19 Καθαγιασμένος χώρος

Ο δούκας Μόρκνεϊ έσκυψε μπροστά με προσποιητό ενδιαφέρον και ακούμπησε τα χέρια στο τεράστιο γραφείο του, ενώ οι κοκαλιάρικοι αγκώνες του προεξείχαν από τον φαρδύ, κόκκινο χιτώνα του. Απέναντι του, κάμποσοι έμποροι μιλούσαν όλοι μαζί, αλλά οι μόνες λέξεις που ξεχώριζαν μέσα στη φασαρία ήταν “κλέφτης” και “Πορφυρή Σκιά”.

Τις τελευταίες εβδομάδες ο Μόρκνεϊ είχε ακούσει πολλές φορές τα ίδια πράγματα από τους ίδιους ανθρώπους, γι’ αυτό δεν είχε διάθεση να τα ξανακούσει.

«Και το χειρότερο απ’ όλα», φώναξε ένας έμπορος πιο δυνατά απ’ όλους, κάνοντας έτσι τους άλλους να σωπάσουν, «είναι ότι δεν μπορώ να βγάλω αυτή την αναθεματισμένη κηλίδα της σκιάς από τη βιτρίνα μου! Τι να απαντήσω στις κοροϊδίες όσων τη βλέπουν; Είναι ένα στίγμα, σας λέω!»

«Ναι, ναι!» συμφώνησαν πολλοί άλλοι.

Ο Μόρκνεϊ σήκωσε το ροζιασμένο χέρι του και έσφιξε τα χείλια του προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του. «Δεν είναι παρά ένας κλέφτης, τίποτα παραπάνω», είπε. «Ζούμε με κλέφτες από παλιά, γιατί λοιπόν να μας ενοχλεί τόσο πολύ η εμφάνιση ενός ακόμη που, μάλιστα, είναι τόσο εξυπηρετικός ώστε να αφήνει και το σημάδι του όπου περνάει;»

«Δεν καταλαβαίνετε!» είπε ικετευτικά ένας έμπορος, αλλά χλόμιασε και σώπασε αμέσως όταν ο δούκας τον κοίταξε με μια απειλητική έκφραση στο ρυτιδωμένο πρόσωπό του.

«Αυτόν τον κλέφτη σίγουρα τον βοηθά ο κόσμος», είπε ένας άλλος έμπορος προσπαθώντας να στρέψει σε διαφορετικό στόχο την οργή του επικίνδυνου δούκα.

«Τον βοηθά ο κόσμος να κάνει τι;» απάντησε αμετάπειστος ο Μόρκνεϊ. «Να κλέψει μερικά μπιχλιμπίδια; Εσείς οι ίδιοι παραδεχτήκατε ότι αυτός ο κλέφτης δεν είναι πιο δραστήριος από τους πολλούς άλλους που σας κλέβουν τελευταία. Ή μήπως το επισκεπτήριό του, αυτή η σκιά, θίγει τη φουσκωμένη σας περηφάνια;»

«Ο νάνος στην πλατεία…» άρχισε να λέει κάποιος.

«Θα τιμωρηθεί γι’ αυτό που έκανε», τον έκοψε ο Μόρκνεϊ. Κοίταξε έναν έμπορο δίπλα στο γραφείο του κλείνοντάς του το μάτι. «Οι νάνοι είναι πάντα χρήσιμοι τεχνίτες, έτσι δεν είναι;» είπε πονηρά, και αυτό φάνηκε να ηρεμεί λίγο τους εμπόρους.

»Γυρίστε στα μαγαζιά σας», συνέχισε ο Μόρκνεϊ γέρνοντας πίσω και κουνώντας εμφατικά τα κοκαλιάρικα χέρια του. «Ο βασιλιάς Γκρινσπάροου άφησε να εννοηθεί ότι η παραγωγή μας δεν είναι αυτή που θα ’πρεπε να είναι. Σας λέω ότι αυτό είναι πιο επείγον πρόβλημα από έναν μικροκλέφτη ή κάποιες γελοίες σκιές που λέτε ότι δεν βγαίνουν».

«Ξέφυγε από την παγίδα που του είχαμε στήσει», προσπάθησε να εξηγήσει ένας από τους εμπόρους, ενώ οι τρεις άλλοι που είχαν συνεργαστεί μαζί του στην παγίδα της Λεωφόρου Βιοτεχνών συμφωνούσαν με καταφατικά νεύματα.

«Τότε στήστε του κι άλλη παγίδα, αν αυτό πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει!» είπε κοφτά ο Μόρκνεϊ. Τα μάτια του δούκα, που είχαν ένα παράξενο κεχριμπαρί χρώμα, άστραψαν από θυμό και οι τέσσερις έμποροι σώπασαν αμέσως.

Η αντιπροσωπεία των εμπόρων βγήκε μουρμουρίζοντας από το γραφείο του δούκα.

«Άκου Πορφυρή Σκιά!», είπε ο γερο-μάγος, αρχίζοντας να ψάχνει μέσα στις περγαμηνές για να βρει το τελευταίο μήνυμα του Γκρινσπάροου. Ο Μόρκνεϊ ανήκε στην αρχαία αδελφότητα των μάγων και ζούσε ήδη τότε που η πρώτη Πορφυρή Σκιά έφερνε τον φόβο στις καρδιές των εμπόρων σε όλο το Εριαντόρ, κι ακόμη στο Πρίνσταουν και άλλες πόλεις του βόρειου Άβον. Είχαν μάθει πολλά γι’ αυτό τον άνθρωπο εκείνη την παλιά εποχή, αλλά δεν τον είχαν πιάσει ποτέ.

Και τώρα είχε γυρίσει; Ήταν αδύνατο. Η Πορφυρή Σκιά ήταν άνθρωπος — ένας άνθρωπος που είχε πεθάνει πριν από πολύ καιρό. Το πιθανότερο ήταν ότι κάποιος μικροκλέφτης είχε βρει τον μαγικό μανδύα του θρυλικού απατεώνα. Το “επισκεπτήριο” μπορεί να ήταν το ίδιο, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν κι ο ίδιος άνθρωπος.

«Ένας μικροκλέφτης», μουρμούρισε ο Μόρκνεϊ καγχάζοντας δυνατά καθώς σκέφτηκε τα μαρτύρια που περίμεναν αυτήν τη νέα Πορφυρή Σκιά όταν τελικά θα έπεφτε στα χέρια των εμπόρων.


«Εγώ δουλεύω μόνος μου», επέμεινε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν τον κοίταξε απορημένος.

