27 Τα τείχη του Γουόρτσεστερ

Το ιππικό μπήκε στο πλάτωμα πίσω από τις πύλες και το βρήκε άδειο. Στο μεταξύ, οι μονόφθαλμοι που πρόλαβαν να ξαναμπούν στην πόλη είχαν τρέξει για να καταλάβουν καλύτερες θέσεις. Και δεν θα τους ήταν δύσκολο να τις βρουν, σκέφτηκε απελπισμένα ο Λούθιεν. Το Γουόρτσεστερ δεν είχε ένα τείχος αλλά πολλά διαδοχικά, που έζωναν το κέντρο της πόλης προσφέροντας εξαιρετικές αμυντικές ευκαιρίες. Οι Κυκλωπιανοί ήταν πολύ κακοί σκοπευτές με τόξα ή και με λόγχες ακόμη, αλλά οι υπερασπιστές της πόλης δεν ήταν όλοι Κυκλωπιανοί, έτσι ο Λούθιεν έβλεπε ότι οι Αβονιανοί τοξότες θα είχαν πολλές δυνατότητες να χτυπήσουν τους εισβολείς. Ευχήθηκε να είχαν την πολυτέλεια μιας σωστής προετοιμασίας, να μπορούσαν αυτός, η Σιόμπαν, ο Μπέλικ και μερικοί άλλοι να καθίσουν γύρω από μια φωτιά με έναν χάρτη της πόλης για να καταστρώσουν τα σχέδιά τους. Όμως ήδη είχε δει αρκετές μάχες μεγάλης κλίμακας, οπότε ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Είχε οδηγήσει τις δυνάμεις του προς τη σωστή κατεύθυνση, τώρα όμως μέσα στο χάος της μάχης κάθε πολεμιστής έπρεπε να κάνει τις δικές του επιλογές και κάθε ομάδα να βρει μόνη της τρόπους για να παρακάμψει τα εμπόδια που θα συναντούσε.

Δεν του άρεσε η προοπτική μιας τέτοιας μάχης μέσα στην πόλη ενώ είχαν ακόμη τόσα χιλιόμετρα πορείας μπροστά τους, αλλά οι δυνάμεις του είχαν περάσει την πύλη κι αυτή ήταν μια ευκαιρία που δεν μπορούσαν να την αφήσουν ανεκμετάλλευτη. Έστριψε τον Ριβερντάνσερ δεξιά, όπου το πλάτωμα άρχιζε να ανηφορίζει. Οι περισσότεροι στρατιώτες τον ακολούθησαν, ενώ μερικοί άλλοι πήγαν αριστερά. Μια τρίτη ομάδα, νάνοι οι περισσότεροι, όρμησαν ίσια μπροστά στο επόμενο τείχος αρχίζοντας να σηκώνουν ανεμόσκαλες και να πετούν σχοινιά με γάντζους. Γρήγορα σκαρφάλωναν ήδη στις επάλξεις, απτόητοι απέναντι στους πολλούς μονόφθαλμους που ήρθαν για να τις υπερασπίσουν.

Ο Λούθιεν, δεν χρειάστηκε να προχωρήσει πολύ για να βρει τη μάχη. Στην επόμενη γωνία έφτασε σε μια εσοχή στο τείχος, πίσω από την οποία είχαν οχυρωθεί καμιά εικοσαριά Κυκλωπιανοί. Φωνάζοντας την Σιόμπαν, όρμησε μπροστά χτυπώντας τον κοντινότερο μονόφθαλμο με τον Τυφλωτή. Αφού ο Ριβερντάνσερ ποδοπάτησε έναν άλλο, ο Λούθιεν όρμησε μπροστά αφήνοντας τους μονόφθαλμους στο πλήθος των πολεμιστών που τον ακολουθούσε.

Λίγο πιο κάτω στάθηκε κάπου απ’ όπου μπορούσε να δει το εσωτερικό τείχος της πόλης σε ένα σημείο απέναντι από την συντριμμένη εξωτερική πύλη. Είδε έναν νάνο να πέφτει από τις επάλξεις καρφωμένος από κυκλωπιανό σπαθί, αλλά ο μονόφθαλμος και οι άλλοι γύρω του περικυκλώθηκαν γρήγορα από δέκα άλλους πολεμιστές νάνους. Σε λίγο, το εσωτερικό τείχος ήταν δικό τους.

Ένα βέλος πέρασε μπροστά απ’ το πρόσωπο του Λούθιεν. Γυρίζοντας να δει την πορεία του, το είδε να καρφώνεται στο στήθος ενός μονόφθαλμου. Ο Κυκλωπιανός κρατήθηκε όρθιος παραπατώντας, αλλά αμέσως μετά τον ανέτρεψε μια ομάδα μονόφθαλμων που όρμησαν προς την κατεύθυνση του Λούθιεν τρέχοντας στη ζώνη ανάμεσα στα δύο τείχη.

Ο Λούθιεν όρμησε κι αυτός στον σωρό μαζί με το ιππικό του και τους ποδοπάτησαν.


