5 Χωρίς μια ματιά πίσω

Λίγο αργότερα ο Λούθιεν έφυγε από την Νταν Βάρνα παίρνοντας τον βόρειο δρόμο, καβάλα στο αγαπημένο του άλογο, τον Ριβερντάνσερ. Ήταν ένα λευκό Μόργκαν Χαϊλάντερ με κοντά πόδια και μεγάλους μυς, που μπορούσε να περπατά με άνεση στο μόνιμα βρεγμένο έδαφος του Εριαντόρ. Τα άλογα Χαϊλάντερ ήταν αποτέλεσμα προσεκτικών διασταυρώσεων, χάρη στις οποίες διέθεταν μακρύ και πυκνό τρίχωμα που τα προστάτευε από τους παγερούς ανέμους και τη βροχή. Σε πολλά Χαϊλάντερ αυτό το τρίχωμα ήταν πάντα μπερδεμένο και αγκαθωτό, αλλά στην περίπτωση του Ριβερντάνσερ ήταν λείο σαν λεπτό μετάξι και άστραφτε σε κάθε του κίνηση, όπως λαμποκοπά το νερό του ποταμού από τον ήλιο μιας ανοιξιάτικης μέρας.

Ο Ριβερντάνσερ κουβαλούσε βαρύ φορτίο εκείνη τη μέρα, τις προμήθειες που θα χρειαζόταν ο Λούθιεν για τον δρόμο και, σε πιο περίοπτη θέση κάποια σύνεργα του ψαρέματος, ανάμεσά τους και δίχτυα περασμένα σε πλαίσιο από χοντρά κοντάρια. Δεν ήταν ασυνήθιστο για τον Λούθιεν να φεύγει από την πόλη με αυτό τον εξοπλισμό, ιδιαίτερα μάλιστα αφού μετά τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ οι προπονήσεις στην αρένα είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο. Σίγουρα κανείς στην Νταν Βάρνα δεν θα περίμενε να τον δει να προπονείται τόσο γρήγορα πάλι.

Κανείς σχεδόν δεν του έδωσε σημασία καθώς περνούσε από τους λιθόστρωτους ή χωμάτινους δρόμους. Σε ένα σημείο σταμάτησε και μίλησε με τον καπετάνιο ενός αλιευτικού σκάφους, για να τον ρωτήσει τι ψάρια τριγυρίζουν στα βόρεια του κόλπου και αν η θάλασσα είναι αρκετά ήρεμη για τα δίχτυα ή είναι προτιμότερο να δοκιμάσει πετονιά. Μια πολύ εγκάρδια, πολύ φυσιολογική συζήτηση, ακριβώς όπως την ήθελε ο Λούθιεν.

Όταν όμως πέρασε τους κάβους και δεν φαινόταν πια από τα πέτρινα σπίτια με τις αχυροσκεπές, άρχισε να τρέχει με καλπασμό. Οχτώ χιλιόμετρα έξω από την πόλη έστριψε προς την παραλία και σε λίγο έφτασε σε ένα από τα μέρη όπου του άρεσε να ψαρεύει. Εκεί άφησε τα σύνεργα τις ψαρικής, τα κοντάρια και το δίχτυ πάνω σε έναν από τους βράχους δίπλα στο νερό, μαζί με μια μπότα του που την εβρεξε προηγουμένως. «Καλύτερα να τους αφήσω όσο το δυνατόν περισσότερα αινίγματα», σκέφτηκε, αν και δεν του άρεσε καθόλου αυτό που έκανε, όταν αναλογιζόταν τον πόνο που θα δοκίμαζε ο Γκάχρις μόλις θα πειθόταν πραγματικά ότι ο γιος του χάθηκε στην επικίνδυνη Θάλασσα του Ντόρσαλ.

«Δεν γίνεται αλλιώς, όμως», αποφάσισε. Ανέβηκε πάλι στον Ριβερντάνσερ και ξεκίνησε με προσοχή, οδηγώντας τον ανάμεσα στις πέτρες, προσπαθώντας να αφήσει όσο το δυνατόν λιγότερα ορατά ίχνη και αναστενάζοντας βαθιά όταν το άλογο σήκωσε την ουρά του και έριξε κάτω κάμποσα φανερά σημάδια της διέλευσής του.

