3 Αντίο αδελφέ μου

Ο Λούθιεν κοίταζε άφωνος τον Γκαρθ Ρόγκαρ και την έκπληκτη έκφραση που υπήρχε στο τραχύ και μωλωπισμένο πρόσωπο του φίλου του. Έκπληκτη, ακόμη και στον θάνατο, ή ίσως ακριβώς εξαιτίας του θανάτου.

«Φύγε, Θάνατε!» φώναξε γοερά ο Λούθιεν πετώντας το ξίφος του και γονατίζοντας δίπλα στον Γκαρθ. «Φύγε, δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ! Πήγαινε βρες κανένα γέροντα ή κανένα βρέφος που δεν έχει τη δύναμη να επιζήσει σε αυτό τον σκληρό κόσμο, μην παίρνεις όμως αυτό τον άντρα, αυτό τον νέο που είναι μικρότερος από μένα». Ο Λούθιεν έπιασε το χέρι του Γκαρθ Ρόγκαρ και σήκωσε το κεφάλι του φίλου του με το άλλο χέρι. Αισθανόταν τη θερμότητα να φεύγει από το σώμα του Ρόγκαρ, ενώ ο ιδρώτας που τον είχε λούσει στη διάρκεια της μάχης κρύωνε γοργά. Ο Λούθιεν πήγε να μιλήσει πάλι, να τραυλίσει κι άλλες διαμαρτυρίες, αλλά του ήταν αδύνατον. Τι μπορούσε να πει στον Θάνατο, σ’ αυτό το αναίσθητο πνεύμα που δεν ακούει τις διαμαρτυρίες των θυμάτων του; Τι ωφελούσαν τα λόγια, όταν το νεανικό και δυνατό σώμα του Γκαρθ Ρόγκαρ είχε αρχίσει κιόλας να κρυώνει;

Ο Λούθιεν κοίταξε απελπισμένος στο θεωρείο με μια έκφραση σύγχυσης και ασυγκράτητου θυμού. Όμως, η παρέα του Όμπρεϊ μαζί με τον Γκάχρις είχαν φύγει. Ο Ίθαν, που καθόταν λίγο πιο ψηλά στις κερκίδες, είχε αποχωρήσει κι αυτός. Το βλέμμα του Λούθιεν έτρεχε δεξιά κι αριστερά. Πολλοί θεατές είχαν φύγει, αλλά μερικοί ήταν ακόμη στις κερκίδες, ψιθύριζαν δείχνοντας κατάπληκτοι τον Ρόγκαρ που κειτόταν στο χώμα και τον γιο του Μπέντγουιρ που ήταν σκυμμένος από πάνω του.

Ο Λούθιεν στράφηκε πάλι στον Γκαρθ Ρόγκαρ. Είδε την πίσω άκρη του βέλους να προεξέχει από τα πλευρά του και άπλωσε διστακτικά το χέρι του, σαν να πίστευε ότι αν το έβγαζε, ο Γκαρθ Ρόγκαρ θα ζωντάνευε. Πήγε να το αγγίξει, αλλά του ήταν αδύνατο.

Μια κραυγή τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι. Είδε τους άλλους πολεμιστές να βγαίνουν τρέχοντας από τη στοά με πρώτη την Κατρίν. Έπεσε με τα γόνατα στο χώμα δίπλα στον Ρόγκαρ και αφού τον κοίταξε για μια στιγμή μόνο, άπλωσε το χέρι και του έκλεισε απαλά τα μάτια. Κοίταξε σοβαρή τον Λούθιεν κουνώντας το κεφάλι της.

Αυτός πετάχτηκε όρθιος μουγκρίζοντας, μια κραυγή που έβγαινε από την καρδιά του. Κοίταξε αλαφιασμένος τριγύρω με σφιγμένες τις γροθιές και ξαφνικά βρήκε έναν στόχο για τον μανιασμένο θυμό του. Τράβηξε το μαντίλι της Αβονίζ από τη ζώνη του, το πέταξε κάτω και το ποδοπάτησε.