Στην κεντρική και ψηλότερη περιοχή του Γουόρτσεστερ, όπως και σε όλες τις μεγάλες πόλεις του Άβον, δέσποζε ο τεράστιος καθεδρικός ναός της πόλης, που ονομαζόταν “Λεϊντιντάνσερ”. Γύρω του ανοιγόταν μια πλατεία, όπου σε καιρό ειρήνης στηνόταν κάθε μέρα μια τεράστια αγορά. Τώρα η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο, τον τρομοκρατημένο πληθυσμό της πόλης, που ήθελε να μπει στον καθεδρικό ναό.

Αλλά οι πόρτες δεν είχαν ανοίξει ακόμη.

Η Ντιάνα Γουέλγουορθ, ο Μπριντ’Αμούρ και ο Άκρας στέκονταν στον εξώστη πάνω από την κεντρική είσοδο του ναού. Ο Μπριντ’Αμούρ, έχοντας ακόμη τη μορφή του δούκα Θέρεντον, φώναξε ξανά και ξανά στον κόσμο να κάνει ησυχία, ώσπου σιγά-σιγά το πανικόβλητο πλήθος ηρέμησε. Μέσα στη σιωπή ακούγονταν καθαρά οι ήχοι της μάχης που μαινόταν στα εξωτερικά τείχη.

Μετά ο Μπριντ’Αμούρ έκανε πίσω για να σταθεί δίπλα στον Άκρας, ενώ η Ντιάνα βγήκε μπροστά στο κέντρο του μπαλκονιού.

«Με ξέρετε», φώναξε στον κόσμο. «Είμαι η Ντιάνα Γουέλγουορθ, δούκισσα του Μάνινγκτον.

Από κάτω ακούστηκαν φωνές, μερικοί ζητούσαν να ανοίξει ο ναός, άλλοι ρωτούσαν την Ντιάνα αν θα έρθει ο στρατός της για να ενισχύσει το Γουόρτσεστερ.

»Δεν ξέρετε όμως», συνέχισε η Ντιάνα, με τη φωνή της ενισχυμένη από ένα ξόρκι για να ακούγεται παντού, «ότι είμαι η νόμιμη κληρονόμος του θρόνου του Άβον.

Ο κόσμος δεν αντέδρασε, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει. Φυσικά ήξεραν την καταγωγή της Ντιάνα, τουλάχιστον οι μεγαλύτεροι ανάμεσά τους, αλλά τι σχέση είχε αυτό με την τωρινή κατάσταση, την επικείμενη καταστροφή του Γουόρτσεστερ;

»Είμαι η νόμιμη βασίλισσα του Άβον!» φώναξε η Ντιάνα. Κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ κάνοντας ένα νεύμα και, πριν προλάβει ο Άκρας να συνειδητοποιήσει τι είχε πει η δούκισσα, ήταν νεκρός, με το στιλέτο του γέρο-μάγου καρφωμένο βαθιά στην πλάτη του.

»Δεν μπορώ να ανεχθώ πια τις αδικίες!» φώναξε η Ντιάνα πάνω από τα μουρμουρητά και τις φωνές. «Δεν μπορώ να ανεχθώ πια τη συμμαχία με τους βρομερούς μονόφθαλμους, ούτε τα καταχθόνια έργα του Γκρινσπάροου! Ακούσατε τις φήμες για έναν δράκοντα που κατέβηκε νότια της πόλης. Δεν ήταν σύμμαχος των Εριαντοριανών, υπήκοοί μου, αλλά ο ίδιος ο βασιλιάς μας στη φυσική του μορφή!

Το πλήθος στην πλατεία άρχισε να κινείται σαν ένα κύμα παγιδευμένο ανάμεσα σε βράχια. Φωνές ξέσπασαν παντού.

»Ακούστε με, πιστοί μου υπήκοοι, κάτοικοι του περήφανου Γουόρτσεστερ!» φώναξε η Ντιάνα. «Αυτός δεν είναι στρατός εισβολής, αλλά μια μισθοφορική δύναμη οργανωμένη από τη νόμιμη βασίλισσά σας! Αυτός είναι ο στρατός μου, που ήρθε από το Εριαντόρ για να αποκαταστήσει τη νόμιμη βασίλισσα του Άβον στον θρόνο της!»

Ο Μπριντ’Αμούρ, ακούγοντας φασαρία πίσω του, έριξε τη μαγική του ενέργεια στην τεράστια πόρτα του εξώστη και τη σφράγισε. «Θα προκαλέσεις εξέγερση», είπε στη Ντιάνα, κάτι προφανές με την αναταραχή που ογκωνόταν στην πλατεία.

«Μας χρειάζεται μια εξέγερση», απάντησε η Ντιάνα.

