13 Αποδείξεις και σφάλματα

Η επιστροφή τους στο Κάερ Μακντόναλντ έγινε δεκτή με κραυγές εκδίκησης και θριαμβευτικά σαλπίσματα από τα τείχη της πόλης. Τα νέα για τη νίκη τους είχαν προηγηθεί, μαζί με ψίθουρους ότι στη μάχη είχε αιχμαλωτιστεί ένας από τους μάγους-δούκες του Άβον.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ ήταν συνέχεια δίπλα στον Ρέσμορ με τα σπαθιά τους έτοιμα. Ο δούκας δεν είχε πει λέξη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πέρα από μια σειρά απειλές που εξαπέλυσε μιλώντας συχνά για τον Γκρινσπάροου, σαν να περίμενε ότι ακούγοντας εκείνο το όνομα θα τους έπιανε τρεμούλα. Παρ’ ότι τον είχαν καλά δεμένο και τον περισσότερο καιρό φιμωμένο, ο Λούθιεν κρατούσε τον Τυφλωτή επικίνδυνα κοντά στον λαιμό του. Είχε πείρα με μάγους-δούκες, περισσότερη από όση θα ήθελε, έτσι δεν ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει. Δεν είχε καμιά διάθεση να αντιμετωπίσει πάλι τον Α’ τα’ αρέφι ή οποιονδήποτε άλλον δαίμονα, ούτε θα άφηνε να του ξεφύγει ο Ρέσμορ, η απόδειξή τους ότι ο Γκρινσπάροου παραβίασε τη συνθήκη.

Άνδρες, γυναίκες και πολλά, πολλά παιδιά ήταν παραταγμένοι στους δρόμους της πόλης, όταν μπήκε στο Κάερ Μακντόναλντ η νικηφόρα πομπή. Μπροστά πήγαιναν η Σιόμπαν με τον Σάγκλιν, οι Κάτερς πίσω από την αρχηγό τους και είκοσι νάνοι να ακολουθούν τον Σάγκλιν. Στη μέση αυτής της ισχυρής δύναμης ήταν ο Λούθιεν, ο Όλιβερ και ο πολύτιμος αιχμάλωτός τους. Από πίσω ακολουθούσαν άλλοι είκοσι νάνοι, που φρουρούσαν καμιά δεκαριά κουρελιασμένους Κυκλωπιανούς αιχμαλώτους. Οι νάνοι ήθελαν να εξοντώσουν όλους τους μονόφθαλμους που έπιασαν στα βουνά, αλλά ο Λούθιεν και η Σιόμπαν τους έπεισαν ότι οι αιχμάλωτοι θα έπαιζαν τώρα κρίσιμο πολιτικό ρόλο. Οι υπόλοιποι νάνοι, μαζί με άλλη μια ντουζίνα Κυκλωπιανών αιχμαλώτων, επέστρεφαν στο μεταξύ στο Νταν Ντάροου για να ενημερώσουν τον βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο για τη νίκη.

Οι ζητωκραυγές συνόδευαν την πομπή σε όλο τον κεντρικό δρόμο του Κάερ Μακντόναλντ. Πολλοί πετούσαν ασημένια νομίσματα ή πρόσφεραν καλό κρασί και μπίρα, ή πιάτα γεμάτα φαγητό.

Ο Όλιβερ απολάμβανε τις επευφημίες, μάλιστα σε κάποιο σημείο στάθηκε όρθιος πάνω στα καπούλια του Θρεντμπέαρ και έκανε μια βαθιά υπόκλιση στον κόσμο βγάζοντας το καπέλο του με μια επιδεικτική κίνηση. Ο Λούθιεν προσπαθούσε να παραμείνει σοβαρός, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Στην αρχή της πομπής, η Σιόμπαν και ο Σάγκλιν δεν έδιναν σημασία στο πλήθος. Αυτοί οι δύο ήταν η προσωποποίηση των δεινών που υπέφεραν οι φυλές τους στα χέρια του Γκρινσπάροου. Οι νάνοι, έχοντας υποδουλωθεί, δούλευαν σαν τεχνίτες για τις τάξεις των αριστοκρατών και των εμπόρων, μέχρι να πάψουν να είναι χρήσιμοι ή να δώσουν στους αφέντες τους κάποια δικαιολογία για να τους καταδικάσουν σε καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία. Και τα ξωτικά δεν είχαν ζήσει καλύτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τα ξωτικά δεν ήταν πολλά στη Θάλασσα του Άβον —τα περισσότερα είχαν φύγει από τα νησιά για άγνωστα μέρη, πολλά χρόνια πριν την επικράτηση του Γκρινσπάροου— αλλά εκείνα που πιάστηκαν δόθηκαν σε πλούσιους σαν υπηρέτες και παλλακίδες. Η Σιόμπαν, που δεν ήταν καθαρόαιμο ξωτικό, βρισκόταν στο κατώτερο σκαλοπάτι της φυλετικής ιεραρχίας του Γκρινσπάροου και είχε περάσει πολλά χρόνια σαν υπηρέτρια ενός τυραννικού εμπόρου, που την έδερνε και τη βίαζε κατά βούληση.

Έτσι αυτοί οι δύο δεν χαμογελούσαν, ούτε γιόρταζαν. Ο Λούθιεν ένιωθε ότι η νίκη ήρθε όταν ελευθερώθηκε το Εριαντόρ. Για τον Σάγκλιν όμως και την Σιόμπαν νίκη σήμαινε να δουν το κεφάλι του Γκρινσπάροου καρφωμένο σε πάσσαλο.

Τίποτα λιγότερο.

Ο Μπριντ’Αμούρ τους υποδέχτηκε στην πλατεία της Μητρόπολης. Με αποφασιστικές δρασκελιές πέρασε δίπλα από την Σιόμπαν και τον Σάγκλιν, κάνοντάς τους νόημα ότι θα ακούσει αργότερα τις αφηγήσεις τους. Με το βλέμμα καρφωμένο στον αιχμάλωτο, σταμάτησε όταν βρέθηκε μπροστά του.

