«Θα συγκρατήσω τα αιμοβόρα ένστικτα του Άσμουντ και του λαού μου», είπε ο Ίθαν σιγά στον Λούθιεν. Οι δυο τους στέκονταν παράμερα μέσα σε ένα μικρό άδειο δωμάτιο. Μερικά μέτρα πιο κάτω, ο Μπριντ’Αμούρ έκανε τα μαγικά του ανοίγοντας ένα τούνελ που θα μετέφερε τους καλεσμένους του πολλά χιλιόμετρα μακριά, στο Τσάλμπερς. Ο Άσμουντ, ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν και ο αδελφός Τζέιμσις στέκονταν δίπλα στον γέρο-μάγο. Οι δυο άνδρες από το Τζάιμπι περίμεναν υπομονετικά, αλλά ο βασιλιάς των Χιούγκοθ ήταν φανερά ανήσυχος.
Ο Ίθαν κοίταξε τον Άσμουντ, μη μπορώντας να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Είχε καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να πείσει τον Άσμουντ να περάσει από το τούνελ, ώστε να έλθουν στο Κάερ Μακντόναλντ. Τώρα, παρ’ ότι ο Άσμουντ ήθελε απεγνωσμένα να γυρίσει πίσω στη Θάλασσα Ντόρσαλ και στον στόλο του, τα πράγματα έδειχναν ότι ο Ίθαν έπρεπε να δώσει νέα μάχη για να τον καταφέρει να μπει ξανά στη μαγική στοά.
Ο Λούθιεν κοίταζε απορροφημένος τον αδελφό του και δεν γύρισε να δει γιατί χαμογελά. Ο Ίθαν έδειχνε να ξαναγυρίζει όλο και πιο πολύ στον παλιό του εαυτό, κι αυτό ήταν ενθαρρυντικό. Η υπόσχεσή του, να κρατήσει υπό έλεγχο τους Χιούγκοθ κατά τη διάρκεια του πολέμου, έδειχνε ότι νοιάζεται πραγματικά για το Εριαντόρ. Πόσο νοιάζεται όμως; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν, μην έχοντας βρει ακόμη απάντηση σ’ αυτό. Υποσχόμενος τα παραπάνω ο Ίθαν είχε χαρακτηρίσει τους Χιούγκοθ “λαό του”, μια ιδέα που ο Λούθιεν δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ να αμφισβητήσει.
Τα δυο αδέλφια πλησίασαν τους άλλους καθώς ο Μπριντ’Αμούρ ολοκλήρωνε το τούνελ, φανερά κουρασμένος από την εντατική χρήση της μαγείας κατά τις τελευταίες μέρες. Αυτό ήταν το δεύτερο μαγικό τούνελ που έφτιαχνε σήμερα, αφού προηγουμένως είχε στείλει την Καϊρίν Κάλθγουεϊν πίσω στο Έραντοχ για να συγκεντρώσει τον στρατό της.
«Οι δικοί μου θα με περιμένουν στο Τσάλμπερς», είπε ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν.
«Έχουν φύγει ήδη από το Τζάιμπι», πρόσθεσε ο Τζέιμσις. «Τους συνοδεύουν τα τριάντα πλοία του εριαντοριανού στόλου».
«Τα αλιευτικά μας θα αγκυροβολήσουν εκεί», συνέχισε ο επίτροπος. «Δεν είναι μεγάλη η απόσταση από το Τσάλμπερς μέχρι το Τείχος του Μαλπουισάν, όπου το στράτευμα του Τζάιμπι θα ενωθεί με τις δυνάμεις από το Νταν Κάριθ και το Γκλεν Άλμπιν, καθώς και με τους ιππείς της Καϊρίν Κάλθγουεϊν».
«Πηγαίνετε, τότε», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ο πλοίαρχος Λίρι, επικεφαλής του εριαντοριανού στόλου, περιμένει την επιστροφή σας».
Ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν και ο αδελφός Τζέιμσις έκαναν μια κοφτή υπόκλιση, τους αποχαιρέτησαν με υποσχέσεις νίκης και μπήκαν στο τούνελ χωρίς δισταγμό.
«Ένα από τα πλοία σας, σας περιμένει στο λιμάνι του Τσάλμπερς», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον νευρικό βασιλιά των Χιούγκοθ.
«Δεν θα περιμένει μέχρι να γυρίσω με τα πόδια;» ρώτησε ο Άσμουντ, καταφέρνοντας να γελάσει. Ο Ρενίρ γέλασε τρανταχτά, ενώ ο άλλος συνοδός του βασιλιά των Χιούγκοθ ήταν απασχολημένος εκείνη τη στιγμή.
«Λούθιεν Μπέντγουιρ», είπε ο Τόριν Ρόγκαρ πλησιάζοντας τον Λούθιεν και τον Ίθαν. «Δεν βρήκαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για τον αδελφό μου και φίλο σου».
«Θα ξανασυναντηθούμε», του υποσχέθηκε ο Λούθιεν.
