Λίγο αργότερα μπήκε στην αίθουσα ακροάσεων του αρχοντικού του Γκάχρις Μπέντγουιρ ένας στρατιώτης Κυκλωπιανός με το σύμβολο του Μόντφορτ στην ασπίδα του: το λυγισμένο χέρι με την αξίνα του μεταλλωρύχου. Η αίθουσα ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο με πολλά άνετα καθίσματα και τεράστιο τζάκι.
«Ο υποκόμης Όμπρεϊ», άρχισε ο μονόφθαλμος κήρυκας, «εξάδελφος του δούκα Μόρκνεϊ του Μόντφορτ, έκτος εκ των οκτώ, τέταρτος κατά σειρά…» Και έτσι συνεχίστηκε το πράγμα για αρκετά λεπτά, με τον Κυκλωπιανό να απεραντολογεί για ασήμαντες μικρολεπτομέρειες του γενεαλογικού δέντρου του υποκόμη, για τα γενναία κατορθώματά του (που παρά την παραφουσκωμένη εξιστόρησή τους δεν φαίνονταν τόσο εκπληκτικά στον Γκάχρις, ο οποίος ζούσε στη τραχιά γη του Μπέντγουιντριν εδώ και πάνω από εξήντα χρόνια) καθώς και για τις πράξεις γενναιοδωρίας και ηρωισμού του αφεντικού του.
Υποκόμης… σκέφτηκε ο Γκάχρις. Στο Εριαντόρ, ένας στους τέσσερις, σχεδόν, διεκδικούσαν τον τίτλο του υποκόμη ή του βαρόνου.
«…και ο συνταξιδιώτης του, βαρόνος Γουίλμον», συνέχισε ο Κυκλωπιανός, ενώ ο Γκάχρις αναστέναζε βαθιά βλέποντας να υπογραμμίζεται η προηγούμενη σκέψη του. Ευτυχώς, η παρουσίαση του Γουίλμον δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο του Όμπρεϊ. Όσο για τις γυναίκες που τους συνόδευαν, ο Κυκλωπιανός ανέφερε μόνο τα ονόματά τους: «Η αρχόντισσα Ελένια και η αρχόντισσα Αβονίζ».
«Έλεν και Άβον», μουρμούρισε ο Γκάχρις, διαπιστώνοντας για άλλη μια φορά το επίπεδο επιτήδευσης στο οποίο είχαν ξεπέσει οι προσγειωμένοι συνήθως κάτοικοι του Άβον.
Ο υποκόμης και η ακολουθία του μπήκαν στην αίθουσα. Ο Όμπρεϊ ήταν ένας σχολαστικά περιποιημένος άντρας με γκρίζα μαλλιά γύρω στα σαράντα πέντε, ο Γουίλμον ένας κομψευόμενος και κορδωμένος τύπος γύρω στα είκοσι πέντε. Φορούσαν και οι δύο όπλα πολεμιστών, ξίφος και στιλέτο, αλλά όταν έκαναν χειραψία με τον Γκάχρις δεν αισθάνθηκε κάλους στα χέρια τους, ενώ το σφίξιμό τους έδειχνε ότι μάλλον δεν θα μπορούσαν καν να χειριστούν ένα βαρύ ξίφος. Οι κυρίες ήταν ακόμη χειρότερες, δυο βαμμένα και παρφουμαρισμένα πλάσματα με επικίνδυνες καμπύλες, κολλητά, μεταξωτά φορέματα κι άφθονα κοσμήματα που κουδούνιζαν σε κάθε τους σαγηνευτική κίνηση. Η Αβονίζ σίγουρα ήταν πενήντα τουλάχιστον χρονών, και όση μπογιά κι αν έβαζε δεν μπορούσε να κρύψει τα αναπόφευκτα σημάδια της ηλικίας της.
Πάσχιζε όμως να το κάνει, και μάλιστα πολύ, πράγμα που έκανε τον Γκάχρις να σκεφτεί ότι η γυναίκα παρουσίαζε αξιολύπητο θέαμα.
«Υποκόμη Όμπρεϊ», είπε ευγενικά, με ένα πλατύ χαμόγελο. «Είναι τιμή μας να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του σεβαστού μας δούκα».
«Πραγματικά», απάντησε ο Όμπρεϊ δείχνοντας μάλλον ότι πλήττει.
«Μπορώ να ρωτήσω τι έφερε τέτοιους εκλεκτούς καλεσμένους τόσο βόρεια;»
«Δεν…», άρχισε ο Όμπρεϊ, αλλά η Αβονίζ τον διέκοψε, αφήνοντας το μπράτσο του για να πιάσει αγκαζέ τον οικοδεσπότη της.
«Είμαστε σε διακοπές, φυσικά!» είπε, τραυλίζοντας λιγάκι. Η ανάσα της μύριζε κρασί.
«Ερχόμαστε από το νησί Μάρβις», πρόσθεσε η Ελένια. «Μας είχαν πληροφορήσει ότι κανείς στον βορρά δεν μπορεί να συναγωνιστεί τα συμπόσια του κόμη του Μάρβις, και δεν απογοητευτήκαμε».
«Ναι, έχουν θαυμάσια κρασιά!» πρόσθεσε η Αβονίζ.
Ο Όμπρεϊ φαινόταν να έχει βαρεθεί τη συζήτηση όσο κι ο Γκάχρις, ενώ ο Γουίλμον ήταν εντελώς απορροφημένος με μια ενοχλητική παρανυχίδα στο δάχτυλό του και δεν έδινε σημασία στην ομήγυρη.
«Ο κόμης του Μάρβις έχει αποκτήσει επάξια τη φήμη του εξαιρετικού οικοδεσπότη», είπε ο Γκάχρις με ειλικρίνεια, γιατί ο Μπρους Ντάρτζες ήταν αγαπημένος φίλος του, θύμα κι αυτός της ζοφερής τυραννίας του μάγου-βασιλιά.
«Δεν θα έλεγα εξαιρετικός, μάλλον υποφερτός», τον διόρθωσε ο Όμπρεϊ. «Και φαντάζομαι ότι κι εσύ θα θες να μας σερβίρεις τη φημισμένη σας πρασόσουπα και, ίσως, κανένα αρνίσιο μπούτι.
Ο Γκάχρις πήγε να απαντήσει, αλλά δεν βρήκε τι να πει. Αυτά τα δύο φαγητά, καθώς και τα άφθονα ψάρια, ήταν όντως η κύρια διατροφή στα νησιά.
»Τη σιχαίνομαι την πρασόσουπα», συνέχισε ο Όμπρεϊ. «Ευτυχώς όμως έχουμε αρκετές προμήθειες στο πλοίο μας κι ούτε θα μείνουμε πολύ».
Ο Γκάχρις τον κοίταξε μπερδεμένος, ενώ αυτή η ειλικρινής έκφραση έκρυβε την ξαφνική του ανακούφιση.
«Μα νόμιζα…» άρχισε να λέει, προσπαθώντας να δώσει έναν πειστικά θλιμμένο τόνο στη φωνή του.
