Με ένα απλό ξόρκι πέρασε αθέατος από τους φρουρούς και βγήκε από τις πύλες της μεγαλύτερης πόλης του Άβον, του πανίσχυρου Καρλάιλ. Περπατούσε βιαστικά μέσα στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας πολεμώντας την εξέγερση μέσα του, την εσωτερική πίεση του άλλου εαυτού του, την ανυπομονησία ενός πλάσματος που είχε μείνει φυλακισμένο για πολύ καιρό.
«Τώρα!» τον ικέτεψε με ένα σιωπηλό κάλεσμα μέσα του η θέληση του Ντανσαλιγκνάτιους.
«Όχι ακόμη, ανόητε», γρύλλισε ο Γκρινσπάροου γιατί ήξερε τους κινδύνους, ήξερε ότι αν αποκαλυπτόταν στον λαό του Άβον, αν έβλεπαν οι υπήκοοί του ποιος και τι πραγματικά είναι, δεν θα άντεχαν την αλήθεια. Ο Ντανσαλιγκνάτιους, το άλλο μισό του βασιλιά, δεν συμφωνούσε —δεν είχε συμφωνήσει ποτέ, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των χρόνων που βασίλευε ο Γκρινσπάροου αλλά και σε όλους τους αιώνες που προηγήθηκαν, από τότε που ο μάγος έγινε ένα μαζί του. Ο Ντανσαλιγκνάτιους πίστευε ότι η αποκάλυψη θα έκανε ολοκληρωτική την υποταγή των ανθρώπων, καθώς θα έβλεπαν ακέραιο το μεγαλείο του Γκρινσπάροου. Πίστευε ότι θα τρόμαζαν ακόμη κι οι βασιλιάδες των γειτονικών χωρών και θα υποτάσσονταν στην υπέρτερη, λόγω του δράκοντα, δύναμη του Άβον.
Αλλά ήταν φυσικό να σκέφτεται έτσι ο Ντανσαλιγκνάτιους. Αυτή ήταν η νοοτροπία της ράτσας του.
Ο βασιλιάς συνέχισε να τρέχει στα χωράφια έχοντας κάνει τα πόδια του πιο γρήγορα με ένα απλό ξόρκι. Πέρασε τα αγροκτήματα που βρισκόταν γύρω από την πόλη και τις μικρές καλύβες όπου τα κεριά πίσω από τα παράθυρα έδειχναν ότι ο κόσμος ήταν ακόμη ξύπνιος. Αισθάνθηκε ένα τράβηγμα στη σπονδυλική του στήλη, μια φαγούρα στο πουδραρισμένο δέρμα του.
«Όχι ακόμη!» παρακάλεσε ο βασιλιάς, αλλά ήταν πολύ αργά. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τον Ντανσαλιγκνάτιους. Προσπάθησε να συνεχίσει το τρέξιμο, αλλά ένας πόνος στο πόδι του τον έκανε να κυλιστεί στα πυκνά χόρτα. Μπουσουλώντας, κατάφερε σιγά-σιγά να περάσει ένα ύψωμα και να κυλήσει πίσω του σε κάποιο κοίλωμα του εδάφους.
Τα ουρλιαχτά του έφεραν τους αγρότες από τρία κοντινά σπίτια στα παράθυρά τους. Κοίταξαν επιφυλακτικά το σκοτάδι έξω. Ένας, αφού πήρε το παλιό οικογενειακό του ξίφος, ένα σκουριασμένο όπλο, τόλμησε να βγει έξω και να προχωρήσει αργά προς το μέρος απ’ όπου ακούγονταν οι κραυγές, οι οποίες συνεχίζονταν ακόμη.
Δεν είχε ξανακούσει φωνή που να δείχνει τέτοιο μαρτύριο, τέτοια αγωνία! Ερχόταν από κάμπου μπροστά, από την άλλη μεριά της ράχης.
Ξαφνικά όμως, καθώς οι κραυγές σταμάτησαν, ο αγρότης σκέφτηκε ότι ο άνθρωπος που φώναζε θα ήταν πια νεκρός.
Μόνο τότε συνειδητοποίησε την ανοησία του. Προφανώς κάτι που κρυβόταν πίσω από εκείνο τον λόφο είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο. Γιατί να έχει καλύτερη μοίρα ο ίδιος, ένας αγρότης χωρίς πολεμική πείρα κι εκπαίδευση στο ξίφος; Άρχισε να οπισθοχωρεί αργά.
Και ξαφνικά σταμάτησε παράλυτος από φόβο.
Ένα πελώριο κεφάλι με κέρατα υψώθηκε πίσω από τον λόφο και συνέχισε να υψώνεται, τρία μέτρα, έξι μέτρα ψηλά. Δυο φωτεινά κιτρινοπράσινα μάτια ερπετού καρφώθηκαν πάνω του και ο αγρότης κατάλαβε ότι είχε φτάσει το τέλος του.