»Μόνος μου μαζί σου», διευκρίνισε ο Όλιβερ θιγμένα. Στεκόταν καμαρωτός με τα καλύτερα ρούχα του και το καπέλο με το φτερό στο κεφάλι — Όλιβερ ντε Μπάροους, δανδής κλέφτης και δεινός ξιφομάχος. «Είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα όταν είσαι εντεταγμένος σε συντεχνία», συνέχισε με μια ξινισμένη έκφραση. «Μερικές φορές πρέπει να δίνεις πάνω από τη μισή σου μπάζα, άσε που πρέπει να πηγαίνεις μόνο όπου σου λένε να πας. Εμένα δεν μου αρέσει να μου λένε πού θα πάω!»

Ο Λούθιεν δεν είχε ουσιαστικά επιχειρήματα για να του απαντήσει. Δεν ήταν σίγουρος και ο ίδιος αν ήθελε να μπει στους Κάτερς, τουλάχιστον όσον αφορά στην πρακτική “δουλειά”. Ήξερε όμως ότι ήθελε να βλέπει πιο συχνά τη Σιόμπαν και, αν για να το πετύχει αυτό έπρεπε να μπει στην ομάδα της, τότε ήταν πρόθυμος να κάνει αυτήν τη θυσία.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι», είπε επικριτικά ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν αναστέναξε βαθιά. «Όλιβερ, υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή πέρα από τις κλοπές», προσπάθησε να του εξηγήσει. «Κι άλλα πράγματα πέρα από το υλικό κέρδος. Δεν θα διαφωνήσω σχετικά με το ότι, αν μπούμε στην ομάδα της Σιόμπαν, μπορεί να μειωθούν τα κέρδη μας και να περιοριστεί η ελευθερία μας, αλλά από την άλλη μεριά, ίσως να έχουμε περισσότερη ασφάλεια. Είδες την παγίδα που μας είχαν στήσει οι έμποροι».

«Γι’ αυτό ακριβώς δεν πρέπει να μπεις σε καμία ομάδα», του είπε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν δεν κατάλαβε.

»Γιατί να απογοητεύσεις τόσο πολύ τους θαυμαστές σου;» πρόσθεσε ο Όλιβερ.

«Τους θαυμαστές μου;»

«Τους άκουσες τι λένε. Μιλάνε συνέχεια για την Πορφυρή Σκιά, και όταν λένε αυτό το όνομα χαμογελάνε. Εκτός από τους εμπόρους, φυσικά, αλλά γι’ αυτό είναι ακόμη πιο γλυκιά η εκδίκηση».

Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του μπερδεμένος. «Αφού πάλι θα φοράω τον μανδύα», είπε. «Το σημάδι…»

«Θα χαθεί το μυστήριο», του εξήγησε ο Όλιβερ. «Όλο το Μόντφορτ θα μάθει ότι μπήκες στους Κάτερς, και έτσι θα υποβαθμιστεί η φήμη σου στα επίπεδα αυτής της ομάδας. Όχι, δεν συμφωνώ! Πρέπει να παραμείνεις ανεξάρτητος κλέφτης, έτσι ώστε να δρας με τους δικούς σου όρους και τις δικές σου επιλογές. Θα ξεγελάμε αυτούς τους ανόητους εμπόρους μέχρι που θα απελπιστούν, και μετά θα πάμε αλλού. Η Πορφυρή Σκιά θα εξαφανιστεί από τους δρόμους του Μόντφορτ. Ο θρύλος θα μεγαλώσει».

«Και μετά;»

Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους σαν να μην είχε σημασία. «Θα βρούμε μια άλλη πόλη — το Πρίνσταουν στο Άβον, ίσως. Θα γυρίσουμε στο Μόντφορτ μετά από μερικά χρόνια, ενώ ο θρύλος θα έχει γιγαντωθεί ακόμα περισσότερο. Έχεις κάνει κάτι υπέροχο εδώ, αν και είσαι τόσο νέος που δεν το καταλαβαίνεις», είπε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι δεν είχε δει ποτέ τον φίλο του να μιλά με τόση σοβαρότητα και ένταση. «Εσύ, η Πορφυρή Σκιά, που ξεγελάς τους ανόητους εμπόρους και τους κλέβεις κάτω από τις χοντρές τους μύτες, έδωσες στον κόσμο που ζει στην κάτω πόλη του Μόντφορτ κάτι που δεν είχαν εδώ και πολλά, πολλά χρόνια».

«Τι;» ρώτησε ο Λούθιεν, ενώ ο σαρκασμός είχε χαθεί τελείως από τη φωνή του.

«Ελπίδα», απάντησε ο Όλιβερ. «Τους έδωσες ελπίδα. Και τώρα φεύγω για την αγορά. Θα ’ρθείς;»

Ο Λούθιεν κατένευσε, αλλά έμεινε μέσα στο δωμάτιο για αρκετά λεπτά αφότου είχε φύγει ο Όλιβερ, βυθισμένος σε σκέψεις. Κατάλαβε ότι αυτά που του είπε ο φίλος του ήταν αλήθεια μέχρι κάποιον βαθμό. Μέσα από ένα παιχνίδι της μοίρας, αποκτώντας τυχαία ένα δώρο μετά από μια συμπτωματική συνάντηση με κάποιον εκκεντρικό μάγο —και όλα αυτά μετά από μία επίσης τυχαία συνάντηση με κάποιον ακόμη πιο εκκεντρικό χάφλινγκ— ο Λούθιεν Μπέντγουιρ είχε βρεθεί να διαιωνίζει έναν θρύλο για τον οποίο δεν είχε ξανακούσει ποτέ ως τότε. Είχε βρεθεί να ενσαρκώνει τις ελπίδες των καταπιεσμένων από τη βασιλεία του Γκρινσπάροου.

«Ένας χωριάτης ήρωας;» αναρωτήθηκε ο Λούθιεν, αν και δεν ήταν καθόλου χωριάτης. Πραγματικά δεν χωρούσε ο νους του την απίστευτη ειρωνεία της τύχης, τις απανωτές συμπτώσεις και, μολονότι όλα αυτά του προκαλούσαν μεγάλη σύγχυση, η περπατησιά του ήταν πιο ανάλαφρη όταν έτρεξε έξω για να προλάβει τον Όλιβερ.

Η μέρα ήταν κρύα και γκρίζα, ο τυπικός καιρός της εποχής, γι’ αυτό στην αγορά δεν είχε πολύ κόσμο. Τα περισσότερα καλά εμπορεύματα είχαν αγοραστεί ή κλαπεί πια, ενώ δεν είχαν έλθει νέα καραβάνια, ούτε και θα έρχονταν, για πολλούς μήνες ακόμη.

Πριν περάσει πολλή ώρα, ο Λούθιεν και ο Όλιβερ άρχισαν να εύχονται να υπήρχε πιο πολύς κόσμος στην πλατεία. Οι δυο τους παρουσίαζαν παράξενο θέαμα, ιδιαίτερα ο Όλιβερ, πράγμα που τράβηξε την προσοχή αρκετών Κυκλωπιανών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ένας με χοντρό επίδεσμο γύρω από το μωλωπισμένο του κεφάλι.

