόλου ευχάριστο», συμφώνησε η Ντιάνα. Μετά κοίταξε την Σέλνα στα μάτια. «Αλλά θα το ξανακάνω, όσες φορές χρειαστεί».
Η Σέλνα είχε αρχίσει να τρέμει. «Ήταν ο Γκρινσπάροου», είπε ξαφνικά. «Αυτός τους σκότωσε! Τους σκότωσε όλους! Εκείνη τη νύχτα!.. Ω, αρχόντισσά μου, γιατί με αναγκάζεις να θυμάμαι εκείνη τη φριχτή νύχτα;»
«Ο Γκρινσπάροου δολοφόνησε όλη την οικογένειά μου», είπε η Ντιάνα με φωνή άδεια από κάθε συναίσθημα.
«Όλη εκτός από σένα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Με κράτησε ζωντανή επειδή φοβόταν μήπως δεν γίνει αποδεκτός σαν βασιλιάς», απάντησε η Ντιάνα. Κοίταξε την Σέλνα κάνοντάς της νόημα να εξηγήσει.
«Η πριγκήπισσα ήταν μικρό παιδί τότε, αλλά ο Γκρινσπάροου είχε σκοπό να την ανεβάσει στον θρόνο αν χρειαζόταν», παραδέχτηκε η υπηρέτρια, σκύβοντας το κεφάλι γιατί δεν μπορούσε να κοιτάξει την Ντιάνα στα μάτια. «Αυτός θα έλεγχε κάθε της πράξη βέβαια και, όταν ενηλικιωνόταν, θα την παντρευόταν».
Ο Μπριντ’Αμούρ ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι το σχέδιο για την κατάσταση του Άβον ήταν τόσο δόλιο αλλά και τόσο αποτελεσματικό. Σκέφτηκε πάλι την παλιά εποχή, την απόφαση της αδελφότητας να αποσυρθεί.
«Φυσικά δεν χρειάστηκε να το κάνει αυτό», πρόσθεσε η Ντιάνα, «γιατί ο λαός του Άβον τον υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Τον παρακαλούσαν να σώσει το βασίλειο».
«Τότε γιατί άφησε την Ντιάνα να ζήσει;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ απευθύνοντας την ερώτηση στην Σέλνα. Έβλεπε να υπάρχει και κάτι άλλο εδώ ανάμεσα στην υπηρέτρια και την Ντιάνα, κάτι που μπορεί να είχε παραβλέψει η δούκισσα μέσα στον θυμό της, όταν έμαθε την αλήθεια.
«Επενέβη ο Άσανον Μακλένι του Έρνφαστ», απάντησε αυστηρά η Ντιάνα. «Ενδιαφέρθηκε προσωπικά για μένα, έφτασε στο σημείο να μπει εκούσια στην αυλή του Γκρινσπάροου σαν δούκας, αποδεχόμενος έναν δαίμονα όπως όλοι οι μάγοι-δούκες του Γκρινσπάροου — εκτός από τον Κρίσις, βέβαια, τον Κυκλωπιανό δούκα του Καρλάιλ, που είναι πολύ ηλίθιος για να μάθει την τέχνη της μαγείας. Ο Άσανον ήταν ήδη μάγος πριν συνδεθεί με τον δαίμονα, και φίλος του πατέρα μου. Μολονότι έφριττε με τη σκέψη να συναλλαχθεί με τον Γκρινσπάροου, είχε μάθει ότι το Μπαράντουιν θα ήταν ο επόμενος στόχος του Γκρινσπάροου, όμως δεν διέθετε τις απαραίτητες δυνάμεις για να αντισταθεί».
Ο Μπριντ’Αμούρ έβλεπε τα κομμάτια του παζλ να μπάινουν στη θέση τους. Κατάλαβε την ψυχρή συμπεριφορά του Άσανον Μακλένι, την οργή της Ντιάνα αλλά και κάτι άλλο, ότι υπήρχε ένας παίχτης σε αυτό το παιχνίδι που η δούκισσα δεν είχε αντιληφθεί πλήρως τον ρόλο του.
«Και πώς έμαθε ο Άσανον Μακλένι για την επερχόμενη εισβολή του Γκρινσπάροου στο Μπαράντουιν;» ρώτησε.
