«Θα ’πρεπε να σκέφτεσαι τη δουλειά που μας περιμένει», είπε ο Όλιβερ με ενοχλημένο τόνο, καθώς αυτός και ο Λούθιεν προχωρούσαν αθέατοι στους σκοτεινούς δρόμους με κατεύθυνση το εσωτερικό τοίχος, το οποίο περιέκλειε την άνω πόλη του Μόντφορτ.
«Εγώ λέω ότι δεν θα ’πρεπε να πάμε πουθενά», απάντησε ο νέος. «Τα χρήματα που έχουμε είναι παραπάνω από αρκετά…»
Ο Όλιβερ έκανε μεταβολή μπροστά στον Λούθιεν και τον σταμάτησε με μια βλοσυρή ματιά, ενώ ταυτόχρονα κουνούσε επικριτικά το δάχτυλό του μπροστά στη μύτη του φίλου του. «Ποτέ», είπε αργά και κατηγορηματικά, «ποτέ, μα ποτέ, μην ξαναπείς τέτοια ανοησία».
Ο Λούθιεν έκανε μια γκριμάτσα αηδίας αγνοώντας τον χάφλινγκ, αλλά όταν πήγε να ξεκινήσει πάλι, ο Όλιβερ τον άρπαξε και τον σταμάτησε.
«Ποτέ», του επανέλαβε.
«Πότε θα πεις ότι σου αρκούν αυτά που έχεις;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Ποτέ!» ξαναείπε περιφρονητικά ο χάφλινγκ. «Θα κλέβω από τους εμπόρους μέχρι να γίνουν άποροι και θα δίνω τα πλούτη τους στους φτωχούς. Και μετά θα πηγαίνω στους φτωχούς που δεν θα είναι πια φτωχοί, θα κλέβω πάλι τα πλούτη τους και θα τα δίνω πίσω στους εμπόρους!»
«Τι νόημα έχει τότε;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Αν ήσουν πραγματικά κλέφτης, δεν θα ρωτούσες κάτι τέτοιο», είπε ο Όλιβερ κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του μπροστά στο πρόσωπο του Λούθιεν, μια χειρονομία που είχε γίνει πολύ συχνή τις τελευταίες μέρες.
«Ευχαριστώ», απάντησε αμέσως ο Λούθιεν και, προσπερνώντας τον, συνέχισε να περπατά.
Ο χάφλινγκ έμεινε στον έρημο δρόμο για μερικές στιγμές κουνώντας το κεφάλι του. Ο Λούθιεν δεν ήταν πια ο ίδιος μετά από κείνη τη μέρα, την περασμένη βδομάδα, όταν είδε την όμορφη σκλάβα στην αγορά. Είχε χαρεί όταν ο Όλιβερ πέταξε τα παλτά που υποτίθεται ότι δεν του άρεσαν —και τα παιδιά του Τάινι Άλκοουβ έπεσαν πάνω τους σαν αγέλη πεινασμένων λύκων— αλλά γενικά έδειχνε κακόκεφος ή και απελπισμένος ακόμη. Έτρωγε λίγο, μιλούσε ακόμη λιγότερο και έβρισκε πάντα κάποια δικαιολογία για να μην πάνε στην άνω πόλη κάθε φορά που ο Όλιβερ πρότεινε να κάνουν επιδρομή.
Αυτήν τη φορά όμως ο Όλιβερ επέμεινε, και τον είχε βγάλει σχεδόν σέρνοντας από το σπίτι. Ο χάφλινγκ καταλάβαινε την αιτία της αναστάτωσης του περήφανου νεαρού Μπέντγουιρ. Ήταν αλήθεια ότι η φήμη της Πορφυρής Σκιάς μεγάλωνε συνεχώς και πρόσθετε ένα επιπλέον στοιχείο κινδύνου στις διαρρηκτικές επιδρομές τους. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν στους φτωχικούς δρόμους γύρω από την Τάινι Άλκοουβ έλεγαν ότι πολλοί από τους κλέφτες του Μόντφορτ είχαν περιορίσει για λίγο τις δραστηριότητές τους, τουλάχιστον μέχρι να υποχωρήσει ο πανικός των εμπόρων για αυτή την Πορφυρή Σκιά.
Ο Όλιβερ όμως ήξερε ότι εκείνο που είχε παραλύσει τον Λούθιεν δεν ήταν ούτε η σύγχυση ούτε ο φόβος. Ο φίλος του ήταν ερωτευμένος, αυτό φαινόταν ολοφάνερα στο αγέλαστο πρόσωπό του. Ο Όλιβερ δεν ήταν άκαρδος, θεωρούσε μάλιστα τον εαυτό του ρομαντικό, αλλά η δουλειά είναι δουλειά. Πλησίασε λοιπόν τρέχοντας τον Λούθιεν.
«Αν κοίταζα μέσα στο μυαλό σου, θα έβλεπα την εικόνας μιας μισοξωτικής σκλάβας», είπε, «με μαλλιά στο χρώμα του σταριού και καταπράσινα μάτια».
«Δεν είσαι αρκετά ψηλός για να κοιτάξεις μέσα στο μυαλό μου», απάντησε ψυχρά ο Λούθιεν.
«Είμαι όμως έξυπνος, οπότε δεν χρειάζεται καν να κοιτάξω», απάντησε ο Όλιβερ. Ο χάφλινγκ κατάλαβε ότι το επίπεδο της συζήτησης είχε πέσει σοβαρά, κάτι που δεν ήθελε να συμβεί τη στιγμή που σε λίγο μπορεί να κινδύνευαν, έτσι πήδησε πάλι μπροστά στον ανυπόμονο Λούθιεν αναγκάζοντάς τον να σταματήσει.
«Δεν είμαι αδιάφορος στα ζητήματα της καρδιάς», του είπε. «Καταλαβαίνω τον πόνο σου».
Η άμυνα του Λούθιεν παρέλυσε. «Τον πόνο μου!» ψιθύρισε, και σκεφτόταν ότι αυτές οι λέξεις περιέγραφαν τέλεια την κατάστασή του. Ο Λούθιεν δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του ερωτευμένος — ή τουλάχιστον σε αυτό τον βαθμό. Δεν μπορούσε να φάει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και το μυαλό του ήταν απασχολημένο, όπως είχε πει και ο Όλιβερ, με την εικόνα της μισοξωτικής γυναίκας. Και ήταν μια τόσο έντονη εικόνα. Ο Λούθιεν ένιωθε σαν να είχε κοιτάξει μέσα στην ψυχή της και να είχε βρει το τέλειο συμπλήρωμα της δικής του. Γενικά, όντας πρακτικός τύπος, ήξερε ότι όλα αυτά είναι τελείως παράλογα. Αλλά επειδή ακριβώς ήταν παράλογα, τον έκαναν να πονάει ακόμη πιο πολύ.
