Ο Λούθιεν χρειάστηκε αρκετή ώρα για να ξεφύγει από το βάρος του νεκρού θηρίου. Ακόμη κι αφού κατάφερε να ξεγλιστρήσει κάτω από τον όγκο του, έμεινε πολλά λεπτά ξαπλωμένος μέσα στη λάσπη, προσπαθώντας να πάρει ανάσα και παρακαλώντας να υποχωρήσει λίγο ο αφόρητος πόνος. Σιγά-σιγά κατάφερε να σηκωθεί όρθιος. Και όταν κόντεψε να καταρρεύσει πάλι, αρπάχτηκε από τον αγαπημένο του Ριβερντάνσερ που, χωρίς τα φτερά του Μπριντ’Αμούρ, είχε γίνει πάλι ένα συνηθισμένο άλογο.
Κοιτάζοντας τον νεκρό Δρακοβασιλιά, είδε τη σκαλιστή λαβή του Τυφλωτή να προεξέχει από την πλάτη του θηρίου. Καθοδηγώντας κατάλληλα τον Ριβερντάνσερ και χρησιμοποιώντας τη δύναμη του αλόγου, ο Λούθιεν κατάφερε να γυρίσει το νεκρό τέρας ώστε να μπορέσει να ελευθερώσει το σπαθί του. Μετά, το άλογο τον έφερε στον Μπριντ’Αμούρ και εκεί είδε με ανακούφιση ότι ο μάγος, μολονότι ήταν πεσμένος στο έδαφος με χαμένες τις αισθήσεις, ανέπνεε κανονικά.
Του πήρε αρκετή ώρα για να φορτώσει τον Μπριντ’Αμούρ στην πλάτη του Ριβερντάνσερ. Ύστερα, μη θέλοντας να βρίσκεται στον βάλτο όταν θα νύχτωνε, ξεκίνησε για τα δυτικά τραβώντας τον Ριβερντάνσερ πίσω του.
Η τύχη ήταν μαζί του, έτσι αρκετή ώρα μετά τη δύση του ήλιου ο Λούθιεν βγήκε από το Σόλτγουος στους λόφους του νοτιοανατολικού Άβον. Είχε σκοπό να ανάψει φωτιά, αλλά σωριάστηκε εξουθενωμένος στα χόρτα.
Όταν ξύπνησε από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, βρήκε έναν εύθυμο Μπριντ’Αμούρ να στέκει από πάνω του. «Σήμερα θα πας εσύ καβάλα», του είπε ο μάγος κλείνοντας το μάτι. «Έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας, αγόρι μου».
Καθώς τον βοηθούσε να σηκωθεί, ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι οι πληγές του δεν τον πονούσαν τόσο πολύ. Βλέποντας ότι το τραύμα στα πλευρά του ήταν σκεπασμένο από μια πηχτή καφέ αλοιφή, κατάλαβε ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε προσθέσει και λίγη μαγεία στις θεραπευτικές ουσίες που του είχε βάλει.
«Μεγάλο δρόμο», είπε πάλι ο Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά τούτη τη φορά, στο τέλος αυτού του δρόμου θα βρούμε έναν πολύ-πολύ καλύτερο κόσμο!»
Και όντως έτσι ήταν, γιατί μέχρι να φτάσουν οι δυο σύντροφοι στο Καρλάιλ η Ντιάνα Γουέλγουορθ είχε πάρει τη θέση της στον θρόνο του Άβον. Η ομιλία που απεύθυνε στους ανήσυχους και τρομαγμένους υπηκόους της ήταν συμφιλιωτική, απολογητική αλλά και ανυποχώρητη. Είχε ξαναπάρει τον θρόνο που της ανήκε δικαιωματικά, γι’ αυτό όλοι έπρεπε να δεχτούν τη νέα κατάσταση. Από την άλλη μεριά όμως η Ντιάνα είχε τη σύνεση να αντιληφθεί ότι η πραγματική δοκιμασία της δύναμής της και ο πραγματικός λόγος για την επιστροφή της θα ήταν να βελτιώσει τη ζωή των υπηκόων της.