Η Ντιάνα σήκωσε τους ώμους δείχνοντας ότι δεν ξέρει, μετά όμως κοίταξε άναυδη την Σέλνα όταν η υπηρέτρια απάντησε: «Του το είπα εγώ.
Η έκφραση κατάπληξης της Ντιάνα θορύβησε την Σέλνα. »Ναι, πρόδωσα το αγαπημένο μου Άβον», παραδέχτηκε ανοιχτά. «Αλλά έπρεπε να το κάνω, πριγκήπισσά μου! Φοβόμουν τον Γκρινσπάροου και το τι μπορεί να σας έκανε. Έπρεπε να σας προστατέψω μέχρι να ξεχαστούν αυτά τα γεγονότα και να μην είστε πλέον απειλή για τον Γκρινσπάροου».
Την έκοψε ο καγχασμός του Μπριντ’Αμούρ. Οι δυο γυναίκες γύρισαν και τον κοίταξαν. «…Να μην είναι απειλή!» είπε γελώντας ο μάγος.
Η Ντιάνα κατάφερε να χαμογελάσει αλλά η Σέλνα, τρομερά ταραγμένη ακόμη, έμεινε σοβαρή. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε καταλάβει πολύ καλά την υπηρέτρια. Ήταν η υπέρτατη ειρηνόφιλος, και αυτό ήταν επικίνδυνο για τους συμμάχους της σε περιόδους πολιτικής ίντριγκας. Έχοντας προδώσει τον Γκρινσπάροου στον Άσανον, τώρα αν της δινόταν η ευκαιρία θα πρόδινε την Ντιάνα στον Γκρινσπάροου, γιατί λαχταρούσε να είναι όλα γαλήνια και ωραία, ειρηνικά και τακτικά. Θα έκανε ό,τι θεωρούσε καλύτερο για να δώσει τέλος σε συγκρούσεις και μηχανορραφίες, αλλά ενώ αυτό ήταν αξιοθαύμαστο, η επιτυχία μιας τέτοιας πορείας εξαρτιόταν από το έλεος των βασιλέων, ένα χαρακτηριστικό που ήταν πολύ σπάνιο ανάμεσα στους ευγενείς. Με λίγα λόγια, η Σέλνα ήταν ανόητη κι επικίνδυνη, παρ’ όλο που οι πράξεις της δεν είχαν για κίνητρο την φιλοδοξία. Κοιτάζοντας την Ντιάνα και την αυστηρή της στάση απέναντι στην Σέλνα, ο Μπριντ’Αμούρ σκέφτηκε ότι η υπηρέτρια κατά πάσα πιθανότητα είχε κατασκοπεύσει την Ντιάνα για λογαριασμό του Γκρινσπάροου σε πολλές περιπτώσεις, και η Ντιάνα το ήξερε. Έτσι, η υπηρέτρια δεν αποτελούσε πλέον απειλή, αφού η δούκισσα ήξερε τον ρόλο της.
«Ο μεγαλύτερος φόβος μου σε αυτό τον πόλεμο ήταν η ανισότητα των μαγικών δυνάμεων», είπε ειλικρινά ο Μπριντ’Αμούρ όταν βγήκαν από το δωμάτιο της Σέλνα. Η Ντιάνα κλείδωσε επιδεικτικά την πόρτα απ’ έξω κάνοντας επίσης ένα μικρό ξόρκι που σφράγιζε το δωμάτιο, ώστε να μην μπορεί ένας μάγος να εισχωρήσει.
«Θα σε συμβούλευα να δείξεις έλεος», της είπε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Θα την κρατήσω σώα και αβλαβή, αλλά και περιορισμένη», απάντησε η Ντιάνα, τονίζοντας το τελευταίο. «Όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα της ξαναδώσω την ελευθερία της, αλλά στέλνοντάς την μακριά από την αυλή μου».
«Τώρα απομένουν μόνο δύο μάγοι στον Γκρινσπάροου», είπε ο Μπριντ’Αμούρ ικανοποιημένος, «και ο ένας τουλάχιστον είναι με το μέρος μου, ενώ ο άλλος ελπίζω ότι θα παραμείνει ουδέτερος».