«Για να γιορτάσουμε», απάντησε ο Τόριν. Χτύπησε τον Λούθιεν στον ώμο, χαιρέτησε με ένα νεύμα τον Ίθαν και πλησίασε πάλι τον βασιλιά του. Μετά μπήκε μαζί με τον Ρενίρ στη στροβιλιζόμενη γαλάζια ομίχλη.
«Θα περιμένω να συναντηθούμε όταν θα τελειώσουν όλα αυτά, βασιλιά Μπριντ’Αμούρ», είπε ο Χιούγκοθ. «Έχουμε πολλά να μάθουμε ο ένας από τον άλλο».
Ο Μπριντ’Αμούρ έσφιξε το χέρι του πελώριου Χιούγκοθ σε έναν δυνατό και ειλικρινή χαιρετισμό. Ο Λούθιεν και ο Ίθαν, ακούγοντας τα ενθαρρυντικά λόγια του Άσμουντ, κοιτάχτηκαν ικανοποιημένοι.
«Μην καθυστερείς», είπε ο Άσμουντ στον Ίθαν και, με μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει τα νεύρα του, μπήκε στο μαγικό τούνελ.
«Εριαντόρ ελεύθερο!» είπε ο Λούθιεν, καθώς πλησίαζαν στην είσοδο του τούνελ με τον αδελφό του.
Ο Ίθαν γύρισε και τον κοίταξε απορημένος στην αρχή, μετά όμως το πρόσωπό του πήρε σιγά-σιγά μια έκφραση ενθουσιασμού. «Εριαντόρ ελεύθερο!» επανέλαβε. «…αδελφέ μου».
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά, και εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν ένιωσε τόσο κοντά στον Ίθαν όσο και την εποχή που ζούσαν μαζί στην Νταν Βάρνα. Συνειδητοποίησε πως, ό,τι κι αν έλεγε ο Ίθαν για το πού ανήκει τώρα, στην πραγματικότητα είχαν το ίδιο αίμα. Οι δυο τους ήταν αυτό που μόλις πριν λίγο είχε αποδεχτεί ο Ίθαν: αδέλφια.
«Θα ξανασυναντηθούμε», είπε ο Ίθαν.
«Στις πύλες του Καρλάιλ!» φώναξε ο Λούθιεν καθώς ο αδελφός του χανόταν μέσα στη γαλάζια ομίχλη.
«Κρίμα που δεν υπάρχουν κι άλλοι σαν εσάς», μουρμούρισε με ένα γέλιο ο Μπριντ’Αμούρ. Ο Λούθιεν τον κοίταξε ερωτηματικά.
»Ο πατέρας σου έκανε δυο εξαιρετικούς γιους», του εξήγησε ο γέρο-μάγος. «Κρίμα που δεν υπάρχουν κι άλλοι σαν εσάς». Αφού πέρασε δίπλα στον Λούθιεν χτυπώντας τον παρηγορητικά στον ώμο, έφυγε για να ξεκουραστεί.
Ο Λούθιεν έμεινε στη θέση του παρακολουθώντας το μαγικό τούνελ που είχε αρχίσει να μικραίνει, ώσπου γρήγορα εξαφανίστηκε εντελώς. Του έλειπε κιόλας ο Ίθαν! Τον τελευταίο χρόνο, από τότε που βρέθηκε μαζί με τον Όλιβερ στην απομονωμένη ορεινή σπηλιά του Μπριντ’Αμούρ και μετά στην εξέγερση ενάντια στον δούκα Μόρκνεϊ, που γρήγορα μετατράπηκε σε ανοιχτή επανάσταση ενάντια στο Άβον, οι εξελίξεις ήταν τόσο γρήγορες ώστε δεν είχε προλάβει να σκεφτεί πολύ τον αδελφό του. Όλο αυτό το διάστημα νόμιζε ότι ο Ίθαν ήταν μακριά, στο βασίλειο του Ντουρέ, και πολεμούσε με τον στρατό που είχε δώσει ο Γκρινσπάροου στους Γασκόνους.
Μόνο όταν γύρισε τελικά στην Νταν Βάρνα και είδε τον Γκάχρις ετοιμοθάνατο, βρήκε τον χρόνο να σκεφτεί πάλι το παρελθόν, τον χαμένο αδελφό του και τον εξιλεωμένο πατέρα του.
Τώρα, ξαφνικά ο Ίθαν ξαναγύρισε στη ζωή του Λούθιεν. Τα συναισθήματά του, στροβιλιζόμενα όπως και η γαλάζια ομίχλη του μαγικού τούνελ, έτρεχαν με έναν ρυθμό εξίσου γοργό, αλλά με προορισμό που δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρος. Μπορεί ο Ίθαν να είχε βρεθεί, αλλά ο Γκάχρις είχε πεθάνει.
Ο πατέρας του ήταν νεκρός.