Σήκωσε το χέρι και του έβγαλε το φίμωτρο.

«Είναι μάγος», τον προειδοποίησε ο Λούθιεν.

«Τον λένε Ρέσμορ», πρόσθεσε ο Όλιβερ.

«Είσαι ένας από τους δούκες του Γκρινσπάροου;» τον ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ, αλλά ο Ρέσμορ ξεφύσηζε αγανακτισμένος σηκώνοντας ψηλά το χοντρό κεφάλι του.

«Φορούσε αυτό», συνέχισε ο Όλιβερ, καθώς έδινε το ακριβό καπέλο στον βασιλιά. «Δεν μου ήταν πολύ δύσκολο να του το πάρω».

Ο Λούθιεν τον κοίταξε ενοχλημένος, αλλά ο Όλιβερ έκανε ότι δεν τον βλέπει κρατώντας το βλέμμα του καρφωμένο στον βασιλιά.

Ο Μπριντ’Αμούρ, αφού πήρε το καπέλο, το περιέστρεψε στα χέρια του κοιτάζοντας τον θυρεό: ένα ακρόπλωρο πλοίου που απεικόνιζε ορθωμένο άλογο με αγριεμένα μάτια και τεντωμένα ρουθούνια. «Νιουκάστλ», είπε ήρεμα ο βασιλιάς. «Είσαι ο Ρέσμορ, δούκας του Νιουκάστλ».

«Φίλος του Γκρινσπάροου, που είναι βασιλιάς όλης της Θάλασσας του Άβον!» απάντησε ταραγμένος ο Ρέσμορ.

«Και βασιλιάς της Γασκόνης σίγουρα», πρόσθεσε σαρκαστικά ο Όλιβερ.

«Άλλα λέει η συνθήκη», απάντησε ήρεμα ο Μπριντ’Αμούρ χαμογελώντας με την γκάφα του δούκα. «Η συμφωνία μας δηλώνει ότι ο Γκρινσπάροου είναι βασιλιάς του Άβον και ο Μπριντ’Αμούρ βασιλιάς του Εριαντόρ. Ή σκοπεύεις να δηλώσεις επίσημα ότι θεωρείς τη συνθήκη άκυρη;»

Ο Ρέσμορ άρχισε να ιδρώνει καθώς συνειδητοποιούσε το σφάλμα του. «Ήθελα να πω…» τραύλισε, αλλά μετά σταμάτησε. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει, σήκωσε πάλι περήφανα το κεφάλι. «Δεν έχετε δικαίωμα να με κρατάτε!» δήλωσε.

«Αιχμαλωτίστηκες νόμιμα», είπε ο Όλιβερ. «Από εμένα».

«Παράνομα!» διαμαρτυρήθηκε ο Ρέσμορ. «Ήμουν στα βουνά, σε ουδέτερη περιοχή για τα δύο βασίλεια!»

«Ήσουν στο Άιρον Κρος από την πλευρά του Εριαντόρ», του υπενθύμισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ούτε τριάντα χιλιόμετρα από το Κάερ Μακντόναλντ».

«Δεν θυμάμαι να υπάρχουν όροι στη συνθήκη, που απαγορεύουν…» άρχισε να λέει ο Ρέσμορ.

«Ήσουν με τους Κυκλωπιανούς», τον έκοψε ο Λούθιεν.

«Και πάλι, σύμφωνα με τη συνθήκη…»

«Π’ ανάθεμα τη συνθήκη σας!» φώναξε ο Λούθιεν, παρ’ ότι ο Μπριντ’Αμούρ προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. «Οι μονόφθαλμοι λεηλατούν τα χωριά μας, δολοφονούν αθώους, ακόμη και παιδιά. Παρακινημένοι από τον άθλιο βασιλιά σου!»

Εκατό φωνές υψώθηκαν συμφωνώντας με τον Λούθιεν, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ έμεινε ήρεμος. Ο βασιλιάς του Εριαντόρ, έμπειρος στα πολιτικά θέματα, ηρέμησε τον κόσμο φοβούμενος ότι θα ξεσηκωθεί ο όχλος και θα κρεμάσει τους αιχμαλώτους, πριν ο ίδιος συγκεντρώσει τις αποδείξεις που ήθελε.

«Από πότε οι μονόφθαλμοι χρειάζονται την παρακίνηση ενός ανθρώπου για να κάνουν επιδρομές και λεηλασίες;» ρώτησε σαρκαστικά ο Ρέσμορ.

«Μπορούμε να αποδείξουμε ότι η ομάδα των μονόφθαλμων με τους οποίους σε πιάσαμε είναι υπεύθυνη για τις επιδρομές», είπε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Για τις οποίες δεν ξέρω τίποτα», απάντησε ψύχραιμα ο Ρέσμορ. «Ήμουν μαζί τους μερικές μέρες μόνο, και δεν έφυγαν καθόλου από τα βουνά σε αυτό το διάστημα. Μέχρι που εξαπολύσατε την παράνομη επίθεσή σας. Ποιος είναι ο επιδρομέας, τώρα;»

Τα γαλάζια μάτια του Μπριντ’Αμούρ άστραψαν επικίνδυνα ακούγοντας το τελευταίο σχόλιο. «Όμορφα λόγια, δούκα Ρέσμορ», είπε βλοσυρός. «Αλλά άχρηστα, σε διαβεβαιώνω. Στη σφαγή του Σάουγκλς Γκλεν χρησιμοποιήθηκε μαγεία. Τα ίχνη της είναι ακόμη αισθητά σε όσους είναι γνώστες τέτοιων δυνάμεων».

Η όχι και τόσο συγκαλυμμένη υπενθύμιση του Μπριντ’Αμούρ ότι είναι κι αυτός μάγος φάνηκε να θορυβεί τον Ρέσμορ.

