«Είμαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους», είπε ο χάφλινγκ επιβραδύνοντας τον καλπασμό του πόνι του και μεταβάλλοντάς τον σε τριποδισμό, αφού είχαν απομακρυνθεί πάνω από δυο χιλιόμετρα. «Ληστής», πρόσθεσε βγάζοντας το καπέλο του με μια αριστοκρατική κίνηση.
Ο Λούθιεν πήγε να συστηθεί κι αυτός, αλλά ο χάφλινγκ δεν είχε τελειώσει. «Παλιότερα έλεγα “ληστοχάφλινγκ”», εξήγησε, «αλλά οι έμποροι δεν με έπαιρναν τόσο σοβαρά και έτσι αναγκαζόμουν να χρησιμοποιώ πιο συχνά το ξίφος μου. Για να τους πείσω, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». Καθώς μιλούσε, έβγαλε το ξίφος από τη θήκη του κι έκανε έναν ξιφισμό προς τον Λούθιεν.
«Καταλαβαίνω», τον διαβεβαίωσε ο Λούθιεν παραμερίζοντας μαλακά το επικίνδυνο όπλο. Πήγε να συστηθεί πάλι αλλά ο χάφλινγκ τον έκοψε ξανά.
«Και αυτό είναι το εξαιρετικό μου άλογο, ο Θρεντμπέαρ», συνέχισε ο Όλιβερ χτυπώντας μαλακά το κίτρινο πόνι. «Δεν είναι από τα ομορφότερα, βέβαια, αλλά σίγουρα είναι πιο έξυπνο από κάθε άλογο, όπως και από τους περισσότερους ανθρώπους επίσης».
Ο Λούθιεν χτύπησε κι αυτός το δικό του άλογο και άρχισε να λέει: «Ριβερντ…»
«Ευχαριστώ για την απροσδόκητη βοήθεια», συνέχισε ο Όλιβερ χωρίς να έχει αντιληφθεί καν την προσπάθεια του Λούθιεν να μιλήσει. «Φυσικά, θα μπορούσα να τους νικήσω και μόνος μου, ήταν μόνο έξι στο κάτω κάτω. Όπως έλεγε όμως και ο χάφλινγκ-μπαμπάς μου, να δέχεσαι τη βοήθεια όπου τη βρίσκεις. Έτσι, λοιπόν, σου είμαι ευγνώμων…»
«Λούθ…» άρχισε να λέει πάλι ο Λούθιεν.
«Φυσικά, η ευγνωμοσύνη μου φτάνει μόνο μέχρι το μοίρασμα των λαφύρων», συνέχισε απτόητος ο Όλιβερ. «Το ένα τέταρτο για σένα». Ο Όλιβερ κοίταξε τα μάλλον απλά ρούχα του Λούθιεν με φανερή περιφρόνηση. «Κι αυτά μάλλον θα είναι τα περισσότερα λεφτά από όσα έχεις δει ποτέ στη ζωή σου».
«Μάλλον», είπε αμέσως ο γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν, προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελό του. Ωστόσο, είχε φύγει από το σπίτι του χωρίς να πάρει πολλά πράγματα μαζί του. Είχε αρκετά χρήματα για να περάσει το πορθμείο και να ζήσει για μερικές μέρες, αλλά όταν έφυγε από τη Νταν Βάρνα δεν είχε σκεφτεί τι θα έκανε από εκεί και πέρα.
«Δεν υπάρχουν χρέη ανάμεσά μας, λοιπόν», είπε ο Όλιβερ, χωρίς να σταματήσει σχεδόν ούτε για να πάρει ανάσα, κόβοντας τον Λούθιεν για τέταρτη φορά πριν προλάβει να πει το όνομά του. «Θα σε αφήσω όμως να έλθεις μαζί μου, αν θέλεις. Αυτός ο έμπορος δεν ξαφνιάστηκε που με είδε. Και ήξερε φυσικά ότι δεν θα πλησίαζα την άμαξα αν έβλεπα ότι έχει έξι φρουρούς. Όμως τους έκρυψε για να μη φαίνονται», συνέχισε ο χάφλινγκ, μιλώντας μάλλον στον εαυτό του. Μετά έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά γυρίζοντας τόσο ξαφνικά προς τον Λούθιεν, ώστε ο νεαρός ξαφνιάστηκε.
«Πιστεύω ότι έκρυψε τους μονόφθαλμους με την ελπίδα να πέσω στην παγίδα!» φώναξε. Σταμάτησε για μια στιγμή μόνο, χαϊδεύοντας το γενάκι με το γαντοφορεμένο χέρι του.
»Ναι, ναι», συνέχισε. «Ο έμπορος ήξερε ότι δουλεύω σε αυτό τον δρόμο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον λήστεψα. Νομίζω ότι τον είχα ξαναπετύχει έξω από το Πρινστάουν». Κοίταξε τον Λούθιεν κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Και, φυσικά, μάλλον θα με είχε ακουστά έτσι κι αλλιώς. Οπότε μπορείς να έλθεις μαζί μου για λίγο. Μέχρι να περάσουμε τις παγίδες που σίγουρα θα έχει στήσει ο έμπορος».
«Πιστεύεις ότι δεν πέρασε ο κίνδυνος;»
«Αυτό ακριβώς δεν είπα;»
Ο Λούθιεν έκρυψε πάλι το χαμόγελό του. Ο χάφλινγκ ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος θρυλικός ληστής. Ο Λούθιεν δεν είχε ξανακούσει ποτέ του για τον Όλιβερ ντε Μπάροους, αν και οι έμποροι που έρχονταν στο σπίτι του πατέρα του, στην Νταν Βάρνα, έλεγαν συχνά ιστορίες για ληστές που συναντούσαν στον δρόμο.
«Σε διαβεβαιώνω…» άρχισε να λέει πάλι ο Όλιβερ, τότε όμως σταμάτησε ξαφνικά και κοίταξε με περιέργεια τον Λούθιεν. «Ξέρεις», είπε, ενώ φαινόταν κάπως ενοχλημένος, «πρέπει να συστήνεσαι επίσημα όταν ταξιδεύεις με κάποιον που δεν γνωρίζεις. Υπάρχει κάποια εθιμοτυπία, ιδιαίτερα για εκείνους που θέλουν να βγάλουν τη φήμη σωστών ληστών. Τέλος πάντων», κατέληξε με έναν βαθύ στεναγμό, «θα μάθεις πολλά πράγματα όσο θα είσαι κοντά στον Όλιβερ ντε Μπάροους».
«Είμαι ο Λούθιεν», είπε αμέσως ο νεαρός Μπέντγουιρ, πριν τον διακόψει πάλι ο Όλιβερ. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να δώσει ψεύτικο όνομα, αλλά δεν του ήρθε κανένα εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε, δεν έβλεπε για ποιον λόγο να το κάνει αυτό. «Λούθιεν Μπέντγουιρ από την Νταν Βάρνα. Και αυτός είναι ο Ριβερντάνσερ», πρόσθεσε χτυπώντας πάλι με την παλάμη το άλογό του.
Ο Όλιβερ έπιασε το καπέλο του, μετά όμως σταμάτησε ξαφνικά το πόνι του. «Μπέντγουιρ;» ρώτησε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, σαν να ήθελε να ξανακούσει το όνομα. «Μπέντγουιρ. Αυτό το όνομα δεν μου είναι άγνωστο».
«Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ είναι ο κόμης του Μπέντγουιντριν», είπε ο Λούθιεν.
«Α!» κατένευσε ο Όλιβερ σηκώνοντας το δάχτυλο προς τα πάνω και χαμογελώντας πλατιά καθώς θυμήθηκε το όνομα. Μετά, το χαμόγελό του έσβησε καθώς κοίταξε τον Λούθιεν ανοιγοκλείνοντας κατάπληκτος τα μάτια. «Συγγενής;»
«Πατέρας», παραδέχτηκε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ προσπάθησε να απαντήσει, αλλά κόντεψε να πνιγεί. «Κι εσύ τριγυρίζεις στους δρόμους — για σπορ!» συμπέρανε ο χάφλινγκ. Στη Γασκόνη, όπου ο Όλιβερ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, υπήρχαν παιδιά ευγενών που δημιουργούσαν κάθε είδους προβλήματα, στήνοντας ακόμη και ενέδρες σε εμπόρους στους δρόμους, καθώς ήξεραν ότι οι οικογενειακές διασυνδέσεις τους θα αποσοβήσουν τις συνέπειες. «Τράβηξε το σπαθί σου, ανόητε νεαρέ!» φώναξε ο Όλιβερ βγάζοντας το ξίφος του και το μεν-γκος. «Δεν μου αρέσουν εμένα αυτά!»