Ο Λούθιεν δάγκωσε δυνατά το χείλι του προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα. Το Εριαντόρ με χρειάζεται, υπενθύμισε στον εαυτό του. Ήταν η Πορφυρή Σκιά, ο ήρωας του προηγούμενου πολέμου και ηγέτης του τωρινού. Δεν ήταν δυνατό να στέκεται μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο και να κλαίει για το παρελθόν. Δεν έπρεπε να κλάψει…
Έκλαψε όμως.
«Θα σου παραδώσω το κεφάλι του Μπριντ’Αμούρ», υποσχέθηκε η δούκισσα του Μάνινγκτον.
Ο βασιλιάς Γκρινσπάροου καθόταν με άνεση στον πολυτελή θρόνο του έχοντας το ένα πόδι πάνω από το μπράτσο του μεγάλου καθίσματος και κοιτάζοντας τα νύχια του χεριού του. Αυτή η πόζα δεν μείωσε τις υποψίες της Ντιάνα ότι ο βασιλιάς ήταν πολύ ταραγμένος. Την είχε καλέσει μέσα από έναν μαγεμένο καθρέφτη, και στην αρχή η Ντιάνα σκέφτηκε να μην απαντήσει. Το κάλεσμά του Γκρινσπάροου όμως ήταν τόσο επιτακτικό ώστε κατάλαβε ότι, αν δεν πήγαινε αμέσως στον δικό της μαγεμένο καθρέφτη για να μιλήσει μαζί του, ο Γκρινσπάροου μπορεί να ερχόταν στο Μάνινγκτον, κάτι που η δούκισσα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο!
«Πού είναι ο Τακναποτίν;» ρώτησε ο Γκρινσπάροου.
Ήταν η ερώτηση που φοβόταν η Ντιάνα από την αρχή. Πήρε μια απορημένη έκφραση. «Πού θα ’πρεπε να είναι;» ρώτησε.
«Αυτό θέλω να μάθω κι εγώ!»
«Στην Κόλαση, φαντάζομαι», είπε η Ντιάνα. «Εκεί όπου ανήκει». Η Ντιάνα, βλέποντας τη συνοφρυωμένη έκφραση του βασιλιά, κατάλαβε ότι δεν την πίστευε. Οι υποψίες της ήταν σωστές, λοιπόν, ο Γκρινσπάροου είχε όντως στενή σύνδεση με τον δαίμονα που της είχε δώσει. Έτσι, τώρα την είχε καλέσει επειδή δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον δαιμονικό του κατάσκοπο.
Μέσα της η Ντιάνα έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της, που είχε χρησιμοποιήσει ένα τόσο ισχυρό ξόρκι για να διώξει τον Τακναποτίν. Φαίνεται ότι αυτό το ξόρκι, καθώς και το σπάσιμο του στέμματος, είχαν διώξει τον δαίμονα τόσο μακριά από τον κόσμο ώστε δεν μπορούσε να τον βρει ούτε ο Γκρινσπάροου με τις σημαντικές του δυνάμεις.
Εκτός αν ο Γκρινσπάροου μπλοφάρει, σκέφτηκε η Ντιάνα. Εκτός αν ο Τακναποτίν βρίσκεται στην αίθουσα του θρόνου του Γκρινσπάροου, σε σημείο όπου να μη φαίνεται από τον καθρέφτη, διασκεδάζοντας σε βάρος μου μαζί με τον ανελέητο βασιλιά του Άβον.
Η Ντιάνα κατάλαβε ότι ο φόβος της φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό της. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της, φροντίζοντας να εκμεταλλευτεί την έκφραση που πήρε άθελά της.
«Δεν έχω καταφέρει να επικοινωνήσω μαζί του από τότε… από τότε που η Σέλνα…
Τα μάτια του Γκρινσπάροου άνοιξαν διάπλατα. Η Ντιάνα κατάλαβε ότι το όνομα της Σέλνα του προκάλεσε ταραχή, κάτι που επιβεβαίωσε την υποψία της ότι η υπηρέτρια ήταν ένας ακόμη από τους κατασκόπους του Γκρινσπάροου.
»…από τότε που η Σέλνα έσπασε το στέμμα μου», κατέληξε η Ντιάνα. «Φοβάμαι ότι ο Τακναποτίν προσβλήθηκε, γιατί δεν απαντά στις κλήσεις μου…»
«Έσπασε το στέμμα σου;» την έκοψε ο Γκρινσπάροου προφέροντας κάθε λέξη αργά κι ανέκφραστα.
Για μια στιγμή η Ντιάνα φοβήθηκε ότι ο βασιλιάς θα πάθει κρίση μανίας, αλλά γρήγορα ο Γκρινσπάροου ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του και ηρέμησε.
Θύμωσε για την Σέλνα και το στέμμα, σκέφτηκε η Ντιάνα, αλλά νιώθει επίσης ανακούφιση, γιατί πίστεψε το ψέμα και τώρα νομίζει ότι είμαι ακόμη το πρόθυμο πιόνι του.