Ο Μπριντ’Αμούρ δεν διαφώνησε. Είχε δει τα τείχη του Γουόρτσεστερ και ήξερε ότι υπήρχαν ακόμη αρκετές χιλιάδες Κυκλωπιανοί έτοιμοι να πολεμήσουν. Αν προσέθετε κανείς και τους τριάντα χιλιάδες ανθρώπους που ζούσαν στο Γουόρτσεστερ, οι δυνάμεις του Μπέλικ είχαν να αντιμετωπίσουν έναν στρατό με πολύ μεγάλη αριθμητική υπεροχή.

Ο Μπριντ’Αμούρ πλησίασε στην άκρη του εξώστη σέρνοντας πίσω του τον νεκρό Άκρας. Ένα ακόμη ξόρκι —ο Μπριντ’Αμούρ κόντευε πια να εξαντλήσει εντελώς την μαγική του δύναμη— έκανε τον Κυκλωπιανό ελαφρύ σαν φτερό και μετά ο μάγος σήκωσε το πτώμα ψηλά στον αέρα, πάνω από το κεφάλι του. «Εξεγερθείτε ενάντια στους πραγματικούς σας καταπιεστές!» φώναξε ο ψεύτικος δούκας Θέρεντον. «Θάνατος στους μονόφθαλμους!»

Αυτό το σύνθημα επαναλήφθηκε από πολλούς, ενώ στην πλατεία ξεσπούσε χάος. Δεν υπήρχαν πολλοί Κυκλωπιανοί τριγύρω, οι περισσότεροι βρίσκονταν στα τείχη, αλλά ήταν σίγουρο ότι δεν θα απαντούσαν όλοι ο κάτοικοι του Γουόρτσεστερ θετικά στο κάλεσμα της Ντιάνα. Πάντως, γρήγορα ξέσπασε η εξέγερση που είχε προβλέψει ο Μπριντ’Αμούρ.

«Ξεκαθάρισε την κατάσταση», είπε στη Ντιάνα. «Βρες τους συμμάχους σου και κράτα τον ναό. Βάλε μέσα τους τραυματίες και τους αμάχους».

Η Ντιάνα, έχοντας σκεφτεί ήδη το ίδιο πράγμα, του έκανε μόνο ένα καταφατικό νεύμα, ενώ την ίδια στιγμή ο Μπριντ’Αμούρ χανόταν μέσα σε έναν πορτοκαλή καπνό πηγαίνοντας να βρει τον Λούθιεν.

Η δούκισσα συνέχισε να παροτρύνει τους υποστηρικτές της, να τους λέει να ενωθούν μεταξύ τους. Η ομιλία της διακόπηκε όμως από μια βαριά λόγχη που έπεσε στο μπαλκόνι δίπλα της. Η Ντιάνα γύρισε και είδε κάμποσους μονόφθαλμους στον πύργο από πάνω της.

Η απάντησή της, ένας κεραυνός που καθάρισε τον πύργο από μονόφθαλμους, ενίσχυσε το ηθικό των υποστηρικτών της.

Η Ντιάνα στράφηκε προς το πλήθος και είδε μια μεγάλη ομάδα από οργανωμένους υποστηρικτές της, που με συστηματικές κινήσεις καθοδηγούσαν τους αμάχους. Τότε, γύρισε και τσάκισε τη σφραγισμένη πόρτα του εξώστη με έναν κεραυνό. ενώ με τον επόμενο έκαψε τους αιφνιδιασμένους Κυκλωπιανούς που έστεκαν απ’ έξω. Καθώς οι πόρτες του ναού άνοιξαν, η Ντιάνα βρέθηκε με έναν στρατό από αντάρτες, που ο αριθμός του μεγάλωνε σταθερά.

Στην πλατεία μαινόταν η εξέγερση.


Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωθε ότι οι μαγικές του δυνάμεις πλησίαζαν στο τέλος τους για κείνη τη μέρα. Παρά την ένταση της μάχης και τις συμπλοκές παντού γύρω του, το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει κάτω και να κοιμηθεί. Έτσι, επιστρατεύοντας την πονηριά του, χρησιμοποίησε τη μορφή του Θέρεντον για να διαλύσει ομάδες Κυκλωπιανών που κρατούσαν καλές αμυντικές θέσεις στο τείχος, στέλνοντάς τους για ανόητες αποστολές και εξασθενώντας τις γραμμές τους με λανθασμένες κι επιτήδεια παραπλανητικές διαταγές.

Πέρασε πάνω από μια ώρα μέχρι να δει επιτέλους συμμάχους, μια δύναμη από εκατό νάνους περίπου, που πολεμούσαν μανιασμένα μέσα στα ρηχά νερά μιας μικρής τάφρου, γύρω από ένα φυλάκιο. Ο Μπριντ’Αμούρ δεν διέθετε πια μαγική δύναμη για να τους βοηθήσει, γι’ αυτό συνέχισε τον δρόμο του. Χρειάστηκε άλλη μισή ώρα μέχρι να ακούσει ποδοβολητά αλόγων.