«Στον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ», είπε με επίσημη φωνή, «φίλου και συντρόφου μου, εγώ, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, ορκίζομαι…»

«Αρκετά», τον έκοψε η Κατρίν. Ήρθε δίπλα του και του έπιασε το χέρι με τα δικά της, ενώ ο Λούθιεν την κοίταζε άναυδος, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τον διέκοπτε σε μια τόσο επίσημη στιγμή. Το πρόσωπο της Κατρίν όμως δεν έδειχνε καμιά μεταμέλεια για την απρόσμενη πράξη της — η έκφρασή της ήταν ικετευτική.

«Αρκετά, Λούθιεν», του είπε ψύχραιμα. «Ο Γκαρθ Ρόγκαρ πέθανε σαν πολεμιστής σύμφωνα με τους πιο αρχαίους και σεβαστούς κανόνες της αρένας. Μην τον ατιμάζεις».

Ο Λούθιεν τραβήχτηκε μακριά της νιώθοντας φρίκη. Κοίταξε τους συντρόφους του, τους πολεμιστές που έκαναν προπόνηση δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν βρήκε καμιά υποστήριξη. Αισθάνθηκε ξάφνου σαν να βρίσκεται ανάμεσα σε ξένους.

Και τότε γύρισε και άρχισε να τρέχει, διέσχισε την αρένα και το τούνελ, βγήκε στην ανοιχτή περιοχή κοντά στο λιμάνι και τράβηξε βόρεια ακολουθώντας την παραλία.


«Ήταν ένα ατυχές γεγονός», είπε ο Γκάχρις προσπαθώντας να μειώσει τη σοβαρότητα των γεγονότων.

«Ήταν φόνος», τον διόρθωσε ο Ίθαν ενώ ο πατέρας του κοίταζε τριγύρω νευρικά, σαν να φοβόταν ότι μπορεί να κρυφάκουγε κανένας από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς του Όμπρεϊ.

«Υπερβολές», ψιθύρισε ο Γκάχρις.

«Ονομάζεις την αλήθεια υπερβολή», είπε ο Ίθαν αυστηρά και δυνατά, αρνούμενος να υποχωρήσει.

«Δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο», είπε ο Γκάχρις. Συνέχισε να κοιτάζει γύρω του επισύροντας ένα περιφρονητικό, επικριτικό βλέμμα του γιού του. «Τίποτα! Ακούς;»

Ο Ίθαν ξεφύσηξε χλευαστικά κοιτάζοντας επίμονα αυτό τον άνθρωπο, αυτό τον άγνωστο που φοβόταν τόσο πολύ. Καταλάβαινε πολύ καλά την επικίνδυνη θέση του Γκάχρις, καταλάβαινε τους πολιτικούς παράγοντες που καθόριζαν τη συμπεριφορά του. Αν ο πατέρας του τολμούσε να στραφεί ενάντια στον Όμπρεϊ ή σε οποιοδήποτε μέλος της παρέας του, ο δούκας του Μόντφορτ θα έκανε αντίποινα, κατά πάσα πιθανότητα στέλνοντας έναν στόλο να καταλάβει το Μπέντγουιντριν. Αυτό όμως δεν είχε σημασία για τον Ίθαν, και δεν ήταν διατεθειμένος να δείξει κατανόηση στον πατέρα του. Ο περήφανος νεαρός Μπέντγουιρ πίστευε ότι υπάρχουν κάποια πράγματα για τα οποία αξίζει τον κόπο να πολεμήσει και να πεθάνει κανείς.

«Και τι γίνεται με την αρχόντισσα Αβονίζ;» ρώτησε τονίζοντας σαρκαστικά τη λέξη “αρχόντισσα”.

Ο Γκάχρις αναστέναξε, και εκείνη τη στιγμή φάνηκε πραγματικά πολύ ασήμαντος στον γιο του. «Ο Όμπρεϊ υπαινίσσεται ότι θα την αφήσει εδώ», παραδέχτηκε. «Πιστεύει ότι η επιρροή της θα είναι θετική για το Μπέντγουιντριν».