»Ο ρόλος σου στις επιθέσεις μπορεί να αποδειχθεί», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ, «θυμίσου ότι ο λαιμός ενός μάγου δεν έχει περισσότερη αντίσταση στην αγχόνη από ό,τι ενός χωρικού».

Το πλήθος άρχισε να φωνάζει ζητώντας τον θάνατό του στην κρεμάλα, στην πυρά ή με όποια άλλη μέθοδο θα ήταν η πιο γρήγορη. Πολλοί έδειχναν έτοιμοι να ορμήσουν και να τον λιντσάρουν, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ αντέδρασε αμέσως. Έκανε νόημα στον Λούθιεν και στους άλλους να πάνε τον Ρέσμορ και τους Κυκλωπιανούς στη Μητρόπολη, όπου τους έβαλαν σε χωριστά μπουντρούμια. Μετά έδωσε εντολή να φρουρούν τον Ρέσμορ δύο ξωτικά, που είναι πολύ ευαίσθητα στην μαγεία. Οι προσωπικοί φρουροί του δούκα στέκονταν συνεχώς από πάνω του με τα σπαθιά τραβηγμένα.

«Θα πρέπει να σε ευχαριστήσουμε για τον ρόλο σου στη σύλληψη του δούκα», είπε ο Λούθιεν στον Μπριντ’Αμούρ, καθώς περπατούσαν στους διαδρόμους της Μητρόπολης μαζί με τον Όλιβερ.

«Α, ναι», συμφώνησε ο Όλιβερ. «Πολύ καλή βολή!»

Ο Μπριντ’Αμούρ επιβράδυνε το βήμα του για να τους κοιτάξει. Η έκφρασή του έδειχνε ότι δεν καταλαβαίνει.

«Στα βουνά», του εξήγησε ο Λούθιεν. «Όταν ο Ρέσμορ κάλεσε τον δαίμονά του».

«Αντιμετωπίσατε κι άλλον δαίμονα;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Ναι, μέχρι που τον βρήκε ο κεραυνός σου», απάντησε ο Όλιβερ. «Όρμησε στον Λούθιεν. Εμένα δεν τόλμησε να με πλησιάσει, φυσικά, φοβήθηκε το ξίφος μου».

«Τον έλεγαν Α’ τα’ αρέφι», τον διέκοψε ο Λούθιεν, μη θέλοντας να ακούσει τις πάντα υπερφίαλες περιγραφές του Όλιβερ.

Ο Μπριντ’Αμούρ έδειχνε ακόμη να μην καταλαβαίνει.

«Έμοιαζε με σκυλί», πρόσθεσε ο Λούθιεν, «παρ’ ότι περπατούσε όρθιος, σαν άνθρωπος».

«Και η γλώσσα του ήταν διχαλωτή», πρόσθεσε ο Όλιβερ κουνώντας παραστατικά τα δάχτυλά του μπροστά στο στόμα του.

Ο Μπριντ’Αμούρ σήκωσε τους ώμους.

«Ο κεραυνός δεν μπορεί να ήταν τυχαίος!» επέμεινε ο Λούθιεν.

«Πες μου ξεκάθαρα τι έγινε», είπε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Ο δαίμονας του Ρέσμορ όρμησε πάνω μας», απάντησε ο Λούθιεν. «Ήταν μόνο πέντε βήματα μακριά μου όταν ξέσπασε η καταιγίδα και τον χτύπησε κεραυνός».

«Μπουμ!» φώναξε ο Όλιβερ. «Τον βρήκε κατακέφαλα».

«Και το μόνο που έμεινε από τον Α’ τα’ αρέφι ήταν η μαυρισμένη γλώσσα του», είπε ο Λούθιεν.

«…Διχαλωτή», πρόσθεσε ο Όλιβερ.

Ο Μπριντ’Αμούρ έτριψε τη λευκή γενειάδα του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του λένε οι δύο φίλοι γιατί δεν είχε καν ασχοληθεί με εκείνη την υπόθεση. Ήταν τόσο απορροφημένος από τις εξελίξεις στα ανατολικά και στα νότια ώστε δεν είχε καν ιδέα ότι ο Λούθιεν και ο Όλιβερ πήγαν στα βουνά με την Σιόμπαν, και πολύ περισσότερο ότι αντιμετώπισαν έναν δαίμονα! Από την άλλη μεριά, του φαινόταν τελείως αδύνατο να ήταν τυχαίος ο κεραυνός. Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ ήταν τυχεροί συνήθως, αλλά θα ήταν παρατραβηγμένο να σωθούν από έναν τυχαίο κεραυνό. Προφανώς είχε αναμειχθεί κάποιος μάγος. Μπορεί να ήταν ο ίδιος ο Γκρινσπάροου, που σημάδεψε τον Λούθιεν αλλά χτύπησε τον δαίμονα του Ρέσμορ κατά λάθος. «Ναι, φυσικά», είπε τελικά στους δυο συντρόφους. «Εξαιρετική βολή. Βέβαια, οι δαίμονες δίνουν εύκολο στόχο. Ξεχωρίζουν ανάμεσα στους θνητούς σαν γίγαντες ανάμεσα σε χάφλινγκ».

Ο Λούθιεν χαμογέλασε, μολονότι δεν ήταν σίγουρος ότι ο Μπριντ’Αμούρ έλεγε αλήθεια. Δεν έβρισκε καμία άλλη εξήγηση όμως, έτσι δεν επέμεινε. Αν υπήρχε κάτι ύποπτο από άποψη μαγείας, αυτό ήταν θέμα που θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ο Μπριντ’Αμούρ κι όχι ο ίδιος.

«Ελάτε», είπε ο βασιλιάς στρίβοντας σε έναν πλαϊνό διάδρομο. «Βρήκαμε τη σύνδεση ανάμεσα στον Γκρινσπάροου και τους Κυκλωπιανούς, οπότε η συνθήκη μας με το Άβον μπορεί να θεωρηθεί άκυρη. Ας συντάξουμε την ανακωχή με τον βασιλιά Άσμουντ της Ισενλανδίας κι ας αρχίσουμε να κάνουμε τα σχέδιά μας».