Η ανάσα του έβγαινε με αγκομαχητά. Ήθελε απελπισμένα να γυρίσει για να το βάλει στα πόδια, αλλά το μέγεθος και η δύναμη αυτού του θηρίου που βρισκόταν μπροστά του τον είχε παραλύσει. Ο δράκος ανέβηκε στην κορυφή του λόφου, με τα μεγάλα νύχια των ποδιών του να σκάβουν τη γη, με τα απλωμένα φτερά και τον τρομερό του όγκο, είκοσι πέντε μέτρα από τα κέρατα μέχρι την άκρη της μυτερής ουράς του, να κρύβουν τον μαύρο ουρανό.
«Είναι ωραία έτσι, Γκρινσπάροου», είπε ξαφνικά ο δράκοντας.
«Μη λες αυτό το όνομα!» είπε αμέσως μετά ο δράκος με την ίδια βροντερή φωνή αλλά τελείως διαφορετική χροιά.
«Γκρινσπάροου;» κατάφερε να ψιθυρίσει ο γεωργός, μπερδεμένος, άναυδος.
«Γκρινσπάροου!» επανέλαβε ο δράκοντας. «Δεν γνωρίζεις τον βασιλιά σου; Στα γόνατα!»
Η δύναμη της φωνής του και μόνο πέταξε τον τρεμάμενο γεωργό στο χώμα. Σηκώθηκε αμέσως στα γόνατα σκύβοντας το κεφάλι μπροστά σε αυτό το τρομερό πλάσμα.
«Βλέπεις;» είπε το μέρος του δράκου που ήταν ο Ντανσαλιγκνάτιους. «Με φοβούνται, με λατρεύουν!»
Ξαφνικά το πρόσωπο του κτήνους συσπάστηκε παράξενα. Η φωνή του Ντανσαλιγκνάτιους πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τα λόγια του διακόπηκαν από μια πελώρια σφαίρα φωτιάς που ξεπήδησε από το στόμα του δράκοντα.
Στη θέση όπου πριν μια στιγμή βρισκόταν ο γονατισμένος γεωργός, τώρα υπήρχε μόνο ένα απανθρακωμένο πτώμα.
Ο Ντανσαλιγκνάτιους στρίγγλισε μανιασμένα βλέποντας ότι δεν μπορεί να διασκεδάσει άλλο με τον γεωργό, αλλά ο Γκρινσπάροου του επιβλήθηκε ξανά, έτσι ώστε ο δράκος υψώθηκε πετώντας στον σκοτεινό ουρανό. Η ελευθερία της πτήσης και ο δροσερός αέρας πάνω στα νυχτεριδίσια φτερά του έφεραν τόση χαρά και αγαλλίαση στον δράκοντα, που έπαψε να διαμαρτύρεται.
Την επόμενη μέρα, κάμποσοι αγρότες μαζεύτηκαν στον λόφο κοιτάζοντας τα καμένα χόρτα και το μαυρισμένο πτώμα. Κάλεσαν τους Πραιτωριανούς, αλλά όπως συνήθως οι αδιάφοροι Κυκλωπιανοί δεν έκαναν τίποτα. «Θα αναφέρουμε το περιστατικό στο Καρλάιλ», είπαν μόνο και κάγχασαν κοιτάζοντας την οικογένεια του νεκρού χωρικού, που πενθούσε για τον χαμό του.
Αρκετοί από τους συγκεντρωμένους ισχυρίστηκαν ότι είχαν δει ένα μεγάλο πλάσμα με φτερά να πετά στον ουρανό την προηγούμενη νύχτα. Οι Κυκλωπιανοί τους είπαν ότι θα το ανέφεραν κι αυτό.
Ο Γκρινσπάροου, έχοντας ξαναπάρει τη λεπτή, σχεδόν θηλυπρεπή μορφή που οι υπήκοοί του γνώριζαν τόσο καλά, με τη σκοτεινή πλευρά του, αυτήν του Ντανσαλιγκνάτιους, να έχει εξευμενιστεί από τη νύχτα της ελευθερίας, απέδωσε τους ισχυρισμούς των χωρικών στην υπερβολικά ζωηρή φαντασία τους.
«Ακόμη και το ψάρεμα είναι καλύτερο τώρα!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Σάμους Μακ Κονρόι. Ήταν ο λοστρόμος του Σκίπερ, ενός αλιευτικού από το Τζάιμπι, το βόρειο λιμάνι του Μπέι Κόλθγουιν στην ανεμοδαρμένη βόρεια ακτή του Εριαντόρ. Το Σκίπερ ήταν από τα καλύτερα σκάφη του μεγάλου αλιευτικού στόλου του Μπέι Κόλθγουιν, φαρδύ, δέκα μέτρα μάκρος, με τετράγωνο πανί και πλήρωμα οχτώ ατόμων που ήσαν όλοι γκριζομάλληδες παλιοί θαλασσόλυκοι.