«Με το μέρος σου;» είπε η Ντιάνα. «Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο».
«Τότε, είσαι τουλάχιστον κατά του Γκρινσπάροου».
«Είμαι η νόμιμη βασίλισσα του Άβον», απάντησε ξεκάθαρα η Ντιάνα. «Πώς να μην εναντιωθώ στον άνθρωπο που έκλεψε τον θρόνο μου;
Ο Μπριντ’Αμούρ συμφώνησε, ενώ ταυτόχρονα έξυνε το πιγούνι του προσπαθώντας να προσδιορίσει πόσο σημαντική μπορούσε να είναι η βοήθεια της Ντιάνα Γουέλγουορθ.
»Πάντως, μη νομίζεις ότι η ισορροπία των μαγικών δύναμεων έχει αλλάξει σημαντικά», τον προειδοποίησε η δούκισσα. «Ο Μίστιγκαλ, ο Ρέσμορ και ο Θέρεντον ήταν ασήμαντοι μάγοι, απλοί αγωγοί για τους δαίμονές τους, χωρίς μεγάλες δικές τους δυνάμεις. Ακόμα, ούτε εγώ ούτε ο Άσανον έχουμε μεγάλες δυνάμεις τώρα που διώξαμε τους δαίμονές μας».
Ο Μπριντ’Αμούρ θυμήθηκε τον προστατευτικό θόλο που είχε δημιουργήσει η Ντιάνα πάνω στο πλάτωμα συλλογιζόμενος ότι ίσως υποτιμά τον εαυτό της, δεν είπε τίποτα όμως. «Παρ’ όλα αυτά», επέμεινε, «προτιμώ να πολεμήσω με τον Γκρινσπάροου μόνο του, παρά να έχω να αντιμετωπίσω και αυτόν και τους μάγους-δούκες του μαζί».
«Οι δυνάμεις μας ήταν μεγάλες λόγω της σχέσης μας με τους δαίμονές μας», του εξήγησε η Ντιάνα. «Αν φτάναμε σε υψηλότερο βαθμό συμβίωσης μαζί τους, ακόμη και η ζωή μας θα παρατεινόταν».
«Όπως, προφανώς, έχει παραταθεί του Γκρινσπάροου». Ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε πού οδηγούσαν οι συλλογισμοί της Ντιάνα. Ο ίδιος ήταν ζωντανός επειδή είχε πέσει σε κατάστασης αναστολής των σωματικών του λειτουργιών, ενώ ο Γκρινσπάροου είχε παραμείνει ξύπνιος όλους αυτούς τους αιώνες. Κανονικά, έπρεπε να είχε πεθάνει πια από γηρατειά, κάτι που ακόμη και ένας μάγος δεν μπορεί να αποφύγει.
»Επομένως ο Γκρινσπάροου και ο δαίμονάς του έχουν στενή συμβιωτική σχέση», επέμεινε ο Μπριντ’Αμούρ, παρακινώντας την Ντιάνα να συνεχίσει την εξήγησή της. «Τι είναι; Κάποιος αρχιδαίμονας, ίσως;»
«Έτσι νομίζαμε αρχικά», απάντησε σκυθρωπή η Ντιάνα. «Όχι όμως, ο Γκρινσπάροου δεν έχει συνδεθεί με δαίμονα μα με ένα άλλο από τα μαγικά πλάσματα του κόσμου.
Ο Μπριντ’Αμούρ έξυσε πάλι το πιγούνι του απορημένος.
»Πριν από πολλούς αιώνες, πήγε στο Σόλτγουος για να αναζητήσει δύναμη», είπε η Ντιάνα. «Και βρήκε, κοντά σ’ ένα πλάσμα των ανώτατων τάξεων της ιεραρχίας».
Ο Μπριντ’Αμούρ χλόμιασε. Ήξερε ποιο πλάσμα κυριαρχούσε παλιά στο Σόλτγουος, αλλά πίστευε ότι η αδελφότητα είχε εξοντώσει ή φυλακίσει όλα αυτά τα όντα, όπως είχε σφραγίσει τον δράκο Βαλτάσαρ στη σπηλιά των βουνών.