«Όλιβερ!» είπε ο Λούθιεν στρίβοντας τον Ριβερντάνσερ για να απομακρυνθεί από τον χάφλινγκ, που έδειχνε πυρ και μανία. «Τι είναι αυτά που λες;» Ο Όλιβερ έστρεψε κι αυτός το πόνι και τον ακολούθησε, με αποτέλεσμα ν’ αναγκαστεί κι ο Λούθιεν να τραβήξει απρόθυμα το ξίφος του.
«Ατιμάζεις κάθε ευυπόληπτο ληστή σε όλη τη χώρα!» συνέχισε ο χάφλινγκ. «Τι ανάγκη έχεις εσύ τα χρήματα και τα κοσμήματα;» Ο Θρεντμπέαρ πλησίασε τον Ριβερντάνσερ, και ο Όλιβερ, αν και ήταν στο μισό σχεδόν ύψος του Λούθιεν και δεν τον έφτανε καλά καλά, έκανε επίθεση με το ξίφος του.
Ο Λούθιεν απέκρουσε το λεπτό ξίφος, μα ο Όλιβερ απάντησε με μια γρήγορη σειρά από ξιφισμούς, προσποιήσεις και τομές, διενεργώντας ταυτόχρονα κάποια παραπλανητικά χτυπήματα με το μεν-γκος.
Ο Λούθιεν απέκρουσε επιδέξια όλες τις επιθετικές ενέργειες κρατώντας τέλεια την ισορροπία του και την αμυντική θέση τού ξίφους του.
«Για τον γιο του κόμη όμως όλα είναι ένα παιχνίδι», είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ. «Είναι πολύ βαριεστημένος από τα καθημερινά του καθήκοντα, που συνίστανται κυρίως στο να τρομοκρατεί τους υπηκόους του!» Οι ξιφισμοί έγιναν πιο μανιασμένοι, ήταν φανερό ότι ο Όλιβερ ετοιμαζόταν για το τελειωτικό χτύπημα.
Όμως, η τελευταία φράση του πείραξε πραγματικά τον Λούθιεν, πρόσβαλε τον ίδιο μα και τον πατέρα του που δεν είχε φερθεί ποτέ του έτσι. Ο Λούθιεν τραβήχτηκε πίσω πάνω στη σέλα αφήνοντας τον Όλιβερ να εκτονώσει τη μανία του, και μετά εξαπέλυσε τη δική του επίθεση παραμερίζοντας το ξίφος του Όλιβερ και χτυπώντας με δύναμη. Ο Όλιβερ μπλοκάρισε το ξίφος του με το μεν-γκος και άφησε μια στριγγλιά θριάμβου, πιστεύοντας ότι θα πετούσε το όπλο από τα χέρια του Λούθιεν όπως είχε κάνει με τον Κυκλωπιανό.
Ο Λούθιεν όμως ήταν πιο γρήγορος, γύρισε το ξίφος του πριν προλάβει ο Όλιβερ να περιστρέψει το στιλέτο και να του το παγιδέψει, πετώντας σχεδόν το μεν-γκος από το χέρι του χάφλινγκ και ελευθερώνοντας το δικό του ξίφος ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει την κυκλική τροχιά του.
Το μεγάλο καπέλο του Όλιβερ έπεσε στο έδαφος, και ήξεραν και οι δύο ότι αν ήθελε ο Λούθιεν, στη θέση του καπέλου θα βρισκόταν το κεφάλι του χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ τράβηξε τα γκέμια κάνοντας τον Θρεντμπέαρ να οπισθοχωρήσει μερικά βήματα και να απομακρυνθεί από τον Λούθιεν. «Μπορεί όμως και να κάνω λάθος», παραδέχτηκε.
«Κάνεις λάθος», απάντησε αυστηρά ο Λούθιεν. «Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ έχει ελαττώματα, δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό. Δεν ακολουθεί τις υποδείξεις της καρδιάς του όταν δεν εναντιώνεται στις εντολές του βασιλιά Γκρινσπάροου ή του δούκα του Μόντφορτ, ή κάποιου από τους πολλούς απεσταλμένους τους. Όμως, μην ξαναπείς τον Γκάχρις τύραννο γιατί θα πεθάνεις!»
«Είπα ότι μπορεί και να κάνω λάθος», απάντησε σοβαρός ο Όλιβερ.
«Όσο για μένα…» συνέχισε ο Λούθιεν, όμως η φωνή του ήταν τώρα πιο σιγανή, γιατί δεν ήξερε τι να πει. Όσο για μένα, τι; αναρωτήθηκε. Τι είχε συμβεί σήμερα; Όλα τα γεγονότα της μέρας ήταν ένα θολό συνονθύλευμα μέσα στο συγχυσμένο μυαλό του.
Για πρώτη φορά ο Όλιβερ παρέμεινε σιωπηλός αφήνοντας τον νεαρό να ξεδιαλύνει τις σκέψεις του, καταλαβαίνοντας ότι αυτό που θα έλεγε μπορεί να ήταν σημαντικό, και για τον Λούθιεν αλλά και για τον ίδιο.
«Δεν διεκδικώ πια τα δικαιώματα που συνοδεύουν το όνομα των Μπέντγουιρ», είπε ο Λούθιεν. «Το έσκασα από το σπίτι μου αφήνοντας πίσω μου το πτώμα ενός Κυκλωπιανού φρουρού. Και τώρα επέλεξα την πορεία μου». Σήκωσε το ξίφος μπροστά του, αφήνοντας τη θαυμάσια λεπίδα του να αστράψει στον ήλιο, αν και ήταν ακόμη λίγο λεκιασμένη από το αίμα του φρουρού που είχε σκοτώσει πριν από λίγο. «Είμαι παράνομος, όσο κι εσύ, Όλιβερ ντε Μπάροους», δήλωσε. «Ένας παράνομος σε μια χώρα που την κυβερνά ένας παράνομος βασιλιάς. Έτσι, το ξίφος μου από ’δώ κι εμπρός θα υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη».
Ο Όλιβερ σήκωσε κι αυτός το σπαθί του σε χαιρετισμό εκφράζοντας τη συμφωνία του, μέσα του όμως σκεφτόταν ότι ο Λούθιεν είναι ένας ανόητος νεαρός που δεν καταλαβαίνει ούτε τους κανόνες ούτε τους κινδύνους του δρόμου. Δικαιοσύνη; Ο Όλιβερ παραλίγο να γελάσει δυνατά με αυτήν τη σκέψη. Το ξίφος του Λούθιεν μπορεί να υπερασπιζόταν τη δικαιοσύνη, το δικό του όμως δούλευε μόνο για το κέρδος. Παρ’ όλα αυτά όμως ο νεαρός ήταν πολύ ισχυρός σύμμαχος, δεν μπορούσε να το αρνηθεί αυτό. Εξάλλου, σκέφτηκε — ο Όλιβερ και αυτή η σκέψη έκανε πιο πιστευτό το χαμόγελό του, αν όντως ο νεαρός υπηρετούσε πρώτα και κύρια τη δικαιοσύνη, τότε μπορεί να άφηνε σε κείνον μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη.
Ξαφνικά ο ληστοχάφλινγκ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να μην ήταν προσωρινή. «Δέχομαι τις εξήγήσεις σου», είπε, «και ζητώ συγνώμη για τις βιαστικές μου πράξεις». Πήγε να υπογραμμίσει τα λόγια του πιάνοντας τον γύρο του καπέλου του, αλλά συνειδητοποίησε ότι το καπέλο ήταν ακόμη πεσμένο κάτω. Ο Λούθιεν το είδε και πήγε να το πλησιάσει, αλλά ο Όλιβερ του έκανε νόημα ότι δεν χρειάζεται. Έσκυψε χαμηλά στο πλάι της σέλας, πέρασε την αιχμή του ξίφους του κάτω από το καπέλο και το σήκωσε. Με μια περιστροφική κίνηση το έκανε ν’ αρχίσει να στριφογυρίζει στην άκρη του ξίφους και μετά, τινάζοντας το προς τα πάνω, τράβηξε το ξίφος και το καπέλο έπεσε περιστρεφόμενο για να προσγειωθεί με ακρίβεια στο κεφάλι του.