Η βασιλεία της, υποσχέθηκε, θα ήταν όπως κι εκείνη του πατέρα της, ευγενική και δίκαιη, για το καλό όλων.
Πόσο αναπτερώθηκαν οι ελπίδες της όπως και οι ελπίδες όσων την υποστήριξαν, εκείνο το πρωί που ο Λούθιεν και ο Μπριντ’Αμούρ, καβάλα και οι δύο στον θεραπευμένο Ριβερντάνσερ, πέρασαν τις πύλες του Καρλάιλ φέρνοντας το νέο ότι ο Δρακοβασιλιάς, ο απαίσιος Γκρινσπάροου, ήταν νεκρός!
Αφού είχε λυθεί κι αυτό το πρόβλημα, η Ντιάνα κινήθηκε γρήγορα. Αναγνώρισε τον Μπριντ’Αμούρ ως νόμιμο βασιλιά του ελεύθερου Εριαντόρ και έδωσε την ίδια αυτονομία στον Άσανον Μακλένι βασιλιά του Μπαράντουιν και στον Μπέλικ νταν Μπούρσο βασιλιά του Νταν Ντάροου. Κατόπιν οι τέσσερις τους έκαναν μια συνθήκη με τον Άσμουντ της Ισενλανδίας, παρ’ όλο που χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν συγκαλυμμένη απειλή πολέμου για να συμφωνήσει ο άγριος και περήφανος βασιλιά των Χιούγκοθ. Οι βασιλιάδες και η βασίλισσα της Θάλασσας του Άβον απαίτησαν από τον Άσμουντ να ελευθερώσει όλους τους υπηκόους τους που είχαν υποδουλώσει οι Χιούγκοθ.
Τα πλοία των Ισενλανδών αδέιασαν από κωπηλάτες. Άνθρωποι που νόμιζαν ότι δεν θα ξαναδούν ποτέ το φως της μέρας, γονάτισαν στις όχθες του Στράτον κι ευχαρίστησαν τον Θεό.
Οι πολεμιστές του Άσμουντ θα γύριζαν στην πατρίδα τους κωπηλατώντας οι ίδιοι!
Μετά την υπογραφή της συνθήκης ο Μπριντ’Αμούρ στράφηκε στα ζητήματα της χώρας του, κανονίζοντας πρώτα να ταφούν με τις ανάλογες τιμές οι Εριαντοριανοί που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης, ανάμεσά τους και η γενναία Σιόμπαν, η αγαπημένη και πολύτιμη φίλη του που είχε παίξει τόσο σημαντικό ρόλο στην μεταβολή η οποία απλωνόταν στη χώρα.
Ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του καθώς έθαβαν την Σιόμπαν, ενώ μόνο το θέαμα του απελπισμένου Όλιβερ και η δύναμη της Κατρίν τον βοήθησε να σταθεί κι αυτός δυνατός, για χάρη του φίλου του.
Η πρώτη βδομάδα μετά την ενθρόνιση της Ντιάνα ήταν ακόμη γεμάτη θλίψη. Τη δεύτερη άρχισε μια γιορτή που, με εντολή της νέας βασίλισσας του Άβον, θα κρατούσε δεκαπέντε μέρες. Άρχισε σαν αποχαιρετιστήριος εορτασμός για τον Άσμουντ και τους Χιούγκοθ, αλλά ο πρακτικός βασιλιάς των Ισενλανδών, βλέποντας ότι το γλέντι μόλις άρχιζε, άλλαξε τα σχέδιά του και άφησε τους κουρασμένους πολεμιστές του να μείνουν λίγο ακόμη.
Την πρώτη νύχτα της γιορτής, μετά από ένα συμπόσιο στο οποίο οι εκατό καλεσμένοι έσκασαν στο φαΐ, ο Μπριντ’Αμούρ πήρε παράμερα τον Λούθιεν, τον Όλιβερ, την Καϊρίν Κάλθγουεϊν και τον επίτροπο Μπαϊλίγουιν. «Ο Γκρινσπάροου είχε δίκιο που χώρισε το βασίλειό του σε δουκάτα», είπε ο βασιλιάς. «Δεν θα μπορώ να ελέγχω τα πάντα μέχρι τα πέρατα του βασιλείου από την πρωτεύουσα, το Κάερ Μακντόναλντ».