Οι δυο σύντροφοι σταμάτησαν σε έναν πάγκο και αγόρασαν μερικά παξιμάδια για μεσημεριανό, κουβεντιάζοντας με τον ιδιοκτήτη για τον καιρό, την αγορά ή οτιδήποτε άλλο τους ερχόταν στο μυαλό.

«Δεν θα ’πρεπε να είστε εδώ έξω», ακούστηκε ένας ψίθυρος, όταν ο ιδιοκτήτης απομακρύνθηκε για να εξυπηρετήσει κάποιον άλλο πελάτη.

Ο Λούθιεν κι ο Όλιβερ κοιτάχτηκαν πριν στραφούν σε μια λεπτή σιλουέτα με μανδύα και κουκούλα που έστεκε δίπλα στον πάγκο. Γύρισε λίγο προς το μέρος τους κοιτάζοντας κάτω από τη χαμηλή κουκούλα και οι δυο φίλοι αντίκρισαν το αρσενικό μισοξωτικό που είχαν γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ.

«Ξέρουν;» ρώτησε σιγά ο Όλιβερ.

«Υποψιάζονται», απάντησε εκείνος. «Δεν θα σας κατηγορήσουν ανοιχτά, βέβαια, με τόσους μάρτυρες τριγύρω».

«Φυσικά», απάντησε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν συνέχισε να κοιτάζει αδιάφορα μη θέλοντας να προδώσει την κρυφή συζήτηση, αλλά και χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι έλεγαν ο Όλιβερ και ο μισοξωτικός. Αν οι Κυκλωπιανοί είχαν υποψίες γι’ αυτόν και τον Όλιβερ, γιατί δεν πλησίαζαν να τους συλλάβουν; Είχε ζήσει αρκετά στο Μόντφορτ για να ξέρει ότι οι φρουροί δεν χρειάζονταν και πολλές αποδείξεις για να πιάσουν κάποιον. Οι περιπολίες Πραιτωριανών ήταν συχνό θέαμα στην περιοχή κοντά στο Τάινι Άλκοουβ, απ’ όπου συνήθως έφευγαν τραβώντας μαζί τους και κάποιον άτυχο κακοποιό.

«Υπάρχουν νέα», συνέχισε ο μισοξωτικός.

«Πες μου», άρχισε να λέει ο Όλιβερ, αλλά σταμάτησε στρεφόμενος αλλού καθώς πέρασε από κοντά τους μια ομάδα Κυκλωπιανών.

«Όχι τώρα», ψιθύρισε ο μισοξωτικός μόλις απομακρύνθηκαν οι φρουροί. «Η Σιόμπαν θα είναι πίσω από το Ντουέλφ με την ανατολή της σελήνης».

«Θα είμαστε εκεί», είπε ο Όλιβερ.

«Μόνο αυτός», απάντησε ο μισοξωτικός και ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν. Όταν μετά γύρισε να κοιτάξει απορημένος τον μισοξωτικό, αυτός απομακρυνόταν κιόλας.

Ο Όλιβερ στράφηκε ξανά με έναν στεναγμό προς τον Λούθιεν και την πλατεία, μα τότε κατάλαβε την αιτία για την ξαφνική απομάκρυνση του μισοξωτικού. Οι Κυκλωπιανοί, έρχονταν πάλι, και αυτή τη φορά έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους δυο φίλους.

«Ο χάφλινγκ-παππούς μου», ψιθύρισε ο Όλιβερ στον Λούθιεν, «συνήθιζε να λέει ότι ο έξυπνος κλέφτης ξέρει πότε να φύγει, και ο ακόμα πιο έξυπνος κλέφτης ξέρει πώς να ξεφύγει». Ξεκίνησε πιάνοντας και τον Λούθιεν από το χέρι, αλλά σταμάτησε ξαφνικά καθώς οι Κυκλωπιανοί όρμησαν ξαφνικά και τους περικύκλωσαν.

«Κρύο, σήμερα», είπε ο ένας.

«Κάνετε τις τελευταίες σας αγορές για τον χειμώνα;» ρώτησε ένας άλλος.

Ο Όλιβερ πήγε να απαντήσει, αλλά σταμάτησε καθώς τον πρόλαβε ο Λούθιεν, που μίλησε κοιτάζοντας απευθείας στο μάτι τον Κυκλωπιανό.

«Αυτό ακριβώς κάνουμε», είπε. «Ο χειμώνας του Μόντφορτ είναι πιο κρύος για μερικούς από ό,τι για άλλους».

Ο μονόφθαλμος φάνηκε να μην καταλαβαίνει το σχόλιο του Λούθιεν, αλλά κι ο Όλιβερ επίσης δεν ήταν σίγουρος για το τι ακριβώς εννοούσε ο φίλος του. Δεν το ήξερε, αλλά τα τελευταία του σχόλια στο διαμέρισμα είχαν ανάψει μια σπίθα στην καρδιά του Λούθιεν, είχαν αγγίξει μια χορδή της καρδιάς του. Αισθανόταν φουσκωμένος από περηφάνια εκείνη τη στιγμή, έπαιζε τον ρόλο της Πορφυρής Σκιάς, του αθέατου υπερασπιστή των καταπιεσμένων, του ανθρώπου που αγόραζε παλτά για τα άστεγα παιδιά, του ανθρώπου που ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι στο πλευρό των πλουσίων.

«Πόσο καιρό είστε στο Μόντφορτ;» ρώτησε ο Κυκλωπιανός με πονηρό ύφος, αναζητώντας κάποιο στοιχείο.

Ο Όλιβερ βγήκε μπροστά και τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση του Λούθιεν. «Από τη μέρα που γεννήθηκε ο γιος μου», δήλωσε, ενώ ο Λούθιεν τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. «Δυστυχώς, η καημένη η μητέρα του δεν άντεξε το μέγεθος του παιδιού».

Οι Κυκλωπιανοί κοιτάχτηκαν μπερδεμένοι χωρίς να έχουν πεισθεί. «Είναι πατέρας σου;» ρώτησε ο ένας τον Λούθιεν.

Αυτός αγκάλιασε τον Όλιβερ από τους ώμους. «Ο χάφλινγκ-μπαμπάς μου!» απάντησε μιμούμενος τη χαρακτηριστική προφορά του Όλιβερ.

«Και τι δουλειά…» άρχισε να λέει ο Κυκλωπιανός, αλλά ένας από τους συντρόφους του τον σταμάτησε πιάνοντάς του το χέρι, κάνοντας του νόημα να μην επιμείνει άλλο.