Ο Λούθιεν παρακολουθούσε κατάπληκτος, και όταν είδε το αυτάρεσκο χαμόγελο του Όλιβερ κούνησε απορημένος το κεφάλι.
«Όμως, δεν είμαστε ασφαλείς εδώ στο νησί, συνάδελφε εν παρανομία», είπε ο Όλιβερ σοβαρευόμενος. «Αυτός ο έμπορος με ήξερε ή είχε ακούσει για μένα και με περίμενε. Μάλλον πήγαινε στον πατέρα σου για να διοργανώσει ένα κυνήγι για τον Όλιβερ ντε Μπάροους». Ο χάφλινγκ σταμάτησε και ξεφύσηξε. Μετά κοίταξε τον Λούθιεν, ενώ το χαμόγελό του γινόταν τρανταχτό γέλιο.
»Ω, τι υπέροχη ειρωνεία!» φώναξε. «Ο έμπορος καταφεύγει στον κόμη για βοήθεια, ενώ ο ίδιος ο γιος του κόμη βοηθά εμένα!» Το γέλιο του Όλιβερ γινόταν όλο και πιο δυνατό, με αποτέλεσμα να βάλει και ο Λούθιεν τα γέλια, περισσότερο από ευγένεια παρά επειδή αυτό του φαινόταν πραγματικά αστείο.
Δεν πρόλαβαν να φτάσουν στο πορθμείο εκείνο το απόγευμα, όπως ήλπιζε ο Λούθιεν. Εξήγησε στον Όλιβερ ότι τα πορθμεία δεν ταξιδεύουν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα κατά τη νύχτα, γιατί μέσα στο σκοτάδι οι φρουροί του νησιού δεν μπορούν να δουν αν υπάρχουν πτερύγια φαλαινών μέσα στον στενό πορθμό. Ο Λούθιεν περιέγραψε στον Όλιβερ τα δεκάτονα ανθρωποφάγα τέρατα, κι αυτό ήταν αρκετό για να τον πείσει ότι πρέπει να ξεχάσει το αρχικό του σχέδιο — που ήταν να φύγουν από το νησί απόψε. Έτσι, αποφάσισαν να κατασκηνώσουν για να περάσουν τη νύχτα.
Ο Λούθιεν έμεινε καθισμένος μέχρι αργά μέσα στο ψιλόβροχο δίπλα στη φωτιά που σφύριζε και κάπνιζε. Πιο κάτω στέκονταν ο Θρεντμπέαρ και ο Ριβερντάνσερ με σκυμμένα τα κεφάλια, ενώ από την άλλη μεριά της φωτιάς ο Όλιβερ κοιμόταν ροχαλίζοντας.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ ήταν μαζεμένος κάτω από την κουβέρτα του για να προστατευτεί από την παγωνιά. Δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμη όσα του είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες: ο Γκαρθ Ρόγκαρ, ο αδελφός του, ο Κυκλωπιανός φρουρός, και τώρα η επίθεση στην άμαξα του εμπόρου. Όλα έμοιαζαν εξωπραγματικά. Αισθανόταν σαν να είχε πέσει σε έναν ποταμό από ανεξέλεγκτα γεγονότα, που τον παρέσυραν στο ρεύμα τους.
«Ή μάλλον, όχι ανεξέλεγκτα», σκέφτηκε ο Λούθιεν, «αλλά νομοτελειακά». Τελικά είχε αποδειχτεί ότι ο κόσμος δεν ήταν όπως τον περίμενε. Ίσως οι τελευταίες του πράξεις στην Νταν Βάρνα —η απόφασή του να φύγει και η μονομαχία του με τον Κυκλωπιανό— ήταν ένα είδος ενηλικίωσης, μια αφύπνιση αναγκαία για αυτόν, ένα αφελή νεαρό γόνο μιας αριστοκρατικής οικογένειας.
Ναι, μπορεί να ήταν κι έτσι, ήξερε όμως ότι δεν είχε βρει ακόμη σίγουρες απαντήσεις. Και ήξερε επίσης ότι είχε ακολουθήσει τις προσταγές της καρδιάς του, τόσο στην Νταν Βάρνα, όσο και όταν είδε τον Όλιβερ να ξιφομαχεί με τους φρουρούς του εμπόρου. Ακολουθούσε τις προσταγές της καρδιάς του και τώρα, που είχε φτάσει να βρίσκεται στον δρόμο μέσα στη βροχή μιας παγερής, αυγουστιάτικης νύχτας. Δεν είχε τίποτα άλλο για να τον καθοδηγήσει.
Η επόμενη μέρα ήταν εξίσου γκρίζα και βροχερή, αλλά οι δυο σύντροφοι ταξίδεψαν με καλό ρυθμό. Σε λίγο τους ήρθε η οσμή της θάλασσας, ενώ ο αέρας έφερνε μια γεύση αλμύρας.
«Αν ήταν καθαρός ο ουρανός», είπε ο Λούθιεν, «θα βλέπαμε μέχρι τις βόρειες κορυφές του Άιρον Κρος, από δω».
«Πού το ξέρεις;» ρώτησε σαρκαστικά ο Όλιβερ. «Έχετε δει ποτέ καθαρό ουρανό σ’ αυτό το νησί;» Συνέχισαν έτσι, με πειράγματα κι ανάλαφρη καρδιά, και γρήγορα έγινε φανερό ότι ο Όλιβερ είχε πάντα τέτοια εύθυμη διάθεση! Ο Λούθιεν ένιωθε κάποια ανακούφιση εκείνη τη μέρα, λες και θα έβρισκε την ελευθερία του μόλις θα διέσχιζε τον στενό πορθμό και θα έβγαινε στην ηπειρωτική χώρα του Εριαντόρ. Αισθανόταν να τον καλεί ο απέραντος κόσμος.
Πρώτα όμως έπρεπε να περάσουν απέναντι.
Από την κορυφή μια απόκρημνης πλαγιάς είδαν για πρώτη φορά το πορθμείο του Νταϊαμοντγκέιτ, καθώς και την απέναντι όχθη του πορθμού. Ο τόπος εδώ είχε πάρει το όνομα “Νταϊαμοντγκέιτ” από ένα μικρό νησί με σχήμα διαμαντιού ή ρόμβου, που ουσιαστικά ήταν ένας μαύρος βράχος στα μισά της απόστασης ανάμεσα στις δύο όχθες.
Δύο ανοιχτές φορτηγίδες ήταν δεμένες σε δύο μακρόστενες ξύλινες αποβάθρες που βασίζονταν σε πασσάλους χοντρούς σαν κορμούς αιωνόβιας βελανιδιάς. Λίγο πιο κάτω φαίνονταν τα υπολείμματα από δυο παλιότερες αποβάθρες με εξίσου γερή κατασκευή, που η προϊούσα καταστροφή τους αποτελούσε χειροπιαστή απόδειξη της δύναμης της θάλασσας.
Οι δύο φορτηγίδες, καθώς και οι άλλες δύο που βρίσκονταν τώρα στην απέναντι όχθη του πορθμού, είχαν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί από τους νάνους του Άιρον Κρος πριν από τριακόσια χρόνια, και από τότε οι νησιώτες τις συντηρούσαν με μεγάλη προσοχή και τις αντικαθιστούσαν όταν κάποια καταστρεφόταν από τα βράχια, τα ρεύματα ή κάποια φάλαινα. Ο σχεδιασμός τους ήταν απλός και πρακτικός: μια ανοιχτή επίπεδη σχεδία για τα φορτία και τους επιβάτες, πλαισιωμένη σε κάθε γωνία από χοντρά δοκάρια που ανέβαιναν τοξωτά μέχρι ένα κεντρικό σημείο τρία μέτρα πάνω από το κέντρο του καταστρώματος. Εδώ τα δοκάρια συνδέονταν με έναν οριζόντιο μεταλλικό σωλήνα, μέσα από τον οποίο περνούσε το χοντρό σχοινί που έφερνε το πορθμείο από τη μια όχθη στην άλλη. Ο σωλήνας είχε δυο μεγάλα γρανάζια, ένα από κάθε πλευρά, που οι προεξοχές τους περνούσαν μέσα από ανοίγματα στο πλάι του. Μια μανιβέλα στο κατάστρωμα έδινε κίνηση σε μια σειρά από γρανάζια που κατέληγαν σε αυτά τα δύο, τα οποία με τη σειρά τους έπιαναν τους κόμπους του σχοινιού που ήταν τεντωμένο από τη μια όχθη στην άλλη και κινούσαν το σκάφος κατά μήκος του. Το ωραίο αυτού του συστήματος ήταν ότι, χάρη στον εκπληκτικό σχεδιασμό των γραναζιών από τους νάνους, ένας δυνατός άνδρας μπορούσε να κινήσει μόνος του το σκάφος, ακόμη και αν είχε βαρύ φορτίο.
