Ο Λούθιεν βολεύτηκε στην άνετη πολυθρόνα του βάζοντας τα ξυπόλυτα πόδια του πάνω στο πυκνό μαλλί ενός πανάκριβου χαλιού. Κούνησε τους ώμους του, έχωσε τα δάχτυλα των ποδιών μέσα στο μαλακό πέλος και χασμουρήθηκε βαθιά. Είχαν γυρίσει με τον Όλιβερ λίγο πριν τα χαράματα από την τρίτη “εκδρομή” που έκαναν εκείνη τη εβδομάδα στα σπίτια των εμπόρων στην άνω πόλη, ενώ δεν είχε κοιμηθεί και πολύ καλά, καθώς τον ξύπνησαν λίγο μετά τα χαράματα τα βροντερά ροχαλητά του μικρόσωμου συντρόφου του. Ο Λούθιεν όμως τον εκδικήθηκε βάζοντάς του το γυμνό πόδι μέσα σε έναν κουβά με κρύο νερό. Το επόμενο χασμουρητό του μετατράπηκε σε χαμόγελο καθώς θυμήθηκε τις φωνές και τις βρισιές του φίλου του.
Τώρα ο Λούθιεν ήταν μόνος στο διαμέρισμα. Ο Όλιβερ είχε βγει σήμερα για να βρει αγοραστή για ένα βάζο που είχαν κλέψει πριν από τρεις μέρες. Το βάζο ήταν πολύ όμορφο, σκούρο μπλε με χρυσά στίγματα, και ο Όλιβερ ήθελε να το κρατήσει. Όμως ο Λούθιεν κατάφερε να του αλλάξει γνώμη θυμίζοντάς του ότι πλησιάζει ο χειμώνας και ότι θα χρειαστούν πολλά εφόδια για να ζήσουν άνετα.
Άνετα… Η λέξη αυτή του φάνηκε παράξενη. Βρισκόταν στο Μόντφορτ λίγο πάνω από τρεις βδομάδες, έχοντας φτάσει στην πόλη χωρίς να έχει τίποτα σχεδόν πέρα από τον Ριβερντάνσερ. Είχαν μπει σε μια καμένη τρύπα στον δρόμο, που ο Όλιβερ την ονόμαζε διαμέρισμα και, μετά από μια-δυο μέρες που έμειναν μέσα στην αποπνικτική μυρωδιά του καπνού, ο Λούθιεν είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά να φύγει από εκεί και από το Μόντφορτ. Τώρα, κοιτάζοντας γύρω του τις ταπισερί στους τοίχους, τα πολυτελή χαλιά στο δάπεδο, το δρύινο γραφείο και τα άλλα θαυμάσια έπιπλα, σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είναι το ίδιο σπίτι.
Τα είχαν πάει καλά αυτό το διάστημα, χτυπώντας απανωτά σε σπίτια πλούσιων εμπόρων. Και αυτά ήταν τα λάφυρα των επιδρομών τους, αντικείμενα που είτε τα είχαν κλέψει απευθείας οι ίδιοι είτε τα είχαν αποκτήσει κάνοντας ανταλλαγές με τους πολλούς κλεπταποδόχους που σύχναζαν στο Τάινι Άλκοουβ.
Το χαμόγελο του Λούθιεν μετατράπηκε σε συνοφρύωμα. Όσο σκεφτόταν το άμεσο παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν, μπορούσε να διατηρήσει αυτό το χαμόγελο, αναπόφευκτα όμως ο νεαρός Μπέντγουιρ έπρεπε να σκεφτεί και το πιο μακρινό παρελθόν ή το απώτερο μέλλον. Μπορεί να απολάμβανε τις ανέσεις του διαμερίσματος, αλλά δεν ήταν περήφανος για τον τρόπο με τον οποίο τις είχαν αποκτήσει. Ήταν ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν και πρωταθλητής της αρένας!
Όχι, σκέφτηκε. Τώρα ήταν απλώς ο Λούθιεν, ο κλέφτης με τον πορφυρό μανδύα.
Αναστέναξε και σκέφτηκε την εποχή που ήταν εντελώς αθώος. Νοσταλγούσε την άγνοια της παλιάς, προστατευμένης ζωής του, την εποχή που η μεγαλύτερη ανησυχία του ήταν μήπως σκιστεί το δίχτυ του στο ψάρεμα. Το μέλλον τού φαινόταν βέβαιο τότε.
