18 Όχι και τόσο σκλάβα

«Δεν μπορώ να σε μεταπείσω;» ρώτησε ο Όλιβερ. Γυρίζοντας αργά το απόγευμα είχε βρει τον Λούθιεν να βηματίζει πάνω-κάτω μέσα στο μικρό δωμάτιο.

Ο Λούθιεν σταμάτησε και τον κοίταξε με ένα επίμονο αποφασισμένο βλέμμα.

»Άλλο πράγμα είναι να κλέβεις χρήματα και κοσμήματα», συνέχισε ο Όλιβερ, «και άλλο να κλέψεις μια σκλάβα».

Ο νεαρός συνέχισε να τον κοιτάζει — ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια.

Ο μικρόσωμος άνδρας αναστέναξε.

»Ξεροκέφαλε ανόητε», είπε. «Πολύ καλά, λοιπόν. Όπως φαίνεται, σταθήκαμε αρκετά τυχεροί. Το σπίτι του εμπόρου βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης, ακριβώς κάτω από τον δρόμο για το Πορτ Τσάρλι. Δεν υπάρχουν πολλοί φρουροί εκεί, και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη το τείχος γύρω από αυτά τα νέα σπίτια. Στα περισσότερα μένουν μικροέμποροι. Παρ’ όλα αυτά όμως έχουν φρουρούς. Τέλος μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αν κλέψουμε μια σκλάβα θα μας κυνηγήσουν ο δούκας Μόρκνεϊ και όλοι οι Πραιτωριανοί Φρουροί του. Όταν πάμε…»

«Απόψε», του ξεκαθάρισε ο Λούθιεν, ενώ ο Όλιβερ αναστέναζε πάλι ξέροντας ότι δεν μπορεί να τον σταματήσει.

«Τότε, απόψε μπορεί να είναι η τελευταία μας νύχτα στη φιλόξενη πόλη του Μόντφορτ», συνέχισε ο Όλιβερ. «Και θα βρεθούμε στον δρόμο χειμωνιάτικα».

«Δεν με νοιάζει».

«Ξεροκέφαλε ανόητε!» μουρμούρισε ο Όλιβερ. Πήγε στο δωμάτιό του και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.


Έφτασαν χωρίς δυσκολία στο δρομάκι δίπλα στο σπίτι του εμπόρου, ένα θαυμάσιο πέτρινο κτίσμα σε σχήμα Γ με πολλά μικρά μπαλκόνια και παράθυρα. Ο Όλιβερ συνέχιζε να γκρινιάζει και ο Λούθιεν συνέχιζε να τον αγνοεί. Ο νεαρός είχε βρει έναν σκοπό στη ζωή, κάτι άλλο πέρα από το να πετάνε χειμωνιάτικα ρούχα για να τα βρουν τα φτωχά παιδιά του Τάινι Άλκοουβ. Φανταζόταν τον εαυτό του σαν τον παροιμιώδη ιππότη με τη λευκή πανοπλία, τον τέλειο ήρωα που θα έσωζε την αγαπημένη του από τον κακό έμπορο.

Δεν σκέφτηκε ποτέ ότι θα έπρεπε να τη ρωτήσει αν θέλει να τη σώσουν.

Το σπίτι ήταν ήσυχο, όπως και όλη η περιοχή. Ελάχιστοι κλέφτες έκαναν τον κόπο να έλθουν μέχρι εδώ, για τούτο οι περίπολοι ήταν πολύ λίγες. Σε ένα από τα παράθυρα του σπιτιού, στη μικρή πλευρά του “Γ”, έκαιγε ένα κερί. Ο Λούθιεν οδήγησε τον Όλιβερ στον τοίχο της πιο μακριάς πτέρυγας, που ήταν όλη σκοτεινή.