Φτάνοντας στην άκρη ενός ψηλού τοίχου, ο Μπριντ’Αμούρ είδε τις δυο αντίπαλες δυνάμεις αντιμέτωπες στα δύο άκρα ενός μακρόστενου πλατώματος, στη μια άκρη ο Λούθιεν με εκατό καβαλάρηδες, ξωτικά οι περισσότεροι, και στην άλλη μια ίση δύναμη Κυκλωπιανών με αλογόχοιρους.

Η επίθεση τράνταξε το έδαφος της μεγάλης πόλης. Το ιππικό του Λούθιεν κέρδισε το αρχικό πλεονέκτημα με έναν καταιγισμό από βέλη, αλλά σε αντίθεση με τις συγκρούσεις στο ανοιχτό πεδίο της μάχης, δεν μπορούσαν τώρα να χτυπήσουν και μετά να απομακρυνθούν. Αυτήν τη φορά οι δύο ομάδες συγκρούστηκαν σχηματίζοντας ένα μανιασμένο κουβάρι. Πολλοί έπεσαν από την ορμή της σύγκρουσης, ενώ άλλοι έμειναν πάνω στις σέλες μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχε χώρος για να πέσουν.

Μέσα σε όλα αυτά, ο κουρασμένος Μπριντ’Αμούρ είδε τον Λούθιεν καβάλα στο κατάλευκο άλογό του να χτυπά ανελέητα με τον Τυφλωτή φωνάζοντας ταυτόχρονα για το ελεύθερο Εριαντόρ.

Αλλά με τι κόστος! σκέφτηκε ο Μπριντ’Αμούρ. Τι τρομερό κόστος!

Ο Λούθιεν και περίπου το μισό ιππικό του κατάφεραν να περάσουν, την ώρα που μια ομάδα από Εριαντοριανούς πεζούς ακολουθούσε αποτελειώνοντας τους τσακισμένους μονόφθαλμους, φροντίζοντας τους τραυματισμένους Εριαντοριανούς και τρέχοντας πρόθυμα πίσω από την Πορφυρή Σκιά.

Οι συγκρούσεις γρήγορα χειροτέρεψαν, γιατί σε πολλά σημεία βρέθηκαν να πολεμούν άνθρωποι με ανθρώπους.

Η μάχη πήρε τέλος αργά εκείνο το απόγευμα με εξαίρεση μερικούς θύλακες αντίστασης σε οχυρωμένα σημεία. Ήταν μία ακόμη νίκη για το Εριαντόρ. Το Γουόρτσεστερ είχε πέσει. Το τίμημα ήταν υψηλό όμως, απελπιστικά υψηλό, καθώς ο βόρειος στρατός είχε χάσει τέσσερις στους δέκα άνδρες του. Σχεδόν οι μισοί από τους ατρόμητους νάνους του Μπέλικ ήταν νεκροί ή τραυματισμένοι.

Η Ντιάνα Γουέλγουορθ είχε βρει σημαντική υποστήριξη ανάμεσα στους κατοίκους του Γουόρτσεστερ, υπήρχαν όμως και σοβαροί ενδοιασμοί. Η δούκισσα είχε αναλάβει την ευθύνη για την επίθεση, όμως όλες οι οικογένειες του Γουόρτσεστερ είχαν κάποια απώλεια. Από την άλλη μεριά, πάντως, οι Αβονιανοί που βγήκαν από τον καθεδρικό ναό εκείνο το βράδυ άρχισαν να μιλούν στην πόλη για τις ανομίες του Γκρινσπάροου και για το κοινό τους μίσος κατά των Κυκλωπιανών. Λίγο αργότερα μαθεύτηκε η συμπόνια που είχαν δείξει οι κατακτητές Εριαντοριανοί, οι οποίοι φρόντιζαν τους τραυματίες του Γουόρτσεστερ όσο καλά φρόντιζαν και τους δικούς τους.

Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωθε ανακούφιση που είχε ξαναπάρει τη δική του μορφή, μολονότι ήταν τόσο εξαντλημένος ώστε δεν μπορούσε σχεδόν να περπατήσει. Σύστησε την Ντιάνα στον Λούθιεν, τον Μπέλικ και τους άλλους Εριαντοριανούς ηγέτες εξηγώντας τους όσα είχαν συμβεί.

«Νικήσαμε», είπε η Σιόμπαν, «αλλά με μεγάλο κόστος».

«Είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε την προέλαση», απάντησε αμέσως αποφασισμένος ο Σάγκλιν. «Το Καρλάιλ δεν είναι τόσο μακριά!»

«Κάθε πράγμα στην ώρα του», του είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρώτα πρέπει να δούμε τι συμμάχους έχουμε κάνει εδώ».

«Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στο Μάνινγκτον», πρόσθεσε η Ντιάνα, «για να δω τι δυνάμεις μπορώ να συγκεντρώσω για την επίθεση στο Καρλάιλ».

Ο Μπριντ’Αμούρ συμφώνησε, αλλά δεν φαινόταν τόσο αισιόδοξος. «Το Μάνινγκτον εξακολουθεί να είναι μια πόλη του Άβον», της υπενθύμισε, «η σημερινή μάχη μπορεί να επαναληφθεί στους δρόμους της πόλης σου, αλλά χωρίς την υποστήριξη του εριαντοριανού στρατού».