«Πόσο όμορφο είναι το αγριολούλουδο που σε κρυφοκοιτάζει κάτω από τις σκιές των δέντρων, μακριά στο χωράφι!» είπε σιγανά ο Όλιβερ. «Αλλά και απρόσιτο. Σου φαίνεται πιο όμορφο από όλα τα λουλούδια που μπόρεσες ποτέ ν’ αγγίξεις».
«Και τι γίνεται αν πλησιάσεις και πάρεις αυτό το αγριολούλουδο στο χέρι σου;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους. «Προσωπικά, είμαι ένας ευγενής χάφλινγκ, και γι’ αυτό δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο», απάντησε. «Θα προτιμούσα να απολαμβάνω από μακριά τη θέα μιας τέτοιας ομορφιάς και να κρατήσω για πάντα το ιδανικό στην καρδιά μου».
«Δειλέ!» είπε κοφτά ο Λούθιεν και, για πρώτη φορά, ίσως, από τη στιγμή που είχε δει τα παιδιά να μαζεύονται για να αρπάξουν τα πεταμένα παλτά του Όλιβερ, το χαμόγελό του ήταν γνήσιο.
«Δειλέ;» επανέλαβε ο Όλιβερ, προσποιούμενος ότι πληγώθηκε βαθιά στο στήθος του. «Εγώ, ο Όλιβερ ντε Μπάροους, που σε λίγο θα περάσω εκείνο το τείχος και θα μπω στο πιο επικίνδυνο τμήμα του Μόντφορτ για να αρπάξω ό,τι θέλω;»
Ήταν μια όχι και τόσο συγκαλυμμένη υπενθύμιση ότι έχουν και άλλα πράγματα να κάνουν απόψε, πέρα από το να συζητούν για την κλεμμένη καρδιά του Λούθιεν. Ο νεαρός έγνεψε αποφασιστικά στον φίλο του και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Μια ώρα αργότερα οι δυο φίλοι κατάφεραν να βρουν ένα κενό στις συνεχείς περιπολίες των Κυκλωπιανών φρουρών. Αναρριχήθηκαν στο τείχος και ανέβηκαν σε μια στέγη στην νότια πλευρά της άνω πόλης, κάτω από τις σκιές των πανύψηλων γκρεμών. Δεν είχαν προλάβει καλά καλά να σκαρφαλώσουν, όταν εμφανίστηκε μία ακόμη περίπολος. Ο Όλιβερ χώθηκε κάτω από τον πορφυρό μανδύα και ο Λούθιεν φόρεσε στο κεφάλι του την κουκούλα, κατεβάζοντάς την ως χαμηλά στα μάτια.
«Τι ωραίος μανδύας», παρατήρησε ο Όλιβερ όταν απομακρύνθηκαν οι Κυκλωπιανοί χωρίς να αντιληφθούν τους δυο συντρόφους.
Ο Λούθιεν κοίταξε γύρω του ανήσυχος. «Θα ’πρεπε να περιμένουμε», ψιθύρισε κατάπληκτος από τον αριθμό των φρουρών.
«Θα ’πρεπε να νιώθουμε κολακευμένοι», τον διόρθωσε ο Όλιβερ. «Οι έμποροι μας δείχνουν πραγματικό σεβασμό — ή δείχνουν στην Πορφυρή Σκιά. Δεν μπορούμε να φύγουμε τώρα και να τους απογοητεύσουμε».
Ο μικρόσωμος άνδρας άρχισε να προχωρεί αθόρυβα πάνω στη στέγη. Ο Λούθιεν τον κοίταζε σκεφτόμενος ότι ο παρορμητικός φίλος του φερόταν λες και όλη αυτή η υπόθεση είναι ένα παιχνίδι.
Ο Όλιβερ, αφού εκτόξευσε την αρπάγη σε μια άλλη στέγη, από την απέναντι πλευρά ενός στενού δρόμου, έδεσε την άκρη του σχοινιού από τη δική τους πλευρά με συρτοθηλιά. Περιμένοντας να τον φτάσει ο Λούθιεν, κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν άλλοι Κυκλωπιανοί στην περιοχή. Κατόπιν, πέρασε στην άλλη στέγη. Μόλις ο Λούθιεν έκανε το ίδιο, μετά από κάποια προσπάθεια κατάφερε να ελευθερώσει το σχοινί από τη στέγη που είχαν αφήσει πίσω τους.
«Υπάρχουν βέλη που καρφώνονται στην πέτρα», είπε ο Όλιβερ καθώς περνούσαν με τον ίδιο τρόπο σε ένα ακόμη δρομάκι. «Πρέπει να σου βρούμε μερικά γι’ αυτό το τόξο σου».
«Έχεις καμιά ιδέα πού πάμε;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ του έδειξε βόρεια, προς το μέρος μιας ομάδας από σπίτια με γυρτές στέγες. Ο νέος, αφού κοίταξε τον Όλιβερ, έριξε το βλέμμα του στα σπίτια και αμέσως μετά πάλι στον φίλο του. Στις προηγούμενες επιδρομές τους χτυπούσαν πάντα το νότιο τμήμα. Τα σπίτια είχαν επίπεδες οροφές, ενώ το σκοτάδι που δημιουργούσαν οι σκιές των γκρεμών οι οποίοι κρέμονταν από πάνω, δημιουργούσε τις ιδανικές συνθήκες για διάρρηξη. Καταλάβαινε όμως το σκεπτικό του φίλου του. Με τόσους πολλούς Κυκλωπιανούς στην περιοχή, σίγουρα δεν θα φρουρούνταν τόσο καλά τα πιο απρόσιτα σπίτια.
Παρ’ όλα αυτά, ο Λούθιεν δεν κατάφερνε να διώξει από μέσα του κάποια επίμονη αίσθηση κινδύνου. Αυτά τα πιο απρόσιτα σπίτια ανήκαν στους πλουσιότερους εμπόρους, μερικοί από τους οποίους μάλιστα είχαν μακρινή συγγενική σχέση με τον δούκα Μόρκνεϊ. Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι ο Όλιβερ μάλλον ξέρει τι κάνει, έτσι τον ακολούθησε χωρίς να πει τίποτα, ακόμη και όταν ο θρασύς σύντροφός του του έκανε νόημα για να κατεβούν από τις στέγες στο έδαφος.
