6 Όλιβερ ντε Μπάροους

Ο καλοντυμένος ληστής βρισκόταν στο ίδιο ύψος περίπου με τους Κυκλωπιανούς αν και ήταν καβάλα στο κίτρινο άλογό του. Απέκρουσε μια λόγχη από τη μία κατεύθυνση και τράβηξε το χαλινάρι για να σηκώσει το πόνι στα δύο πισινά του πόδια και να το στρέψει έγκαιρα ώστε να αποκρούσει κάποιο ξίφος που θα τον χτυπούσε από πίσω. Οι κινήσεις του ήταν αστραπιαίες, αλλά ο Κυκλωπιανός οδηγός της άμαξας, χαμογελώντας χαιρέκακα, τράβηξε άλλο ένα όπλο, μια οπλισμένη βαλλίστρα.

Αυτό θα ήταν το τέλος του θρυλικού (όπως είχε ισχυριστεί ο ίδιος τουλάχιστον) Όλιβερ ντε Μπάροους, αλλά λίγο πιο μακριά, σε μια συστάδα θάμνων από την απέναντι όχθη του ποταμού, ο νεαρός Λούθιεν Μπέντγουιρ είχε βρει την καρδιά του και το κουράγιο του. Ο Λούθιεν δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τους άπληστους εμπόρους, τους τοποθετούσε μόλις ένα επίπεδο πάνω από τους Κυκλωπιανούς. Ο χάφλινγκ ήταν ληστής, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά για τον Λούθιεν το ίδιο ήταν και ο έμπορος. Δεν κάθισε να αναλύσει τα συναισθήματα που καθοδήγησαν τις πράξεις του εκείνη την κρίσιμη στιγμή, απλώς έκανε αυτό που του υπαγόρευσε η καρδιά του.

Έκπληκτος και ο ίδιος με τον εαυτό του, τράβηξε το τόξο του και μια στιγμή αργότερα το βέλος του βρήκε τον Κυκλωπιανό στο στήθος. Ο μονόφθαλμος σωριάστηκε στο κάθισμα της άμαξας και η βαλλίστρα γλίστρησε από τα χέρια του.

Αν ο Όλιβερ είδε το βέλος, δεν έδειξε τίποτα. «Ναι, έλα λοιπόν εσύ με το ένα μάτι, που μοιάζει τόσο πολύ με τον πισινό της γάτας!» φώναξε σε έναν Κυκλωπιανό κινώντας το λεπτό ξίφος σε μια τόσο εκπληκτική (αν και τελείως αναποτελεσματική) επίδειξη δεξιοτεχνίας ώστε ο Κυκλωπιανός απομακρύνθηκε δυο βήματα από το κίτρινο πόνι και έξυσε το γυρτό μέτωπό του.

Ο Λούθιεν οδήγησε τον Ριβερντάνσερ έξω από τους θάμνους, στην απότομη κατηφορική όχθη του μικρού ποταμού. Το δυνατό άλογο συγκέντρωσε αρκετή ορμή κατεβαίνοντας, ώστε πήδησε το ποτάμι με ένα άλμα, χωρίς να αγγίξει σχεδόν καθόλου το νερό. Ανέβηκε την άλλη όχθη και αμέσως ο Λούθιεν όρμησε προς την άμαξα με το τόξο στο χέρι, ρίχνοντας βέλη καθώς έτρεχε.

Οι Κυκλωπιανοί μούγκρισαν θυμωμένοι. Ένας από αυτούς άρπαξε μια μακριά αλαβάρδα από το πλάι της άμαξας και όρμησε να συναντήσει τον Λούθιεν, μετά όμως άλλαξε γνώμη βλέποντας τα βέλη που έρχονταν το ένα μετά το άλλο και κρύφτηκε πίσω από τα άλογα. Ο Όλιβερ, που απέκρουε επιθέσεις από τρεις διαφορετικές μεριές, δεν είχε καταλάβει καν γιατί φωνάζουν οι εχθροί του, πρόσεξε όμως ότι ο Κυκλωπιανός ο οποίος βρισκόταν τώρα πίσω από το πόνι είχε στρέφει αλλού την προσοχή του.

«Παρντόν», είπε στον Κυκλωπιανό μπροστά του και του πέταξε το μεν-γκος, έτσι που ο αντίπαλός του έκανε ένα βήμα πίσω χάνοντας την ορμή του, για να αποκρούσει το στιλέτο που ο Όλιβερ είχε ρίξει δίχως μεγάλη ακρίβεια. Χωρίς να σταματήσει, ο Όλιβερ έβγαλε το πλατύγυρο καπέλο και το ακούμπησε στα καπούλια του αλόγου του. Αμέσως, το πόνι ανασηκώθηκε και κλότσησε και με τα δύο πόδια τον Κυκλωπιανό πίσω του. Στο μεταξύ ο Όλιβερ είχε δει τον Λούθιεν που πλησίαζε εκτοξεύοντας βέλη. Πάντα ψύχραιμος, σήκωσε απλώς τους ώμους και γύρισε στην πιο επείγουσα κατάσταση μπροστά του.