«Έχω αργήσει ήδη για τη συνάντησή μου με τον Μόρκνεϊ», είπε υπεροπτικά ο Όμπρεϊ. «Θα είχα παρακάμψει εντελώς αυτό το καταθλιπτικό νησάκι, αν δεν έβρισκα τόσο ανεπαρκή την αρένα του κόμη του Μάρβις. Είχα ακούσει ότι στα νησιά υπάρχουν μερικοί από τους καλύτερους πολεμιστές σε όλο το Εριαντόρ, μπορώ να πω όμως ότι ακόμη και ένας μισοανάπηρος νάνος από τα βαθύτερα ορυχεία του Μόντφορτ θα μπορούσε εύκολα να νικήσει όλους τους πολεμιστές που είχαμε την υπομονή να δούμε στο νησί Μάρβις.
Ο Γκάχρις δεν μίλησε — σκεφτόταν ότι αν κάποιος σαν τον Όμπρεϊ χαρακτήριζε το Μπέντγουιντριν “καταθλιπτικό νησάκι” την παλιά εποχή, θα του έκοβαν τη γλώσσα.
»Ελπίζω οι δικοί σας πολεμιστές να τα καταφέρουν καλύτερα», κατέληξε ο Όμπρεϊ.
Η Αβονίζ έσφιξε δυνατά το μπράτσο του Γκάχρις — προφανώς της άρεσαν οι σκληροί μυς που έπιανε. «Οι πολεμιστές με εμπνέουν πολύ», ψιθύρισε στο αντί του κόμη.
Ο Γκάχρις δεν περίμενε ότι θα του ζητούσαν πρωινιάτικα μονομαχία στην αρένα, πάντως τη δέχτηκε ευχαρίστως. Μπορεί ο υποκόμης να ευχαριστιόταν με το θέαμα και να έφευγε πριν το μεσημέρι, απαλλάσσοντας τον Γκάχρις από την υποχρέωση να τους κάνει το τραπέζι, είτε με αρνάκι είτε με πρασόσουπα!
«Θα αναλάβω προσωπικά το θέμα», είπε ο Γκάχρις στον Όμπρεϊ, και απελευθερώθηκε από τα νύχια της Αβονίζ καθώς μιλούσε. «Οι ακόλουθοί μας θα σας δείξουν πού μπορείτε να φρεσκαριστείτε, για να ξεκουραστείτε από το μακρύ σας ταξίδι. Θα επιστρέψω σε μερικά λεπτά».
Γύρισε και απομακρύνθηκε με γρήγορο βήμα στον πετρόχτιστο διάδρομο του μεγάλου αρχοντικού. Βρήκε τον Λούθιεν λίγο πιο κάτω φρεσκοπλυμένο και ντυμένο με καλά ρούχα μετά την πρωινή προπόνηση.
«Πήγαινε να αλλάξεις πάλι», του είπε ο Γκάχρις. «Ήλθαν να δουν μονομαχίες και τίποτα παραπάνω».
«Και θα μονομαχήσω εγώ;»
«Υπάρχει κανένας καλύτερος;» ρώτησε ο κόμης. Χτύπησε τον Λούθιεν δυνατά στον ώμο και τον οδήγησε πίσω, εκεί απ’ όπου είχε έλθει. «Κανόνισε να γίνουν δύο μονομαχίες πριν από σένα — τουλάχιστον από ένας Κυκλωπιανός στην καθεμία». Ο Γκάχρις σταμάτησε και συνοφρυώθηκε. «Ποιος είναι ο καλύτερος, για να μονομαχήσεις μαζί του;» ρώτησε.
«Μάλλον ο Ίθαν», απάντησε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό, αλλά ο Γκάχρις κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Ίθαν δεν μονομαχούσε πια στην αρένα και, σίγουρα, δεν θα το έκανε για να ψυχαγωγήσει τέτοιους επισκέπτες.
«Ο Γκαρθ Ρόγκαρ, τότε», είπε ο Λούθιεν, αναφερόμενος σε έναν γιγαντόσωμο, βάρβαρο πολεμιστή. «Είναι σε εξαιρετική φόρμα τελευταία».
«Θα τον νικήσεις όμως;
Ο Λούθιεν φάνηκε να θίγεται από την ερώτηση.
»Και βέβαια θα τον νικήσεις». Ο Γκάχρις απάντησε μόνος του στην ερώτησή του, καταλαβαίνοντας ότι ήταν ανοησία του που ρώτησε. «Σε παρακαλώ, όμως, φρόντισε να είναι καλή η μονομαχία. Είναι σημαντικό για το Μπέντγουιντριν και για σένα, γιε μου, να σε επαινέσουν στον δούκα του Μόντφορτ».
Ο Λούθιεν γύρισε και απομακρύνθηκε τρέχοντας, γεμάτος σιγουριά και ειλικρινή προθυμία να ευχαριστήσει τον πατέρα του και τους ευγενείς επισκέπτες.
«Πόσο θα ντραπεί ο Λούθιεν όταν πέσει μπροστά στον πατέρα του και στους επίσημους καλεσμένους του!» φώναξε ο γιγαντόσωμος Ρόγκαρ προκαλώντας τα επιδοκιμαστικά γέλια πολλών άλλων πολεμιστών. Ήταν καθισμένοι στους ισόγειους θαλάμους δίπλα στις στοές που οδηγούσαν στην αρένα, δοκιμάζοντας τα όπλα τους όσο περίμεναν να τους καλέσουν.
«Να ντραπώ;» απάντησε ο νεαρός Μπέντγουιρ με ένα προσποιητά κατάπληκτο ύφος. «Δεν υπάρχει ντροπή στη νίκη, Γκαρθ Ρόγκαρ».
Ένα γενικευμένο, ειρωνικό μουγκρητό απλώθηκε στον θάλαμο, καθώς έμπαιναν και οι άλλοι πολεμιστές στο πειρακτικό πνεύμα του διαλόγου.
Ο πελώριος Ρόγκαρ, που ήταν τουλάχιστον τριάντα πόντους ψηλότερος από τον Λούθιεν, με μπράτσα χοντρά όσο οι μηροί του νεαρού, πέταξε κάτω την ακονόπετρα που κρατούσε και σηκώθηκε αργά. Με δυο δρασκελιές έφτασε στον καθισμένο ακόμη Μπέντγουιρ, που χρειάστηκε να σηκώσει το κεφάλι του κάθετα σχεδόν στο σώμα του για να δει το σκυθρωπό πρόσωπο του αντιπάλου του.
«Σήμερα θα πέσεις», του υποσχέθηκε ο βάρβαρος. Άρχισε να στρέφεται αργά, ενώ συνέχιζε να κοιτάζει βλοσυρός τον Λούθιεν. Μέσα στον θάλαμο είχε απλωθεί σιωπή.
Ο νεαρός σήκωσε το ξίφος του και χτύπησε τον Ρόγκαρ στον πισινό, με το πλατύ μέρος της λάμας. Όλοι ξέσπασαν σε γέλια, μαζί και ο Γκαρθ Ρόγκαρ. Ο πανύψηλος βάρβαρος γύρισε και προσποιήθηκε ότι ετοιμάζεται να του ορμήσει, αλλά ο Λούθιεν, με μια κίνηση τόσο γρήγορη που δεν την έπιανε το μάτι, τον σταμάτησε προτείνοντας το ξίφος.
Ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους αυτοί οι νεαροί πολεμιστές, με εξαίρεση μερικούς Κυκλωπιανούς που κάθονταν σε μια μακρινή γωνία και παρακολουθούσαν περιφρονητικά τα πειράγματα των ανθρώπων. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ ήταν ο μόνος που δεν ήταν γεννημένος στο Μπέντγουιντριν. Είχε φτάσει στο λιμάνι της Νταν Βάρνα πριν από τέσσερα χρόνια, πιασμένος πάνω στα απομεινάρια ενός ναυαγίου. Ο νεαρός βάρβαρος ήταν τότε σε εφηβική ηλικία, και οι νησιώτες τον περιμάζεψαν και του φέρθηκαν καλά. Τώρα μάθαινε να πολεμά, όπως κι όλοι οι νέοι του Μπέντγουιντριν. Ήταν όλα ένα παιχνίδι για αυτούς τους νεαρούς μασκαράδες, αλλά ένα πολύ σοβαρό παιχνίδι. Ακόμη και σε εποχές ειρήνης όπως αυτή που ζούσαν από τη γέννησή τους ως τώρα, οι ληστές ήταν συχνό πρόβλημα ενώ μερικές φορές έβγαιναν τέρατα από τα βάθη της Θάλασσας του Ντόρσαλ.
«Θα σου κόψω τα χείλια σήμερα», είπε ο Γκαρθ στον Λούθιεν, «κι έτσι δεν θα ξαναφιλήσεις ποτέ την Κατρίν Ο’ Χέιλ».
Τα γέλια έπαψαν αμέσως. Η Κατρίν δεν ανεχόταν προσβολές. Καταγόταν από την απέναντι πλευρά του Μπέντγουιντριν και είχε μεγαλώσει ανάμεσα στους ψαράδες, που αψηφούσαν ακόμα και τα πιο επικίνδυνα νερά της ανοιχτής Θάλασσας του Άβον. Ήταν πραγματικά σκληροτράχηλοι οι άνθρωποι του Χέιλ, και η Κατρίν θεωρούνταν από τους καλύτερους πολεμιστές ανάμεσά τους. Ένας δερμάτινος σάκος εκτοξεύτηκε από την άλλη μεριά του θαλάμου και χτύπησε τον πελώριο βάρβαρο στην πλάτη. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ, γυρίζοντας αστραπιαία, είδε την Κατρίν να τον αγριοκοιτάζει ακουμπώντας τα μυώδη μπράτσα της σταυρωμένα πάνω στο ξίφος, που το κρατούσε με τη μύτη ακουμπισμένη στο πέτρινο δάπεδο.
«Αν το ξαναπείς αυτό, θα σου κόψω κι εγώ κάτι δικό σου», είπε σκυθρωπή η κοκκινομάλλα Κατρίν, με τα πράσινα μάτια της να αστράφτουν επικίνδυνα. «Και τότε τα φιλιά θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα απασχολεί το λιγοστό μυαλό σου».
Ξέσπασαν αμέσως πάλι γέλια ενώ ο Γκαρθ Ρόγκαρ, κόκκινος από ντροπή, κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει έναν τέτοιο πόλεμο προσβολών. Σήκωσε ηττημένος τα χέρια και γύρισε πίσω στη θέση του για να ετοιμάσει τα όπλα του.
Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν ήταν αληθινά, είχαν όμως στομωμένες κόψεις και αιχμές. Πονούσαν και πλήγωναν, αλλά δεν σκότωναν — ή τουλάχιστον δεν σκότωναν συνήθως. Δεν ήταν λίγοι οι πολεμιστές που είχαν ξεψυχίσει στην αρένα, αν και ευτυχώς είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από το τελευταίο τέτοιο επεισόδιο. Οι μονομαχίες ήταν μια αρχαία και απαράβατη παράδοση στο Μπέντγουιντριν και σε όλο το Εριαντόρ, μια παράδοση που, ακόμη και οι πιο πολιτισμένοι, τη θεωρούσαν σημαντική και αναγκαία παρά το πιθανό κόστος σε ζωές. Οι ουλές που αποκτούσαν οι νέοι άντρες και γυναίκες από τα χρόνια της προπόνησης στην αρένα, τους μάθαιναν να σέβονται τα όπλα και τους εχθρούς και τους βοηθούσαν να κατανοήσουν σε βάθος τους συμπολεμιστές, δίπλα στους οποίους θα πολεμούσαν, αν χρειαζόταν. Έκαναν τρία χρόνια υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά πολλοί τη συνέχιζαν τέσσερα χρόνια, ενώ μερικοί, σαν τον Λούθιεν, είχαν κάνει την προπόνηση κύρια ασχολία της ζωής τους.
Ο Λούθιεν είχε μονομαχήσει εκατοντάδες φορές στην αρένα νικώντας όλους τους αντιπάλους του, εκτός από τον πρώτο, τον αδελφό του Ίθαν. Οι δυο τους δεν ξαναμονομάχησαν ποτέ, γιατί ο Ίθαν γρήγορα εγκατέλειψε την αρένα. Μολονότι ο Λούθιεν θα ήθελε να δοκιμάσει και πάλι τις ικανότητές του ενάντια στον αναμφισβήτητα ταλαντούχο αδελφό του, δεν άφηνε την περηφάνια του να σπιλώσει τον ειλικρινή σεβασμό και την αγάπη του για τον Ίθαν. Τώρα ο Λούθιεν ήταν ο καλύτερος πολεμιστής της ομάδας. Η Κατρίν Ο’ Χέιλ ήταν γρήγορη και ευκίνητη σαν γάτα, ο Μπάκουο, ο Κυκλωπιανός, μπορούσε να αντέξει τρομερά χτυπήματα χωρίς να λυγίσει, ενώ ο Γκαρθ Ρόγκαρ ήταν δυνατός πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα όρια. Ο Λούθιεν όμως ήταν πραγματικός πολεμιστής: γρήγορος και δυνατός, ευκίνητος και ικανός, χειριζόταν το όπλο του με εκπληκτική ευχέρεια χτυπώντας και αποκρούοντας με αστραπιαία ταχύτητα. Μπορούσε να αντέξει τα χτυπήματα και να υπομείνει γρυλίζοντας τον πόνο, όμως, παρ’ όλα αυτά, είχε τις λιγότερες ουλές απ’ όλους, αν εξαιρέσει κανείς τους πιο νεαρούς πολεμιστές.
Ήταν ολοκληρωμένος μονομάχος, το καμάρι του ηλικιωμένου πατέρα του, και γι’ αυτό ήταν σήμερα αποφασισμένος να τιμήσει τον Γκάχρις, να φέρει το χαμόγελο στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που χαμογελούσε σπάνια.
Ίσιωσε ένα στομωμένο σημείο στο θαυμάσιο ξίφος του περνώντας την ακονόπετρα από την κόψη με έναν τραγουδιστό ήχο και, μετά, κράτησε το όπλο μπροστά του δοκιμάζοντας το ζύγιασμά του.
