Ο Λούθιεν μπήκε αδιάφορα στο Ντουέλφ λίγη ώρα μετά τον Όλιβερ, όπως του είχε ζητήσει ο φίλος του. Ο Όλιβερ ήταν πολύ προσεκτικός τη βδομάδα μετά την απόδραση από τα ορυχεία, φροντίζοντας να μην εμφανίζεται παντού μαζί με τον Λούθιεν, έτσι ώστε να μη δίνεται πια η εντύπωση ότι είναι οι δυό τους αχώριστοι σύντροφοι. Ο Λούθιεν δεν καταλάβαινε πολύ αυτές τις προφυλάξεις. Υπήρχαν ένα σωρό κακοποιοί σε αυτό τον τομέα του Μόντφορτ, που με τη δράση τους κάλυπταν τα δικά τους ίχνη. Αν οι Πραιτωριανοί έψαχναν για έναν άνθρωπο και έναν χάφλινγκ θα έβρισκαν δεκάδες τέτοια ζευγάρια.
Δεν έφερε αντίρρηση, όμως, θεωρώντας συνετές τις προφυλάξεις του Όλιβερ.
Το Ντουέλφ ήταν γεμάτο κόσμο, όπως ήταν κάθε βράδυ αυτή τη βδομάδα. Ξωτικά και νάνοι, χάφλινγκ και άνθρωποι γέμιζαν όλα τα τραπέζια — εκτός από ένα: το γωνιακό, όπου καθόταν μια ομάδα σκυθρωπών Πραιτωριανών, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί.
Ο Λούθιεν πέρασε μέσα από τον κόσμο και κάθισε σ’ ένα άδειο σκαμνί μπροστά στον πάγκο, δίπλα στον Όλιβερ.
«Όλιβερ!» είπε ενθουσιασμένος. «Πολύ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Πόσον καιρό έχουμε να τα πούμε; Κανένα μήνα τώρα;»
Ο Όλιβερ κοίταξε τον δήθεν χαρούμενο φίλο του με σκεφτικό ύφος.
«Ήσαστε και οι δύο εδώ προχτές το βράδυ», είπε ξερά ο Τάσμαν καθώς περνούσε.
«Ωχ», έκανε ο Λούθιεν και χαμογέλασε απολογητικά σηκώνοντας τους ώμους. Κοίταξε γύρω του. «Έχει πολύ κόσμο πάλι σήμερα», είπε.
«Τους φέρνει το καλό κουτσομπολιό», απάντησε ο Τάσμαν περνώντας πάλι από μπροστά τους προς την αντίθετη κατεύθυνση και γλιστρώντας μια μπίρα μπροστά στον Λούθιεν, καθώς πήγαινε να εξυπηρετήσει έναν άλλο διψασμένο πελάτη.
Ο Λούθιεν σήκωσε το ποτήρι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά, προσέχοντας μόλις τότε τη σιωπή του Όλιβερ. Ο φίλος του είχε μια έκφραση σαν ήταν χαμένος σε βαθιές σκέψεις.
«Καλό κουτσομπολιό…» άρχισε να λέει ο Λούθιεν. Ήταν έτοιμος να ρωτήσει σε τι αφορούν τα κουτσομπολιά, αλλά δεν χρειάστηκε, αφού εκείνη τη στιγμή, μέσα στη γενική φασαρία, άκουσε κάποια αποσπάσματα από συζητήσεις. Μιλούσαν για την Πορφυρή Σκιά. Σε μια στιγμή, μάλιστα, ένα καχεκτικό, μισομεθυσμένο ανθρωπάκι πήγε τρεκλίζοντας μέχρι το τραπέζι των Κυκλωπιανών. «Η Σκιά ζει!» είπε, κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του κάτω από τη μύτη τους. Ένας από τους Κυκλωπιανούς πήγε να τον αρπάξει από τον λαιμό, αλλά κάποιος σύντροφός του τον έπιασε από το χέρι και τον κράτησε κάτω.
«Σίγουρα θα γίνει καυγάς», είπε ο Λούθιεν.
«Δεν θα είναι ο πρώτος αυτή τη βδομάδα», απάντησε βλοσυρός ο Όλιβερ.