Ο γέρο-καπετάνιος, ο Άραν Τουμς, το προτιμούσε έτσι, αρνούμενος να εκπαιδεύσει νεότερο πλήρωμα για να τους αντικαταστήσει. «Δεν έχω χρόνο για κουτάβια», γκρίνιαζε ο στριμμένος καπετάνιος όταν κάποιος του έλεγε ότι το πλοίο του είναι καταδικασμένο —“θνητό σαν άνθρωπος”, όπως συνήθιζαν να λένε στην περιοχή. Ο Τουμς δεχόταν τα πειράγματα με ένα γρύλλισμα γεμάτο νόημα. Στο Μπέι Κόλθγουιν της θάλασσας Ντόρσαλ, όπου τριγύριζαν οι μεγάλες σαρκοβόρες φάλαινες σε τεράστια κοπάδια και ο καιρός αγρίευε χωρίς προειδοποίηση, οι ψαράδες άφηναν χήρες πίσω τους, ενώ ήταν περισσότερα τα “κουτάβια” που πνίγονταν απ’ όσα γίνονταν άνδρες. Έτσι το πλήρωμα του Σκίπερ ήταν τούτοι οι οχτώ ατρόμητοι εργένηδες, γεροί πότες και ψημένοι ναυτικοί όλοι τους, που αψηφούσαν την τρομερή θάλασσα Ντόρσαλ λες κι ο Θεός είχε βάλει τα κύματα στη δρόμο τους σαν προσωπική πρόκληση. Καθημερινά το Σκίπερ πήγαινε όλο πιο μακριά κι έτρεχε πιο γρήγορα απ’ όλα τα άλλα πλοία του αλιευτικού στόλου.
Έτσι κι εκείνη την καλοκαιρινή μέρα το πλοίο του Άραν Τουμς έσκιζε τα κύματα με τα πανιά φουσκωμένα. Ο καιρός άλλαζε αδιάκοπα, πότε είχε δυνατή λιακάδα πότε συννεφιά, εκείνη η παράξενη κατάσταση στην ανοιχτή θάλασσα όπου δεν επικρατεί ποτέ μια σταθερή θερμοκρασία, αλλά τα σκάφη πότε καίνε και πότε είναι παγωμένα. Νεότεροι, λιγότερο πεπειραμένοι ναυτικοί, σίγουρα θα ήταν τώρα κολλημένοι στην κουπαστή και θα αποχαιρετούσαν το πρωινό τους, αλλά το πλήρωμα του Σκίπερ ένιωθε πιο άνετα στη θάλασσα παρά στη στεριά, έτσι δεν είχε ενοχληθεί καθόλου από τις ξαφνικές αλλαγές του καιρού.
Άλλωστε, οι ναυτικοί τώρα είχαν καλύτερη διάθεσή γιατί η χώρα τους, το αγαπημένο τους Εριαντόρ, ήταν πάλι ελεύθερο. Ένας επαναστατικός στρατός, που έφτασε μέχρι το Πρίνσταουν του Άβον, ανάγκασε τον Γκρινσπάροου να αφήσει το Εριαντόρ από τα νύχια του, έτσι η χώρα ανήκε τώρα πάλι στον λαό της. Ο γέρο-μάγος, ο Μπριντ’Αμούρ, γνήσιας εριαντοριανής καταγωγής, είχε στεφθεί βασιλιάς στο Κάερ Μακντόναλντ μόλις μπήκε το καλοκαίρι. Βέβαια η ζωή τώρα δεν θα άλλαζε πολύ για τους ψαράδες του Μπέι Κόλθγουιν, με εξαίρεση φυσικά το γεγονός ότι θα απαλλάσσονταν από τους Κυκλωπιανούς φοροεισπράκτορες. Η επιρροή του Γκρινσπάροου δεν ήταν ποτέ πολύ μεγάλη στο τραχύ βορειοανατολικό Εριαντόρ, ενώ από τους κατοίκους των παραλίων ούτε ένας στους πενήντα δεν είχε ταξιδέψει ποτέ νοτιότερα από το Μένιχεν Ντι, στις βόρειες παρυφές της πεδιάδας του Έραντοχ.