«Δράκος», είπε.
Η Ντιάνα κατένευσε σκυθρωπή. «Έτσι, τώρα ο Γκρινσπάροου και ο δράκος είναι ένα».
«Κυκλωπιανοί», μουρμούρισε συνοφρυωμένος ο Λούθιεν βλέποντας τα σφαγμένα άλογα στα χωράφια. Πάνω σε έναν λόφο στο βάθος φαινόταν μια κατεστραμμένη αγροικία, από την οποία υψωνόταν μαύρος καπνός.
Ο Λούθιεν περπατούσε δίπλα στον Ριβερντάνσερ μαζί με τον Μπέλικ, τον Σάγκλιν και τον Σόλομον Κίις. Σήκωσε το χέρι και χάιδεψε τον λαιμό του αλόγου σαν να ήθελε να το παρηγορήσει για τη σκηνή της σφαγής γύρω τους.
«Μπορεί έτσι να κάνουν πιο εύκολη την πορεία μας», είπε ο Σάγκλιν.
«Οι κάτοικοι της κοιλάδας Ντάνκερι δεν έχουμε καμία συμπάθεια για τους μονόφθαλμους», τους εξήγησε ο Σόλομον Κίις. «Τους ανεχόμασταν επειδή δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς».
«Όπως κι όλοι οι άλλοι στη Θάλασσα του Άβον», είπε ο Λούθιεν.
Λίγο πιο κάτω στο δρόμο πλησίασαν δυο καβαλάρηδες, η Σιόμπαν κι ένας από τους Κάτερς, οι οποίοι σταμάτησαν μπροστά στον Μπέλικ και τον Λούθιεν.
«Μια κωμόπολη περίπου σαν το Πάιπερι», είπε η Σιόμπαν. «Γύρω στα εφτά χιλιόμετρα μπροστά μας».
«Το Άλανσαϊρ», είπε ο Σόλομον Κίις.
«Πόσο γερό είναι το τείχος;» ρώτησε ο Μπέλικ την Σιόμπαν, αλλά και πάλι απάντησε ο Κίις.
«Δεν υπάρχει τείχος», είπε. «Τα κτήρια στην κεντρική περιοχή της πόλης βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο. Δεν τους είναι δύσκολο να στοιβάξουν πέτρες και ξύλα στους δρόμους, ώστε να τα συνδέσουν».
«Ακριβώς», είπε η Σιόμπαν.
«Πόσοι στρατιώτες;» ρώτησε ο Μπέλικ.
«Μπορώ να μπω στην πόλη για να μάθω», απάντησε ο Κίις. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του κάνοντας νόημα στους άλλους κατοίκους του Πάιπερι που τον είχαν ακολουθήσει.
Ο Μπέλικ κοίταξε τον Λούθιεν. Η έκφρασή του έδειχνε ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στον ιερέα και δεν ήξερε αν έπρεπε να τον αφήσει να μπει στην πόλη.
«Μπορώ να μπω το σούρουπο», είπε ο Λούθιεν.
«Κι εγώ θα είμαι εκεί για να σε υποδεχτώ», είπε ο Κίις. «Με μια πλήρη αναφορά για το τι μπορεί να περιμένετε από το Άλανσαϊρ».
«Κάποιοι θα σε χαρακτήριζαν προδότη», παρατήρησε ο Μπέλικ.
Ο Κίις τον κοίταξε ανυποχώρητα. «Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να σκοτωθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι», δήλωσε κοφτά.
Η ομάδα του Πάιπερι απομακρύνθηκε, τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα με τρία άλογα. Ο Μπέλικ και οι άλλοι άρχισαν να απλώνουν τις γραμμές τους γύρω από το Άλανσαϊρ. Το ένστικτό του τού έλεγε να επιτεθεί την ίδια μέρα αλλά, μετά από όσα έγιναν στο Πάιπερι, είχε αποδεχτεί το σχέδιο του Λούθιεν και του Κίις. Αν η αναμονή για ένα βράδυ θα έκανε πιο εύκολη τη μάχη, αυτός ο χρόνος δεν θα πήγαινε χαμένος.