Όταν απομακρύνθηκε από την ακτή, έστριψε προς τα δυτικά. Κινήθηκε για λίγο προς την κατεύθυνση του Χέιλ και μετά έστριψε πάλι νότια. Νωρίς το απόγευμα ξαναπέρασε από την Νταν Βάρνα, αλλά τώρα βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά της και ήταν σίγουρος ότι δεν θα τον δουν. Αναρωτήθηκε τι αναστάτωση θα είχαν προκαλέσει οι πράξεις του. Τι θα σκέφτηκε ο Γκάχρις και ιδιαίτερα η Αβονίζ όταν μπήκαν στο γραφείο και βρήκαν τον νεκρό Κυκλωπιανό; Είχε προσέξει ο Γκάχρις το ματωμένο ξίφος στον τοίχο;

Τέτοια ώρα πια, σίγουρα κάποιος θα είχε πάει βόρεια για να τον βρει. Μπορεί ήδη να είχαν ανακαλύψει τα σύνεργα και την μπότα του, αν και μάλλον δεν θα είχαν προλάβει ακόμη να ειδοποιήσουν τον πατέρα του.

Ο Λούθιεν αποφάσισε και πάλι ότι δεν θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτε άλλο. Είχε ακολουθήσει την πορεία που απαιτούσε η καρδιά του. Ουσιαστικά, απλώς είχε αμυνθεί απέναντι στον οπλισμένο Κυκλωπιανό. Θα μπορούσε να είχε μείνει στο αρχοντικό Μπέντγουιρ και κανείς δεν θα τολμούσε να τον κατηγορήσει. Ακόμη και μετά από όσα του είχε πει ο Ίθαν, ο Λούθιεν δεν πίστευε ότι ο πατέρας του θα στρεφόταν ποτέ εναντίον του. Έτσι, εκείνο που τον έκανε να φύγει δεν ήταν ο φόβος του νόμου. Μόλις τώρα το συνειδητοποιούσε αυτό, καθώς περνούσε από την πόλη, ίσως για τελευταία φορά. Ο Ίθαν του είχε προκαλέσει αμφιβολίες, βαθιές αμφιβολίες που τον έκαναν να αμφισβητήσει την αξία της ίδιας του της ύπαρξης. Ποια ήταν η αλήθεια για τον βασιλιά; Και ο ίδιος ήταν πραγματικά ελεύθερος, όπως πίστευε πάντα;

Μόνο ο δρόμος μπορούσε να του δώσει απαντήσεις.

Κανονικά, το πορθμείο Νταϊαμοντγκέιτ απείχε τρεις μέρες με το άλογο από την Νταν Βάρνα, αλλά ο Λούθιεν πίστευε ότι μπορούσε να φτάσει σε δύο μέρες αν πίεζε τον Ριβερντάνσερ. Το άλογο ανταποκρίθηκε πρόθυμα κι έτσι διέσχισαν με γρήγορο ρυθμό τις κεντρικές, πεδινές περιοχές του νησιού. Όταν σταμάτησε για να περάσει τη νύχτα, βρισκόταν ήδη μακριά από την Νταν Βάρνα. Εκείνο το πρώτο βράδυ έβρεχε ασταμάτητα. Ο Λούθιεν μαζεύτηκε κάτω από την κουβέρτα του, δίπλα σε μια φωτιά που περισσότερο σφύριζε και τσιτσίριζε από τη βροχή παρά έκαιγε. Όμως, δεν ένιωθε σχεδόν την ψύχρα και το βρέξιμο, καθώς τον απασχολούσαν ακόμη τα ερωτήματα που γύριζαν ξανά και ξανά στη σκέψη του. Θυμόταν την γεύση της γλυκιάς Κατρίν και την έκφραση των πράσινων ματιών της όταν έκαναν έρωτα. Έπρεπε να της το είχε πει ίσως, το πόσο την ήθελε.