Μόνο οι κάτοικοι του νότιου Εριαντόρ, στους πρόποδες της οροσειράς του Άιρον Κρος, είχαν αισθανθεί έντονα την τυραννία του Γκρινσπάροου, γι’ αυτό τώρα θα έβλεπαν σημαντικές διαφορές στην καθημερινή ζωή τους. Όμως, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν αυτό το θέμα. Το Εριαντόρ είναι ελεύθερο! αυτή η κραυγή της ανεξαρτησίας αντηχούσε σε όλη τη χώρα, από το Άιρον Κρος και το Γκλεν Άλμπιν μέχρι τα πευκοδάση στα βορειοανατολικά, τις απόκρημνες φουρτουνιασμένες ακτές του Μπέι Κόλθγουιν και τα τρία βόρεια νησιά, το Μάρβις, το Κάριθ και το γιγάντιο Μπέντγουιντριν. Έτσι τώρα είχε απλωθεί παντού η ελπίδα, αυτό το τόσο απαραίτητο συστατικό της ευτυχίας, μια ελπίδα που έβρισκε την έκφρασή της στο πρόσωπο ενός βασιλιά που οι περισσότεροι Εριαντοριανοί βόρεια από το Πέρασμα του ΜακΝτόναλντ δεν θα τον έβλεπαν ποτέ και στο πρόσωπο ενός αναβιωμένου θρύλου, της Πορφυρής Σκιάς.
Όταν έφτασε στο Μπέι Κόλθγουιν το νέο της ελευθερίας, ο στόλος βγήκε στη θάλασσα με τους ψαράδες να τραγουδούν, να χορεύουν στα καταστρώματα σαν να περίμεναν ότι τώρα θα υπάρχουν πιο πολλά ψάρια στη θάλασσα, ότι οι σαρκοβόρες φάλαινες θα γυρίσουν και θα το σκάσουν αν δουν έστω κι ένα πλοίο με την παλιά σημαία του Εριαντόρ, ενώ οι θύελλες θα είναι πια λιγότερο άγριες —σαν να περίμεναν ότι η ίδια η φύση θα υποκλινόταν στον νέο βασιλιά του Εριαντόρ.
Είναι υπέροχο πράγμα η ελπίδα. Όλοι όσοι έβλεπαν το Σκίπερ τούτο το καλοκαίρι, και ακόμη πιο πολύ το πλήρωμά του, είχαν την αίσθηση ότι πηδά λίγο πιο ψηλά στα κύματα και σκίζει τα σκοτεινά νερά λίγο πιο γοργά.
Νωρίς εκείνο το πρωί ο Σάμους Μακ Κονρόι είδε την πρώτη φάλαινα, ένα μαύρο πτερύγιο που είχε μεγαλύτερο ύψος από έναν ψηλό άνδρα κι έσχιζε το νερό μόλις δεκαπέντε μέτρα δεξιά από την πλώρη. Οι οχτώ θαλασσόλυκοι, με τη συνηθισμένη τους αποκοτιά, άρχισαν να πετάνε μπουκάλια ουίσκι στη φάλαινα, να φωνάζουν βρισιές και βλαστήμιες, κι όταν το πτερύγιο χάθηκε κάτω από τα σκοτεινά νερά και η φάλαινα απομακρύνθηκε, ζητωκραύγασαν ενθουσιασμένοι μη δίνοντάς της πια σημασία. Ήταν όλοι τους πεπειραμένοι ναυτικοί, ο νεότερος ανάμεσά τους ήταν εδώ και τριάντα χρόνια στη θάλασσα, γι’ αυτό είχαν πάψει από πολύ καιρό να φοβούνται τις φάλαινες. Ήξεραν να διαβάζουν αυτά τα επικίνδυνα ζώα, ήξεραν πότε να τα πειράξουν και πότε να απομακρυνθούν, πότε να αδειάσουν ένα φορτίο ψάρια στη θάλασσα για αντιπερισπασμό και πότε, σαν τελευταία καταφυγή, να πιάσουν τα μακριά καμάκια με τους γάντζους.
Λίγο αργότερα, με τη στεριά να έχει χαθεί πίσω τους, ο Άραν Τουμς έστριψε το Σκίπερ νοτιοανατολικά, προς την είσοδο του πορθμού που χωρίζει το Εριαντόρ και τους Πέντε Φύλακες —μια σειρά από σκυθρωπά νησιά, περισσότερο πέτρα παρά χώμα. Είχε σκοπό να μείνει στη θάλασσα σχεδόν όλη τη βδομάδα διανύοντας εκατόν πενήντα μίλια τη μέρα. Η πορεία του θα τον έφερνε βόρεια του Κόλνσεϊ, του μεγαλύτερου και βορειότερου από τους Πέντε Φύλακες, για να επιστρέψει μετά πάλι στον κόλπο. Ο καπετάνιος ήξερε ότι τα νερά είναι πιο ψυχρά εκεί, όπως ακριβώς αρέσουν στους μπακαλιάρους και τα σκουμπριά. Ήταν κάτι που ήξεραν και οι άλλοι ψαράδες του Μπέι Κόλθγουιν, αλλά πολύ λίγοι είχαν την τόλμη του Σκίπερ ή τη σιγουριά και τη γνώση του καπετάνιου του.