«Όχι», απάντησε η Ντιάνα. «Οι περισσότεροι Πραιτωριανοί Φρουροί της πόλης βγήκαν στον πορθμό με τον στόλο και σίγουρα βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας, τώρα. Επίσης έχω αρχίσει να σπέρνω τους σπόρους της εξέγερσης εδώ κι αρκετό καιρό σ’ όσους κατοίκους της πόλης μου έχουν την μεγαλύτερη επιρροή στον πληθυσμό». Χαμογέλασε. «Μιλώ για τους ταβερνιάρηδες και τους ιδιοκτήτες πανδοχείων, που μιλούν με πολύ κόσμο. Η κατάληψη του Μάνινγκτον δεν θα είναι τόσο αιματηρή, γι’ αυτό πιστεύω ότι πολλοί θα με ακολουθήσουν νότια, στο Καρλάιλ, όπου θα ενωθούμε μαζί σας για την τελική μάχη».

Ήταν ενθαρρυντικό νέο, αλλά οι Εριαντοριανοί είχαν διασχίσει πολεμώντας ογδόντα χιλιόμετρα βουνών και εκατόν πενήντα χιλιόμετρα πεδιάδας, έχοντας δώσει τέσσερις μάχες μέσα σε μια νύχτα και μια μέρα. Η σκέψη και μόνο ότι θα συνεχίσουν την προέλαση, προκάλεσε αναστεναγμούς. Ήταν κουρασμένοι όλοι τους και είχαν πολύ ταξίδι ακόμη μπροστά τους.

«Έχε έτοιμο ένα ξόρκι μεταφοράς», προειδοποίησε τη Ντιάνα ο Μπριντ’Αμούρ, «μήπως κοιτάξει από μακριά τα πράγματα ο Γκρινσπάροου και ανακαλύψει την αλήθεια».

«Θα τη μάθει γρήγορα έτσι κι αλλιώς», απάντησε η Ντιάνα. «Και δεν θα του αρέσει καθόλου». Η ανακηρυγμένη βασίλισσα του Άβον χαμογέλασε και, αφού χτύπησε παρηγορητικά τον σκυφτό ώμο του γέρο-μάγου, έφυγε.

«Βάλε φρουρά στην πόλη και στο στρατόπεδό μας», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον Μπέλικ. «Θα μείνουμε πέντε μέρες τουλάχιστον».

«Ο χρόνος ευνοεί τον Γκρινσπάροου», τον προειδοποίησε εκείνος.

«Ποιος θα περίμενε να πέσει το Γουόρτσεστερ μέσα σε μια μέρα;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Προσωπικά πίστευα ότι θα αποκλειόμασταν εδώ τουλάχιστον για μια βδομάδα, ίσως για περισσότερες και ότι μπορεί τελικά να αναγκαζόμασταν να αφήσουμε πίσω τον μισό μας στρατό για να συνεχίσει την πολιορκία. Έχουμε χρόνο και χρειαζόμαστε ξεκούραση».

Ο Μπέλικ κατένευσε φεύγοντας με τον Σάγκλιν και τους άλλους διοικητές του για να εφαρμόσει τις εντολές του Μπριντ’Αμούρ.

Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν έφυγαν κι αυτοί για να διαπιστώσουν τι είχε απομείνει από το ιππικό τους και πόσα άλογα θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν από το Γουόρτσεστερ. Καθώς περπατούσαν, άρχισαν να μετρούν πόσους είχαν καθαρίσει, αφού πρώτα συμφώνησαν πως ούτε θα μετρήσουν ούτε καν θα αναφέρουν τους ανθρώπους που είχαν αναγκαστεί να σκοτώσουν εκείνη τη μέρα. Το να μετράς νεκρούς Κυκλωπιανούς είναι μια εκτόνωση από την πίεση του πολέμου και ένα κίνητρο για να συνεχίσεις τη μάχη. Από την άλλη μεριά, είναι εντελώς άλλο πράγμα να μετράς σκοτωμένους ανθρώπους. Κάτι τέτοιο απλώς θα τους υπενθύμιζε τη φρίκη του πολέμου, πράγμα που δεν ήθελε κανείς από τους δύο.

«Εξήντα τρεις», κατέληξε κάποια στιγμή ο Λούθιεν όταν τελείωσε το μέτρημα, κάνοντας το όμορφο πρόσωπο της Σιόμπαν να σκοτεινιάσει. «Εξήντα ένας», παραδέχτηκε η κοπέλλα.

Δεν είπε κανείς τίποτα, ήξεραν όμως ότι η Σιόμπαν θα είχε πολλές ευκαιρίες για να τον ισοφαρίσει, κατά τις μέρες ή και τις βδομάδες που θα ακολουθούσαν.