«Μια καινούρια σύζυγος για τον Γκάχρις», είπε σαρκαστικά ο Ίθαν. «Μια κατάσκοπος του Μόρκνεϊ μέσα στον οίκο του Μπέντγουιρ». Ο πατέρας του δεν απάντησε.

«Από ’δω και στο εξής, λοιπόν, τι θα γίνει με αυτήν τη γυναίκα που αλλάζει τόσο εύκολα συντρόφους;» ρώτησε δυνατά ο Ίθαν με τη φωνή του να στάζει δηλητήριο. «Θα πρέπει να την αποκαλώ “μητέρα;”»

Ένα κύμα οργής κυρίεψε τον Γκάχρις και, πριν προλάβει να ελέγξει τον εαυτό του, το χέρι του απλώθηκε αστραπιαία και χαστούκισε τον Ίθαν.

Ο Ίθαν δεν αντέδρασε, μόνο αγριοκοίταξε τον πατέρα του ενώ τα μάτια του είχαν στενέψει.

Ο Γκάχρις δεν ήθελε να φτάσουν τόσο μακριά τα πράγματα, εδώ όμως υπέβοσκε ένας σοβαρός κίνδυνος, και για τον ίδιο μα και για όλους τους κατοίκους του Μπέντγουιντριν. Ο ασπρομάλλης κόμης θυμήθηκε ξαφνικά τη γυναίκα του που είχε πεθάνει στη μεγάλη επιδημία, θυμήθηκε τα χρόνια της ελευθερίας πριν τον Γκρινσπάροου. Εκείνη η εποχή όμως είχε περάσει και η στιγμιαία ανάμνηση πέρασε επίσης καθώς κοίταξε ξανά το ανελέητο πρόσωπο του γιου του, ένα πρόσωπο που έδειχνε καθαρά στον ρεαλιστή Μπέντγουιρ τι πρέπει να κάνει.


Ο Λούθιεν στεκόταν πάνω από μια απόκρημνη πλαγιά στη βόρεια πλευρά του κόλπου. Κοίταξε πίσω και είδε τα τελευταία φώτα να σβήνουν στην πόλη της Νταν Βάρνα. Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει ό,τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Γκαρθ Ρόγκαρ, ο φίλος του, ήταν νεκρός. Ο νεαρός Μπέντγουιρ, που ως τότε ζούσε μια προστατευμένη ζωή χάρη στο αξίωμα του πατέρα του, είχε πάρει μια γεύση σήμερα για πρώτη φορά από την απάνθρωπη διακυβέρνηση του Γκρινσπάροου και, καθώς δεν είχε καμία πείρα σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την αρένα, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.

Μήπως αυτή η κατάσταση σχετιζόταν με τη μόνιμα κακή διάθεση του Ίθαν; αναρωτήθηκε. Ο Λούθιεν ήξερε ότι ο αδελφός του δεν είχε κανένα σεβασμό για τον Γκάχρις, κάτι που δεν μπορούσε να το καταλάβει, καθώς ο ίδιος έβλεπε τον πατέρα τους σαν έναν τολμηρό και ευγενή πολεμιστή. Μέχρι τώρα το απέδιδε σε κάποιο ελάττωμα στον χαρακτήρα του Ίθαν. Για τον Λούθιεν, ο Γκάχρις ήταν υπεράνω κάθε μομφής, ήταν ο σεβαστός κόμης του Μπέντγουιντριν, ένας άνθρωπος που τον αγαπούσε ο λαός του.

Ο Λούθιεν δεν γνώριζε στην εντέλεια τους αρχαίους κανόνες της αρένας, ήξερε όμως ότι ο Γκάχρις ήταν ο ανώτατος επόπτης της εφαρμογής τους. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ ήταν νεκρός, και το αίμα του σίγουρα έβαφε τα χέρια του Γκάχρις Μπέντγουιρ.