Έμειναν στο Ντουέλφ πάνω από μια ώρα, με τον Λούθιεν να ακούει τις ενθουσιασμένες συζητήσεις των θαμώνων και τον Όλιβερ να κάθεται με μια μπίρα μπροστά του και να σκέφτεται την κατάσταση. Πίσω από κάθε αφήγηση άκουγες έναν γενικό ερεθισμό, και ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι ο θρύλος της Πορφυρής Σκιάς είχε δώσει στους φτωχούς του Μόντφορτ κάποια ελπίδα, μια εστία συσπείρωσης της ξεφουσκωμένης τους περηφάνιας.
Το βήμα του ήταν ανάλαφρο όταν ακολούθησε τον Όλιβερ, που σηκώθηκε και του έκανε νόημα να φύγουν.
«Ίσως πρέπει να μείνουμε λίγο», είπε ο Λούθιεν όταν βγήκαν στον κρύο, νυχτερινό αέρα. «Μπορεί να γίνει συμπλοκή με τους Κυκλωπιανούς, και οι μονόφθαλμοι είναι καλύτερα οπλισμένοι από τους πελάτες του Ντουέλφ».
«Τότε οι πελάτες θα μάθουν να μην τα βάζουν με καλύτερα οπλισμένους Κυκλωπιανούς», απάντησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν σταμάτησε και τον κοίταξε για λίγο καθώς εκείνος συνέχιζε τον δρόμο του. Δεν ήξερε τι ακριβώς ενοχλούσε τον φίλο του, αλλά υποψιαζόταν ότι μάλλον είχε σχέση με το γεγονός ότι η δράση της Πορφυρής Σκιάς τραβούσε όλο και περισσότερο την προσοχή των αρχών.
Ο Όλιβερ όντως ανησυχούσε, φοβόταν ότι όλη αυτή η υπόθεση της Πορφυρής Σκιάς είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Δεν τον ενοχλούσε που άκουγε τον κόσμο να μιλάει κατά της τυραννίας του Μόρκνεϊ και των εμπόρων του — πίστευε πως ό,τι κι αν πάθαιναν όλα αυτά τα καθάρματα, τους άξιζε. Είχε όμως αρχίσει να αισθάνεται τον χειρότερο φόβο ενός κλέφτη: ότι αυτός κι ο Λούθιεν είχαν τραβήξει την προσοχή ισχυρών αντιπάλων, πράγμα που τον ανησυχούσε. Βέβαια, του άρεσε να είναι το επίκεντρο της προσοχής και συχνά φρόντιζε ο ίδιος να γίνει, αλλά υπήρχαν και κάποια λογικά όρια.
Ο Λούθιεν τον πρόλαβε γρήγορα. «Έχεις προγραμματίσει καμιά επιδρομή στην άνω πόλη, απόψε;» ρώτησε, αν κι ήταν φανερό από τον τόνο του ότι αυτή η ιδέα δεν του άρεσε καθόλου.
Ο Όλιβερ τον κοίταξε υψώνοντας το φρύδι με ένα ύφος σαν να τον ειρωνευόταν για την ερώτηση. Δεν είχαν δουλέψει καθόλου από τότε που είχαν ελευθερώσει τον Σάγκλιν, και ο Όλιβερ είχε εξηγήσει ήδη στον Λούθιεν ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα ξαναπήγαιναν στο πάνω τμήμα της πόλης πριν περάσει τουλάχιστον ένας μήνας. Ήξερε όμως γιατί ρωτούσε ο Λούθιεν.
«Έχεις σχέδια για απόψε», είπε. Ήταν κάτι ανάμεσα σε δήλωση και ερώτηση, γιατί ο Όλιβερ ήξερε ήδη την απάντηση: Ο Λούθιεν ήθελε να βρεθεί με την Σιόμπαν.
«Θα συναντηθώ με τους Κάτερς για να δω τι κάνει ο Σάγκλιν και ο φίλος του», απάντησε ο Λούθιεν.
«Οι νάνοι είναι μια χαρά», είπε ο Όλιβερ. «Τα ξωτικά και οι νάνοι τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους, αφού υποφέρουν και οι δύο από τους διωγμούς των ανθρώπων».
«Θέλω απλώς να δω τι κάνουν», έκανε ο Λούθιεν.