Ο στρατός έφυγε από το Γουόρτσεστερ έξι μέρες αργότερα ξεκούραστος και καλά εφοδιασμένος, με το μέγεθος του σημαντικά αυξημένο καθώς πολλοί από τους κατοίκους του Γουόρτσεστερ είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν κατά του Γκρινσπάροου υποστηρίζοντας την νόμιμη βασίλισσά τους.

«Έγινε όπως σου είχα πει», είπε χαμογελώντας ο Λούθιεν στον Μπριντ’Αμούρ καθώς ξεκινούσαν. «Το Άβον θα επαναστατήσει κατά του Γκρινσπάροου, επειδή θα δει ότι ο αγώνας μας είναι δίκαιος. Ίσως θα έπρεπε να είχαμε συνεχίσει τον προηγούμενο πόλεμο, από το Πρίνσταουν, τότε που βγάλαμε από τη μέση τον δούκα Πάραγκορ».

«Όντως, το είχες προβλέψει», παραδέχτηκε η Σιόμπαν, που προχωρούσε δίπλα τους με το άλογό της. «Προσωπικά δεν θα το πίστευα ποτέ ότι ο λαός του Άβον θα υποστήριζε τον αγώνα μιας δύναμης εισβολής».

«Δεν έκαναν τίποτα τέτοιο», απάντησε σοβαρός ο Μπριντ’Αμούρ. «Εκείνοι που μπήκαν στις τάξεις του στρατού μας, το έκαναν εξαιτίας ενός ανθρώπου και μόνο. Αν δεν είχε επαναστατήσει η Ντιάνα Γουέλγουορθ ενάντια στον Γκρινσπάροου, η μάχη μας για το Γουόρτσεστερ θα ήταν αβέβαιη και με ακόμη μεγαλύτερο κόστος, ενώ ο στρατός που έχει ξεκινήσει από το Μάνινγκτον θα ερχόταν για να μας χτυπήσει».

Αυτό τους προσγείωσε λίγο. Ήταν μια υπενθύμιση για το πόσο αβέβαιη ήταν αυτή η επιχείρηση από την αρχή, και πόσο αβέβαιη θα παρέμενε μέχρι το τέλος. Ο Μπριντ’Αμούρ δεν είπε τίποτα για τη ναυμαχία στον πορθμό του Μαν, γιατί δεν είχε βρει τον χρόνο ούτε τη μαγική ενέργεια για να κοιτάξει πώς τα είχε πάει ο στόλος τους.

Μπορώντας όμως να μαντέψει, είχε ένα καλό προαίσθημα που προτίμησε ωστόσο να μην το εκφράσει μέχρι να βεβαιωθεί.

Η προέλαση για το Άβον βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.


Ο Γκρινσπάροου βημάτιζε ανήσυχος γύρω από τον μεγάλο θρόνο του σφίγγοντας τα χέρια του σε κάθε βήμα. Γύρισε πίσω στον θρόνο και κάθισε πάλι, αλλά σε μερικές στιγμές είχε σηκωθεί για να περπατήσει ξανά πάνω-κάτω.

Ο δούκας Κρίσις δεν είχε ξαναδεί τον βασιλιά τόσο ταραγμένο. Έχοντας ακούσει πολλές από τις αναφορές, υποψιαζόταν ότι η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη απ’ όσο φαινόταν με την πρώτη ματιά.

«Προδοσία», μουρμούρισε ο Γκρινσπάροου. «Προδότες όλοι τους. Θα τους εξοντώσω όλους, εκείνο τον άθλιο Άσανον και την απαίσια Ντιάνα. Ναι, την Ντιάνα θα την γλεντήσω πρώτα όπως θέλω και μετά θα την αποτελειώσω, τη σκύλα!»

Ώστε είναι αλήθεια, σκέφτηκε ο Κρίσις. Ο δούκας του Μπαράντουιν και η δούκισσα του Μάνινγκτον συνωμότησαν με τον εχθρό κατά του Γκρινσπάροου. Ο μονόφθαλμος είχε την σύνεση να μην σχολιάσει την ειρωνική πλευρά της κατάστασης, ξέροντας ότι και μία μόνο λέξη ήταν αρκετή για να προκαλέσει την οργή του Γκρινσπάροου. Όταν ο βασιλιάς του Άβον ήταν σε τέτοια διάθεση, όλοι φρόντιζαν να απομακρυνθούν όσο μπορούσαν. Ο Κρίσις δεν είχε όμως αυτό το περιθώριο τώρα, με δύο εριαντοριανούς χερσαίους στρατούς και έναν ή ίσως και δύο στόλους να συγκλίνουν κατά του Καρλάιλ.

Ο Γκρινσπάροου πήγε πάλι στον θρόνο και κάθισε περνώντας το ένα πόδι του πάνω από το μπράτσο του καθίσματος. Έβλεπε το βασίλειό του να καταρρέει γύρω του, χωρίς να ξέρει τι θα μπορούσε να κάνει για να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Αν έπεφτε στη μάχη με όλες του τις μαγικές δυνάμεις, θα εξέθετε τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο, γιατί δεν ήξερε ποια είναι η έκταση των δυνάμεων του Μπριντ’Αμούρ.

