Ένα παχύ στρώμα χιονιού είχε σκεπάσει το ήσυχο Μόντφορτ, καλύπτοντας τις κόκκινες κηλίδες από το αίμα που είχε χυθεί σε όλους σχεδόν τους δρόμους. Ο Λούθιεν ήταν καθισμένος πάνω στη στέγη ενός ψηλού κτιρίου, στην κάτω συνοικία, και κοίταζε την πόλη και τις εκτάσεις στα βόρεια.
Ο λαός του Μόντφορτ είχε επαναστατήσει, και ο Λούθιεν, η Πορφυρή Σκιά, είχε οριστεί άθελά του αρχηγός τους. Είχαν σκοτωθεί πολλοί επαναστάτες, γι’ αυτό συχνά ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθανόταν βαριά την καρδιά του. Έπαιρνε όμως δύναμη από εκείνους που συνέχιζαν να πολεμούν άγρια για την ελευθερία τους, από τους γενναίους επαναστάτες που είχαν ζήσει τόσο καιρό κάτω από την τυραννία του δούκα και τώρα αρνούνταν να επιστρέψουν στην ίδια κατάσταση, ακόμη κι αν χρειαζόταν να πληρώσουν με τη ζωή τους.
Και, προς κατάπληξη του Λούθιεν, νικούσαν. Μια μεγάλη και καλά οπλισμένη δύναμη Κυκλωπιανών είχε ακόμη υπό τον έλεγχό της την άνω πόλη, από την άλλη πλευρά του εσωτερικού τείχους, προστατεύοντας τους πλούσιους εμπόρους που είχαν πλουτίσει ακόμη περισσότερο υπό τη διακυβέρνηση του Μόρκνεϊ. Σύμφωνα με τις φήμες, τη διοίκηση αυτής της δύναμης είχε αναλάβει ο υποκόμης Όμπρεϊ.
Ο Λούθιεν τον θυμόταν καλά τον Όμπρεϊ. Και ευχόταν να είναι σωστές οι φήμες.
Τις πρώτες βδομάδες μετά τον θάνατο του δούκα είχαν ακολουθήσει μανιασμένες μάχες, στις οποίες σκοτώνονταν εκατοντάδες άντρες, γυναίκες και Κυκλωπιανοί, καθημερινά. Γρήγορα όμως ήρθε ο χειμώνας κι έτσι σταμάτησαν οι συγκρούσεις, καθώς οι περισσότεροι προσπαθούσαν απλώς να μην ξεπαγιάσουν ή να μην πεθάνουν από την πείνα. Στην αρχή το κρύο φάνηκε να ευνοεί τους εμπόρους και τους Κυκλωπιανούς, που είχαν καλύτερα καταλύματα στην άνω πόλη, αλλά καθώς περνούσε ο καιρός, ο λαός του Μόντφορτ άρχισε να αποκτά την υπεροχή, αφού είχε υπό τον έλεγχό του το εξωτερικό τείχος, και δεν άφηνε να περάσουν στο εσωτερικό, πολιορκημένο τμήμα τρόφιμα και εφόδια.
Στο μεταξύ η ομάδα της Σιόμπαν μαζί με πολλούς σκληροτράχηλους νάνους συνέχιζαν να προκαλούν καταστροφές στον εχθρό. Ήδη έκαναν σχέδια για μια εκτεταμένη επίθεση στα ορυχεία για να ελευθερώσουν τους υπόλοιπους υποδουλωμένους νάνους.
Όμως ο Λούθιεν δεν μπορούσε να απαλλαχθεί από τις πολλές αμφιβολίες του. Ήταν οι πράξεις του πραγματικά σωστές, ή απλώς επρόκειτο για τις απερίσκεπτες ενέργειες ενός ανόητου; Πόσοι θα σκοτώνονταν επειδή είχε επιλέξει αυτή την πορεία, επειδή εκείνη τη μοιραία στιγμή στη Μητρόπολη η Πορφυρή Σκιά αποκαλύφθηκε και ο λαός συσπειρώθηκε γύρω της; Ακόμη και με τις εκπληκτικές, αρχικές τους νίκες, τί ελπίδες μπορεί να είχε ο πολιορκημένος λαός του Μόντφορτ; Ο χειμώνας θα ήταν πολύ βαρύς, ενώ την άνοιξη κατά πάσα πιθανότητα θα ερχόταν ο στρατός του Γκρινσπάροου από το Άβον για να ξαναπάρει την πόλη.
Και για να τιμωρήσει τους επαναστάτες.
Ο Λούθιεν αναστέναξε βαθιά βλέποντας έναν καβαλάρη να βγαίνει καλπάζοντας από τη βόρεια πύλη του Μόντφορτ. Πήγαινε βόρεια για να διαδώσει τα νέα και να πάρει βοήθεια από τα κοντινά χωριά, έστω και μόνο με τη μορφή εφοδίων. Είχαν μάθει για μερικές αψιμαχίες στο Πορτ Τσάρλι, ανατολικά, αλλά ο Λούθιεν δεν είχε πολλές ελπίδες.