Ο Τουμς κράτησε αυτή την πορεία για τρεις μέρες, μέχρι που φάνηκαν οι κορυφές των απόκρημνων βουνών του Κόλνσεϊ. Μετά άρχισε μια πολύ ανοιχτή στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών που έφερε το σκάφος προς τα βορειοδυτικά. Πίσω του, τα επτά μέλη του πληρώματος δούλευαν μανιασμένα πίνοντας εξίσου μανιασμένα, τραβώντας δίχτυα και χοντρές πετονιές φορτωμένα με ψάρια: όμορφους, γυαλιστερούς μπακαλιάρους και σκουμπριά, και μαζί τους κάποτε μερικά γαλαζόψαρα, άγρια αρπακτικά ψάρια που κολυμπάνε και δαγκώνουν, κολυμπάνε και δαγκώνουν χωρίς να σταματούν ποτέ πριν αποτελειώσουν το άτυχο θύμα τους. Ο Σάμους Μακ Κονρόι τα χτυπούσε φρενιασμένα με έναν μεγάλο πείρο στο κεφάλι μέχρι να σταματήσουν τις τρομερές δαγκωματιές με τα κοφτερά δόντια τους. Κάποιο πρόλαβε να τον δαγκώσει άσχημα στον αστράγαλο τρυπώντας τις σκληρές μπότες του, αλλ’ αυτός τότε σήκωσε το τρίκιλο ψάρι από την ουρά και το κοπάνησε κάμποσες φορές στην κουπαστή υπό τα γιουχαίσματα και τις επευφημίες των άλλων.
Για τους θαλασσόλυκους, αυτή η ζωή ήταν παράδεισος.
Το Σκίπερ βούλιαζε ήδη πιο χαμηλά στο νερό στη μέση της στροφής, με το αμπάρι του σχεδόν γεμάτο. Δύο μέλη του πληρώματος κατέβασαν μία ακόμη πετονιά ενώ οι άλλοι πέντε ξεδιάλεγαν το φορτίο, έβρισκαν μικρότερα ψάρια που ήταν ακόμη ζωντανά και τα πετούσαν στη θάλασσα για να τα αντικαταστήσουν με μεγαλύτερα. Αυτή η διαδικασία ήταν περισσότερο παιχνίδι και διασκέδαση, γιατί μια ντουζίνα μικρότερα ψάρια είχαν την ίδια αξία με τα οχτώ μεγαλύτερα που θα έπαιρναν τη θέση τους στο αμπάρι, αλλά οι γερο-ναυτικοί ήξεραν ότι οι μέρες του ταξιδιού περνούν πιο γρήγορα όταν έχουν κάτι να κάνουν. Το αμπάρι είχε γεμίσει ψάρια ενώ το Σκίπερ απείχε τριακόσια μίλια από το λιμάνι, γι’ αυτό τώρα ουσιαστικά δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν από το να κρατάνε το πανί φουσκωμένο και να καθοδηγούν το πλοίο.
«Α, ώστε δεν είμαστε οι μόνοι που έχουν τα κότσια και το μυαλό να έλθουν τόσο μακριά για να γεμίσουν το αμπάρι τους», είπε ο Σάμους στον Άραν. Μετά, χαμογελώντας με το δύσπιστο ύφος του Άραν, του έδειξε βόρεια, όπου φαινόταν μια σκοτεινή κουκκίδα πάνω στην γκριζογάλανη γραμμή του ορίζοντα.
«Κρίμα που δεν έχουμε μεγαλύτερο αμπάρι», απάντησε εύθυμα ο Άραν. «Θα είχαμε καθαρίσει αυτά τα νερά μέχρι να φτάσουν!» Και ο στριμμένος καπετάνιος χτύπησε δυνατά στην πλάτη τον λοστρόμο του.
Ο Σάμους γέλασε.
Το Σκίπερ συνέχιζε το δρόμο του με καλό άνεμο και καθαρό ουρανό. Η θάλασσα ήταν ταραγμένη αλλά όχι φουρτουνιασμένη, έτσι το ψάρεμα τώρα ήταν περισσότερο σπορ παρά δουλειά. Αργότερα εκείνο το απόγευμα ο Άραν Τουμς άρχισε να ανησυχεί. Καθώς η κουκίδα στον ορίζοντα ήταν πολύ μεγαλύτερη τώρα, ο καπετάνιος είδε απορημένος ότι δεν είχε πανί στο μοναδικό κατάρτι του, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν αλιευτικό από το Μπέι Κόλθγουιν. Προχωρούσε όμως και μάλιστα γρήγορα, ακολουθώντας πορεία που θα του επέτρεπε να κόψει τον δρόμο στο Σκίπερ.
Ο Τουμς έστριψε το σκάφος δυτικά.
Λίγο αργότερα το άλλο πλοίο διόρθωσε ανάλογα τη ρότα του.
«Τι λες;» ρώτησε ο Σάμους πλησιάζοντας τον Τουμς στο τιμόνι.