Οι δρόμοι ήταν λιθόστρωτοι με αρκετό πλάτος, από πάνω όμως, στο ύψος του δευτέρου ορόφου, οι αποστάσεις ανάμεσα στα σπίτια ήταν πολύ πιο μικρές. Οι προσόψεις των κτιρίων δεν ήταν επίπεδες αλλά καμπυλωτές και διακοσμημένες με προεξέχοντα τμήματα και πολλές εσοχές. Στους δρόμους τριγύριζαν νεαροί, καθώς και μερικοί Κυκλωπιανοί φρουροί πού και πού, αλλά με τον μανδύα του Λούθιεν και τις πολλές εσοχές που υπήρχαν παντού, οι δυο σύντροφοι δεν δυσκολεύτηκαν να περάσουν απαρατήρητοι.
Ο Όλιβερ σταμάτησε όταν έφτασαν σε μια διασταύρωση — η ταμπέλα στον κάθετο δρόμο έγραφε ότι λέγεται “Λεωφόρος Βιοτεχνών”. Ο Όλιβερ έκανε νόημα στον Λούθιεν, νεύοντάς του να κατευθύνει το βλέμμα του προς το μέρος μιας ομάδας Κυκλωπιανών ένα τετράγωνο πιο κάτω από τη διασταύρωση, οι οποίοι τριγύριζαν εδώ κι εκεί χωρίς να βιάζονται.
«Σκέφτομαι ότι απόψε δεν θα χτυπήσουμε από στέγη», ψιθύρισε ο Όλιβερ χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του.
Ο Λούθιεν κατάλαβε και τον κοίταξε διστακτικά. Ένας από τους πρώτους κανόνες που του είχε μάθει ο Όλιβερ σχετικά με τις διαρρήξεις στο Μόντφορτ ήταν ότι είναι προτιμότερο να μην πειράζεις τα πιο πλούσια μαγαζιά της άνω πόλης. Οι ιδιοκτήτες προσελάμβαναν συχνά μάγους, που προστάτευαν τα μαγαζιά αυτά με ειδικά ξόρκια. Η φανερή αδιαφορία των Κυκλωπιανών που έκαναν περιπολία δημιουργούσε κάποιες ελπίδες, αλλά ο Λούθιεν εξακολουθούσε να νιώθει εκείνη την επίμονη αίσθηση του κινδύνου.
Ο Όλιβερ τον έπιασε από το χέρι και μπήκε στη λεωφόρο. Ο Λούθιεν τον ακολούθησε δείχνοντας, όπως πάντα, εμπιστοσύνη στην κρίση του πιο πεπειραμένου συντρόφου του. Λίγο αργότερα στάθηκαν στη σκιά μιας εσοχής ανάμεσα σε δυο μαγαζιά, με τον Όλιβερ να θαυμάζει τα εμπορεύματα τα οποία επιδεικνύοταν στις πλαϊνές προθήκες, που υπήρχαν δίπλα στις μεγάλες μπροστινές βιτρίνες δεξιά κι αριστερά τους.
«Εδώ είναι τα πιο πολύτιμα αντικείμενα», είπε ο Όλιβερ μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του παρά στον Λούθιεν, ενώ τα μάτια καρφώνονταν στις θαυμάσιες πορσελάνες και τα κρυστάλλινα ποτήρια της βιτρίνας. «Αυτά όμως…» συνέχισε στρεφόμενος να κοιτάξει την άλλη βιτρίνα, όπου υπήρχαν πολλά αγαλματίδια από κασσίτερο, «αυτά θα είναι πιο εύκολο να τα πουλήσουμε.
»Επιπλέον, μου αρέσει πολύ αυτό το αγαλματάκι του πολεμιστή χάφλινγκ», πρόσθεσε. Ήταν φανερό ότι ο Όλιβερ είχε κάνει την επιλογή του. Αφού κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν Κυκλωπιανοί εκεί κοντά, έβαλε το χέρι κάτω από τον γκρίζο μανδύα του κι έβγαλε τον υαλοκόπτη από μια θήκη της εξάρτησης.
Ο Λούθιεν κοίταξε το αγαλματάκι που είχε τραβήξει την προσοχή του Όλιβερ. Ήταν μια εξαιρετική αναπαράσταση ενός πολεμιστή χάφλινγκ σε πιούτερ, κράμα μολύβδου και κασσίτερου. Ο πολεμιστής στεκόταν περήφανα με τον μανδύα να ανεμίζει πίσω του και το ξίφος να ακουμπά με τη μύτη στο έδαφος ανάμεσα στα τριχωτά του πόδια. Εξαιρετική δουλειά πραγματικά, αλλά ο Λούθιεν είδε αμέσως ότι ωχριούσε σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα, διαμαντοστόλιστα αγάλματα που βρίσκονταν στη βιτρίνα δίπλα του.
Άρπαξε το χέρι του Όλιβερ τη στιγμή που εκείνος ακουμπούσε τον υαλοκόπτη πάνω στο τζάμι της βιτρίνας.
«Ποιος το έβαλε αυτό εκεί;» τον ρώτησε.
Ο Όλιβερ τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
»Το αγαλματάκι», εξήγησε ο Λούθιεν. «Ποιος το έβαλε σε τόσο περίοπτη θέση;»
Ο Όλιβερ συνέχισε να τον κοιτάζει με αμφιβολία, μετά γύρισε και έριξε μια ματιά στο γλυπτό. «Ο ιδιοκτήτης» είπε, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί ο φίλος του δεν έβλεπε και μόνος του την προφανή απάντηση.
«Γιατί;»
«Τι θα πει γιατί; Τι ερώτηση είναι αυτή;» είπε ο Όλιβερ.
«Μήπως είναι δόλωμα για έναν κλέφτη χάφλινγκ;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ τον κοίταξε πάλι με αμφιβολία.
»Πρέπει να μάθεις να τα μυρίζεσαι αυτά τα πράγματα», είπε ο Λούθιεν χαμογελώντας και μιμούμενος τέλεια την προφορά του Όλιβερ.
Ο Όλιβερ κοίταξε πάλι το αγαλματάκι και, για πρώτη φορά, πρόσεξε πόσο αταίριαστο ήταν σε σχέση με τα άλλα αντικείμενα της βιτρίνας. Γύρισε σκυθρωπός κάνοντας ένα καταφατικό νεύμα στον Λούθιεν. «Πρέπει να φύγουμε».
