«Α, θα τρώμε καλά όταν θα αρχίσει να κυλάει το χρήμα από το Κάερ Μακντόναλντ!» φώναξε ο Σάουγκλς Μπελμπάνγκερ, ένας σκληροτράχηλος νάνος με γενειάδα και μαλλιά στο χρώμα του τσαγιού. Σήκωσε το φλασκί του ψηλά στον κρύο νυχτερινό αέρα.
Οι δέκα σύντροφοί του γύρω από τη μεγάλη φωτιά τον μιμήθηκαν κοιτάζοντας όλοι τα λαμπερά αστέρια στον ουρανό, μέσα από το άνοιγμα στα δέντρα πάνω από το μικρό λαγκάδι.
«Ησυχία!» φώναξε ένας άλλος νάνος που κοιμόταν εκεί κοντά. Όταν οι διαμαρτυρίες του πέρασαν απαρατήρητες από τους συντρόφους του στη φωτιά, χτύπησε για να ξεσπάσει έναν νάνο που ροχάλιζε δυνατά, εκεί δίπλα.
«Είναι δυνατόν να κοιμούνται τέτοια νύχτα!» φώναξε περιφρονητικά ο Σάουγκλς. «Θα έχουμε ώρα να κοιμηθούμε, αφού πουλήσουμε τα εμπορεύματά μας».
«Αφού ξοδέψουμε το χρυσάφι που θα πάρουμε!» τον διόρθωσε ένας από τους άλλους και τα φλασκιά σηκώθηκαν πάλι στον αέρα.
«Μόνο που, αφού πάρουμε το χρυσάφι, εσείς θα είστε πολύ κουρασμένοι για να το ξοδέψετε όπως πρέπει», γκρίνιαξε ο νάνος ο οποίος προσπαθούσε να κοιμηθεί. «Ενώ εγώ θα είμαι φρέσκος-φρέσκος».
Αυτό προκάλεσε νέες ζητωκραυγές από τη φωτιά, μαζί με πολλά περιφρονητικά ξεφυσήματα. Ήταν όλοι τους σκληροτράχηλοι και ανθεκτικοί νάνοι του Νταν Ντάροου. Μπορούσαν να πίνουν όλη νύχτα, να πάνε το πρωί στο μικρό οικισμό του Μένστερ, να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και να περάσουν την υπόλοιπη μέρα επιστρέφοντας στους κατοίκους του Μένστερ το περισσότερο χρυσάφι που είχαν εισπράξει με το να αγοράζουν μπίρα και καλό φαγητό, ενώ κατόπιν θα έδιναν κι άλλο χρήμα για ένα άνετο μέρος όπου θα κοιμούνταν, πριν ξεκινήσουν για το ταξίδι της επιστροφής στα βουνά και την κοντινότερη είσοδο του Νταν Ντάροου. Έτσι θα ήταν τα πράγματα τώρα που είχε γίνει βασιλιάς ο Μπριντ’Αμούρ, τώρα που ο Μπέλικ νταν Μπούρσο ήταν στο Κάερ Μακντόναλντ για να υπογράψει τη συμφωνία που θα ένωνε το Εριαντόρ και το Νταν Ντάροου.
Έτσι, συνέχισαν να φωνάζουν, να πίνουν, να τρώνε τεράστια κομμάτια κρέας και να πετάνε τα κόκαλα στον σύντροφό τους που γκρίνιαζε θέλοντας να κοιμηθεί. Αυτό συνεχίστηκε σχεδόν όλη τη νύχτα, για να σταματήσει ξαφνικά όταν μπήκε παραπατώντας στο ξέφωτο ένας άνθρωπος με κουρελιασμένα ρούχα, που αιμορραγούσε από το μέτωπο.
Οι νάνοι πετάχτηκαν πάνω αρπάζοντας τα όπλα τους, πελώρια τσεκούρια, κοντά και χοντρά σπαθιά και βαριά σφυριά που τα εκτόξευαν στον αέρα χτυπώντας στόχους μέχρι και τριάντα βήματα μακριά.
Ο άνθρωπος έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται πού βρίσκεται. Αφού έκανε μερικά βήματα ακόμη τρεκλίζοντας, κόντεψε να πέσει με το κεφάλι στη φωτιά. Δυο νάνοι τον άρπαξαν και τον σήκωσαν όρθιο.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Σάουγκλς.