«Δεν ξέρω», απάντησε αυτός σκυθρωπά. «Μ’ έχει βάλει σε σκέψεις».
Το πλήρωμα του Σκίπερ έβλεπε τον αφρό δίπλα στο σκάφος που πλησίαζε, μια αναταραχή στα νερά που μπορεί να σήμαινε μόνο ένα πράγμα: μια σειρά μεγάλα κουπιά που κωπηλατούν δυνατά. Σε όλη τη Θάλασσα Ντόρσαλ, μόνο μία φυλή χρησιμοποιούσε πλοία που είναι εφοδιασμένα και με πανιά και με κουπιά.
«Χιούγκοθ;» ρώτησε ο Σάμους.
Ο Άραν Τουμς δεν βρήκε τη δύναμη να απαντήσει.
«Τι δουλειά έχουν τόσο νότια κι ανατολικά;» είπε ο Σάμους. Μια ρητορική ερώτηση.
«Δεν το ξέρουμε ότι είναι Χιούγκοθ!» του φώναξε ο Τουμς.
Ο Σάμους τον κοίταξε άναυδος. Ο καπετάνιος, που γελούσε με τις σαρκοβόρες φάλαινες, έδειχνε τρομαγμένος με τη σκέψη ότι το πλοίο που πλησίαζε μπορεί να ήταν των Χιούγκοθ.
«Οι Χιούγκοθ είναι οι μόνοι που τρέχουν τόσο γρήγορα με κουπιά», είπε ένας άλλος από το πλήρωμα. Το ψάρεμα είχε ξεχαστεί.
Ο Άραν Τουμς μασούσε το χείλι του προσπαθώντας να βρει μια απάντηση.
«Τρέχει καλά όμως», είπε ο Σάμους, με το βλέμμα καρφωμένο στο άλλο πλοίο. Και ήταν αλήθεια. Τα πλοία των βάρβαρων Χιούγκοθ ήταν τα καλύτερα στις βόρειες θάλασσες. Είκοσι μέτρα μήκος, γεμάτα χάρη, γερά και γρήγορα, έκοβαν τα κύματα χωρίς σχεδόν να ρυτιδώνουν το νερό.
«Αδειάστε το αμπάρι», αποφάσισε ο Άραν Τουμς.
Το πλήρωμα τον κοίταξε με μια γκάμα από διαφορετικές εκφράσεις, που έδειχναν από προθυμία μέχρι κατάπληξη. Οι μισοί θεώρησαν τη διαταγή απίστευτη, γελοία. Ρισκάρισαν πολύ για να έλθουν τόσο μακριά από τη βάση τους και είχαν δεχτεί αυτό το ρίσκο ακριβώς για τα ψάρια που βρίσκονταν στο αμπάρι. Και τώρα ο καπετάνιος ήθελε να τα πετάξουν στη θάλασσα;
Οι άλλοι τέσσερις όμως, ανάμεσά τους και ο Σάμους Μακ Κονρόι, που είχαν αντιμετωπίσει στο παρελθόν τους θηριώδεις Χιούγκοθ, συμφώνησαν αμέσως. Το Σκίπερ, φορτωμένο όπως ήταν με αρκετούς τόνους ψάρια, δεν μπορούσε να ξεφύγει από το πλοίο των Χιούγκοθ. Η μόνη τους ελπίδα ήταν να κρατήσουν κάποια απόσταση μέχρι να κουραστούν οι κωπηλάτες. Βέβαια, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, οι Χιούγκοθ θα μπορούσαν να σηκώσουν πανιά και να τους προφτάσουν.
«Αδειάστε το!» βρυχήθηκε ο Άραν και το πλήρωμα στρώθηκε στη δουλειά.
Ο Τουμς μελέτησε πιο προσεχτικά τον άνεμο. Ήταν νότιος κι αυτό δεν ήταν καλό, δεδομένου ότι οι Χιούγκοθ, που δεν έπλεαν με πανιά, έρχονταν από τον βορρά. Αν δοκίμαζε να στρίψει, το Σκίπερ θα ερχόταν κόντρα στον άνεμο με αποτέλεσμα να μείνει σχεδόν ακίνητο στο νερό.
«Για να δούμε πόσο καλά μπορείς να στρίψεις!» μουρμούρισε ο καπετάνιος και έστρεψε το τιμόνι προς βορρά. Θα περνούσε κοντά από τους Χιούγκοθ. Αν το Σκίπερ επιζούσε από αυτό το πέρασμα καταφέρνοντας να αποφύγει το υποβρύχιο έμβολο που σίγουρα είχε το πλοίο των βαρβάρων στην πλώρη, θα είχε τον άνεμο στην πλάτη όσο θα έστριβαν οι Χιούγκοθ.