Το άγριο βλέμμα του κτηνάνθρωπου έσβησε καθώς κοίταξε γύρω του στην αγορά. Δεκάδες άνθρωποι, δυο-τρεις νάνοι και πέντε-έξι ξωτικά, παρακολουθούσαν με πρόσωπα σκυθρωπά, πολύ σκυθρωπά, και πολλοί μάλιστα απ’ αυτούς φορούσαν στη ζώνη τους στιλέτο ή σπαθί.

Χωρίς άλλη κουβέντα, οι Κυκλωπιανοί απομακρύνθηκαν γρήγορα.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Λούθιεν.

«Οι μονόφθαλμοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με ανθρώπους που έχουν ξαναβρεί την καρδιά τους», απάντησε ο Όλιβερ. «Πάμε να φύγουμε γρήγορα. Ο Κάτερ είχε δίκιο, δεν έπρεπε να κυκλοφορούμε σήμερα».


«Φίλησέ με». Η μελωδική φωνή αιφνιδίασε τον Λούθιεν, και το απρόσμενο αίτημα σχεδόν του έλυσε τα γόνατα.

Έμεινε να κοιτάζει μαρμαρωμένος την Σιόμπαν χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

«Αφού θέλεις να με φιλήσεις!» είπε αυτή δηλώνοντας το προφανές.

«Ήρθα γιατί μου είπαν ότι έχεις κάποια νέα», της απάντησε ο Λούθιεν. Αμέσως μόλις βγήκαν τα λόγια από το στόμα του το μετάνιωσε. Τι ακατάλληλη στιγμή για να αλλάξει συζήτηση!

Η μισοξωτική σκλάβα φαινόταν ακόμη πιο όμορφη στο καημένο το παλληκάρι έτσι όπως στεκόταν μέσα στο φεγγαρόφωτο, στο στενό δρομάκι πίσω από το Ντουέλφ. Ο Λούθιεν κοίταξε πάνω από τον ώμο του, σαν να περίμενε να είναι κάπου εκεί κοντά ο Όλιβερ, αυτός όμως είχε μπει στο Ντουέλφ λέγοντας στον φίλο του να έλθει να τον βρει όταν θα τέλειωνε η συνάντησή του με τον Σιόμπαν.

Ο Λούθιεν την κοίταξε πάλι, μα τώρα το χαμόγελό της είχε σβήσει χωρίς ν’ αφήσει ούτε ίχνος.

«Ο νάνος…» άρχισε να λέει σκυθρωπή, αλλά σταμάτησε ξαφνικά καθώς ο Λούθιεν την πλησίασε απότομα και τη φίλησε στα χείλη. Μετά τραβήχτηκε πάλι πίσω ντροπιασμένος, αναζητώντας στην έκφραση της Σιόμπαν κάποια αντίδραση.

Αλλά ο μόνος που ένοιωθε αμηχανία ήταν ο Λούθιεν, ενώ η Σιόμπαν χαμογέλασε απλώς ήρεμα παραμερίζοντας τα μαλλιά από το πρόσωπό της. «Γιατί μου ζήτησες να το κάνω αυτό;» ρώτησε ο νεαρός χωρίς περιστροφές.

«Επειδή το ήθελες», απάντησε η Σιόμπαν.

Οι ώμοι του Λούθιεν κρεμάστηκαν όλο απογοήτευση.

»Και το ήθελα κι εγώ», παραδέχτηκε η Σιόμπαν. «Και είπα να τελειώνουμε».

«Να τελειώνουμε;» επανέλαβε ο Λούθιεν. Αυτό δεν ακουγόταν καθόλου ευοίωνο.

Η Σιόμπαν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρετε εσύ κι ο Όλιβερ…» άρχισε να του εξηγεί. Σταμάτησε, σαν να δυσκολευόταν να πει αυτό που ήθελε.

Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά. «Τι να ξέρουμε;» ρώτησε πλησιάζοντας την Σιόμπαν, αλλά αυτή τον σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι και κάνοντας ένα βήμα πίσω.

«Ο νάνος», συνέχισε. «Αυτός που σας βοήθησε στην πλατεία Μόρκνεϊ. Τον έπιασαν οι Πραιτωριανοί και τον κλείδωσαν σε ένα μπουντρούμι. Σε λίγο θα δικαστεί».

Η έκφραση του Λούθιεν έγινε τελείως σοβαρή, ενώ τα χέρια του σφίγγονταν σε γροθιές. «Πού;» ρώτησε αποφασισμένα.

Η Σιόμπαν δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νέος είχε σκοπό να τρέξει εκείνη τη στιγμή για να σώσει τον νάνο. Σήκωσε τους ώμους της με μια έκφραση ανημπόριας, πράγμα που έκοψε τη φόρα του Λούθιεν. «Οι Πραιτωριανοί έχουν πολλά μπουντρούμια», είπε. «Πάρα πολλά. Θα τον δικάσουν στη Μητρόπολη αύριο, μαζί με πολλούς άλλους. Και σίγουρα θα τον καταδικάσουν σε καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία», πρόσθεσε.

Ο Λούθιεν είχε μπερδευτεί. Έμεινε σκεφτικός για λίγο προσπαθώντας να ξεμπερδέψει τα πράγματα και μετά κοίταξε με περιέργεια την Σιόμπαν. Πώς ήταν δυνατό να ξέρει για τον νάνο στην πλατεία Μόρκνεϊ; αναρωτήθηκε. Θα ’λεγε κανείς ότι η Σιόμπαν διάβαζε τη σκέψη του, γιατί φάνηκε πάλι στο πρόσωπό της εκείνο το παιχνιδιάρικο χαμόγελο.

«Σου είπα ότι οι καλές διασυνδέσεις έχουν πολλά πλεονεκτήματα», είπε, απαντώντας στην ερώτησή του Λούθιεν πριν εκείνος την θέσει. «Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα πρέπει να μάθετε αυτό το νέο».

Ο Λούθιεν έκανε ένα καταφατικό νεύμα.

»Ο νάνος λέγεται Σάγκλιν», πρόσθεσε η Σιόμπαν. «Και φυσικά ήξερε ότι θα τον πιάσουν».

«Ήταν στην ομάδα σας;»

«Όχι», απάντησε η κοπέλα. «Ήταν ένας τεχνίτης, τίποτα παραπάνω».

Ο Λούθιεν κατένευσε πάλι, στην πραγματικότητα όμως δεν καταλάβαινε τίποτα. Γιατί να τους βοηθήσει ένας τεχνίτης νάνος αν ήξερε ότι θα τον πιάσουν και θα τον τιμωρήσουν;

«Πρέπει να φύγω», είπε η Σιόμπαν κοιτάζοντας τη θέση της σελήνης.

«Πότε θα σε ξαναδώ;» ρώτησε ανήσυχα ο Λούθιεν.

«Θα με ξαναδείς», είπε εκείνη γυρίζοντας για να φύγει.