Ο άνθρωπος ψιθύρισε κάτι τόσο σιγά ώστε ο νάνος δεν το άκουσε μέσα στις συζητήσεις των συντρόφων του. Ο Σάουγκλς τους φώναξε να σωπάσουν και πλησίασε βάζοντας το αφτί του στο στόμα του αγνώστου.
«Μένστερ», επανέλαβε αυτός.
«Το Μένστερ;» ρώτησε ο Σάουγκλς, κάνοντας μ’ αυτήν τη λέξη τους συντρόφους του να σωπάσουν. «Τι έγινε στο Μένστερ;»
«Αυτοί», ψιθύρισε ο άνθρωπος και σωριάστηκε κάτω χάνοντας τις αισθήσεις του.
«Αυτοί;» ρώτησε ο Σάουγκλς κοιτάζοντας τους συντρόφους του.
«Αυτοί!» φώναξε τότε ένας νάνος, δείχνοντας τις ογκώδεις μορφές που είχαν ξεπροβάλει μέσα στο σκοτάδι ανάμεσ’ άπ’ τα δέντρα.
Σε όλη τη Θάλασσα του Άβον, σε όλο τον κόσμο, δεν υπάρχουν ράτσες που να μισούνται περισσότερο από τους Κυκλωπιανούς και τους νάνους, γι’ αυτό όταν οι μονόφθαλμοι βγήκαν ουρλιάζοντας μέσα από τους θάμνους, σίγουροι ότι θα συντρίψουν τον καταυλισμό των νάνων, έπεσαν πάνω σε ένα τείχος αποφασιστικής αντίστασης. Η ορδή των Κυκλωπιανών που ξεχυνόταν από το δάσος είχε αριθμητική υπεροχή δέκα προς έναν, αλλά οι νάνοι σχημάτισαν αμέσως κύκλο γύρω από τη φωτιά αρχίζοντας να πολεμούν δίπλα-δίπλα, να χτυπούν και να καρφώνουν μανιασμένα τραγουδώντας μες την αγαλλίαση της μάχης. Κάθε τόσο, ένας από τους νάνους προλάβαινε ν’ απλώσει πίσω το χέρι και ν’ αρπάξει ένα φλεγόμενο δαυλί, γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να αρέσει πιο πολύ στους νάνους, από το να καρφώνουν την καυτή μύτη ενός δαυλιού στο γουρλωτό μάτι κάποιου Κυκλωπιανού.
Ο Σάουγκλς Μπελμπάνγκερ, κρατώντας ένα σπαθί σε κάθε χέρι, έκοβε τα γόνατα όποιου μονόφθαλμου τολμούσε να πλησιάσει, ενώ τις περισσότερες φορές κατάφερνε να καρφώσει και με το δεύτερο σπαθί το θύμα του, πριν ακόμη εκείνο σωριαστεί κάτω.
«Το καλύτερο σπορ!» φώναζε κάθε τόσο ο Σάουγκλς και, παρ’ όλο που μερικοί νάνοι είχαν πληγωθεί κι άλλοι είχαν πέσει νεκροί, οι υπόλοιποι συμφωνούσαν ολόψυχα. Μέσα σε μερικές στιγμές τουλάχιστον είκοσι Κυκλωπιανοί κείτονταν νεκροί ή ετοιμοθάνατοι, όμως ξεπρόβαλλαν συνεχώς κι άλλοι από τα δέντρα για να πάρουν τη θέση τους.
Η μάχη συνεχιζόταν. Οι νάνοι, που δεν φορούσαν μπότες, ένιωθαν το αίμα να ανεβαίνει μέχρι τον αστράγαλο. Μισή ώρα αργότερα πολεμούσαν ακόμη και τραγουδούσαν ακόμη, με τη μανία της μάχης να έχει διώξει από το αίμα τους κάθε ίχνος του ποτού που είχαν πιει. Κάθε φορά που έπεφτε ένας νάνος, τον έσπρωχναν πίσω σφίγγοντας περισσότερο τον δακτύλιο. Ο Σάουγκλς ήξερε ότι δεν έχουν πολύ χώρο για υποχώρηση ακόμη, γιατί αισθανόταν τη ζέστη της φωτιάς στον πισινό του, στο μεταξύ όμως οι Κυκλωπιανοί ήταν υποχρεωμένοι να σκαρφαλώνουν πάνω στους νεκρούς τους για να πλησιάσουν. Άλλωστε οι γραμμές τους είχαν αραιώσει καθώς πολλοί το έβαλαν στα πόδια και χάθηκαν μέσα στο δάσος, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουν αυτήν τη θανάσιμη ομάδα νάνων.