Είχε ακόμη δύο αντιπάλους και γρήγορα η πίεση έγινε πολύ μεγάλη, αφού τώρα είχε μόνο το ξίφος.

Ένας άλλος Κυκλωπιανός με βαλλίστρα, ξαπλωμένος μπρούμυτα πάνω στη στέγη της άμαξας, άλλαξε στόχο και στράφηκε στον νεοφερμένο εχθρό. Ο Κυκλωπιανός σημάδεψε αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καλά τον Λούθιεν, που είχε σκύψει χαμηλά στα πλευρά του αλόγου του χρησιμοποιώντας τον Ριβερντάνσερ σαν ασπίδα. Ο Κυκλωπιανός έριξε αλλά αστόχησε κατά πολύ, έτσι ο Λούθιεν ορθώθηκε πάλι στη σέλα, όσο χρειαζόταν για να ανταποδώσει τη βολή. Το βέλος του καρφώθηκε στην άμαξα λίγο πιο πέρα από το πρόσωπο του Κυκλωπιανού. Αν και ήταν πάνω στο άλογό του, κατάφερε να περάσει κι άλλο βέλος στο τόξο, ταχύτερα από τον αντίπαλό του. Η δεύτερη βολή του, που την έριξε ενώ απείχε γύρω στα έξι μέτρα από την άμαξα, βρήκε τον μονόφθαλμο στο πρόσωπο.

Την επόμενη στιγμή κόντεψε να τον καρφώσει μια αλαβάρδα καθώς ο άλλος Κυκλωπιανός πετάχτηκε πίσω από τα άλογα όπου ήταν κρυμμένος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Λούθιεν για να την αποφύγει ήταν να ριχτεί κάτω από το άλογό του προς τα πίσω και στο πλάι. Προσγειώθηκε στο έδαφος με ένα δυνατό τράνταγμα, και ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν έχασε τις αισθήσεις του ήταν η γνώση ότι, αν λιποθυμούσε, ο Κυκλωπιανός θα τον σκότωνε. Συνέχισε επίσης να κρατά το τόξο και, όταν κατάφερε να σταθεί όρθιος, το περιέστρεψε μπροστά του αποκρούοντας την τελευταία στιγμή τον επόμενο λογχισμό της αλαβάρδας.


Ο Όλιβερ κατάφερε να μετακινήσει το πόνι του έτσι ώστε και οι δύο Κυκλωπιανοί που αντιμετώπιζε ήταν τώρα μπροστά του. Το ξίφος του κινιόταν αστραπιαία εδώ κι εκεί πάνω από το κεφάλι του αλόγου του αποκρούοντας το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Ο χάφλινγκ προσπαθούσε να δείχνει αδιάφορος ή και βαριεστημένος ακόμη, στην πραγματικότητα όμως είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά. Οι δύο Κυκλωπιανοί ήταν αρκετά επιδέξιοι ξιφομάχοι και διέθεταν καλά όπλα. Όμως ο Όλιβερ δεν είχε επιζήσει δύο δεκαετίες σαν ληστής, χωρίς να έχει κάποια ατού κρυμμένα στα φουσκωτά, άσπρα μανίκια του.

«Πίσω σου!» φώναξε ξαφνικά, και ο ένας από τους Κυκλωπιανούς κόντεψε να πέσει στην προφανή παγίδα γυρίζοντας, σχεδόν, το κεφάλι για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο, όταν έχεις μόνο ένα μάτι που βρίσκεται στη μέση του προσώπου σου!

Ο άλλος μονόφθαλμος συνέχισε την επίθεση χωρίς καν να ανοιγοκλείσει το μάτι του, ενώ ο ανόητος σύντροφός του διπλασιασε κι αυτός την ένταση των προσπαθειών του όταν κατάλαβε πόσο βλάκας είχε φανεί.

Ο Όλιβερ, βέβαια, ήξερε ότι οι Κυκλωπιανοί δεν επρόκειτο να ξεγελαστούν από αυτό το απλό τέχνασμα — και όχι μόνο αυτό, στην πραγματικότητα δεν ήθελε να ξεγελαστούν. «Πίσω σου!» φώναξε πάλι για να τους “κουρντίσει” λίγο ακόμη και να τους κάνει να νομίσουν ότι τους θεωρεί βλάκες. Όπως ήταν φυσικό, οι δύο Κυκλωπιανοί γρύλισαν και άρχισαν να τον πιέζουν ακόμη περισσότερο.