«Σιόμπαν!» φώναξε ο Λούθιεν πιο δυνατά από όσο ήθελε —η επιθυμία του τον έκανε απρόσεκτο. Η όμορφη σκλάβα πλησίασε πάλι κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά.

Ο Λούθιεν κοίταξε την πράσινη λάμψη των ματιών της μην μπορώντας να μιλήσει, αν και η έκφρασή του τα έλεγε όλα.

«Άλλο ένα φιλί;» ρώτησε εκείνη. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση της, κι ο Λούθιεν είχε ήδη κολλήσει πάνω της, με τα χείλια του ν’ αγγίζουν απαλά τα δικά της.

«Θα με ξαναδείς», τον πείραξε ξανά η Σιόμπαν καθώς τραβιόταν απαλά πίσω. Μετά εξαφανίστηκε, μια σκιά μέσα στο σκοτάδι.


«Είναι όλα ένα παιχνίδι», παραπονέθηκε ο Όλιβερ αργότερα εκείνο το βράδυ καθώς γύριζαν σπίτι με τον Λούθιεν, που είχε πιει μερικές μπίρες παραπάνω. «Δεν νομίζω να είσαι τόσο βλάκας ώστε να μην το καταλαβαίνεις αυτό;»

«Δεν με νοιάζει!» δήλωσε αποφασισμένα ο Λούθιεν, που η ομιλία του ήταν λίγο συγκεχυμένη λόγω του αλκοόλ.

«Δεν είναι τίποτα καινούριο αυτό, οι νάνοι συνέχεια κατηγορούνται, δικάζονται και καταδικάζονται σε καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία», επέμεινε ο Όλιβερ. «Τους καταδικάζουν σε νόμιμη δουλεία, και αυτοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να αντιδράσουν. Δεν καταλαβαίνεις; Με αυτό τον τρόπο έχει γίνει τόσο πλούσιο το Μόντφορτ».

«Δεν με νοιάζει!»

Ο Όλιβερ το φοβόταν ότι θα του απαντούσε κάτι τέτοιο ο Λούθιεν.

Το ίδιο βράδυ, πριν τα χαράματα, οι δυο φίλοι περπατούσαν αθόρυβα δίπλα στο διαχωριστικό τείχος της πόλης, κοντά στη Μητρόπολη. Πέρασαν εύκολα από την άλλη πλευρά του τοίχους και, ενώ προπορευόταν ο Όλιβερ που ήξερε την περιοχή, χώθηκαν στις σκιές κάτω από τη βόρεια πτέρυγα του ναού. Τώρα βρίσκονταν έξω από το εγκάρσιο σκέλος, το ένα από τα δύο που έδιναν στο κτίριο το σχήμα του σταυρού. Από αυτή την πλευρά υπήρχαν ελάχιστα κτίρια κοντά στη Μητρόπολη, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένας ανοιχτός χώρος σαν πλατεία. «Πρέπει να πάμε από τη δυτική πλευρά», είπε ο Όλιβερ. Κοίταξε με προσοχή από τη γωνία και σύστησε στον Λούθιεν να κρύψει τον μανδύα.

Ο Λούθιεν υπάκουσε αφηρημένα. Ήταν η πρώτη φορά που πλησίαζε τόσο κοντά στη Μητρόπολη. Ένιωθε μικρός και ασήμαντος! Αντίκριζε για πρώτη φορά καθαρά, τις τεράστιες επίστεγες αντηρίδες και τις πολλές τερατόμορφες υδρορροές που προεξείχαν από τον τοίχο κι ατένιζαν με περιφρόνηση από ψηλά τους ασήμαντους ανθρώπους. Η Μητρόπολη του Μόντφορτ ήταν πελώρια και επιβλητική μέσα στο φως της αυγής που άρχιζε να δυναμώνει.

Λίγο μετά την ανατολή του ήλιου η πλατεία είχε γεμίσει από κόσμο, εμπόρους και τεχνίτες, αλλά και πολλούς Πραιτωριανούς. Ο Λούθιεν πρόσεξε ότι πολύς κόσμος είχε και τα παιδιά του μαζί.

«Είναι η τελευταία μέρα της βδομάδας», του εξήγησε ο Όλιβερ και ο Λούθιεν κατένευσε συνειδητοποιώντας ότι είχε περάσει άλλη μία εβδομάδα, η τελευταία του Σεπτεμβρίου. «Είναι η μέρα που πληρώνουν τους φόρους, γι’ αυτό φέρνουν και τα παιδιά τους μαζί, ελπίζοντας σε κάποιον οίκτο». Ο Όλιβερ άφησε έναν καγχασμό με ολοκάθαρο νόημα: πολύ δύσκολο να δείξουν οίκτο οι φοροεισπράκτορες.

Περίμεναν αθέατοι πίσω από την προεξοχή του εγκάρσιου σκέλους, καθώς από τη δυτική πλευρά του ναού οι φρουροί ξεκλείδωσαν και άνοιξαν τις ψηλές, δρύινες πόρτες. Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει μέσα κατά ομάδες. Μεγαλόσωμοι Κυκλωπιανοί έστεκαν δεξιά και αριστερά από την πόρτα κάνοντας ερωτήσεις κι οδηγώντας τους άνδρες και τις οικογένειές τους σαν να ήταν κοπάδια προβάτων.

Ο Όλιβερ τράβηξε τον Λούθιεν πιο πίσω μέσα στις σκιές του τοίχου, καθώς ένα καραβάνι από άμαξες με σιδερένιες κλούβες έφτασε στην πλαϊνή είσοδο, στον βόρειο τοίχο της εγκάρσιας πτέρυγας του ναού, όπου υπήρχε άλλη μία εντυπωσιακή πόρτα, αν και όχι τόσο μεγάλη όσο η κεντρική είσοδος της δυτικής πλευράς. Πλήθος Πραιτωριανοί βγήκαν από τη Μητρόπολη για να παραλάβουν τους φυλακισμένους από τις κλούβες: τέσσερις άνδρες, τρεις γυναίκες και δύο νάνους, που όλοι φορούσαν τον ίδιο φαρδύ, γκρίζο χιτώνα πάνω από τα ρούχα τους, ανοιχτόν μπροστά. Ο Λούθιεν αναγνώρισε αμέσως τον νάνο ο οποίος τους είχε βοηθήσει. Ξεχώριζε από την πυκνή κατάμαυρη γενειάδα που ξεπρόβαλε από την κουκούλα, και από τα ρούχα που φορούσε κάτω από τον χιτώνα, το ίδιο δερμάτινο, αμάνικο χιτώνιο που είχε και εκείνο το πρωί στην πλατεία Μόρκνεϊ.

«Ο Σάγκλιν», ψιθύρισε. Ήταν το όνομα που του είχε πει η Σιόμπαν.

Έκανε νόημα στον Όλιβερ, αλλά αυτός τον κράτησε πίσω. Ο Λούθιεν τον κοίταξε ενοχλημένος.