Γιατί όμως; Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, το πιθανό κέρδος. Φανταζόταν κάθε είδους τρελά ενδεχόμενα — ίσως είχε μαθευτεί ότι οι βάρβαροι Χιούγκοθ ετοιμάζονται να λεηλατήσουν το Μπέντγουιντριν, και αποκαλύφθηκε ότι ο Γκαρθ Ρόγκαρ τους βοηθούσε κατασκοπεύοντας την πόλη. Μπορεί ακόμη ο Γκάχρις να είχε πληροφορηθεί ότι ο Γκαρθ Ρόγκαρ σχεδίαζε να τον δολοφονήσει!

Κούνησε το κεφάλι του διώχνοντας αυτές τις γελοίες σκέψεις. Γνώριζε τον Γκαρθ Ρόγκαρ πολλά χρόνια. Ο φίλος του δεν ήταν κατάσκοπος και, ακόμη περισσότερο, δεν ήταν δολοφόνος.

Γιατί τότε;

«Πολλοί στην πόλη ανησυχούν για σένα», ακούστηκε μια ήρεμη φωνή πίσω του. Δεν χρειάστηκε να γυρίσει, ήξερε ότι ήταν η Κατρίν Ο’Χέιλ. «Ανάμεσά τους και ο πατέρας σου, φαντάζομαι».

Ο Λούθιεν συνέχισε να κοιτάζει σιωπηλός τα ήρεμα νερά του λιμανιού μπροστά στην πόλη, που σκοτείνιαζε σιγά σιγά. Δεν κινήθηκε ακόμη και όταν η Κατρίν ήρθε, στάθηκε δίπλα του και του έπιασε το χέρι με τα δύο δικά της, όπως είχε κάνει στην αρένα.

«Θα γυρίσεις πίσω τώρα;»

«Η εκδίκηση δεν είναι ατιμωτική», απάντησε σχεδόν γρυλίζοντας ο Λούθιεν. Γύρισε και κοίταξε την Κατρίν, αν και δεν μπορούσε σχεδόν να τη δει, καθώς το σκοτάδι πύκνωνε γοργά.

Πέρασαν κάμποσες στιγμές σιωπής πριν απαντήσει η Κατρίν.

«Όχι», συμφώνησε. «Αλλά να ορκιστείς εκδίκηση δημόσια, στη μέση της αρένας, ενάντια σε κάποιον που είναι φίλος και συγγενής του δούκα του Μόντφορτ, αυτό θα ήταν μεγάλη ανοησία. Θέλεις να του δώσεις μια πρόφαση για να σε σκοτώσει και να αντικαταστήσει τον πατέρα σου, μόνο και μόνο για μια στιγμή θυμού;»

Ο Λούθιεν τραβήχτηκε μακριά της ενώ τώρα ήταν περισσότερο θυμωμένος, αφού δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ορθότητα των λόγων της.

«Τότε παίρνω όρκο τώρα», είπε, «επίσημα, αλλά μπροστά σε σένα μόνο. Ορκίζομαι στον τάφο της νεκρής μητέρας μου ότι θα εκδικηθώ αυτόν που σκότωσε τον Γκαρθ Ρόγκαρ. Όποιο κι αν είναι το κόστος, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες για μένα, για τον πατέρα μου και για το Μπέντγουιντριν».

Η Κατρίν δεν πίστευε στα αυτιά της, από την άλλη μεριά όμως ούτε και μπορούσε να επιπλήξει τον Λούθιεν για τα γενναία του λόγια. Ένιωθε και η ίδια μέσα της να βράζει ένας ανήμπορος θυμός, για πρώτη φορά στη ζωή της αισθανόταν σαν αιχμάλωτη. Είχε μεγαλώσει στο Χέιλ, στην ανοιχτή Θάλασσα του Άβον. Είχε περάσει τη ζωή της αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο μέσα σε μικρά, αλιευτικά σκάφη που αψηφούσαν τα κύματα και τις άγριες φάλαινες, ζώντας συνεχώς στα σύνορα του θανάτου. Το Χέιλ όμως ήταν απομονωμένη και αυτάρκης περιοχή, γι’ αυτό σπάνια την επισκέπτονταν ξένοι. Ό,τι κι αν συνέβαινε στο Μπέντγουιντριν ή πιο μακριά, στο Εριαντόρ και το Άβον, το Χέιλ δεν μάθαινε τίποτα. Και έτσι, οι περήφανοι κάτοικοι του Χέιλ μέσα στην άγνοιά τους παρέμεναν ελεύθεροι.