Η πρώτη μονομαχία, δύο Κυκλωπιανοί που χτυπούσαν ο ένας τον άλλο στο κεφάλι και στους ώμους με ελαφριά ρόπαλα, είχε αρχίσει ήδη όταν ο Γκάχρις οδήγησε τους τέσσερις επισκέπτες του στις θέσεις των τιμούμενων καλεσμένων, ακριβώς απέναντι από τα τούνελ που έβγαζαν στην κυκλική αρένα. Ο κόμης κάθισε στη θέση του στη μέση και αμέσως η Ελένια με την Αβονίζ έσπευσαν να στριμωχτούν δεξιά κι αριστερά του, η καθεμία με τον συνοδό της από την άλλη πλευρά. Κάτι που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο τη δυσφορία του κόμη ήταν ότι τρεις από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς του Όμπρεϊ στέκονταν ακριβώς πίσω από τους καθισμένους ευγενείς. Ο Γκάχρις πρόσεξε ότι ο ένας ήταν οπλισμένος με βαλλίστρα, κάτι ασυνήθιστο για τους Κυκλωπιανούς. Επειδή είχαν μόνο ένα μάτι, διέθεταν πολύ περιορισμένη αντίληψη της προοπτικής, με αποτέλεσμα να μην τα καταφέρνουν καλά με τα όπλα που ρίχνουν σε απόσταση. Αυτός ο Κυκλωπιανός όμως κρατούσε τη βαλλίστρα με άνεση, και ο Γκάχρις πρόσεξε ότι πάνω στον κεντρικό άξονα του όπλου υπήρχε μια περίεργη διάταξη με αντικριστούς καθρέφτες υπό γωνία.
Ο κόμης αναστέναξε βλέποντας ότι σήμερα είχαν έλθει μόνο μια χούφτα νησιώτες στην αρένα. Είχε την ελπίδα ότι θα συγκεντρωνόταν κόσμος για να παρακολουθήσει τους αγώνες και να ζητωκραυγάζει. Αν είχε χρόνο θα προσπαθούσε να τους μαζέψει, τώρα όμως ήταν αδύνατο.
Στο μεταξύ, ο Όμπρεϊ φαινόταν ανυπόμονος. Ο υποκόμης είχε έλθει μόνο και μόνο για να σταματήσει τη γκρίνια της η συνοδός του, η ενοχλητική Αβονίζ.
«Κυκλωπιανοί;» παραπονέθηκε η Αβονίζ. «Αν ήθελα να δω Κυκλωπιανούς να μαλώνουν, θα πετούσα απλώς ένα κομμάτι ωμό κρέας ανάμεσά τους, στο πύργο Μόντφορτ!»
Ο Γκάχρις έκανε μια ανεπαίσθητη γκριμάτσα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.
«Σίγουρα θα έχεις να μας προσφέρεις κάτι καλύτερο από δυο Κυκλωπιανούς που κοπανάνε ο ένας τον άλλο, κόμη Μπέντγουιρ», είπε ο Όμπρεϊ, και το βλέμμα που έριξε στον Γκάχρις ήταν ταυτόχρονα ικετευτικό και απειλητικό. «Ο ξαδελφός μου, ο δούκας του Μόντφορτ, θα απογοητευτεί αν μάθει ότι το ταξίδι μου στο νησί σας δεν ήταν ευχάριστο».
«Αυτή είναι μόνο μια προκαταρκτική παράσταση», προσπάθησε να εξηγήσει ο Γκάχρις μέσα σε μια χορωδία από διαμαρτυρίες. Τελικά ο κόμης παράτησε την προσπάθεια να τους πείσει. Έκανε νόημα στον αρενάρχη κι αυτός βγήκε στην αρένα καβάλα στ’ άλογο και σταμάτησε τη μονομαχία, διατάζοντας τους δυο Κυκλωπιανούς να γυρίσουν στο τούνελ. Οι Κυκλωπιανοί έκαναν τη συνηθισμένη υπόκλιση προς το θεωρείο του κόμη πριν κατευθυνθούν προς την έξοδο της σήραγγας. Μέχρι να φτάσουν, είχαν αρχίσει πάλι να χτυπούν ο ένας τον άλλο.
Οι επόμενοι δύο μονομάχοι ήταν η κοκκινομάλλα Κατρίν και μια κοπέλα, επίσης, από την απέναντι πλευρά του νησιού, νεοφερμένη στην αρένα αλλά με γρήγορα ανακλαστικά που υπόσχονταν ότι θα έχει καλή εξέλιξη. Όμως, δεν πρόλαβαν να βγουν από τη σήραγγα και η Αβονίζ με την Ελένια άρχισαν πάλι να διαμαρτύρονται.
Ο Γκάχρις τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν το είχε προβλέψει αυτό. Οι δυο γυναίκες ήταν αναντίρρητα όμορφες, γεμάτες ζωντάνια και υγεία. Όμως, οι στρατιωτικές στολές τους που ήταν σχεδιασμένες έτσι ώστε να τους επιτρέπουν ελευθερία κινήσεων, δεν ήταν και τόσο σεμνές, και αν έκρινε κανείς από την πεινασμένη έκφραση που είχαν πάρει τα πρόσωπα του Όμπρεϊ και του Γουίλμον, ήταν φανερό ότι κι οι δυο τους ανέχονταν πολύ καιρό τις δυο παραβαμμένες “κυρίες”.
«Απαράδεκτο!» φώναξε η Αβονίζ.
«Εγώ θέλω να δω ιδρωμένη αντρική σάρκα», γουργούρισε η Ελένια, ενώ με τα μακριά της νύχια γρατσούνιζε το μπράτσο του Γουίλμον, ματώνοντας τον.
Ο τελευταίος απαίτησε να προχωρήσουν στην επόμενη μονομαχία, ενώ ο Γκάχρις αναρωτιόταν αν φοβόταν την Ελένια ή του άρεσε η επίδραση που είχε “η ιδρωμένη αντρική σάρκα” πάνω στη συνοδό του.
«Είμαστε βιαστικοί», πρόσθεσε κοφτά ο Όμπρεϊ. «Θέλω να δω μια μονομαχία, μία μόνο μονομαχία ανάμεσα στους καλύτερους πολεμιστές που διαθέτει το νησί. Σίγουρα δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβει αυτό ο κόμης του Μπέντγουιντριν!»
Ο Γκάχρις άρχισε να τρέμει κυριολεκτικά και χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του τη θέληση για να μην καρυδώσει τον κοκαλιάρη Όμπρεϊ. Τελικά, έγνεψε καταφατικά πριν κάνει πάλι νόημα στον αρενάρχη να βγουν ο Λούθιεν και ο Γκαρθ Ρόγκαρ.
Ο Ίθαν, καθισμένος στις κλιμακωτές κερκίδες πίσω από το θεωρείο του κόμη, κοίταζε τον εξουθενωμένο πατέρα του και τους ενοχλητικούς καλεσμένους του με ξινισμένα μούτρα.
Οι δύο γυναίκες έβγαλαν ένα ταυτόχρονο γουργουρητό θαυμασμού όταν βγήκαν από το τούνελ ο Λούθιεν και ο Γκαρθ Ρόγκαρ περπατώντας δίπλα-δίπλα και φορώντας μόνο σαντάλια, σιδερόπλεχτα γάντια, ένα πανί γύρω από τη μέση και μια ειδική εξάρτηση με κολάρο και σταυρωτούς ιμάντες που προστάτευε τα ζωτικά μέλη τους.
«Υπάρχει πιο μεγαλόσωμος άνδρας πάνω στη γη;» φώναξε η Ελένια φανερά εντυπωσιασμένη από τον κατάξανθο βάρβαρο.