Τώρα δεν άντεχε καν να σκέφτεται το μέλλον. Μπορεί να τον σκότωναν μέσα στο σπίτι κάποιου εμπόρου. Μπορεί η συντεχνία των κλεφτών, που έδρευε λίγο πιο κάτω στον ίδιο δρόμο, να μπούχτιζε με τα καμώματα των δύο ανεξάρτητων συντρόφων ή να άρχιζε να ζηλεύει τη φήμη τους. Μπορεί να τους ανάγκαζαν να φύγουν από το Μόντφορτ, με αποτέλεσμα να βρεθούν στον δρόμο μέσα στον σκληρό χειμώνα. Ο Όλιβερ είχε δεχθεί να πουλήσει το βάζο επειδή του φάνηκε συνετό να αγοράσουν κάποια αποθέματα για τον χειμώνα — όμως ο Λούθιεν ήξερε ότι πολλά από τα εφόδια που θα αγόραζε ο φίλος του προορίζονταν για την περίπτωση που θα αναγκάζονταν να φύγουν από την πόλη και να ζήσουν στο δρόμο.
Ένα ξέσπασμα ενεργητικότητας έκανε τον προβληματισμένο Λούθιεν να πεταχτεί από τη θέση του. Πήγε και κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο δρύινο γραφείο και έστρωσε την περγαμηνή που ήταν απλωμένη πάνω του.
Στον Γκάχρις, κόμη του Μπέντγουιντριν— αυτή ήταν η μοναδική φράση που είχε καταφέρει να γράψει ως εκείνη τη στιγμή. Κάθισε στην καρέκλα βγάζοντας από το πάνω συρτάρι μια πένα με φτερό και ένα μελανοδοχείο.
Αγαπητέ Πατέρα, έγραψε. Χαμογέλασε σαρκαστικά με τη σκέψη ότι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κατάφερε να διπλασιάσει σχεδόν το κείμενο πάνω στην περγαμηνή. Είχε αρχίσει το γράμμα πριν από δέκα μέρες — αν εκείνη ή εισαγωγική φράση μπορούσε να θεωρηθεί αρχή. Ο Λούθιεν έγειρε πίσω στην καρέκλα και κοίταξε μπροστά του με άδειο βλέμμα, όπως έκανε και όλες τις προηγούμενες φορές που είχε δοκιμάσει να γράψει την επιστολή.
Αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να πει στον Γκάχρις. Ότι είχε γίνει κλέφτης; Αναστέναξε βαθιά και βούτηξε αποφασιστικά το φτερό στο μελανοδοχείο.
Είμαι στο Μόντφορτ. Είμαι μαζί με έναν εξαιρετικό τύπο, έναν Γασκόνο που ονομάζεται Όλιβερ ντε Μπάροους.
Ο Λούθιεν σταμάτησε και γέλασε με τη σκέψη ότι θα μπορούσε να γράψει τέσσερις σελίδες περιγράφοντας τον Όλιβερ. Κοίταξε το μικρό μελανοδοχείο στο τραπέζι δίπλα στην περγαμηνή, συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε τόσο πολύ μελάνι.
Βασικά, δεν ξέρω γιατί γράφω αυτό το γράμμα. Νομίζω ότι εσύ κι εγώ δεν έχουμε πολλά να πούμε ο ένας στον άλλο. Ήθελα απλώς να σου πω ότι είμαι εντάξει και ότι τα πηγαίνω καλά εδώ.
Αυτή η τελευταία φράση είναι αλήθεια, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν καθώς φυσούσε το γράμμα για να στεγνώσει η μελάνη. Ήθελε όντως να ενημερώσει τον Γκάχρις ότι είναι καλά.
Το χαμόγελό του μετατράπηκε πάλι σε συνοφρύωμα.
Ή ίσως δεν είμαι και τόσο καλά, έγραψε ο Λούθιεν. Είμαι προβληματισμένος, Πατέρα, από αυτά που έχω δει και έχω μάθει. Τι είναι όλο αυτό το ψέμα που ζούμε; Γιατί οφείλουμε αφοσίωση σε έναν κατακτητή βασιλιά και στον στρατό των Κυκλωπιανών του σκύλων;
Σταμάτησε πάλι. Δεν ήθελε να πολυασχολείται με πολιτικά θέματα που καταλάβαινε ελάχιστα, παρά τα μαθήματα του Μπριντ’Αμούρ. Όταν άρχισε να γράφει πάλι, με την πένα να τρέχει πάνω στην ανώμαλη επιφάνεια της περγαμηνής, μίλησε για ένα θέμα που είχε αρχίσει να μαθαίνει πολύ καλά.
Θα ’πρεπε να δεις τα παιδιά του Μόντφορτ. Τρέχουν στα χαντάκια, αναζητούν πεταμένα αποφάγια ή ποντίκια, ενώ οι πλούσιοι έμποροι γίνονται ακόμη πλουσιότεροι εκμεταλλευόμενοι τον μόχθο των τσακισμένων γονιών αυτών των παιδιών.