«Δεν μπορώ να σου αλλάξω γνώμη;» ρώτησε ο Όλιβερ μία τελευταία φορά. Ο Λούθιεν τον αγριοκοίταξε, οπότε αυτός γύρισε αποφασιστικά και πέταξε τη μαγική του αρπάγη, που κόλλησε στον τοίχο πάνω από ένα μπαλκόνι, ακριβώς κάτω από τη σκεπή. Αυτήν τη φορά ο Όλιβερ σκαρφάλωσε πρώτος γιατί φοβόταν να αφήσει τον Λούθιεν να ανεβεί στο μπαλκόνι χωρίς αυτόν. Με την τρέλα που τον είχε πιάσει, μπορεί να έσπαγε την μπαλκονόπορτα, να σκότωνε τους πάντες μέσα στο σπίτι και μετά να πήγαινε στη Μητρόπολη με τη γυναίκα στην αγκαλιά του και να απαιτούσε από τον δούκα Μόρκνεϊ να τους παντρέψει!

Ο Όλιβερ, αφού ανέβηκε στο μπαλκόνι, πλησίασε αθόρυβα στη μπαλκονόπορτα. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν κανείς εκεί, πήγε πάλι στο κάγκελο για να κάνει νόημα στον Λούθιεν να τον ακολουθήσει.

Δεν παραξενεύτηκε όταν είδε τον φίλο του να σκαρφαλώνει μανιασμένα και να έχει φτάσει κιόλας στα μισά του σχοινιού.

Ήταν έτοιμος να του ψιθυρίσει να προσέχει, αλλά κάτι του τράβηξε την προσοχή. Κοιτάζοντας απέναντι στην αυλή, στο παράθυρο όπου τρεμόπαιζε η φλόγα του κεριού, ο Όλιβερ είδε μια γυναίκα. Ήταν η όμορφη σκλάβα, τη γνώρισε αμέσως από τα μακριά μαλλιά της που έλαμπαν ακόμη και με αυτό το ελάχιστο φως. Ο Όλιβερ συνέχισε να παρακολουθεί με περιέργεια καθώς η γυναίκα έκρυψε τα μαλλιά της κάτω από έναν μαύρο σκούφο, πήρε από κάπου έναν μπόγο, έσβησε το κερί και πήγε στο παράθυρο.

Ο Λούθιεν πιάστηκε από το κιγκλίδωμα και ετοιμάστηκε να ανεβεί στο μπαλκόνι αλλά, μόλις καβάλησε τα κάγκελα, τον σταμάτησε ο Όλιβερ χαμογελώντας και κάνοντάς του νόημα να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του.

Από ένα αυτοσχέδιο σχοινί φτιαγμένο από δεμένα σεντόνια που κρεμόταν από κάποιο παράθυρο ως το έδαφος, μια ευκίνητη σιλουέτα ντυμένη με μαύρα και γκρίζα ρούχα, παρόμοια με τα “ρούχα της δουλειάς” του Όλιβερ, κατέβαινε από το σπίτι.

Το πρόσωπο του Λούθιεν σφίχτηκε από μια γκριμάτσα. Κάποιος κλέφτης είχε τολμήσει να μπει στο σπίτι της αγαπημένης του!

Ο Όλιβερ είδε την έκφρασή του και κατάλαβε γιατί θύμωσε ο φίλος του. Έβαλε το χέρι του στον ώμο του νέου, τον έστρεψε προς το μέρος του και έφερε το δάχτυλο στα χείλη.

Η σιλουέτα πήδησε στο έδαφος και χάθηκε γοργά μέσα στις σκιές.

«Λοιπόν;» είπε ο Όλιβερ δείχνοντας το σχοινί τους.

Ο Λούθιεν δεν κατάλαβε.

»Δεν θα κατέβεις;» ψιθύρισε ο Όλιβερ. «Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα πια εδώ».

Ο Λούθιεν τον ατένισε απορημένος για μια στιγμή, αλλά μετά τα μάτια του ανοιγόκλεισαν από κατάπληξη και γύρισε στην αυλή για να κοιτάξει πάλι το αυτοσχέδιο σχοινί. Όταν στράφηκε πάλι στον Όλιβερ, αυτός χαμογέλασε πλατιά κάνοντάς του ένα καταφατικό νεύμα.

Ο Λούθιεν κατέβηκε από το σχοινί και ο Όλιβερ τον ακολούθησε γρήγορα, φοβούμενος ότι ο φίλος του θα χαθεί μέσα στη νύχτα. Η ευθυμία του μικρόσωμου άνδρα για την απροσδόκητη τροπή των γεγονότων έσβησε γρήγορα καθώς άρχισε να καταλαβαίνει ότι, αφού τούτη η σκλάβα, προφανώς, δεν ήταν αυτό που φαινόταν με την πρώτη ματιά, ίσως τους περίμενε μια δύσκολη και επικίνδυνη νύχτα.