Ο Λούθιεν αισθάνθηκε να ορθώνονται οι τρίχες του σβέρκου του. Ξεπρόβαλε το κεφάλι του από την εσοχή, κοίταξε δεξιά κι αριστερά και όταν στράφηκε πάλι στον Όλιβερ η έκφρασή του ήταν ανήσυχη.
«Κυκλωπιανοί και στις δύο γωνίες», είπε.
«Φυσικά», απάντησε ο Όλιβερ. «Ήταν εκεί από τη στιγμή που ήρθαμε…» Ο Όλιβερ σταμάτησε στη μέση της φράσης του βλέποντας ξαφνικά τα πράγματα με την ίδια καχυποψία που έδειχνε κι ο φίλος του.
«Ακριβώς», είπε ο Λούθιεν.
«Λες να μας έριξαν δόλωμα;» ρώτησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν έδειξε προς τα πάνω χωρίς να απαντήσει. «Στις στέγες;»
Ο Όλιβερ τοποθέτησε τα εργαλεία στη θέση τους και έβγαλε την αρπάγη. Αφού τη στριφογύρισε μερικές φορές, την εκτόξευσε και, όταν βεβαιώθηκε ότι έχει πιάσει, έδωσε την άκρη του σχοινιού στον Λούθιεν. «Μετά από σένα», είπε ευγενικά.
Ο Λούθιεν πήρε το σχοινί και τον αγριοκοίταξε, ξέροντας ότι ο λόγος που τον έστελνε πρώτο στη στέγη ήταν για να τραβήξει μετά εκείνος τον μικρόσωμο άνδρα πάνω και να μη χρειαστεί να σκαρφαλώσει ο ίδιος.
»Και μην ξεχάσεις να κοιτάξεις γύρω σου πριν με ανεβάσεις», συμπλήρωσε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν αναστέναξε και άρχισε τη δύσκολη αναρρίχηση με το σχοινί. Όταν ανέβηκε μερικά μέτρα, ο Όλιβερ κάγχασε προσέχοντας ότι η πορφυρή σκιά του συντρόφου του είχε αποτυπωθεί στη βιτρίνα του μαγαζιού με τα αγαλματάκια από κασσίτερο.
Ο Λούθιεν συνέχισε να ανεβαίνει χωρίς να προσέχει τον Όλιβερ από κάτω. Όταν τον ανέβασε στη στέγη μετά από μερικά λεπτά, δεν παραξενεύτηκε ιδιαίτερα όταν είδε ότι ο φίλος του κρατούσε έναν σάκο γεμάτο με πορσελάνινα πιάτα και κρυστάλλινα ποτήρια.
«Δεν θα άφηνα να πάει χαμένη όλη η αποψινή δουλειά μας», του εξήγησε.
Άρχισαν να προχωρούν μέσα από τις ανοιχτές υδρορροές που υπήρχαν ανάμεσα στις ενωμένες μεταξύ τους σκεπές. Σε αντίθεση με το τμήμα της άνω πόλης που βρισκόταν κοντά στο εσωτερικό τείχος, εδώ όλα τα κτίρια ήταν κολλημένα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα κάθε οικοδομικό τετράγωνο να είναι μια ενιαία επιφάνεια, ένα παράξενο τοπίο με ξυλοκεράμους και ψηλές καμινάδες. Καθώς προχωρούσαν, συχνά χωρίζονταν μεταξύ τους, έτσι, όταν σε μια στιγμή ο Λούθιεν είδε μπροστά του μια σκοτεινή μορφή σε μια υδρορροή ανάμεσα στις στέγες, νόμισε ότι ήταν ο Όλιβερ.
Πήγε να του ψιθυρίσει αλλά τότε, κατά καλή του τύχη, η μορψή κινήθηκε, οπότε ο Λούθιεν είδε ότι ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον σύντροφό του.
Υπήρχαν Κυκλωπιανοί στις στέγες!
Ο Λούθιεν έπεσε μπρούμυτα κάτω, ευχαριστώντας άλλη μια φορά τον Θεό για τον πορφυρό μανδύα. Κοίταξε τριγύρω ελπίζοντας ότι ο Όλιβερ θα έλθει να κρυφτεί κι αυτός κάτω από τον μανδύα, αλλά, απ’ ό,τι φαινόταν, ο φίλος του είχε προχωρήσει στα αριστερά του από την άλλη μεριά της σκεπής. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να ελπίζει ότι ο Όλιβερ θα αποδεικνυόταν εξίσου προσεκτικός και τυχερός με τον ίδιο.
Διακινδυνεύοντας μια παράτολμη απόφαση, το παλληκάρι έβγαλε το τόξο του και το ξεδίπλωσε βάζοντας στη θέση του τον πίρο. Ο Κυκλωπιανός στο αυλάκι της υδρορροής συνέχισε να κοιτάζει γύρω του — προφανώς δεν είχε καταλάβει ότι δεν είναι μόνος. Ο Λούθιεν ήξερε ότι μπορούσε να τον χτυπήσει, αλλά φοβόταν ότι αν η βολή του δεν τον σκότωνε ακαριαία, ο φρουρός με τις φωνές του θα έφερνε τους μισούς Πραιτωριανούς του Μόντφορτ.
Τελικά το δίλημμά του δεν κράτησε πολύ — μια στιγμή αργότερα άκουσε μια φωνή και έναν γδούπο, για να ακολουθήσει μια σειρά από χαρακτηριστικά πειράγματα με τη γνωστή φωνή ενός χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ δεν είχε αιφνιδιαστεί. Καθώς προχωρούσε στην υδρορροή της πλευράς που έβλεπε προς τον δρόμο, πρόσεξε μια κίνηση κοντά στην υψηλή κορυφή της σκεπής. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι ήταν ο Λούθιεν, μετά όμως κατάλαβε ότι ο φίλος του δεν ήταν τόσο βλάκας ώστε να ανεβεί σε ένα τόσο ψηλό σημείο, όπου θα τον έβλεπαν από ένα τετράγωνο μακριά.