Ο Όλιβερ σπιρούνησε το κίτρινο πόνι, που όρμησε μπροστά, περνώντας ανάμεσα από τους δύο μονόφθαλμους. Αυτοί ήταν τόσο απορροφημένοι από την επίθεσή τους ώστε δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν αμέσως στον γρήγορο ελιγμό του Όλιβερ, που άφησε το χαλινάρι και, κυλώντας προς τα πίσω, πάνω στα καπούλια του πόνι, έκανε μία ολόκληρη τούμπα και προσγειώθηκε άνετα όρθιος. Οι Κυκλωπιανοί άρχισαν να στρέφονται όταν το άλογο είχε ήδη περάσει ανάμεσά τους, αλλά τώρα πια ήταν αργά, γιατί ο Όλιβερ πρόλαβε και έχωσε το ξίφος του βαθιά στον πισινό του ενός.

Ο Κυκλωπιανός ούρλιαξε. Την επόμενη στιγμή ένα χτύπημα από το ξίφος του Όλιβερ του πέταξε το όπλο από το χέρι.

«Ανόητο, μονόφθαλμο ζώο!» είπε περιφρονητικά ο χάφλινγκ, απλώνοντας τα χέρια σε μια χειρονομία κατάπληξης. «Εγώ, ο Όλιβερ ντε Μπάροους, είμαι τόσο ευγενικός ώστε σου είπα ότι θα σε χτυπήσω από πίσω!» Αμέσως μετά ο Όλιβερ πήρε στάση όπως στην κλασική ξιφασκία, με το ελεύθερο χέρι του στο γοφό. Έβγαλε μια ξαφνική κραυγή πηδώντας μπροστά σαν να ετοιμαζόταν να χτυπήσει, και τότε ο πληγωμένος Κυκλωπιανός γύρισε και το έβαλε στα πόδια ουρλιάζοντας και τρίβοντας τον τραυματισμένο πισινό του.

Ο άλλος Κυκλωπιανός, όμως, όρμησε πάλι εξαπολύοντας μια άγρια επίθεση.

«Βλέπω δεν είσαι συνετός σαν τον φίλο σου», τον πείραξε ο Όλιβερ αποκρούοντας ένα χτύπημα, σκύβοντας για να αποφύγει ένα δεύτερο και πηδώντας για να αποφύγει ένα τρίτο. «Δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα με τον Όλιβερ ντε Μπάροους!»

Ο Κυκλωπιανός συνέχισε την επίθεσή του με τέτοια μανία ώστε ο Όλιβερ άρχισε να οπισθοχωρεί. Μολονότι θα μπορούσε να είχε ήδη καρφώσει τον αντίπαλό του πολλές φορές, ήξερε ότι αν το έκανε, ο μονόφθαλμος θα προλάβαινε να τον χτυπήσει κι αυτός. Ο αντίπαλος ήταν δυνατός και το ξίφος του ήταν βαρύ σχεδόν όσο ολόκληρος ο Όλιβερ, ο οποίος ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο ένα μοιραίο γι’ αυτόν χτύπημα.

«Μπορεί και να έκανα λάθος», παραδέχτηκε ο χάφλινγκ ξιφομαχώντας μανιασμένα για να αναχαιτίσει την επίθεση του Κυκλωπιανού. Ξαφνικά, έβγαλε ένα κοφτό και διαπεραστικό σφύριγμα, αλλά ο Κυκλωπιανός δεν έδωσε σημασία.

Μια στιγμή αργότερα, το κίτρινο πόνι του Όλιβερ ρίχτηκε πάνω στον μονόφθαλμο από πίσω και τον πέταξε μπρούμυτα στο χώμα. Μετά, το άλογο με την παράξενη όψη και την παράξενη εκπαίδευση, πήδησε πάνω στον Κυκλωπιανό που βογγούσε κι άρχισε να χοροπηδάει πάνω-κάτω σπάζοντας του τα κόκαλα με κάθε άλμα.

«Να σου γνωρίσω το άλογό μου», είπε ευγενικά ο Όλιβερ.

Ο Κυκλωπιανός μούγκρισε και προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά μια οπλή τον πάτησε στα μούτρα.


Ο Λούθιεν είχε χτυπήσει άσχημα με την πτώση. Δεν είχε σοβαρά τραύματα, όμως, ενώ πολεμούσε με τον Κυκλωπιανό, τον πονούσε τόσο πολύ το κεφάλι του ώστε σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά του.

Βασικά, δεν έβλεπε μία αλλά δύο αιχμές αλαβάρδας να τον απειλούν συνεχώς, κι έτσι κουνούσε το τόξο δεξιά-αριστερά για να αποκρούσει, ενώ συγχρόνως οπισθοχωρούσε ολοένα.

Λίγο αργότερα έπεσε πάνω σε ένα δέντρο και του κόπηκε η ανάσα από την έκπληξη. Παραμέρισε αμέσως ενώ ο Κυκλωπιανός, νομίζοντας ότι τον είχε παγιδέψει, τίναξε το χέρι του ίσια μπροστά και η αιχμή της αλαβάρδας έσκαψε μια μεγάλη τρύπα στο ξύλο.