Ο Όλιβερ έφτασε στο έδαφος, τράβηξε τρεις φορές το σχοινί για να ελευθερωθεί η αρπάγη κι έτρεξε πίσω από τον Λούθιεν. Τον πρόλαβε δύο τετράγωνα πιο κάτω.

Ο Λούθιεν στεκόταν στη γωνία και κοίταζε με τρόπο σε ένα στενό δρομάκι. Ο Όλιβερ γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια του και κοίταξε κι αυτός από πιο χαμηλά.

Είδε αμέσως τη μισοξωτική σκλάβα — δεν υπήρχε αμφιβολία τώρα ότι ήταν αυτή, γιατί είχε βγάλει τον σκούφο και τίναζε τα μακριά, σταρόχρωμα μαλλιά της. Μαζί της ήταν άλλα δύο άτομα, ένα εξίσου ψηλό με τον Λούθιεν αλλά πολύ πιο λεπτό, και ένα στο ύψος της γυναίκας.

Ο Λούθιεν κοίταξε κάτω τον Όλιβερ την ίδια στιγμή που ο χάφλινγκ γύρισε πάνω το κεφάλι και κοίταξε τον Λούθιεν.

«Ξωτικά», του είπε ο Όλιβερ κουνώντας μόνο τα χείλη, και ο Λούθιεν, αν και είχε δει ελάχιστες φορές ξωτικά, έγνεψε καταφατικά.

Ο Λούθιεν άφησε να προπορευτεί ο Όλιβερ που ήταν πιο πεπειραμένος στις παρακολουθήσεις, καθώς ακολουθούσαν τα ξωτικά προς το πλουσιότερο τμήμα του Μόντφορτ. Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν μπορούσε να αρνηθεί το προφανές, παρ’ όλα αυτά όμως αισθάνθηκε έκπληξη όταν τα τρία ξωτικά γλίστρησαν σιωπηλά σε κάποιο σκοτεινό δρομάκι, πέταξαν ένα σχοινί και ανέβηκαν αθόρυβα σε ένα παράθυρο στον δεύτερο όροφο ενός σκοτεινού σπιτιού.

«Δεν χρειάζεται τη βοήθειά σου», ψιθύρισε ο Όλιβερ στο αυτί του Λούθιεν. «Σε παρακαλώ, ξέχασέ το».

Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Ήταν φανερό ότι, όντως, η γυναίκα δεν χρειαζόταν τη βοήθειά του, από την άλλη μεριά όμως δεν μπορούσε να την ξεχάσει. Παραμέρισε τον Όλιβερ και κάρφωσε πάλι το βλέμμα του στο παράθυρο.

Τα τρία ξωτικά κατέβηκαν πάλι γρήγορα —προφανώς ήξεραν καλά τη δουλειά τους— και ο ένας κρατούσε έναν σάκο. Αφού η σκλάβα τράβηξε επιδέξια το σχοινί κι ελευθέρωσε τον γάντζο, διέσχισαν το δρομάκι.

Ο Όλιβερ χώθηκε μέσα στις πτυχές του πορφυρού μανδύα, ενώ ο Λούθιεν κολλούσε με την πλάτη στον τοίχο καθώς τα τρία ξωτικά βγήκαν γρήγορα από το δρομάκι και πέρασαν μόλις ενάμισι μέτρο μακριά από τους δύο φίλους. Ο Λούθιεν ήθελε να απλώσει το χέρι του για να αρπάξει τη σκλάβα, να της μιλήσει εκείνη τη στιγμή, αλλά αντιστάθηκε σε αυτή την παρόρμηση κυρίως χάρη στην επέμβαση του Όλιβερ που, προφανώς, διαισθανόμενος τη διάθεση του νέου, του άρπαξε και τα δύο χέρια κάτω από τον μανδύα. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά οι τρεις κλέφτες, ο Όλιβερ και ο Λούθιεν άρχισαν να τους ακολουθούν πάλι προς το βορειοδυτικό τμήμα της πόλης.

