10 Αθώα ψέματα;

Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν βγήκαν από το νέο μαγικό τούνελ του Μπριντ’Αμούρ, και το πρώτο πράγμα που πρόσεξαν ήταν ότι το σπήλαιο όπου βρίσκονταν τώρα ήταν πολύ ζεστό. Και τεράστιο! Ο δαυλός του Λούθιεν φώτιζε το ένα τοίχωμα μόνο, εκείνο από το οποίο βγήκαν, ενώ μόλις που διέκριναν μια κρυσταλλική αναλαμπή από τους μεγάλους, μυτερούς σταλακτίτες που κρέμονταν απειλητικά σε μεγάλο ύψος πάνω από τα κεφάλια τους.

Αντιλήφθηκαν μια λάμψη από πίσω τους και, γυρίζοντας, είδαν ότι η πύλη του Μπριντ’Αμούρ είχε αρχίσει να μικραίνει. Στην αρχή έτρεξαν και οι δύο προς το φως, φοβούμενοι ότι ο μάγος είχε σκοπό να τους εγκαταλείψει αποκλεισμένους μέσα στη σπηλιά. Ο στροβιλισμός όμως συνεχιζόταν — η πύλη είχε στενέψει στο μέγεθος μιας γροθιάς, αλλά το φως δεν ήταν λιγότερο έντονο.

«Απλώς μίκρυνε την πύλη για να μην μπορούν να περάσουν Κυκλωπιανοί, αν ζουν ακόμη», είπε ανακουφισμένος ο Όλιβερ.

«…Ή για να μην μπορέσουμε να περάσουμε εμείς και να του το σκάσουμε, μέχρι να βρούμε το ραβδί», πρόσθεσε ο Λούθιεν. «Έχει εκείνη την κρυστάλλινη σφαίρα, κι έτσι θα μπορεί να παρακολουθεί κάθε μας κίνηση».

Ο Λούθιεν, καθώς μιλούσε, πλησίασε πάλι στο τοίχωμα της σπηλιάς για να παρατηρήσει την παράξενη υφή του. Δεν είχε δει πολλές σπηλιές στη ζωή του, μόνο το σπήλαιο του μάγου και τις θαλάσσιες σπηλιές στη βραχώδη ακτή κοντά στην Νταν Βάρνα, αυτή όμως του φαινόταν κάπως αλλόκοτη. Το πέτρωμα των τοιχωμάτων ήταν χαλκόχρωμο και τραχύ, πράγμα φυσικό, αλλά το διαπερνούσαν γραμμές από ένα άλλο υλικό, λείο και με πιο σκούρα απόχρωση.

«Λιωμένο μετάλλευμα», του εξήγησε ο Όλιβερ πλησιάζοντας. Ο χάφλινγκ κοίταξε πάνω και γύρω τους. «Χαλκός, υποψιάζομαι. Διαχωρίστηκε από το υπόλοιπο πέτρωμα λόγω ανάπτυξης πολύ υψηλής θερμότητας».

Ο Λούθιεν κοίταξε κι αυτός την περιοχή. «Εδώ πρέπει να βρίσκεται το σημείο όπου σφράγισαν το σπήλαιο οι μάγοι», είπε. «Ίσως να χρησιμοποίησαν μαγικές φλόγες». Η φράση του ακούστηκε σαν δήλωση αλλά και σαν ερώτηση.

«Ναι, αυτό πρέπει να έγινε», συμφώνησε ο Όλιβερ, αλλά κι αυτός δεν ακουγόταν πολύ σίγουρος. Χτύπησε την πέτρα με τη λαβή του μεν-γκος, προσπαθώντας να εκτιμήσει την στερεότητά της. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, το τοίχωμα ήταν πολύ χοντρό. Αυτό, με τη σειρά του, τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η θερμότητα είχε δημιουργηθεί από κάτι που βρισκόταν από την πλευρά του τοιχώματος όπου βρίσκονταν οι δυό τους, αλλά προτίμησε να κρατήσεις τις σκέψεις του για τον εαυτό του.

»Έλα, πάμε», μουρμούρισε. «Δεν θέλω να μείνω εδώ μέσα περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται». Σταμάτησε, για να κοιτάξει τον Λούθιεν που περιεργαζόταν ακόμη το λιωμένο μετάλλευμα και κατάλαβε ότι ο έξυπνος σύντροφός του έκανε τους ίδιους συλλογισμούς. «Βιάζομαι, με περιμένουν τόσα χοντρά πουγκιά στο Μόντφορτ», πρόσθεσε μιλώντας πιο δυνατά, ενώ αμέσως του απάντησε η ηχώ από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα λόγια του πάντως, όπως έλπιζε άλλωστε, έκαναν τον Λούθιεν να πάψει να σκέφτεται το τοίχωμα της σπηλιάς.

Ο Όλιβερ πίστευε ότι δεν έχει νόημα να ανησυχείς χωρίς λόγο.

Το έδαφος ήταν ανώμαλο και, κατά διαστήματα, υπήρχαν σειρές από σταλαγμίτες που ήταν πολύ ψηλότεροι από τον Λούθιεν. Αν και αυτή η περιοχή ήταν ένας ενιαίος θάλαμος, σε κάποια σημεία, καθώς περνούσαν ανάμεσα στους σταλαγμίτες, ήταν λες και περπατούσαν μέσα σε στενούς διαδρόμους. Οι σκιές από τον δαυλό του Λούθιεν τους περιτριγύριζαν απειλητικά, δημιουργώντας τους μια ένταση που τους έκανε να κοιτάζουν συνέχεια γύρω τους.

