9 Μπριντ’Αμούρ

Βρίσκονταν σε μια σχεδόν κυκλική αίθουσα κάποιου σπηλαίου, με διάμετρο γύρω στα δέκα μέτρα. Τα τοιχώματα ήταν ανώμαλα και τραχιά και η οροφή ήταν αλλού υψηλή, αλλού χαμηλή, όμως το δάπεδο ήταν λείο και σχετικά επίπεδο. Από την απέναντι πλευρά, προς τα αριστερά τους, υπήρχε μια συνηθισμένη ξύλινη πόρτα και δίπλα της ένα ξύλινο τραπέζι με πολλές περγαμηνές, μερικές τακτοποιημένες μέσα σε ασημόχρωμους κυλίνδρους και μερικές απλώς τυλιγμένες, ενώ άλλες κρατιόνταν ανοιχτές από παράξενα, γλυπτά πρες-παπιέ με τερατόμορφα σχήματα. Πιο κάτω αριστερά υπήρχε ένα βάθρο με μια τέλεια, διαφανή, κρυστάλλινη σφαίρα στην κορυφή του.

Στα δεξιά τους είδαν μια καρέκλα δίπλα στον τοίχωμα, μπροστά σε ένα τεράστιο γραφείο με πολλά ράφια και ντουλαπάκια από πάνω του. Ήταν σκεπασμένο κι αυτό από περγαμηνές, όπως το τραπέζι. Ένα ανθρώπινο κρανίο, ένα συστραμμένο κηροπήγιο που θύμιζε δέντρο, ένα κορδόνι στο οποίο ήταν περασμένα κάποια σφαιρικά αντικείμενα που έμοιαζαν με διατηρημένα μάτια Κυκλωπιανών και δεκάδες μελανοδοχεία, φιαλίδια και μακριές πένες με φτερά ολοκλήρωναν την εικόνα δείχνοντας πέρα από κάθε αμφιβολία στους δυο φίλους ότι βρίσκονταν στην κατοικία ενός μάγου.

Ξεπέζεψαν και οι δύο και ο Όλιβερ πλησίασε τον Λούθιεν, που κοίταξε αμέσως τα καπούλια του Ριβερντάνσερ. Ο νεαρός πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης όταν είδε ότι το βέλος είχε γρατζουνίσει απλώς το αγαπημένο του άλογο, χωρίς να του προκαλέσει σοβαρό τραύμα.

Έκανε ένα νεύμα στον Όλιβερ δείχνοντας ότι το άλογο είναι εντάξει και μετά πήγε κοντά στην παράξενη, κρυστάλλινη σφαίρα, ενώ ο χάφλινγκ έτρεξε κατευθείαν στο γραφείο. «Όχι βρομοδουλειές!» τον προειδοποίησε ο Λούθιεν, γιατί είχε ακούσει πολλές ιστορίες για επικίνδυνους μάγους και δεν θα ήταν καθόλου συνετό να κάνουν εχθρό τους έναν από αυτούς, και μάλιστα κάποιον που ήταν τόσο ισχυρός ώστε να μπορεί να δημιουργήσει εκείνο το φωτεινό τούνελ.

Το δέος του Λούθιεν για την παράξενη τροπή των γεγονότων μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν κοίταξε μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα. Έβλεπε τον εαυτό του, και τον Όλιβερ επίσης, να κινούνται μέσα στη σπηλιά. Είδε τον Θρεντμπέαρ και τον Ριβερντάνσερ να ξεκουράζονται από τη μακριά διαδρομή. Στην αρχή νόμισε ότι πρόκειται για κάποια παράξενη αντανάκλαση, μετά όμως κατάλαβε ότι η προοπτική ήταν λάθος: έβλεπε τις εικόνες σαν να κοίταζε από την οροφή.

Στο γραφείο, ο Όλιβερ έβαλε ένα φιαλίδιο στην τσέπη του.

«Βάλ’ το πίσω!» τον μάλωσε ο Λούθιεν βλέποντας κάθε κίνηση του συντρόφου του μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα.