Τα τρία ξωτικά χώρισαν στο ίδιο σημείο όπου είχαν συναντηθεί. Οι δύο πήραν τον σάκο και η σκλάβα κατευθύνθηκε προς το σπίτι του αφέντη της.

«Σε παρακαλώ, ξέχασέ το», ψιθύρισε πάλι ο Όλιβερ στον Λούθιεν, αν και ήξερε χωρίς αμφιβολία ότι ο φίλος του δεν άκουγε. Το παλληκάρι δεν χρειαζόταν να παρακολουθεί τη γυναίκα τώρα αφού ήξερε τον προορισμό της, έτσι την προσπέρασε από άλλη διαδρομή. Στην τελευταία γωνία πριν το σπίτι του εμπόρου, στάθηκε στον τοίχο, τυλίχτηκε με τον μανδύα και περίμενε.

Η γυναίκα πλησίασε με τα αθόρυβα βήματα του πεπειραμένου κλέφτη. Πέρασε μπροστά από τον αόρατο Λούθιεν, κοίταξε κι από τις δυο μεριές του δρόμου και πήγε να περάσει απέναντι.

«Όχι και τόσο σκλάβα!» είπε ο Λούθιεν βγάζοντας την κουκούλα για να την κοιτάξει.

Η αντίδραση της γυναίκας ήταν τόσο αστραπιαία που του έκοψε τη χολή. Γύρισε, ενώ στο χέρι της εμφανιζόταν ως δια μαγείας ένας κοντό ξίφος, και ο Λούθιεν μόλις πρόλαβε να σκύψει στριγγλίζοντας. Η λεπίδα του ξίφους χτύπησε στην πέτρα πάνω από το κεφάλι του. Ο Λούθιεν πήγε να κινηθεί στο πλάι, αλλά η γυναίκα βρέθηκε πάλι μπροστά του και το ξίφος της άστραψε επικίνδυνα.

Μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια του ο Λούθιεν, βρέθηκε να στέκεται πάλι με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, ενώ η μύτη του ξίφους ακουμπούσε στον λαιμό του.

«Αυτό δεν θα ήταν τόσο συνετό», είπε ο Όλιβερ πίσω από τη γυναίκα, έχοντας ήδη βγάλει το σπαθί του.

«Ίσως όχι», ακούστηκε μια μελωδική φωνή ξωτικού πίσω από τον Όλιβερ.

Ο Όλιβερ αναστέναξε για άλλη μία φορά ρίχνοντας μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Είδε έναν από τους συντρόφους της γυναίκας να στέκεται σκυθρωπός με τραβηγμένο το ξίφος, που η αιχμή του δεν απείχε πολύ από την πλάτη του χάφλινγκ. Λίγο πιο κάτω στον στενό δρόμο στεκόταν η άλλη γυναίκα με ένα τόξο στα χέρια. Το βέλος σημάδευε το κεφάλι του Όλιβερ.

«Μπορεί και να κάνω λάθος», παραδέχτηκε ο χάφλινγκ. Έβαλε αργά το ξίφος στη θήκη του και μετά, ακόμη πιο αργά, έτσι που να μπορεί το ξωτικό να παρακολουθεί την κάθε του κίνηση, έφερε το χέρι σε μια θήκη της δερμάτινης εξάρτησης, έβγαλε από μέσα το καπέλο του, το ίσιωσε και το φόρεσε.

Τα πράσινα μάτια της γυναίκας κοίταζαν διαπεραστικά τον σαστισμένο Λούθιεν. «Ποιος είσαι και γιατί με ακολουθείς;» είπε. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο, η έκφρασή της βλοσυρή.

«Όλιβερ…» είπε ο Λούθιεν καθώς δεν ήξερε τι να απαντήσει.

«Είναι ένας ξεροκέφαλος ανόητος», είπε ο χάφλινγκ.

Ο Λούθιεν κοίταξε τον πιστό του σύντροφο με μια ξινισμένη έκφραση.

Η γυναίκα έσπρωξε λίγο την αιχμή του ξίφους κάνοντας τον νεαρό να ξεροκαταπιεί.

«Με λένε Λούθιεν», είπε αυτός.

«Γιατί με παρακολουθείς;» ρώτησε η γυναίκα με σφιγμένα δόντια.