Έφτασαν σε μια απότομη κατηφοριά, στο τέρμα της οποίας είδαν ότι είχε δημιουργηθεί ένα μονοπάτι ανάμεσα στους σταλαγμίτες, που έμοιαζαν ποδοπατημένοι, με μεγάλα κομμάτια τους σκορπισμένα τριγύρω.

«Εκεί θα μπορέσουμε να περάσουμε πιο εύκολα», είπε ο Λούθιεν. Άρχισε να κατεβαίνει με προσοχή την κατηφόρα γέρνοντας τόσο, ώστε γλιστρούσε σχεδόν καθιστός.

Ο Όλιβερ τον έπιασε από τον ώμο και τον τράβηξε με δύναμη.

«Δεν αναρωτήθηκες τι τα σύντριψε όλ’ αυτά;» ρώτησε σκυθρωπός.

Ήταν μια ερώτηση στην οποία ο Λούθιεν προτιμούσε να μην απαντήσει — προτιμούσε να μην τη σκέφτεται καν. «Πάμε», ήταν το μόνο που είπε αρχίζοντας πάλι να κατεβαίνει.

«Μάγοι!», μουρμούρισε ο Όλιβερ και, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο μακρινό πια τοίχωμα με την πύλη του μάγου, σήκωσε τους ώμους και ακολούθησε τον σύντροφό του.

Όταν έφτασε κάτω, είδε τον Λούθιεν να στέκει εντελώς ακίνητος και να κοιτάζει στο πλάι πάνω από έναν σπασμένο σταλαγμίτη.

«Τι…» πήγε να ρωτήσει ο Όλιβερ, αλλά πήρε μόνος την απάντησή του μόλις έφτασε δίπλα στον Λούθιεν. Κόκαλα σκελετών ήταν σκορπισμένα πίσω από τις πέτρες. Οι δυο φίλοι κοίταξαν ανήσυχοι γύρω τους σαν να περίμεναν να βγει κάποιο φρικτό και πανίσχυρο τέρας και να τους λειώσει.

Ο Όλιβερ πλησίασε πιο κοντά. «Άνθρωποι», είπε ο Όλιβερ σηκώνοντας ένα κρανίο με δύο κόγχες ματιών. «Όχι Κυκλωπιανοί».

Υπήρχαν τρεις σκελετοί συνολικά, αλλά μόνο δύο κρανία —φαίνεται ότι το τρίτο είχε γίνει διαλυθεί τελείως. Τα κόκαλα ήταν ασπρισμένα, παρ’ όλα αυτά όμως δεν πρέπει να ήταν από πολύ καιρό στη σπηλιά — σίγουρα όχι εδώ και τετρακόσια χρόνια. Ένα από τα πόδια, που ήταν μισοσκεπασμένο από κάποιον βράχο, είχε ακόμη συνδέσμους και κομμάτια δέρμα, ενώ τα ρούχα αν και κουρελιασμένα δεν είχαν σαπίσει εντελώς.

«Μπορεί να μην είμαστε οι πρώτοι που έστειλε ο Μπριντ’Αμούρ για να βρουν το ραβδί του», είπε ο Λούθιεν.

«…Και ό,τι κι αν ήταν εδώ μέσα, ζει ακόμη», πρόσθεσε ο Όλιβερ. Κοίταξε γύρω τους σπασμένους σταλαγμίτες και το συντριμμένο κρανίο. «Δεν νομίζω ότι μπορεί να το έκαναν Κυκλωπιανοί αυτό», είπε. «Ούτε καν Κυκλωπιανός βασιλιάς».

Πρώτα το λιωμένο μετάλλευμα στα τοιχώματα, μετά οι σπασμένοι σταλαγμίτες και τώρα αυτό. Μια αίσθηση φόβου τύλιξε τους δυο συντρόφους. Ο Λούθιεν έφερε πάλι στον νου του όσα τους είχε πει ο Μπριντ’Αμούρ για τη σπηλιά. Με βάση αυτές τις ανακαλύψεις τους, ο Λούθιεν συμπέρανε ότι ο μάγος τους είπε όντως ψέματα, ή τουλάχιστον δεν τους είπε όλη την αλήθεια.

Όμως, τι μπορούσαν να κάνουν τώρα; Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσουν από την πύλη αν δεν την μεγάλωνε ο Μπριντ’Αμούρ, και ο Λούθιεν ήξερε ότι ο μάγος δεν, θα έκανε κάτι τέτοιο αν δεν έβρισκαν πρώτα το χαμένο του ραβδί.

«Αν το ραβδί είναι τόσο πολύτιμο, τότε θα πρέπει να το βρούμε μαζί με άλλους θησαυρούς, τους οποίους θα έχει μαζέψει το πλάσμα που ζει εδώ μέσα», είπε αποφασισμένα ο Λούθιεν. «Και οι σπασμένοι σταλαγμίτες θα μας οδηγήσουν εκεί».

«Τι ωραία!» έκανε ο Όλιβερ.