Υπάρχει όμως πάντα μια διέξοδος, σκέφτηκε ο βασιλιάς, ενώ το μέρος του εαυτού του που ήταν ταυτισμένο με τον δράκοντα νοσταλγούσε τους ασφαλείς βάλτους του Σόλτγουος.

Έδιωξε αυτήν τη σκέψη από το μυαλό του. Ήταν πολύ νωρίς για να σκέφτεται να εγκαταλείψει τον θρόνο, να παραδοθεί. Μπορεί να αναγκαζόταν να πάει στο Σόλτγουος, αλλά μόνο αφού θα έκανε τους Εριαντοριανούς να υποφέρουν πολύ. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο…

«Ο στόλος του Εριαντόρ και του Μπαράντουιν πλησιάζει στις εκβολές του Στράτον», είπε ο Κρίσις. «Τα πλοία μας θα τους χτυπήσουν στο ποτάμι, όπου θα έχουν την υποστήριξη των καταπελτών από τις όχθες».

Ο Γκρινσπάροου άρχισε να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του, πριν ακόμη τελειώσει ο Κρίσις. «Θα προσπεράσουν το ποτάμι», είπε με σιγουριά, γιατί είχε δει πολλά αυτές τις μέρες που πετούσε με τη μορφή του δράκοντα. «Θα γίνει ναυμαχία στα ανοιχτά, νότια του Νιουκάστλ».

«Τότε θα μπει στη μάχη και ο ανατολικός στόλος μας, οπότε θα βάλουμε στη μέση τα εριαντοριανά πλοία και τους προδότες του Μπαράντουιν!» είπε ενθουσιασμένος ο Κυκλωπιανός. «Τα πολεμικά μας είναι περισσότερα!»

«Και οι Χιούγκοθ;» απάντησε κοφτά ο Γκρινσπάροου πέφτοντας ανήμπορος πίσω στον θρόνο του. Είχε επιβεβαιώσει ότι αυτό τουλάχιστον, ανάμεσα σε όσα του είχε πει η Ντιάνα, ήταν αλήθεια. Ένας μεγάλος στόλος των Χιούγκοθ κατέβαινε μαζί με τους Εριαντοριανούς από τα ανατολικά. Πετώντας με τη μορφή του δράκου ο Γκρινσπάροου κατέβηκε χαμηλά κι έβαλε φωτιά σε ένα πλοίο των βαρβάρων, αλλά μετά αντιμετώπισε ένα τείχος από βέλη, λόγχες, ακόμη και μπάλες φλεγόμενης πίσσας και μεγάλες πέτρες, που τον ανάγκασαν να υποχωρήσει και να γυρίσει στη στεριά.

Πήγε πρώτα στο Έβερσορν, όπου επιβεβαίωσε ότι ο Μίστιγκαλ είχε εξαφανιστεί. Μετά, πετώντας δυτικά, είδε τον δεύτερο Εριαντοριανό στρατό να κατεβαίνει από τους κάμπους ανάμεσα στο Ντέβεργουντ και το Καρλάιλ, σαν ένα παλιρροιακό κύμα που τίποτα δεν θα μπορούσε να το σταματήσει. Όμως, το μεγαλύτερο χτύπημα τον περίμενε όταν γύρισε στο Καρλάιλ. Στο διάστημα που είχε χρειαστεί για να πάει τόσο μακριά ανατολικά και να γυρίσει, πολλοί Κυκλωπιανοί είχαν φτάσει από το Σπεϊθενφέργκους φέρνοντας τα νέα για την καταστροφή στο Γουόρτσεστερ, ενώ είχε μαθευτεί επίσης το νέο για την προδοσία του δούκα Άσανον στον πορθμό του Μαν.

Ο Κρίσις τον κοίταζε με φρίκη. «Χιούγκοθ;» ψέλλισε, γνωρίζοντας πολύ καλά τη φήμη των τρομερών βαρβάρων.

«Αδίσταχτοι σύμμαχοι για αδίσταχτους εχθρούς», είπε ο Γκρινσπάροου.

Το μάτι του Κρίσις άρχισε να ανοιγοκλείνει συνέχεια, καθώς ο Κυκλωπιανός έγλειφε τα χοντρά του χείλια προσπαθώντας να χωνέψει τα απίστευτα νέα. Γρήγορα αποφάσισε ότι υπάρχει μόνο μία λύση.

«Θα αντιμετωπίσουμε τις στρατιές τους μία-μία!» είπε. «Θα ξεκινήσω βόρεια με την φρουρά της πόλης για να συναντήσω τους κοντινότερους εισβολείς. Όταν τους εξοντώσουμε, αν δεν υπάρχει χρόνος για την επόμενη εχθρική στρατιά, θα γυρίσω στο Καρλάιλ για να προετοιμάσω την άμυνα της πόλης».