Ο Λούθιεν έφυγε το σούρουπο παίρνοντας και τον Σάγκλιν μαζί του, πράγμα στο οποίο επέμεινε ο Μπέλικ. Ο βασιλιάς δεν είχε εμπιστοσύνη στον Κίις, κάτι που το δήλωσε ανοιχτά πιστεύοντας ότι, αν ο ιερέας είχε οργανώσει μια παγίδα για τον Λούθιεν, ο ικανός Σάγκλιν θα αποδειχνόταν ένας πολύτιμος σύντροφος. Άλλωστε, ο πορφυρός μανδύας ήταν αρκετά μεγάλος για να κρύψει και τον Λούθιεν και τον νάνο.
Έφτασαν εύκολα στα περίχωρα του Άλανσαϊρ προχωρώντας στους πιο ανοιχτούς δρόμους έξω από το οχυρωμένο κέντρο. Ο Λούθιεν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσαν να φτάσουν ως εδώ και χωρίς τη βοήθεια του μανδύα. Αφού πλησίασαν αρκετά, ο Σάγκλιν βγήκε από κάτω ενώ ο Λούθιεν τραβούσε πίσω την κουκούλα. Λίγο αργότερα συνάντησαν τον Κίις μαζί με έναν άλλο άνδρα, έναν ηλικιωμένο γκριζομάλλη κύριο με αρχοντικό παράστημα και τα σοβαρά ρούχα των εμπόρων της παλιάς εποχής.
«Ο Άλαν Ο’ Ντάνκερι», τον σύστησε ο Κίις, «δήμαρχος του Άλανσαϊρ».
«Είναι οικογενειακό όνομα», είπε κοφτά εκείνος, απαντώντας στο προφανές ερώτημα πριν το θέσουν ο Λούθιεν ή ο Σάγκλιν.
«Οι πρωτότοκοι γιοι ονομάζονται πάντα Άλαν», πρόσθεσε ο Κίις.
Ο σοβαρός τόνος του ιερέα φάνηκε να διαφεύγει από τον Σάγκλιν, δεν διέφυγε όμως από τον Λούθιεν. Η πόλη είχε πάρει το όνομά της από την οικογένεια του Άλαν. Ίσως όλη η κοιλάδα του ποταμού να είχε ονομαστεί από την οικογένεια Ο’ Ντάνκερι, και όχι το αντίστροφο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν σημαντικός και πέρα από τα όρια της μικρής κωμόπολης, ενώ το γεγονός ότι ο Κίις τον είχε πείσει να βγει από το οχυρωμένο κέντρο του Άλανσαϊρ για να συναντηθεί με τον Λούθιεν, τους έδινε πολλές ελπίδες.
«Ο αδελφός Κίις μου έδωσε διαβεβαιώσεις ότι το Άλανσαϊρ δεν θα λεηλατηθεί και οι άνδρες μας δεν θα σκοτωθούν ούτε θα υποχρεωθούν να υπηρετήσουν στον στρατό σας», είπε αυστηρά ο Άλαν Ο’ Ντάνκερι. Δεν είχε τον τόνο ανθρώπου που σκέφτεται να παραδοθεί.
«Δεν πρόκειται να πολεμήσουμε όποιον δεν θα σηκώσει όπλα εναντίον μας», απάντησε ο Λούθιεν.
«Εκτός από τους Κυκλωπιανούς», γρύλλισε ο Σάγκλιν. Ο Λούθιεν γύρισε και τον κοίταξε αυστηρά, αλλά ο Σάγκλιν δεν υποχώρησε. «Δεν θα αφήσουμε μονόφθαλμους στον δρόμο πίσω μας», είπε αποφασισμένος.
Ο Λούθιεν τον άφησε να έχει τον τελευταίο λόγο.
«Δεν θα βρείτε πολλούς πίσω σας», είπε ήρεμα ο Άλαν. «Οι περισσότεροι το έσκασαν για τον νότο».
«Παίρνοντας μαζί τους ένα μεγάλο μέρος από τα ζώα και τα εφόδια του Άλανσαϊρ», πρόσθεσε με νόημα ο Κίις υπενθυμίζοντας στον Σάγκλιν ότι έχει απέναντι του πιθανούς συμμάχους ή, τουλάχιστον, ανθρώπους που έπρεπε να τους πείσουν να παραμείνουν ουδέτεροι.