«Το στέμμα ήταν όντως μια σύνδεση ανάμεσα σ’ εσένα και τον δαίμονα», επιβεβαίωσε ο Γκρινσπάροου.
Και ανάμεσα σ’ εσένα και τον δαίμονα, σκέφτηκε η Ντιάνα.
»Του είχα δώσει μαγικές ιδιότητες πριν από πολλά χρόνια, τότε που απέκτησες για πρώτη φορά τις δυνάμεις σου», είπε ο Γκρινσπάροου.
Όταν δολοφόνησες την οικογένειά μου, συλλογίστηκε θυμωμένη η δούκισσα.
»Θα βρω κάποιον τρόπο για να γυρίσει ο Τακναποτίν», είπε ο βασιλιάς. «Ή θα σου βρω κάποιον άλλο δαίμονα, εξίσου τρομερό».
Η Ντιάνα ήθελε να τον αποτρέψει από αυτή την κίνηση, κατάλαβε όμως ότι βάδιζε σε επικίνδυνο έδαφος. «Δεν θα περιμένω», είπε. «Μπορώ να καταστρέψω τον Μπριντ’Αμούρ χωρίς τον Τακναποτίν, αφού θα με βοηθήσουν οι αδελφοί μου μάγοι με τους δαίμονές τους».
«Δεν πρέπει να αποτύχεις!» είπε ξαφνικά με ένταση ο Γκρινσπάροου και έσκυψε μπροστά στον θρόνο, πλησιάζοντας τόσο κοντά στον καθρέφτη ώστε η όψη του παραμορφώθηκε, ενώ η μυτερή μύτη και τα μάγουλά του έμοιαζαν πιο μεγάλα κι απειλητικά. «Όλα αυτά θα καταρρεύσουν όταν πεθάνει ο Μπριντ’Αμούρ. Οι στρατοί του Εριαντόρ θα διαλυθούν, θα τους καταστρέψουμε έναν-έναν».
«Ο Μπριντ’Αμούρ θα πεθάνει μέσα σε μια βδομάδα», του υποσχέθηκε η Ντιάνα, και κάπου μέσα της φοβόταν ότι μπορεί η πρόβλεψή της να αποδεικνυόταν τελικά σωστή.
Όταν ο Γκρινσπάροου έκοψε την επικοινωνία με μια κίνηση του χεριού, η Ντιάνα ανάσανε με ανακούφιση.
Στην αίθουσα του θρόνου του Καρλάιλ, ο βασιλιάς, αφού έδιωξε με ένα νόημα τους δυο πελώριους, άσχημους μονόφθαλμους που κρατούσαν τον μαγεμένο καθρέφτη, γύρισε στον δούκα Κρίσις. Ο ντε Τζουλιέν, που μόλις είχε γυρίσει από το Κάερ Μακντόναλντ, στεκόταν δίπλα στον αρχηγό των μονόφθαλμων με τα μέλη και το πρόσωπό του να κάνουν νευρικούς σπασμούς από την αγωνία. Είχε φέρει κακά νέα στον βασιλιά, κάτι πολύ επικίνδυνο στην αυλή του Καρλάιλ!
Το γέλιο του Γκρινσπάροου έκανε τον πρεσβευτή να ηρεμήσει. Ακόμη και ο σκληροτράχηλος Κρίσις χαλάρωσε κάπως.
«Δεν την εμπιστεύεστε, μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Κρίσις.
«Την Ντιάνα;» απάντησε ο Γκρινσπάροου αδιάφορα. «Την ακίνδυνη Ντιάνα;» Καθώς ακολουθούσε άλλο ένα ξέσπασμα γέλιου, ο ντε Τζουλιέν γέλασε κι αυτός, σταμάτησε όμως ξεροβήχοντας νευρικά όταν ο Γκρινσπάροου ανακάθισε απότομα με το πρόσωπό του να σκυθρωπιάζει. «Η Ντιάνα Γουέλγουορθ έχει τόσες τύψεις ώστε δεν μπορεί να με απειλήσει», εξήγησε ο Γκρινσπάροου. «Είναι φυσικό. Για να στραφεί εναντίον μου πρέπει να εξερευνήσει το παρελθόν της, όπου θα ανακαλύψει την αλήθεια».
Ο ντε Τζουλιέν, προσέχοντας ότι ο Κρίσις άκουγε κάνοντας καταφατικά νεύματα, κατάλαβε ότι ο μονόφθαλμος δούκας του Καρλάιλ είχε ξανακούσει αυτή την πληροφορία στο παρελθόν. Ο ντε Τζουλιέν όμως την άκουγε για πρώτη φορά, γι’ αυτό αναρωτήθηκε τι μπορεί να εννοούσε ο βασιλιάς.
»Η Ντιάνα ήταν ο σύνδεσμός μου με τον θρόνο», είπε ο Γκρινσπάροου κοιτάζοντας τον ντε Τζουλιέν στα μάτια. «Χωρίς να το ξέρει, πρόδωσε την ίδια την οικογένειά της δίνοντάς μου προσωπικά αντικείμενα που ανήκαν στους γονείς της και στα αδέλφια της.