Ο Όλιβερ τον κοίταξε απορημένος. Πώς τον είχε δει;

«Βάλ’ το πίσω», επανέλαβε ο Λούθιεν όταν ο Όλιβερ δεν έκανε καμία κίνηση για να τον υπακούσει. Γύρισε και τον αγριοκοίταξε πάνω από τον ώμο του.

«Αποποιείσαι τόσο εύκολα τέτοιους θησαυρούς;» ρώτησε ο Όλιβερ βγάζοντας το φιαλίδιο από την τσέπη και κρατώντας το μπροστά στα μάτια του. «Τα συστατικά μπορεί να είναι πολύ εξωτικά, ξέρεις. Εδώ μέσα είναι το σπίτι κάποιου μάγου».

«Κάποιου μάγου, όμως, που μας έσωσε», του υπενθύμισε ο Λούθιεν.

Με έναν βαθύ στεναγμό ο Όλιβερ έβαλε πάλι το φιαλίδιο στη θέση του πάνω στο γραφείο.

«Εκτιμώ την ευγνωμοσύνη σου», ακούστηκε μια φωνή που ερχόταν ακριβώς δίπλα από τον Λούθιεν. Αυτός κοίταξε κατάπληκτος τον άδειο χώρο και μετά έκανε ένα βήμα πίσω, καθώς ένα κομμάτι στον τοίχο της σπηλιάς φάνηκε να αλλάζει. Είδε να βγαίνει μέσα από τις πέτρες ο μάγος. Στην αρχή είχε ακριβώς το χρώμα της πέτρας, σιγά-σιγά όμως ξαναπήρε την κανονική του εμφάνιση.

Ήταν ηλικιωμένος, σχεδόν εξίσου μεγάλος με τον πατέρα του Λούθιεν, τουλάχιστον, αλλά στεκόταν ευθυτενής με μια χάρη που εντυπωσίασε τον νεαρό Μπέντγουιρ. Ο μακρύς, φαρδύς χιτώνας του είχε ένα πλούσιο, γαλάζιο χρώμα, ενώ τα μαλλιά και η γενειάδα του ήταν λευκά —κατάλευκα, σαν το μεταξένιο τρίχωμα του Ριβερντάνσερ— και χύνονταν λυτά στους ώμους του. Τα μάτια του ήταν κι αυτά γαλάζια, σε μια απόχρωση βαθιά και πλούσια σαν των ρούχων του και άστραφταν από ζωή και σοφία. Στις άκρες τους υπήρχε ένα δίχτυ από λεπτές ρυτίδες, ίσως επειδή διάβαζε ατέλειωτες ώρες τις περγαμηνές, σκέφτηκε ο Λούθιεν.

Όταν τελικά κατάφερε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από τον μάγο, ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ και είδε ότι ήταν κι αυτός εξίσου εντυπωσιασμένος.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο χάφλινγκ.

«Δεν έχει σημασία».

Ο Όλιβερ έβγαλε το καπέλο από το κεφάλι του αρχίζοντας μια μεγαλόπρεπη υπόκλιση. «Είμαι…»

«Ο Όλιβερ Μπάροους, που αυτοαποκαλείται “Όλιβερ ντε Μπάροους”», τον έκοψε ο μάγος. «Ναι, φυσικά αυτός είσαι, αλλά ούτε και τούτο έχει σημασία». Κοίταξε τον Λούθιεν σαν να περίμενε επίσης να του συστηθεί, αλλά εκείνος σταύρωσε απλώς τα χέρια στο στήθος ατενίζοντάς τον σχεδόν προκλητικά.

»Ο πατέρας σου είναι στενοχωρημένος, του λείπεις πολύ», είπε ο μάγος, αναγκάζοντας τον Λούθιεν, με μία μόνο φράση ν’ αλλάξει την προσποιητή του στάση.

Ο Όλιβερ ήρθε δίπλα στον Λούθιεν για να του προσφέρει συμπαράσταση αλλά και για να πάρει θάρρος ο ίδιος.

»Σας παρακολουθώ εσάς τους δύο εδώ και λίγο καιρό», εξήγησε ο μάγος. Πέρασε αργά δίπλα τους πηγαίνοντας προς το γραφείο. «Έχετε αποδειχθεί επινοητικοί και θαρραλέοι, δύο χαρακτηριστικά που μ’ ενδιαφέρουν».