Ο Σάουγκλς πίστευε ότι μπορούν να νικήσουν — όλοι οι νάνοι έχουν μεγάλη πίστη στις πολεμικές τους ικανότητες. Η φωτιά στο μεταξύ είχε χαμηλώσει και τώρα ήταν απλώς ένας σωρός από καρβουνιασμένα ξύλα και στάχτες, ενώ οι φλόγες στη μέση είχαν γίνει γαλάζιες. Ο Σάουγκλς προσπαθούσε να επινοήσει κάποιο σχέδιο για να το εκμεταλλευτούν αυτό. Θα μπορούσε ίσως ένα μέρος της παράταξής τους να υποχωρήσει πίσω από τη μισοσβησμένη φωτιά, ώστε να τη χρησιμοποιήσουν σαν όπλο κλοτσώντας κάρβουνα στους μονόφθαλμους. Ναι, αποφάσισε, θα εκτόξευαν αυτό το πύρινο μπαράζ κατά των Κυκλωπιανών και μετά, πηδώντας πάλι πάνω από τη φωτιά, θα εφορμούσαν στους ξαφνιασμένους μονόφθαλμους.
Πριν προλάβει όμως ο Σάουγκλς να ειδοποιήσει τους άλλους για τον ελιγμό, η φωτιά εκτέλεσε ένα σχέδιο δικό της. Οι φλόγες τινάχτηκαν ψηλά στον αέρα παίρνοντας λαμπερό λευκό χρώμα, ενώ τα κάρβουνα πεταγόνταν πάνω στους νάνους καίγοντας τα ρούχα και τα μαλλιά τους. Το χειρότερο όμως ήταν ότι η έκπληξη της έκρηξης έσπασε τον συμπαγή αμυντικό τους κύκλο. Οι νάνοι αναπήδησαν ξαφνιασμένοι και οι Κυκλωπιανοί, που δεν φάνηκαν να αιφνιδιάζονται τόσο πολύ, έσπευσαν να χωθούν ανάμεσα στους αντιπάλους τους χωρίζοντας τους νάνους. Γρήγορα ο Σάουγκλς και οι σύντροφοί του βρέθηκαν να πολεμούν Κυκλωπιανούς από όλες τις πλευρές χτυπώντας και παραμερίζοντας, σκύβοντας και τρέχοντας. Ο Σάουγκλς τα κατάφερε καλά, σκότωσε άλλον έναν μονόφθαλμο κι έκοψε το πόδια ενός άλλου. Αλλά όντας πεπειραμένος πολεμιστής, ήξερε ότι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει για πολύ, ότι ένα χτύπημα ήταν αρκετό…
Ξαφνικά αισθάνθηκε μια λόγχη να χώνεται βαθιά στον ώμο του. Περιέργως δεν αισθάνθηκε πόνο, μόνο ένα μουντό τράνταγμα σαν να του είχαν δώσει γροθιά. Πήγε να αντιδράσει, αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι του. Βλέποντας αυτή την ευκαιρία, ένας άλλος μονόφθαλμος ούρλιαξε κι όρμησε πάνω του.
Ο Σάουγκλς σήκωσε το άλλο σπαθί καταφέρνοντας την τελευταία στιγμή να αποκρούσει το χτύπημα του Κυκλωπιανού και να τον γυρίσει στο πλάι.
Μετά όμως τον χτύπησαν από την άλλη μεριά, ενώ από πίσω του ο μονόφθαλμος με τη λόγχη τον κάρφωνε ξανά. Η ορμή του χτυπήματος έκανε τον νάνο να γείρει μπροστά και μετά να πέσει κάτω, οπότε οι μονόφθαλμοι όρμησαν πάνω του κι άρχισαν να χτυπούν μανιασμένα.
Σε κάποια απόσταση από τη μάχη και τη φωτιά ο αρχηγός των Κυκλωπιανών κοίταξε τη γυναίκα που έστεκε δίπλα του, με το μάτι του αγριεμένο από θυμό. «Έπρεπε να το είχες κάνει από πριν αυτό», της είπε.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Η μαγεία δεν γίνεται βιαστικά», είπε, γυρνώντας για να φύγει.