Παρ’ όλα αυτά όμως το πέρασμα από τη μια όχθη στην άλλη ήταν πάντα επικίνδυνο. Τα νερά σήμερα, όπως και κάθε μέρα, είχαν κύματα με αφρισμένες κορυφές, ένω τα άφθονα βράχια, ιδιαίτερα κοντά στο Νταϊαμοντγκέιτ, μπορούσαν ν’ αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο αν τα σκάφη συναντούσαν προβλήματα.
Η μία από τις φορτηγίδες ήταν πάντα εκτός λειτουργίας, για να αντικαταστήσουν το σχοινί της ή για να ενισχύσουν τις σανίδες του καταστρώματος. Αρκετές δεκάδες άντρες δούλευαν στο Νταϊαμοντγκέιτ σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν το πορθμείο σε λειτουργία.
«Εκείνη εκεί μάλλον θα τη σταματήσουν», είπε ο Λούθιεν δείχνοντας τη βόρεια φορτηγίδα. Γνώριζε πώς λειτουργεί το σύστημα. «Και φαίνεται ότι η άλλη είναι έτοιμη να φύγει. Πρέπει να βιαστούμε, αλλιώς θα περιμένουμε ώρες, ίσως, για να έλθει η επόμενη μαούνα από απέναντι». Τίναξε τα γκέμια και ο Ριβερντάνσερ άρχισε να προχωρεί στον δρόμο που οδηγούσε προς τις αποβάθρες.
Μερικά λεπτά αργότερα ο Θρεντμπέαρ βρέθηκε δίπλα του και ο Όλιβερ του έπιασε το χέρι για να τον σταματήσει.
«Θα χάσουμε το πλοίο…» άρχισε να λέει ο Λούθιεν.
«Είναι ενέδρα», του εξήγησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε κατάπληκτος, μετά στράφηκε προς την αποβάθρα. Υπήρχαν πάνω από είκοσι άτομα αλλά μόνο δύο Κυκλωπιανοί, που δεν είχαν όπλα και έδειχναν απλοί ταξιδιώτες οι οποίοι περίμεναν να περάσουν απέναντι. Ο Λούθιεν ήξερε ότι αυτό δεν ήταν συνηθισμένο, γιατί στο Μπέντγουιντριν υπήρχαν ελάχιστοι Κυκλωπιανοί: οι φρουροί των εμπόρων και οι φρουροί του πατέρα του. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα διατάγματα του βασιλιά Γκρινσπάροου, οι Κυκλωπιανοί μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα ως πολίτες του Άβον. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα το παράξενο στο Νταϊαμοντγκέιτ.
«Πρέπει να μάθεις να τα μυρίζεσαι αυτά τα πράγματα», είπε ο Όλιβερ βλέποντας την αμφιβολία του νεαρού. Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους και άρχισε να προχωρεί στον ίδιο ρυθμό με τον Όλιβερ.
Οι δύο Κυκλωπιανοί και πολλοί από τους άλλους παρευρισκόμενους είδαν τους δυο συντρόφους όταν εκείνοι έφτασαν στα τριάντα μέτρα περίπου από την αποβάθρα, κανείς όμως δεν έκανε ύποπτες χειρονομίες, ούτε φώναξε για να ειδοποιήσει για την άφιξή τους. Ο Όλιβερ όμως επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την πορεία του, ενώ τα μάτια του παρατηρούσαν τα πάντα κάτω από τον γύρο του καπέλου του.
Ακούστηκε ένα βούκινο, σημάδι ότι έπρεπε να πλησιάσουν όλοι στην αποβάθρα γιατί η μαούνα ήταν έτοιμη να σαλπάρει. Ο Λούθιεν θέλησε να ξεκινήσει αμέσως, αλλά ο Όλιβερ τον σταμάτησε πάλι.
«Φεύγουν», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν με έναν νευρικό κι ανυπόμονο ψίθυρο.
«Μη βιάζεσαι», είπε ο Όλιβερ. «Θα τους κάνουμε να νομίσουν ότι θα περιμένουμε την επόμενη διαδρομή».
«Ποιους θα κάνουμε να νομίσουν;»
«Βλέπεις εκείνα τα βαρέλια στην αποβάθρα;» ρώτησε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν γύρισε να κοιτάξει και ο Όλιβερ του έσφιξε δυνατά το χέρι. «Μην κοιτάζεις τόσο φανερά!» τον μάλωσε.
Ο Λούθιεν αναστέναξε και έριξε μια πλάγια ματιά στα βαρέλια που είχε αναφέρει ο Όλιβερ. Ήταν τοποθετημένα σε μια μακριά σειρά το ένα δίπλα στο άλλο. Μάλλον τα είχαν φέρει από την απέναντι όχθη και περίμεναν να έλθει να τα πάρει κάποιο καραβάνι.
«Είναι σημαδεμένα με X», υπέδειξε ο Όλιβερ.
«Αυτό σημαίνει ότι περιέχουν κρασί», παρατήρησε το παλληκάρι.
«Αν έχουν κρασί, τότε γιατί υπάρχουν τόσα πολλά με τρύπες;» ρώτησε ο χάφλινγκ. Ο Λούθιεν κοίταξε πιο προσεκτικά και διαπίστωσε ότι, πραγματικά, κάθε τρίτο βαρέλι είχε μια μικρή, ανοιχτή τρύπα χωρίς τάπα.
»Και αν αυτοί οι Κυκλωπιανοί στην αποβάθρα είναι απλοί ταξιδιώτες», συνέχισε ο Όλιβερ, «γιατί δεν πάνε στη μαούνα που ετοιμάζεται να σαλπάρει;
Ο Λούθιεν αναστέναξε πάλι, αυτήν τη φορά δείχνοντας ότι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τους συλλογισμούς του και να συμφωνεί με αυτούς.
»Μπορείς να κάνεις άλμα με το άλογο;» ρώτησε ήρεμα ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν είδε ότι η μαούνα είχε αρχίσει να απομακρύνεται αργά από την αποβάθρα και κατάλαβε τι σκεφτόταν ο χάφλινγκ.
»Θα σου πω εγώ πότε να ξεκινήσεις», είπε ο Όλιβερ. «Και φρόντισε, αν μπορείς, να κλοτσήσεις κανένα βαρέλι και να το ρίξεις στο νερό καθώς θα περνάς!»
Ο Λούθιεν αισθάνθηκε την αδρεναλίνη να ξεχύνεται στο αίμα του, αισθάνθηκε την ανατριχίλα και το σφίξιμο στο στομάχι που ένιωθε όταν έβγαινε στην αρένα. Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι η ζωή δίπλα στον Όλιβερ ντε Μπάροους θα ήταν κάθε άλλο παρά βαρετή!
Συνέχισαν να προχωρούν αργά με τα άλογά τους πάνω στις σανίδες της αποβάθρας, που είχε γύρω στα δέκα μέτρα μήκος. Πέρασαν κοντά από δύο εργάτες χωρίς να συμβεί τίποτα. Ένας τρίτος, εργάτης κι αυτός, τους πλησίασε χαμογελώντας.
«Η επόμενη μαούνα θα φύγει μια ώρα πριν το μεσημέρι», τους είπε εύθυμα. Έδειξε ένα μικρό υπόστεγο, αρχίζοντας να τους εξηγεί ότι οι ταξιδιώτες μπορούν να ξεκουραστούν εκεί και να φάνε κάτι όσο θα περίμεναν.
«Αργεί πολύ!» φώναξε ξαφνικά ο Όλιβερ, και ο Θρεντμπέαρ όρμησε μπροστά καλπάζοντας, με τον Ριβερντάνσερ να τον ακολουθεί. Επιβάτες έσπευσαν να πεταχτούν μακριά από τον δρόμο τους, ενώ οι δύο Κυκλωπιανοί έβαζαν τις φωνές τραβώντας με βία κοντά ξίφη κάτω από τους μανδύες τους. Όπως είχε προβλέψει ο Όλιβερ, τα βαρέλια με την τρύπα άρχισαν να κινούνται, το καπάκι τους ανασηκώθηκε για να πέσει στο πλάι και από μέσα ξεπρόβαλαν Κυκλωπιανοί.