«Θα κηρύξουμε πόλεμο στον Γκρινσπάροου;» ρώτησε απερίφραστα ο Λούθιεν.

«Δεν ξέρω ακόμη», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρέπει να μιλήσω με τους αιχμαλώτους και με τον πρέσβη της Γασκόνης. Πρέπει να γίνουν πολλά πριν φθάσουμε σε οριστικές αποφάσεις».

Ήταν φυσικό να είναι τόσο προσεκτικός ο Μπριντ’Αμούρ, αλλά ο Λούθιεν πίστευε τώρα ότι δεν θα αναγκαστεί να πολεμήσει με τον αδελφό του. Η προδοσία του Γκρινσπάροου είχε αποκαλυφθεί πλήρως, ο Ρέσμορ ήταν η απόδειξη που τους χρειαζόταν. Φαντάστηκε τον εαυτό του να φτάνει στο Καρλάιλ με τον στόλο του Εριαντόρ και τα πλοία των Χιούγκοθ δίπλα του.

Μια πολύ ευχάριστη προοπτική.


Ο Μπριντ’Αμούρ μπήκε στο μισοσκότεινο δωμάτιο με επισημότητα φορώντας τον μακρύ γαλάζιο χιτώνα του μάγου. Κεριά ήταν αναμμένα σε καντηλέρια στις τέσσερις γωνίες του δωματίου. Στο κέντρο υπήρχε ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι και ένα σκαμνί.

Αφού κάθισε στο σκαμνί, με τρεμάμενα χέρια τράβηξε το πανί αποκαλύπτοντας το μοναδικό αντικείμενο που υπήρχε πάνω στο τραπέζι, την κρυστάλλινη σφαίρα του. Γεμάτος ταραχή κι ένταση, άρχισε τον ψαλμό. Ο Μπριντ’Αμούρ δεν πίστευε ότι ο Γκρινσπάροου είχε εξαπολύσει τον κεραυνό για να χτυπήσει τον Λούθιεν και κατά λάθος πέτυχε τον δαίμονα του Ρέσμορ. Αν απέκλειε κανείς αυτή την περίπτωση, υπήρχε μόνο μία εξήγηση για την απίστευτη ιστορία του Λούθιεν: ένας από τους συντρόφους του από την αρχαία αδελφότητα των μάγων είχε ξυπνήσει και τους βοηθούσε. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί ο κεραυνός;

Αφού έπεσε σε ύπνωση, έστειλε την όρασή του μέσα στη σφαίρα κι από εκεί στα βουνά, σε όλο το μήκος και το πλάτος του Εριαντόρ. Τέλος, πέρασε ακόμη και τα σύνορα του χρόνου.


«Μπριντ’Αμούρ;»

Η επίκληση ερχόταν από μακριά, αλλά ήταν επίμονη.

«Μπριντ’Αμούρ;»

«Σερεντί, εσύ είσαι;» ρώτησε ο γέρο-μάγος, πιστεύοντας ότι είχε βρει επιτέλους έναν από τους συντρόφους του, έναν εύθυμο τύπο που ήταν από τους στενότερους φίλους του.

«Όχι, είμαι ο Λούθιεν», ήρθε η μακρινή απάντηση.

Ο Μπριντ’Αμούρ έψαξε στη μνήμη του προσπαθώντας να θυμηθεί ποιος μάγος είχε αυτό το γνωστό όνομα. Αισθάνθηκε ένα άγγιγμα στον ώμο του, και μετά κάποιος τον έπιασε και τον κούνησε.

Ο Μπριντ’Αμούρ, βγαίνοντας από την ύπνωση, είδε ότι βρισκόταν στο δωμάτιό του στη Μητρόπολη, με τον Λούθιεν και τον Όλιβερ να στέκονται δίπλα του. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε τελείως εξουθενωμένος από τη νυχτερινή δουλειά του.

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε.

«Ο κόκορας λάλησε», του απάντησε ο Όλιβερ, «έφαγε το πρωινό του, τακτοποίησε μερικές κότες και τώρα μάλλον ετοιμάζεται για τον απογευματινό του ύπνο!»

«Αναρωτιόμασταν πού ήσουν», εξήγησε ο Λούθιεν.

«Λοιπόν, πού ήσουν;» ρώτησε ο Όλιβερ.

Ο Μπριντ’Αμούρ ξεφύσηξε με τη διεισδυτική ερώτηση του χάφλινγκ. Φυσικά ήταν σε αυτό το δωμάτιο όλη τη νύχτα και τη μισή υπόλοιπη μέρα, φαινομενικά, αλλά στην πραγματικότητα είχε επισκεφθεί πολλά μέρη. Συνοφρυώθηκε καθώς ξαναθυμήθηκε τώρα αυτά τα ταξίδια. Το τελευταίο, στο νησί του Ντάλσεν-Μπέρα, το κεντρικό από τους Πέντε Φύλακες, τον βασάνιζε ακόμη. Η εικόνα που του είχε δείξει η κρυστάλλινη σφαίρα ήταν από το παρελθόν, αλλά δεν ήξερε πόσο παλιά είναι. Είδε Κυκλωπιανούς να σκαρφαλώνουν στους πετρώδεις λόφους του νησιού. Μετά είδε τον οδηγό τους, έναν άνθρωπο που τον αναγνώρισε παρ’ ότι στη σφαίρα δεν ήταν τόσο χοντρός ούτε είχε τόσο μεγάλα προγούλια όπως σήμερα — έναν άνθρωπο που ο Μπριντ’Αμούρ κρατούσε τώρα αιχμάλωτο στα μπουντρούμια της Μητρόπολης!