«Σε δεχόμαστε χωρίς αντίρρηση για βασιλιά μας», τον διαβεβαίωσε ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν.
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε. «Κι εγώ σε ονομάζω επίσημα δούκα του Τζάιμπι», είπε. «Κι εσύ, Καϊρίν Κάλθγουεϊν, θα είσαι η δούκισσα του Έραντοχ. Κυβερνήστε σωστά και δίκαια τον λαό σας ξέροντας ότι έχετε την υποστήριξη του Κάερ Μακντόναλντ.
Ο Μπαϊλίγουιν και η Καϊρίν έκαναν μια βαθιά υπόκλιση.
»Όσο για σένα, αγαπημένε μου φίλε», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ γυρίζοντας στον Λούθιεν, «έμαθα ότι δεν υπάρχει δούκας στο Μπέντγουιρ, ούτε καν κόμης, αλλά μόνο ένας επίτροπος μέχρι να γίνει μια πιο οριστική διευθέτηση».
«Έτσι είναι», παραδέχτηκε ο Λούθιεν, προσπαθώντας να δώσει στη φωνή του τον τόνο που άρμοζε για την τιμή που ήξερε ότι θα του κάνει ο βασιλιάς, μολονότι ήταν κάτι που δεν το ήθελε από καρδιάς. Ο Λούθιεν, έχοντας βαρεθεί τις κυβερνήσεις και τα γραφειοκρατικά τους καθήκοντα, το μόνο που ήθελε ήταν να τραβήξει ελεύθερος στους μεγάλους δρόμους, για να δει πού θα τον βγάλουν.
«Γι’ αυτό, λοιπόν, σου δίνω τον τίτλο του δούκα του Μπέντγουιρ», ανακοίνωσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αναθέτοντάς σου συγχρόνως τη διοίκηση και των τριών νησιών, του Μπέντγουιντριν, του Μάρβις και του Κάριθ».
«Το Μάρβις και το Κάριθ έχουν ήδη δικούς τους κυβερνήτες», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.
«Αυτοί θα είναι υπόλογοι σε σένα κι εσύ σε μένα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.
Ο Λούθιεν ένιωθε παγιδευμένος. Πώς μπορούσε να εναντιωθεί στη διαταγή του βασιλιά του, ιδιαίτερα όταν οποιοσδήποτε άλλος θα θεωρούσε μια τέτοια διαταγή ως τη μεγαλύτερη φιλοφρόνηση; Αφού κοίταξε τον Όλιβερ, μετά το βλέμμα του πήγε στην Κατρίν που χόρευε χαρούμενη στην πίστα. Και εκεί, στον παρτενέρ της Κατρίν Ο’ Χέιλ, ο Λούθιεν βρήκε την απάντησή του.
«Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό», είπε απερίφραστα, με τα λόγια του να προκαλούν κραυγές έκπληξης από την Καϊρίν και τον Μπαϊλίγουιν.
Ο Όλιβερ του έδωσε μια δυνατή αγκωνιά. «Δεν εννοεί αυτό που προσπαθεί να πει», τραύλισε, προσπαθώντας να τραβήξει τον Λούθιεν παράμερα δίχως όμως να το καταφέρει.
Ο νεαρός χαμογέλασε στον μικροσκοπικό του φίλο. Ήξερε ότι εκείνο που ήθελε ο Όλιβερ πάνω απ’ όλα ήταν μια ζωή όλο πολυτέλεια, μια ζωή που θα τους την εξασφάλιζε το αξίωμα του Λούθιεν.
«Ο τίτλος με τιμά», είπετο παλληκάρι στον Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά δεν μπορώ να τον δεχτώ. Τα έθιμά μας είναι ισχυρότερα από τα βασιλικά διατάγματα, έχουν τις ρίζες τους σε παραδόσεις που άρχισαν σε μια εποχή πριν ακόμη και από τον σχηματισμό της αδελφότητας.
Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε τρίβοντας το πιγούνι του, περισσότερο απορημένος παρά προσβεβλημένος.
»Δεν είμαι ο νόμιμος κληρονόμος του τίτλου του Μπέντγουιντριν», εξήγησε ο Λούθιεν, «γιατί δεν είμαι ο μεγαλύτερος γιος του Γκάχρις Μπέντγουιρ».
Αυτή η φράση έστρεψε όλων τα βλέμματα στην πίστα, στην Κατρίν και στον παρτενέρ της, τον Ίθαν Μπέντγουιρ. Ο Μπριντ’Αμούρ κάλεσε το ζευγάρι να πλησιάσει καλώντας επίσης τον Άσμουντ.
Η πρώτη αντίδραση του Ίθαν στην προσφορά ήταν αναμενόμενη και εκρηκτική. «Είμαι Χιούγκοθ», δήλωσε.
Καθώς η Κατρίν του γέλασε κατάμουτρα, τα καστανά μάτια του Ίθαν, το φανερό σημάδι της καταγωγής του, άστραψαν τη στιγμή που γύριζε να την κοιτάξει.
«Είσαι ένας Μπέντγουιρ», του είπε εκείνη απτόητη. «Γιος του Γκάχρις και αδελφός του Λούθιεν, ό,τι κι αν ισχυρίζεσαι.
Ο Ίθαν έτρεμε, βρισκόταν στα πρόθυρα μιας έκρηξης.
»Άφησες το Μπέντγουιντριν μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσες να ανεχτείς αυτό που είχε γίνει στην πατρίδα σου», συνέχισε η Κατρίν.
«Τώρα μπορείς να κάνεις την πατρίδα σου έτσι όπως θα ήθελες να είναι», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Θα εγκαταλείψεις τον λαό σου σε αυτή την περίοδο της μεγάλης αλλαγής;»
«Τον λαό μου;» είπε περιφρονητικά ο Ίθαν κοιτάζοντας τον Άσμουντ.
Ο Όλιβερ ντε Μπάροους αγαπούσε την πολυτέλεια, γι’ αυτό ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να απορρίψει ο Ίθαν την προσφορά, ώστε να αναγκαστεί ο Λούθιεν να πάρει την τίτλο του δούκα και να ζήσει ο ίδιος δίπλα του μια ζωή άνεσης και καλοπέρασης. Αλλά αυτός ο πειρασμός δεν ήταν αρκετός για να τον κάνει να παραβλέψει τις επιθυμίες του αγαπημένου φίλου του. «Ακόμη και ο Άσμουντ θα συμφωνούσε ότι ένας φίλος σαν τον Ίθαν Μπέντγουιρ, κυρίαρχος των τριών νησιών, θα ήταν κάτι καλό για την περιοχή», είπε ο χάφλινγκ διαβλέποντας την ευκαιρία να επέμβει. «Μπορεί αυτή να είναι η μοίρα σου, Ίθαν, γιε του Γκάχρις. Εσύ που συναδελφώθηκες με τους Χιούγκοθ, θα μπορούσες να σφραγίσεις με ειρήνη από βάθους καρδιάς μια συμμαχία και μια φιλία που θα ζήσει πιο πολύ από σένα και τα Ιθανόπαιδά σου».
Ο Ίθαν πήγε να απαντήσει, αλλά ο Άσμουντ τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη γελώντας δυνατά. «Ήσουν σαν γιος για μένα», είπε τραυλίζοντας ο βασιλιάς των Χιούγκοθ, που προφανώς είχε πιει λιγάκι παραπάνω. «Αλλά αν νομίζεις ότι έχεις καμία πιθανότητα να διεκδικήσεις τον θρόνο μου!..» πρόσθεσε ξεσπώντας σε ένα νέο τρανταχτό γέλιο.