Έχω γίνει κλέφτης, Πατέρα. ΕΧΩ ΓΙΝΕΙ ΚΛΕΦΤΗΣ!
Ο Λούθιεν πέταξε την πένα στο γραφείο κοιτάζοντας κατάπληκτος την περγαμηνή. Δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει το επάγγελμά του στον Γκάχρις. Σίγουρα όχι! Του είχε βγει από μόνο του, αποτέλεσμα του θυμού του που όλο και μεγάλωνε. Έπιασε την άκρη της περγαμηνής και πήγε να την τσαλακώσει, σταμάτησε όμως και την έστρωσε πάλι μπροστά του κοιτάζοντας αυτές τις τελευταίες λέξεις.
ΕΧΩ ΓΙΝΕΙ ΚΛΕΦΤΗΣ!
Για τον νεαρό Μπέντγουιρ, ήταν σαν να κοιτάζει σε έναν καθαρό καθρέφτη, έναν αμερόληπτο καθρέφτη της ψυχής του και των προβλημάτων του. Αυτό που έβλεπε μέσα δεν τον σταμάτησε όμως και, πεισματικά, πηγαίνοντας κόντρα στην αδυναμία του, πήρε την πένα, έστρωσε πάλι την περγαμηνή και συνέχισε να γράφει.
Ξέρω ότι υπάρχει μια τρομερή αδικία στη χώρα. Ο φίλος μου, ο Μπριντ’Αμούρ, την ονόμασε πληγή και αυτός ο χαρακτηρισμός της ταιριάζει, γιατί το ρόδο του Εριαντόρ μαραίνεται μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Δεν ξέρω αν το αίτιο είναι ο βασιλιάς Γκρινσπάροου και οι δούκες του, ξέρω όμως μέσα στην καρδιά μου ότι κάποιος που συμμαχεί με Κυκλωπιανούς θα προτιμούσε μια πληγή από ένα ρόδο.
Λυτή η μόλυνση, αυτή η πανούκλα απλώνεται βαριά πέρα, στην άνω πόλη όπου ζουν οι πλούσιοι, και εκεί πηγαίνω μέσα στο σκοτάδι της νύχτας για να πάρω τη λίγη εκδίκηση που χωρούν οι τσέπες μου!
Έχω ματώσει το ξίφος μου με το αίμα Κυκλωπιανών, αλλά φοβάμαι ότι η πληγή είναι βαθιά. Φοβάμαι για το Εριαντόρ. Φοβάμαι για τα παιδιά.
Ο Λούθιεν έγειρε πάλι πίσω και έμεινε να κοιτάζει για πολλή ώρα το γράμμα του. Αισθανόταν ένα κενό στο στήθος του, μια γενική απελπισία. Τη λίγη εκδίκηση που χωρούν οι τσέπες μου, διάβασε μεγαλόφωνα και, για τον Λούθιεν Μπέντγουιρ, που πίστευε ότι ο κόσμος θα ’πρεπε να είναι διαφορετικός, η φράση αυτή ήταν θλιβερή.
Πέταξε την πένα στο γραφείο ετοιμαζόμενος να σηκωθεί, μετά όμως την πήρε πάλι, έβρεξε καλά τη μύτη της στο μελάνι και υπογράμμισε την επικεφαλίδα του γράμματος με μια χοντρή γραμμή.
«Π’ ανάθεμά σε, Γκάχρις», ψιθύρισε, και τα λόγια αυτά τον πόνεσαν βαθιά φέρνοντας δάκρυα στα μάτια του.
Ο Λούθιεν κοιμόταν του καλού καιρού στην άνετη πολυθρόνα όταν έφτασε ο Όλιβερ στο μικρό διαμέρισμα. Ο χάφλινγκ μπήκε μέσα χαρούμενος, με ένα πουγκί γεμάτο χρυσά νομίσματα να κουδουνίζει στη ζώνη του. Τα είχε πάει καλά με το βάζο και τώρα σκεφτόταν διάφορους απολαυστικούς τρόπους για να ξοδέψει τα λεφτά.
Πλησίασε τον Λούθιεν θέλοντας να τον ξυπνήσει για να πάνε στην αγορά πριν ο κόσμος αγοράσει ή κλέψει όλα τα καλά εμπορεύματα, αλλά πρόσεξε την περγαμηνή στο γραφείο και πήγε εκεί αθόρυβα.
Το χαμόγελό του έσβησε καθώς διάβασε τα απελπισμένα λόγια του φίλου του. Το βλέμμα που έριξε στον Λούθιεν ήταν γεμάτο από ειλικρινή συμπόνια.
Μετά, αφού στάθηκε μπροστά στον Λούθιεν, χαμογέλασε πάλι και τον ξύπνησε κουδουνίζοντας τα νομίσματα μπροστά στο πρόσωπό του.