«Σε είδα στην αγορά», τραύλισε ο Λούθιεν. «Και…»

«Ήρθε για σένα», επενέβη ο Όλιβερ. «Του είπα να σε αφήσει ήσυχη. Του το είπα!»

Τα χαρακτηριστικά της γυναίκας μαλάκωσαν καθώς κοίταξε τον Λούθιεν με μια λάμψη στα μάτια της που έδειχνε πως τον αναγνώρισε. Κατέβασε αργά το ξίφος. «Ήρθες για μένα;»

«Τον είδα να σε χτυπάει», προσπάθησε να εξηγήσει ο Λούθιεν. «Δεν… δεν μπορούσα… γιατί τον αφήνεις να σου φέρεται έτσι;»

«Είμαι σκλάβα», απάντησε σαρκαστικά η γυναίκα. «Μισοξωτική. Κατώτερη από άνθρωπο». Παρά την περήφανη στάση της, ο τόνος της τώρα έδειχνε θυμό και αγανάκτηση.

«Στεκόμαστε στον δρόμο», τους θύμισε το αρσενικό ξωτικό, κάνοντας νόημα στον Όλιβερ να μπει στο σοκάκι. Ο χάφλινγκ είδε με ανακούφιση τον άνδρα να χαμηλώνει το ξίφος του, ενώ η γυναίκα χαλάρωνε τη χορδή του τόξου, βγάζοντας το βέλος.

Η σκλάβα έκανε νόημα στον Λούθιεν να την ακολουθήσει, αλλά κοντοστάθηκε για μια στιγμή καθώς ο νεαρός πέρασε μπροστά της, κοιτάζοντας με περιέργεια τη σκιά που είχε αφήσει πίσω του στον τοίχο. Χαμογελώντας σαν να κατανοούσε κάτι καινούργιο, ακολούθησε τον Λούθιεν στο δρομάκι.

«Είστε όλοι μισοξωτικοί λοιπόν», είπε ο Όλιβερ κοιτάζοντας τους τρεις κλέφτες.

«Εγώ είμαι καθαρόαιμη Νεραϊδογέννητη», απάντησε η γυναίκα με το τόξο. Κοίταξε τον άντρα και ήταν φανερό ότι υπήρχε κάποιος δεσμός ανάμεσά τους. «Αλλά δεν εγκαταλείπω τα αδέλφια μου τα ξωτικά».

«Οι Κάτερς», είπε ήρεμα ο Όλιβερ, και οι τρεις κλέφτες τον κοίταξαν έκπληκτοι.

»Μια διαβόητη ομάδα κλεφτών», εξήγησε ο Όλιβερ στον Λούθιεν που, προφανώς, δεν είχε ιδέα τις συνέβαινε. «Οι φήμες λένε ότι είστε όλοι Νεραϊδογέννητοι».

«Έχεις ακούσει λοιπόν για μας, χάφλινγκ», είπε η σκλάβα.

«Ποιος δεν σας έχει ακούσει σε όλο το Μόντφορτ;» απάντησε ο Όλιβερ, κι αυτό φάνηκε να τους ευχαριστεί.

«Δεν είμαστε όλοι γνήσια ξωτικά», είπε η μισοξωτική σκλάβα, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της τον Λούθιεν με ένα βλέμμα που του έλιωσε την καρδιά.

«Σιόμπαν!» είπε αυστηρά ο άντρας.

«Δεν ξέρετε ποιον πιάσαμε;» ρώτησε ήρεμα εκείνη, κοιτάζοντας ακόμη τον Λούθιεν.

«Είμαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους», επενέβη ο χάφλινγκ, σίγουρος ότι οι ξωτικοί συνάδελφοί του θα τον είχαν ακουστά. Προς μεγάλη του απογοήτευση όμως, κανείς από τους τρεις δεν του έδωσε σημασία.

«Άφησες μια παράξενη σκιά πίσω σου στο δρόμο», είπε η Σιόμπαν στον Λούθιεν. «Μια πορφυρή σκιά».

Ο Λούθιεν κοίταξε εκεί που στεκόταν προηγουμένως και μετά γύρισε στη Σιόμπαν σηκώνοντας απολογητικά τους ώμους.

«Η Πορφυρή Σκιά», είπε ο άντρας φανερά εντυπωσιασμένος. Έβαλε το ξίφος στη θήκη του γελώντας δυνατά.