Ο μονόφθαλμος την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος για τα κίνητρά της. Η δούκισσα δεν στενοχωριόταν καθόλου όταν πέθαιναν μονόφθαλμοι.
Όταν έφτασε στο Κάερ Μακντόναλντ, ο Λούθιεν παρουσιάστηκε αμέσως στον Μπριντ’Αμούρ για να του ανακοινώσει τον θάνατο του Γκάχρις κόμη του Μπέντγουιντριν. Ο μάγος λυπήθηκε βαθιά και του υπέβαλε τα συλλυπητήριά του, αλλά ο Λούθιεν έκανε απλώς ένα καταφατικό νεύμα ζητώντας την άδεια του βασιλιά να αποσυρθεί.
Όταν βγήκε από τη Μητρόπολη, ο ήλιος ήταν στη δύση του και τα αστέρια άρχιζαν να λάμπουν στον ουρανό. Ήξερε πού θα έβρισκε τον Όλιβερ. Το Ντουέλφ, μια ταβέρνα στην πιο σκληροτράχηλη περιοχή της κάτω πόλης, που ακόμη και την εποχή του δούκα Μόρκνεϊ εξυπηρετούσε όχι μόνο ανθρώπους αλλά επίσης νάνους και ξωτικά, είχε γίνει το πιο πολυσύχναστο κέντρο της πόλης. «Εδώ η Πορφυρή Σκιά οργάνωσε την κατάκτηση του Κάερ Μακντόναλντ», έλεγαν οι διαδόσεις, με αποτέλεσμα η μικρή ταβέρνα να γίνει διάσημη. Τώρα υπήρχαν σωματώδεις νάνοι φρουροί στην είσοδο, ενώ ένα ξωτικό παρατηρούσε τους υποψήφιους πελάτες αποφασίζοντας ποιοι θα μπουν μέσα και ποιοι όχι.
Ο Λούθιεν φυσικά έμπαινε όποτε ήθελε. Οι νάνοι και το ξωτικό στάθηκαν προσοχή καθώς περνούσε, μα ο νεαρός Μπέντγουιρ ήταν τόσο συνηθισμένος σε αυτήν τη συμπεριφορά ώστε μπήκε στη κατάμεστη αίθουσα χωρίς σχεδόν να την αντιληφθεί.
Βρήκε τον Όλιβερ και τον Σάγκλιν να κάθονται μαζί σε ψηλά σκαμνιά στο μπαρ, ο νάνος σκυμμένος πάνω από ένα μεγάλο ποτήρι με βαριά αφρισμένη μπίρα ενώ ο Όλιβερ να έχει γείρει πίσω κρατώντας ένα ποτήρι με κρασί στο φως για να εξετάσει το χρώμα του. Ο Τάσμαν, ο ταβερνιάρης, όταν είδε τον Λούθιεν να πλησιάζει του έκανε ένα νεύμα δείχνοντάς του τους δύο φίλους του.
Ο Λούθιεν ήρθε και στάθηκε ανάμεσά τους βάζοντας τα χέρια του στις πλάτες τους. «Σας χαιρετώ», είπε.
Ο Όλιβερ, αφού τον κοίταξε στα μάτια, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. «Πώς είναι ο πατέρας σου;» ρώτησε παρ’ όλα αυτά, με τη σκέψη ότι ο Λούθιεν θα επιθυμούσε να μιλήσει.
«Ο Γκάχρις πέθανε», απάντησε ο Λούθιεν ανέκφραστα, στωικά.
Ο Όλιβερ πήγε να τον συλλυπηθεί, είδε όμως στο πρόσωπό του ότι ο Λούθιεν δεν ήθελε συλλυπητήρια. Έτσι ο χάφλινγκ σήκωσε το ποτήρι του φωνάζοντας δυνατά: «Στον Γκάχρις Μπέντγουιρ, κόμη του Μπέντγουιντριν, φίλο του Κάερ Μακντόναλντ, αγκάθι στον πισινό του Γκρινσπάροου. Είθε να βρει τη δίκαιη ανταμοιβή του στον κόσμο πέρα από τον δικό μας!»
Πολλοί θαμώνες του Ντουέλφ σήκωσαν κι αυτοί τα ποτήρια τους και φώναξαν: «Στον Γκάχρις!»