Το μονοπάτι τους οδήγησε γρήγορα έξω από τον τεράστιο θάλαμο, μέσα σε έναν στενό διάδρομο. Τα τοιχώματα δεξιά κι αριστερά τους ήταν αρκετά κοντά για να φαίνονται καθαρά στο φως του δαυλού, ενώ λίγο πιο κάτω φάνηκε και η οροφή. Όλα τούτα όμως δεν τους έδωσαν καμιά παρηγοριά, γιατί το πλάσμα που είχε περάσει μέσα από αυτό τον διάδρομο, ό,τι κι αν ήταν, δεν είχε ισοπεδώσει μόνο τους σταλαγμίτες στο έδαφος αλλά είχε σπάσει και τους σταλακτίτες που κρέμονταν ψηλά από την οροφή.

Ο αέρας είχε γίνει ακόμη πιο ζεστός εδώ, ενώ τα τοιχώματα έλαμπαν με ένα σκούρο, κόκκινο χρώμα. Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα ο διάδρομος άρχισε να κατηφορίζει ξαφνικά κι έγινε σχεδόν κατακόρυφος για ένα μικρό διάστημα, μέχρι που φάρδυνε πάλι καταλήγοντας σε έναν θάλαμο με πιο επίπεδο αλλά, ωστόσο, πάντα κατηφορικό έδαφος. Ο Λούθιεν άρχισε να κατεβαίνει πρώτος, με τον Όλιβερ λίγο πίσω του.

Έφτασαν στις όχθες μιας υπόγειας λίμνης, που τα ακίνητα νερά της άστραφταν με ένα μουντό κόκκινο και πορτοκαλί χρώμα εκπέμποντας ανταύγειες κάτω από το φως του δαυλού, το οποίο φαινόταν πολύ πιο λαμπερό εδώ, αφού τα τοιχώματα ήταν σκεπασμένα με κρυστάλλους χαλαζία και άλλων ορυκτών. Στην απέναντι μεριά της λίμνης οι δυο σύντροφοι είδαν την είσοδο μιας άλλης στοάς που προχωρούσε περίπου προς την κατεύθυνση στην οποία περπατούσαν ως τώρα.

Ο Λούθιεν έσκυψε πάνω από το νερό απλώνοντας το χέρι του αργά, διστακτικά. Ένιωσε τη θερμότητα του ατμού που υψωνόταν από το νερό και, όταν αποτόλμησε να το αγγίξει, τραβήχτηκε αμέσως πίσω.

«Γιατί καίει τόσο πολύ;» ρώτησε ο Όλιβερ. «Είμαστε ψηλά στα βουνά, οι κορυφές σε μικρή απόσταση από δω είναι χιονισμένες».

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Λούθιεν υπενθυμίζοντάς του ότι δεν ήξεραν πού πραγματικά τους είχε οδηγήσει το τούνελ του μάγου.

Ο Όλιβερ κοίταξε τη λίμνη. Είχε γύρω στα εκατό μέτρα μήκος και ίσως το διπλάσιο πλάτος, αλλά εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να είναι ένα αδιαπέραστο εμπόδιο. Ίσως αυτό ήταν το τέλος του δρόμου τους, αφού το νερό κάλυπτε όλο το δάπεδο ως τα τοιχώματα του σπηλαίου και ο Όλιβερ, που δεν αγαπούσε πάρα πολύ το νερό έτσι κι αλλιώς, δεν είχε σκοπό να περάσει απέναντι κολυμπώντας.

«Υπάρχει ένα πέρασμα», είπε ο Λούθιεν, δείχνοντας αριστερά μια προεξοχή σαν πεζούλι, που διέτρεχε το τοίχωμα της σπηλιάς γύρω στα τρία μέτρα πάνω από το νερό.

Ο Όλιβερ δεν ενθουσιάστηκε με τη σκέψη να περάσουν από τη στενή προεξοχή. Άφησε το σακίδιό του κάτω, έλυσε τα λουριά αγνοώντας τις ερωτήσεις του Λούθιεν κι έβγαλε από μέσα ένα μακρύ και λεπτό, σχεδόν διάφανο κορδόνι, που κατέληγε σε κάποιον γάντζο με τρία δόντια.

Η οροφή δεν ήταν τόσο ψηλή εδώ, όχι πάνω από δέκα μέτρα στις περισσότερες περιοχές, ενώ η επιφάνειά της ήταν σπασμένη και ανομοιόμορφη, γεμάτη προεξοχές και ρωγμές. Ο Όλιβερ στριφογύρισε το σχοινί με τον γάτζο στην άκρη του και τον εκτόξευσε ψηλά πάνω από τη λίμνη. Ο γάντζος προσέκρουσε στην οροφή αλλά δεν βρήκε πουθενά να πιαστεί κι έπεσε μέσα στο νερό με έναν δυνατό παφλασμό.

Ο Λούθιεν κοίταξε άγρια τον Όλιβερ, καθώς η ηχώ του παφλασμού έσβηνε. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν τόλμησαν να κινηθούν.

«Νόμισα…» άρχισε να εξηγεί ο Όλιβερ.