Αλλά οι δυο σύντροφοι τους είχαν αιφνιδιάσει. Ο Ριβερντάνσερ προσπέρασε το πόνι του Όλιβερ και χτύπησε τους δυο Κυκλωπιανούς ρίχνοντάς τους κάτω. Ο χάφλινγκ οδήγησε τον Θρεντμπέαρ στην άκρη της αποβάθρας δίπλα στα βαρέλια, καταφέρνοντας να σπρώξει κάμποσα και να τα ρίξει στο νερό καθώς περνούσε.
Η μαούνα κινιόταν αργά και απείχε γύρω στα πέντε μέτρα μόνο, όταν ο Λούθιεν έφτασε στην άκρη της αποβάθρας. Δεν ήταν μεγάλο άλμα για τον Ριβερντάνσερ, πάνω στον οποίο ο νέος κρατήθηκε γερά καθώς πηδούσαν.
Ο Όλιβερ τον ακολούθησε σηκωμένος στους αναβατήρες και κρατώντας το καπέλο του με το ένα χέρι. Ο Θρεντμπέαρ έκανε κι αυτός άνετα το άλμα και σταμάτησε γλιστρώντας πάνω στο λείο κατάστρωμα, πέφτοντας λόγω της φοράς του πάνω στον Ριβερντάνσερ. Στην αποβάθρα, καμιά δεκαριά Κυκλωπιανοί φώναζαν διαμαρτυρίες ενώ κράδαιναν τα όπλα τους, αλλά ο Όλιβερ, πιο έμπειρος από τον σύντροφό του, δεν τους έδωσε σημασία. Κατέβηκε από το πόνι βγάζοντας ταυτόχρονα τα όπλα του για να αντιμετωπίσει την επίθεση ενός Κυκλωπιανού που είχε εμφανιστεί ξαφνικά μέσα από τους σωρούς των φορτίων.
Το ξίφος και το μεν-γκος άρχισαν να κινούνται αστραπιαία, μια εκπληκτική επίδειξη ακρίβειας και τεχνικής, ένας χορός των ατσάλινων λεπίδων που, ωστόσο, άφησε τον αντίπαλο του Όλιβερ άθικτο. Ο Κυκλωπιανός απλά παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα, ειλικρινά εντυπωσιασμένος. Όταν όμως σταμάτησε ο Όλιβερ, ο μονόφθαλμος δεν ήταν ούτε καν τραυματισμένος, μόνο που ένιωθε κάτι παράξενο στο στήθος. Το μάτι του χαμήλωσε για να κοιτάξει τον δερμάτινο χιτώνα του και είδε ότι ο χάφλινγκ είχε χαράξει πάνω του καλιγραφικά το γράμμα “Ο”.
«Θα μπορούσα να γράψω όλο το όνομά μου», είπε ο Όλιβερ. «Και σε πληροφορώ ότι έχω πολύ μεγάλο όνομα!»
Με ένα γρύλισμα μανίας ο Κυκλωπιανός ύψωσε το βαρύ τσεκούρι του, αλλά ο Όλιβερ όρμησε μπροστά σκυφτός, πέρασε τρέχοντας ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια και, γυρίζοντας, κάρφωσε τον Κυκλωπιανό στον πισινό με το ξίφος.
«Θα σου έκανα κι άλλα κόλπα με το σπαθί», δήλωσε ο χάφλινγκ, «αλλά βλέπω ότι είσαι τόσο βλάκας που δεν καταλαβαίνεις καν ότι σου κάνω πλάκα!»
Ο Κυκλωπιανός μούγκρισε στρέφοντας το κεφάλι προς το μέρος του, μετά όμως, ενστικτωδώς, κοίταξε πάλι μπροστά του και μόλις που πρόλαβε να δει τη γροθιά του Λούθιεν να έρχεται προς το πρόσωπό του. Στο μεταξύ, ο Όλιβερ όρμησε πάλι μπροστά και χτύπησε με τον ώμο του τον Κυκλωπιανό στο πίσω μέρος των ποδιών. Αυτός, σπρωγμένος ήδη επίσης από τη γροθιά του Λούθιεν, έπεσε ανάσκελα και βρόντηξε δυνατά στο κατάστρωμα. Πάλεψε να σηκωθεί για μια στιγμή, αλλά μετά έμεινε ακίνητος.
Ένας παφλασμός έκανε τον Λούθιεν να κοιτάξει γύρω. Από την προβλήτα, οι Κυκλωπιανοί είχαν αρχίσει να πετούν εναντίον τους λόγχες. «Πες στον καπετάνιο να πάει πιο γρήγορα», είπε ήρεμα ο Όλιβερ στον Λούθιεν καθώς περνούσε μπροστά του. Του έδωσε ένα μικρό πουγκί με νομίσματα. «Πλήρωσέ τον, βέβαια». Ο μικρόσωμος άνδρας πήγε στην πρύμνη του σκάφους, χωρίς να ανησυχεί για τις λόγχες που συνέχιζαν να πετούν οι Κυκλωπιανοί.
»Μονόφθαλμα ζώα!» τους φώναξε. «Ηλίθια κτήνη που βγάζετε το μάτι σας όταν πάτε να σκαλίσετε τη μύτη σας!»
Οι Κυκλωπιανοί γρύλισαν και άρχισαν να ρίχνουν με ακόμη μεγαλύτερη μανία.
«Όλιβερ!» φώναξε ο Λούθιεν.
Ο χάφλινγκ γύρισε προς το μέρος του. «Έχουν μόνο ένα μάτι», του εξήγησε. «Δεν έχουν αίσθηση της προοπτικής. Δεν γνωρίζεις ότι οι Κυκλωπιανοί δεν ξέρουν σημάδι;»
Στράφηκε γελώντας. «Γεια σας!» φώναξε πάλι πειρακτικά, αλλά την ίδια στιγμή αναγκάστηκε να πηδήσει ψηλά καθώς μια λόγχη καρφώθηκε στο κατάστρωμα ανάμεσα στα πόδια του.
«Μπορεί και να κάνεις λάθος», είπε ο Λούθιεν μιμούμενος την προφορά της Γασκόνης και κλέβοντας τη συνηθισμένη φράση του Όλιβερ.
«Ακόμη και οι μονόφθαλμοι μπορεί να φανούν τυχεροί», απάντησε ενοχλημένος ο χάφλινγκ κάνοντας μια περιφρονητική στράκα με τα δάχτυλα. Και για να δείξει πόσο σίγουρος ήταν, εξαπέλυσε μια νέα σειρά από βρισιές προς τους Κυκλωπιανούς της προβλήτας.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ένας ηλικιωμένος άντρας με ανεμοδαρμένο πρόσωπο πιάνοντας τον Λούθιεν από την ώμο. «Δεν επιτρέπω…
Σταμάτησε όταν ο Λούθιεν του έδωσε το πουγκί με τα νομίσματα.
»Εντάξει», είπε. «Δέστε όμως τα άλογα, γιατί θα τα χάσετε!»
Ο Λούθιεν έγνεψε καταφατικά και ο καπετάνιος γύρισε πίσω στη μανιβέλα.
Το σκάφος προχωρούσε τρομερά αργά για τους δυο ανήσυχους συντρόφους, μέτρο-μέτρο πάνω στα ταραγμένα, σκοτεινά νερά του πορθμού, εκεί όπου η Θάλασσα του Άβον συναντά τη Θάλασσα Ντόρσαλ. Είδαν τους Κυκλωπιανούς να τρέχουν στην αποβάθρα και να προσπαθούν να βγάλουν το άλλο σκάφος στη θάλασσα για να τους κυνηγήσουν. Ο Λούθιεν δεν ανησύχησε ιδιαίτερα, ήξερε ότι αυτά τα σκάφη είναι φτιαγμένα για να διασχίζουν αργά και σταθερά τα επικίνδυνα νερά και ότι δεν μπορούν να πάνε πιο γρήγορα. Το δικό τους πορθμείο προπορευόταν αρκετά, κι έτσι, όταν οι Κυκλωπιανοί θα κατόρθωναν να κινήσουν το δικό τους σκάφος, οι δυο σύντροφοι θα είχαν απομακρυνθεί τουλάχιστον δυο χιλιόμετρα.
Ο Όλιβερ πλησίασε τον Λούθιεν δίπλα στα άλογα, κουτσαίνοντας και γκρινιάζοντας.
«Είσαι πληγωμένος;» τον ρώτησε ανήσυχο το παλληκάρι.