Συνέχισε να προχωρεί αναζητώντας μια καλύτερη θέση. Αν αυτές οι σκιές στην κορυφή της στέγης ήταν όντως Κυκλωπιανοί, μπορούσαν να τον πετάξουν εύκολα στο δρόμο γλιστρώντας απλώς στο κλίτος της σκεπής και πέφτοντας πάνω του. Έφτασε στην άκρη της σκεπής και πήγε να στρίψει δεξιά, αλλά σταμάτησε βλέποντας τον ίδιο Κυκλωπιανό που είχε εντοπίσει κι ο Λούθιεν. Ευτυχώς, ο βραδύστροφος μονόφθαλμος δεν τον πρόσεξε, κι έτσι ο Όλιβερ ακολούθησε το αυλάκι, αντιλαμβανόμενος ταυτόχρονα το παρήγορο γεγονός ότι η επόμενη στέγη δεν είχε τόσο απότομη κλίση.
Είχε την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να κάνει τον κύκλο της στέγης και να πλησιάσει τον Κυκλωπιανό από την αντίθετη πλευρά από εκείνη όπου βρισκόταν τώρα ο Λούθιεν.
Δεν πρόλαβε όμως.
Ένας κτηνάνθρωπος όρμησε ξάφνου από την κορυφή της στέγης μισοτρέχοντας και μισογλιστρώντας πάνω στην πλαγιαστή επιφάνεια και ανεμίζοντας άγρια το ξίφος του. Ο Όλιβερ άφησε κάτω τον σάκο με τα λάφυρα, τράβηξε το ξίφος και το μεν-γκος και έσκυψε σε αμυντική στάση. Όταν τον έφτασε ο Κυκλωπιανός έχοντας, όπως είναι φυσικό, το ξίφος απλωμένο μπροστά του, ο Όλιβερ παραμέρισε και του γάντζωσε τη λεπίδα με το κυρτό μαχαίρι του.
Τράβηξε με δύναμη μα ο κουτός Κυκλωπιανός, μη θέλοντας να χάσει το όπλο του, συνέχισε να το κρατά πεισματικά, η ορμή του όμως, σε συνδυασμό με το τράβηγμα του Όλιβερ, του είχαν δώσει τόση φόρα ώστε εκτοξεύτηκε στο κενό πέφτοντας από τη σκεπή, αφού προηγουμένως άρπαξε και μια κλοτσιά στον πισινό από τον Όλιβερ, καθώς περνούσε από μπροστά του. Η στέγη είχε γύρω στα οχτώ μέτρα ύψος και ο Κυκλωπιανός φώναζε σ’ όλη τη διάρκεια της πτώσης, αλλά σταμάτησε απότομα όταν βρόντηξε με τα μούτρα στο λιθόστρωτο. Το χέρι του βρισκόταν από κάτω του κατά την πτώση, γι’ αυτό το ξίφος του διαπέρασε το στήθος του και ξεπρόβαλε από την πλάτη του.
«Μη φοβάσαι, ηλίθιε μονόφθαλμε», είπε ο Όλιβερ. Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει ησυχία, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό. «Ακόμη και το στιλέτο μου δεν θα μπορούσε να σου πάρει τώρα το σπαθί!»
Αμέσως γύρισε και είδε τρεις ακόμη Κυκλωπιανούς να κατεβαίνουν προς το μέρος του από την κορυφή της στέγης. Αποφασίζοντας να πολεμήσει τουλάχιστον με στιλ, ο ηρωικός χάφλινγκ έβγαλε το μεγάλο καπέλο του από μία μαγική θήκη του “διαρρήκτη”, το χτύπησε στον μηρό του για να το ισιώσει και το φόρεσε.
Ο Κυκλωπιανός που καθόταν στο αυλάκι της υδρορροής πετάχτηκε όταν άκουσε τον ήχο, αλλά εκείνη τη στιγμή τραντάχτηκε ξαφνικά καθώς καρφώθηκε στην πλάτη του το βέλος του Λούθιεν, ο οποίος πήγε να πεταχτεί πάνω για να βοηθήσει τον Όλιβερ, αλλά γρήγορα έπεσε πάλι μπρούμυτα καθώς άκουσε κάμποσα χαρακτηριστικά “κλικ” από βαλλίστρες, που προέρχονταν από την κορυφή της απότομης στέγης στα αριστερά του.
Έριχναν στα τυφλά αφού δεν μπορούσαν να δουν πίσω από το καμουφλάζ του πορφυρού μανδύα, αν και είχαν μια γενική ιδέα για το πού μπορεί να βρίσκεται ο αντίπαλός τους. Ο Λούθιεν κόντεψε να κατουρηθεί πάνω του καθώς τρία βέλη καρφώθηκαν στο ξύλο κοντά του, το ένα μερικά μόνο εκατοστά από το πρόσωπό του.
Μπορεί να μην τον διέκριναν οι τοξότες χάρη στον μανδύα, εκείνος όμως έβλεπε καθαρά τις μαύρες σιλουέτες τους με φόντο τον συννεφιασμένο, γκρίζο ουρανό. Κατάλαβε ότι το πτυσσόμενο τόξο πρέπει να ήταν μαγικό (ή, αλλιώς, φάνηκε απίστευτα τυχερός), γιατί η επόμενη βολή του ήταν τέλεια, αν και εκτόξευσε το βέλος γυρισμένος στο πλάι σε μια εντελώς άβολη στάση.
Ο ένας από τους Κυκλωπιανούς πετάχτηκε πάνω γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω, και ο Λούθιεν είδε τη λεπτή, μαύρη σκιά του βέλους του να προεξέχει από το μέτωπο του μονόφθαλμου. Ο κτηνάνθρωπος έπιασε το βέλος με τα χέρια και μετά σωριάστηκε νεκρός γλιστρώντας μέχρι τα μισά του κατηφορικού κλίτους της στέγης.
Οι άλλοι δύο Κυκλωπιανοί εξαφανίστηκαν πίσω από την κορυφή της σκεπής.
Στο μεταξύ, το ξίφος του Όλιβερ τινασσόταν αριστερά και μετά δεξιά, ενώ το μεν-γκος χτυπούσε στο πλάι μπλοκάροντας μια επίθεση και το ξίφος απέκρουε μια άλλη. Ο Όλιβερ έσκυψε ξαφνικά ενώ το ξίφος ενός Κυκλωπιανού περνούσε πάνω από το κεφάλι του.
Αμέσως μετά κατάφερε να καρφώσει με το ξίφος του έναν από τους Κυκλωπιανούς στο πόδι, λίγο πάνω από το γόνατο. Ο μονόφθαλμος ούρλιαξε από τον πόνο.