«Φυσικά», είπε ο Όλιβερ με ένα λοξό χαμόγελο. «Αλλά ίσως θα ήταν προτιμότερο να γυρίσεις πίσω στο σπίτι, απόψε. Κάνει κρύο, και υποψιάζομαι ότι σίγουρα θα ξεσπάσει κάποιος καβγάς στο Ντουέλφ πριν ακόμη δύσει το φεγγάρι».
Ο Όλιβερ, παρά τη σοβαρή του έκφραση, κόντεψε να βάλει τα γέλια βλέποντας το απογοητευμένο ύφος του Λούθιεν. Δεν είχε καμία πρόθεση να εμποδίσει αυτήν τη συνάντηση, ήθελε όμως να βασανίσει λίγο τον νεαρό του φίλο. Ο Όλιβερ πίστευε ότι ο έρωτας δεν πρέπει να είναι κάτι εύκολο: ο απαγορευμένος καρπός είναι πάντα πιο γλυκός.
«Εντάξει», είπε τελικά ο χάφλινγκ αφού η αμήχανη σιωπή τράβηξε για μερικές στιγμές ακόμη. «Αλλά μην αργήσεις πολύ!»
Ο Λούθιεν γύρισε και απομακρύνθηκε τρέχοντας, ενώ ο Όλιβερ δεν μπόρεσε να μη γελάσει ξανά. Χαμογελούσε σε όλο τον δρόμο μέχρι το διαμέρισμα — οι ανησυχίες του είχαν παραμεριστεί από τη ρομαντική του φύση.
Η ώρα ήταν περασμένη, αλλά στα διαμερίσματα του δούκα Μόρκνεϊ, στο παλάτι, υπήρχαν ακόμη αναμμένα κεριά. Μερικοί έμποροι είχαν απαιτήσει ακρόαση, και ο δούκας, που ήταν πολύ απασχολημένος καθώς πλησίαζε το τέλος της εμπορικής σεζόν, δεν είχε τον χρόνο να τους δει νωρίτερα.
Ο Μόρκνεϊ υποψιαζόταν ποιο θα ήταν το θέμα της ακρόασης: όλο το Μόντφορτ βούιζε για την απόδραση από τα ορυχεία. Το νέο αυτό δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τον δούκα — σε τελική ανάλυση, δεν ήταν η πρώτη φορά που ξέφευγε κάποιος κρατούμενος, ούτε θα ήταν και η τελευταία. Προφανώς, όμως, το γεγονός αυτό είχε ανησυχήσει σοβαρά τους εμπόρους, που έστεκαν σκυθρωποί μπροστά στο μεγαλόπρεπο γραφείο του δούκα.
Ο Μόρκνεϊ έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και άκουσε με ενδιαφέρον τους εμπόρους που παραπονιόνταν και κλαψούριζαν, μιλώντας συνέχεια για αυτή τη μυστηριώδη Πορφυρή Σκιά.
«Ζωγράφισαν κόκκινες σκιές στο μαγαζί μου!» είπε κάποιος.
«Και στο δικό μου», πρόσθεσαν ταυτόχρονα άλλοι δύο.
«Και σε όλους σχεδόν τους δρόμους του Μόντφορτ έχουν γράψει το σύνθημα “Η Σκιά Ζει!”» είπε ένας τρίτος.
Ο Μόρκνεϊ έγνεψε καταφατικά — είχε δει κι αυτός τα ενοχλητικά συνθήματα στους δρόμους. Ήξερε φυσικά ότι δεν τα είχε γράψει η Πορφυρή Σκιά, αλλά κάποιοι άλλοι που είχαν πάρει θάρρος από τη δράση αυτού του μυστηριώδη κλέφτη, και ο Μόρκνεϊ είχε αρκετό μυαλό για να καταλάβει ότι αυτό ήταν επικίνδυνο.
Άκουγε ευγενικά τους εμπόρους να απεραντολογούν για μία ώρα ακόμη, αν και έλεγαν τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Τους υποσχέθηκε να ασχοληθεί σοβαρά με το ζήτημα, στην πραγματικότητα όμως ο Μόρκνεϊ απλώς ήλπιζε ότι αυτό το ασήμαντο πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του.