«…Και ο Όλιβερ ντε Μπάροους!» επέμεινε ο χάφλινγκ.

«Εντάξει», είπε αδιάφορα ο άντρας χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον Λούθιεν.

«Η δράση σου μας είναι γνωστή», είπε η Σιόμπαν με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Η καρδιά του Λούθιεν χτυπούσε τόσο δυνατά που άρχισε να φοβάται ότι από στιγμή σε στιγμή θα σταματήσει. «Εδώ που τα λέμε», συνέχισε η Σιόμπαν κοιτάζοντας τους φίλους της για επιβεβαίωση, «η δράση σου είναι γνωστή σε όλο το Μόντφορτ. Οι έμποροι τα έχουν χάσει, και πολλοί χαίρονται γι’ αυτό».

Ο Λούθιεν ήταν σίγουρος ότι το πρόσωπό του είχε γίνει πιο κόκκινο κι από τον μανδύα του. «Με τη βοήθεια του Όλιβερ», τραύλισε.

«Ναι, πες τα τους, πες τα τους!» μουρμούρισε ο θιγμένος Όλιβερ.

«Περίμενα ότι θα ήσουν πολύ μεγαλύτερος», συνέχισε η Σιόμπαν. «Ή ίσως ότι θα ήσουν ξωτικό, επειδή ζουν πιο πολύ».

Ο Λούθιεν την κοίταξε ερευνητικά. Θυμήθηκε αυτό που τους είχε πει ο Μπριντ’Αμούρ, ότι ο μανδύας ανήκε σε κάποιον φημισμένο κλέφτη. Φαίνεται ότι η Σιόμπαν είχε ακούσει για τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του μανδύα. Ο Λούθιεν χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε τι μπελάδες σίγουρα θα είχε δημιουργήσει εκείνη η πρώτη Πορφυρή Σκιά στο Μόντφορτ.

«Είναι αργά», είπε το θηλυκό ξωτικό που στεκόταν πιο κάτω, στον δρόμο. «Πρέπει να φύγουμε· κι εσύ», είπε στη Σιόμπαν, «πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι του αφέντη σου».

Η Σιόμπαν κατένευσε. «Δεν είμαστε όλοι οι Κάτερς Νεραϊδογέννητοι», είπε απευθυνόμενη στον Λούθιεν.

«Είναι πρόσκληση αυτό;» ρώτησε ο Όλιβερ.

Η Σιόμπαν κοίταξε τους συντρόφους της κι αυτοί μετά από μια στιγμή έκαναν ένα καταφατικό νεύμα. «Θεώρησέ το πρόσκληση», απάντησε η Σιόμπαν κοιτάζοντας πάλι τον Λούθιεν, έτσι ώστε το βλέμμα της τον έκανε να ελπίζει μέσα στα βάθη της καρδιάς του ότι η πρόταση αφορούσε σε κάτι παραπάνω από το να γίνουν απλώς μέλη της ομάδας της.

»Για σένα και τον περίφημο Όλιβερ ντε Μπάροους», πρόσθεσε, αλλά ο τόνος της έδειχνε ότι η προέκταση της πρόσκλησης και στον Όλιβερ, όσο διπλωματικά και αν την είχε διατυπώσει, γινόταν από ευγένεια και μόνο.

Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ, ο οποίος έκανε ένα ανεπαίσθητο, αρνητικό νεύμα.

«Σκέψου το», είπε η Σιόμπαν στον Λούθιεν. «Οι καλές διασυνδέσεις έχουν πολλά πλεονεκτήματα». Του άστραψε για άλλη μια φορά το εκθαμβωτικό της χαμόγελο, σαν να επιβεβαίωνε στον κεραυνοβολημένο νέο ότι δεν είχε κατά νου μόνο μια συνεργασία μεταξύ κλεφτών. Μετά, χαιρετώντας με ένα νεύμα τους συντρόφους της, γύρισε και κατευθύνθηκε προς το αυτοσχέδιο σχοινί της.

Ο Λούθιεν παρακολουθούσε μαγεμένος τις γεμάτες χάρη κινήσεις της, ενώ ο Όλιβερ απλώς κουνούσε το κεφάλι αναστενάζοντας.

Загрузка...