«Χα, χα!» φώναξε ο Όλιβερ λες και η ευστοχία του ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει κατάπληκτος που είχε καταφέρει να πετύχει οτιδήποτε μέσα σε αυτήν τη φρενίτιδα. Σήκωσε το ξίφος όρθιο αγγίζοντας τον γύρο του καπέλου του σε έναν νικητήριο χαιρετισμό, αλλά βρέθηκε να οπισθοχωρεί πάλι ξιφομαχώντας, σκύβοντας και βγάζοντας πού και πού μικρά γρυλίσματα απελπισίας, καθώς ο τραυματισμένος Κυκλωπιανός αντιδρούσε με μια καταιγιστική επίθεση.
Ο Όλιβερ αισθάνθηκε τις φτέρνες του να βρίσκονται στο κενό. Το ξίφος και το μεν-γκος ξεχύθηκαν σε μια μανιασμένη αντεπίθεση που αναχαίτισε τους Κυκλωπιανούς για μερικές στιγμές, ώσπου να προλάβει να οπισθοχωρήσει κατά μήκος της στέγης. Τώρα πατούσε πάλι σε στερεή επιφάνεια, αλλά οι κτηνάνθρωποι τον ακολουθούσαν πιέζοντας συνεχώς, πράγμα που οδήγησε γρήγορα τον Όλιβερ στο συμπέρασμα ότι δεν είναι καθόλου έξυπνο να ξιφομαχείς με τρεις αντιπάλους έχοντας πίσω σου το κενό.
Οι δυο Κυκλωπιανοί τοξότες πέρασαν νέα βέλη στις βαλλίστρες ξεπροβάλλοντας πάλι τα κεφάλια τους από την κορυφή της στέγης. Κοίταξαν γύρω τους βλαστημώντας τον πονηρό κλέφτη και τον μανδύα του και έριξαν προς το σημείο όπου υποψιάζονταν ότι μπορεί να βρίσκεται.
Ο Λούθιεν, που είχε κάνει τον γύρο της στέγης, κοίταξε τις πλάτες των υπόλοιπων αντιπάλων του πάνω από τον νεκρό Κυκλωπιανό. Σήκωσε το τόξο, εκτόξευσε το βέλος και άκουσε αμέσως το βογγητό του Κυκλωπιανού που το είχε δεχτεί στην πλάτη. Ο άλλος μονόφθαλμος στράφηκε απορημένος προς τον σύντροφό του για μια στιγμή και μετά κοίταξε έντρομος γύρω του. Καταλαβαίνοντας ότι το βέλος είχε έλθει από πίσω, αφού ανέβηκε πανικόβλητος τα τελευταία μέτρα της στέγης, πήγε να κρυφτεί από την άλλη μεριά, αλλά δέχτηκε το επόμενο βέλος του Λούθιεν στην κοιλιά.
Ο Κυκλωπιανός εξαφανίστηκε βογγώντας από την πίσω πλευρά της σκεπής.
Ο Λούθιεν ετοίμασε το επόμενο βέλος, σταμάτησε όμως έκπληκτος, γιατί ο κτηνάνθρωπος που είχε δεχτεί τη βολή στην πλάτη άρχισε να κατεβαίνει παραπατώντας το κλίτος της στέγης, ερχόμενος προς το μέρος του. Η ταχύτητα και η ορμή του μεγάλωνε σε κάθε βήμα, και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο Κυκλωπιανός έτρεχε χωρίς να ξέρει τι κάνει, τυφλωμένος από πόνο και μανία. Έπεσε πολύ πριν τον πλησιάσει και σύρθηκε μπρούμυτα πάνω στα ξύλινα κεραμίδια.
Εκείνο που έσωσε τον Όλιβερ ήταν το γεγονός ότι οι τρεις Κυκλωπιανοί με τους οποίους ξιφομαχούσε δεν είχαν μάθει ποτέ να πολεμούν συντονισμένα. Τα αργά χτυπήματά τους δεν αλληλοσυμπληρώνονταν, γι’ αυτό ο Όλιβερ είχε περισσότερο την αίσθηση ότι ξιφομαχεί με έναν γρήγορο αντίπαλο με μακριά χέρια παρά με τρεις.
Παρ’ όλα αυτά η θέση του ήταν δύσκολη, και αν είχε ένα προσωρινό πλεονέκτημα, αυτό οφειλόταν μόνο στην αδεξιότητα των Κυκλωπιανών και όχι στη δική του ικανότητα. Ένας από τους μονόφθαλμους όρμησε μπροστά, αλλά τον εμπόδισε ο διπλανός του, που ορμούσε κι αυτός την ίδια στιγμή. Οι δυο κτηνάνθρωποι μπερδεύτηκαν μεταξύ τους, ώσπου ο ένας έπεσε κωλοκαθιστά πάνω στη στέγη. Ο τρίτος ορμούσε κι αυτός με έναν πρόσθιο ξιφισμό, αλλά του τράβηξαν την προσοχή οι σύντροφοί του και γύρισε για να τους κοιτάξει.
Με μια αστραπιαία κίνηση με το μεν-γκος ο Όλιβερ του πέταξε το ξίφος από το χέρι.
«Τι θα κάνεις τώρα;» τον πείραξε. Ο Κυκλωπιανός κοίταξε άναυδος το άδειο του χέρι σαν να τον είχε προδώσει.
Μετά γρύλισε θυμωμένα και εξαπέλυσε μια γροθιά. Ο Όλιβερ, αιφνιδιασμένος, μόλις που πρόλαβε να σκύψει. Είχε υποχρεωθεί να λυγίσει τη μέση του προς τα πίσω, οπότε άρχισε μετά να κουνάει αλαφιασμένα τα χέρια για να ξαναβρεί την ισορροπία του. Καταφέρνοντας να ισορροπήσει πάλι, χτύπησε διαγώνια με το μεν-γκος αναγκάζοντας τον Κυκλωπιανό που ερχόταν κατά πάνω του να σταματήσει την τελευταία στιγμή.
«Ήταν ανάγκη να ρωτήσω;» είπε ο Όλιβερ στον εαυτό του.
Το λάθος του είχε δώσει το πλεονέκτημα πάλι στους μονόφθαλμους, που έστεκαν τώρα και οι τρεις μπροστά του όρθιοι και ξεμπερδεμένοι. Εκείνος που είχε χάσει το ξίφος του χαμογέλασε άγρια βγάζοντας ένα μακρύ, καμπυλωτό μαχαίρι.
Ο Όλιβερ άρχισε πάλι να υποχωρεί. «Δεν πάμε καθόλου καλά», παραδέχτηκε με έναν βαθύ στεναγμό.