Στο όραμα ο Ρέσμορ κρατούσε ένα ασυνήθιστο αντικείμενο, ένα διχαλωτό κλαδί. Πολλοί χρησιμοποιούσαν τέτοια κλαδιά στα πιο μακρινά χωριά της Θάλασσας του Άβον και σε όλο το Μπαράντουιν για να βρουν νερό. Συνήθως ένα ραβδί αυτού του είδους προϋποθέτει μια πολύ κατώτερη μορφή μαγείας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το ραβδί του Ρέσμορ είχε ισχυρή μαγική δύναμη. Με την καθοδήγηση του ραβδιού, ο Ρέσμορ και οι μονόφθαλμοι φίλοι του βρήκαν ένα κρυφό φαράγγι, όπου υπήρχε η σφραγισμένη είσοδος μιας σπηλιάς. Η προσπάθειά τους να την παραβιάσουν, ενεργοποίησε μαγικούς μηχανισμούς που προκάλεσαν εκρήξεις σκοτώνοντας πολλούς Κυκλωπιανούς, όμως υπήρχαν αρκετοί μονόφθαλμοι για να πετύχουν τον σκοπό τους. Γρήγορα η σπηλιά άνοιξε και οι Κυκλωπιανοί όρμησαν μέσα. Μετά από λίγο γύρισαν στον Ρέσμορ, που περίμενε έξω, σέρνοντας πίσω τους ένα άκαμπτο σώμα. Ήταν ο Ντιπάρτ, ο καλός Ντιπάρτ, άλλος ένας πολύ στενός φίλος του Μπριντ’Αμούρ που τον είχε βοηθήσει στην κατασκευή της Μητρόπολης και είχε διδάξει σε πολλούς Εριαντοριανούς ψαράδες τις συνήθειες των φαλαινών.

Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας ο Μπριντ’Αμούρ παρακολούθησε πολλές τέτοιες σκηνές, βλέποντας τους συντρόφους του να εξοντώνονται ένας ένας. Όλη εκείνη τη νύχτα έβλεπε τον Ρέσμορ και τον Γκρινσπάροου, τον Μόρκνεϊ, τον Πάραγκορ κι έναν άλλο μάγο, που του ήταν άγνωστος, να εντοπίζουν τους ανυπεράσπιστούς κοιμισμένους συντρόφους του και να τους σκοτώνουν.

Καθώς ένα ρίγος διαπέρασε τον Μπριντ’Αμούρ, ο Λούθιεν έβαλε το χέρι στον ώμο του.

«Φοβάμαι ότι είναι όλοι νεκροί», είπε σιγά ο μάγος.

«Ποιοι;» τον ρώτησε ο Όλιβερ μην καταλαβαίνοντας ποιούς εννοούσε και κοιτάζοντας ανήσυχα γύρω του.

«Η αρχαία αδελφότητα», απάντησε ο μάγος — και εκείνη τη στιγμή φαινόταν πραγματικά γέρος. «Μόνο εγώ ξέφυγα από την προδοσία του Γκρινσπάροου, επειδή χρησιμοποίησα πάρα πολλά ξόρκια προστασίας με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να με βρουν».

«Είδες να τους σκοτώνουν όλους;» ρώτησε έκπληκτος ο Λούθιεν κοιτάζοντας την κρυστάλλινη σφαίρα. Ο Μπριντ’Αμούρ τους είχε πει ότι οι μάγοι που έπεσαν σε ύπνο πριν από τόσους αιώνες ήταν πάρα πολλοί.

«Όχι όλους».

«Γιατί κοίταξες;» ρώτησε ο Όλιβερ.

«Αυτά που έγιναν όταν πιάσατε τον Ρέσμορ…» απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Δεν έστειλες εσύ τον κεραυνό», είπε ο Λούθιεν. «Έτσι, σκέφτηκες ότι κάποιος από τους αδελφούς σου έχει ξυπνήσει και μας βοήθησε».

«Δεν είναι έτσι όμως», είπε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Είπες ότι δεν τους βρήκες όλους», του υπενθύμισε ο Όλιβερ.

«Κανείς όμως δεν είναι ξύπνιος. Είμαι σχεδόν σίγουρος γι’ αυτό», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αν ήταν, θα τον είχα αντιληφθεί με την κρυστάλλινη σφαίρα ή τουλάχιστον θα είχα εντοπίσει κάποιες ενδείξεις».

«Όμως, αν δεν έστειλες εσύ τον κεραυνό…» είπε ο Λούθιεν.

Ο Μπριντ’Αμούρ σήκωσε τους ώμους. Δεν μπορούσε να βρει καμιά εξήγηση. Μετά αναστέναξε γέρνοντας πίσω στο κάθισμά του. «Κάναμε λάθος, φίλοι μου», είπε. «Μεγάλο λάθος».

«Εγώ δεν έκανα κανένα λάθος», είπε ο Όλιβερ.

«Εννοείς την αρχαία αδελφότητα;» ρώτησε ο Λούθιεν ρίχνοντας ταυτόχρονα ένα αυστηρό βλέμμα στον Όλιβερ για την υπεροψία του.

«Νομίζαμε ότι η χώρα ήταν σε καλά χέρια», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Η εποχή της μαγείας τελείωνε, γι’ αυτό αποτραβηχτήκαμε κι εμείς, πέσαμε σε μαγικό ύπνο για να διατηρήσουμε ό,τι απέμενε από τις δυνάμεις μας, μέχρι να μας χρειαστεί ξανά ο κόσμος.

»Πέσαμε όλοι σε ύπνο», συνέχισε με φωνή που μόλις ακουγόταν. «Εκτός από τον Γκρινσπάροου, όπως φάνηκε κατόπιν, που δεν ήταν παρά ένας μικρός και ασήμαντος μάγος. Ακόμη και οι μεγάλοι δράκοντες δεν αποτελούσαν κίνδυνο πια, τους είχαμε σκοτώσει ή φυλακίσει, όπως τον Βαλτάσαρ».