«Άνοιξε τα νυσταγμένα μάτια σου!» φώναξε εύθυμα. «Ο ήλιος έχει ανεβεί ψηλά και η αγορά περιμένει!»
Ο Λούθιεν βόγγηξε και πήγε να γυρίσει το κεφάλι του από την άλλη, αλλά ο Όλιβερ τον έπιασε από τον ώμο και με μια απρόσμενη δύναμη για έναν τόσο μικρόσωμο άνθρωπο, τον γύρισε πάλι μπροστά. «Έλα, λοιπόν, κατσούφη φίλε μου», είπε ο Όλιβερ. «Ήδη ο βοριάς φέρνει το τσουχτερό κρύο του χειμώνα κι έχουμε τόσα πράγματα να αγοράσουμε! Θα χρειαστώ τουλάχιστον μια ντουζίνα ζεστά παλτά ακόμη για να πω ότι είμαι σωστά ντυμένος!
Ο Λούθιεν κοίταξε κάτω από το ένα νυσταγμένο του βλέφαρο. Μια ντουζίνα παλτά; σκέφτηκε. Τι είναι αυτά που λέει ο Όλιβερ;
»Μια ντουζίνα, είπα!» επανέλαβε ο χάφλινγκ. «Για να διαλέξω ποιο ανάμεσά τους είναι το πιο ταιριαστό για έναν άνθρωπο της φήμης μου. Και τα άλλα, πφ…» πρόσθεσε με ένα περιφρονητικό ύφος. «Τα άλλα θα τα πετάξω στο δρόμο.
Το πρόσωπο του Λούθιεν ζάρωσε από μια γκριμάτσα σύγχυσης. Γιατί να πετάξει ο Όλιβερ καινούρια παλτά στο δρόμο;
»Έλα, έλα», είπε ο χάφλινγκ, πηγαίνοντας ανυπόμονα στην πόρτα. «Πρέπει να πάμε στην αγορά πριν πέσουν όλα αυτά τα παλιόπαιδα και τα κλέψουν όλα!»
Τα παιδιά. Ώστε θα πετούσε τα παλτά στο δρόμο! Θα τα πετούσε εκεί όπου θα τα έβρισκαν αυτά τα ίδια παιδιά για τα οποία είχε παραπονεθεί, τα περισσότερα από τα οποία είχαν περίπου το ύψος του. Ο Λούθιεν βρήκε τη λύση στο αίνιγμα και η γνώση της κρυφής γενναιοδωρίας του Όλιβερ του έδωσε τη δύναμη να πεταχτεί από την πολυθρόνα.
Με ανάλαφρο βήμα και έναν νέο και σημαντικό σκοπό ξεκίνησαν για την αγορά της κάτω πόλης του Μόντφορτ, μια μεγάλη ανοιχτή πλατεία με πάγκους και μερικά κλειστά αντίσκηνα. Υπήρχαν πολλοί “ψυχαγωγοί” που έδιναν παραστάσεις για τον κόσμο, μερικοί τραγουδούσαν, άλλοι έπαιζαν εξωτικά όργανα, άλλοι έκαναν ζογκλερικά ή ακροβατικά κόλπα. Ο Λούθιεν κρατούσε το χέρι πάνω στο πουγκί του όταν περνούσαν κοντά τους. Το πρώτο μάθημα που του είχε κάνει ο Όλιβερ για την αγορά ήταν ότι σχεδόν όλοι αυτοί οι τύποι χρησιμοποιούν τα νούμερά τους για να κρύβουν το πραγματικό τους επάγγελμα.
Είχε καλό καιρό και η αγορά ήταν γεμάτη κόσμο. Ένα εμπορικό καραβάνι, το τελευταίο από τα μεγάλα αυτής της χρονιάς, είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα στην πόλη. Είχε έλθει από το Άβον περνώντας από το Τείχος του Μαλπουισάν και κάνοντας κύκλο γύρω από το βόρειο άκρο του Άιρον Κρος. Τα περισσότερα εμπορεύματα έρχονταν από το Πορτ Τσάρλι στα δυτικά, αλλά με τους πειρατές του Μπαράντουιν να έχουν υπό τον έλεγχό τους τα στενά, τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα καραβάνια, που έρχονται από τον νότο, μερικές φορές προτιμούσαν τη μακρύτερη αλλά πιο ασφαλή διαδρομή της ξηράς.
Οι δυο φίλοι τριγύριζαν μέσα στην αγορά για αρκετή ώρα. Ο Όλιβερ αγόρασε ένα τεράστιο σακούλι με καραμέλες, και μετά σταμάτησε πάλι στον πάγκο ενός ενδυματοπώλη θαυμάζοντας τα πολλά γούνινα παλτά. Ο χάφλινγκ έκανε μια προσφορά για ένα από αυτά δίνοντας τα μισά από την τιμή που ζητούσε ο έμπορος, αυτός όμως τον αγριοκοίταξε και επανέλαβε την κανονική τιμή.