Ο Λούθιεν χτύπησε κι αυτός με το τόξο, αλλά αστόχησε και άκσυσε το τόξο να σπάει καθώς χτύπησε στο δέντρο. Το σήκωσε να το δει: το μισό κρεμόταν από μια σκλήθρα.

Καθώς ο Κυκλωπιανός γελούσε βροντερά, ο Λούθιεν του πέταξε το τόξο. Ο μονόφθαλμος το απέκρουσε εύκολα και το γέλιο του μετατράπηκε σε γρύλισμα, αλλά όταν πήγε να εφορμήσει πάλι, ανακάλυψε ότι τώρα ο αντίπαλός του κρατούσε ξίφος.


Το πόνι του Όλιβερ χόρευε ακόμη πάνω στον τσαλαπατημένο μονόφθαλμο όταν ο χάφλινγκ ανέβηκε ξανά στη σέλα. Ετοιμαζόταν να γυρίσει και να πάει να βοηθήσει τον νεαρό, αλλά σταμάτησε ακούγοντας ψιθύρους μέσα από την άμαξα.

«Ρίχ’ του!» άκουσε να λέει μια γυναικεία φωνή. «Δειλός είσαι;»

Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι καταλαβαίνοντας ότι η φωνή απευθυνόταν στον έμπορο. Ο χάφλινγκ πίστευε, πράγματι, ότι οι περισσότεροι έμποροι είναι δειλοί. Ανέβηκε όρθιος πάνω στη σέλα, οδήγησε το πόνι δίπλα στην άμαξα κι ανέβηκε αθόρυβα στην οροφή, όπου σκόνταψε στο σώμα του Κυκλωπιανού, ο οποίος είχε το μακρύ βέλος του Λούθιεν καρφωμένο στο πρόσωπό του. Ο Όλιβερ κοίταξε το παπούτσι του που είχε λερωθεί από το αίμα του Κυκλωπιανού κι έκανε ένα μορφασμό αηδίας. Ξαφνικά, ένα τεράστιο χέρι τον άρπαξε από τον αστράγαλο και ο Όλιβερ κόντεψε να χάσει την ισορροπία του.

Ο αμαξάς, παρά το βέλος που ήταν καρφωμένο στο στήθος του συνέχισε να τον κρατάει πεισματικά. Ο Όλιβερ τον χτύπησε στο κεφάλι με το πλατύ μέρος του σπαθιού και, όταν εκείνος τού ελευθέρωσε τον αστράγαλο για να πιάσει το νέο του τραύμα, ο χάφλινγκ τον κλότσησε στο μάτι. Ο Κυκλωπιανός πήγε να ουρλιάξει, αλλά ακούστηκε μόνο ένας ήχος σαν γαργάρα και τότε έγυρε προς τα πίσω από τη θέση του για να σωριαστεί στο χώμα δίπλα στα άλογα της άμαξας.

«Είσαι τυχερός που δεν μου λέρωσες τα υπέροχα, κλεμμένα ρούχα μου», του είπε ο Όλιβερ, «γιατί τότε θα σε σκότωνα στα σίγουρα!»

Με ένα περιφρονητικό ξεφύσημα πήγε στην άλλη πλευρά της οροφής και γονάτισε στο ένα πόδι. Μια στιγμή αργότερα εμφανίστηκαν τα παχουλά χέρια και το κεφάλι του εμπόρου. Κρατούσε μια βαλλίστρα που την έστρεψε προς την γενική κατεύθυνση του Λούθιεν και του τελευταίου Κυκλωπιανού.

Κάτι χτύπησε τον έμπορο στο πάνω μέρος του κεφαλιού του.

«Αυτό δεν θα ήταν πολύ καλή ιδέα», άκουσε μια φωνή από πάνω. Ο έμπορος γύρισε αργά το κεφάλι του και είδε τον Όλιβερ γονατισμένο στην οροφή με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο ένα γόνατο και το δάχτυλο να χτυπά ρυθμικά το πλάι της μύτης του, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε το λεπτό ξίφος δίπλα στο πρόσωπό του.

»Δεν ξέρω σίγουρα», συνέχισε ο χάφλινγκ, «αλλά νομίζω ότι αυτός εκεί μπορεί να είναι φίλος μου».

Ο έμπορος ούρλιαξε και προσπάθησε να γυρίσει τη βαλλίστρα για να σημαδέψει τον Όλιβερ. Όμως, το ξίφος άστραψε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του, παγώνοντάς τον. Μόλις συνήλθε και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν τραυματισμένος, προσπάθησε να ολοκληρώσει την κίνησή του. Πάτησε τη σκανδάλη της βαλλίστρας, και μόνο τότε κατάλαβε ότι το βέλος δεν ήταν πια στη θέση του στον εκτοξευτήρα του όπλου. Ο Όλιβερ, με εκείνη την επιδέξια κίνηση του ξίφους του, το είχε πετάξει από τη θέση του.