Ο ντε Τζουλιέν πήγε να κάνει το προφανές ερώτημα, αλλά σταμάτησε καθώς συνειδητοποίησε ότι, αν τα πράγματα ήταν όπως έλεγε ο Γκρινσπάροου, τότε ο βασιλιάς του ήταν σφετεριστής του θρόνου και δολοφόνος.
»Το μόνο που φοβόμουν από την Ντιάνα ήταν η απώλεια του Τακναποτίν», συνέχισε ο Γκρινσπάροου κοιτάζοντας πάλι τον Κρίσις. «Αλλά αν αυτή η ηλίθια υπηρέτρια έσπασε το στέμμα, τότε είναι φυσικό να μην μπορώ να έλθω σε επαφή μαζί του. Αυτό το πρόβλημα όμως διορθώνεται εύκολα».
»Και ο επερχόμενος πόλεμος;» ρώτησε ο Κρίσις. «Οι Εριαντοριανοί σε λίγο θα ξεκινήσουν την επίθεσή τους».
«Φοβάσαι το Εριαντόρ;» είπε περιφρονητικά ο Γκρινσπάροου. «Τους κουρελήδες αγρότες και ψαράδες;»
«…Που νίκησαν στον προηγούμενο πόλεμο», του υπενθύμισε ο ντε Τζουλιέν για να μετανιώσει αμέσως για τα λόγια που ξεστόμισε, καθώς είδε το επικίνδυνο συνοφρύωμα στα γερακίσια χαρακτηριστικά του Γκρινσπάροου.
«Μόνο λόγω της απουσίας μου!» βρυχήθηκε θυμωμένα ο βασιλιάς. Ο Γκρινσπάροου, τρέμοντας εξοργισμένος, έσφιξε τα μπράτσα του θρόνου τόσο δυνατά ώστε άσπρισαν οι αρθρώσεις του.
«Βεβαίως, πανίσχυρε βασιλιά μου», είπε ο ντε Τζουλιέν με μια βαθιά υπόκλιση, αλλά ήταν κιόλας πολύ αργά.
Ο Γκρινσπάροου άπλωσε το χέρι του στον αέρα και από τα δάχτυλά του εκτινάχτηκαν φωτεινές ακτίνες στα χρώματα του ουράνιου τόξου, που ενώθηκαν στροβιλιζόμενα σε μια λευκή στήλη με το μήκος και το πλάτος ενός σπαθιού.
Ο βασιλιάς κατέβασε το χέρι του, με το μαγικό σπαθί να ακολουθεί.
Το αριστερό χέρι του ντε Τζουλιέν έπεσε στο πάτωμα, κομμένο από τον ώμο.
Ο πρέσβης ούρλιαξε, «βασιλιά μου!» είπε αγκομαχώντας και πιάνοντας τον ματωμένο ώμο του.
Με ένα γρύλλισμα, ο Γκρινσπάροου κατέβασε το χέρι του σε ένα δεύτερο χαμηλότερο χτύπημα κόβοντας το αριστερό πόδι του ντε Τζουλιέν. Ο πρέσβης σωριάστηκε κάτω με το αίμα του να ξεχύνεται από τα τεράστια τραύματα. Προσπάθησε να μιλήσει πάλι αλλά δεν τα κατάφερε. Σήκωσε αδύναμα το άλλο χέρι του σε μια αδύναμη προσπάθεια να εμποδίσει το επόμενο χτύπημα.
Ο Γκρινσπάροου του το έκοψε από τον αγκώνα.
«Η απουσία μου ήταν το αίτιο της ήττας», είπε ο βασιλιάς στον Κρίσις, αγνοώντας τον ντε Τζουλιέν που σφάδαζε στο πάτωμα. «Η απουσία μου και η ανικανότητα εκείνων που άφησα στη θέση μου!
»Και η Γασκόνη», συνέχισε. «Η Γασκόνη πίστεψε ότι θα την συνέφερε να υπάρχει ένα ελεύθερο Εριαντόρ. Δεν ήξεραν πόσο σημαντική ήταν η προστασία που τους παρείχε το Καρλάιλ από τους Χιούγκοθ κι απ’ άλλα τέτοια προβλήματα».
Ο Γκρινσπάροου σηκώθηκε από τον θρόνο δείχνοντας με το δάχτυλο στον αέρα. «Αυτήν τη φορά, όμως, οι Γασκόνοι έχουν καταλάβει την αλήθεια για το αξιολύπητο Εριαντόρ, γι’ αυτό δεν θα ζητήσουν να κάνουμε ειρήνη». Ο βασιλιάς δρασκέλισε τον νεκρό πλέον ντε Τζουλιέν. Κοίταξε τον Κρίσις, προσέχοντας την ανήσυχη έκφραση του δούκα του.