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ αισθάνθηκαν ένα ρίγος, μόλις άκουσαν το όνομα αυτού του δράκοντα που γνώριζαν τόσο καλά!

»Έχασα το μαγικό ραβδί μου στο σπήλαιο του Βαλτάσαρ», συνέχισε ο μάγος, γυρίζοντας να κοιτάξει τον Λούθιεν. «Αλλά δεν πίστευα ότι θα το ξαναχρειαστώ ποτέ. Μέχρι που ξύπνησα και βρήκα τη χώρα κάτω από τον σκοτεινό ζυγό του Γκρινσπάροου».

«Τα γνωρίζουμε αυτά», είπε ο Λούθιεν. «Όμως, αν ο Γκρινσπάροου ήταν τόσο ασήμαντος μάγος, πώς απέκτησε τέτοιες μεγάλες δυνάμεις;»

«Τι τρομερό σφάλμα!» είπε ο Μπριντ’Αμούρ σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Πιστεύαμε ότι η μαγεία σβήνει, κι αυτό ήταν αλήθεια με τα δικά μας κριτήρια. Αλλά ο Γκρινσπάροου βρήκε έναν άλλο τρόπο να την ξαναζωογονήσει. Συμμάχησε με δαίμονες, άντλησε από δυνάμεις που δεν έπρεπε να αγγίξει, με τις οποίες δημιούργησε μια καινούργια πηγή μαγικής δύναμης. Έπρεπε να το είχαμε προβλέψει αυτό και να είχαμε πάρει προφυλάξεις, πριν κοιμηθούμε».

«Συμφωνώ απολύτως!» πετάχτηκε ο Όλιβερ, αλλά χαμήλωσε αμέσως τα μάτια όταν είδε τον Λούθιεν να τον κοιτάζει βλοσυρά.

«Έπρεπε να με βλέπατε τότε!» είπε ξαφνικά ο μάγος, με το πρόσωπό του να λάμπει από τη δύναμη της χαμένης νιότης του. «Οι δυνάμεις μου ήταν πολύ μεγαλύτερες! Μπορούσα να ασκήσω τη μαγική τέχνη όλη μέρα, να κοιμηθώ καλά τη νύχτα και να τη μεταχειριστώ ξανά το επόμενο πρωί». Τα γερασμένα χαρακτηριστικά του σκοτείνιασαν. «Τώρα όμως δεν είμαι τόσο δυνατός. Ο Γκρινσπάροου και οι σύντροφοί του αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους από τους δαίμονες, μια πηγή που δεν μπορώ και δεν θέλω να χρησιμοποιήσω».

«Νίκησες όμως τον δούκα Πάραγκορ», έσπευσε αμέσως να του υπενθυμίσει ο Λούθιεν.

Ο Μπριντ’Αμούρ ξεφύσηξε περιφρονητικά, αλλά ταυτόχρονα χαμογέλασε. «Είναι αλήθεια», παραδέχτηκε. «Επίσης ο Μόρκνεϊ είναι νεκρός, ενώ ο δούκας Ρέσμορ, τώρα που δεν έχει τον δαίμονά του, δεν είναι παρά ένας ασήμαντος μάγος που δεν μπορεί να μας απειλήσει». Κοίταξε πάλι τον Λούθιεν σκυθρωπός. «Αλλά αυτοί δεν είναι παρά βοηθοί του Γκρινσπάροου, που ανήκε στην αρχαία αδελφότητα. Αυτοί οι δούκες, μαζί με την δούκισσα του Μάνινγκτον, είναι θνητοί, δεν ανήκαν στην αδελφότητα. Ασήμαντα πιόνια που παίρνουν την ισχύ τους από τον Γκρινσπάροου».

Ο Λούθιεν είδε ότι ο φίλος του χρειαζόταν δύναμη εκείνη τη στιγμή. «Όταν σκοτώσουμε τον Γκρινσπάροου», δήλωσε, «εσύ, ο Μπριντ’Αμούρ, ο βασιλιάς του Εριαντόρ, θα είσαι ο ισχυρότερος μάγος στον κόσμο».

Ο Όλιβερ χειροκρότησε, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ είπε μόνο με σιγανή φωνή: «Κάτι που δεν θέλησα ποτέ».


«Αφήστε μας», είπε ο Μπριντ’Αμούρ μπαίνοντας στο μπουντρούμι κάτω από τη Μητρόπολη. Το μικρό δωμάτιο, γεμάτο καπνό, φωτιζόταν μόνο από έναν δαυλό που έκαιγε στον τοίχο δίπλα στην πόρτα.

Τα δυο ξωτικά που φρουρούσαν τον αιχμάλωτο κοιτάχτηκαν ανήσυχα παρατηρώντας μετά τον Ρέσμορ, δεν μπορούσαν όμως να παρακούσουν τον βασιλιά. Κάνοντας μια μικρή υπόκλιση βγήκαν έξω αλλά, αντί να φύγουν, πήραν θέσεις δίπλα στη μικρή πόρτα του κελιού.

Ο Μπριντ’Αμούρ έκλεισε την πόρτα ατενίζοντας τον Ρέσμορ. Ο δούκας ήταν καθισμένος κάτω, στη μέση του κελιού, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του και πιασμένα με αλυσίδα στους αστραγάλους. Το στόμα και τα μάτια του ήταν δεμένα κι αυτά.

Ο Μπριντ’Αμούρ χτύπησε τα χέρια του και οι αλυσίδες έπεσαν από τους καρπούς του Ρέσμορ. Εκείνος σήκωσε τα χέρια κι έβγαλε πρώτα το πανί από τα μάτια του και μετά το φίμωτρο, ενώ ταυτόχρονα τέντωνε τα μουδιασμένα πόδια του.

«Απαιτώ καλύτερη μεταχείριση!» γρύλλισε.

Ο Μπριντ’Αμούρ έκανε έναν κύκλο μέσα στο δωμάτιο μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο, ενώ έριχνε μια γραμμή από κίτρινη σκόνη στη βάση του τοίχου.