Ο χάφλινγκ άπλωσε τα χέρια σηκώνοντας τους ώμους. «Πρέπει να παραδεχτείς ότι είμαι φοβερός στο σπαθί», είπε. Ο έμπορος ούρλιαξε πάλι και εξαφανίστηκε μέσα στην άμαξα, οπότε η γυναίκα άρχισε αμέσως να τον βρίζει αποκαλώντας τον επανειλημμένα “δειλό” και χρησιμοποιώντας επίσης πολλά άλλα, χειρότερα επίθετα.

Ο Όλιβερ κάθισε στις φτέρνες πάνω στην οροφή απολαμβάνοντας την κατάσταση και κοιτάζοντας ανενόχλητος τη μάχη που συνεχιζόταν.

Ο Κυκλωπιανός, στο μεταξύ, χειριζόταν μανιασμένα την αλαβάρδα κουνώντας τη δεξιά-αριστερά και καρφώνοντας ίσια μπροστά. Ο νεαρός δεν είχε χτυπηθεί, πράγμα που έδειχνε ότι ξέρει να πολεμάει, αλλά οπισθοχωρούσε όπως-όπως και χτυπούσε παντού με το ξίφος του. Προφανώς δεν ήταν συνηθισμένος να αντιμετωπίζει ένα τόσο μακρύ όπλο.

«Πρέπει να εφορμάς ίσια μπροστά προσπερνώντας την αιχμή της αλαβάρδας, όταν προχωράει ο αντίπαλός σου μπροστά!» του φώναξε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν τον άκουσε, αλλά η στρατηγική αυτή του φάνηκε παράλογη. Είχε πολεμήσει στην αρένα με λογχοφόρους αντιπάλους, αλλά το μήκος των λογχών δεν ήταν πάνω από δυόμισι μέτρα. Η αλαβάρδα ήταν σχεδόν διπλάσια.

Με τον επόμενο λογχισμό του Κυκλωπιανού, ο Λούθιεν όρμησε κι αυτός μπροστά ακολουθώντας τη συμβουλή του Όλιβερ, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον τραυματίσει η αιχμή της αλαβάρδας στον ώμο. Ο νεαρός τραβήχτηκε πίσω με μια κραυγή και πέρασε το ξίφος στο αριστερό του χέρι, για να ανακουφίσει τον χτυπημένο του ώμο.

«Όχι έτσι!» τον μάλωσε ο Όλιβερ. «Να χτυπάς σε συμπληρωματική γωνία με τη γραμμή επίθεσης του αντιπάλου σου!»

Ο Λούθιεν και ο Κυκλωπιανός σταμάτησαν για μια στιγμή αναρωτούμενοι τι στην ευχή εννοούσε ο παράξενος χάφλινγκ.

«Μην εφορμάς ευθυγραμμιζόμενος προς την κατεύθυνση της αιχμής του εχθρού», συνέχισε ο Όλιβερ. «Μόνο μια ανόητη οχιά θα το έκανε αυτό, κι εσύ είσαι πιο έξυπνος από μια οχιά, ελπίζω». Στη συνέχεια ο χάφλινγκ άρχισε μια μακροσκελή διάλεξη για τις σωστές μεθόδους απόκρουσης όπλων με μεγάλο μήκος, καθώς και για την αντιμετώπιση φιδιών όπως η οχιά, αλλά ο Λούθιεν δεν τον άκουγε πια. Μια κυκλική κίνηση της αλαβάρδας τον ανάγκασε να παραμερίσει και να στραφεί στο πλάι, ενώ ένας λογχισμός που είχε στόχο την κοιλιά του τον έκανε να τινάξει τον πισινό του προς τα πίσω διπλωνόμενος σχεδόν στα δύο. Ο Κυκλωπιανός τράβηξε πίσω το όπλο και χτύπησε πάλι ίσια μπροστά, πιστεύοντας ότι είχε βρει τον αντίπαλό του εκτός ισορροπίας. Και όντως, έτσι ήταν, μόνο που ο Λούθιεν έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος περνώντας κάτω από τη λεπίδα της αλαβάρδας. Η κόψη του πέλεκυ τού γρατσούνιζε τον πισινό χωρίς να προκαλέσει σοβαρό τραύμα, κι έτσι ο Λούθιεν μπόρεσε να γυρίσει ανάσκελα στο έδαφος και να πεταχτεί ευθύς πάλι πάνω. Άρπαξε το κοντάρι της αλαβάρδας με το δεξί του χέρι και το κατέβασε ορμητικά προς τα κάτω, ενώ ταυτόχρονα ανέβαζε με δύναμη το ξίφος. Το μακρύ κοντάρι κόπηκε στα δύο.