«Όχι», είπε κοφτά ο Γκρινσπάροου γιατί ήξερε ότι, αν η φρουρά πήγαινε βόρεια, ο δεύτερος εριαντοριανός στρατός θα έστριβε δυτικά και θα τους χτυπούσε από το πλάι. Ο Γκρινσπάροου σκεφτόταν ότι μάλλον ήταν προτιμότερο να εστιάσει την όρασή του στο Μάνινγκτον για λίγο, για να δει αν η προδότρα Ντιάνα είχε συγκεντρώσει δικό της στρατό για να προελάσει νότια.

»Προετοίμασε την άμυνα του Καρλάιλ» είπε ο Γκρινσπάροου μετά από μια μεγάλη παύση. «Πρέπει να υπερασπιστείς την πόλη μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη».

Ο Κρίσις πρόσεξε ότι ο Γκρινσπάροου δεν είχε πει: “Πρέπει να υπερασπιστούμε την πόλη μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη…” Χτύπησε τις φτέρνες του χαιρετώντας στρατιωτικά, υποκλίθηκε στον βασιλιά κι έφυγε.

Όταν έμεινε μόνος ο Γκρινσπάροου αναστέναξε αναλογιζόμενος πάλι πόσο εύθραυστο είχε γίνει το βασίλειό του. Πώς ήταν δυνατό να μην αντιληφθεί την προδοσία της Ντιάνα Γουέλγουορθ και, ακόμη χειρότερα, πώς δεν πρόβλεψε ότι θα συντασσόταν μαζί της ο δούκας του Μπαράντουιν; Όταν η Ντιάνα του έδωσε αναφορά μετά την υποτιθέμενη μάχη με τον Μπριντ’Αμούρ, έπρεπε να είχε ψάξει αμέσως να βρει τον Τακναποτίν ή έναν από τους δαίμονες των άλλων μάγων του για να επιβεβαιώσει την ιστορία της.

«Πού να το φανταστώ;» είπε μεγαλόφωνα ο Γκρινσπάροου. «Μικρή Ντιάνα, πόσο απρόβλεπτη έγινες!» Την είχε υποτιμήσει και μάλιστα πολύ, παραδέχτηκε μέσα του. Είχε πιστέψει ότι οι τύψεις της Ντιάνα, οι παραπλανητικές ιστορίες που της είχε αφηγηθεί ο ίδιος και η Σέλνα και το καρότο του δουκάτου του Μάνινγκτον, ίσως και του Γουόρτσεστερ σε λίγο, ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες της κρατώντας τη δεμένη μαζί του για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Είχε φροντίσει από πολύ καιρό να δώσει τέλος στη δυνατότητα να συνεχιστεί η δυναστεία των Γουέλγουορθ, βάζοντας την Σέλνα να δίνει κρυφά στην Ντιάνα διαβολικά φίλτρα ώστε να μην μπορεί να κάνει παιδιά, έτσι πίστευε ότι η τελευταία απόγονος των Γουέλγουορθ δεν θα ήταν παρά ένα ασήμαντο αγκάθι, για το σύντομο χρονικό διάστημα που θα ζούσε ακόμη.

Πόσο οδυνηρό είχε γίνει τώρα αυτό το αγκάθι!

Το βόρειο μέρος της χώρας του είχε καταρρεύσει, ενώ τέσσερις στρατιές κινούνταν εναντίον του. Από την άλλη μεριά, βέβαια, το Καρλάιλ ήταν μια ισχυρή οχυρωμένη πόλη κι ο ίδιος δεν ήταν ασήμαντος εχθρός.

Το ίδιο ίσχυε όμως για τον Μπριντ’Αμούρ, την Ντιάνα, τον Άσανον Μακλένι, κι εκείνη την Πορφυρή Σκιά, και τους Χιούγκοθ, και…

Πόσο μεγάλος φαινόταν αυτός ο κατάλογος στον τρομαγμένο βασιλιά του Άβον! Η πλευρά του δράκου, μέσα του, του έστειλε πάλι εικόνες από τους ζεστούς βάλτους του Σόλτγουος τις οποίες τώρα του ήταν πιο δύσκολο να τις αγνοήσει. Ίσως, σκέφτηκε ο Γκρινσπάροου, είχε κάνει τόσο μεγάλα λάθη επειδή είχε βαρεθεί τον θρόνο του Άβον, είχε βαρεθεί να φέρει τη μορφή ενός απλού ανθρώπου ενώ η άλλη πλευρά του ήταν τόσο ισχυρότερη, τόσο ελεύθερη.

Ο βασιλιάς του Άβον γρύλλισε καθώς πεταγόταν θυμωμένος από τον θρόνο του. «Σταμάτα επιτέλους, Ντανσαλιγκνάτιους!» φώναξε και κλότσησε τον θρόνο.

Αν τον είχα κλοτσήσει εγώ, θα είχε περάσει μέσα από τον τοίχο, του είπε ο δράκος, μέσα του.

Ο Γκρινσπάροου δάγκωσε θυμωμένος το χείλι του και βγήκε από την αίθουσα του θρόνου.

Загрузка...