Τώρα όμως η Κατρίν έβλεπε τις πολιτικές πλευρές της κατάστασης και η γεύση στο στόμα της δεν ήταν λιγότερο πικρή από τη γεύση στο στόμα του Λούθιεν. Έστρεψε τον νέο προς το μέρος της και πλησίασε πιο κοντά, έτσι που η ζέστη των σωμάτων τους να υπερνικήσει τον παγερό άνεμο της αυγουστιάτικης νύχτας.

Την αυγή της επόμενης μέρας, το πλοίο με τα μαύρα πανιά και τις σημαίες του Μόντφορτ και του Άβον βγήκε από το λιμάνι της Νταν Βάρνα τινάζοντας με την πλώρη του πίδακες νερού στον κρυστάλλινο αέρα.

Η Κατρίν είχε γυρίσει στους στρατώνες, αλλά ο Λούθιεν βρισκόταν ακόμη πάνω στη δασωμένη πλαγιά. Καθώς έβλεπε τα πανιά του πλοίου να μικραίνουν σκέφτηκε ότι τον περιμένουν μεγάλα ταξίδια, αν ήθελε να κρατήσει τον όρκο του της εκδίκησης. Ήταν όμως νέος, με ισχυρή θέληση και, ενώ έβλεπε πάνω από την πλαγιά το πλοίο να φεύγει, ορκίστηκε και πάλι ότι δεν θα ξεχάσει τον Γκαρθ Ρόγκαρ.

Θα προτιμούσε να λείψει για πολλές μέρες ακόμη από τη Νταν Βάρνα. Δεν ήθελε να δει τον πατέρα του, γιατί τι εξήγηση θα μπορούσε να του δώσει ο Γκάχρις για ό,τι έγινε; Πεινούσε και κρύωνε όμως, και η κοντινότερη πόλη, όπου σίγουρα θα τον αναγνώριζαν, απείχε μία ολόκληρη μέρα με τα πόδια.

Δεν είχε προλάβει να περάσει την πόρτα του αρχοντικού των Μπέντγουιρ, όταν τον πλησίασαν δύο Κυκλωπιανοί. «Ο πατέρας σου θέλει να σε δει», είπε απότομα ο ένας.

Ο Λούθιεν συνέχισε να περπατά, αλλά οι δυο φρουροί σταύρωσαν μπροστά του τις αλαβάρδες που κρατούσαν κόβοντάς του τον δρόμο. Το χέρι του Λούθιεν πήγε αμέσως στη μέση του, αλλά δεν έφερε όπλα.

«Ο πατέρας σου θέλει να σε δει», επανέλαβε ο Κυκλωπιανός απλώνοντας το ελεύθερο χέρι του κι αρπάζοντας με δύναμη τον Λούθιεν από το μπράτσο. «Είπε να παρουσιαστείς μπροστά του, ακόμη κι αν χρειαστεί να σε πάμε σέρνοντας».

Ο Λούθιεν τράβηξε το χέρι του με μια απότομη κίνηση κοιτάζοντας άγρια τον Κυκλωπιανό. Σκέφτηκε να του δώσει μια γροθιά στα μούτρα ή απλώς να τους προσπεράσει, αλλά δεν του άρεσε καθόλου η σκέψη ότι θα τον πήγαιναν στο δωμάτιο του πατέρα του σέρνοντάς τον από τους αστραγάλους.