Η απόσταση ανάμεσα στα δύο πλοία ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μόνο. Ο Τουμς έβλεπε την κίνηση στο πάνω κατάστρωμα των βαρβάρων, πελώριοι άνδρες που έτρεχαν από δω κι από κει. Και έβλεπε επίσης την σκαλιστή κατασκευή, το ξύλινο κάστρο με μορφή λύκου στην πλώρη του πλοίου.
Μετά είδε καπνό να υψώνεται ξαφνικά από το κέντρο του πλοίου. Για μια στιγμή νόμισε ότι το σκάφος των Χιούγκοθ έπιασε φωτιά, ότι ίσως κάποιος από τους σκλάβους κωπηλάτες σαμποτάρισε τους βαρβάρους. Μετά όμως κατάλαβε τι συνέβαινε συνειδητοποιώντας ότι το αγαπημένο του πλοίο είχε ακόμη χειρότερο πρόβλημα.
«Καλυφθείτε!» φώναξε ο καπετάνιος στο πλήρωμά του. Καθώς τα πλοία απείχαν λιγότερο από εκατό μέτρα, έβλεπε τους Χιούγκοθ να σκύβουν πάνω από την κουπαστή με αιμοβόρα έκφραση.
Ο Σάμους έτρεξε με μια τεράστια ασπίδα που πήρε από το αμπάρι. Την τοποθέτησε για να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερο τον καπετάνιο στο τιμόνι και μετά μαζεύτηκε κι αυτός χαμηλά δίπλα του.
Ο Τουμς είχε σκοπό να πλησιάσει πολύ πιο κοντά, σχεδόν να χορέψει με το πλοίο των Χιούγκοθ πριν κάνει την απότομη στροφή του δεξιά ή αριστερά, προς όποια κατεύθυνση έβλεπε ότι θα του χάριζε τη μεγαλύτερη απόσταση. Τώρα όμως, με τον μαύρο καπνό να υψώνεται από το εχθρικό πλοίο, έπρεπε να αποφασίσει αλλιώς.
Στρίβοντας δεξιά, όταν τα αριστερά κουπιά των Χιούγκοθ ακινητοποιήθηκαν μέσα στο νερό γυρίζοντας το πλοίο των βαρβάρων αριστερά, ο Τουμς έστριψε πάλι αριστερά, πιο απότομα από όσο είχε στρίψει ποτέ το Σκίπερ. Το πλοίο δίστασε θα ’λεγες για μια στιγμή, φάνηκε να στέκει ακίνητο στο νερό με τα σανίδια και το κατάρτι του να τρίζουν. Μετά όμως στράφηκε, ενώ το πανί του κρέμασε μόνο για μια στιγμή πριν φουσκώσει ξανά από τον άνεμο σπρώχνοντας το Σκίπερ προς τη νέα κατεύθυνση, η οποία, από μια παρήγορη σύμπτωση, το οδηγούσε ίσια προς το Μπέι Κόλθγουιν.
Ένα σμήνος από φλεγόμενα βέλη εκτοξεύτηκε από το πλοίο των Χιούγκοθ, καμιά εικοσαριά συνολικά, που έσκισαν τον αέρα αφήνοντας πίσω τους μαύρες γραμμές από καπνό. Πολλά έπεσαν στη θάλασσα ανάμεσα στα δύο πλοία, τα περισσότερα αστόχησαν κατά πολύ αλλά ένα καρφώθηκε στην πλώρη του Σκίπερ και ένα άλλο βρήκε την δεξιά άκρη του πανιού.
Ο Σάμους Μακ Κονρόι βρέθηκε αμέσως εκεί αρχίζοντας να χτυπάει τις φλόγες. Δύο ακόμη μέλη του πληρώματος έτρεξαν επίσης με κουβάδες κι έσβησαν τις φωτιές πριν προλάβουν να κάνουν ζημιά.
Αυτό δεν παρηγόρησε τον Άραν Τουμς στο τιμόνι, που είχε το βλέμμα καρφωμένο στον αντίπαλό του. Τα αριστερά κουπιά των Χιούγκοθ κωπηλατούσαν δυνατά, ενώ τα δεξιά κωπηλατούσαν ανάποδα στρέφοντας το πλοίο των είκοσι μέτρων γύρω από τον άξονά του.
«Πάνε πολύ γρήγορα», μουρμούρισε ο Άραν βλέποντας την απίστευτη στροφή, καταλαβαίνοντας ότι το Σκίπερ θα δυσκολευτεί να περάσει ανέπαφο από το έμβολο των Χιούγκοθ. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, όμως. Δεν μπορούσε να στρίψει το πλοίο πιο πολύ, ούτε να προσπαθήσει να το επαναφέρει προς τα δεξιά.