Τον πήρε ο ύπνος κάποια στιγμή λίγο πριν τα χαράματα, αλλά παρ’ όλα αυτά ξύπνησε νωρίς. Η βρεγμένη φύση γύρω του άστραφτε κάτω από το φως του ήλιου.

Ήταν υπέροχη μέρα και ο Λούθιεν ένιωθε μια βαθιά χαρά καθώς, καβαλικεύοντας τον Ριβερντάνσερ, ξεκίνησε πάλι. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, χωρίς ούτε ένα σύννεφο —κάτι πραγματικά σπάνιο για το Μπέντγουιντριν!— και ο Λούθιεν ένιωσε μια αίσθηση ευφορίας, μια αίσθηση ότι είναι πιο ζωντανός από κάθε άλλη φορά. Ήξερε ότι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στον ήλιο, στα πουλιά που φτερούγιζαν και στα ζώα που τριγύριζαν απολαμβάνοντας κι αυτά μία από τις λίγες πραγματικά υπέροχες μέρες πριν από το καταθλιπτικό φθινόπωρο και τον παγερό χειμώνα. Ο λόγος μάλλον ήταν ότι σπάνια έβγαινε από την Νταν Βάρνα, ενώ πάντα ήξερε ότι δεν θα απούσιαζε για πολύ.

Τώρα όμως απλωνόταν μπροστά του ο πλατύς δρόμος που οδηγούσε τελικά στην ηπειρωτική χώρα, στο Άβον ή ακόμη και στη Γασκόνη και στο Ντουρέ, αν κατάφερνε να προλάβει τον αδελφό του. Ξαφνικά ο κόσμος φαινόταν πολύ πιο μεγάλος και τρομακτικός και από μέσα του ανάβλυζε μια νέα έξαψη, που παραμέρισε τη θλίψη του για τον Γκαρθ Ρόγκαρ και τους φόβους για τον πατέρα του. Θα ήθελε να βρισκόταν και η Κατρίν δίπλα του για να απολαύσουν μαζί την ελευθερία και την περιπέτεια.

Ως το μεσημέρι είχε καλύψει τα δύο τρίτα της απόστασης μέχρι το πορθμείο, με τον Ριβερντάνσερ να τρέχει άνετα λες και δεν θα κουραζόταν ποτέ. Ο δρόμος έστριψε πάλι προς τα νοτιοανατολικά, πέρασε μέσα από μια μικρή, δασωμένη περιοχή και από ένα χωράφι δίπλα στο νότιο άκρο του δάσους. Εκεί υπήρχε μια στενή γέφυρα από κορμούς δέντρων που διέσχιζε ένα γρήγορο ποτάμι, ενώ από την απέναντι όχθη φαινόταν άλλο ένα μικρό δάσος.

Την ίδια στιγμή, στην άλλη όχθη, μια εμπορική άμαξα βγήκε από τα δέντρα και μπήκε στη γέφυρα. Ο Κυκλωπιανός οδηγός της σίγουρα είδε τον Λούθιεν και θα μπορούσε να σταματήσει πριν από τη γέφυρα επιτρέποντας στον καβαλάρη να τη διασχίσει στα γρήγορα, αυτός όμως, με την τυπική ψευτοπαλληκαριά και την αγένεια των Κυκλωπιανών, οδήγησε την άμαξα πάνω στους κορμούς.

«Κάνε πίσω!» γρύλισε ο μονόφθαλμος όταν τα δυο άλογα της άμαξας ήλθαν αντιμέτωπα με τον Ριβερντάνσερ.

«Θα μπορούσες να σταματήσεις», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν. «Είχα ανεβεί στη γέφυρα πριν από σένα, οπότε θα μπορούσα να την περάσω πιο γρήγορα!» Πρόσεξε ότι ο Κυκλωπιανός δεν ήταν πολύ καλά οπλισμένος κι ούτε φορούσε κανένα ειδικό έμβλημα. Προφανώς, ήταν ιδιωτικός φρουρός, όχι Πραιτωριανός, ενώ οι επιβάτες της άμαξας σίγουρα θα ήταν έμποροι, όχι ευγενείς. Παρ’ όλα αυτά ο Λούθιεν είχε την πρόθεση να κάνει μεταβολή. Σε τελική ανάλυση είναι πιο εύκολο να γυρίσει ένα άλογο παρά μια ολόκληρη άμαξα.