«Για τι πράγμα;» κατάφερε να ρωτήσει ο Όλιβερ. Ο μάγος γύρισε προς το μέρος του απλώνοντας το χέρι χωρίς να μιλήσει. Ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν, σήκωσε τους ώμους, και του πέταξε το φιαλίδιο που είχε στο μεταξύ ξαναβάλει στην τσέπη του.

«Για τι πράγμα;» επανέλαβε ανυπόμονα ο Λούθιεν. Δεν ήθελε να γυρίσει αλλού η συζήτηση. Παράλληλα η ερώτησή του ήταν μια προσπάθεια να αποσπάσει την προσοχή του επικίνδυνου μάγου από την κλοπή του Όλιβερ.

«Υπομονή νεαρέ μου!» απάντησε ανάλαφρα ο μάγος. Δεν έδειχνε να έχει ενοχληθεί από την απόπειρα κλοπής του χόμπιτ. Έριξε μια ματιά στο φιαλίδιο και αμέσως μετά κοίταξε τον Όλιβερ με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Ο Όλιβερ αναστέναξε και σήκωσε πάλι τους ώμους. Έβγαλε ένα παρόμοιο φιαλίδιο από την τσέπη του και το πέταξε στον μάγο.

«Πάντα κρατώ πάνω μου διάφορα εφεδρικά πράγματα», εξήγησε στον μπερδεμένο Λούθιεν.

«Αρκετά εφεδρικά πράγματα, θα έλεγα», είπε ο μάγος κάπως κοφτά, απλώνοντας πάλι το χέρι του.

Με έναν τρίτο στεναγμό, ο Όλιβερ έβγαλε αυτή τη φορά το αυθεντικό φιαλίδιο και το πέταξε στον μάγο. Αυτός του έριξε μια γρήγορη ματιά, το έβαλε στη θέση του στο γραφείο κι έκρυψε στην τσέπη του τα άλλα δύο φιαλίδια του Όλιβερ.

«Και τώρα», είπε τρίβοντας τα χέρια του και πλησιάζοντας τους δυο συντρόφους, «έχω να σας κάνω μια πρόταση».

«Στη Γασκόνη, δεν συμπαθούμε πολύ τους μάγους», είπε ο Όλιβερ.

Ο μάγος σκέφτηκε για μια στιγμή τα λόγια του. «Όμως», είπε, «σας έσωσα τη ζωή».

Ο Λούθιεν πήγε να συμφωνήσει, αλλά ο Όλιβερ τον έκοψε.

«Μπα!» είπε περιφρονητικά. «Ήταν απλώς μονόφθαλμοι. Όποιοι μας προλάβαιναν θα ένιωθαν την κοφτερή αιχμή του ξίφους μου!»

Ο μάγος κοίταξε με σκεπτικισμό τον Λούθιεν. Αυτός δεν είπε τίποτε.

«Πολύ καλά», είπε ο μάγος. Έκανε μια κίνηση προς το τοίχωμα της σπηλιάς και άρχισε πάλι ο στροβιλισμός του γαλάζιου φωτός. «Ανεβείτε στα άλογά σας λοιπόν. Έχουν περάσει μόνο ένα-δυο λεπτά. Οι Κυκλωπιανοί θα είναι ακόμη εκεί γύρω».

Ο Λούθιεν κοίταξε βλοσυρός τον Όλιβερ. Αυτός σήκωσε τους ώμους παραδεχόμενος την ήττα του και ο μάγος, χαμογελώντας, διέλυσε πάλι τη μαγική πύλη.

«Απλώς, έκανα ένα παζάρι για να πετύχω μια καλύτερη τιμή», εξήγησε ψιθυριστά ο Όλιβερ.