«Τράβα τον πίσω!» τον έκοψε ο Λούθιεν, και ο Όλιβερ άρχισε να μαζεύει το κορδόνι. Εξήγησε στον νέο ότι ήθελε να πιαστεί ο γάντζος στην οροφή ώστε να κρατούν την άκρη του σχοινιού καθώς θα περνούσαν από το πεζούλι, για την περίπτωση που θα γλιστρούσαν ή που θα έπρεπε να προχωρήσουν πιο γρήγορα.

Η σκέψη του φάνηκε καλή στον Λούθιεν και, απ’ ό,τι έβλεπε, η άστοχη βολή του Όλιβερ κι ο θόρυβος που προκάλεσε, δεν τους είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Στο μεταξύ, το σχοινί μαζευόταν εύκολα, ο γάντζος δεν θα πρέπει να απείχε πολύ από την ακτή. Ξαφνικά όμως σταμάτησε να έρχεται και αντιστάθηκε ακόμη και στο πιο δυνατό τράβηγμα του Όλιβερ.

Ο Λούθιεν και ο χάφλινγκ κοιτάχτηκαν απορημένοι, μετά ο Λούθιεν έπιασε το σχοινί και τράβηξε κι αυτός. Όμως δεν κατάφερνε τίποτα — φαίνεται ότι ο γάντζος είχε σκαλώσει σε κάτι στον πυθμένα της λίμνης.

«Κόψε το σχοινί και πάμε να φύγουμε», είπε ο Λούθιεν, και ο Όλιβερ πήγε να βγάλει το μεν-γκος απρόθυμα, γιατί το σχοινί αυτό του ήταν πολύτιμο και δεν ήθελε να χάσει ούτε ένα κομμάτι του.

Ξαφνικά ο Όλιβερ τινάχτηκε προς τα εμπρός. Έσφιξε ενστικτωδώς το σχοινί και με τα δύο χέρια, μετά όμως κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στο τράβηγμα και θα παρασυρόταν στη λίμνη, έτσι χαλάρωσε το σφίξιμο. Μόνο τα καλοφτιαγμένα δερμάτινα γάντια του τον έσωσαν από τα εγκαύματα καθώς το σχοινί τραβιόταν τρομερά γρήγορα. Ο Όλιβερ κοίταξε την κουλούρα του σχοινιού που μίκραινε γοργά και άρχισε να χοροπηδάει ανήμπορος φωνάζοντας στον Λούθιεν να κάνει κάτι.

Αλλά τι μπορούσε να κάνει εκείνος; Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσκυψε σαν να ετοιμαζόταν να αρπάξει το σχοινί που ξετυλιγόταν, αλλά δεν τόλμησε να το πιάσει ξέροντας ότι ήταν αδύνατον να το σταματήσει.

Η κουλούρα είχε αρχικά τριάντα μέτρα σχοινί, που τώρα κόντευε να χαθεί σχεδόν όλο στη λίμνη. Ξαφνικά όμως το τράβηγμα σταμάτησε.

Ο Όλιβερ έπαψε κι αυτός να χοροπηδά και κοίταξε μια τον Λούθιεν μια το σχοινί.

«Μεγάλο ψάρι μέσα στη λίμνη!» είπε.

Ο Λούθιεν δεν μίλησε, συνέχισε απλώς να κοιτάζει τη λίμνη, όπου το νερό γαλήνεψε πάλι. Τελικά βρήκε το κουράγιο να σκύψει και να πιάσει το σχοινί. Το τράβηξε μαλακά και άρχισε να το μαζεύει με απλωτές, περιμένοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα νιώσει πάλι το τράβηγμα.

Προς μεγάλη τους έκπληξη, όμως, σε λίγο φάνηκε ο γάντζος σκεπασμένος με καφέ και κόκκινα νερόχορτα. Ο Λούθιεν τον σήκωσε ψηλά και τον καθάρισε, για να τον επιθεωρήσουν αμέσως μετά, μαζί με τον Όλιβερ. Ένα από τα δόντια ήταν λίγο λυγισμένο, αλλά δεν είχε άλλα σημάδια ούτε ίχνη από σάρκα ή λέπια ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να έδειχνε τι είχε συμβεί.

«…Κάποιο μεγάλο ψάρι που δεν του αρέσει πολύ η γεύση από το σίδερο», είπε ο Όλιβερ με γελώντας με μισή καρδιά. «Ας ανεβούμε στο πεζούλι να προχωρήσουμε».

Ο Λούθιεν όμως είχε αλλάξει γνώμη. Κοίταξε την οροφή της σπηλιάς και, βλέποντας ένα σημείο όπου δυο σταλακτίτες ήταν ενωμένοι σχηματίζοντας μια αντεστραμμένη καμάρα, άρχισε να περιστρέφει τον γάντζο πάνω από το κεφάλι του.

«Μη χάσεις το εξαιρετικό σχοινί μου!» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ, αλλά πριν τελειώσει τη φράση του, ο Λούθιεν εκτόξευσε τον γάντζο, που πέρασε μέσα από το άνοιγμα και κρεμάστηκε από την άλλη μεριά. Ο Λούθιεν τράβηξε το κορδόνι και ο γάντζος πιάστηκε γερά στους σταλακτίτες.

«Τώρα μπορούμε να περάσουμε», είπε.

Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους και άφησε τον Λούθιεν να προχωρήσει πρώτος.