«Πόσοι Κυκλωπιανοί έχουν απομείνει;» ρώτησε απερίφραστα ο Λούθιεν. Ήταν η πρώτη πληροφορία που ζητούσε από τους δύο Αβονιανούς. Ήξερε ότι η στιγμή είναι κρίσιμη, γιατί αν ο Άλαν Ο’ Ντάνκερι του απαντούσε, θα έδινε πληροφορίες που θα βοηθούσαν του Εριαντοριανούς. «Πάντως, αν πρόκειται να αντισταθούν στο τείχος, προειδοποιήστε τους ανθρώπους σας που θα θελήσουν να σταθούν πλάι τους! Οι πολεμιστές μας δεν θα ξεχωρίσουν ανθρώπους και μονόφθαλμους μέσα στην ταραχή της μάχης».
Ο Άλαν τον σταμάτησε με ένα αρνητικό νεύμα. «Όλοι οι Κυκλωπιανοί που έχουν απομείνει, είναι εκεί», είπε, δείχνοντας ένα ψηλό τετράγωνο κτήριο στη νοτιοανατολική γωνία του οχυρωμένου κέντρου του Άλανσαϊρ. «Κρύβονται, φαντάζομαι, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν τους αφήνουμε να βγουν έξω».
Ο Σάγκλιν κόντεψε να πνιγεί μόλις το άκουσε.
Ο εριαντοριανός στρατός μπήκε στο Άλανσαϊρ την επόμενη μέρα. Δεν υπήρξαν φανφάρες ούτε θερμές υποδοχές από τους κατοίκους. Πολλοί είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από την έξοδο των Κυκλωπιανών. Όμως, ούτε υπήρξε καμία αντίσταση. Ο Μπέλικ παρέταξε τους στρατιώτες τους γύρω από το οχυρό των Κυκλωπιανών λέγοντάς τους μόνο ένα πράγμα: ότι θα δεχτεί την παράδοσή τους.
Οι Κυκλωπιανοί απάντησαν εκτοξεύοντας λόγχες και απειλές από όλα τα παράθυρα. Τότε, με την άδεια του Άλαν Ο’ Ντάνκερι, οι νεραϊδογέννητοι τοξότες έβαλαν φωτιά στο κτήριο και οι μονόφθαλμοι εξοντώθηκαν εύκολα καθώς όρμησαν να βγουν έξω.
Ο Άλαν Ο’ Ντάνκερι και ο Σόλομον Κίις συναντήθηκαν με τον Λούθιεν, την Σιόμπαν και τον βασιλιά Μπέλικ την ίδια μέρα για να συζητήσουν για την επόμενη πόλη που θα συναντούσε ο στρατός, την ισχυρή γυναίκα που τη διοικούσε και τη γενική διάθεση που επικρατούσε εκεί.
Ο βασικός σκοπός των κατοίκων του βόρειου Άβον ήταν να περιορίσουν στο ελάχιστο τις απώλειές τους από αυτό τον πόλεμο. Ο Λούθιεν πίστευε ότι ο Γκρινσπάροου έκανε μεγάλο σφάλμα όταν αποφάσισε να μην στείλει τον στρατό του βόρεια για να συναντήσει τους εισβολείς. Οι κάτοικοι της περιοχής ένιωθαν εγκαταλειμμένοι, ανυπεράσπιστοι και ήταν παράλογο να περιμένει κανείς ότι θα προέβαλλαν αντίσταση σε μια τόσο μεγάλη δύναμη εισβολής.
Η προέλαση για το Γουόρτσεστερ συνεχίστηκε χωρίς σοβαρά εμπόδια.
«Ο Μίστιγκαλ και ο Θέρεντον;» ρώτησε θυμωμένος ο Γκρινσπάροου. «Και οι δύο νεκροί;»
«Μην υποτιμάς τη δύναμη του Μπριντ’Αμούρ», απάντησε η Ντιάνα Γουέλγουορθ. «Η αρχαία αδελφότητα ήταν πολύ ισχυρή».