Ο Λούθιεν κοίταξε διαπεραστικά για πολλή ώρα τον μικροσκοπικό φίλο του, που πάντα ήξερε πώς να κάνει πιο εύκολα τα πράγματα. «Υπογράφτηκε η συμμαχία;» ρώτησε μετά. Ένιωθε την ανάγκη να αλλάξει θέμα.
Το πρόσωπο του Όλιβερ σκοτείνιασε. «Είμασταν τόσο κοντά», είπε κρατώντας τον αντίχειρα και τον δείκτη του σε μερικών χιλιοστών απόσταση μεταξύ τους. «Αλλά μετά, οι ηλίθιοι μονόφθαλμοι…»
«Δεκαπέντε νάνοι», εξήγησε ο Σάγκλιν. «Τους σκότωσαν κοντά στο χωριό που λεγόταν Μένστερ».
«Πού λεγόταν;» ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά ο Λούθιεν.
«Το μόνο όνομα που θα του ταίριαζε τώρα θα ήταν “Αποκαΐδια”», εξήγησε ο Όλιβερ.
«Η συμφωνία θα υπογραφόταν», συνέχισε ο Σάγκλιν. «Ο Όλιβερ είχε ονομάσει το νέο καθεστώς δυοκρατία, και οι δυο βασιλιάδες, ο Μπριντ’Αμούρ και ο Μπέλικ νταν Μπούρσο το θεώρησαν εξαιρετική ιδέα».
«Δεν θα άρεσε καθόλου στον Γκρινσπάροου», είπε ο Όλιβερ. «Γιατί θα έβρισκε τα βουνά κλεισμένα από έναν στρατό νάνων πιστών στο Εριαντόρ».
«Αλλά μετά τη σφαγή στο Λαγκάδι του Σάουγκλς —έτσι το ονομάσαμε το μέρος— ο βασιλιάς Μπέλικ αποφάσισε να το σκεφτεί κι άλλο», είπε ο Σάγκλιν και έπνιξε τη στενοχώρια του αδειάζοντας το ποτήρι της μπίρας με μια μεγάλη γουλιά.
«Πάντως αυτό είναι παράλογο», διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ. «Η σφαγή δείχνει καθαρά ότι η συμμαχία είναι απαραίτητη!»
«Μια τέτοια σφαγή δείχνει μάλλον ότι ίσως είναι προτιμότερο να μην αναμειχθούμε», απάντησε ο Σάγκλιν. «Ο βασιλιάς Μπέλικ σκέφτεται σοβαρά μήπως πρέπει να αποτραβηχτούμε στα ορυχεία μας και στις δουλειές μας».
«Αυτό θα ήταν τόσο πολύ ηλίθιο…» άρχισε να λέει ο Όλιβερ, αλλά ένα απειλητικό βλέμμα του Σάγκλιν του έδειξε ότι το θέμα δεν είναι πρόσφορο για συζήτηση.
«Πού είναι ο Μπέλικ;» ρώτησε ο Λούθιεν. Σε αντίθεση με τον Όλιβερ, που οι απόψεις του επηρεάζονταν από την ελπίδα αλλά κι από την αλαζονική επιθυμία του να καθοριστούν οι ιστορικές εξελίξεις με βάση την πρότασή του για “δυοκρατία”, ο Λούθιεν καταλάβαινε τους ενδοιασμούς του Μπέλικ. Μπορεί ο βασιλιάς των νάνων να μην ήταν καν σίγουρος αν μπορεί να εμπιστευτεί τους Εριαντοριανούς. Ίσως να μην απέκλειε το ενδεχόμενο ότι πίσω από τις επιδρομές κρυβόταν όχι ο Γκρινσπάροου αλλά ο Μπριντ’Αμούρ, που θα ήθελε να τις χρησιμοποιήσει για να εξασφαλίσει πολιτικά οφέλη.
«Στο μέγαρο του Μπριντ’Αμούρ ακόμη», απάντησε ο Όλιβερ. «Θα φύγει για τα ορυχεία αύριο και θα επιστρέψει σε δέκα μέρες».