«Υπάρχει πιο όμορφος άνδρας πάνω στη γη;» απάντησε η Αβονίζ αγριοκοιτάζοντας τη φίλη της. Μετά παρατηρούσε καλύτερα τον Γκάχρις και ξαναστράφηκε απορημένη στον Λούθιεν.
«Ο γιος μου», εξήγησε περήφανα ο κόμης. «Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ. Και ο γίγαντας είναι ένας Χιούγκοθ, που έφτασε στις ακτές μας μετά από κάποιο ναυάγιο όταν ήταν ακόμη έφηβος. Εξαιρετικός πολεμιστής. Δεν θα απογοητευθείς, υποκόμη».
Ήταν φανερό ότι η Αβονίζ και η Ελένια συμφωνούσαν απόλυτα μαζί του. Συνέχισαν να κοιτάζουν επίμονα τους δυο άνδρες και να πετάνε σχόλια η μία στην άλλη υπερασπίζοντας η καθεμία τη δική της επιλογή.
«Ο βάρβαρος θα τον συντρίψει», είπε η Ελένια.
«Αυτά τα μάτια δείχνουν μεγάλη σύνεση, δεν θα πέσουν στις πρωτόγονες παγίδες ενός άγριου», απάντησε η Αβονίζ. Ξαφνικά πετάχτηκε από το κάθισμά της, πήγε στα κάγκελα του θεωρείου και πέταξε στην αρένα ένα εξαιρετικό μαντίλι από καμπρέ.
«Λούθιεν Μπέντγουιρ», φώναξε, «είσαι υπέρμαχός μου! Αν πολεμήσεις καλά, θα δρέψεις τις ανταμοιβές σου!»
Ο Γκάχρις κοίταξε τον Όμπρεϊ άναυδος με την ωμή και προκλητική συμπεριφορά της γυναίκας. Ήταν σίγουρος ότι ο υποκόμης θα έβραζε από θυμό κι όμως, του φάνηκε ότι έδειχνε περισσότερο ανακουφισμένος παρά θυμωμένος.
Η Ελένια, μη θέλοντας να μείνει πίσω, έτρεξε κι αυτή στα κάγκελα και πέταξε το δικό της μαντίλι, φωνάζοντας στον Ρόγκαρ να έλθει να το πάρει για να γίνει υπέρμαχός της.
«Ούτε καν θα λερωθεί», καυχύθηκε ο Λούθιεν.
«Να λερωθεί όχι, απλώς θα ματωθεί», απάντησε ο Γκαρθ Ρόγκαρ προκαλώντας χαχανητά στην Ελένια.
Ο Λούθιεν πρόλαβε γρήγορα τον αντίπαλό του καθώς ο Γκαρθ Ρόγκαρ επέστρεφε στο κέντρο της αρένας. Φόρεσαν και οι δύο τα κράνη τους. «Κι έτσι, τώρα διακυβεύονται πιο πολλά», είπε ο νεαρός Μπέντγουιρ.
«Δε θα έπρεπε να σκέφτεσαι τις απολαύσεις, όταν έχεις αγώνα μπροστά σου», είπε ο Ρόγκαρ και, μόλις ο αρενάρχης χτύπησε τα χέρια του για να αρχίσει ο αγώνας, ο βάρβαρος όρμησε μπροστά σημαδεύοντας με τη μακριά λόγχη του την κοιλιά του Λούθιεν κι αποσκοπώντας σε μια εύκολη νίκη.
Ο Λούθιεν αιφνιδιάστηκε από την τολμηρή επίθεση. Έπεσε στο πλάι και απομακρύνθηκε κυλώντας, παρ’ όλα αυτά όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει μια γρατζουνιά στον γοφό.
Ο Γκαρθ Ρόγκαρ έκανε πίσω και ύψωσε τα χέρια του σαν να είχε νικήσει. «Να που λερώθηκε!» φώναξε δείχνοντας το μαντίλι της Αβονίζ.
Η Ελένια στρίγγλισε από χαρά αδιαφορώντας για το άγριο βλέμμα της Αβονίζ.
Ο Λούθιεν πέρασε στην επίθεση σκυμμένος τόσο χαμηλά ώστε χρειάστηκε να στηριχθεί πάνω στην ασπίδα για να μην πέσει. Το ξίφος του κινήθηκε για να σαρώσει τα πόδια του Γκαρθ, αλλά αυτός πήδησε αμέσως πίσω και το απέφυγε. Ο Λούθιεν συνέχισε την επίθεση ξέροντας ότι αν σταματούσε, ο αντίπαλός του που έστεκε από πάνω του, σίγουρα θα τον σφυροκοπούσε με όλη του την άνεση.
Ήταν γρήγορος, χτυπούσε συνέχεια με το ξίφος από δεξιά κι αριστερά αναγκάζοντας τον Γκαρθ Ρόγκαρ να πηδάει για να το αποφύγει. Τελικά ο Γκαρθ υποχρεώθηκε να κατεβάσει τη λόγχη ίσια κάτω για να εμποδίσει ένα χτύπημα που θα τον έβρισκε στο γόνατο. Αμέσως ο Λούθιεν πετάχτηκε πάνω και, επειδή δεν προλάβαινε να ευθυγραμμίσει πάλι το ξίφος του, χτύπησε δυνατά τον αντίπαλό του στο στήθος και το πρόσωπο με την ασπίδα.
Ο Ρόγκαρ οπισθοχώρησε παραπατώντας, ενώ έτρεχε αίμα από τη μύτη και από τη μια άκρη των χειλιών του, αλλά χαμογελούσε. «Καλή κίνηση!» είπε. Ο Λούθιεν υποκλίθηκε όπως επέβαλε η περίσταση και τότε ο Γκαρθ όρμησε πάλι με ένα μουγκρητό.
Ο Λούθιεν όμως ήταν έτοιμος για εκείνη την αναμενόμενη κίνηση. Το ξίφος του άστραψε παραμερίζοντας τη λόγχη και αμέσως, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, πλησίασε τον Ρόγκαρ και τον χτύπησε πάλι με την ασπίδα, αυτήν τη φορά απλώς με μια λοξή κρούση, χωρίς μεγάλη δύναμη.
Ο Ρόγκαρ αντεπιτέθηκε αμέσως, αγκάλιασε με το ελεύθερο χέρι του τον Λούθιεν και τον χτύπησε δυνατά με το γόνατο στον μηρό. Εκείνος απομακρύνθηκε παραπατώντας και ο Ρόγκαρ εκείνη τη στιγμή είχε τη δυνατότητα να νικήσει, αλλά ο αντίπαλός του ήταν γρήγορος και πεπειραμένος: ένα διαγώνιο χτύπημα με το ξίφος αυλάκωσε το γόνατο του Ρόγκαρ σταματώντας την επίθεση του γίγαντα.
Γύρισαν πάλι αντιμέτωποι και όρμησαν ξανά, πολεμώντας όλο περηφάνια και αγάπη για την τέχνη της μονομαχίας. Ξίφος και λόγχη διασταυρώνονταν και αλληλοαποκρούονταν. Ο Λούθιεν έκανε συνεχείς επιθέσεις με την ασπίδα ενώ ο Ρόγκαρ απαντούσε με την τεράστια γροθιά του.