«Καλύτερη τιμή;» διαμαρτυρήθηκε ο μάγος. «Μόλις σας έσωσα από βέβαιο θάνατο!» κούνησε το κεφάλι του και αναστέναξε. «Πολύ καλά, λοιπόν», είπε μετά από μια στιγμή σκέψης. «Αν αυτό δεν ήταν αρκετή ανταμοιβή για τις μελλοντικές υπηρεσίες σας, θα σας δώσω επίσης άδειες εισόδου για το Μόντφορτ και πληροφορίες που μπορεί να σας σώσουν τη ζωή, μόλις φτάσετε εκεί. Επίσης, νομίζω ότι ίσως μπορέσω να πείσω τον έμπορο που ληστέψατε ότι δεν αξίζει τον κόπο να συνεχίσει την καταδίωξή σας. Και η χάρη που σας ζητώ, αν και σίγουρα είναι επικίνδυνη, δεν θα σας πάρει πολύ χρόνο».

«Τι χάρη είναι αυτή;» ρώτησε κοφτά ο Λούθιεν.

«Θα σας εξηγήσω καθώς θα τρώμε», απάντησε ο μάγος δείχνοντας την ξύλινη πόρτα.

Ο Όλιβερ έτριψε τα χέρια του —η ιδέα του φαγητού τού άρεσε πολύ— και γύρισε προς την πόρτα, αλλά ο Λούθιεν παρέμεινε ακίνητος και αποφασισμένος, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα χείλη σφιγμένα.

«Αρνούμαι να φάω με κάποιον που δεν μου λέει το όνομά του», είπε.

«Εντάξει, θα μείνει πιο πολύ φαΐ για μένα», είπε ο Όλιβερ.

«Δεν είναι σημαντικό», επανέλαβε ο μάγος.

Ο Λούθιεν τον κοίταζε αμίλητος.

Ο μάγος προχώρησε και στάθηκε μπροστά του, και οι δυο τους συνέχισαν να κοιτάζονται για λίγο χωρίς ούτε καν να ανοιγοκλείνουν τα μάτια. «Μπριντ’ Αμούρ», είπε ο μάγος με τόνο τόσο σοβαρό, ώστε ο Λούθιεν αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να ξέρει αυτό το όνομα.

«Κι εγώ είμαι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ», απάντησε ήρεμα ο νεαρός κοιτάζοντας διαπεραστικά τον μάγο, σαν να τον προκαλούσε να τον διακόψει.

Όμως ο Μπριντ’Αμούρ δεν τον διέκοψε, επιτρέποντας στον Λούθιεν την τιμή μιας σωστής παρουσίασης.

Το τραπέζι στη διπλανή αίθουσα ήταν απλούστατα θεαματικό, στρωμένο για τρία άτομα, ενώ μία από τις καρέκλες ήταν πιο ψηλή από τις άλλες.

«Μας περίμεναν», παρατήρησε ο Όλιβερ πλησιάζοντας στο τραπέζι χωρίς άλλα σαρκαστικά σχόλια. Θαυμάσια ασημικά και κρυστάλλινα ποτήρια με πόδι, λινές πετσέτες και πιάτα πολύτιμα και ντελικάτα ήταν στρωμένα κι έτοιμα για το γεύμα. Ο Όλιβερ ήταν έτοιμος κι αυτός, αν έκρινε κανείς από τη βιασύνη με την οποία έτρεξε στο τραπέζι και πήδησε στην ψηλή καρέκλα που είχε ετοιμάσει ο μάγος, προφανώς, ειδικά γι’ αυτόν.

Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε σε μια μεριά της αίθουσας, σε έναν τεχνητό θάλαμο με τοίχους από τούβλο, πολύ διαφορετικό από εκείνον που είχαν αφήσει πίσω τους. Άνοιξε μερικά κρυφά ντουλάπια, που οι πόρτες τους δεν ξεχώριζαν από τα τοιχώματα, και έβγαλε τα φαγητά — ψητή πάπια και κάμποσα εξωτικά λαχανικά, εξαιρετικό κρασί και καθαρό κρύο νερό.

«Ένας μάγος θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν υπηρέτη», είπε ο Λούθιεν αφού κάθισε. «Ή θα μπορούσε να χτυπήσει τα χέρια του και να κάνει τα πιάτα να έλθουν πετώντας στο τραπέζι».