«Όχι. Είναι το παπούτσι μου», είπε ο χάφλινγκ, βγάζοντας το παπούτσι του και δείχνοντάς το στον Λούθιεν. Φαινόταν άθικτο, αλλά ήταν βρόμικο και βρεγμένο λες και ο Όλιβερ είχε βουτήξει το πόδι του στο νερό.
»Ο λεκές!» του εξήγησε ο Όλιβερ φέρνοντας το παπούτσι του πιο ψηλά, κοντά στο πρόσωπο του Λούθιεν. «Όταν ανέβηκα στην οροφή της άμαξας του εμπόρου, πάτησα στο αίμα ενός νεκρού Κυκλωπιανού. Και τώρα δεν μπορώ να βγάλω αυτό τον καταραμένο λεκέ!»
«Και λοιπόν;» ρώτησε ο Λούθιεν σηκώνοντας τους ώμους χωρίς να καταλαβαίνει.
«Αυτά τα παπούτσια τα έχω κλέψει από το καλύτερο οικοτροφείο της Γασκόνης», απάντησε θιγμένος ο Όλιβερ, «από τον γιο ενός φίλου του ίδιου του βασιλιά! Πού θα βρω άλλα τέτοια παπούτσια σ’ αυτή την άγρια χώρα σας;»
«Μα δεν έχει τίποτα το παπούτσι σου», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.
«Καταστράφηκε!» απάντησε ο Όλιβερ. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και γύρισε θυμωμένος αλλού, στηρίζοντας το βάρος του στο ένα πόδι και χτυπώντας νευρικά το άλλο στο κατάστρωμα.
Ο Λούθιεν είχε τη σύνεση να μη γελάσει με τον μουτρωμένο φίλο του.
Μερικά μέτρα πιο κάτω, ο πεσμένος Κυκλωπιανός βόγγηξε αρχίζοντας να κινείται.
«Αν ξυπνήσει, θα τον κλοτσήσω στο μάτι», ανακοίνωσε ήρεμα ο Όλιβερ. «Δυο φορές!»
Ο Όλιβερ κοίταξε άγρια τον Λούθιεν, που προσπαθούσε να κρατηθεί αλλά το στήθος του τρανταζόταν από πνιχτά γέλια. «Και μετά θα γράψω το όνομά μου, ολόκληρο το όνομά μου, το πολύ, πολύ, μεγάλο όνομά μου, στον τεράστιο πισινό του», πρόσθεσε ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν έχωσε το πρόσωπό του μέσα στη φουντωτή χαίτη του Ριβερντάνσερ.
Στο μεταξύ το πορθμείο είχε απομακρυνθεί πάνω από εκατό μέτρα από την ακτή και πλησίαζε στο νησί Νταϊαμοντγκέιτ, το μέσο της διαδρομής. Όλα έδειχναν ότι είχαν ξεφύγει από τους διώκτες τους, γι’ αυτό ακόμη και ο μουτρωμένος Όλιβερ άρχισε να δείχνει καλύτερη διάθεση.
Τότε όμως το σχοινί που οδηγούσε το σκάφος από τη μια όχθη στην άλλη τραντάχτηκε ξαφνικά. Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, κοιτάζοντας προς την ακτή, είδαν μερικούς Κυκλωπιανούς να κρέμονται από τα δοκάρια και να χτυπούν το σχοινί με τα τσεκούρια τους.
«Ε, μην το κάνετε αυτό!» φώναξε ο καπετάνιος του πορθμείου τρέχοντας πάνω στο κατάστρωμα. Ο Λούθιεν ήταν έτοιμος να τον ρωτήσει τι προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίσουν, όταν το σχοινί κόπηκε. Και ο Λούθιεν πήρε την απάντησή του καθώς το σκάφος άρχισε να κινείται αμέσως προς τον νότο, προς τα βράχια του νησιού, παρασυρμένο από το ρεύμα του πορθμού.
Ο καπετάνιος έτρεξε πάλι στην άλλη άκρη του σκάφους φωνάζοντας διαταγές στον μοναδικό του ναύτη. Αυτός γύριζε μανιασμένα τη μανιβέλα, αλλά το πορθμείο δεν έλεγε να κινηθεί πιο γρήγορα. Συνέχιζε με τον αργό ρυθμό του και τη θανάσιμη κίνησή του προς τον νότο.
Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ αρπάχτηκαν από τις σέλες τους και προσπάθησαν να βρουν κάπου σίγουρα να πατήσουν καθώς το σκάφος τρανταζόταν τώρα όλο και πιο πολύ. Το πορθμείο ξύστηκε πάνω σε μερικούς μικρότερους βράχους, απέφυγε παρά τρίχα μια τεράστια βραχώδη αιχμή και τελικά έπεσε πάνω στις πέτρες, σ’ έναν μικρό και στενό κολπίσκο της παραλίας.
Το φορτίο κατρακύλησε κι έπεσε στη θάλασσα. Ο Κυκλωπιανός, που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται, εκτοξεύτηκε στον αέρα και έπεσε με δύναμη πάνω σε έναν βράχο σκεπασμένο με πεταλίδες, όπου έμεινε εντελώς ακίνητος. Ένας άλλος επιβάτης είχε την ίδια τύχη, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στο νερό, αλλά γρήγορα βγήκε στην επιφάνεια βήχοντας και ξεφωνίζοντας. Ο Θρεντμπέαρ και ο Ριβερντάνσερ διατήρησαν πεισματικά την ισορροπία τους, αν και το πόνι γλίστρησε λίγο και πάτησε το ξυπόλυτο πόδι του Όλιβερ. Ό χάφλινγκ αναθεώρησε την προηγούμενη αηδία του για το λερωμένο παπούτσι, το έβγαλε από την τσέπη του και το ξαναφόρεσε.
Τα κύματα συνέχισαν να έρχονται απανωτά, χτυπώντας το σκάφος πάνω στα βράχια και σπάζοντας τα ξύλα. Ο Λούθιεν διέσχισε έρποντας το κατάστρωμα, έπιασε το χέρι του επιβάτη που είχε πέσει στο νερό και τον τράβηξε πάνω. Ο καπετάνιος φώναζε στον ναύτη να γυρίσει τη μανιβέλα, μετά όμως άρχισε να βλαστημάει καθώς κατάλαβε ότι, αφού η άλλη άκρη του σχοινιού ήταν κομμένη, το σκάφος δεν μπορούσε να ξεφύγει από το ρεύμα.
«Φέρε τον Ριβερντάνσερ!» φώναξε ο Λούθιεν στον Όλιβερ καταλαβαίνοντας το πρόβλημα. Πήγε στο πίσω μέρος του σκάφους, μάζεψε το κομμένο σχοινί και κοίταξε γύρω του. Γρήγορα είδε έναν βράχο που θα μπορούσε να αντέξει. Πήγε στην άκρη του καταστρώματος και τύλιξε το σχοινί σε βρόχο, έτοιμος να το πετάξει.
Ένα κύμα κόντεψε να τον ρίξει στη θάλασσα, αλλά ο Όλιβερ τον άρπαξε από τη ζώνη και τον κράτησε γερά. Ο Λούθιεν πέταξε το σχοινί έτσι ώστε να πιαστεί στον βράχο και το τράβηξε τεντώνοντάς το όσο πιο πολύ μπορούσε. Ο Όλιβερ ανέβηκε στον Ριβερντάνσερ, έστρεψε το άλογο από την άλλη μεριά και τότε ο Λούθιεν πλησίασε κι έδεσε το σχοινί στο πίσω μέρος της σέλας.
Ο Όλιβερ έκανε το άλογο να προχωρήσει αργά ώσπου το σχοινί τεντώθηκε σταθεροποιώντας το σκάφος. Ο χάφλινγκ συνέχισε να τραβά το άλογο προς τα εμπρός μαζεύοντας τα μπόσικα, ενώ ο Λούθιεν έδενε το σχοινί. Μετά ελευθέρωσαν τον Ριβερντάνσερ και η μανιβέλα άρχισε να δουλεύει πάλι. Το σκάφος βγήκε από τον κολπίσκο και την περιοχή με τα βράχια, ενώ δυνατές ζητωκραυγές ακουγόνταν από τον καπετάνιο, τον ναύτη και τους τέσσερις άλλους επιβάτες.
«Θα το πάω στην αποβάθρα του νησιού», είπε ο καπετάνιος στον Λούθιεν, δείχνοντας ένα λιμανάκι πίσω από μερικά βράχια. «Θα περιμένουμε εκεί να έλθει να μας πάρει το σκάφος από την άλλη όχθη».