«Είναι πάρα πολλοί», ψιθύρισε ο Όλιβερ δείχνοντας ένα κτίσμα στην απέναντι πλευρά της πλατείας. Ο Λούθιεν είδε κάμποσα άτομα να κινούνται μέσα, καθώς και δύο πρόσωπα που κάθονταν απ’ έξω στο λιθόστρωτο σαν ζητιάνοι, ένα συχνό θέαμα στην κάτω τμήμα της πόλης. Φορούσαν μακρύ χιτώνα και τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα, αλλά όταν ο Λούθιεν τους κοίταξε πιο προσεκτικά, κατάλαβε την ανησυχία του Όλιβερ.

Όλοι τους είχαν φαρδιές πλάτες σαν πολεμιστές ή σαν Κυκλωπιανοί.

«Μας περιμένουν;» ψιθύρισε στο αυτί του Όλιβερ.

«Πρόκειται για μια εύκολη παγίδα», απάντησε αυτός. « Ένας εύκολος τρόπος για να απαλλαχτούν από κάποιο πρόβλημα που τους ενοχλεί όλο και περισσότερο. Ίσως να έχουν καταλάβει πόσο βλάκας μπορείς να φανείς».

Ο Λούθιεν τον αγριοκοίταξε, από την άλλη μεριά όμως, έτσι όπως στεκόταν δίπλα στον πανύψηλο ναό με το φως της μέρας να δυναμώνει γύρω τους και τους Πραιτωριανούς να τριγυρίζουν παντού στους δρόμους και τη Μητρόπολη, δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τον Όλιβερ. Δεν ήθελε να φύγει, αλλά ούτε ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει.

Όταν κοίταξε πάλι τον Όλιβερ, η απογοήτευση στο πρόσωπό του μετατράπηκε σε περιέργεια. Ο φίλος του είχε κρύψει το σακάκι, τα μαύρα παπούτσια και το καπέλο του στις μαγικές θήκες του “διαρρήκτη”, είχε σηκώσει ψηλά τα μπατζάκια του παντελονιού του και τώρα μόλις φορούσε ένα εμπριμέ γυναικείο φόρεμα. Μετά έβαλε μια περούκα από τρίχες αλόγου, μακριά και κατάμαυρη (ο Λούθιεν δεν μπορούσε να φανταστεί πού τη βρήκε) και, τέλος, τύλιξε κάμποσα πέπλα γύρω από το κεφάλι του για να κρύψει το μουστάκι και το γενάκι του.

Ο καλός μου ο Όλιβερ! σκέφτηκε ο Λούθιεν, και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να συγκρατήσει τα γέλια του.

«Είμαι η παρθένα κόρη σου, έμπορε», του εξήγησε ο Όλιβερ δίνοντάς του ένα πουγκί με νομίσματα. Όταν ο Λούθιεν το άνοιξε για να κοιτάξει μέσα, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα: τα νομίσματα ήταν χρυσά.

Ο Όλιβερ τον έπιασε αγκαζέ και, προχωρώντας φανερά πλέον, έστριψαν από τη γωνία του ναού και βγήκαν στον δρόμο. Αποφεύγοντας να πλησιάσουν τις άμαξες με τους φυλακισμένους και τους Κυκλωπιανούς, διέσχισαν την πλατεία κατευθυνόμενοι προς τη δυτική είσοδο της Μητρόπολης.

Ο Λούθιεν κοίταζε τη δυτική πλευρά του ναού μέχρι που έφτασαν στην πόρτα. Ο τοίχος εδώ δεν ήταν επίπεδος, είχε διαδοχικές εσοχές στις οποίες υπήρχαν όμορφα αγάλματα με ζωηρά χρώματα. Αυτές ήταν οι ιερές μορφές της θρησκείας του Λούθιεν: οι ήρωες της παλιάς εποχής, οι λαμπρές προσωπικότητες του Εριαντόρ. Πρόσεξε ότι είχαν καιρό να τους κάνουν συντήρηση, η μπογιά ήταν ξεφλουδισμένη σε πολλά σημεία, ενώ σε όλες σχεδόν τις εσοχές υπήρχαν φωλιές και κουτσουλιές πουλιών.

Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να εξοργίζεται με την κατάσταση των αγαλμάτων, αλλά ξαφνικά τον έβγαλε από τις σκέψεις του ο Όλιβερ.

«Σου το είπα ότι θα αργήσουμε, μπαμπά!» είπε ο φίλος του μιλώντας με ψιλή, γυναικεία φωνή.

Ο Λούθιεν τον κοίταξε κατάπληκτος, αλλά συνήλθε αμέσως και στράφηκε στους δυο Κυκλωπιανούς φρουρούς που χαμογελούσαν. «Αργήσαμε;» ρώτησε.

«Φοβάται ότι θα τον στείλουν στα ορυχεία επειδή δεν ήρθε να πληρώσει τους φόρους του», είπε ο ένας από τους φρουρούς, κοιτάζοντας τον Όλιβερ με λάγνο ύφος. «Ή ότι ο Μόρκνεϊ ίσως και να του πάρει την κόρη του». Γέλασε χαιρέκακα και ο Λούθιεν μόλις που κρατήθηκε για να μη βγάλει το κρυμμένο ξίφος του.

Ο Όλιβερ τον σκούντησε δυνατά, και όταν ο Λούθιεν τον κοίταξε, ο Όλιβερ του έδειξε το πουγκί.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ κατένευσε και έβγαλε μερικά χρυσά νομίσματα. Θα χρωστούσε μεγάλη χάρη στον Όλιβερ γι’ αυτό που έκανε. Ο Λούθιεν ήξερε καλά πόσο δύσκολο ήταν για τον φίλο του να αποχωριστεί τα παράνομα κέρδη του!

«Είστε σίγουροι ότι άργησα;» ρώτησε ο Λούθιεν τους Κυκλωπιανούς. Αυτοί τον κοίταξαν απορημένοι με την ερώτηση και τον πονηρό τόνο του.

Ο Λούθιεν κοίταξε δεξιά-αριστερά, πριν απλώσει το χέρι του με τα νομίσματα. Οι βραδύστροφοι μονόφθαλμοι κατάλαβαν επιτέλους.

«Άργησες;» είπε ο ένας. «Μπα, όχι, δεν άργησες». Παραμέρισε το ένα υψηλό θυρόφυλλο, ενώ ο σύντροφός του έπαιρνε τα νομίσματα.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ μπήκαν σε έναν μικρό, ψηλοτάβανο προθάλαμο με άλλη μια διπλή πόρτα μπροστά τους. Ανάσαναν και οι δύο με ανακούφιση όταν οι Κυκλωπιανοί έκλεισαν τις έξω πόρτες πίσω τους, αφήνοντάς τους μόνους.