»Δέξου τον τίτλο, νεαρέ!» είπε ο Ισενλανδός όταν ζαναβρήκε την ανάσα του. «Πήγαινε εκεί που ανήκεις, μόνο μην ξεχάσεις πού ήσουν!»
Ο Ίθαν αναστέναξε βαθιά. Κοίταξε από τον Κατρίν στον Άσμουντ, από τον Άσμουντ στον Λούθιεν, ώσπου τελικά γύρισε στον Μπριντ’Αμούρ για να κάνει ένα μισο-μοιρολατρικό, μισο-αισιόδοξο νεύμα αποδοχής.
Μπορεί να ήταν απλώς ιδέα τους, βασισμένη στην ελπίδα που είχε απλωθεί στα βασίλεια της Θάλασσας του Άβον, αλλά ο επόμενος χειμώνας δεν ήταν τόσο κρύος. Ακόμη και σε εκείνες τις απρόσμενα σπάνιες περιπτώσεις που χιόνισε, το χιόνι, αραιό κι ανάλαφρο, σκέπαζε τη φύση σαν μια απαλή κουβέρτα. Άλλωστε, η αρπάγη του χειμώνα δεν κράτησε πολύ. Το τελευταίο χιόνι έπεσε πριν τελειώσει ο δεύτερος μήνας του χρόνου, έτσι μέχρι τα μέσα του τρίτου μήνα τα χωράφια ήταν πάλι πράσινα και η αύρα ζεστή.
Τέτοιος ήταν ο καιρός κατά το φωτεινό πρωί που ο Λούθιεν, η Κατρίν και ο Όλιβερ έφυγαν από το Καρλάιλ. Ο Μπριντ’Αμούρ με τον εριαντοριανό στρατό είχαν επιτρέψει πολύ νωρίτερα στο Κάερ Μακντόναλντ, ο Ίθαν Μπέντγουιρ στο Μπέντγουιντριν, ο Άσανον Μακλένι με τον στόλο του στο Μπαράντουιν και ο Μπέλικ νταν Μπούρσο στο Νταν Ντάροου, όλοι έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες των νέων τους θέσεων. Αλλά, για τον Λούθιεν και τους δυο συντρόφους του, αυτές οι ευθύνες είχαν πάρει τέλος με την πτώση του Γκρινσπάροου και την επίσημη στέψη της Ντιάνα Γουέλγουορθ ως βασίλισσας του Άβον. Έτσι το τρίο έμεινε στο Καρλάιλ απολαμβάνοντας τις ομορφιές της μεγαλύτερης πόλης του Άβον. Είχαν περάσει τον χειμώνα επουλώνοντας τα τραύματα του πολέμου, αφήνοντας τη θλίψη για τους χαμένους φίλους να δώσει τη θέση της σε όμορφες αναμνήσεις από τις κοινές τους περιπέτειες.
Αλλά ακόμη και το Καρλάιλ, μια τόσο μεγάλη πόλη που πρόσφερε πολλές συγκινήσεις, δεν μπορούσε να σβήσει τη λαχτάρα της περιπλάνησης που μεγάλωνε στην καρδιά τους, και ιδιαίτερα στην καρδιά του Λούθιεν Μπέντγουιρ. Έτσι, όταν έλιωσαν τα χιόνια και ζέστανε ο αέρας, ξεκίνησαν για το βορρά με πρώτο τον Λούθιεν πάνω στον Ριβερντάνσερ.
Ταξίδευαν αργά για αρκετές μέρες διανυκτερεύοντας στο ύπαιθρο μόνοι τους, τις περισσότερες φορές, μ’ όλο θα ήταν ευπρόσδεκτοι σε κάθε χωριό και κάθε αγρόκτημα. Σύντροφοί τους ήταν τα ζώα που ξυπνούσαν από τον χειμωνιάτικο ύπνο τους και τα αστέρια που άστραφταν στον ουρανό κάθε βράδυ πάνω από τα ήσυχα σκοτεινά χωράφια.