Ο βασιλιάς Γκρινσπάροου είχε παραπονεθεί πάλι για τους φόρους από το Μόντφορτ, ενώ, όπως έλεγαν όλοι οι ντόπιοι μάντεις, ο χειμώνας θα ήταν πολύ βαρύς.
Έτσι ο δούκας του Μόντφορτ αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση όταν ο λοχαγός της Πραιτωριανής Φρουράς τον διέκοψε πάνω στο πρόγευμά του το επόμενο πρωί για να τον πληροφορήσει ότι το καραβάνι που είχε ξεκινήσει για το Άβον, μεταφέροντας τους τέσσερις άντρες οι οποίοι είχαν καταδικαστεί την ίδια μέρα με τον νάνο Σάγκλιν, δέχτηκε επίθεση στον δρόμο.
Ο λοχαγός του έδειξε έναν κουρελιασμένο κόκκινο μανδύα που σε πολλά σημεία είχε την σκούρα απόχρωση του ξεραμένου αίματος.
«Τον σκοτώσαμε», είπε ο Κυκλωπιανός. «Τέρμα η Πορφυρή Σκιά! Σκοτώσαμε και τον χάφλινγκ που ήταν μαζί του. Και εφτά άλλους ακόμη, που τους βοηθούσαν», συνέχισε δείχνοντας έξι δάχτυλα.
«Και το καραβάνι;»
«Συνεχίζει κανονικά τον δρόμο του», απάντησε χαρούμενος ο λοχαγός. «Έχασα τέσσερις άνδρες, αλλά τώρα έχουμε δύο ακόμη κρατούμενους, ενώ η Πορφυρή Σκιά και ο χάφλινγκ είναι νεκροί και τους σέρνουμε με σχοινιά πίσω από τις άμαξες».
Ο Μόρκνεϊ πήρε τον σχισμένο μανδύα υποσχόμενος στον λοχαγό ότι αυτός και οι άνδρες του θα ανταμειφθούν ανάλογα. Έδιωξε τον Κυκλωπιανό και ανακάλυψε ότι το πρωινό του είχε τώρα καλύτερη γεύση.
Αργότερα όμως του ήρθε ένα ξαφνικό, ανησυχητικό προαίσθημα, γι’ αυτό, παίρνοντας τον σχισμένο μανδύα, πήγε στο γραφείο του. Βρήκε ένα συγκεκριμένο βιβλίο στη βιβλιοθήκη και μετά έψαξε στα συρτάρια του γραφείου για να βρει τα απαραίτητα συστατικά για το ξόρκι. Η Πορφυρή Σκιά είχε αφήσει ίχνη στις επιδρομές που έκανε, σιλουέτες που δημιουργήθηκαν κατά μαγικό τρόπο πάνω σε τοίχους και βιτρίνες, και ο Μόρκνεϊ πίστευε ότι αυτό ήταν έργο του μανδύα.
Ο δούκας σκόρπισε βότανα και σκόνες πάνω στο σχισμένο ύφασμα διαβάζοντας το ξόρκι από το βιβλίο. Τα συστατικά έλαμψαν για λίγο με ένα αλλόκοτο, ασημόγκριζο χρώμα και μετά έσβησαν.
Ο Μόρκνεϊ περίμενε ένα λεπτό, μετά άλλο ένα. Δεν έγινε τίποτα. Ο ματωμένος μανδύας δεν ήταν μαγικός.
Αυτή η επιδρομή, όπως και τα συνθήματα στους δρόμους, δεν ήταν έργο της πραγματικής Πορφυρής Σκιάς, αλλά μια προσπάθεια μίμησης από κάποιον που ήθελε να του κλέψει τη δόξα.
Ο δούκας Μόρκνεϊ έγειρε πίσω στη μεγάλη πολυθρόνα και έφερε το γέρικο, τρεμάμενο χέρι του στο πηγούνι. Η Πορφυρή Σκιά είχε αρχίσει να γίνεται σοβαρό πρόβλημα.