«Μπράβο!» φώναξε ο χάφλινγκ από την οροφή της άμαξας.

Ο Κυκλωπιανός όμως δεν είχε αφοπλιστεί, κρατούσε στο χέρι του ακόμη το υπόλοιπο τμήμα του κονταριού που άρχισε τώρα να το χρησιμοποιεί σαν λόγχη. Δεν είχε προλάβει να φωνάξει καλά καλά ο Όλιβερ, όταν ο μονόφθαλμος γρύλισε και όρμησε μπροστά, καρφώνοντας τον Λούθιεν καθώς εκείνος προσπαθούσε να σηκωθεί. Ο νεαρός σωριάστηκε κάτω. Προφανώς το κοντάρι της αλαβάρδας τον είχε διαπεράσει.

«Ωχ», βόγγηξε ο χάφλινγκ καθώς ο Κυκλωπιανός έριξε μουγκρίζοντας όλο του το βάρος πάνω στη λόγχη και άρχισε να την περιστρέφει ανελέητα. Στο έδαφος, ο Λούθιεν σφάδαζε στριγγλίζοντας.

Ο Όλιβερ έβγαλε το μεγαλόπρεπο καπέλο του κι έσκυψε το κεφάλι του σε ένδειξη σεβασμού. Ξαφνικά όμως ο Κυκλωπιανός τινάχτηκε και ορθώθηκε αφήνοντας το όπλο. Έκανε μερικά βήματα πίσω και, καθώς στρεφόταν, τότε ο Όλιβερ είδε ότι έσφιγγε την κοιλιά του προσπαθώντας να συγκρατήσει τα έντερα που πετάγονταν από μέσα του. Το ξίφος του Λούθιεν ήταν ορθωμένο και η μισή λεπίδα του ήταν ματωμένη. Ο νεαρός ανακάθισε πετώντας το κοντάρι, ενώ ο Όλιβερ ξεσπούσε σε δυνατά γέλια, έχοντας καταλάβει τι συνέβη: Ο Κυκλωπιανός δεν είχε καρφώσει τον αντίπαλό του, απλώς ο νεαρός είχε αρπάξει το κοντάρι κάτω από τη μασχάλη του και είχε γυρίσει στο πλάι, πέφτοντας για να κρύψει το τέχνασμά του.

«Α, μου φαίνεται ότι θα τον συμπαθήσω αυτό τον τύπο», είπε ο χάφλινγκ ανασηκώνοντας λίγο το καπέλο του προς τον νικητή Λούθιεν.

»Και τώρα, δειλέ έμπορε, θα παραδεχτείς ότι νικήθηκες;» φώναξε ο Όλιβερ χτυπώντας την πόρτα της άμαξας με το ξίφος του. «Άντε, βγες έξω τώρα, εκτός αν θέλεις να σε βγάλω εγώ με το σπαθί μου!»

Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και ο έμπορος βγήκε έξω, για να τον ακολουθήσει μια βαμμένη, παρφουμαρισμένη κυρία που φορούσε κόκκινο χιτώνα με βαθύ, ανοιχτό ντεκολτέ από πάνω και ψηλό σκίσιμο από κάτω. Η γυναίκα κοίταξε τον χάφλινγκ σαν να μην πίστευε στα μάτια της, αλλά η έκφρασή της άλλαξε όταν είδε τον όμορφο, νεαρό Μπέντγουιρ που πλησίαζε στην άμαξα.

Ο Λούθιεν είδε το λάγνο βλέμμα της και χαμογέλασε ειρωνικά. Ενθυμούμενος αμέσως την Αβονίζ, το αριστερό του χέρι έσφιξε ασυναίσθητα τη λαβή του ματωμένου ξίφους του.

Ο Όλιβερ κατέβηκε από την οροφή της άμαξας με τρία άνετα πηδήματα, στο κάθισμα, στα καπούλια του αλόγου και κάτω, και πλησίασε τους δύο αιχμαλώτους. Με μια κίνηση του ελεύθερου χεριού του πήρε το πουγκί από τη ζώνη του εμπόρου, και με ένα τίναγμα του ξίφους άρπαξε ένα κολιέ με πολύτιμες πέτρες που είχε η γυναίκα στον λαιμό της.

«Πήγαινε ψάξε την άμαξα», είπε στον Λούθιεν. «Δεν ζήτησα τη βοήθειά σου, αλλά είμαι φιλότιμος, γι’ αυτό θα μοιραστώ τα λάφυρα μαζί σου». Σταμάτησε σκεφτικός για μια στιγμή μετρώντας τους πεσμένους αντιπάλους. Αρχικά θεώρησε ότι ο Λούθιεν είχε εξουδετερώσει τρεις από τους Κυκλωπιανούς, δηλαδή τους μισούς, μετά όμως έπεισε τον εαυτό του ότι ο αμαξάς ήταν δικός του. «Νίκησες δύο από τους έξι», είπε. «Επομένως τα τέσσερα έκτα από τα λάφυρα είναι δικά μου».