Ο Ρέσμορ του φώναξε κάμποσες φορές, βλέποντας όμως ότι ο βασιλιάς δεν του απαντά, σταμάτησε και τον παρακολουθούσε με περιέργεια.

Ο Μπριντ’Αμούρ, αφού έφτιαξε με τη γραμμή της σκόνης έναν κύκλο που έπιανε όλο το δωμάτιο, μετά γύρισε για να κοιτάξει τον δούκα.

«Ποιος εξόντωσε τον δαίμονά σου;» τον ρώτησε.

Ο Ρέσμορ άρχισε να τραυλίζει ψάχνοντας μια απάντηση. Είχε βγάλει το ίδιο συμπέρασμα με τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, ότι αυτό ήταν έργο του Μπριντ’Αμούρ.

«Αν ο Α’ τα’ αρέφι…» άρχισε να λέει ο Μπριντ’Αμούρ.

«Ένας μάγος θα ’πρεπε να προσέχει περισσότερο όταν προφέρει αυτό το όνομα!» τον έκοψε ο Ρέσμορ.

Ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε αργά το κεφάλι. «Όχι εδώ μέσα», είπε κοιτάζοντας τη γραμμή της κίτρινης σκόνης. «Ο δαίμονάς σου, αν υπάρχει ακόμη, δεν μπορεί να ακούσει την κλήση σου. Δεν μπορείς καν να βγεις από το δωμάτιο, ούτε εσύ ούτε η μαγεία σου».

Ο Ρέσμορ έριξε πίσω το κεφάλι αρχίζοντας να γελάει ασυγκράτητα, σαν να τον κορόιδευε. Σηκώθηκε όρθιος με δυσκολία μα κόντεψε να ξαναπέσει, γιατί τα πόδια του ήταν ακόμη μουδιασμένα. «Θα ’πρεπε να φέρεσαι με περισσότερο σεβασμό στους ίσους σου, εσύ που διεκδικείς τον θρόνο αυτής της ξεχασμένης χώρας».

«Κι εσύ θα ’πρεπε να προσέχεις πώς μιλάς», τον προειδοποίησε ο Μπριντ’Αμούρ, «γιατί θα σου κόψω τη γλώσσα».

«Πώς τολμάς!»

«Σιωπή!» βρυχήθηκε ο γέρο-μάγος, με όλη του την ισχύ να διοχετεύεται μέσα στη φωνή του. Τα μάτια του Ρέσμορ άνοιξαν διάπλατα κι έκανε πίσω ένα βήμα. «Δεν είσαι ίσος μου!» συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Εσύ και οι φίλοι σου, λακέδες του Γκρινσπάροου όλοι, δεν είστε παρά μια σκιά της δύναμης που είχε η αδελφότητα».

«Εγώ…»

«Πολέμησε μαζί μου!» τον διέταξε ο Μπριντ’Αμούρ.

Ο Ρέσμορ ξεφύσηξε περιφρονητικά, αλλά σταμάτησε καθώς είδε τον Μπριντ’Αμούρ να αρχίζει ένα ξόρκι ψέλνοντας δυνατά. Ο Ρέσμορ άρχισε κι αυτός ένα δικό του ξόρκι. Απλώνοντας το χέρι προς τον δαυλό, τράβηξε μια φλόγα για να την εκτοξεύσει στον αντίπαλό του.

Η φλόγα, αφού αποσπάστηκε από τον δαυλό υπακούοντας στη μαγεία του Ρέσμορ, δυνάμωσε φτάνοντας μπροστά στον Μπριντ’Αμούρ. Ο δούκας έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του ολοκληρώνοντας το ξόρκι και στέλνοντας ένα τελευταίο κύμα ενέργειας, που θα έπρεπε να κάνει τη μικρή φλόγα να γίνει πύρινη μπάλα. Οι ελπίδες του όμως έσβησαν αμέσως, όταν η φλόγα έπεσε στο έδαφος και επιμηκύνθηκε παρακούοντας τις εντολές του.

Ο Μπριντ’Αμούρ συνέχιζε το ξόρκι του διοχετεύοντας τη μαγεία του στη φλόγα. Πήρε τον έλεγχό της από τον Ρέσμορ, τη δυνάμωσε και τη μεταμόρφωσε. Η φλόγα πήρε βαθμιαία τη μορφή λιονταριού, έγινε ένα πύρινο ζώο με φλόγινα μάτια και χαίτη από φωτιά.

Ο Ρέσμορ χλόμιασε κάνοντας άλλο ένα βήμα πίσω, μετά γύρισε για να τρέξει προς την πόρτα, αλλά έπεσε πάνω σε ένα μαγικό τείχος συμπαγές σαν πέτρα και οπισθοχώρησε παραπατώντας στη μέση του κελιού. Εκεί, ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του, γύρισε προς τον μάγο και το πύρινο ζώο του.

Ο Μπριντ’Αμούρ άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τη φλόγινη χαίτη του λιονταριού.

«Δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση», είπε ο Ρέσμορ.

«Ψευδαίσθηση;» απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. Γύρισε στο λιοντάρι. «Σε αποκάλεσε ψευδαίσθηση», είπε. «Μεγάλη προσβολή. Μπορείς να τον σκοτώσεις».

Τα μάτια του Ρέσμορ άνοιξαν διάπλατα, όταν ο βρυχηθμός του λιονταριού αντήχησε μέσα στο κελί. Το λιοντάρι συσπειρώθηκε —ο Ρέσμορ δεν είχε πουθενά να πάει!— και μετά εκτινάχτηκε προς τον δούκα. Αυτός ούρλιαξε κι έπεσε κάτω σκεπάζοντας το κεφάλι του με τα χέρια και σφαδάζοντας από φόβο.