Ο Μπριντ’Αμούρ γέλασε με αυτή την ιδέα. «Μπορεί να χρειαστώ τις δυνάμεις μου αργότερα», εξήγησε. «Η χρήση μαγικής ενέργειας σε εξαντλεί. Σε διαβεβαιώ, θα ήταν πραγματικά κρίμα αν αποτύγχανε η προσπάθειά μας μόνο και μόνο επειδή ήμουν πολύ τεμπέλης για να πάω μέχρι το ντουλάπι και να φέρω τα φαγητά!»

Ο Λούθιεν δεν επέμεινε. Πεινούσε, και συνειδητοποίησε επίσης ότι αν άρχιζε τώρα μια σοβαρή συζήτηση με τον Μπριντ’Αμούρ, θα ’πρεπε μετά να την επαναλάβει όλη για να την ακούσει και ο Όλιβερ, ο οποίος είχε κάνει σχεδόν κανονικά βουτιά μέσα σε ένα μπολ με γογγύλια και έτρωγε, τόσο απορροφημένος ώστε δεν πρόσεχε τίποτε άλλο γύρω του.

Όταν ο Λούθιεν σήκωσε το ποτήρι του για να πιει την τελευταία γουλιά κρασί, παραδέχτηκε μέσα του ότι αυτό ήταν το καλύτερο τραπέζι που είχε γνωρίσει ποτέ.

«Ίσως εμείς οι Γασκόνοι θα πρέπει να επανεξετάσουμε το θέμα των μάγων», παρατήρησε ο Όλιβερ χτυπώντας την πρησμένη από το φαΐ κοιλιά του και συμφωνώντας ολόψυχα με τις σκέψεις του Λούθιεν.

«Ναι, θα μπορούσατε να τους διορίσετε σεφ, έναν σε κάθε πόλη», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ με καλόκαρδο σαρκασμό. «Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ένας μάγος;» ρώτησε τον Λούθιεν προσπαθώντας, προφανώς, να τον τραβήξει κι αυτόν στη συζήτηση.

Ο Λούθιεν έκανε ένα αόριστο νεύμα αλλά παρέμεινε απόμακρος καθώς ο Όλιβερ και ο Μπριντ’Αμούρ συνέχισαν να αστειεύονται, με τον Όλιβερ να αφηγείται μια περιπέτειά του στον πύργο ενός μάγου. Ο Μπριντ’Αμούρ έκανε κάποια σχόλια στις περιγραφές του μικρόσωμου άνδρα και, γενικά, έγνεφε καταφατικά βγάζοντας επιφωνήματα κατάπληξης στα σημεία που επέβαλε κάτι τέτοιο η ευγένεια. Τώρα που το γεύμα είχε τελειώσει και οι επίσημες συστάσεις είχαν ολοκληρωθεί, ο Λούθιεν ανυπομονούσε να μάθει περισσότερα πράγματα σχετικά με τη “χάρη” για την οποία είχε μιλήσει ο μάγος. Ο Μπριντ’Αμούρ τους είχε σώσει από τους Κυκλωπιανούς, ενώ οι άδειες εισόδου στο Μόντφορτ (όπου ο Λούθιεν πίστευε ότι μπορεί να είχε την τελευταία ευκαιρία να βρει τον Ίθαν) και η απαλλαγή από τον εκδικητικό έμπορο, ήταν ανταλλάγματα που δεν μπορούσε να αγνοήσει ο νεαρός Μπέντγουιρ.

«Μίλησες για μια πρόταση», κατάφερε να πει τελικά ο Λούθιεν σε μια ανάπαυλα της συζήτησης των άλλων δύο. Η ανάλαφρη ατμόσφαιρα εξαφανίστηκε ακαριαία. «Είπες επίσης, νομίζω, ότι θα μας εξηγήσεις καθώς θα τρώμε, μα το γεύμα έχει ήδη τελειώσει».

«Δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβω να πω τίποτα αφού έχω καλεσμένο έναν τόσο ομιλητικότατο χάφλινγκ», είπε ο Μπριντ’Αμούρ με ένα βεβιασμένο χαμόγελο.

«Ο Όλιβερ τελείωσε», είπε ο Λούθιεν αυστηρός και αποφασισμένος.

Ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Χτύπησε τα χέρια και αμέσως μια πίπα με μακρύ στέλεχος βγήκε από ένα ραφάκι ανάβοντας καθώς τον πλησίαζε, πριν ακουμπήσει απαλά στο ανοιχτό του χέρι. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι η επίδειξη ήταν γι’ αυτόν, μια λεπτή υπενθύμιση ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε εδώ τον αποκλειστικό έλεγχο.

«Έχω χάσει κάτι», είπε ο μάγος μετά από μερικές βαθιές ρουφηξιές της πίπας. «Κάτι εξαιρετικά πολύτιμο για μένα».

«Δεν το έχω εγώ!» είπε ο Όλιβερ χτυπώντας τα χέρια.

Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε με μια φιλική έκφραση. «Ξέρω πού είναι», εξήγησε.

«Τότε δεν είναι χαμένο». Αυτή τη φορά το χιούμορ του χάφλινγκ δεν προκάλεσε καμιά αντίδραση του Μπριντ’Αμούρ και του Λούθιεν, ο οποίος έβλεπε πια καθαρά τον πόνο στο πρόσωπο του γέρο-μάγου.

«Βρίσκεται σε ένα μεγάλο, σφραγισμένο σύμπλεγμα σπηλαίων, όχι μακριά από εδώ», είπε.

«Σφραγισμένο;» ρώτησε ο Λούθιεν.

«Ναι, το σφράγισα εγώ και μερικοί σύντροφοί μου», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, «πριν από τετρακόσια χρόνια, πριν έλθουν οι Γασκόνοι στα νησιά της Θάλασσας του Άβον, όταν το όνομα του Μπρους Μακντόναλντ ήταν ακόμη στα χείλη όλων των κατοίκων του Εριαντόρ».

Ο Λούθιεν πήγε να μιλήσει αλλά σταμάτησε κατάπληκτος από αυτό που είχε ακούσει.

«Θα ’πρεπε να είσαι νεκρός», παρατήρησε ο Όλιβερ και ο Λούθιεν τον αγριοκοίταξε.

Ο Μπριντ’Αμούρ δεν ενοχλήθηκε όμως, αντίθετα έγνεψε καταφατικά, δείχνοντας ότι συμφωνεί μαζί του. «Όλοι οι σύντροφοί μου έχουν πεθάνει εδώ και καιρό», εξήγησε. «Εγώ ζω ακόμη επειδή έμεινα πολλά χρόνια σε μαγική αναστολή των σωματικών λειτουργιών μου». Κούνησε ξαφνικά τα χέρια του δείχνοντας ότι έχουν ξεφύγει από το ουσιαστικό θέμα που συζητούσαν.

Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο μάγος ήθελε να αποφύγει αυτό το θέμα για κάποιο λόγο.

«Ο κόσμος μπορεί να ήταν πιο απλός αν είχα πεθάνει, Όλιβερ Μπάροους», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Φυσικά, τότε θα είχατε πεθάνει κι εσείς οι δύο», τους υπενθύμισε, κι ο Όλιβερ το αναγνώρισε με μια ευγενική κλίση του κεφαλιού.

»Η αποστολή που σας ζητώ να εκτελέσετε είναι απλή», εξήγησε ο μάγος. «Έχω χάσει κάτι, κι εσείς πρέπει να πάτε στις σπηλιές και να το πάρετε».

«Κάτι;» ρώτησαν και οι δύο φίλοι μαζί.

Ο Μπριντ’Αμούρ δίστασε.

«Πρέπει να ξέρουμε τι ακριβώς ψάχνουμε να βρούμε», είπε ο Λούθιεν.

«Ένα ραβδί», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Το ραβδί μου. Από τα πολυτιμότερα αντικείμενα που διαθέτω».

«Και τότε γιατί το άφησες σ’ αυτή τη σπηλιά;» ρώτησε ο Όλιβερ.

«Και γιατί σφραγίσατε τη σπηλιά;» πρόσθεσε ο Λούθιεν.

«Δεν το άφησα εγώ στη σπηλιά», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ μάλλον απότομα. «Μου το έκλεψαν και το έβαλαν εκεί πριν από όχι πολύ καιρό. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία, που δεν σας αφορά καθόλου».

«Μα…» άρχισε να λέει ο Όλιβερ, αλλά σταμάτησε όταν ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε με ένα επικίνδυνα βλοσυρό ύφος.