Ο ένας από τους Κυκλωπιανούς όρμησε πάλι, αλλά ο Όλιβερ απέκρουσε την επίθεση με το ξίφος του. Αμέσως μετά, όμως, ο Όλιβερ είδε έκπληκτος τον κτηνάνθρωπο να συνεχίζει άτσαλα την πορεία του προς τα εμπρός και να πέφτει από τη στέγη. Καθώς περνούσε μπροστά του, ο Όλιβερ διέκρινε ένα βέλος καρφωμένο στην πλάτη του. Κοίταξε πίσω από τους Κυκλωπιανούς και είδε τον Λούθιεν να περνά τρέχοντας την κορυφή της στέγης με το τόξο στο χέρι κι ετοιμάζοντας άλλο ένα βέλος.
«Τον αγαπάω αυτό τον άνθρωπο», είπε αναστενάζοντας ο Όλιβερ.
Στο μεταξύ, ένας από τους Κυκλωπιανούς έτρεξε να σταματήσει τον Λούθιεν πριν προλάβει να ρίξει κι άλλο βέλος.
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε φιλικά, αφήνοντας το τόξο πάνω στη στέγη και βγάζοντας το ξίφος του. Ο Κυκλωπιανός πλησίασε από ένα σημείο της στέγης λίγο πιο χαμηλά από τον Λούθιεν, ο οποίος ύψωσε το ξίφος του και το κατέβασε διαγώνια πάνω στο σπαθί του αντιπάλου του.
Στη συνέχεια ο Λούθιεν γύρισε πάλι το ξίφος του προς τα πάνω, έτσι που η αιχμή του κινήθηκε προς τα εμπρός και τραυμάτισε τον Κυκλωπιανό στο μάγουλο. Ο μονόφθαλμος ανέβασε κι αυτός το δικό του ξίφος σημαδεύοντας πεισματικά το στήθος του αντιπάλου του.
Πιο γρήγορος όμως ο Λούθιεν κατέβασε πάλι το ξίφος του κι απέκρουσε την επίθεση του μονόφθαλμου, αυτήν τη φορά διαγράφοντας μια κυκλική τροχιά κάτω από το χέρι του αντιπάλου του και απωθώντας του το σπαθί στο πλάι. Ταυτόχρονα γύρισε τον καρπό του και ίσιωσε ξαφνικά τον αγκώνα, τινάζοντας το ξίφος του μπροστά και καρφώνοντας τον αντίπαλό του στο στήθος.
Ο Κυκλωπιανός έκανε μια γκριμάτσα καθώς οπισθοχωρούσε. Το ξίφος του Λούθιεν βγήκε από το στήθος του. Ο κτηνάνθρωπος κοίταξε το τραύμα, κατάφερε να σηκώσει το χέρι του και να αισθανθεί το ζεστό αίμα, αλλά μετά σωριάστηκε μπρούμυτα στη στέγη.
Ο μονόφθαλμος που συνέχιζε να μονομαχεί με τον Όλιβερ έχοντας μόνο εκείνο το καμπυλωτό μαχαίρι, χτυπούσε λυσσασμένα για να μην αφήσει στον μικρόσωμο άνδρα το περιθώριο να επιτεθεί. Χτυπούσε δεξιά, αριστερά και διαγώνια, ενώ ο Όλιβερ αναγκαζόταν να πηδά προς τα πίσω ρουφώντας το πεταχτό στομάχι του καθώς περνούσε από κοντά η λεπίδα. Ο χάφλινγκ είχε το ξίφος του απλωμένο μπροστά, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τον Κυκλωπιανό σε κάποια απόσταση, πετώντας του απανωτές προσβολές για να τον θυμώσει ακόμη περισσότερο, ώσπου να κάνει κάποιο λάθος.
«Κακώς σας φωνάζουν μονόφθαλμους», είπε ο Όλιβερ γελώντας. «εγώ ξέρω ότι οι Κυκλωπιανοί έχουν δύο μάτια, και το πιο όμορφο από τα δύο είναι το καφέ μάτι που έχουν στον πισινό τους!»
Ο Κυκλωπιανός ούρλιαξε με μανία. Σήκωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι και κατέβασε το μαχαίρι προς τα κάτω σαν να σκόπευε να κόψει τον Όλιβερ στη μέση. Ο χάφλινγκ ρίχτηκε μπροστά του σηκώνοντας τα όπλα του σταυρωτά πάνω από το κεφάλι του και σταματώντας το χτύπημα, αν και τα μικρά του πόδια σχεδόν λύγισαν από τη δύναμη του μονόφθαλμου.
Μετά, ο ανθρωπάκος γύρισε ξαφνικά την πλάτη προς τον αντίπαλό του, ο οποίος αναγκάστηκε να τεντώσει ακόμη περισσότερο το χέρι του γέρνοντας προς τα εμπρός. Πριν προλάβει να αντιδράσει, ο Όλιβερ έπιασε το μεν-γκος ανάποδα, σαν μαχαίρι, κάνοντας αμέσως μια κυκλική κίνηση προς τα πίσω και πάνω, προς τη γενική κατεύθυνση των βουβώνων του Κυκλωπιανού.
Αυτός σηκώθηκε στις μύτες στριγγλίζοντας για να αποφύγει το χτύπημα, μα τότε ο Όλιβερ έγειρε προς τα πίσω ρίχνοντας το βάρος του στα πόδια του αντιπάλου του.
Ο Κυκλωπιανός βρέθηκε ξαφνικά στον αέρα εξώ από τη στέγη, γύρισε μισή τούμπα και βρόντησε ανάσκελα στο λιθόστρωτο, όπου έμεινε εντελώς ακίνητος.
«Δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα», του φώναξε ο Όλιβερ. «Αφού είσαι εκεί κάτω, μπορεί να βρεις και το ξίφος σου!»
«Έρχονται κι άλλοι», είπε ο Λούθιεν πλησιάζοντας τον φίλο του, που ήταν τώρα πάλι δίπλα στον σάκο με τα λάφυρα. Ξαφνικά τον είδε να χώνει το χέρι στον σάκο, να βγάζει ένα πιάτο και να το εκτοξεύει σαν δίσκο προς την κορυφή της στέγης. Ο Λούθιεν γύρισε και είδε το περιστρεφόμενο πιάτο να σπάζει πάνω στη μύτη ενός Κυκλωπιανού, ο οποίος μόλις είχε ξεπροβάλει το κεφάλι του.