«Το ’ξερα ότι θα σε ήσουν εδώ πάνω», ακούστηκε μια φωνή πίσω του. Ο Λούθιεν γύρισε και είδε τον Όλιβερ να ανεβαίνει στη στέγη. «Τι γίνεται, επιθεωρείς το βασίλειό σου;
Ο Λούθιεν του έριξε μια άγρια ματιά, δείχνοντας ότι δεν έβρισκε τα λόγια του καθόλου αστεία.
»Τέλος πάντων», είπε ο Όλιβερ. « Ήρθα απλώς να σου πω ότι έχεις έναν επισκέπτη».
Ο Λούθιεν κοίταξε με κατάπληξη τη γυναίκα που ανέβηκε κι αυτή στη στέγη. Τα μάτια της ήταν πράσινα σαν της Σιόμπαν, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν νιώθοντας κάποια έκπληξη γι’ αυτό, αλλά τα μαλλιά της είχαν ένα φλογερό, κόκκινο χρώμα. Είχε ψηλή και περήφανη κορμοστασιά, και στα χέρια της κρατούσε κάτι τυλιγμένο σε κουβέρτα. Κοίταζε κι αυτή στα μάτια τον παλιό της φίλο.
«Κατρίν», ψιθύρισε ο Λούθιεν, ενώ το στόμα του είχε στεγνώσει ξαφνικά τόσο πολύ, ώστε σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει.
Η Κατρίν ήρθε και στάθηκε μπροστά του. Του έδωσε το αντικείμενο που κρατούσε.
Ο Λούθιεν το πήρε με προσοχή, μην ξέροντας τι είναι.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα όταν παραμέρισε την κουβέρτα και είδε τον Τυφλωτή, το πολύτιμο ξίφος της οικογένειας.
«Από τον Γκάχρις, τον πατέρα σου και κόμη του Μπέντγουιντριν», είπε η Κατρίν Ο’Χέιλ με τόνο αυστηρό και αποφασισμένο.
Ο Λούθιεν κοίταξε ερευνητικά τα πράσινα μάτια της, ενώ αναρωτιόταν τι είχε συμβεί στην πατρίδα του.
«Η Αβονίζ είναι αλυσοδεμένη στη φυλακή», είπε η Κατρίν. «Και δεν υπάρχει ούτε ένας ζωντανός Κυκλωπιανός σε όλο το νησί του Μπέντγουιντριν».
Ο Λούθιεν δυσκολευόταν να ανασάνει. Ο Γκάχρις είχε ακολουθήσει το παράδειγμά του, είχε κηρύξει πόλεμο! Ο νεαρός κοίταξε γύρω του, ρίχνοντας το βλέμμα του από τη χαμογελαστή Κατρίν στον χαμογελαστό Όλιβερ και, μετά, στις χιονισμένες στέγες της ήσυχης πόλης.
Ήξερε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση, αλλά αυτήν τη φορά, σε αντίθεση με τα τυφλά γεγονότα που τον είχαν οδηγήσει σε τούτο το μοιραίο σημείο, η απόφασή του ήταν συνειδητή.
«Πήγαινε στην πόλη, Όλιβερ», είπε. «Πήγαινε και πες στον κόσμο να πάρει κουράγιο. Πες τους ότι ο πόλεμος για την ελευθερία τους μόλις τώρα άρχισε πραγματικά». Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι την περήφανη γυναίκα από το Χέιλ.
«Πήγαινε, Όλιβερ», είπε πάλι. «Πες τους ότι τώρα δεν είναι πια μόνοι».
Επί είκοσι χρόνια, η κάποτε περήφανη γη του Εριαντόρ στενάζει κάτω από τον ζυγό του μάγου-βασιλιά Γκρινσπάροου, που κατέκτησε τη χώρα με τις δαιμονικές του δυνάμεις και με λεγεώνες από τερατώδεις, μονόφθαλμους στρατιώτες. Οι νάνοι και τα νεραϊδογέννητα ξωτικά είναι σκλάβοι, οι άνθρωποι ζουν λίγο καλύτερα.
Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, πολεμιστής και γιος του κόμη Γκάχρις του Μπέντγουιρ, είναι πολύ νέος για να αντιληφθεί την τυραννία του Γκρινσπάροου. Ένα βράδυ όμως αποκαθιστά τη δικαιοσύνη μετά τον φόνο ενός φίλου του και γίνεται φυγάς για να σωθεί από τους φονιάδες του βασιλιά.
Ο Λούθιεν, γενναίος, μα αθώος λόγω της νεότητάς και της ως τότε προστατευμένης ζωής του, συναντιέται με τον μικρόσωμο αλλά ευφυέστατο και “περπατημένο” ληστή Όλιβερ ντε Μπάροους, που γίνεται ο δάσκαλός του στην ελεύθερη κι επικίνδυνη ζωή που έχει διαλέξει να ζήσει από εδώ και εμπρός. Μαζί με τον ανεκδιήγητο λήστη και μια πανέμορφη, εξωτική κοπέλα, θ’ αντιμετωπίσει Κυκλωπιανούς —μονόφθαλμους κτηνάνθρωπους— δράκους και παράξενα όντα, σε μια αλυσίδα περιπετειών που θα κρατήσουν τον αναγνώστη καθηλωμένο από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.