Οι θαμώνες του Ντουέλφ ήταν ζαρωμένοι και σοβαροί εκείνο το βράδυ, καθώς είχε μαθευτεί ότι ένας χάφλινγκ ονόματι Στάμπι Κορσετμπάστερ και ένας άνθρωπος ονόματι Ντέρτι Άμπνερ είχαν σκοτωθεί σε μια επιδρομή στον δρόμο ανατολικά του Μόντφορτ. Η Πορφυρή Σκιά είχε σκοτωθεί, έλεγαν οι φήμες — φήμες οι οποίες δεν φάνηκαν να στενοχωρούν καθόλου τον Όλιβερ ντε Μπάροους, που μπήκε στην ταβέρνα λίγο μετά τη δύση του ήλιου και βρήκε τον Λούθιεν.
«Ναι, λένε ότι η Πορφυρή Σκιά δεν υπάρχει πια», τους είπε ο Τάσμαν γεμίζοντας τα ποτήρια τους με μπίρα.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι η έκφραση του ταβερνιάρη δεν ταίριαζε με αυτό το σοβαρό νέο. Και πόσος καιρός πάει τώρα, αναρωτήθηκε ο Λούθιεν, από την τελευταία φορά που ο Τάσμαν μας ζήτησε να πληρώσουμε; Ή όταν νοικιάζεις ένα διαμέρισμα από τον ταβερνιάρη συμπεριλαμβάνονται στη συμφωνία και δωρεάν ποτά;
Ο Τάσμαν πήγε να εξυπηρετήσει έναν άλλο πελάτη, αλλά πριν απομακρυνθεί κοίταξε για αρκετές στιγμές τον Λούθιεν και τον Όλιβερ με ένα επίμονο βλέμμα — ένα βλέμμα γεμάτο νόημα, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν.
«Κρίμα για τον Στάμπι», είπε ο Όλιβερ. «Ήταν εξαιρετικός χάφλινγκ, με ωραία, χοντρή κοιλιά». Η έκφραση του Όλιβερ όμως, σκέφτηκε ο Λούθιεν, όπως και του Τάσμαν προηγουμένως, δεν ταίριαζε με τα λόγια του.
«Δεν σε έχει ενοχλήσει αυτό που έγινε!» του είπε ο Λούθιεν επικριτικά. «Σκοτώθηκαν αρκετοί άνθρωποι, καθώς και ο εξαιρετικός σου χάφλινγκ».
«Κλέφτες σκοτώνονται καθημερινά στους δρόμους του Μόντφορτ», είπε ο Όλιβερ κοιτάζοντας τον Λούθιεν στα μάτια. «Πρέπει να δεις τη θετική πλευρά του πράγματος».
«Τη θετική;» επανέλαβε ο Λούθιεν και σχεδόν πνίγηκε.
«Τα λεφτά μας δεν θα μας φτάσουν για όλο τον χειμώνα», του εξήγησε ο Όλιβερ. «Και δεν μου αρέσει η προοπτική να περιπλανιέμαι στο δρόμο με τις τόσο κρύες χιονονιφάδες να πέφτουν παντού γύρω μου.
Ο Λούθιεν κατάλαβε τι εννοούσε ο φίλος του. Γύρισε πάλι στο ποτήρι της μπίρας που είχε μπροστά του με μελαγχολική έκφραση. Όλη αυτή η ιστορία του άφηνε μια ξινή γεύση στο στόμα.
»Τώρα, αν μπορούσαμε να κάνουμε αυτό τον εκπληκτικό μανδύα σου να μην αφήνει εκείνα τα σημάδια…» πρόσθεσε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κούνησε σκυθρωπός το κεφάλι. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή η όχι και τόσο έντιμη ζωή έχει ένα τίμημα, ένα τίμημα που το πληρώνεις με τη συνείδηση και την καρδιά σου. Κάποιοι άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στο όνομα της Πορφυρής Σκιάς, παριστάνοντας την Πορφυρή Σκιά, ενώ τώρα αυτός και ο Όλιβερ θα χρησιμοποιούσαν τούτο το τραγικό γεγονός προς όφελος τους. Ο Λούθιεν άδειασε το ποτήρι του κι έκανε νόημα στον Τάσμαν να του βάλει κι άλλο.
Ο Όλιβερ του τράβηξε το χέρι και του έκανε νόημα δείχνοντας προς την πόρτα του Ντουέλφ και ψιθυρίζοντας ότι καλό θα ήταν να φύγουν.
Μια ομάδα Πραιτωριανών μπήκαν στην ταβέρνα με αυτάρεσκο ύφος στα άσχημα μούτρα τους.