Το αδιέξοδο συνεχίστηκε για μερικά λεπτά, μέχρι που ο Όλιβερ σήκωσε ψηλά τα χέρια, αποκάλεσε τον έμπορο “βάρβαρο” και έφυγε με γρήγορο βήμα.
«Η τιμή ήταν καλή», παρατήρησε ο Λούθιεν τρέχοντας για να προλάβει τον. πάντα εντυπωσιακά ντυμένο σύντροφό του.
«Δεν ήθελε να παζαρέψει», απάντησε ο Όλιβερ με ξινισμένο ύφος.
«Μα η τιμή ήταν ήδη λογική», επέμεινε ο νέος.
«Το ξέρω», είπε ανυπόμονα ο Όλιβερ κοιτάζοντας πίσω στον πάγκο. «Βάρβαρος!»
Ο Λούθιεν ήταν έτοιμος να απαντήσει, αλλά κρατήθηκε. Η πείρα του στην αγορά ήταν περιορισμένη, αλλά είχε διαπιστώσει ήδη ότι μπορούσες να αγοράσεις τα περισσότερα εμπορεύματα σε ένα ποσοστό από πενήντα έως εβδομήντα πέντε τοις εκατό της φανερά φουσκωμένης τιμής που ζητούσε ο κάθε έμπορος. Ήταν ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι έμποροι και οι αγοραστές, ένα παζάρι που, από όσο μπορούσε να καταλάβει ο Λούθιεν, είχε απλώς σκοπό να κάνει την κάθε μια τις δύο πλευρές να αισθανθεί ότι έκλεψε την άλλη.
Στην επόμενη στάση τους, επίσης σε πάγκο ενδυματοπώλη, ο Όλιβερ και ο έμπορος παζάρεψαν άγρια για ένα ρούχο παρόμοιο με εκείνο που δεν είχε αγοράσει προηγουμένως ο χάφλινγκ. Τελικά συμφώνησαν και ο Όλιβερ πλήρωσε πέντε ολόκληρα ασημένια νομίσματα πάνω από την τιμή του πρώτου παλτού. Ο Λούθιεν σκέφτηκε να το επισημάνει αυτό στον Όλιβερ καθώς έφευγαν με την τελευταία τους αγορά, αλλά είδε το αυτάρεσκο χαμόγελο του φίλου του και αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα.
Έτσι πέρασε το πρωινό τους: αγόραζαν, αντάλλασσαν, παρακολουθούσαν τους “ψυχαγωγούς”, πετούσαν χούφτες καραμέλες στα πολλά παιδιά που έτρεχαν μέσα στον κόσμο. Ήταν ένα εντελώς συνηθισμένο πρωινό, που παρ’ όλα αυτά όμως έφτιαξε σημαντικά την πεσμένη διάθεση του Λούθιεν και τον βοήθησε να αισθανθεί ότι τουλάχιστον κάνει και κάτι θετικό.
Όταν πια ήταν έτοιμοι να φύγουν, ο Λούθιεν κουβαλούσε στον ώμο του έναν τεράστιο σάκο με τα πράγματα που είχαν αγοράσει. Ο Όλιβερ περπατούσε δίπλα και λιγάκι πιο πίσω του καθώς περνούσαν μέσα από τον κόσμο, έχοντας τον νου του για κλέφτες που μπορεί να έσκιζαν τον σάκο με το μαχαίρι και να άρπαζαν πράγματα από μέσα. Ο χάφλινγκ είχε γυρίσει και κοίταζε έναν τέτοιο ύποπτο τύπο, όταν έπεσε ξαφνικά με το κεφάλι πάνω στον σάκο του Λούθιεν. Έκανε πίσω, κούνησε το κεφάλι του και έσκυψε για να σηκώσει το πεσμένο καπέλο του. Ο τύπος, που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή, έβαλε τα γέλια και ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι ίσως χρειαζόταν να τον πλησιάσει και να γράψει το όνομά του με το σπαθί πάνω στα ρούχα του.
«Ανόητε!» φώναξε ντροπιασμένος στον Λούθιεν. «Να μου το λες όταν έχεις σκοπό να σταματήσεις!» Ο Όλιβερ τίναξε το καπέλο χτυπώντας το στο πόδι του και συνέχισε τις φωνές μέχρι που αντιλήφθηκε επιτέλους ότι ο Λούθιεν ούτε καν τον άκουγε.