Ήταν κανονικός αγώνας ταχύτητας, με τον άνεμο να φουσκώνει το πανί του Σκίπερ και τα κουπιά να σφυροκοπούν τα νερά δεξιά και αριστερά από το πλοίο των Χιούγκοθ. Το μικρό αλιευτικό πέρασε μπροστά από την πλώρη των βαρβάρων, που έστριβαν ακόμη, και άρχισε να απομακρύνεται. Για μια στιγμή τα πράγματα έδειχναν ότι αυτή η τολμηρή μανούβρα μπορεί να πετύχαινε.
Μετά όμως ακολούθησε ένα δεύτερο σμήνος φλεγόμενων βελών από απόσταση μόλις δέκα μέτρων — πάνω από τα μισά καρφώθηκαν στο πανί. Ο Σάμους, που δούλευε ακόμη για να επιδιορθώσει τα μικροπροβλήματα από το πρώτο μπαράζ, δέχτηκε ένα βέλος στην πλάτη, ακριβώς κάτω από την ωμοπλάτη. Καθώς παραπατούσε, ένας από τους συντρόφους του έτρεξε κι άρχισε να χτυπάει τις φλόγες στην πλάτη του προσπαθώντας να τις σβήσει.
Αλλά οι φλόγες ήταν το μικρότερο από τα προβλήματα του Σάμους Μακ Κονρόι. Έφτασε στο τιμόνι, σχεδόν έπεσε πάνω του κοιτώντας τον σκυθρωπό Άραν Τουμς από κοντά.
«Νομίζω ότι με βρήκε στην καρδιά», είπε ο Σάμους με φανερή έκπληξη και μετά πέθανε.
Ο Άραν τον απόθεσε στο κατάστρωμα. Αφού κοίταξε πίσω του μόνο μια φορά, είδε τα πανιά του Σκίπερ να έχουν αρπάξει φωτιά και το πλοίο των Χιούγκοθ, έχοντας ήδη ολοκληρώσει τη στροφή του, να πλησιάζει τώρα γοργά με τα κουπιά να αναταράζουν τα νερά δεξιά κι αριστερά του.
Έριξε πάλι μια ματιά στον Σάμους τον καημένο τον Σάμους, και την επόμενη στιγμή εκτοξεύτηκε κάμποσα μέτρα μακριά, καθώς το έμβολο έσπαζε το πηδάλιο του Σκίπερ και του άνοιγε την καρίνα.
Λίγο αργότερα —είχε την αίσθηση ότι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μόνο— σχεδόν αναίσθητος ο Άραν Τουμς αισθάνθηκε να τον σέρνουν στο κατάστρωμα και να τον κουβαλάνε στο πλοίο των Χιούγκοθ. Καταφέρνοντας να ανοίξει τα μάτια του, πρόλαβε να δει το Σκίπερ με την πλώρη ψηλά στον αέρα και την πρύμνη ήδη κάτω από την επιφάνεια να χάνεται αθόρυβα κάτω από τα κύματα παίρνοντας μαζί του τα πτώματα του Σάμους και του Γκρίζι Σολάρνι, ενός γέρο-θαλασσόλυκου που ταξίδευε με τον Άραν είκοσι χρόνια τώρα.
Αφού έδιωξε από τον νου του αυτό το τρομερό θέαμα, συγκεντρώθηκε στη δική του κατάσταση. Άκουσε Χιούγκοθ να φωνάζουν ζητώντας τον θάνατό του και τον θάνατο των πέντε άλλων μελών του πληρώματος, που είχαν απομείνει.
Μετά όμως ακούστηκε μια άλλη φωνή, όχι τόσο τραχιά και βαριά, που σιγά-σιγά καλμάρησε τους Χιούγκοθ.
«Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι από το Άβον», είπε, «είναι από το Εριαντόρ. Καλή και γερή ράτσα, πολύ ικανοί για να τους σκοτώσουμε».
«Στα κουπιά τότε!» φώναξε ένας Χιούγκοθ, κι αμέσως άρχισαν να φωνάζουν το ίδιο επίσης όλοι οι άλλοι.
Καθώς τον σήκωναν από το κατάστρωμα, ο Άραν πρόλαβε να δει τον άνθρωπο που τους είχε σώσει. Δεν ήταν μικρόσωμος, αλλά σίγουρα δεν είχε σωματική διάπλαση γίγαντα όπως οι Χιούγκοθ. Έδειχνε δυνατός, ικανός και είχε εντυπωσιακά καστανά μάτια.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν Εριαντοριανός!
Ο Άραν ήθελε κάτι να πει, αλλά δεν είχε ούτε το κουράγιο ούτε την ευκαιρία.
Ούτε και τη διαύγεια, επίσης. Αυτή η επέμβαση τους είχε σώσει τη ζωή, όμως ο Άραν Τουμς είχε ακούσει πολλές ιστορίες φρίκης για τη ζωή των σκλάβων στις γαλέρες των Χιούγκοθ. Δεν ήξερε αν έπρεπε να ευχαριστήσει τον συμπατριώτη του ή να τον φτύσει κατάμουτρα.