»Αυτό ακριβώς θέλαμε!» φώναξε βάζοντας τα γέλια. «Προκαλέσαμε το Εριαντόρ, και ο ανόητος ο Μπριντ’Αμούρ κήρυξε πόλεμο.
Ο Κρίσις ηρέμησε κάπως, γιατί πραγματικά αυτό είχαν σχεδιάσει με τον Γκρινσπάροου όταν έστειλαν τις κυκλωπιανές φυλές να κάνουν τις πρόσφατες επιδρομές κατά του Εριαντόρ και του Νταν Ντάροου.
»Πρέπει να τους έχουν απομείνει γύρω στα πενήντα από τα πλοία μας», συνέχισε ο Γκρινσπάροου, αφαιρώντας τα είκοσι που υποτίθεται ότι είχαν βυθίσει οι Χιούγκοθ. «Το γεγονός και μόνο ότι έχασαν τόσα εξαιρετικά πλοία από αυτούς τους άγριους, επιβεβαιώνει ότι οι Εριαντοριανοί ψαράδες δεν μπορούν να χειριστούν πολεμικά σκάφη». Ο Γκρινσπάροου κοίταξε τον Κρίσις με ένα άγριο, μανιακό ύφος. «Εμείς από την άλλη μεριά έχουμε πάνω από εκατό πλοία, με πεπειραμένους ναυτικούς και Κυκλωπιανούς πολεμιστές. Ο μισός στόλος του Εριαντόρ θα μπει γρήγορα στον πορθμό του Μαν. Θα έχω έναν ίσο αριθμό πλοίων να τα περιμένει για να τα βυθίσει.
«Η ναυμαχία που θα διεξαχθεί μπορεί να έχει μεγάλο κόστος», τόλμησε να πει ο ρεαλιστής Κρίσις.
«Όχι!» φώναξε ο Γκρινσπάροου. «Όταν μπουν στη μάχη και τα πλοία του Μπαράντουιν, άλλα εκατό, τότε αυτή η απειλή θα πάρει τέλος».
Ο βασιλιάς ενθουσιαζόταν όλο και περισσότερο με κάθε λέξη, σίγουρος για την ολοκληρωτική νίκη. «Τότε, ο Μπριντ’Αμούρ, καταλαβαίνοντας ότι κινδυνεύουν οι δυτικές ακτές του, θα αναγκαστεί να ανακαλέσει τις δυνάμεις του πίσω στο Μόντφορτ πριν ακόμη βγουν από τα βουνά.
Το σχέδιο φαινόταν πολύ εύκολο και λογικό, έτσι ο Κρίσις ηρέμησε πάλι. Ο Γκρινσπάροου τον πλησίασε κι έβαλε το χέρι στον ώμο του.
»Όλα αυτά βέβαια εφόσον ο Μπριντ’Αμούρ είναι ακόμη ζωντανός, τότε», είπε στον Κυκλωπιανό. Μετά απομακρύνθηκε φροντίζοντας να αποφύγει τη λίμνη αίματος που είχε σχηματιστεί γύρω από τον ντε Τζουλιέν.
»Μην υποτιμάς την Ντιάνα Γουέλγουορθ, μονόφθαλμε φίλε μου», συνέχισε ο Γκρινσπάροου. «Με τις δυνάμεις που έχουν οι δούκες μου και με τη βοήθεια των δαιμόνων τους, η Ντιάνα θα πιάσει τον γερο-μάγο και θα του δείξει ότι η εποχή της μαγείας του έχει περάσει πια».
Ο Γκρινσπάροου σώπασε ξαφνικά. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να επικοινωνήσει πάλι με τον Τακναποτίν. Ή να βρει στην Ντιάνα έναν άλλο δαίμονα, αν δεν υπήρχε άλλη λύση.
«Πανεύκολο!» φώναξε στον Κρίσις, που δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλάει.
Ο Κυκλωπιανός ησύχασε, πάντως. Ήταν δίπλα του αυτά τα είκοσι δύο χρόνια της βασιλείας του. Ο Κρίσις, πρώην πρέσβης των κυκλωπιανών φυλών στην αυλή του νόμιμου βασιλιά του Άβον, είχε βοηθήσει τον Γκρινσπάροου να ανεβεί στον θρόνο. Ο ίδιος είχε δολοφονήσει προσωπικά τους τέσσερις από τους πέντε γιους του βασιλιά, τους αδελφούς της Ντιάνα Γουέλγουορθ. Η ανταμοιβή του ήταν να τοποθετηθεί δούκας του Καρλάιλ, και στα χρόνια που υπηρετούσε τον Γκρινσπάροου, ο Κρίσις, είχε μάθει να εμπιστεύεται την ανελέητη δύναμή του. Μόνο ένας ανόητος δεν θα φοβόταν τον βασιλιά του Άβον.
Και ο ντε Τζουλιέν ήταν μία ακόμη απόδειξη αυτής της αναντίρρητης, πασιφανέστατης αλήθειας.