Ο Λούθιεν κοίταξε στην όχθη από όπου είχαν ξεκινήσει και ο καπετάνιος ακολούθησε το βλέμμα του. Το άλλο πορθμείο, γεμάτο οπλισμένους Κυκλωπιανούς, προχωρούσε αργά προς το μέρος τους.
«Ας μη μείνουμε στο νησί, ας πάμε απέναντι», είπε ο Λούθιεν. «Σε παρακαλώ!»
Ο καπετάνιος έγνεψε καταφατικά κοιτάζοντας γεμάτος αμφιβολία το αυτοσχέδια δεμένο σχοινί. Πήγε στην πλώρη του σκάφους, αλλά ξαναγύρισε σχεδόν αμέσως κουνώντας το κεφάλι του.
«Πρέπει να περιμένουμε εδώ», τους εξήγησε. «Έχουν σηκώσει κίτρινη σημαία στο Νταϊαμοντγκέιτ».
«Και λοιπόν;» ρώτησε ο Όλιβερ ανήσυχος.
«Αυτό σημαίνει ότι είδαν πτερύγια από την άλλη μεριά του πορθμού», του εξήγησε ο Λούθιεν.
«Δεν μπορούμε να βγούμε πέρα από το νησί», πρόσθεσε ο καπετάνιος. Τους κοίταξε και τους δύο με ένα βλέμμα ειλικρινούς συμπόνιας και μετά γύρισε στην πλώρη, αφήνοντας τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, που, ανήμποροι, κοίταζαν πρώτα ο ένας τον άλλο και μετά το σκάφος με τους Κυκλωπιανούς το οποίο πλησίαζε.
Όταν έφτασαν στην αποβάθρα του μικρού νησιού, ο Λούθιεν και ο Όλιβερ βοήθησαν όλους τους άλλους να κατεβούν από το πορθμείο. Μετά ο χάφλινγκ έδωσε στον καπετάνιο άλλο ένα πουγκί με νομίσματα και πήγε κοντά στο άλογό του, δείχνοντας ότι δεν είχε πρόθεση να κατεβεί από το σκάφος.
«Πρέπει να συνεχίσουμε», εξήγησε ο Λούθιεν στον καπετάνιο που τους κοίταζε με ανοιχτό το στόμα. Κοίταξαν και οι δύο τα μαύρα φουρτουνιασμένα νερά του κόλπου που τους χώριζαν από την ηπειρωτική χώρα του Εριαντόρ, μια απόσταση γύρω στα διακόσια μέτρα.
«Η σημαία σημαίνει απλώς ότι είδαν πτερύγια το πρωί», είπε ο καπετάνιος προσπαθώντας να δώσει κουράγιο και στους δύο φίλους και στον εαυτό του.
«Ο κίνδυνος από τους Κυκλωπιανούς είναι μεγαλύτερος», συμπλήρωσε ο Λούθιεν, και τότε ο καπετάνιος κατένευσε βγαίνοντας στην αποβάθρα. Έκανε νόημα στον ναύτη να κάνει το ίδιο, κι έτσι το σκάφος έμεινε στα χέρια του Λούθιεν και του Όλιβερ.
Ο Λούθιεν αμέσως πήγε στη μανιβέλα και άρχισε να τη γυρίζει, κοιτάζοντας περισσότερο δεξιά και αριστερά παρά ίσια μπροστά. Ο Όλιβερ έμεινε στην πρύμνη και κοίταζε πότε τους Κυκλωπιανούς, πότε αυτούς που είχαν αφήσει στην αποβάθρα του νησιού και που έμοιαζαν με εγκαταλειμμένους ναυαγούς. Είχαν όλοι μια τόσο ανήσυχη έκφραση, ώστε ο συνήθως ακλόνητος Όλιβερ τρόμαξε.
«Αυτά τα πτερύγια», είπε πλησιάζοντας τον Λούθιεν, «είναι πολύ μεγάλα;
Ο Λούθιεν κατένευσε.
«Μεγαλύτερα από το άλογό σου;
Ο Λούθιεν κατένευσε.
»Μεγαλύτερα από αυτό το σκάφος;
Ο Λούθιεν κατένευσε.
»…Πήγαινέ με πίσω στην αποβάθρα», δήλωσε αποφασιστικά ο Όλιβερ. «Προτιμάω να τα βάλω με τους Κυκλωπιανούς».
Ο νεαρός δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει, απλώς συνέχισε να γυρίζει τη μανιβέλα κοιτάζοντας πότε από τη μια πλευρά πότε από την άλλη, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να δει το τρομερό μαύρο πτερύγιο να υψώνεται από το νερό.
Οι Κυκλωπιανοί προσπέρασαν το νησί, αφού αποβίβασαν δύο δικούς τους στην αποβάθρα. Ο Όλιβερ βόγγηξε, ξέροντας ότι οι Κυκλωπιανοί θα επιχειρούσαν να κόψουν πάλι το σχοινί. Όμως, ο φόβος του γρήγορα έγινε χαρά. Τα σχοινιά ήταν δεμένα πολύ ψηλά πάνω από την αποβάθρα του μικρού νησιού, γι’ αυτό οι Κυκλωπιανοί άρχισαν να κατασκευάζουν μια αυτοσχέδια σκαλωσιά προσπαθώντας να τα φτάσουν. Όμως, όταν το πορθμείο με τους υπόλοιπους μονόφθαλμους απομακρύνθηκε αρκετά, ο καπετάνιος, ο ναύτης και οι άλλοι επιβάτες του πορθμείου —ακόμη και ο τραυματισμένος, τον οποίο είχε βοηθήσει ο Λούθιεν να βγει από το νερό— όρμησαν στους δύο Κυκλωπιανούς και τους έριξαν μαζί με τη σκαλωσιά τους στα σκοτεινά νερά.
Ο Λούθιεν άκουσε τη ζητωκραυγή του Όλιβερ και γύρισε. Είδε το θέαμα και, για κάποιο λόγο, αποτύπωσε αυτή την εικόνα στη μνήμη του, αν και δεν ήξερε πόσο σημαντική θα αποδειχνόταν αργότερα τούτη η μικρή εξέγερση.
Ο Όλιβερ έκανε μια τούμπα από τη χαρά του, πήδησε και στριφογύρισε στον αέρα, αλλά προσγειώθηκε σαν μαρμαρωμένος κοιτάζοντας βόρεια τον ανοιχτό πορθμό και το ψηλό πτερύγιο —τρεις φορές το ύψος του τουλάχιστον— που υψώθηκε ξαφνικά μέσα από τα μαύρα νερά.
Το χαμόγελο του Λούθιεν εξαφανίστηκε όταν είδε την ξαφνική έκφραση του φίλου του. Γύρισε και είδε κι αυτός την αιτία.
Το πτερύγιο άφηνε ένα ψηλό κύμα πίσω του, μετά βυθίστηκε ως το μισό ύψος του και τελικά χάθηκε τελείως κάτω από το νερό.
Ο Λούθιεν προσπαθούσε να θυμηθεί όλες τις συμβουλές που του είχαν δώσει παλιά οι ντόπιοι ψαράδες. Σταμάτησε τη μανιβέλα και τη γύρισε μια φορά ανάποδα για να κόψει τη φόρα του σκάφους.
«Γύρνα στο νησί!» φώναξε ο Όλιβερ, τρέχοντας κοντά του, αλλά ο Λούθιεν τον άρπαξε και τον κράτησε ακίνητο, ψιθυρίζοντάς του να μην κάνει θόρυβο.
Έμειναν ακίνητοι καθώς το νερό γύρω τους σκοτείνιαζε και το σκάφος μετατοπιζόταν προς τον νότο τεντώνοντας επικίνδυνα το σχοινί του, σπρωγμένο από το πέρασμα της μεγάλης φάλαινας από κάτω του. Όταν η φάλαινα βγήκε από την άλλη μεριά, ο Όλιβερ την είδε σε όλο της το μήκος, γύρω στα δώδεκα μέτρα συνολικά, με λευκά και μαύρα μπαλώματα στο δέρμα. Ένας φονιάς δέκα τόνων. Ο Όλιβερ θα είχε σωριαστεί στο κατάστρωμα, δεν τον κρατούσαν τα πόδια του, αλλά ο Λούθιεν τον κράτησε.
«Μείνε ήρεμος και ακίνητος», του ψιθύρισε. Ο Λούθιεν υπολόγιζε στις αντιδράσεις των Κυκλωπιανών αυτήν τη φορά. Ουσιαστικά, ήταν ζώα που ζούσαν σε τρύπες στα βουνά και δεν ήξεραν τίποτα για τις φάλαινες.