«Όσο για το σπήλαιο, σφραγίστηκε πριν μπει εκεί το ραβδί για να μην μπορούν να τριγυρίζουν οι κάτοικοί του στο Εριαντόρ», πρόσθεσε ο μάγος απαντώντας στον Λούθιεν.

«Και ποιοι είναι αυτοί οι κάτοικοι;» επέμεινε ο νέος.

«Ο βασιλιάς των Κυκλωπιανών και οι καλύτεροι πολεμιστές του», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Φοβηθήκαμε ότι θα συμμαχούσε με τους Γασκόνους, που ξέραμε ότι σε λίγο θα μας επιτίθονταν».

Ο Λούθιεν τον κοίταξε επίμονα — δεν ήταν σίγουρος αν θα έπρεπε να πιστέψει την εξήγησή του. Ο Όλιβερ έδειχνε ακόμη μεγαλύτερο σκεπτικισμό. Οι Γασκόνοι μισούσαν τους Κυκλωπιανούς ακόμη περισσότερο από τους Εριαντοριανούς, αν αυτό ήταν δυνατό, οπότε μια συμμαχία ανάμεσα στη Γασκόνη και τους μονόφθαλμους φαινόταν τουλάχιστον απίθανη.

Κάτι άλλο που φαινόταν εξίσου απίθανο στον Λούθιεν ήταν να έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο ακραία μέτρα ενάντια σε μια φυλή που είχε συντρίβει μόλις λίγο νωρίτερα. Η νίκη του Μπρους Μακντόναλντ ήταν ολοκληρωτική αγγίζοντας τα όρια της γενοκτονίας και, από όσο ήξερε ο Λούθιεν, η φυλή των Κυκλωπιανών μέχρι και σήμερα δεν είχε συνέλθει τελείως από αυτή την ήττα.

«Τώρα όμως, μετά από τόσο καιρό, κατά πάσα πιθανότητα το σπήλαιο θα είναι ακατοίκητο», είπε ο Μπριντ’Αμούρ προσπαθώντας προφανώς να προσπεράσει αυτό το τελευταίο, αμφίβολο σημείο.

«Τότε γιατί δεν πηγαίνεις εσύ να πάρεις το πολύτιμο ραβδί σου;» ρώτησε ο Όλιβερ.

«Είμαι ηλικιωμένος και αδύναμος», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, «και δεν θα μπορώ να κρατήσω ανοιχτή την πύλη εδώ, όπου βρίσκεται η πηγή της δύναμής μου, αν περάσω μέσα από το τούνελ και βρεθώ σ’ εκείνη τη σπηλιά. Γι’ αυτό χρειάζομαι τη βοήθειά σας — βοήθεια για την οποία έχετε πληρωθεί ήδη, και θα πληρωθείτε κι άλλο».

Ο Λούθιεν συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα νιώθοντας ότι αυτά που τους έλεγε δεν είναι αλήθεια, ή τουλάχιστον δεν είναι όλη η αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε άλλες συγκεκριμένες ερωτήσεις να κάνει, ενώ από την πλευρά του κι ο Όλιβερ απλώς έγειρε πίσω στην καρέκλα του χαϊδεύοντας την κοιλιά του. Είχαν συμβεί πολλά εκείνη τη μέρα: ταξίδεψαν πολύ, πολέμησαν στον δρόμο και τώρα είχαν φάει καλά.

«Στο μεταξύ, σας προσφέρω δυο ζεστά και μαλακά κρεβάτια», είπε ο Μπριντ’Αμούρ, που είχε αντιληφθεί την κούρασή τους. «Ξεκουραστείτε καλά. Η δουλειά μας μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί».

Οι δυο σύντροφοι δέχτηκαν αμέσως. Έριξαν μια γρήγορη ματιά στον Θρεντμπέαρ και τον Ριβερντάνσερ που βρίσκονταν σε έναν άδειο θάλαμο δίπλα στη βιβλιοθήκη και, γρήγορα, βρέθηκαν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια κρεβάτια. Ο Μπριντ’Αμούρ τους άφησε μόνους.