Την επόμενη φορά που είδε ο Λούθιεν τον Μπριντ’Αμούρ, ο μάγος δημιουργούσε ένα ακόμη μαγικό τούνελ. Αυτήν τη φορά ο προορισμός του ήταν δυτικά, το Πορτ Τσάρλι.
Αυτός ο χωρισμός δεν θα ήταν λιγότερο δύσκολος από τον προηγούμενο, για τον Λούθιεν. Ο Όλιβερ και η Κατρίν στέκονταν υπομονετικά καθώς ο γκρίζος τοίχος μεταμορφωνόταν σε μια γαλαζωπή ομίχλη, που βαθμιαία άρχισε να στροβιλίζεται. Ο Λούθιεν είδε έκπληκτος ότι ο Όλιβερ κρατούσε στο χέρι τα γκέμια του Θρεντμπέαρ, με το άσχημο κίτρινο πόνι να στέκεται ήρεμα δίπλα του.
Το βλέμμα του Όλιβερ πήγαινε συνέχεια στο πίσω μέρος του δωματίου, όπου έστεκε η Σιόμπαν, φαινομενικά τουλάχιστον ψύχραιμη και αδιάφορη. Ο Όλιβερ αφού χρειάστηκε αρκετές προσπάθειες για να της τραβήξει την προσοχή, την κοίταξε απλώς μοιρολατρικά και τη χαιρέτησε φέρνοντας στον γύρο του καπέλου το χέρι του, στο οποίο κρατούσε επίσης τα δυο πράσινα γάντια του.
Η Σιόμπαν έκανε μόνο ένα μικρό νεύμα, αλλά η καρδιά του Όλιβερ άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα καθώς είδε μια έκφραση πόνου στα πράσινα μάτια της. Η Σιόμπαν είχε λυπηθεί για την αναχώρησή του!
Παίρνοντας κουράγιο από αυτήν τη σκέψη, ο ρομαντικός χάφλινγκ ύψωσε το μικρό του ανάστημα και κοίταξε αποφασιστικά το τούνελ που μεγάλωνε.
Η Κατρίν, βλέποντάς τα όλα αυτά, χαμογέλασε απορημένη. Απομακρύνθηκε από τον Όλιβερ και, πλησιάζοντας τον Λούθιεν, τον τράβηξε στην πιο μακρινή γωνία του δωματίου.
«Ο Όλιβερ και η Σιόμπαν;» ψιθύρισε έκπληκτη.
«Δεν ξέρω τίποτα», είπε ειλικρινά ο Λούθιεν.
«Είδες πώς τον κοίταξε;» ρώτησε η Κατρίν.
«Όπως κοιτάζω κι εγώ εσένα», απάντησε ο Λούθιεν.
Η Κατρίν έμεινε αμίλητη για λίγο. Είχε παρασυρθεί τόσο πολύ από τις πολεμικές προετοιμασίες, ώστε δεν είχε σκεφτεί τον πόνο που πρέπει να ένιωθε ο αγαπημένος της. Κοιτάζοντας τώρα την έκφρασή του, ξαφνικά κατάλαβε. Είχε βρει τον Ίθαν για να τον χάσει ξανά, και τώρα έφευγε επίσης εκείνη από κοντά του. Και όλοι θα αντιμετώπιζαν κινδύνους εκεί όπου θα πήγαιναν.
«Δεν χρειάζεται να πας», της είπε ο Λούθιεν. «Ο Όλιβερ μπορεί να γίνει τα μάτια του Μπριντ’Αμούρ».
«Τότε το μόνο που θα δει ο Μπριντ’Αμούρ θα είναι η κουπαστή του πλοίου και το νερό από κάτω της», αστειεύτηκε η Κατρίν, μια όχι και τόσο διακριτική υπενθύμιση ότι ο χάφλινγκ δεν ήταν πεπειραμένος ναυτικός.
Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής καθώς κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια. Ήξεραν και οι δύο ότι θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος άλλος απεσταλμένος του Μπριντ’Αμούρ, ώστε να παραμείνει η Κατρίν κοντά στον Λούθιεν. Αλλά η επιλογή είχε γίνει. Η αυλή του Μπριντ’Αμούρ αριθμούσε πολύ λίγα μέλη, και η Κατρίν ήταν η πιο κατάλληλη ανάμεσά τους για αυτή την τόσο σημαντική αποστολή. Τούτα τα λίγα άτομα ήταν οι αρχηγοί της επανάστασης και τώρα δικαιωματικά είχαν γίνει οι στρατηγοί του πολέμου. Το πρώτο τους καθήκον ήταν απέναντι στο Εριαντόρ, ενώ τα προσωπικά τους συναισθήματα έπρεπε να περιμένουν.
Ο Λούθιεν και η Κατρίν κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα ταυτόχρονα, χωρίς να έχουν πει λέξη.
«Ίσως θα μπορούσα να έλθω μαζί σου, τότε», είπε ξαφνικά ο Λούθιεν. «Είμαι κι εγώ από το Μπέντγουιντριν και γνωρίζω τη θάλασσα».