Δεν είχαν αποφασίσει για κάποιον συγκεκριμένο προορισμό, όμως αναπόφευκτα πήγαιναν βόρεια, προς το Άιρον Κρος και το Κάερ Μακντόναλντ. Τα βουνά είχαν φανεί στο βάθος ενώ η λίμνη Σπεϊθενφέργκους ήταν πια πολύ πίσω τους, όταν μίλησαν για πρώτη φορά για τον προορισμό τους.
«Δεν νομίζω ότι το Κάερ Μακντόναλντ θα είναι τόσο διαφορετικό από το Καρλάιλ», είπε ο Λούθιεν ένα πρωί, λίγη ώρα αφότου ξεκίνησαν την πορεία τους. Η μέρα ήταν πάλι ασυνήθιστα ζεστή, φιλόξενη για την εποχή, με τον ήλιο να λάμπει στον ουρανό και μια γλυκιά αύρα να φυσά από τον νότο.
«Α, ναι, αλλά στο Κάερ Μακντόναλντ κυβερνά ο Μπριντ’Αμούρ, ο τόσο καλός μου φίλος», είπε εύθυμα ο Όλιβερ. Φτέρνισε τον Θρεντμπέαρ και, προσπερνώντας την Κατρίν, ήρθε δίπλα στον Ριβερντάνσερ.
Η Κατρίν δεν χαμογέλασε όταν πέρασε δίπλα της ο Όλιβερ. Σκεφτόταν κι αυτή το Κάερ Μακντόναλντ και την επικείμενη ανία μιας τέτοιας ειρηνικής ζωής.
«Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Λούθιεν.
«Επομένως», συνέχισε τον συλλογισμό του ο Όλιβερ, «αν μπούμε στο σπίτι κάποιου εμπόρου και μας πιάσουν — όχι ότι υπάρχει περίπτωση βέβαια να πιάσουν τον διαβόητο Όλιβερ ντε Μπάροους και το πρωτοπαλλήκαρό του, την Πορφυρή Σκιά!» πρόσθεσε, όταν οι δυο σύντροφοί του σταμάτησαν ξαφνικά τα άλογά τους και τον κοίταξαν απορημένοι.
«Το πρωτοπαλλήκαρό σου, την Πορφυρή Σκιά;» επανέλαβε η Κατρίν.
«Δεν θα πάμε στο Κάερ Μακντόναλντ σαν κλέφτες, Όλιβερ», είπε ξερά ο Λούθιεν, κάτι που προφανώς ήξερε ήδη ο χάφλινγκ. Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους, ενώ η Κατρίν με τον Λούθιεν κοιτάζονταν και χαμογελούσαν με νόημα. Μετά ξεκίνησαν πάλι.
«Φυσικά και δεν υπάρχει λόγος να πάμε σαν κλέφτες!» συμφώνησε ο Όλιβερ. «Θα ζούμε στο παλάτι περιτριγυρισμένοι από όλες τις απολαύσεις, φαγητό κι όμορφες γυναίκες! Αστειευόμουν βέβαια. Γιατί να θέλω να κλέψω, όταν θα τα έχω όλα στο χέρι;»
Η επόμενη ερώτηση του Λούθιεν σταμάτησε πάλι τους συντρόφους του.
«Τι θα κάνουμε λοιπόν;» ρώτησε ο νεαρός Μπέντγουιρ.
«Τι εννοείς; Τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε ο Όλιβερ χωρίς να καταλαβαίνει.
«Εμείς οι δυο θα φτιάξουμε σπίτι και θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας;» ρώτησε ο Λούθιεν την Κατρίν η οποία, από την έκφραση κατάπληξης που φάνηκε στο πρόσωπό της, έγινε φανερό ότι δεν είχε σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο. «Θα υπηρετούμε τον Μπριντ’Αμούρ», συνέχισε ο Λούθιεν, «πηγαίνοντας τις ατελείωτες περγαμηνές του από δωμάτιο σε δωμάτιο;»
Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι του, δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε ο φίλος του.