Ο Γκάχρις δεν είχε ξαναδεί τον γιο του και, ακόμη περισσότερο τον Γκαρθ Ρόγκαρ, να πολεμούν καλύτερα. Χαμογελούσε πλατιά γεμάτος περηφάνια, γιατί και ο Γουίλμον και ο Όμπρεϊ είχαν απορροφηθεί εντελώς από τη μονομαχία ζητωκραυγάζοντας σε κάθε επιδέξια επίθεση ή κάθε απόκρουση της τελευταίας στιγμής. Όμως οι φωνές των ανδρών δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις στριγγλιές των γυναικών, καθώς η Αβονίζ και η Ελένια παρότρυναν τους μαχητές τους. Οι γυναίκες δεν ήξεραν πολλά πράγματα από μονομαχίες, γι’ αυτό πολλές φορές νόμιζαν ότι η σύγκρουση είχε τελειώσει, ότι ο ένας από τους δύο αντιπάλους είχε κερδίσει ένα ακατανίκητο πλεονέκτημα.
Όμως οι δύο μονομάχοι ήταν ισάξιοι και καλά εκπαιδευμένοι. Ήταν πάντα έτοιμοι να αποκρούσουν με την άμυνά τους τις επιθέσεις του αντιπάλου.
Ο Γκαρθ Ρόγκαρ επιχείρησε έναν λογχισμό και, καθώς ο Λούθιεν απέκρουε με το ξίφος του, ο Ρόγκαρ απροσδόκητα ύψωσε το όπλο του με δύναμη προς τα πάνω παρασύροντας ψηλά και το ξίφος του αντιπάλου του. Χωρίς να σπάσει την ορμή της επίθεσής του, ο Γκαρθ σήκωσε το πόδι και εξαπέλυσε μια δυνατή, εύστοχη κλοτσιά, που βρήκε τον Λούθιεν στην κοιλιά. Ο νεαρός διπλώθηκε στα δύο και άρχισε να αγκομαχάει προσπαθώντας να πάρει ανάσα.
Η ασπίδα του Λούθιεν υψώθηκε την τελευταία στιγμή για να σταματήσει τη λαβή της λόγχης που κατευθυνόταν προς το κεφάλι του, αλλά παρευθύς δέχτηκε άλλη μια κλοτσιά, αυτή τη φορά στον μηρό, πράγμα που τον ανάγκασε ν’ απομακρυνθεί κατρακυλώντας.
«Α, τι καλά!» φώναξε η Ελένια και, εκείνη τη στιγμή, πρόσεξε ο Γκάχρις τα άγρια βλέμματα που της έριχνε η Αβονίζ. Τότε άρχισε να καταλαβαίνει ότι μπορεί να προμηνύονταν προβλήματα.
Ο Γκαρθ Ρόγκαρ έσπευσε να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα και όρμησε μουγκρίζοντας στον λαχανιασμένο αντίπαλό του.
Ο Λούθιεν ύψωσε την ασπίδα αποκρούοντας τη λόγχη, ενώ ταυτόχρονα, σκύβοντας χαμηλά, εξαπέλυσε ένα χτύπημα με το ξίφος που βρήκε τον Ρόγκαρ στο χέρι. Χάρη στο σιδερόπλεχτο γάντι δεν έχασε τα δάχτυλά του, όμως ούρλιαξε από πόνο και αναγκάστηκε να πιάσει τη λόγχη με το άλλο χέρι.
Ο Λούθιεν συνέχισε την επίθεση κρατώντας την ασπίδα του μπροστά καθώς εφορμούσε, ώστε να μην μπορέσει ο Γκαρθ να πάρει φόρα με τη λόγχη για να αποκρούσει τα χτυπήματά του. Το ξίφος βρήκε με δύναμη τον Ρόγκαρ στη δερμάτινη εξάρτηση. Αυτός μόρφασε από πόνο, αλλά δεν έχασε την αυτοσυγκέντρωσή του και, καθώς ο Λούθιεν έφερνε το ξίφος του πάλι πίσω κι ετοιμαζόταν να του καταφέρει ένα δεύτερο χτύπημα, ο γίγαντας έπιασε τη λεπίδα με το γαντοφορεμένο χέρι του.
Ο Λούθιεν τον έσπρωξε μπροστά και ο Γκαρθ τέντωσε πίσω το πόδι του για να αντισταθεί στην πίεση — αυτό ακριβώς που περίμενε ο νεαρός Μπέντγουιρ, ο οποίος σταμάτησε κι έκανε ξαφνικά πίσω, οπότε η δύναμη που έβαζε ο Γκαρθ για να του αντισταθεί τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Ο Λούθιεν λύγισε το κορμί του και έπεσε επιδέξια με την πλάτη στο έδαφος, βάζοντας ταυτόχρονα τα πόδια του στην κοιλιά του Γκαρθ καθώς εκείνος έπεφτε από πάνω του.
«Ναι, πέταξέ τον!» φώναξε η Αβονίζ, και αυτό ακριβώς έκανε ο Λούθιεν σπρώχνοντας δυνατά με τα δύο πόδια. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ έκανε μισή τούμπα στον αέρα πριν προσγειωθεί βαριά με την πλάτη.
Οι δύο αντίπαλοι πετάχτηκαν αμέσως πάνω με τα όπλα στο χέρι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με γνήσιο σεβασμό. Ήταν κουρασμένοι και μωλωπισμένοι, ήξεραν και οι δύο ότι την άλλη μέρα θα πονούσαν παντού, αλλά δεν τους ένοιαζε, ήθελαν μόνο να επιδείξουν την καλύτερη δυνατή μονομαχία.
Τώρα ήταν η σειρά της Ελένια να αγριοκοιτάξει την Αβονίζ. «Τσάκισέ τον!» φώναξε στον Γκαρθ Ρόγκαρ τόσο δυνατά ώστε η φωνή της έκοψε για μια στιγμή όλες τις άλλες κραυγές στην αρένα, και όλα τα μάτια γύρισαν σ’ αυτή, μαζί και του Λούθιεν και του Γκαρθ Ρόγκαρ.
«Φαίνεται ότι απόχτησες καινούρια φίλη», είπε ο Λούθιεν στον Γκαρθ.
Αυτός κόντεψε να βάλει τα γέλια. «Και δεν θέλω να την απογοητεύσω!» είπε ξαφνικά, πριν ορμήσει πάλι προτείνοντας τη λόγχη του. Σταμάτησε όμως την κίνηση στη μέση της επίθεσης και περιστρέφοντας τη λόγχη χτύπησε με την λαβή της δυνατά την ασπίδα του Λούθιεν. Αυτός απάντησε χτυπώντας με το ξίφος, αλλά ο Ρόγκαρ ήταν ήδη μακριά γι’ αυτό δεν μπόρεσε να τον φτάσει. Ένας κανονικός λογχισμός, αμέσως μετά, γλίστρησε πάνω από την ασπίδα του Λούθιεν και κόντεψε να του βγάλει το μάτι, χαρακώνοντας το κράνος του καθώς έσκυβε. Την επόμενη στιγμή ο Γκαρθ περιέστρεψε πάλι τη λόγχη και η λαβή της χτύπησε την ασπίδα του Λούθιεν βρίσκοντας την πλάτη του, έτσι καθώς ήταν σκυμμένος.