Το μονοπάτι που ακολουθούσε την ακρολιμνιά τους οδήγησε απευθείας στην προεξοχή, όπου άρχισαν να προχωρούν σταθερά αν και αργά, σε τρία μέτρα ύψος πάνω από το νερό. Η λίμνη παρέμεινε ήρεμη για λίγο, μετά όμως ο Όλιβερ είδε να σχηματίζονται απαλοί κυματισμοί ενώ μικρά κυματάκια άρχισαν να σκάνε με σιγανό παφλασμό στη βάση του πέτρινου τοιχώματος.

«Πιο γρήγορα», ψιθύρισε ο χάφλινγκ, αλλά ο Λούθιεν προχωρούσε ήδη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σε πολλά σημεία το πεζούλι είχε μόνο τριάντα εκατοστά πλάτος και το τοίχωμα της σπηλιάς δίπλα της ήταν τόσο ανώμαλο ώστε ο Λούθιεν αναγκαζόταν μερικές φορές να συστρέψει όσο γινόταν το σώμα του για να προσπεράσει κάποια εξογκώματα των βράχων. Μια στιγμή αργότερα η ανησυχία του Όλιβερ δικαιώθηκε καθώς άκουσαν και οι δύο το νερό να παφλάζει όλο πιο δυνατά στη βάση του τοιχώματος, ενώ σε ένα σημείο που απείχε γύρω στα δέκα μέτρα άρχισε να κοχλάζει και να αφρίζει.

«Τι είναι αυτό;» είπε άναυδος ο Όλιβερ καθώς ένας υδάτινος όγκος υψώθηκε θολωτά γύρω στα δύο μέτρα, λες και ανέβαινε κάτι από τον βυθό που μετατόπιζε μια τεράστια ποσότητα του νερού της λίμνης.

Αμέσως μετά το νερό φάνηκε να ηρεμεί και πάλι, μέχρι που ο Όλιβερ και ο Λούθιεν συνειδητοποίησαν ότι αυτό που έβλεπαν ανυψωμένο σαν έναν εκτεταμένο θόλο, δεν ήταν η επιφάνεια της λίμνης αλλά το ημισφαιρικό κέλυφος μιας γιγάντιας χελώνας.

Ο Όλιβερ στρίγγλισε και ο Λούθιεν προσπάθησε να κινηθεί πιο γρήγορα καθώς η χελώνα πλησίασε στον βράχο. Το κεφάλι της, με ένα στόμα τόσο μεγάλο ώστε θα μπορούσε να καταπιεί τον καημένο τον Όλιβερ ολόκληρο, υψώθηκε πάνω από το νερό και κοίταξε απειλητικά τους δυο συντρόφους.

Σε απόσταση τριών μέτρων από το πεζούλι, το κεφάλι της χελώνας τεντώθηκε ξαφνικά μπροστά καθώς το τέρας άπλωνε τον λαιμό του που, όπως φαίνεται, ήταν απίστευτα μακρύς. Ο Όλιβερ ξεφώνισε πάλι και τραβήχτηκε πίσω προτείνοντας το ξίφος του. Η χελώνα αστόχησε και δάγκωσε πάνω στη φόρα της την προεξοχή του βράχου σπάζοντας ένα κομμάτι της πέτρας.

Μετά άρχισε να στρέφει το σώμα της ακολουθώντας τον Όλιβερ. Ο λαιμός της τεντώθηκε πάλι και ο Όλιβερ δύσκολα θα ξέφευγε αν δεν τον άρπαζε ξαφνικά ο Λούθιεν, που ήρθε τρέχοντας και τον σήκωσε στα δυνατά του χέρια.

Το βράχινο μονοπάτι ήταν πολύ στενό για τέτοιες κινήσεις, αλλά ο Λούθιεν δεν είχε σκοπό να προσπαθήσει να κρατήσει την ισορροπία του. Πήδησε ψηλά στον αέρα πάνω από το κεφάλι της χελώνας κρατώντας σφιχτά τον Όλιβερ και το σχοινί. Η χελώνα γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, αλλά η γωνία ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να τους δαγκώσει, αν και το κεφάλι της χτύπησε με δύναμη τον Λούθιεν, σπρώχνοντας ακόμα πιο πέρα τους δύο συντρόφους.

«Είσαι τυχερή χελώνα!» φώναξε ο Όλιβερ, πιο γενναίος τώρα που απομακρύνονταν από το τέρας αιωρούμενοι στην άκρη του σχοινιού. «Θα σε έφτιαχνα μια ωραία σούπα, σαν αυτή που τρώμε στη Γασκόνη!»

Κρεμασμένοι από το σχοινί διέγραψαν ένα μεγάλο τόξο, περνώντας κοντά από το σημείο από όπου είχαν κατεβεί στη λίμνη και συνεχίζοντας κυκλικά μέχρι την άλλη ακτή της. Ο Λούθιεν δεν ήταν αρχάριος σε τέτοιες αιωρήσεις. Όταν ήταν μικρός στο Μπέντγουιντριν, περνούσε τα καλοκαίρια του παίζοντας με σχοινιά στους κλειστούς κόλπους που βρίσκονται κοντά στην Νταν Βάρνα. Είχε πιάσει το σχοινί όσο πιο ψηλά μπορούσε πριν πηδήσει από τον βράχο, παρ’ όλα αυτά όμως θα είχαν βουτήξει στο νερό αν ακολουθούσαν κατακόρυφη σε σχέση με τη λίμνη τροχιά κι έφταναν κάτω από το σημείο όπου ήταν πιασμένος ο γάντζος. Μόνο η πλάγια κατεύθυνση που τους έδωσε το χτύπημα από το κεφάλι της χελώνας τους έσωσε από αυτήν τη μοίρα, αλλά και πάλι ο Λούθιεν χρειάστηκε να μαζέψει τα πόδια του για να μη βουτήξουν στο νερό.