Το πτερύγιο εμφανίστηκε πάλι στα δεξιά του σκάφους. Κινιόταν αργά, λες και η φάλαινα δεν είχε αποφασίσει ακόμη την επόμενη κίνησή της.
Ο Λούθιεν κοίταξε πίσω, προς το άλλο πορθμείο που πλησίαζε φορτωμένο με τους Κυκλωπιανούς. Χαμογέλασε και τους κούνησε το χέρι δείχνοντας το ψηλό πτερύγιο.
Οι Κυκλωπιανοί είδαν το πτερύγιο και, όπως περίμενε ο Λούθιεν, έπαθαν αμόκ. Άρχισαν να τρέχουν εδώ κι εκεί πάνω στο κατάστρωμα, ενώ εκείνος που ήταν στη μανιβέλα προσπαθούσε να τη γυρίσει ανάποδα για να αντιστρέψει την κίνηση του σκάφους. Μερικοί σκαρφάλωσαν στο σχοινί-οδηγό.
«Δεν είναι κακή ιδέα», παρατήρησε ο Όλιβερ κοιτάζοντας το δικό τους σχοινί.
Αντί για απάντηση, ο Λούθιεν έριξε μια ματιά στα άλογά τους και ο Όλιβερ αμέσως ζήτησε συγγνώμη.
Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι τη μεγάλη φάλαινα που τώρα, όπως το περίμενε, άλλαζε κατεύθυνση. Οι Κυκλωπιανοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε φρενίτιδα ταράζοντας τα νερά και προσελκύοντας έτσι τη φάλαινα προς το σκάφος τους.
Όταν φάνηκε ότι η φάλαινα είχε πια επιλέξει πορεία, ο Λούθιεν έπιασε πάλι τη μανιβέλα και άρχισε να τη γυρίζει αργά για να μην τραβήξει την προσοχή του κήτους.
Οι Κυκλωπιανοί, με τη χαρακτηριστική τους αλληλεγγύη, διάλεξαν έναν ανάμεσά τους και τον πέταξαν στο νερό μπροστά από τη φάλαινα που πλησίαζε, με την ελπίδα ότι θα τον έτρωγε και θα άφηνε ήσυχους τους υπόλοιπους.
Δεν ήξεραν πόσο αχόρταγες είναι αυτές οι ανθρωποφάγες φάλαινες.
Το ασπρόμαυρο κήτος, αφού καταβρόχθισε τον μονόφθαλμο, χτύπησε με τα πλευρά του το σκάφος. Μετά έκανε κύκλο και, με ένα πλατάγισμα της πανίσχυρης ουράς του, πετάχτηκε έξω από το νερό για να πέσει ξανά πάνω στο επίπεδο κατάστρωμα βυθίζοντας το μισό σκάφος στο νερό. Κυκλωπιανοί εκτινάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις κουνώντας τα χέρια και ουρλιάζοντας. Η φάλαινα γλίστρησε πάλι κάτω από το νερό, αλλά εμφανίστηκε αμέσως από την άλλη μεριά του σκάφους. Το κεφάλι της ξεπρόβαλε από το νερό και είδαν ότι κρατούσε στα σαγόνια της από τη μέση και κάτω έναν Κυκλωπιανό, που ούρλιαζε και χτυπούσε ανώφελα το θαλάσσιο τέρας.
Η φάλαινα τον έκοψε στη μέση και το μισό σώμα του μονόφθαλμου, έμεινε να επιπλέει στα αιματοβαμμένα νερά.
Μια ανθρωποφάγα φάλαινα όμως δεν χορταίνει έτσι εύκολα. Η ουρά της χτύπησε με δύναμη το νερό τινάζοντας άλλους δύο Κυκλωπιανούς δέκα μέτρα ψηλά. Έπεσαν πάλι στη θάλασσα με παφλασμό, οπότε η φάλαινα τίναξε τον ένα πάλι μακριά κι έκοψε τον άλλο στη μέση.
Η φρενίτιδα συνεχίστηκε για μερικά λεπτά αγωνίας ακόμη και μετά το πτερύγιο της φάλαινας κινήθηκε γρήγορα προς τον βορρά.
«Λούθιεν!» φώναξε ανήσυχος ο Όλιβερ.
Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα η φάλαινα πετάχτηκε στον αέρα και βούτηξε πάλι στο νερό, χρησιμοποιώντας το άλμα για να στρίψει.
»Λούθιεν!» είπε πάλι ο Όλιβερ, και ο νεαρός Μπέντγουιρ κατάλαβε, χωρίς να κοιτάξει, ότι η φάλαινα είχε βρει τον επόμενο στόχο της.
Ο Λούθιεν είδε αμέσως ότι δεν προλάβαιναν να φτάσουν στην αποβάθρα του Εριαντόρ, που απείχε τουλάχιστον πενήντα μέτρα. Άφησε τη μανιβέλα και έτρεξε στη μια πλευρά του σκάφους, μετά στην άλλη, κοιτάζοντας γύρω του κι αναζητώντας μια λύση.
«Λούθιεν!» είπε πάλι ο Όλιβερ παγωμένος από το θέαμα της φάλαινας που πλησίαζε.
Ο Λούθιεν έτρεξε στην πρύμνη και κοίταξε αυτούς που παρακολουθούσαν από την αποβάθρα του νησιού. «Κόψτε το σχοινί!» τους φώναξε.
Στην αρχή δεν τον άκουσαν, ή ίσως δεν κατάλαβαν, μετά όμως ο Λούθιεν φώναξε πάλι δείχνοντας το σχοινί από πάνω του. Ο καπετάνιος έκανε αμέσως νόημα στον ναύτη, που έβαλε ένα μαχαίρι στα δόντια του και σκαρφάλωσε στον ψηλό, ξύλινο στύλο.
Το παλληκάρι πήγε δίπλα στον Όλιβερ για να κοιτάξει τη φάλαινα που πλησίαζε.
Εκατό μέτρα. Ογδόντα.
Πενήντα μέτρα. Ο Λούθιεν άκουσε τον χάφλινγκ να μουρμουρίζει και κατάλαβε ότι ο σύντροφός του προσευχόταν.
Ξαφνικά το σκάφος έγειρε στο πλάι αρχίζοντας να παρασέρνεται ελεύθερα από το ρεύμα — το σχοινί είχε κοπεί. Ο Λούθιεν τράβηξε τον Όλιβερ κοντά στα άλογά τους. Ο Ριβερντάνσερ και ο Θρεντμπέαρ ήταν ανήσυχοι, χλιμίντριζαν και χτυπούσαν κάτω τις οπλές τους σαν να καταλάβαιναν τον κίνδυνο. Ο Λούθιεν μάζεψε γρήγορα το κομμένο σχοινί κι έδεσε την άκρη του για να μη γλιστρήσει το σκάφος κατά μήκος του.
Το πτερύγιο της φάλαινας έστριψε ακολουθώντας την πορεία του σκάφος και πλησιάζοντας ολοένα.
Τριάντα μέτρα. Ο Όλιβερ έβλεπε πια το μαύρο μάτι της φάλαινας.
Το σκάφος είχε αναπτύξει αρκετή ταχύτητα χάρη στο γρήγορο ρεύμα, αλλά η φάλαινα ήταν ακόμη πιο γρήγορη.
Είκοσι μέτρα. Ο Όλιβερ προσευχόταν δυνατά.
Ξαφνικά, το σκάφος τραντάχτηκε χτυπώντας πάνω σε έναν βράχο και, όταν ο Όλιβερ και ο Λούθιεν κατάφεραν να ξεκολλήσουν το βλέμμα τους από τη φάλαινα, είδαν ότι βρίσκονταν τώρα πολύ κοντά στη βραχώδη ακτή. Κοίταξαν πάλι πίσω και είδαν το πτερύγιο της φάλαινας να στρίβει και να απομακρύνεται — το νερό ήταν πια πολύ ρηχό για να πλησιάσει κι άλλο. Η ανακούφιση των δύο φίλων δεν κράτησε πολύ όμως, γιατί το σκάφος συνέχιζε να κινείται γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά, τότε που οι Κυκλωπιανοί είχαν κόψει το σχοινί κοντά στο νησί του Νταϊαμοντγκέιτ. Με τρόμο είδαν πως πλησίαζαν σε ένα απότομο, χαμηλό, βράχινο τείχος, όλο κοφτερές προεξοχές.