Τα μάτια του νεαρού ήταν καρφωμένα ίσια μπροστά και κοίταζαν προσηλωμένα χωρίς καν να ανοιγοκλείνουν. Ο Όλιβερ πήγε να τον ρωτήσει τι κοιτάζει τόσο απορροφημένος, μετά όμως ακολούθησε το βλέμμα του και δεν ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει.
Η γυναίκα ήταν λεπτή και πολύ όμορφη, αυτό φαινόταν καθαρά παρά τα φτωχικά και λιωμένα ρούχα της. Περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι, με τα μακριά και πυκνά σταρόχρωμα μαλλιά της να σκεπάζουν τα μάγουλα και τους ώμους της. Αλλά μήπως αυτό που διέκρινε ο Όλιβερ να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα μαλλιά της ήταν η άκρη ενός μυτερού αυτιού; Πελώρια πράσινα μάτια, φωτεινά και μαγνητικά, κρυφοκοίταζαν κάτω από τις μπούκλες δείχνοντας μια εσωτερική δύναμη που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη φανερά δύσκολη θέση της στη ζωή. Ήταν επικεφαλής της ακολουθίας ενός εμπόρου και μερικά βήματα πίσω ακολουθούσε ο αφέντης της, ένας τύπος με αιχμηρά χαρακτηριστικά που ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι μοιάζει εκπληκτικά με όρνεο.
Ο Όλιβερ πήγε δίπλα στον Λούθιεν και τον σκούντησε δυνατά στα πλευρά.
Ο Λούθιεν ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια και ο Όλιβερ αναστέναξε καταλαβαίνοντας ότι ο φίλος του είχε κεραυνοβοληθεί για τα καλά.
«Είναι σκλάβα», είπε προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του Λούθιεν. «Μάλλον μισοξωτική, μιγάδας από ξωτικό και άνθρωπο. Κι αυτός ο έμπορος δεν θα σου την πουλήσει ούτε για όλο το χρυσάφι του Εριαντόρ».
«Σκλάβα;» είπε το παλληκάρι κοιτάζοντας τον Όλιβερ με ένα ύφος που έδειχνε σύγχυση, λες και η έννοια αυτή του ήταν άγνωστη.
Ο Όλιβερ έγνεψε καταφατικά. «Ξέχνα την τώρα», πρόσθεσε ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι, αλλά η γυναίκα και ο έμπορος με την υπόλοιπη ακολουθία είχαν χαθεί μέσα στον κόσμο.
»Ξέχνα την», επανέλαβε ο Όλιβερ, αλλά ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι του ήταν αδύνατο να το κάνει αυτό.
Οι δυο φίλοι γύρισαν πίσω στο μικρό τους διαμέρισμα, άφησαν τα πράγματά τους και μετά ο Όλιβερ επέμεινε να πάνε στο Ντουέλφ. Όσο κάθονταν στη γνωστή πια ταβέρνα, η σκέψη του Λούθιεν γύριζε συνέχεια στη γυναίκα και στις συνέπειες των έντονων συναισθημάτων που είχε ξυπνήσει μέσα του.
Σκεφτόταν και την Κατρίν, τον έρωτα της νιότης του. «Της νιότης μου!» μουρμούρισε μόνος του, όταν συνειδητοποίησε πόσο παράξενη ήταν αυτή η σκέψη. Πριν από μερικές βδομάδες μόνο ήταν ακόμα ζευγάρι με την Κατρίν Ο’Χέιλ, αλλά εκείνη η αθώα περίοδος στο Μπέντγουιντριν ήταν τόσο μακρινή τώρα, ώστε έμοιαζε με μια άλλη ζωή, σε έναν άλλο κόσμο, ένα γλυκό όνειρο που χάθηκε μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα.
Και η Κατρίν; αναρωτήθηκε. Σίγουρα νοιαζόταν γι’ αυτή, ίσως και να την αγαπούσε. Αλλά αυτή η αγάπη δεν τον φλόγιζε, δεν έκανε την καρδιά του να βροντά όπως έγινε όταν του έριξε μία απλή ματιά εκείνη η όμορφη σκλάβα. Φυσικά, δεν ήξερε σίγουρα αν πρέπει να αποδώσει αυτό το γεγονός σε ειλικρινή συναισθήματα για τη σκλάβα ή στις γενικές αλλαγές που είχαν συμβεί στη ζωή του — ή ίσως στο απλό γεγονός ότι τώρα ζούσε στα όρια της καταστροφής. Μήπως γι’ αυτό τον λόγο είχαν οξυνθεί όλα τα συναισθήματά του; Και αν έμπαινε η Κατρίν εκείνη τη στιγμή στο Ντουέλφ, πώς θα αντιδρούσε βλέποντάς την;
Δεν ήξερε, κι ούτε μπορούσε πια να παρακολουθήσει την ίδια τη σκέψη του. Το μόνο που ήξερε ήταν το πώς πέταξε η καρδιά του όταν είδε την όμορφη σκλάβα — αυτό ήταν το μόνο που ήθελε να ξέρει. Έστιασε πάλι τη σκέψη του σε κείνη τη ματιά, στα τεράστια, φωτεινά, πράσινα μάτια που τον κοίταξαν για μια στιγμή κάτω από τα υπέροχα, σταρόχρωμα μαλλιά.