Καθώς άρχισαν να ανεβαίνουν συνεχίζοντας την ταλάντωση, ο Λούθιεν χαλάρωσε λίγο το σφίξιμό του στο σχοινί, έτσι ώστε να γλιστρήσουν πιο κάτω, επεκτείνοντας την ακτίνα της τροχιάς τους. Και την κατάλληλη στιγμή άφησε τελείως το σχοινί παίρνοντας μαζί του και τον Όλιβερ που ούρλιαξε καθώς έπεσαν από ύψος τρία-τέσσερα μέτρα στα ρηχά νερά, κοντά στο κιτρινωπό έδαφος, στην απέναντι όχθη της λίμνης.

Ο Λούθιεν πετάχτηκε όρθιος πρώτος αρπάζοντας πάλι την άκρη του σχοινιού και τραβώντας το καθώς έτρεχε όσο του επέτρεπε το μήκος του. Σκόνταψε και κόντεψε να πέσει και, ενστικτωδώς, πέταξε με δύναμη την άκρη του σχοινιού προς μια ομάδα από μεγάλους βράχους. Στάθηκε τυχερός, γιατί το σχοινί τυλίχτηκε γύρω τους και δεν γλίστρησε πάλι πίσω στο νερό. Ο Λούθιεν ξαναβρήκε την ισορροπία του και την ψυχραιμία του και πήγε να δέσει καλά το σχοινί, ενώ ο Όλιβερ τον προσπερνούσε τρέχοντας προς την στοά που ανοιγόταν πίσω από τους βράχους.

Ο Λούθιεν σταμάτησε ξαφνικά καθώς είδε να ξεπροβάλει από το νερό το κεφάλι της χελώνας, όχι πολύ μακριά του. Προς μεγάλη του κατάπληξη, η χελώνα άνοιξε διάπλατα το στόμα της και ξεφύσηξε ένα σύννεφο ατμού.

Ο Λούθιεν έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος και σώθηκε μόνο χάρη στους βράχους που υψώνονταν γύρω του και που τον προστάτεψαν από την καυτή ανάσα της χελώνας. Σηκώθηκε ιδρωμένος και με κατακόκκινο πρόσωπο κι έτρεξε προς τον Όλιβερ, που του έκανε αλαφιασμένα νοήματα. Μπήκαν τρέχοντας στην στοά, σταματώντας λίγο για να κοιτάξουν προς το νερό.

Η λίμνη ήταν γαλήνια πάλι, η γιγάντια χελώνα δεν φαινόταν πουθενά.

«Το σχοινί μου;» ρώτησε ο Όλιβερ κοιτάζοντας το κορδόνι που ήταν ακόμη τυλιγμένο γύρω από τον βράχο.

«Θα το πάρουμε φεύγοντας», απάντησε ο Λούθιεν.

«Μπορεί να το χρειαστούμε».

«Τότε πήγαινε παρ’ το εσύ».

Ο Όλιβερ κοίταξε δισταχτικά το σχοινί και, μετά, την απατηλά ήρεμη λίμνη. «Εντάξει, φεύγοντας!», συμφώνησε, αν και ήλπιζαν και οι δύο ότι θα βρουν άλλον δρόμο για να επιστρέψουν στο φωτεινό τούνελ του μάγου.

Η όψη και η διάθεση του Όλιβερ άλλαξε σημαντικά όταν απομακρύνθηκαν από τη λίμνη. Η διαδρομή ήταν πιο εύκολη από αυτή την πλευρά, αφού το έδαφος ήταν σχετικά επίπεδο, χωρίς σταλαγμίτες και πέτρες.

«Τώρα ξέρουμε τι προκάλεσε τα προβλήματα σε εκείνους που ήλθαν πριν από μας», είπε ο Όλιβερ αισιόδοξα ή θα έλεγε κανείς και εύθυμα ακόμη. «Όμως εμείς ήδη αφήσαμε το τέρας στη λίμνη πίσω μας».

«Μια λίμνη που θα πρέπει να την ξαναπεράσουμε», του υπενθύμισε ο Λούθιεν.

«Μπορεί ναι, μπορεί και όχι», είπε ο Όλιβερ. «Όταν βρούμε αυτό το πολύτιμο ραβδί, ο μάγος σίγουρα θα έλθει να μας πάρει».

«Το σκέφτηκες ότι το ραβδί μπορεί να είναι μέσα στη λίμνη;» ρώτησε ο Λούθιεν. Δεν πίστευε ότι είναι ώρα για πανηγυρισμούς, δεν είχαν περάσει όλους τους κινδύνους.