Σε λίγο στεκόταν μπροστά στον Γκάχρις, μέσα στο γραφείο όπου ο κόμης είχε τα λίγα βιβλία της οικογένειας (μερικά από τα ελάχιστα βιβλία που απέμεναν πια σε όλο το νησί του Μπέντγουιντριν), μαζί με τα άλλα οικογενειακά του κειμήλια. Ο κόμης στεκόταν καμπουριασμένος μπροστά στο τζάκι κι έριχνε ξύλα αν και η φωτιά ήταν ήδη πολύ δυνατή, λες και ένιωθε παγωμένος, παρ’ όλο που δεν έκανε και τόσο κρύο. Στον τοίχο από πάνω του βρισκόταν το πιο πολύτιμο κειμήλιο απ’ όλα, το οικογενειακό ξίφος, με την τέλεια κόψη του να αστράφτει και τη χρυσή λαβή του στολισμένη με πολύτιμες πέτρες. Η λαβή εκείνη είχε σχήμα όρθιου δράκοντα που τα υψωμένα φτερά του σχημάτιζαν τον προφυλαχτήρα του χεριού. Είχε φτιαχτεί από τους νάνους του Άιρον Κρος πριν από αιώνες, και η λεπίδα του ήταν από σφυρηλατημένο μέταλλο τυλιγμένο γύρω από τον εαυτό του χίλιες φορές, έτσι που η κόψη του γινόταν πιο ακονισμένη με τη χρήση. Το ονόμαζαν “Τυφλωτή”, για το ισοζύγιασμά του και για το γεγονός ότι είχε τυφλώσει πολλούς Κυκλωπιανούς κατά τον άγριο πόλεμο πριν από εξακόσια χρόνια.

«Πού ήσουν;» ρώτησε ο Γκάχρις ήρεμα. Σκούπισε τα μαυρισμένα χέρια του και σηκώθηκε όρθιος, αλλά χωρίς να γυρίσει ακόμη προς το μέρος του γιου του.

«Θέλησα να πάω κάπου μακριά», απάντησε ο Λούθιεν προσπαθώντας να φανεί κι αυτός εξίσου ήρεμος με τον πατέρα του.

«Για να εκτονωθεί ο θυμός σου;»

Ο Λούθιεν αναστέναξε αλλά δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει.

Ο Γκάχρις γύρισε προς το μέρος του. «Αυτό ήταν συνετό, γιε μου», είπε. «Ο θυμός οδηγεί σε απερίσκεπτες ενέργειες, που συχνά έχουν τις πιο δυσάρεστες συνέπειες».

Φαινόταν τόσο ήρεμος και λογικός, πράγμα που ενόχλησε βαθιά τον Λούθιεν. Ο φίλος του ήταν νεκρός! «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό;» ξέσπασε, ενώ ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα πιο κοντά στον πατέρα του με τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές. «Να σκοτώσεις έναν… Τι είσαι…» Η φράση του Λούθιεν έσβησε, τα συναισθήματά του ήταν τόσο δυνατά που δεν μπορούσε να τα εκφράσει.

Στο μεταξύ ο Γκάχρις προσπαθούσε να ηρεμήσει τον γιο του κάνοντας κατευναστικές κινήσεις με τα χέρια και μουρμουρίζοντας καθησυχαστικά λόγια. «Τι ήθελες να κάνω;» είπε, λες και αυτή η ερώτηση τα εξηγούσε όλα.

Ο Λούθιεν άνοιξε τα χέρια του σε μια απελπισμένη χειρονομία. «Ο Γκαρθ Ρόγκαρ δεν άξιζε τέτοια μοίρα!» φώναξε. «Κατάρα στον υποκόμη Όμπρεϊ και στους διεστραμμένους συντρόφους του!»

«Ηρέμησε, γιε μου», έλεγε ο Γκάχρις ξανά και ξανά. «Ο κόσμος μας δεν είναι πάντα δίκαιος και σωστός, αλλά…»

«Δεν υπάρχει δικαιολογία», απάντησε ο Λούθιεν με σφιγμένα δόντια.