Ένα μούτρο με μεγάλα προγούλια γεμάτο κοκκινίλες και σπυριά ξεπρόβαλε από το παράθυρο της άμαξας. «Πάτησέ τον τον ανόητο αν δεν φύγει!» διέταξε ο έμπορος και εξαφανίστηκε πάλι μέσα στην άμαξα.

Ο Λούθιεν παραλίγο να δηλώσει ότι είναι ο γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν, παραλίγο να τραβήξει το όπλο του και να διατάξει τον Κυκλωπιανό να κάνει πίσω με την άμαξα, από δω μέχρι το πορθμείο. Τελικά όμως κατάπιε συνετά την περηφάνια του υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι δεν θα ήταν καθόλου έξυπνο να πει αυτή τη στιγμή ποιος είναι. Ήταν ένας απλός ψαράς ή γεωργός, τίποτα παραπάνω.

«Λοιπόν, θα κάνεις πίσω ή θα σε πετάξω στο νερό;» ρώτησε ο Κυκλωπιανός δίνοντας ένα μικρό τίναγμα στα γκέμια, που έκανε τα δυο άλογα της άμαξας να πλησιάσουν ένα βήμα τον Ριβερντάνσερ. Και τα τρία άλογα ξεφύσηξαν ανήσυχα.

Από τη σκέψη του Λούθιεν περνούσαν κάμποσα πιθανά σενάρια, κι όλα σχεδόν, είχαν μάλλον δυσάρεστο τέλος για τον Κυκλωπιανό και τον άσχημο αφέντη του. Τελικά όμως επικράτησε ο ρεαλισμός, κι έτσι, χωρίς να πάρει στιγμή το επίμονο, θυμωμένο βλέμμα του από τον Κυκλωπιανό, τράβηξε τα γκέμια κάνοντας τον Ριβερντάνσερ ν’ αρχίσει να υποχωρεί αργά. Κατέβηκαν από τη γέφυρα και παραμέρισαν στο πλάι.

Η άμαξα πέρασε βροντώντας, σταμάτησε όμως για λίγο μπροστά του και ο χοντρός έμπορος ξεπρόβαλε πάλι το κεφάλι του για να φωνάξει: «Αν είχα χρόνο, θα σταματούσα και θα σε μάθαινα τρόπους, βρομόπαιδο!» Κούνησε το μαλακό, παχουλό χέρι του και ο Κυκλωπιανός πλατάγισε το μαστίγιο κάνοντας τα άλογα της άμαξας ν’ αρχίσουν να τρέχουν.

Ο Λούθιεν χρειάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα και να μετρήσει μέχρι το πενήντα για να καταπιεί την προσβολή. Κούνησε το κεφάλι του και μετά γέλασε δυνατά, ξαναβρίσκοντας μια ευπρόσδεκτη αίσθηση ευφορίας. Τι σημασία είχε, σε τελική ανάλυση; Ο ίδιος ήξερε ποιος είναι και γιατί υποχώρησε, και μόνο αυτό μετρούσε πραγματικά.

Ο Ριβερντάνσερ πέρασε τη γέφυρα και μπήκαν πάλι στον δρόμο, που έκανε έναν κύκλο προς βορρά για να αποφύγει κάποιον απότομο λοφίσκο. Ο Λούθιεν έδιωξε γρήγορα το περιστατικό από τον νου του, αλλά λίγα λεπτά αργότερα, όταν κοίταξε πάλι προς το ποτάμι από ένα ψηλότερο σημείο, ξαναείδε πάλι την άμαξα του εμπόρου στον δρόμο που προχωρούσε παράλληλα προς το ποτάμι, στην απέναντι όχθη. Η άμαξα είχε σταματήσει ξανά, και αυτή τη φορά ο Κυκλωπιανός αμαξάς αντιμετώπιζε το πιο παράξενο άτομο που είχε δει ποτέ ο Λούθιεν Μπέντγουιρ.