Ο Λούθιεν όρθωσε το παράστημά του αγανακτισμένος.

«Δηλαδή, θες τα μισά;» είπε ενοχλημένος ο χάφλινγκ.

«Δεν ήμουν ποτέ κλέφτης!» δήλωσε ο Λούθιεν. Ο Όλιβερ, ο έμπορος και η γυναίκα κοίταξαν τη σφαγή γύρω τους, τους νεκρούς και τραυματισμένους Κυκλωπιανούς που κείτονταν στο χώμα.

«Τώρα είσαι!» είπαν και οι τρεις μαζί, ενώ το πρόσωπο του Λούθιεν συσπώταν από έναν ασυναίσθητο μορφασμό.

«Λοιπόν, θα ψάξεις την άμαξα;» είπε ο Όλιβερ μετά από μερικές στιγμές σιωπής. Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. Πέρασε δίπλα τους και μπήκε στην άμαξα. Είχε πολλά διαμερίσματα, τα περισσότερα γεμάτα με τρόφιμα, μαντίλια, αρώματα και άλλα εφόδια για το ταξίδι. Μετά από μια μικρή έρευνα ο Λούθιεν βρήκε ένα μικρό, σιδερένιο κασελάκι κάτω από το κάθισμα. Το τράβηξε έξω, το σήκωσε και βγήκε από την άμαξα.

Ο έμπορος ήταν γονατισμένος και κλαψούριζε φορώντας μόνο τα εσώρουχά του.

«Έχει ένα σωρό τσέπες», εξήγησε ο χάφλινγκ στον Λούθιεν, ενώ έψαχνε το τεράστιο γιλέκο του εμπόρου.

«Εμένα μπορείς να με ψάξεις εσύ», είπε γλυκά η γυναίκα στον Λούθιεν, κι αυτός έκανε ένα βήμα πίσω χτυπώντας στην ανοιχτή πόρτα της άμαξας.

«Αν κρύβεις τίποτα πολύτιμο κάτω από αυτά τα ρούχα», της είπε ο χάφλινγκ δείχνοντας τον εφαρμοστό, αποκαλυπτικό χιτώνα της, «δεν είσαι τόσο γυναίκα όσο θέλεις να δείχνεις!»

Ο Όλιβερ άρχισε να γελάει με το αστείο του, μέχρι που πρόσεξε το μεταλλικό κασελάκι στα χέρια του Λούθιεν και τα μάτια του φωτίστηκαν.

«Βλέπω ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε», είπε πετώντας το γιλέκο του εμπόρου.

«Κι αυτοί;» ρώτησε ο Λούθιεν.

«Πρέπει να τους σκοτώσουμε», είπε αδιάφορα ο Όλιβερ, «αλλιώς θα στείλουν πίσω μας όλη την Πραιτωριανή Φρουρά».

Ο Λούθιεν τον κοίταξε βλοσυρός. Άλλο πράγμα είναι να σκοτώνεις οπλισμένους Κυκλωπιανούς, και εντελώς άλλο να σκοτώσεις έναν ανυπεράσπιστο άντρα και μια γυναίκα, ή και τραυματισμένους εχθρούς (έστω κι αν ήταν Κυκλωπιανοί) που έχουν νικηθεί στο πεδίο της τιμής. Πριν προλάβει όμως να διαμαρτυρηθεί, ο χάφλινγκ χτύπησε το μετωπό του με το χέρι.

«Όμως, ένας από τους μονόφθαλμους το έσκασε», συνέχισε με προσποιητά στενοχωρημένο ύφος, «οπότε, έτσι κι αλλιώς θα υπάρχει ένας τουλάχιστον μάρτυρας. Φαίνεται λοιπόν ότι είναι προτιμότερο να δείξουμε έλεος». Κοίταξε γύρω του τους τραυματισμένους Κυκλωπιανούς που βογγούσαν: τον αμαξά, πεσμένο ακόμη πίσω από τα άλογα — εκείνον που τον είχε ποδοπατήσει το πόνι του Όλιβερ και τώρα είχε ανασηκωθεί στον ένα αγκώνα και παρακολουθούσε την κατάσταση — εκείνον που τον είχε καρφώσει με το ξίφος του ο Λούθιεν και ήταν ακόμη γονατισμένος κρατώντας την κοιλιά του — εκείνον που τον είχε κλοτσήσει το άλογο του Όλιβερ και ήταν πάλι όρθιος αλλά παραπατούσε, μη δείχνοντας καμιά διάθεση να ξαναπλησιάσει τους ληστές. Μετά ήταν εκείνος που τον είχε καρφώσει ο Όλιβερ στον πισινό και, τέλος, έμενε ο νεκρός με τη βαλλίστρα στην οροφή της άμαξας.