Ο Όλιβερ δεν απάντησε άμεσα στον ρεαλιστή σύντροφό του. Άρχισε απλώς κάτι να μουρμουρίζει για “ψεύτες μάγους” και να γελάει ειρωνικά με την ιδέα ότι σφράγισαν τη σπηλιά για να φυλακίσουν κάποιον Κυκλωπιανό βασιλιά. Η μουρμούρα συνεχίστηκε για κάμποση ώρα καθώς οι φίλοι διάβαιναν στη σειρά αρκετές αίθουσες και διαδρόμους. Σιγά-σιγά ο Όλιβερ διεύρυνε τη θεματολογία της φλυαρίας του συμπεριλαμβάνοντας “άπληστους εμπόρους”, “άτιμους βασιλιάδες” και διάφορες άλλες παράξενες κατηγορίες. Ο νεαρός Μπέντγουιρ άφησε τον φίλο του να παραληρεί, ξέροντας ότι δεν μπορεί να τον σταματήσει.

Τον σταμάτησε όμως ακαριαία το θέαμα που τους περίμενε όταν μπήκαν σε έναν μεγάλο, θολωτό θάλαμο.

Ο Όλιβερ ακινητοποιήθηκε επιτόπου σαν να είχε μαρμαρώσει, ενώ το ίδιο έκανε ο Λούθιεν, καθώς το φως του δαυλού αντανακλούσε σε έναν σωρό από χρυσάφι και ασήμι, πολύτιμα πετράδια και κοσμήματα, σε ποσότητα που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους: ένα βουνό από ασημένια και χρυσά νομίσματα ήταν ψηλό όσο δύο άντρες και διάσπαρτα πάνω του υπήρχαν αστραφτερά πετράδια και πολύτιμα αντικείμενα, χρυσές κούπες και διαμαντοστόλιστα σκεύη, μάλλον φτιαγμένα από νάνους. Προχώρησαν και οι δύο μέσα στον θάλαμο σαν υπνωτισμένοι.

Ο Όλιβερ τίναξε το κεφάλι για να διώξει τη ζάλη και το θόλωμα της κατάπληξης και μετά έτρεξε στον σωρό αρχίζοντας να γεμίζει τις τσέπες του, να πετάει νομίσματα στον αέρα και να σκαρφαλώνει εδώ κι εκεί πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.

«Έχουμε έλθει για κάτι συγκεκριμένο», του υπενθύμισε ο Λούθιεν, «άσε που δεν θα μπορέσουμε έτσι κι αλλιώς να πάρουμε πολλά πράγματα μαζί μας».

Ο Όλιβερ δεν του έδωσε σημασία, κι ο Λούθιεν αναγκάστηκε να παραδεχτεί μέσα του ότι παραήταν καλή ευκαιρία για να την αφήσει κανείς ανεκμετάλλευτη. Δεν υπήρχαν άλλες έξοδοι από τον θάλαμο, ενώ για να φτάσουν εδώ είχαν ακολουθήσει την πιο ανοιχτή και εύκολη στο πέρασμα στοά. Αυτός πρέπει να ήταν ή ο θησαυρός της χελώνας —και η χελώνα δεν είχε δείξει καμιά διάθεση να τους ακολουθήσει— ή επρόκειτο για τον θησαυρό κάποιου νεκρού πια βασιλιά, ίσως του Κυκλωπιανού για τον οποίο είχε μιλήσει ο Μπριντ’Αμούρ. Όμως ο Λούθιεν θυμήθηκε μια φράση του πατέρα του: «το καθήκον προηγείται», μια συμβουλή πολύ κατάλληλη για τη συγκεκριμένη περίπτωση όπου ένας τόσο μεγάλος θησαυρός μπορούσε εύκολα να τους αποσπάσει από τις υποχρεώσεις τους.

«Το ραβδί, Όλιβερ!» φώναξε άλλη μια φορά ο Λούθιεν. «Και μετά μπορείς να παίξεις».

Ο Όλιβερ, ο πιο ευτυχισμένος κλέφτης του κόσμου, ανεβασμένος στην κορυφή του σωρού των νομισμάτων έβαλε τους αντίχειρες στα αυτιά, κούνησε κοροϊδευτικά τα δάχτυλα κι έβγαλε τη γλώσσα στον σύντροφό του.

Ο Λούθιεν ετοιμαζόταν να τον μαλώσει πάλι, αλλά στο μεταξύ κάτι του τράβηξε την προσοχή. Είδε έναν μεγάλο πάνινο σάκο λίγο πιο δεξιά από το σημείο όπου στεκόταν, στο πλάι του σωρού. Ήταν σίγουρος ότι ο σάκος δεν υπήρχε πριν από μερικές στιγμές.

Κοίταξε το βουναλάκι των νομισμάτων, μετά την οροφή της σπηλιάς από πάνω του, αναζητώντας κάποιο σημείο από το οποίο μπορεί να είχε πέσει. Δεν φαινόταν τίποτα. Και ήταν φυσικό, γιατί αν ο σάκος είχε πέσει από κάπου ή είχε γλιστρήσει από τον σωρό, σίγουρα θα τον είχε ακούσει. Πλησίασε τον σάκο κι έσκυψε από πάνω του. Τον έσπρωξε με το ξίφος και μετά έβαλε την αιχμή του σπαθιού στο κορδόνι που έδενε το στόμιό του κουνόντας το δεξιά-αριστερά για να το ανοίξει. Έχοντας βεβαιωθεί ότι δεν επρόκειτο για κάποια παγίδα, ο Λούθιεν έστησε τον δαυλό στο σωρό με τα νομίσματα, έπιασε τον σάκο από πάνω και τον άνοιξε.