Ήταν προφανώς χάφλινγκ,[1] θέαμα κάπως σπάνιο τόσο βόρεια στο Εριαντόρ, καβάλα σε ένα μικρόσωμο, κίτρινο άλογο που έμοιαζε περισσότερο με γάιδαρο παρά με πόνι και είχε μια σχεδόν άτριχη ουρά η οποία στεκόταν ίσια πίσω του. Τα ρούχα του χάφλινγκ ήταν πιο παράξενα από το υποζύγιό του. Αν και έδειχναν λίγο φθαρμένα, για τον Λούθιεν ήταν το αποκορύφωμα της μόδας. Ένας μοβ βελούδινος μανδύας έπεφτε από τους ώμους του, κάτω από τα μακριά, σγουρά, καστανά μαλλιά του, μένοντας ανοιχτός μπροστά. Από κάτω φορούσε μπλε αμάνικο γιλέκο, λευκό πουκάμισο με φουσκωτά μανίκια δεμένα σφιχτά στους καρπούς και πράσινα γάντια. Ένα χρυσοκέντητο λουρί διακοσμημένο με χρυσά σιρίτια και φούντες από πάνω μέχρι κάτω διέσχιζε διαγώνια το στήθος του από δεξιά προς τα αριστερά και κατέληγε σε νέες φούντες, κουδουνάκια και σε μια θήκη για το όπλο του — ένα ξίφος με λεπτή λάμα που τώρα το κρατούσε έτοιμο στο δεξί του χέρι.

Το παντελόνι του όπως και ο μανδύας ήταν από γνήσιο βελούδο, και του έφτανε μέχρι τη μέση των κνημών, από όπου ξεκινούσαν πράσινες κολλητές κάλτσες με μετάξι στο πάνω μέρος, δεμένες με κορδέλες πίσω από τη γάμπα. Ένα τεράστιο καπέλο ολοκλήρωνε την εικόνα, με τον πλατύ του γύρο διπλωμένο προς τα πάνω από τη μια πλευρά και ένα μεγάλο πορτοκαλί φτερό να προεξέχει προς τα πίσω. Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του, είδε όμως ότι είχε καλοψαλιδισμένο μουστάκι και γενάκι.

Δεν είχε ξανακούσει ποτέ για χάφλινγκ με γένια, ούτε είχε φανταστεί ότι θα έβλεπε ποτέ χάφλινγκ να φορά τέτοια ρούχα ή να είναι καβάλα σε γάιδαρο ή πόνι ή ό,τι άλλο ήταν αυτό το πλάσμα, και να ληστεύει κάποιον έμπορο απειλώντας τον με ένα τέτοιο λεπτό ξίφος.

«Φύγε από τον δρόμο σού λέω, αλλιώς θα σε ποδοπατήσω!» γρύλισε ο σωματώδης Κυκλωπιανός αμαξάς.

Ο χάφλινγκ γέλασε μαζί του, πράγμα που έκανε και τον Λούθιεν να χαμογελάσει. «Δεν ξέρεις ποιος είμαι;» ρώτησε έκπληκτος και ο Λούθιεν κατάλαβε από την έντονη, τραγουδιστή προφορά του ότι δεν ήταν από το Μπέντγουιντριν, ούτε καν από το Εριαντόρ. Ήταν παράξενη προφορά, με μια τάση να τονίζει τις λέξεις στην τελευταία συλλαβή.

«Είμαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους», δήλωσε ο χάφλινγκ, «ληστής στο επάγγελμα. Σας συνέλαβα νομίμως και έχετε νικηθεί αμαχητί. Θα σας χαρίσω τη ζωή, αλλά τα χρήματα και τα κοσμήματά σας είναι δικά μου!»