Σιγά-σιγά η εικόνα ξεθώριασε και ο Λούθιεν άρχισε να αντιλαμβάνεται και πάλι το περιβάλλον.
«Πολλοί από τους Νεραϊδογέννητους έχουν γίνει σκλάβοι», του έλεγε ο Όλιβερ. «Ιδιαίτερα οι μιγάδες.
Ο Λούθιεν κοίταξε άγρια τον χάφλινγκ, λες και είχε προσβάλει την αγάπη του.
»Μιγάδες», επανέλαβε ο Όλιβερ. «Μισοί ξωτικά και μισοί άνθρωποι. Δεν είναι τόσο σπάνιοι».
«Και τους έχουν για σκλάβους;» είπε ο νεαρός σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους. «Τα καθαρόαιμα ξωτικά δεν τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη, ούτε και οι άνθρωποι. Αν όμως θέλεις να θρηνήσεις κάποια φυλή, αφελή νεαρέ μου φίλε, κλάψε για τους νάνους. Αυτοί και όχι τα ξωτικά και τα μισοξωτικά είναι στη χαμηλότερη θέση της ιεραρχίας του Άβον».
«Και οι χάφλινγκ πού βρίσκονται;» ρώτησε ο Λούθιεν με κάποια κακεντρέχεια.
Ο Όλιβερ πέρασε τα χέρια μέσα από τα μακριά, σγουρά, καστανά μαλλιά του. «Όπου θέλουμε να βρισκόμαστε, φυσικά», απάντησε κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του μπροστά στο πρόσωπο του Λούθιεν. Μετά γύρισε και φώναξε στον Τάσμαν να του ξαναγεμίσει το άδειο ποτήρι της μπίρας που βρισκόταν μπροστά του.
Ο Λούθιεν δεν έδωσε συνέχεια στη συζήτηση. Γύρισε πάλι τη σκέψη του στην κοπέλα και στο θέμα της δουλείας γενικά. Στο Μπέντγουιντριν δεν υπήρχαν δούλοι — ή τουλάχιστον δεν είχε ακούσει ποτέ του κάτι τέτοιο. Όλες οι φυλές ήταν ευπρόσδεκτες και είχαν ειρηνική και δίκαιη αντιμετώπιση, με εξαίρεση τους Κυκλωπιανούς. Βέβαια, τώρα, μετά τα διατάγματα από το Καρλάιλ, οι κάτοικοι του νησιού δεν μπορούσαν πια να διώχνουν τους μονόφθαλμους από τη γη τους. Μα ακόμα και σήμερα, στο Μπέντγουιντριν, οι Κυκλωπιανοί δεν ήταν ευπρόσδεκτοι σε όλες τις πόρτες — ακόμη και ιδιοκτήτες πανδοχείων συχνά τους έλεγαν ψέματα ότι δεν έχουν ελεύθερα δωμάτια.
Η δουλεία όμως; Ο Λούθιεν έβρισκε το όλο θέμα τελείως δυσάρεστο, ενώ η σκέψη ότι εκείνη η γυναίκα, αυτό το όμορφο και αθώο πλάσμα που είχε κλέψει την καρδιά του με ένα μόνο βλέμμα, ήταν σκλάβα ενός εμπόρου, γέμιζε το στόμα του με μια πικρή γεύση που καμιά ποσότητα μπίρας δεν θα μπορούσε να ξεπλύνει.
Μετά από μερικά ποτά ο Λούθιεν καθόταν ακόμη μπροστά στον πάγκο γκρινιάζοντας μουρμουριστά για αδικίες και, προς μεγάλη ανησυχία του Όλιβερ, για εκδίκηση.
Ο χάφλινγκ σκούντησε ξαφνικά με δύναμη τον Λούθιεν κάνοντάς τον να χύσει πάνω του κάμποση από την μπίρα που κρατούσε. Το παλληκάρι γύρισε βράζοντας για να αγριοκοιτάξει τον φίλο του, αλλά ο Όλιβερ του έκανε νόημα να μη μιλήσει και να προσέξει μια συζήτηση που γινόταν ανάμεσα σε δυο τύπους με μούτρο κακοποιών, οι οποίοι κάθονταν επίσης μπροστά στον πάγκο, μερικά σκαμνιά πιο κάτω.