Η Κατρίν είχε καταλάβει όμως, και ήταν αλήθεια ότι ο Λούθιεν είχε θέσει ένα θέμα που δεν είχε σκεφτεί ποτέ της στα σοβαρά. «Τι θα κάνουμε, λοιπόν;» ρώτησε επίσης, περισσότερο τον Λούθιεν παρά τον Όλιβερ.
Εκείνος την κοίταξε ενώ σκεφτόταν ότι ένα τέτοιο μέλλον δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις περιπέτειες του πρόσφατου παρελθόντος τους.
«Τι υπάρχει για μας στο Κάερ Μακντόναλντ;» ρώτησε η Κατρίν.
«Το Κάερ Μακντόναλντ είναι η πρωτεύουσα του Εριαντόρ όπου βασιλεύει ένας φίλος μας», απάντησε ο Λούθιεν, αλλά φυσικά, δηλώνοντας το προφανές δεν είχε απαντήσει στην ερώτηση της αγαπημένης του.
Εκείνη συμφώνησε, όμως του έκανε νόημα να συνεχίσει, να εξηγήσει τι ακριβώς μπορεί να εννοεί.
«Υπάρχουν σημαντικά πράγματα…» άρχισε να λέει ο Λούθιεν. «Θα είμαστε απαραίτητοι… Ο Μπριντ’Αμούρ θα χρειαστεί απεσταλμένους», κατέληξε. «Απεσταλμένους για να πάνε στο Τζάιμπι, στο Έραντοχ, στο Νταν Κάριθ και στο Πορτ Τσάρλι. Θα χρειαστεί αγγελιοφόρους για να μεταφέρουν τα διατάγματά του στο Μπέντγουιντριν. Θα χρειαστεί…»
«Επομένως;» Η απλή ερώτηση της Κατρίν αιφνιδίασε τον Όλιβερ, διακόπτοντας το λογύδριο που έβγαζε ο Λούθιεν περισσότερο από καθήκον παρά επειδή το πίστευε.
»Ο πόλεμος τελείωσε», πρόσθεσε απλά η Κατρίν.
Ο Όλιβερ βόγγηξε, καταλαβαίνοντας επιτέλους πού το πηγαίνουν αυτοί οι δύο. Ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, να τους θυμίσει τις πολυτέλειες που τους περιμένουν, τις τιμές, τις όμορφες γυναίκες, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε διάθεση να μιλήσει γιατί κατά βάθος συμφωνούσε κι αυτός — αν και ταυτόχρονα ένα άλλο μέρος του εαυτού του, που προτιμούσε πάνω απ’ όλα τις ανέσεις, φώναζε χιλιάδες διαμαρτυρίες. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, η απειλή του Γκρινσπάροου είχε εξαφανιστεί για πάντα. Κίνδυνος από τους Κυκλωπιανούς δεν υπήρχε, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον. Τα τρία βασίλεια του μεγαλύτερου νησιού της Θάλασσας του Άβον είχαν ειρήνη και μια ισχυρή συμμαχία μεταξύ τους, ενώ τα προβλήματα που μπορεί να εμφανίζονταν τώρα, σίγουρα θα ήταν ασήμαντα σε σύγκριση με τον μεγάλο νικηφόρο αγώνα που είχαν δώσει πρόσφατα.
Γι’ αυτό λοιπόν ο Λούθιεν είχε αρνηθεί το στέμμα του Εριαντόρ όταν συζητήθηκε να του το προσφέρουν, λίγο μετά την ανεξαρτοποίηση της πατρίδας του από το Άβον του Γκρινσπάροου. Ο Όλιβερ κοίταζε επίμονα τον νεαρό του φίλο, κάνοντας καταφατικά νεύματα καθώς καταλάβαινε καλύτερα την συμπεριφορά του. Γι’ αυτό ο Λούθιεν είχε προτείνει τον Ίθαν για τον τίτλο που του πρόσφερε ο Μπριντ’Αμούρ. Γι’ αυτό ο Λούθιεν και η Κατρίν είχαν δεχτεί τόσο πρόθυμα να μείνουν στο Καρλάιλ. Μήνες ολόκληρους έκαναν έναν δίκαιο πόλεμο. Ήταν νέοι, γεμάτοι όρεξη για περιπέτεια. Τι είχε να τους προσφέρει το Κάερ Μακντόναλντ;
«Ξέρετε», είπε η Κατρίν λίγο αργότερα, καθώς το τρίο είχε ξεκινήσει πάλι, μολονότι πιο αργά αυτήν τη φορά, «όσο ταξιδεύαμε στη δυτική και νότια ακτή του Άβον, έκανα πολλές συζητήσεις με τον δούκα Μακλένι… τον βασιλιά Μακλένι. Και μου είπε πολλά πράγματα για το Μπαράντουιν, μια άγρια αδάμαστη χώρα.