«Είναι δυνατόν να έχει ηλικία τετρακοσίων χρονών;» ρώτησε ο Όλιβερ τον Λούθιεν.

«Δεν αμφισβητώ ποτέ τα λόγια και τα έργα των μάγων», απάντησε αυτός.

«Δεν σου κινεί το ενδιαφέρον αυτή η μαγική αναστολή των σωματικών λειτουργιών του, όπως την είπε;»

«Όχι». Ήταν μια απλή και ειλικρινής απάντηση. Ο Λούθιεν είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε απλούς ψαράδες και εργάτες. Τα μόνα “μαγικά” που ήταν γνωστά στο Μπέντγουιντριν ήταν τα βότανα που χρησιμοποιούσαν οι θεραπεύτριες, καθώς και οι προγνώσεις του καιρού που έκαναν οι μάντεις του λιμανιού για τους καπετάνιους των αλιευτικών. Ο Λούθιεν δεν ένιωθε άνετα ακόμη και με τα μάλλον καλοκάγαθα μάγια αυτών των δύο ομάδων, οπότε ένας άνθρωπος σαν τον Μπριντ’Αμούρ τον έκανε να αισθάνεται εντελώς έξω από τα νερά του.

«Άσε που δεν καταλαβαίνω γιατί ένα σπήλαιο, όπου υπάρχει απλώς ένας Κυκλωπιανός…»

Ο Λούθιεν έκοψε τον Όλιβερ με μια κίνηση του χεριού του.

»…Και ποιος θα έκλεβε το ραβδί ενός μάγου;» συνέχισε αμέσως ο Όλιβερ, πριν προλάβει να τον σταματήσει και πάλι ο Λούθιεν.

«Ας τελειώνουμε με αυτή την αποστολή, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την…» άρχισε να λέει ο Λούθιεν, αλλά σταμάτησε φτάνοντας στο προφανές αδιέξοδο.

«Να συνεχίσουμε, τι;» ρώτησε απορημένος ο Όλιβερ και ο Λούθιεν αναρωτήθηκε κι αυτός τι εννοούσε.

Τι θα συνέχιζε ο ίδιος και ο Όλιβερ Μπάροους, που αυτοαποκαλείται “Όλιβερ ντε Μπάροους”; Την αναζήτησή τους; Τη ζωή τους; Τις ληστείες και, ίσως, ακόμη χειρότερα εγκλήματα;

Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν είχε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Δεν είχε απαντήσεις ούτε για όσα είχαν ήδη συμβεί ούτε για το τι μπορεί να ακολουθούσε στο μέλλον. Μετά την άφιξη του υποκόμη Όμπρεϊ και της συνοδείας του στη Νταν Βάρνα, ο κόσμος του Λούθιεν γύρισε τα πάνω-κάτω. Έφυγε από την Νταν Βάρνα για να βρει τον αδελφό του, τώρα μόλις όμως είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος. Τις τελευταίες μέρες ο Όλιβερ του είχε εξηγήσει ότι υπάρχουν μια ντουζίνα διαφορετικά λιμάνια, από το Καρλάιλ στον ποταμό Στράτον μέχρι το Μόντφορτ, από τα οποία φεύγουν πλοία για τη Γασκόνη. Και η Γασκόνη ήταν ακόμη μεγαλύτερη από το Άβον, πληροφόρησε ο Όλιβερ τον φίλο του, με εκατοντάδες πόλεις μεγαλύτερες από την Νταν Βάρνα και δεκάδες μεγαλύτερες ακόμη κι από το Καρλάιλ. Και το Ντουρέ, το μέρος όπου θα πήγαινε να πολεμήσει ο Ίθαν, βρισκόταν πάνω από χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα πέρα από τα βορινότερα παράλια της Γασκόνης.

Χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα!

Πώς θα κατάφερνε να βρει τον Ίθαν, όταν δεν ήξερε ποια πορεία μπορεί να είχε ακολουθήσει ο αδελφός του;

Ο Λούθιεν δεν απάντησε στην ερώτηση του Όλιβερ και, γρήγορα, ο χάφλινγκ άρχισε να ροχαλίζει μακάρια.

Загрузка...