«Ούτε καν ο πόλεμος;» ρώτησε απερίφραστα ο Γκάχρις.

Η ανάσα του Λούθιεν έβγαινε με κοφτά, θυμωμένα αγκομαχητά.

»Δεν έχεις μες στη μνήμη σου τα ματωμένα πεδία της μάχης», συνέχισε ο Γκάχρις, «ούτε ξίφη βουτηγμένα στο αίμα των σκοτωμένων εχθρών, ούτε το έδαφος που οργώνεται από τις οπλές των αλόγων κατά την επέλαση. Τα αθώα σου μάτια δεν έχουν δει ακόμη αυτήν τη φρίκη, και είθε να μην τη δουν ποτέ! Γιατί σκηνές σαν αυτές, τους κλέβουν τη λάμψη τους», εξήγησε ο Γκάχρις δείχνοντας τα δικά του, καστανά μάτια, που πραγματικά έμοιαζαν θαμπά εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό.

«Είχαν χάσει τη λάμψη τους και τα μάτια του Μπρους Μακντόναλντ;» ρώτησε ο Λούθιεν με κάπως σαρκαστικό τόνο, αναφερόμενος στον μεγαλύτερο ήρωα του Εριαντόρ.

«Οι πολεμικές ιστορίες είναι γεμάτες επεισόδια γενναιότητας και αρετής», απάντησε σοβαρός ο Γκάχρις, «αλλά μόνο όταν η φρίκη του πολέμου έχει σβήσει από τη μνήμη. Ποιος μπορεί να ξέρει τι ουλές κουβαλούσε ο Μπρους Μακντόναλντ στη βαριά ψυχή του; Υπάρχει κανείς ζωντανός που να έχει αντικρίσει τα μάτια αυτού του ανθρώπου;

Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι τα λόγια του πατέρα του ήταν παράλογα, αφού ο Μπρους Μακντόναλντ ήταν νεκρός εδώ και τρεις αιώνες, μετά όμως κατάλαβε ότι αυτό ακριβώς εννοούσε ο πατέρας του. Ο Γκάχρις συνέχισε πολύ σοβαρός:

»Έχω αντικρίσει τα άλογα να κάνουν επέλαση, έχω δει το ίδιο μου το ξίφος…» —έριξε μια ματιά στο θρυλικό όπλο στον τοίχο— «…κόκκινο από το αίμα. Έχω ακούσει τις μετέπειτα ιστορίες για τις ηρωικές μάχες στις οποίες είχα πάρει μέρος και, μπορώ να σου πω με ειλικρίνεια, παραμερίζοντας κάθε έπαρση, ότι η φρίκη του πολέμου ήταν μεγαλύτερη από την περηφάνια για την εξιστόρηση της ανδρείας, η θλίψη και η μετάνοια για την καταστροφή μεγαλύτερη από τη χαρά για τη νίκη. Πρέπει να φέρω τέτοια δυστυχία στο Μπέντγουιντριν;

Αυτήν τη φορά ο αναστεναγμός του Λούθιεν έδειχνε περισσότερο παραίτηση παρά θυμό.

»Διώξε τον εγωισμό σου μ’ αυτό τον στεναγμό», τον συμβούλεψε ο Γκάχρις. «Είναι το πιο θανάσιμο και επικίνδυνο από όλα τα συναισθήματα, Θρήνησε τον φίλο σου, αλλά δέξου έτσι όπως είναι αυτά που αποδεικνύονται αναγκαία. Μην ακολουθήσεις τον δρόμο του Ίθαν…» Σταμάτησε ξαφνικά σαν να αποφάσισε να μην πει αυτό που του ήρθε στο μυαλό, αλλά η αναφορά του στον Ίθαν που ήταν ήρωας για τον μικρότερο αδελφό του, κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον του Λούθιεν.