Αλλά ήταν απροστάτευτος πάνω στο δάπεδο, έτσι όταν τόλμησε επιτέλους να κοιτάξει, είδε τον Μπριντ’Αμούρ να στέκεται ήρεμα στην άκρη του κελιού. Το πύρινο λιοντάρι δεν φαινόταν πουθενά, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

«Ψευδαίσθηση…» είπε ο Ρέσμορ. Σε μια μάταια προσπάθεια να ξαναβρεί την αξιοπρέπειά του, σηκώθηκε όρθιος και τινάχτηκε.

«Είμαι κι εγώ ψευδαίσθηση;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ.

Ο Ρέσμορ τον κοίταξε με αμφιβολία.

Ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε τα χέρια του, με αποτέλεσμα μια δυνατή ριπή ανέμου να χτυπήσει τον Ρέσμορ τινάζοντάς τον προς τα πίσω πάνω στο μαγικό τείχος. Όταν προσγειώθηκε στα πόδια του παραπατώντας, σήκωσε το κεφάλι για να δει τον Μπριντ’Αμούρ να χτυπά τα χέρια του μεταξύ τους και μετά να τινάζει τις παλάμες του προς το μέρος του. Ένας κεραυνός ενέργειας, χτυπώντας τον στην κοιλιά, τον δίπλωσε στα δύο από τον πόνο.

Ο Μπριντ’Αμούρ βρυχήθηκε και κατέβασε με δύναμη το ένα χέρι του. Η μαγεία του, μια προέκταση της οργής του, έστειλε ένα κύμα ενέργειας που χτύπησε τον σκυμμένο Ρέσμορ στο σβέρκο για να τον ρίξει αμέσως μπρούμυτα στο χώμα.

Έμεινε εκεί ζαλισμένος και ματωμένος, χωρίς να έχει κουράγιο να σηκωθεί. Μετά όμως αισθάνθηκε κάτι —ένα χέρι;— να τον πιάνει από το λαιμό και να τον τραβά προς τα πάνω. Αναγκάστηκε να σηκωθεί πάλι, όμως το τράβηγμα συνεχίστηκε ώσπου ξαφνικά βρέθηκε να αιωρείται στον αέρα, με το χέρι να του κόβει την ανάσα.

Κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον αντίπαλό του. Ο Μπριντ’Αμούρ στεκόταν με το ένα χέρι απλωμένο σαν να έσφιγγε τον αέρα.

«Σε είδα», είπε βλοσυρός. «Είδα τι έκανες στον Ντιπάρτ στο νησί του Ντάλσεν-Μπέρα!

Ο Ρέσμορ προσπάθησε να το αρνηθεί, αλλά δεν μπορούσε να πάρει ανάσα για να μιλήσει.

»Σε είδα!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ σφίγγοντας πιο δυνατά.

Ο Ρέσμορ τινάχτηκε με τον φόβο ότι θα σπάσει ο λαιμός του.

Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ έκανε μια πλατιά κίνηση με το χέρι του ανοίγοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλα, με αποτέλεσμα ο Ρέσμορ να εκτοξευτεί στην άλλη άκρη του κελιού για να βροντήξει πάλι πάνω στο μαγικό τείχος και να πέσει στα γόνατα αγκομαχώντας, με τη μύτη σπασμένη. Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να γυρίσει πάλι προς τον Μπριντ’Αμούρ, κι όταν τα κατάφερε είδε τον γερο-μάγο να στέκεται ήρεμα στη θέση του κρατώντας μια πένα από φτερό και μια σκυτάλη με μια περγαμηνή στερεωμένη πάνω της.

Όταν τα πέταξε στον αέρα, εκείνα πλησίασαν τον Ρέσμορ σαν να κρέμονταν από αόρατες κλωστές.

«Η ομολογία σου», του εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Η παραδοχή σου ότι εσύ, με εντολή του βασιλιά Γκρινσπάροου, παρακίνησες τους Κυκλωπιανούς να κάνουν επιδρομές σε οικισμούς του Εριαντόρ και των νάνων».

Η πένα και η περγαμηνή σταμάτησαν μπροστά στον γονατισμένο δούκα, απομένοντας να αιωρούνται στον αέρα. Ο Ρέσμορ τα κοίταξε, μετά γύρισε στον Μπριντ’Αμούρ.

«Κι αν αρνηθώ να υπογράψω;» τόλμησε να ρωτήσει.

«Τότε θα σε κάνω κομμάτια», απάντησε ήρεμα ο Μπριντ’Αμούρ. «Θα σε γδάρω ζωντανό και θα σου δείξω την καρδιά σου, για να δεις τον τελευταίο της χτύπο». Ο ήρεμος τρόπος του τρόμαξε τον Ρέσμορ.

»Είδα τι έκανες», είπε πάλι ο Μπριντ’Αμούρ, λόγος που ήταν αρκετός για να καταλάβει ο Ρέσμορ ότι αυτός ο τρομερός γέρο-μάγος δεν μπλόφαρε. Πήρε την πένα και την περγαμηνή και υπέγραψε.

Ο βασιλιάς πλησίασε και πήρε την ομολογία με τα χέρια του, χωρίς μαγική βοήθεια. Ήθελε να δει ο Ρέσμορ από κοντά τη βλοσυρή του έκφραση, να καταλάβει ότι ο Μπριντ’Αμούρ, έχοντας δει τα εγκλήματά του, δεν πρόκειται να τα ξεχάσει ούτε να τα συγχωρήσει.

Μετά, αφού στράφηκε, βγήκε από το κελί περνώντας από το μαγικό τείχος με μια λέξη.

«Δεν είστε πια απαραίτητοι εδώ», τον άκουσε να λέει ο Ρέσμορ στα ξωτικά. «Ο δούκας Ρέσμορ είναι ένας ακίνδυνος βλάκας».

Η πόρτα του κελιού έκλεισε βροντώντας. Ο μοναδικός δαυλός που έκαιγε στο δωμάτιο, έσβησε ξαφνικά αφήνοντας τον Ρέσμορ μόνο κι απελπισμένο μέσα στο σκοτάδι.

Загрузка...