Είναι Γασκόνος, σκέφτηκε ο Λούθιεν, έχοντας ακούσει πολλά ανέκδοτα για τους κατοίκους της Γασκόνης, στα οποία οι αφηγητές μιμούνταν μια παρόμοια προφορά.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανυπόμονα ο έμπορος βγάζοντας το χοντρό κεφάλι του από την άμαξα. «Τι συμβαίνει;» επανέλαβε με διαφορετικό τόνο όταν είδε τον Όλιβερ ντε Μπάροους, ληστή στο επάγγελμα.

«Μια μικρή ενόχληση, άρχοντά μου», απάντησε ο Κυκλωπιανός κοιτάζοντας με επικίνδυνο ύφος τον Όλιβερ. «Τίποτα παραπάνω».

«Φρόντισέ το, τότε!» φώναξε ο έμπορος.

Ο Κυκλωπιανός συνέχισε να κοιτάζει πάνω από τον ώμο του καθώς το κεφάλι του εμπόρου χανόταν πάλι μέσα στην άμαξα. Ξαφνικά γύρισε μπροστά βγάζοντας από κάπου ένα τεράστιο ξίφος και το κατέβασε με στόχο το κεφάλι του χάφλινγκ. Ο Λούθιεν τρόμαξε, σίγουρος ότι ο παράξενος Όλιβερ ντε Μπάροους θα πέθαινε, αλλά ο χάφλινγκ ύψωσε με μια αστραπιαία κίνηση το αριστερό του χέρι κρατώντας ένα στιλέτο με πλατιά λεπίδα και λαβή με στρογγυλό, προστατευτικό κάλυπτρο, ένα όπλο που ήταν γνωστό ως “μεν-γκος”.

Ο Όλιβερ έκανε μια κυκλική κίνηση με το μεν-γκος παγιδεύοντας το ξίφος του Κυκλωπιανού γερά με το κάλυπτρο. Συνέχισε την περιστροφή στρίβοντας το ξίφος και, με ένα ξαφνικό τίναγμα το πέταξε από το χέρι του μονόφθαλμου και το έστειλε να καρφωθεί στο χώμα, τρία-τέσσερα μέτρα μακριά. Ταυτόχρονα πρότεινε το ξίφος του έτσι ώστε η αιχμή του ακούμπησε στο δερμάτινο χιτώνιο του Κυκλωπιανού. Η λεπίδα λύγισε σε επικίνδυνο βαθμό, μόλις δύο-τρία εκατοστά κάτω από τον εκτεθειμένο λαιμό του μονόφθαλμου.

«Σκύλε», γρύλισε ο θρασύς Κυκλωπιανός.

Ο ληστής γέλασε πάλι. «Ο μπαμπάς μου έλεγε ότι η εντιμότητα ενός χάφλινγκ είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το ύψος του», απάντησε ο Όλιβερ. «Και όπως βλέπεις», συνέχισε μετά από μια δραματική παύση, «είμαι πολύ κοντός!»

Για πρώτη φορά ο Κυκλωπιανός φάνηκε να μην ξέρει τι να απαντήσει. Ο Λούθιεν, παρακολουθώντας κρυμμένος στους θάμνους και προσπαθώντας να μη βάλει τα γέλια, συνειδητοποίησε ότι ο Κυκλωπιανός μάλλον δεν είχε καταλάβει καν τι του είπε ο χάφλινγκ.

«Πόσο νομίζεις ότι θα λυγίσει ακόμη η λεπίδα μου;» ρώτησε ο Όλιβερ με ένα κοφτό γέλιο. «Όπως βλέπεις νίκησα, οπότε τα πολύτιμα νομίσματα και τα κοσμήματά σας είναι δικά μου.

Προς μεγάλη έκπληξή του όμως, ο ένας Κυκλωπιανός έγινε έξι, καθώς ξαφνικά βγήκαν κι άλλοι φρουροί μέσα από τη μεγάλη άμαξα αλλά και από κάθε δυνατή εσοχή της — μάλιστα δύο από αυτούς πετάχτηκαν από κάτω. Ο ληστής μελέτησε τη νέα κατάσταση, μείωσε την πίεση στο λυγισμένο ξίφος του και έδωσε μια νέα κατάληξη στην προηγούμενη φράση του.

»…Μπορεί όμως και να κάνω λάθος».

Загрузка...