Γύρισε και κοίταξε έκπληκτος τον Όλιβερ.
«Ήταν πανάκριβη βολή», παραδέχτηκε αυτός σηκώνοντας τους ώμους.
Άρχισαν να τρέχουν πάνω στις ανώμαλες στέγες και, αφού έφτασαν στο τέλος των σπιτιών, κατέβηκαν στον δρόμο. Είδαν Κυκλωπιανούς να τους κυνηγούν. Ήταν πάρα πολλοί και σε λίγο βρέθηκαν περικυκλωμένοι.
Ο Όλιβερ πήγε να χωθεί σε μια εσοχή, αλλά ο Λούθιεν τον σταμάτησε. «Θα κοιτάξουν εκεί μέσα», είπε και κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο πιο πέρα από την είσοδο της σκοτεινής εσοχής.
Ο Όλιβερ, ακούγοντας τους Κυκλωπιανούς να στρίβουν στη γωνία, χώθηκε αμέσως κάτω από τις πτυχές του μανδύα.
Όπως είχε προβλέψει ο Λούθιεν, οι κτηνάνθρωποι έψαξαν όλες τις εσοχές του δρόμου. Μετά, πολλοί συνέχισαν να τρέχουν γκρινιάζοντας, ενώ μερικοί άλλοι άρχισαν να ψάχνουν στα σπίτια και τα μαγαζιά τριγύρω. Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να βρουν οι δυο σύντροφοι την ευκαιρία να τρέξουν πάλι, και βλαστήμησαν όταν είδαν ότι ο ορίζοντας είχε αρχίσει ήδη να φωτίζει στα ανατολικά, καθώς πλησίαζαν τα χαράματα Γρήγορα οι Κυκλωπιανοί βρέθηκαν πάλι πίσω τους, ιδιαίτερα ένας μεγαλόσωμος και γρήγορος μονόφθαλμος που τους ακολουθούσε χωρίς δυσκολία. Είχε φωτίσει αρκετά, γι’ αυτό δεν μπορούσαν πια να σταματήσουν και να προσπαθήσουν να κρυφτούν ξανά. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο απελπιστική καθώς ο πεισματάρης Κυκλωπιανός φώναζε οδηγίες και εντολές στους συντρόφους του που έτρεχαν πίσω του, αλλά και στους διπλανούς δρόμους, προσπαθώντας να εμποδίσουν τη διαφυγή στους δυο φίλους.
«Γύρνα και ρίξ’ του! Γύρνα και ρίξ’ του!» φώναξε ο Όλιβερ, που ήταν πολύ λαχανιασμένος και αγανακτισμένος. Ο Λούθιεν βρήκε καλή τη σκέψη του, μόνο που δεν είχε τον χρόνο να στραφεί και να σημαδέψει.
Ξαφνικά είδαν μπροστά τους το εσωτερικό τείχος από το οποίο τους χώριζε η πλατεία Μόρκνεϊ. Ήταν ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος με ένα τεράστιο σιντριβάνι στη μέση, γύρω από τον οποίο υπήρχαν μερικές καλές ταβέρνες και πολλά μαγαζιά τεχνιτών. Η πλατεία πρόβαλε ήσυχη και άδεια μέσα στο φως της αυγής. Υπήρχε μόνο ένας νάνος που σκάλιζε κάποιο σχέδιο στο νεοφτιαγμένο σιντριβάνι και μερικοί έμποροι, οι οποίοι σκούπιζαν τον δρόμο μπροστά στα μαγαζιά τους ή έστηναν πάγκους με φρούτα και ψάρια.
Οι δυο φίλοι πέρασαν δίπλα από τον νάνο και ο Όλιβερ τον χαιρέτησε αγγίζοντας το μπορ του καπέλου του.
Ο μεγαλόσωμος Κυκλωπιανός βγήκε τρέχοντας στην πλατεία και ούρλιαξε από χαρά, γιατί ήταν σίγουρος ότι θα έπιανε τουλάχιστον τον μικρόσωμο κλέφτη πριν προλάβει να περάσει το τείχος.
Ο μονόφθαλμος ήταν τόσο συγκεντρωμένος στους δύο κλέφτες που έτρεχαν μπροστά του ώστε δεν αντιλήφθηκε το βαρύ, ιπτάμενο σφυρί του νάνου — το μόνο που είδε ήταν τα αστεράκια που εμφανίστηκαν ξαφνικά πίσω από το κλειστό του βλέφαρο.
Ο Όλιβερ γύρισε και κοίταξε πίσω, ενώ ταυτόχρονα έπιασε τον Λούθιεν κάνοντάς του νόημα να κοιτάξει κι αυτός. Ευχαρίστησαν τον νάνο με ένα νεύμα, αλλά αυτός δεν αντέδρασε, απλώς μάζεψε υπομονετικά το σφυρί (που το είχε δεμένο στο χέρι του με ένα μακρύ σχοινί) και συνέχισε τη δουλειά του πριν ξεχυθούν στην πλατεία οι άλλοι Κυκλωπιανοί.
Όταν έφτασαν στο σπίτι τους, είχε φέξει πια για τα καλά. Ο Λούθιεν γκρίνιαζε αρκετή ώρα για τον κίνδυνο που διέτρεξαν, ενώ από την πλευρά του ο Όλιβερ μουρμούριζε ψάχνοντας στον σάκο, και γκρίνιαζε επειδή είχαν σπάσει πολλά πιάτα και ποτήρια στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε κατάπληκτος. «Κινδυνεύαμε να μας πιάσουν κι εσύ είχες τον νου σου να κλέψεις;»
Ο Όλιβερ σήκωσε το κεφάλι από τον σάκο και χαμογέλασε στον Λούθιεν. «Μα αυτό ακριβώς δεν είναι που τροφοδοτεί την έξαψη και το θάρρος;» είπε, συνεχίζοντας να εξετάζει τα λάφυρα της βραδιάς. Το πρόσωπό του σκυθρώπιασε πάλι καθώς έβγαλε από τον σάκο ένα ακόμη σπασμένο πιάτο.
Αμέσως μετά όμως χαμογέλασε πλατιά, και ο Λούθιεν τον κοίταξε με περιέργεια καθώς ο φίλος του έβαζε το χέρι του βαθιά μέσα στον σάκο.
Ο Όλιβερ του έκλεισε το μάτι κι έβγαλε από μέσα το αγαλματάκι του πολεμιστή χάφλινγκ.