Μέσα υπήρχε ένας υπέροχος, κόκκινος μανδύας, που αν και το φως του δαυλού δεν τον φώτιζε αρκετά, έβλεπε ότι διέθετε το πλουσιότερο χρώμα που είχε αντικρίσει ποτέ του. Από κάτω είδε ένα μακρύ κομμάτι ξύλο. Ουσιαστικά, ήταν δύο ξύλα δίπλα-δίπλα, που οι άκρες τους καμπύλωναν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Τα έβγαλε έξω και βλέποντας ότι τα δυο ξύλα ενώνονται με αρμό στη μέση, κατάλαβε ότι ήταν πτυσσόμενο τόξο. Το ξεδίπλωσε, ευθυγράμμισε τα δύο κομμάτια και, βρίσκοντας κάποιον πίρο που κρεμόταν από ένα νήμα και έμπαινε σε μια κεντρική υποδοχή, τον χρησιμοποίησε για να στερεώσει το τόξο. Στην άκρη του ξύλου υπήρχε μια μικρή κρύπτη, μέσα στην οποία βρήκε τη χορδή του τόξου από γερό, λεπτό έντερο.

Έβγαλε από τον σάκο τον μεταξωτό μανδύα και τον έριξε στους ώμους του, φορώντας επίσης και την κουκούλα. Μετά σήκωσε τον σάκο και τον περιεργάστηκε με προσοχή για να δει αν υπάρχει τίποτε άλλο μέσα.

Φαινόταν άδειος, αλλά μετά πρόσεξε μια φαρέτρα στον πάτο του. Ήταν μικρή και στέρεα, και ο ιμάντας της έδειχνε ότι φοριέται στη ζώνη κι όχι στην πλάτη. Περιείχε μόνο μια χούφτα βέλη. Δίπλα της υπήρχε και ένα πιο μεγάλο βέλος με πολύ παράξενο σχήμα. Η βάση της αιχμής του, στο μέρος όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται οι ακίδες, ήταν κυλινδρική και χοντρή σχεδόν όσο ο πήχης του Λούθιεν. Το σήκωσε και είδε ότι, παρά το παράξενο σχήμα του, το βέλος είχε πολύ καλή ισορροπία. Το εξέτασε πιο προσεκτικά και αντελήφθη ότι κάτω από την εγκοπή για τη χορδή του τόξου, κοντά στο φτερό, ήταν μεταλλικό και όχι ξύλινο, για να αντισταθμίζει το βάρος της αιχμής. Όμως το βέλος, παρά την ισορροπία του, ήταν γενικά βαρύ και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούσες να το εκτοξεύσεις πολύ μακριά.

«Εννοείς αυτό το ραβδί;» άκουσε να φωνάζει ο Όλιβερ βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. «Λούθιεν;»

Ο Λούθιεν τράβηξε πίσω την κουκούλα του μανδύα κι έτρεξε στον σωρό, καθώς ο Όλιβερ άφηνε να γλιστρήσει στην πλαγιά του ένα μακρύ ραβδί από ξύλο βελανιδιάς, που είχε το ύψος ενός ανθρώπου, περίπου.

«Α, εδώ είσαι», είπε ο Όλιβερ. Κοίταξε καχύποπτα τον Λούθιεν. Αυτός έβαλε το ένα χέρι στη μέση, ύψωσε το παράξενο τόξο με το άλλο και ποζάρισε με τον καινούριο του μανδύα.

Ο Όλιβερ σήκωσε τα χέρια, δεν ήξερε τι να πει. «Και τώρα μπορώ να παίξω», είπε τελικά γλιστρώντας ως το έδαφος της σπηλιάς, στα αριστερά του Λούθιεν.

Εκεί σταμάτησε ξαφνικά κοιτάζοντας κάτω στο δάπεδο όπου διέκρινε τις σκιές μιας ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι είχαν σηκωμένα τα χέρια μπροστά τους σαν να προσπαθούσαν να αποκρούσουν κάποιον κίνδυνο. Ο Όλιβερ έσκυψε για να αγγίξει τη σκιά, ανακαλύπτοντας προς μεγάλη του φρίκη ότι ήταν σχηματισμένη από στάχτη.

«Ξέρεις», είπε, ενώ σηκωνόταν όρθιος και στρεφόταν προς τον Λούθιεν, που είχε στο μεταξύ ξαναφορέσει όλο φιλαρέσκεια την κουκούλα, «στη Γασκόνη έχουμε αρκετές ιστορίες για τέτοιους θησαυρούς, και πάντα τους φυλάει ένας…»

Ο τεράστιος σωρός των νομισμάτων μετατοπίστηκε ξαφνικά και άρχισε να διαλύεται, με τα νομίσματα να πετάγονται κουδουνίζοντας προς κάθε κατεύθυνση. Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν σήκωσαν το κεφάλι και είδαν μπροστά τους τα σκιστά μάτια ενός πολύ θυμωμένου δράκοντα.

«Να!», είπε ο Όλιβερ δείχνοντας το τέρας. «Τους φυλάει ένας τέτοιος!»

Загрузка...