Λίγη ώρα αφότου έφυγαν οι δυο φίλοι από το Ντουέλφ, ξέσπασε καβγάς. Τρεις άνθρωποι και δύο Κυκλωπιανοί σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν, ώσπου να απωθηθούν πάλι οι Πραιτωριανοί στο πάνω τμήμα της πόλης.
Ο δούκας Μόρκνεϊ ήταν ακόμη ξύπνιος, αργότερα, εκείνη τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα ήταν η καλύτερη ώρα γι’ αυτό που ήθελε να κάνει, η ώρα που οι μαγικές δυνάμεις βρίσκονται στο αποκορύφωμα της έντασής τους.
Ο δούκας πήγε στο γραφείο του, πλησίασε σε έναν τοίχο και παραμέρισε κάποια μεγάλη ταπισερί αποκαλύπτοντας έναν τεράστιο καθρέφτη με χρυσή κορνίζα. Κάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν μπροστά του, διάβασε μερικές φράσεις από ένα άλλο μαγικό βιβλίο και πέταξε μια χούφτα κονιορτοποιημένο κρύσταλλο στο γυαλί. Σχεδόν αμέσως τα είδωλα μέσα στον καθρέφτη χάθηκαν, δίνοντας τη θέση τους σε ένα γκρίζο σύννεφο που στροβιλιζόταν.
Ο Μόρκνεϊ συνέχισε τους ψαλμούς στέλνοντας τις σκέψεις του —σκέψεις για την Πορφυρή Σκιά— στον καθρέφτη. Το γκρίζο σύννεφο κινήθηκε αρχίζοντας να παίρνει μορφή, και ο Μόρκνεϊ έσκυψε μπροστά σίγουρος ότι γρήγορα θα μάθαινε την ταυτότητα αυτού του επικίνδυνου κακοποιού.
Ένα κόκκινο πέπλο απλώθηκε ξαφνικά πάνω στον καθρέφτη σβήνοντας κάθε εικόνα.
Τα μάτια του Μόρκνεϊ άνοιξαν διάπλατα από κατάπληξη. Άρχισε πάλι τον ψαλμό και συνέχισε για μια ώρα σχεδόν, ραντίζοντας τον καθρέφτη αρκετές φορές ακόμη με την πολύτιμη κρυσταλλική σκόνη, αλλά δεν μπόρεσε να διαπεράσει το φράγμα του κόκκινου πέπλου.
Πήγε πάλι στο γραφείο του, μάζεψε μια στοίβα από βιβλία και περγαμηνές και μελετούσε όλη μέρα. Είχε βρει αρκετές αναφορές στη θρυλική Πορφυρή Σκιά, έναν κλέφτη που τρομοκρατούσε τους Γασκόνους την περίοδο που είχαν καταλάβει τη χώρα. Όμως, τούτες οι λίγες πληροφορίες ήταν εξίσου ασαφείς όσο και τα ίχνη που άφηνε αυτός που φορούσε τώρα τον μανδύα. Ωστόσο, μια αναφορά μιλούσε για τον πορφυρό μανδύα και για τη μαγική του ικανότητα να προστατεύει τον ιδιοκτήτη του από τα αδιάκριτα μάτια.
Ο Μόρκνεϊ κοίταξε τον κόκκινο καθρέφτη. Προφανώς, ο μανδύας προστάτευε τον ιδιοκτήτη του ακόμη κι από ξόρκια που μπορεί να αποκάλυπταν την ταυτότητά του.
Ο δούκας δεν απογοητεύτηκε όμως. Είχε μάθει πολλά απόψε — κυρίως είχε επιβεβαιώσει ότι εκείνοι που επετέθησαν στις άμαξες ήταν απατεώνες και ότι η πραγματική Πορφυρή Σκιά ζούσε ακόμη. Και ο σοφός Μόρκνεϊ, που είχε ζήσει ολόκληρους αιώνες, δεν ανησύχησε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο μανδύας εμπόδισε την προσπάθειά του. Δεν είχε καταφέρει να φέρει την εικόνα της Πορφυρής Σκιάς στον καθρέφτη του, αλλά ίσως κατάφερνε να εντοπίσει κάποιον που να αποτελεί το αδύνατο σημείο αυτού του πονηρού κλέφτη.