«Τι έγινε με τον Ίθαν;» ρώτησε. «Τι ρόλο παίζει σε όλα αυτά; Τι έκανε όσο έλειπα;»

Ο Γκάχρις είχε αρχίσει πάλι τις καθησυχαστικές κινήσεις και τα κατευναστικά λόγια, προσπαθώντας να ηρεμήσει τον γιο του. «Ο Ίθαν είναι καλά», διαβεβαίωσε τον Λούθιεν. «Μιλάω μόνο για τον χαρακτήρα του, για την ανόητη αλαζονεία του και για τις ελπίδες μου ότι εσύ θα μπορέσεις να μετριάσεις τον θυμό σου με τη βοήθεια της λογικής. Έκανες καλά που έφυγες από το αρχοντικό Μπέντγουιρ, έχεις τον σεβασμό μου γι’ αυτό. Ο δούκας του Μόντφορτ ασχολείται πολύ λίγο μαζί μας, και ακόμη πιο λίγο ασχολείται ο θρόνος στο Καρλάιλ. Καλό θα ήταν να παραμείνουν έτσι τα πράγματα».

«Τι έκανε ο Ίθαν;» επέμεινε ο Λούθιεν, που δεν είχε πεισθεί.

«Δεν έκανε τίποτε άλλο από το να διαμαρτυρηθεί — σε πολύ έντονο τόνο!» απάντησε ο κοφτά ο Γκάχρις.

«Κι αυτό σε απογοητεύει;»

Ο Γκάχρις ξεφύσηξε και στράφηκε πάλι προς τη φωτιά. «Είναι ο μεγαλύτερος γιος μου», απάντησε, «ο κληρονόμος του τίτλου του κόμη του Μπέντγουιντριν. Όμως, τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον λαό του;

Ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι ο πατέρας του δεν μιλούσε πια σ’ αυτόν — μάλλον απευθυνόταν στον εαυτό του σαν να προσπαθούσε να δικαιολογήσει κάτι.

»Προβλήματα», συνέχισε ο Γκάχρις απαντώντας ο ίδιος στο ερώτημά του, και εκείνη τη στιγμή φάνηκε στον Λούθιεν πολύ γερασμένος. «Προβλήματα για τον Ίθαν, για τον Οίκο Μπέντγουιρ, για όλο το νησί». Γύρισε πάλι απότομα προς τον Λούθιεν δείχνοντάς τον με το δάχτυλο. «Προβλήματα και για σένα!» φώναξε, ενώ ο Λούθιεν, έκπληκτος, έκανε ένα βήμα πίσω. «Ο Ίθαν είναι τόσο ξεροκέφαλος που δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιληφθεί την υπευθυνότητα της θέσης του», εξακολούθησε ο Γκάχρις μουρμουριστά πάλι τώρα, στρεφόμενος ξανά προς τη φωτιά. «Αν γίνει κόμης, σίγουρα θα επισπεύσει τον θάνατό του, θα φέρει την καταστροφή στον Οίκο Μπέντγουιρ, γιατί θα κάνει τον βασιλιά και τους δούκες του να στρέψουν την ανεπιθύμητη προσοχή τους στο Μπέντγουιντριν. Ω, πόσο ανόητος είναι ο αλαζόνας άνθρωπος! Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ!»

Ο Γκάχρις είχε εκνευριστεί με τα ίδια του τα λόγια, χτυπούσε τη γροθιά του στον αέρα καθώς μιλούσε και η πρώτη παρόρμηση του Λούθιεν ήταν να πλησιάσει για να προσπαθήσει να τον ηρεμήσει. Κάτι τον συγκράτησε όμως. Απλώς έκανε μεταβολή και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο. Αγαπούσε τον πατέρα του, τον σεβόταν σε όλη του τη ζωή, τώρα όμως τα λόγια του αντηχούσαν κούφια στα αυτιά του Λούθιεν —αυτιά που άκουγαν ακόμη τον μοιραίο, μεταλλικό κρότο της βαλλίστρας και τον ρόγχο της τελευταίας ανάσας του Γκαρθ Ρόγκαρ.

Загрузка...