Ο Λούθιεν πήγε να πιάσει το χερούλι της εσωτερικής πόρτας, αλλά ο Όλιβερ τον σταμάτησε βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη του. Όταν ακούμπησαν το αυτί τους στο ξύλινο θυρόφυλλο, άκουσαν μια δυνατή φωνή να φωνάζει ονόματα για να πλησιάσουν να πληρώσουν τον φόρο.

Καλά είχαν φτάσει ως εδώ, τι θα έκαναν όμως τώρα; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Κοίταξε τον σύντροφό του, κι αυτός του έδειξε μ’ ένα νεύμα πίσω του. Ο νεαρός γύρισε και είδε ότι ο μικρός προθάλαμος δεν ήταν τελείως κλειστός. Στους δύο πλαϊνούς τοίχους του, γύρω στα τρία μέτρα ύψος από το δάπεδο, υπήρχαν ανοίγματα που οδηγούσαν σε κρυφούς διαδρόμους οι οποίοι, όπως φαίνεται, εκτείνονταν κατά μήκους του μπροστινού τοίχου του ναού.

Με τη βοήθεια της μαγικής αρπάγης ανέβηκαν στο άνοιγμα. Διασχίζοντας τον κρυφό διάδρομο συνάντησαν στον δρόμο τους αρκετά άλλα ανοίγματα που οδηγούσαν σε μια στοά που περιέβαλε τον ναό από την εξωτερική πλευρά. Προφανώς, μέσω αυτού του διαδρόμου προσέγγιζαν οι συντηρητές του κτιρίου τα πολλά αγάλματα και τα βιτρό της εκκλησίας, όταν αυτά χρειάζονταν καθάρισμα.

Ανέβηκαν μια στενή σκάλα, και μετά άλλη μία, όπου ένα πέρασμα οδηγούσε σε κάποιον θολωτό χώρο, μια γαλαρία από την οποία φαινόταν η κεντρική αίθουσα του ναού.

«Το τριφόριο», εξήγησε ο Όλιβερ στον φίλο του κλείνοντας το μάτι. Προφανώς, από εκείνο το σημείο, το οποίο βρισκόταν σε ύψος δεκαπέντε μέτρων από το δάπεδο της μεγάλης αίθουσας, θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν όλη τη διαδικασία χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.

Ο Λούθιεν πρόσεξε ότι, αν και βρίσκονταν τόσο ψηλά από το έδαφος, η απόσταση που τους χώριζε από το σύμπλεγμα των πελώριων θόλων της εκπληκτικής οροφής του ναού ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθάνθηκε πάλι μικροσκοπικός και ασήμαντος, και τον έπιασε δέος μπροστά στο μέγεθος του καθεδρικού ναού.

Ο Όλιβερ είχε προχωρήσει, αλλά γύρισε πάλι όταν αντιλήφθηκε ότι ο Λούθιεν δεν τον ακολουθούσε.

«Γρήγορα», του ψιθύρισε, επαναφέροντας το παλληκάρι στην πραγματικότητα.

Προχώρησαν κολλημένοι στον πίσω τοίχο του τριφόριου. Στη μέση κάθε αψίδας υπήρχε κι από ένα φτερωτό, τερατόμορφο άγαλμα με γκροτέσκο, κερασφόρο κεφάλι που κοίταζε κάτω, προς τους πιστούς. Τα αγάλματα αυτά, όλα όμοια μεταξύ τους, ήταν μια σχετικά καινούργια προσθήκη στον ναό, κι ο Όλιβερ τα κοίταξε με φανερή δυσαρέσκεια ενώ ο Λούθιεν συμφωνούσε ολόψυχα μαζί του — αυτά τα δήθεν διακοσμητικά γλυπτά αποτελούσαν ένα μίασμα για την Μητρόπολη.

Έφτασαν αθόρυβα στη γωνία του τριφόριου, όπου η γαλαρία έστριβε δεξιά, προς το νότιο κλίτος του ναού. Διαγώνια απέναντι τους ο Λούθιεν είδε τους αυλούς ενός γιγάντιου εκκλησιαστικού οργάνου. Από κάτω τους ήταν το μέρος όπου στεκόταν κάποτε η χορωδία για να εξυμνεί τον Θεό. Τώρα στο ίδιο σημείο κυκλοφορούσαν Κυκλωπιανοί.

Το Θυσιαστήριο απείχε γύρω στα τριάντα μέτρα και υψωνόταν στο κέντρο μιας ημικυκλικής κόγχης στο ανατολικό άκρο του ναού. Αυτό το τμήμα του τεράστιου κτίσματος βρισκόταν ακριβώς στο σημείο όπου τα τείχη τα οποία χώριζαν την άνω και την κάτω πόλη ενώνονταν με την Μητρόπολη. Έτσι η κόγχη του Θυσιαστηρίου έβλεπε προς την κάτω πόλη, ενώ ο υπόλοιπος ναός βρισκόταν από την μέσα μεριά των τοιχών, στην αριστοκρατική συνοικία.

Τα σπειροειδή διακοσμητικά σχήματα της κόγχης οδήγησαν το βλέμμα του Λούθιεν προς τα πάνω, προς τον υψηλότερο, πυργοειδή θόλο του καθεδρικού ναού, και κατάλαβε ότι από το σημείο όπου βρισκόταν δεν μπορούσε να δει παρά μόνο το μισό εσωτερικό του πανύψηλου κτίσματος. Τίναξε το κεφάλι για να συγκεντρωθεί στον σκοπό τους και κοίταξε κάτω, τις μεγάλες ταπισερί της κόγχης και το Θυσιαστήριο.

Εκεί ο Λούθιεν είδε για πρώτη φορά τον διαβόητο δούκα Μόρκνεϊ του Μόντφορτ. Ο γέρος καθόταν σε μια άνετη πολυθρόνα πίσω από τον βωμό, φορώντας κόκκινο χιτώνα και έχοντας μια βαριεστημένη έκφραση.

Σε ένα βάθρο στη γωνία του χώρου αυτού, στεκόταν εκείνος που διάβαζε τον κατάλογο των φορολογουμένων, έχοντας δεξιά και αριστερά του δύο από τους πιο μεγαλόσωμους Κυκλωπιανούς που είχε δει ποτέ ο Λούθιεν. Ο αναγνώστης διάβαζε καθαρά ένα όνομα και σταματούσε, περιμένοντας να εμφανιστεί ο φορολογούμενος —στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας της κάτω πόλης, τον οποίο αναγνώρισε ο Λούθιεν— και να πλησιάσει από την κεντρική αίθουσα στο Θυσιαστήριο με την προσφορά του.

Ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθάνθηκε κάτι σαν ξινή γεύση στο στόμα του όταν ο ταβερνιάρης έδωσε ένα σακούλι με νομίσματα στον Κυκλωπιανό. Στεκόταν με το κεφάλι του σκυμμένο μέχρι που άδειασαν το σακούλι πάνω στον βωμό και μέτρησαν το περιεχόμενό του. Μετά, ανακοίνωσαν το ποσό στον Μόρκνεϊ, που έμεινε αμίλητος για μια στιγμή —ο νέος κατάλαβε ότι ήθελε απλώς να κάνει τον ταβερνιάρη να ιδρώσει από την αγωνία— και μετά κούνησε αφηρημένα το χέρι. Ο ταβερνιάρης επέστρεψε κυριολεκτικά τρέχοντας στη θέση του, μάζεψε τα δύο παιδιά που είχε φέρει μαζί του και βγήκε γρήγορα από τη Μητρόπολη.

Η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές. Οι περισσότεροι φορολογούμενοι πήραν άδεια να φύγουν αφού πλήρωσαν, εκτός από έναν άτυχο άνδρα, έναν γέροντα μικροπωλητή που είχε πάγκο στην αγορά, και ο οποίος φαίνεται ότι δεν έδωσε αρκετά χρήματα ώστε να ευχαριστηθεί ο άπληστος δούκας. Ο Μόρκνεϊ ψιθύρισε κάτι στον Κυκλωπιανό δίπλα του και οι φρουροί έπιασαν τον γέρο και τον απομάκρυναν σέρνοντάς τον. Μια γριά —η γυναίκα του μάλλον— πετάχτηκε όρθια από ένα κάθισμα φωνάζοντας διαμαρτυρίες.

Οι φρουροί την έπιασαν κι αυτή.

«Ευχάριστο θέαμα», ψιθύρισε ο Όλιβερ από δίπλα.

Στα μισά περίπου της διαδικασίας, δύο ώρες αφότου ανέβηκαν ο Λούθιεν και ο Όλιβερ στο τριφόριο, ο Μόρκνεϊ σήκωσε το κοκαλιάρικο χέρι του. Ο άνθρωπος που διάβαζε τα ονόματα κατέβηκε από το βάθρο και πήρε τη θέση του ένας άλλος.

«Τους φυλακισμένους!» φώναξε, και κάμποσοι Κυκλωπιανοί βγήκαν μπροστά από τα πρώτα καθίσματα τραβώντας πίσω τους τους αλυσοδεμένους κρατούμενους.

«Να και ο σωτήρας μας», είπε ο Όλιβερ, διακρίνοντας τον δασύτριχο νάνο. «Έχεις καμία ιδέα για το πώς θα τον πλησιάσουμε;»

Ο φανερά σαρκαστικός του τόνος θύμωσε τον Λούθιεν, που όμως δεν ήξερε τι να απαντήσει. Προφανώς ο φίλος του είχε δίκιο, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει τον νάνο, τίποτα απολύτως. Έβλεπε τουλάχιστον σαράντα Κυκλωπιανούς μέσα στον ναό και σίγουρα θα υπήρχαν πολλοί άλλοι κάπου εκεί κοντά, χωρίς να μετράμε εκείνους που είχαν έλθει με τις άμαξες στη βόρεια είσοδο. Αυτό, συν το γεγονός ότι ο Μόρκνεϊ σύμφωνα με τις φήμες ήταν ένας ισχυρός μάγος, σήμαινε ότι θα ήταν εξωπραγματική οποιαδήποτε σκέψη ή σχέδιο για να σώσουν τον Σάγκλιν.

Διαβάστηκαν οι κατηγορίες και επιβλήθηκαν διάφορες ποινές καταναγκαστικών έργων. Τέσσερις άνδρες θα οδηγούνταν με ένα καραβάνι μέχρι το Πρινστάουν και, ο Όλιβερ, πληροφόρησε τον Λούθιεν πως όταν θα έφταναν στην πόλη του Άβον, μάλλον θα τους πουλούσαν στον στρατό. Τρεις γυναίκες καταδικάστηκαν να δουλεύουν υπηρέτριες σε διάφορους εμπόρους, φίλους του δούκα — εδώ ο Όλιβερ δεν χρειάστηκε να εξηγήσει στον Λούθιεν την τρομερή μοίρα που τις περίμενε. Και οι νάνοι, όπως ήταν φυσικό, καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές καταναγκαστικών έργων στα ορυχεία.

Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ παρακολουθούσε ανήμπορος καθώς οι φρουροί τραβούσαν τους φυλακισμένους, και τον Σάγκλιν μαζί, στην πλαϊνή πόρτα όπου περίμενε η άμαξα για να τους παραλάβει.

Γρήγορα άρχισε πάλι η καταβολή φόρων, και ο Όλιβερ με τον εξαγριωμένο Λούθιεν επέστρεψαν από το τριφόριο στον κρυφό διάδρομο και από εκεί έφτασαν στ’ ανοίγματα που έβλεπαν στον προθάλαμο. Περίμεναν να βγει έξω ένας από τους εμπόρους που είχε μόλις πληρώσει τους φόρους του και μετά κατέβηκαν στο μικρό δωμάτιο. Ο Όλιβερ, αφού μάζεψε την αρπάγη και την έκρυψε, έφτιαξε τα ρούχα και τα πέπλα του κάνοντας νόημα στον Λούθιεν να φύγουν.

Οι Κυκλωπιανοί φρουροί πέταξαν κάποιο πονηρό σχόλιο καθώς περνούσε ο “έμπορος” με την παρθένα κόρη του, αλλά ο Λούθιεν σχεδόν δεν τους άκουσε. Δεν είπε λέξη μέχρι που γύρισαν στο Τάινι Άλκοουβ, και εκεί άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο σαν λιοντάρι στο κλουβί.

Ο Όλιβερ, που φορούσε ακόμη τα γυναικεία ρούχα, του είπε ότι κοντεύει να μεσημεριάσει κι ότι σε λίγο θα ανοίξει το Ντουέλφ, αλλά ο Λούθιεν δεν έδωσε σημασία, σαν να μην είχε ακούσει.

«Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα!» φώναξε τελικά ο Όλιβερ πηδώντας πάνω σε μια καρέκλα μπροστά στον Λούθιεν, για να βρίσκεται κοντά του πρόσωπο με πρόσωπο. «Απολύτως τίποτα!»

«Τον πήγαν στα ορυχεία», είπε ο Λούθιεν στρεφόμενος από την άλλη μεριά, χωρίς να δώσει πάλι σημασία στον Όλιβερ. «Αφού λοιπόν πήγαν τον Σάγκλιν στα ορυχεία, θα πάω κι εγώ εκεί».

«Μα τις παρθένες του Άβον!» μουρμούρισε ο Όλιβερ. Κάθισε στην καρέκλα και τράβηξε τα μακριά, μαύρα μαλλιά της περούκας πάνω από τα μάτια του.

Загрузка...