Ο Λούθιεν δεν ξαφνιάστηκε με το νέο. Οι επιδρομές των Κυκλωπιανών είχαν γίνει τόσο συχνές, ώστε πολλοί δυσαρεστημένοι είχαν ονομάσει αυτή την περίοδο Καλοκαίρι των ματωμένων χωριών. Αλλά αυτό έδειχνε ακόμη πιο καθαρά στον Λούθιεν, ότι οι νάνοι πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους με το Εριαντόρ. Εκείνο που χρειαζόταν τώρα ήταν να σβήσουν όλες οι υποψίες ανάμεσα στις δύο πλευρές, να αποδειχτεί ποιοι ευθύνοταν για τις επιδρομές: οι Κυκλωπιανοί κι εκείνος που τους παρακινούσε.
«Θα επιθυμούσε ο βασιλιάς Μπέλικ εκδίκηση για το Λαγκάδι του Σάουγκλς;» ρώτησε ο νεαρός τον Σάγκλιν, και το πρόσωπο του νάνου έλαμψε, όπου τουλάχιστον φαινόταν πίσω από την τεράστια μαύρη γενειάδα του.
»Τότε κανόνισε να με συνοδεύσει μια δύναμη νάνων στα βουνά», συνέχισε ο Λούθιεν.
«Το έχεις συζητήσει με τον Μπριντ’Αμούρ;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Δεν θα διαφωνήσει», του απάντησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους και γύρισε πάλι στο κρασί του. Ήταν φανερό ότι δεν είχε πειστεί.
Στην πραγματικότητα ούτε ο Λούθιεν ήταν σίγουρος, αλλά προτιμούσε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα ένα-ένα.
Και τον περίμενε άλλο ένα πρόβλημα, όταν αργότερα το ίδιο βράδυ βρήκε τον Μπριντ’Αμούρ στην κορυφή του ψηλότερου πύργου της Μητρόπολης, μόνο του με τα αστέρια. Ο Μπριντ’Αμούρ άκουσε ευγενικά όλα τα σχέδια και τα επιχειρήματα του Λούθιεν παρακινώντας τον με καταφατικά νεύματα να συνεχίσει, έτσι ώστε ο νεαρός χρειάστηκε κάποια ώρα για να συνειδητοποιήσει ότι κάτι διαφορετικό και ιδιαίτερα σοβαρό προβλημάτιζε τώρα τον φίλο του.
«Όλα με τη σειρά τους», είπε ο Μπριντ’Αμούρ όταν ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι είχε μιλήσει αρκετά. «Εξαιρετική ιδέα να συμπεριλάβουμε τους νάνους στην εξόρμηση. Ξέρουν καλά τα βουνά και ανυπομονούν να χύσουν κυκλωπιανό αίμα. Ακόμα κι αν πίσω από τις επιδρομές κρύβεται ο Γκρινσπάροου —και ξέρουμε και οι δύο ότι έτσι είναι— τότε οι άνθρωποι του Μπέλικ θα δουν τις αποδείξεις με τα μάτια τους, αν βέβαια υπάρχουν αυτές.
Όμως, η επόμενη φράση του Μπριντ’Αμούρ έσβησε το χαμόγελο του Λούθιεν.
»Δεν γίνεται να πας».
Ο Λούθιεν τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Μα…»
«Σε χρειάζομαι», απάντησε απλά ο Μπριντ’Αμούρ. «Έχουμε κι άλλες φασαρίες, χειρότερες φασαρίες, στα ανατολικά».
«Τι μπορεί να είναι χειρότερο από τους Κυκλωπιανούς;»
«Οι Χιούγκοθ».
Ο Λούθιεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως σταμάτησε όταν συνειδητοποίησε τι είχε πει ο Μπριντ’Αμούρ. Οι Χιούγκοθ! Οι παλιότεροι εχθροί, οι χειρότεροι εφιάλτες του Εριαντόρ κι όλης της Θάλασσας του Άβον.
«Πότε;» τραύλισε. «Μεμονωμένο σκάφος ή οργανωμένη επιδρομή; πού; πόσα πλοία;…»
Ο Μπριντ’Αμούρ τον σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι. «Μίλησα με έναν απεσταλμένο από το χωριό Τζάιμπι του Μπέι Κόλθγουιν», εξήγησε ο βασιλιάς. «Ήταν μεγάλη επίθεση, πάνω από είκοσι πλοία. Μόνο ο ηρωισμός των ψαράδων του Τζάιμπι τους εμπόδισε να αποβιβαστούν στην ακτή.