Ο κοκαλιάρης κομψευόμενος βασιλιάς έγειρε πίσω στον θρόνο του ξύνοντας το άτριχο σαγόνι του. «Είσαι σίγουρος ότι τον εξοντώσατε;»
«Όχι, δεν είμαι σίγουρη», απάντησε η Ντιάνα. «Ίσως να ξέφυγε το πνεύμα του, παρ’ ότι το σώμα του έγινε κάρβουνο. Δεν καταλαβαίνω τα τεχνάσματα που κάνουν αυτοί οι αρχαίοι μάγοι αλλά, μετά από αυτά που είδα να κάνει ο Μπριντ’Αμούρ, απέκτησα μεγάλο σεβασμό για τις δυνάμεις του. Πάντως υποπτεύομαι ότι δεν θα ξανακούσουμε γι’ αυτόν στο άμεσο μέλλον. Είμαι σίγουρη, βασιλιά μου, ότι ο στρατός του Εριαντόρ είναι χωρίς αρχηγό».
Το νέο θα ’πρεπε να ήταν ευπρόσδεκτο στο Καρλάιλ, όμως ο Γκρινσπάροου την κοίταζε με ένα δυσοίωνο συνοφρύωμα. Ο Μπριντ’Αμούρ ήταν κρυμμένος πίσω από μια ταπισερί, παρ’ όλο που φοβόταν ότι ο βασιλιάς του Άβον μπορεί να είχε την ικανότητα να δει μέσα από την ομίχλη του καθρέφτη της Ντιάνα και μέσα από το ξόρκι του Μπριντ’Αμούρ που τον έκανε αόρατο. Ακόμα, ήξερε ότι η δούκισσα του Μάνινγκτον ήταν εξίσου νευρική, αν έκρινε από την ώρα που πέρασε μπροστά στον καθρέφτη μέχρι να συγκεντρώσει το κουράγιο της και να καλέσει τον Γκρινσπάροου. Όταν τελικά έκανε το ξόρκι, η φωνή της έτρεμε και μόνο μετά από ώρα κατάφερε να την σταθεροποιήσει, καθώς επαναλάμβανε τους ψαλμούς.
«Θα μπορούσα ίσως να βρω τον Ρέσμορ και να τον ελευθερώσω», συνέχισε η Ντιάνα, προσπαθώντας να απασχολεί τον Γκρινσπάροου με νέες πληροφορίες, ώστε να μην αρχίσει να της κάνει δύσκολες ερωτήσεις.
Δεν τα κατάφερε όμως. «Πού είναι ο Άσανον Μακλένι;» είπε κοφτά ο Γκρινσπάροου.
«Γύρισε στο Μπαράντουιν για να οργανώσει την επίθεση κατά του εριαντοριανού στόλου», απάντησε η Ντιάνα χωρίς δισταγμό.
Τα μάτια του Γκρινσπάροου άστραψαν, σημάδι ότι είχε σκοπό να ελέγξει την ακρίβεια αυτής της πληροφορίας.
»Οι νάνοι και οι άνθρωποι από το Εριαντόρ πέρασαν από τα βόρεια χωριά», συνέχισε η Ντιάνα, μια πληροφορία που σίγουρα γνώριζε ήδη ο Γκρινσπάροου. «Πιστεύω ότι κατευθύνονται προς το Γουόρτσεστερ. Θα πάω εκεί προσωπικά, στη θέση του Θέρεντον, για να οργανώσω την άμυνα της πόλης.
Καμιά απάντηση.
»Τι βοήθεια θα μου στείλει το Καρλάιλ;» ρώτησε η Ντιάνα. «Τον Κρίσις και τους Πραιτωριανούς Φρουρούς;»
Ο Γκρινσπάροου ξεφύσηξε. «Δεν τα έμαθες;» ρώτησε. «Ένας δεύτερος στρατός κατεβαίνει νότια από το Πρίνσταουν. Τώρα πρέπει να πλησιάζουν στο άνοιγμα ανάμεσα στο Ντέβεργουντ και στο Άιρον Κρος.
Πίσω από την ταπισερί, ο Μπριντ’Αμούρ πήρε μια αθόρυβη ανάσα ανακούφισης.