Το χτύπημα ήταν δυνατό και τον πόνεσε, αλλά ο Λούθιεν το αγνόησε ξέροντας ότι έπρεπε να περάσει στην αντεπίθεση γιατί αλλιώς δεν θα άντεχε στις επιθέσεις του δυνατού Γκαρθ. Ακολούθησε την κίνηση της λόγχης και μετά έσκυψε αποφεύγοντάς την, έκανε στροφή και βρέθηκε κάτω από το χέρι του Γκαρθ. Η άκρη της ασπίδας του Λούθιεν χώθηκε στη μασχάλη του πολύ ψηλότερου Ρόγκαρ και τον τίναξε ψηλά, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Ο γίγαντας έπιασε και πάλι το ξίφος του Λούθιεν με το χέρι, αλλά αυτή τη φορά τα πόδια του δεν στηρίζονταν καλά κι έτσι δεν είχε καλή ισορροπία. Όταν ο Λούθιεν έσπρωξε ξαφνικά ανοίγοντας με δύναμη χέρια και πόδια, ο Ρόγκαρ έπεσε βαριά στο χώμα και η λόγχη τού ξέφυγε από τα χέρια.
«Χτύπα τον! Χτύπα τον!» φώναξε η Αβονίζ.
«Κάνε κάτι, βλάκα!» ούρλιαξε η Ελένια.
Ο Λούθιεν μόλις είχε προλάβει να πάρει θέση όταν ο Γκαρθ Ρόγκαρ πετάχτηκε πάλι όρθιος. Ο νεαρός νόμισε ότι ο γίγαντας θα προσπαθούσε να σηκώσει την πεσμένη λόγχη του —και θα άφηνε τον άξιο αντίπαλό του να την πάρει— αλλά εκείνος, με μια πρωτόγονη αγριότητα να κοχλάζει στο βαρβαρικό του αίμα, όρμησε πάνω του. Αιφνιδιασμένος ο Λούθιεν σήκωσε την ασπίδα του και αμέσως αισθάνθηκε όλο του το χέρι να μουδιάζει από το τρομερό χτύπημα της γροθιάς του Ρόγκαρ.
Ο Λούθιεν πετάχτηκε πίσω ένα ολόκληρο βήμα ενώ την ίδια στιγμή έβλεπε κατάπληκτος την ασπίδα να κρεμιέται από το χέρι του, καθώς μια από τις χειρολαβές είχε σπάσει από το χτύπημα. Μόλις που κατάφερε να αποφύγει μια δεύτερη γροθιά, η οποία σίγουρα θα του είχε κάνει μεγαλύτερη ζημιά ακόμη και από τη λόγχη, και μετά πήδησε πίσω για να γλιτώσει από μια τρίτη, ενώ περιέστρεφε την ασπίδα από την άλλη χειρολαβή για να κρατήσει πίσω τον αντίπαλό του.
Ο Γκαρθ Ρόγκαρ παραμέρισε τη μεταλλική ασπίδα με ένα χτύπημα και συνέχισε την επίθεση, σταματώντας μόνο για να αποφύγει έναν ξιφισμό του Λούθιεν. Δεύτερος ξιφισμός τον έκανε να γυρίσει στο πλάι, προς τα αριστερά του αντιπάλου του, ενώ ο νεαρός εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για να εξαπολύσει μια γροθιά στην ήδη χτυπημένη μύτη του γίγαντα.
Ο Γκαρθ Ρόγκαρ προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά χρειάστηκε να κουνήσει δυνατά το κεφάλι του για να διώξει τη ζάλη.
«Παραδίνεσαι;» ρώτησε ευγενικά ο Λούθιεν, κι αμέσως άκουσαν και οι δύο την κραυγή διαμαρτυρίας της Ελένια από τις κερκίδες και τις θριαμβευτικές φωνές της Αβονίζ.
Όπως ήταν επόμενο, ο Γκαρθ Ρόγκαρ όρμησε ξανά. Την τελευταία στιγμή ο Λούθιεν σήκωσε το ξίφος μπροστά στο πρόσωπό του. Ο Γκαρθ ξαφνιάστηκε και σταμάτησε, οπότε ο νέος βρήκε την ευκαιρία να του ρίξει μια αριστερή γροθιά που θα άφηνε αναίσθητο ένα μικρό βόδι. Στη συνέχεια έπιασε το ξίφος με το αριστερό χέρι και πήγε να το βάλει στον λαιμό του Γκαρθ για να τον αναγκάσει να παραδοθεί. Αυτός όμως άρπαξε τη μύτη του ξίφους, το παραμέρισε και άρπαξε το χέρι του Λούθιεν.
«Ξεκόλλησέ του το!» στρίγγλισε η Ελένια. Η Αβονίζ έσκυψε προς το μέρος της ακουμπώντας πάνω στα πόδια του Γκάχρις και της φώναξε να σταματήσει.
Οι δυο αντίπαλοι αγκαλιάστηκαν με τους μυς τους να φουσκώνουν από την προσπάθεια, ενώ ο Γουίλμον και ο Όμπρεϊ σκυθρώπιασαν λίγο με τους αναστεναγμούς των δύο γυναικών που, προφανώς, είχαν γοητευτεί από το θέαμα.
Ο Λούθιεν άντεχε σε αυτή την αναμέτρηση δύναμης με τον Ρόγκαρ, ήξερε όμως ότι γρήγορα ο γιγαντόσωμος βάρβαρος θα τον νικούσε χάρη στο βάρος του και μόνο. Έσπρωξε μπροστά με όλη του τη δύναμη και μετά έκανε ένα γρήγορο βήμα πίσω ελευθερώνοντας έτσι το ένα του χέρι, αν και ο Γκαρθ συνέχιζε να κρατά πεισματικά το άλλο χέρι του, με το οποίο βαστούσε το ξίφος. Οι δυο αντίπαλοι αντάλλαξαν μερικές γροθιές. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ δέχτηκε μια δεύτερη και μια τρίτη σκόπιμα, καθώς έσκυβε για να περάσει το ένα χέρι του ανάμεσα στα πόδια του Λούθιεν. Μια στιγμή αργότερα ο νεαρός Μπέντγουιρ υψωνόταν στον αέρα χωρίς να μπορεί να αναδράσει, αφού η γωνία ήταν τέτοια ώστε δεν μπορούσε να βάλει πια μεγάλη δύναμη στις γροθιές του, ενώ ο Γκαρθ Ρόγκαρ του κρατούσε πάντα ακινητοποιημένο το οπλισμένο χέρι.
Ο Λούθιεν έδωσε μια τρομερή κεφαλιά, που βρήκε τον αντίπαλό του στο πρόσωπο. Ο ζαλισμένος Ρόγκαρ τον πέταξε τρία μέτρα μακριά και μετά συγκεντρώθηκε στην προσπάθεια να διατηρήσει την ισορροπία του, αλλά ο κόσμος δεν έλεγε να πάψει να γυρίζει.
Ο Λούθιεν σηκώθηκε από το έδαφος και τον πλησίασε προσεχτικά, αναζητώντας ένα άνοιγμα ανάμεσα στις γροθιές που εξαπέλυε ο Γκαρθ στα τυφλά. Ο νεαρός Μπέντγουιρ βρισκόταν στα πρόθυρα της εξάντλησης, γι’ αυτό φοβόταν ότι ένα και μοναδικό χτύπημα από τον αντίπαλό του θα τον σώριαζε κάτω.