Ο Λούθιεν δεν απάντησε, προσπαθούσε να συγκεντρωθεί για να αξιολογήσει αυτά τα ανησυχητικά νέα.
»Είμαστε σίγουροι ότι ο Γκρινσπάροου χρησιμοποιεί τους Κυκλωπιανούς για να διασπάσει το βασίλειό μας», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ, «και έτσι να υπονομεύσει μια πιθανή συμμαχία ανάμεσα στο Εριαντόρ και το Νταν Ντάροου. Προφανώς δεν έχει σκοπό να αφήσει το Εριαντόρ στους Εριαντοριανούς, παρά την ανακωχή».
«Πιστεύεις, λοιπόν, ότι ο Γκρινσπάροου μπορεί να έχει συμμαχήσει και με τους Χιούγκοθ», είπε ο Λούθιεν.
Ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Φοβόταν όντως κάτι τέτοιο, αλλά πραγματικά του φαινόταν αδύνατο να είχε κατορθώσει ο Γκρινσπάροου να κάνει μια τέτοια συμμαχία. Οι Χιούγκοθ σέβονταν μόνο τη σωματική δύναμη περιφρονώντας τους “πολιτισμένους” κατοίκους του Άβον, ενώ μισούσαν ανοιχτά τους μάγους και τη μαγεία. Ο Μπριντ’Αμούρ, που ήταν ένας σωματώδης βόρειος, θα μπορούσε ίσως να συνδιαλλαγεί μαζί τους, αλλά ο Γκρινσπάροου ήταν ένας δανδής, ένα καχεκτικό δείγμα ανθρώπου που δεν έκρυβε τις μαγικές του δυνάμεις. Επιπλέον, μολονότι η συμμαχία με τους Χιούγκοθ θα ενίσχυε τη θέση του Άβον, ο Μπριντ’Αμούρ δεν πίστευε ότι ο Γκρινσπάροου θα ήθελε να συναλλαγεί με τους βάρβαρους Ισενλανδούς.
«Συναλλάσσεται όμως ευχαρίστως με τους Κυκλωπιανούς», του υπενθύμισε ο Λούθιεν, όταν ο Μπριντ’Αμούρ εξέφρασε τούτες τις σκέψεις του.
«Απλώς εξουσιάζει τους ηλίθιους μονόφθαλμους», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Όμως, δεν υπάρχει περίπτωση ένας βασιλιάς, που δεν είναι Χιούγκοθ, να μπορέσει να υποτάξει τη θέληση των άγριων Ισενλανδών στη δικιά του».
«Ούτε με τη μαγεία;»
Ο Μπριντ’Αμούρ αναστέναξε, γιατί δεν είχε απάντηση σε αυτό το ερώτημα. «Πήγαινε στο Τζάιμπι», είπε στον Λούθιεν. «Πάρε μαζί σου τον Όλιβερ και την Κατρίν».
Αυτό το αίτημα απογοήτευσε τον νεαρό Μπέντγουιρ, ο οποίος ήθελε τόσο πολύ να πάει στα βουνά για να βρει τις δυνάμεις των Κυκλωπιανών που έκαναν τις επιδρομές. Δεν παραπονέθηκε όμως. Καταλάβαινε πόσο σημαντικό είναι να αντιμετωπίσουν τους Χιούγκοθ, παρ’ ότι ήθελε να πιστέψει πως η επιδρομή στο Τζάιμπι ήταν ένα συμπτωματικό γεγονός κι όχι μια μακροπρόθεσμη απειλή.
«Ειδοποίησα ήδη τους καβαλάρηδες του Έραντοχ», του είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Μια αρκετά μεγάλη δύναμή τους πρέπει να πλησιάζει τώρα στο Τζάιμπι για να ενισχύσει την άμυνα του χωριού, ενώ επίσης έδωσα εντολή να τοποθετηθούν σκοπιές σε όλη την ανατολική ακτή μέχρι νότια, στο Τσάλμπερς».
Ο Λούθιεν, καταλαβαίνοντας πια πόσο σημαντική θεωρούσε ο Μπριντ’Αμούρ την εμφάνιση των Χιούγκοθ, δεν έφερε άλλες αντιρρήσεις. «Πάω να ετοιμαστώ», είπε και υποκλίθηκε έτοιμος να φύγει.