Ο Λούθιεν την κοίταξε χαμογελώντας. Είχε μπει κιόλας στο νόημα.
Ο Όλιβερ βόγγηξε.
»Αδάμαστη», επανέλαβε η Κατρίν. «Μια χώρα που χρειάζεται μερικούς καλούς ήρωες».
«Πολύ μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεται αυτή η γυναίκα» είπε ο Λούθιεν και αμέσως έστριψε τον Ριβερντάνσερ δυτικά.
Ο Όλιβερ βόγγηξε πάλι. Ήθελε να πείσει τον Λούθιεν και την Κατρίν να δεχτούν την πολυτελή ζωή, να νοικοκυρευτούν και να κάνουν παιδιά, ενώ αυτός θα ζούσε χοντραίνοντας μέσα στις ανέσεις του παλατιού του Μπριντ’Αμούρ. Κατά βάθος όμως όχι μόνο καταλάβαινε, αλλά, έστω και απρόθυμα, συμφωνούσε με αυτή την αλλαγή κατεύθυνσης. Το Μπαράντουιν ήταν τραχύ και άγριο, ένα μέρος όπου ένας χάφλινγκ, ληστής στο επάγγελμα, θα μπορούσε να βρει διασκέδαση και θησαυρούς. Ξαφνικά θυμήθηκε τις ξένοιαστες μέρες που ζούσαν με τον Λούθιεν όταν πρωτογνωρίστηκαν, την εποχή που ταξίδευαν στο Εριαντόρ ληστεύοντας τους εμπόρους τους οποίους έβρισκαν στον δρόμο τους. Φαντάστηκε μια παρόμοια ζωή τώρα, με τον Λούθιεν και αυτό τον υπέροχο μανδύα, με την Κατρίν μαζί τους, μια ικανότατη βοηθό για κάθε ανάγκη. Καθώς προχωρούσαν, αυτές οι πρώτες σκέψεις εξελίχθηκαν σε μια κανονική φαντασίωση, ολοζώντανη και πολύ διασκεδαστική — μέχρι που είδε ότι κάτι έλειπε από την εικόνα.
«Αχ, αγαπημένη μου Σιόμπαν!» είπε ο Όλιβερ, γιατί στη φαντασία του η ομάδα που τριγύριζε στους πράσινους λόφους του Μπαράντουιν είχε τέσσερα μέλη, όχι τρία. «Μακάρι να ήσουν εδώ…
Ο Λούθιεν και η Κατρίν τον κοίταξαν συμμεριζόμενοι τη λύπη του. Πόσο πιο πλήρεις θα ένιωθαν κι αυτοί αν είχαν μαζί τους την όμορφη μισοξωτική!
»Θα είμασταν το ζευγάρι των ζευγαριών!» δήλωσε ο Όλιβερ ενώ το πρόσωπό του φωτιζόταν, με τα λακκάκια να βαθαίνουν από το εύθυμο χαμόγελο που είχε απλωθεί στο αγγελικό πρόσωπό του. «Θα μας έλεγαν “Οι Δυο Δυάδες”, και θα μας έτρεμαν όλοι οι εμπορότυποι!»
Ο Λούθιεν και η Κατρίν γέλασαν ασυγκράτητα, με την ευθυμία τους να επισκιάζεται από τα τραύματα του πολέμου που δεν θα επουλώνονταν ποτέ τελείως.