Καθώς πλησίαζε, άρχισε να κινεί το ξίφος του πότε εδώ και πότε εκεί, αναγκάζοντας τον ζαλισμένο Γκαρθ να παρακολουθεί τις κινήσεις του. Ο πρώτος ξιφισμός που δοκίμασε ήταν προσποίηση, πράγμα που το ήξερε ο Γκαρθ, αλλά προσποίηση ήταν επίσης και το επόμενο, δεξί, σταυρωτό χτύπημα. Ενώ ο Ρόγκαρ προσπαθούσε να το αποφύγει, ο Λούθιεν πλησίασε λίγο ακόμη, έπεσε κάτω και σάρωσε με το πόδι του και τα δύο πόδια του Ρόγκαρ στα γόνατα. Ο βάρβαρος βρόντηξε με δύναμη ανάσκελα στο έδαφος, ενώ η ανάσα του ακούστηκε να βγαίνει απότομα σχηματίζοντας μια τρομερή, άναρθρη κραυγή.
Ο Λούθιεν πετάχτηκε πάλι πάνω αστραπιαία, αλλά ο Γκαρθ δεν είχε τη δύναμη να κάνει το ίδιο. Ο νέος έβαλε το πόδι του στο στήθος του πεσμένου αντιπάλου του και η αιχμή του ξίφους του ακούμπησε στη ρίζα της μύτης του Ρόγκαρ, ανάμεσα στα ζαλισμένα ακόμη μάτια του.
Οι στριγγλιές της Ελένια και της Αβονίζ ήταν σχεδόν όμοιες, αλλά οι εκφράσεις τους, μετά το αρχικό ξέσπασμα, σίγουρα δεν ήταν.
Ο Γκάχρις ένιωσε βαθιά ικανοποίηση με την εκτίμηση, ή και τον θαυμασμό ακόμη που είδε στο πρόσωπο του Όμπρεϊ, αλλά το χαμόγελό του έσβησε όταν η Αβονίζ ακούμπησε πάλι βαριά πάνω στα πόδια του κοιτάζοντας τη μουτρωμένη Ελένια με μια πονηρή λάμψη στα μάτια.
«Κόμη Μπέντγουιρ», είπε γλυκά, «σε παρακαλώ, δείξε με τον αντίχειρα κάτω».
Ο Γκάχρις κόντεψε να πνιγεί. Αν έδειχνε με τον αντίχειρα προς τα κάτω, αυτό σήμαινε ότι ο ηττημένος έπρεπε να σκοτωθεί. Αλλά δεν ήταν αυτό το έθιμο στα νησιά: οι μονομαχίες ήταν μόνο για σπορ και προπόνηση!
Η Ελένια ξεφώνισε θυμωμένη, γεγονός που κέντρισε ακόμη περισσότερο τη μοχθηρή Αβονίζ.
«Αντίχειρα προς τα κάτω», είπε πάλι ήρεμα, κοιτάζοντας με σταθερότητα την Ελένια που διαμαρτυρόταν. Δεν ήταν δύσκολο για την Αβονίζ να φανταστεί τα σχέδια που είχε η Ελένια για τον βάρβαρο, γι’ αυτό ένιωθε υπέροχα που θα στερούσε την απόλαυση από τη νεότερη αντίζηλό της. «Ο γιος σου είναι υπέρμαχός μου, φοράει το μαντίλι μου και επομένως έχω το δικαίωμα να αποφασίσω».
«Μα…» ήταν το μόνο που κατάφερε να τραυλίσει ο Γκάχρις, γιατί ο Όμπρεϊ άπλωσε το χέρι και τον έπιασε από τον ώμο.
«Είναι όντως δικαίωμά της, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση», είπε ο υποκόμης που δεν τολμούσε να δυσαρεστήσει τη σκληρόκαρδη συνοδό του.
«Ο Γκαρθ Ρόγκαρ πολέμησε γενναία», διαμαρτυρήθηκε ο Γκάχρις.
«Τον αντίχειρα προς τα κάτω!» είπε αργά η Αβονίζ τονίζοντας κάθε λέξη, ενώ γύριζε για να κοιτάξει τον Γκάχρις στα μάτια.
Ο Γκάχρις είδε τον υποκόμη να κάνει ένα καταφατικό νεύμα. Προσπάθησε να ζυγίσει τις συνέπειες της επικείμενης απόφασής του. Ο ισχυρισμός της Αβονίζ ήταν σωστός: σύμφωνα με τους αρχαίους κανόνες, αφού ο Λούθιεν είχε συμφωνήσει να γίνει υπέρμαχός της, η ίδια είχε το δικαίωμα να αποφασίσει τη μοίρα του ηττημένου αντιπάλου του. Αν ο Γκάχρις αρνιόταν να δώσει την εντολή, θα είχε σοβαρά προβλήματα από τον κόμη του Μόντφορτ, ίσως ακόμη και έναν στόλο που θα έκανε εισβολή στο νησί για να του πάρει την εξουσία. Ο Μόρκνεϊ αναζητούσε συνεχώς αφορμές για να αντικαταστήσει τους ευγενείς που του δημιουργούσαν προβλήματα.
Ο Γκάχρις παραμέρισε μαλακά την Αβονίζ και κοίταξε στην αρένα, όπου ο Λούθιεν στεκόταν ακόμη πάνω από τον πεσμένο Γκαρθ Ρόγκαρ περιμένοντας το σήμα για να τον αφήσει να σηκωθεί και το χειροκρότημα που είχαν κερδίσει και οι δύο επάξια. Και έμεινε εμβρόντητος όταν είδε τον πατέρα του να απλώνει το χέρι με τον αντίχειρα προς τα κάτω.
Ο Λούθιεν κοίταζε σαστισμένος για αρκετή ώρα, χωρίς σχεδόν να ακούει τις φωνές της Αβονίζ που τον παρακινούσαν να αποτελειώσει τον Γκαρθ. Κοίταξε τον φίλο του. Η σκέψη να σκοτώσει αυτό τον άνθρωπο δεν χωρούσε στο μυαλό του.
«Κόμη Γκάχρις!» είπε ανυπόμονα ο Όμπρεϊ.
Ο Γκάχρις φώναξε τον αρενάρχη, αλλά κι αυτός ήταν εξίσου σαστισμένος με τον Λούθιεν.
«Καν’ το!» φώναξε η απάνθρωπη Αβονίζ. «Όμπρεϊ;»
Ο υποκόμης έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του κοιτάζοντας έναν από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς πίσω τους, εκείνον με την παράξενη βαλλίστρα.
Ο Λούθιεν στο μεταξύ οπισθοχωρούσε απλώνοντας το χέρι στον φίλο του. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ το έπιασε κι άρχισε να σηκώνεται, όταν ακούστηκε ο μεταλλικός κρότος της βαλλίστρας. Ο γίγαντας τραντάχτηκε ξάφνου σφίγγοντας δυνατά το χέρι του Λούθιεν.
Ο Λούθιεν στην αρχή δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Μετά, το σφίξιμο του Γκαρθ χαλάρωσε και θα ’λεγες ότι ο χρόνος άρχισε ξαφνικά να κυλάει πιο αργά, καθώς ο περήφανος πολεμιστής σωριάστηκε πάλι στο χώμα.