«Η Σιόμπαν και οι Κάτερς θα πάνε με τον Σάγκλιν στα βουνά», του είπε ο Μπριντ’Αμούρ, «με στόχο να συγκεντρώσουν όσες πληροφορίες μπορούν για τους Κυκλωπιανούς. Θα σε περιμένουν εδώ όταν θα γυρίσεις». Ο Μπριντ’Αμούρ του έκλεισε το μάτι. «Θα χρησιμοποιήσω λίγη μαγεία για να διευκολύνω το ταξίδι σου, ώστε να έχεις πιο γρήγορα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσεις τον Τυφλωτή ενάντια στους Κυκλωπιανούς».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον γέρο-βασιλιά με ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης.
Ο Μπριντ’Αμούρ χαμογέλασε κι αυτός, αλλά το πρόσωπό του σοβάρεψε αμέσως μόλις χάθηκε ο Λούθιεν. Ακόμη κι αν δεν κρυβόταν ο Γκρινσπάροου πίσω από την επιδρομή των Χιούγκοθ, το νεότευκτο βασίλειο του Εριαντόρ είχε σοβαρά προβλήματα. Ο Μπριντ’Αμούρ όφειλε σε μεγάλο βαθμό τη νίκη του πάνω στο Άβον στους υπαινιγμούς των Γασκόνων προς τον Γκρινσπάροου ότι προτιμούν να υπάρχει ένα ελεύθερο Εριαντόρ κι ότι μπορεί ακόμη και να έμπαιναν στον πόλεμο για να το υποστηρίξουν. Όμως, για να εξασφαλίσει αυτήν τη βοήθεια από το τεράστιο νότιο βασίλειο, ο Μπριντ’Αμούρ είχε υποσχεθεί στη Γασκόνη μερικές πολύ ευνοϊκές λιμενικές συμφωνίες. Τώρα, με την παρουσία των Χιούγκοθ, είχε υποχρεωθεί να ειδοποιήσει την Γασκόνη να μην πλησιάσουν τις ανατολικές ακτές του Εριαντόρ, ανάμεσά τους και το σημαντικό λιμάνι του Τσάλμπερς, χωρίς μεγάλη πολεμική συνοδεία.
Ήξερε ότι το νέο θα δυσαρεστούσε τους Γασκόνους. Μπορεί ακόμη να κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το Εριαντόρ ήταν πιο ασφαλές για τα εμπορικά τους πλοία όταν υπήρχε η προστατευτική κυριαρχία του Γκρινσπάροου. Και αν έλεγαν έστω μια λέξη σχετικά στον Γκρινσπάροου, το Εριαντόρ μπορεί να βρισκόταν πάλι σε πόλεμο με το Άβον, έναν πόλεμο που ο Μπριντ’Αμούρ φοβόταν ότι δεν θα μπορούσαν να ξανακερδίσουν. Το Άβον είχε πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό, καλύτερα εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο στρατό και αδίσταχτους συμμάχους στο πρόσωπο των Κυκλωπιανών. Επίσης, μολονότι ο Μπριντ’Αμούρ πίστευε ότι είναι ισοδύναμος με τον Γκρινσπάροου στις μαγικές ικανότητες, ήταν ο μοναδικός μάγος του Εριαντόρ, ενώ ο Γκρινσπάροου διέθετε τουλάχιστον τέσσερις μάγους-δούκες συν την δούκισσα του Μάνινγκτον στην αυλή του.
Κι αν οι πανίσχυροι Χιούγκοθ ήταν κι αυτοί υποχείρια του Γκρινσπάροου…
Έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατάσταση στο Τζάιμπι γρήγορα, με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Ο Λούθιεν, η Κατρίν και ο Όλιβερ ήταν οι πιο ενδεδειγμένοι για μια τέτοια αποστολή. Επιπλέον, είχε δώσει ήδη εντολή να φύγουν από το Νταϊαμοντγκέιτ σαράντα πολεμικά πλοία, σχεδόν ο μισός του στόλος, να περιπλεύσουν τις βόρειες ακτές του Εριαντόρ και να συναντήσουν τον Λούθιεν στο Τζάιμπι.
Ο βασιλιάς του Εριαντόρ έμεινε όλη τη νύχτα στον πύργο της Μητρόπολης προβληματισμένος κι ανήσυχος αναζητώντας απαντήσεις στα αστέρια, αλλά χωρίς να διαβλέπει τίποτα εκτός από μια πολύ πιθανή καταστροφή.