«Οπότε θα είχα πάλι έναν Μπέντγουιρ στο πλευρό μου να με προστατεύει», είπε η Κατρίν με κάποια υποψία σαρκασμού στον τόνο της φωνής της. «Ίσως ο Μπριντ’Αμούρ θα μπορούσε να προσκαλέσει και τον Ίθαν, αφού είναι κι αυτός από το Μπέντγουιντριν».
Ο Λούθιεν ένιωσε έναν νυγμό ζήλιας, που φάνηκε καθαρά στο πρόσωπό του.
»Άλλωστε, ο Ίθαν είναι σίγουρα ο πιο όμορφος», συνέχισε η Κατρίν.
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα. Δεν κατάλαβε ότι η Κατρίν τον πείραζε, παρά μόνο όταν εκείνη έβαλε τα γέλια και τον φίλησε με πάθος κι αγάπη στο μάγουλο.
Καθώς τραβήχτηκε πίσω, το πρόσωπό της σοβάρεψε πάλι. «Η θέση σου είναι με τον βασιλιά μας», του είπε ανυποχώρητα. «Είσαι η Πορφυρή Σκιά, το σύμβολο του ελεύθερου Εριαντόρ. Για να πω την αλήθεια, πιστεύω ότι ο Όλιβερ, ο τόσο διακεκριμένος βοηθός σου, θα ’πρεπε να μείνει κι αυτός εδώ, μ’ εσένα και τον Μπριντ’Αμούρ, αλλά νομίζω ότι η απουσία του δεν θα σας δυσκολέψει, ενώ η παρουσία του πάνω στα πλοία θα βοηθήσει τους ναυτικούς να μην ξεχνούν τον βασιλιά τους».
Τα λόγια της έδωσαν τέλος στη συζήτηση δείχνοντας καθαρά στον Λούθιεν το καθήκον του ίδιου και της Κατρίν. Μετά όμως το πρόσωπο της κοπέλλας σκοτείνιασε καθώς εκείνη κοίταζε την Σιόμπαν, που έστεκε ακόμη δίπλα στην πόρτα, στο βάθος.
«Θα διασχίσεις τη χώρα μαζί με την Σιόμπαν», είπε.
Ο Λούθιεν αναστέναξε, προσπαθώντας να δείξει κατανόηση για τα συναισθήματα που ήξερε ότι θα πρέπει να ένιωθε η Κατρίν. Η Σιόμπαν ήταν ερωμένη του παλιότερα, κάτι που ήξερε πολύ καλά η Κατρίν. Αλλά ο Λούθιεν θεωρούσε ότι αυτή η οδυνηρή κατάσταση ανήκε πια στο παρελθόν, ότι είχε γίνει πια ξεκάθαρο πως η Σιόμπαν ήταν τώρα μόνο μια καλή φίλη και για τους δύο.
Πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά και πάλι η Κατρίν ξέσπασε σε γέλια φιλώντας τον δυνατά, αυτήν τη φορά στο στόμα.
«Ας ελπίσουμε ότι δεν θα είσαι τόσο εύπιστος όταν θα αντιμετωπίσεις κάποιον απεσταλμένο του Γκρινσπάροου», του ψιθύρισε.
Ο Λούθιεν την έσφιξε με δύναμη στην αγκαλιά του, μέχρι που ο Μπριντ’Αμούρ ανακοίνωσε ότι το τούνελ είχε ολοκληρωθεί και ήταν ώρα να φύγουν.
«Θα πάρεις και το πόνι;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ τον Όλιβερ, ενώ από τον κουρασμένο τόνο του ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο μάγος είχε κάνει ήδη πολλές φορές την ίδια ερώτηση.
«Ο Θρεντμπέαρ αγαπά τα πλοία», απάντησε ο Όλιβερ. Κοίταξε τον Λούθιεν κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του. «Κι εσύ, δεν με πίστευες όταν σου είπα ότι ήρθα από τη Γασκόνη καβάλα στο άλογό μου!» είπε. Μετά, κάτι ψιθύρισε στο κίτρινο πόνι κι αυτό γονάτισε για να ανεβεί στη σέλα ο αφέντης του. Με μια τελευταία ματιά στην Σιόμπαν, ο Όλιβερ μπήκε στο τούνελ και με μια τελευταία ματιά στον Λούθιεν, η Κατρίν τον ακολούθησε.
Έτσι, εκείνη τη μέρα άρχισαν οι πρώτες κινήσεις για να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις του Εριαντόρ στις θέσεις τους: ένας στόλος ανατολικά από τους Πέντε Φύλακες, μια στρατιά κατά μήκος του Τείχους του Μαλπουισάν, μια δεύτερη στρατιά έξω από τη νότια πύλη του Κάερ Μακντόναλντ κι ένας δεύτερος στόλος στο λιμάνι του Πορτ Τσάρλι.
Άρχιζε η εισβολή στο Άβον.