»Θα χρειαστώ τη φρουρά του Καρλάιλ για να τους αντιμετωπίσω», συνέχισε ο Γκρινσπάροου. «Οι δυνάμεις του Γουόρτσεστερ, μαζί με τις δικές σου, σου αρκούν για να καταστρέψεις όποιο τμήμα στρατού καταφέρει να φτάσει νότια μέσα από τα βουνά. Επιπλέον, πρέπει να έχω τον νου μου στο ποτάμι νότια του Καρλάιλ», πρόσθεσε. «Ο εριαντοριανός στόλος στα δυτικά θα παγιδευτεί στα στενά και θα καταστραφεί σίγουρα, αλλά υπάρχει άλλος ένας στόλος που έστριψε νότια από τους Πέντε Φύλακες».
«Και δεν έχουν μείνει πλοία για να τον σταματήσετε;» τόλμησε να ρωτήσει η Ντιάνα, φροντίζοντας να μην υπάρχει κανένα ίχνος ελπίδας στην χροιά της φωνής της.
Ο Γκρινσπάροου ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Έχω τριπλάσιο στόλο να τους περιμένει, πλοία με τους καλύτερους πλοιάρχους. Όμως, ακόμη κι αν ένα-δύο πλοία των ανταρτών καταφέρουν να περάσουν, πρέπει να είμαι έτοιμος για να τα υποδεχτώ. Έτσι, είσαι μόνη σου, δούκισσα Γουέλγουορθ», κατέληξε με αυτοκρατορικό ύφος δείχνοντας ότι η συζήτηση πλησιάζει στο τέλος της. «Αναχαίτισέ τους ή, ακόμη καλύτερα, εξόντωσέ τους όλους. Θα είναι πολύ καλύτερα να μην υπάρχει οργανωμένη άμυνα όταν θα επιστρέψουμε θριαμβευτές στο Κάερ Μακ… στο Μόντφορτ!»
Ο Γκρινσπάροου κούνησε το χέρι του και η εικόνα στον καθρέφτη θόλωσε και χάθηκε. Το γυαλί καθάρισε σιγά-σιγά, ενώ η Ντιάνα απέμεινε να κοιτάζει το είδωλό της.
Ο Μπριντ’Αμούρ βγήκε πίσω από την ταπισερί, ακυρώνοντας το ξόρκι που τον έκανε αόρατο. «Μέχρι εδώ καλά», είπε.
«Θα βρει τρόπο να επικοινωνήσει με τον Τακναποτίν, τον δαίμονά μου», είπε. «Ή θα έλθει σε επαφή με τους δαίμονες του Μίστιγκαλ ή του Θέρεντον. Φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσουμε να του κρύψουμε για πολύ την αλήθεια».
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε ξέροντας ότι η Ντιάνα είχε δίκιο. Αφού πλησίασε, έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Θα του την κρύψουμε για όσο διάστημα χρειάζεται», είπε. «Τα πήγες καλά, δούκισσα, έπαιξες με την περιέργειά του απασχολώντας τον με την αλήθεια ώστε να μην έχει τον χρόνο να εντοπίσει τα ψέματα. Μέχρι να αντιληφθεί ο Γκρινσπάροου ότι ζω ακόμη, θα είναι πολύ αργά».
«Ακόμη κι αν το αντιληφθεί πολύ γρήγορα; Απόψε;» ρώτησε σκυθρωπή η Ντιάνα.
Ο Μπριντ’Αμούρ δεν απάντησε. Ο στρατός πλησίαζε στο Γουόρτσεστερ, ο στόλος έμπαινε στον πορθμό του Μαν. Τα πολλά πλοία του Μάνινγκτον ήταν ήδη στη θάλασσα και η Ντιάνα δεν μπορούσε να τα καλέσει πίσω χωρίς να το αντιληφθεί ο Γκρινσπάροου. Όμως, ακόμη κι αν ο Γκρινσπάροου μάθαινε την αλήθεια, ακόμη κι αν οι εισβολείς επρόκειτο να αντιμετωπίσουν όλο το Άβον και εκατό δράκοντες, δεν μπορούσαν πια να κάνουν πίσω.