«Άλλωστε», πρόσθεσε ο χάφλινγκ χαμογελώντας σαρκαστικά, «μόνο εσύ σκότωσες φρουρούς. Εγώ απλώς τους τραυμάτισα».

«Πάρτε με μαζί σας!» φώναξε ξαφνικά η γυναίκα ορμώντας στον Λούθιεν. Έπεσε πάνω του, με αποτέλεσμα να ξεφύγει το σιδερένιο κουτί από τα χέρια του και να προσγειωθεί στα δάχτυλα των ποδιών του. Κινούμενος από τον ξαφνικό πόνο, από την αποπνικτική μυρωδιά του αρώματος της γυναίκας και από τις αναμνήσεις της Αβονίζ, ο Λούθιεν γρύλισε και την έσπρωξε πίσω. Μετά, πριν προλάβει να σκεφτεί τι κάνει, της έριξε μια γροθιά στο πρόσωπο και η γυναίκα έπεσε βαριά στο χώμα.

«Πρέπει να καλλιεργήσουμε λίγο τους τρόπους σου», είπε ο Όλιβερ κουνώντας το κεφάλι. «…Και τον δικό σου ιπποτισμό», είπε στον έμπορο, που δεν είχε διαμαρτυρηθεί καθόλου για τη γροθιά.

»Αυτό όμως, όπως και το κασελάκι με τον θησαυρό, μπορεί να περιμένει», συνέχισε ο χάφλινγκ. «Εμπρός, φίλε μου!

Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν καταλάβαινε καν τι είχε κάνει.

»Θρεντμπέαρ!» φώναξε ο Όλιβερ, και ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι ήταν από τα πιο πετυχημένα ονόματα που είχε ακούσει ποτέ. Το άσχημο, κίτρινο πόνι πλησίασε και γονάτισε για να μπορέσει να ανεβεί πιο εύκολα ο χάφλινγκ.

»Βάλε το κασελάκι στο δικό σου άλογο», είπε ο Όλιβερ, «κι εγώ θα πάω να βρω το μεν-γκος. Όσο για σένα», πρόσθεσε χτυπώντας τον τρεμάμενο έμπορο στο κεφάλι με το πλάι του ξίφους, «άρχισε να μετράς σαν να μετρούσες τα νομίσματά σου. Και μη σταματήσεις αν δεν τα μετρήσεις όλα, μέχρι και το τελευταίο, χίλιες φορές!»

Ο Λούθιεν πήγε στον Ριβερντάνσερ και στερέωσε το κασελάκι πίσω από τη σέλα του αλόγου. Μετά γύρισε και βοήθησε τη γυναίκα να σηκωθεί όρθια. Είχε σκοπό να της ζητήσει συγγνώμη —σε τελική ανάλυση δεν ήταν η Αβονίζ, άλλωστε ο χάφλινγκ μόλις την είχε ληστέψει— αυτή όμως τον αγκάλιασε πάλι σφιχτά και του δάγκωσε παιχνιδιάρικα το αυτί. Με μεγάλη προσπάθεια (και χάνοντας σχεδόν το αυτί του), κατάφερε να την ξεκολλήσει από πάνω του.

«Ω, είσαι τόσο δυνατός!», γουργούρισε εκείνη.

«Η κυρά σου;» ρώτησε ο Όλιβερ περνώντας με τον Θρεντμπέαρ μπροστά από τον γονατισμένο έμπορο.

«Η γυναίκα μου», απάντησε ο έμπορος με ξινισμένα μούτρα.

«Αφοσιωμένη σύζυγος, βλέπω!» είπε ο Όλιβερ. «Αλλά, βέβαια, τώρα έχουμε εμείς τα λεφτά!»

Ο Λούθιεν έσπρωξε τη γυναίκα κι έτρεξε μακριά της. Ανέβηκε στη σέλα τόσο γρήγορα ώστε κόντεψε να γκρεμιστεί από την άλλη μεριά. Στη συνέχεια, βλέποντας τη γυναίκα να τρέχει πίσω του, φτέρνισε τον Ριβερντάνσερ αναγκάζοντάς τον να καλπάσει και προσπέρασε τον Όλιβερ κατευθυνόμενος ολοταχώς προς τη γέφυρα.

Ο Όλιβερ τον κοίταξε για λίγο χαμογελώντας και πριν γυρίσει τον Θρεντμπέαρ προς τον έμπορο και τη γυναίκα του. «Και τώρα μπορείτε να πείτε σε όλους τους χοντρούς εμπόρους φίλους σας ότι σας λήστεψε ο Όλιβερ ντε Μπάροους», είπε με ένα ύφος λες κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό.

Ο Θρεντμπέαρ ορθώθηκε στα πίσω πόδια. Ο Όλιβερ, αφού χαιρέτισε τα θύματά του αγγίζοντας την άκρη από τον γύρο του καπέλου του, έστρεψε το πόνι και απομακρύνθηκε.

Загрузка...