«Είναι η Πορφυρή Σκιά, σου λέω!» δήλωσε ο ένας. «Γύρισε! Ο δούκας Μόρκνεϊ και οι κλέφτες έμποροι θα βρουν τον μπελά τους, να ’σαι σίγουρος γι’ αυτό!»
«Τι ανοησίες είναι αυτές που λες;» είπε ο σύντροφός του συνοδεύοντας τα λόγια του με μια κίνηση του χεριού. «Πόσον καιρό ζουν οι Πορφυρές Σκιές; Τι λες εσύ, Τάσμαν; Ο φίλος μου εδώ πιστεύει ότι η Πορφυρή Σκιά γύρισε από τους νεκρούς για να στοιχειώσει το Μόντφορτ».
«Αφού σου λέω ότι είδαν τις σκιές», επέμεινε ο άλλος. «Μου το είπε ένας φίλος μου σκλάβος! Όσο κι αν τις πλένουν δεν φεύγουν, και όσο κι αν τις βάφουν δεν σκεπάζονται!»
«Ναι, ακούγονται κάποιοι ψίθυροι», είπε ο Τάσμαν σκουπίζοντας τον πάγκο του μπροστά στους δύο βρόμικους κακοποιούς. «Κι αν είναι αλήθεια», ρώτησε τον πρώτο, «πιστεύεις ότι είναι καλό αυτό;»
«Καλό;» επανέλαβε έκπληκτος ο άλλος. «Και βέβαια είναι καλό! Μου αρέσει πολύ να βλέπω αυτά τα χοντρογούρουνα, τους εμπόρους, να παθαίνουν ό,τι τους αξίζει!»
«Όμως, αν η Πορφυρή Σκιά συνεχίσει να χτυπάει άσχημα τους εμπόρους, αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί και η δική σου μπάζα, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τάσμαν. «Σημαίνει επίσης ότι ο δούκας Μόρκνεϊ θα βάλει κι άλλους φρουρούς στους δρόμους της άνω πόλης».
Ο κακοποιός έμεινε αμίλητος για μια στιγμή, καθώς σκεφτόταν αυτές τις συνέπειες. «Είναι καλό!» είπε τελικά. «Εγώ λέω ότι αξίζει αυτό το τίμημα, αν είναι να τα βρουν σκούρα αυτά τα γουρούνια!» Γύρισε πάνω στο σκαμνί κινδυνεύοντας για μια στιγμή να πέσει κάτω και σήκωσε ψηλά το ποτήρι της μπίρας που κρατούσε. «Στην Πορφυρή Σκιά!» φώναξε δυνατά, και ο Λούθιεν είδε έκπληκτος καμιά δεκαριά ποτήρια να υψώνονται μέσα στην αίθουσα.
«Και μας το είπε, ανήκαν σε έναν φημισμένο κλέφτη», μουρμούρισε ο Όλιβερ, ενθυμούμενος τι είχε πει ο Μπριντ’Αμούρ καθώς έδινε στον Λούθιεν τον μανδύα και το τόξο.
«Για τι πράγμα μιλάνε;» ρώτησε ο Λούθιεν. Το μυαλό του ήταν τόσο θολωμένο που δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Μιλάνε για σένα, ανόητε κλέφτη», απάντησε ο Όλιβερ. Στράγγισε την μπίρα του και πήδησε από το σκαμνί. «Πάμε, πρέπει να σε βάλω για ύπνο».
Ο Λούθιεν κοίταζε άναυδος τους δυο κακοποιούς χωρίς να έχει καταλάβει ακόμη τελείως για τι πράγμα μιλούσαν, και αυτοί και ο Όλιβερ.
Σκεφτόταν τη σκλάβα σε όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι τους και για πολλή ώρα ακόμη, αφού έπεσε στο κρεβάτι.
Ο δεύτερος κακοποιός, αυτός που αμφισβητούσε την ύπαρξη της Πορφυρής Σκιάς στη συζήτηση, κοίταζε με μεγάλο ενδιαφέρον τον Όλιβερ και τον Λούθιεν καθώς έφευγαν από το Ντουέλφ. Έφυγε κι αυτός από την ταβέρνα μετά από λίγο ακολουθώντας μια μπερδεμένη διαδρομή στους δρόμους της πόλης για να φτάσει τελικά σε μια μυστική πύλη στο τείχος της άνω πόλης.
Οι Κυκλωπιανοί φρουροί τον αναγνώρισαν αλλά ήταν φανερό ότι δεν τον συμπαθούσαν καθόλου γι’ αυτό τον κοίταξαν καχύποπτα μόλις τους πλησίασε. Ο κακοποιός τους έδειξε την περγαμηνή με τη σφραγίδα των εμπόρων και συνέχισε τον δρόμο του.
Είχε πολλά να αναφέρει.