Ο Λούθιεν τραβήχτηκε πίσω από το παραπέτο καθώς το πέτρινο, τερατόμορφο άγαλμα δίπλα του ζωντάνεψε. Σήκωσε το τόξο και το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του τέρατος. Το τόξο έσπασε στη μέση. Πήγε να φωνάξει στον Όλιβερ, αλλά είδε ότι ο φίλος του, που είχε φορέσει κιόλας το μεγαλόπρεπο καπέλο του, αντιμετώπιζε μεγάλη πίεση καθώς ζωντάνευαν και τα άλλα τερατόμορφα αγάλματα κατά μήκος του τριφόριου, υπακούοντας στο κάλεσμα του μάγου-δούκα.
«Γιατί βρίσκομαι συνέχεια να πολεμάω πάνω από το χάος;» παραπονέθηκε ο Όλιβερ αποφεύγοντας ένα χτύπημα και καρφώνοντας το τέρας μπροστά του, για να αναστενάξει όταν το λεπτό ξίφος του λύγισε σε ανησυχητικό βαθμό, ενώ μόλις που κατάφερε να τρυπήσει το σκληρό δέρμα του ζωντανεμένου αγάλματος.
Όσοι ήταν συγκεντρωμένοι στον ναό είχαν αντιληφθεί τη σύγκρουση πάνω στο τριφόριο. Οι Κυκλωπιανοί φώναζαν διαταγές, ενώ ο άνθρωπος του δούκα στο βάθρο φώναξε: «Θάνατος στους παράνομους!» και μετά έκανε το τεράστιο σφάλμα να φωνάξει: «Θάνατος στην Πορφυρή Σκιά!»
«Η Πορφυρή Σκιά!» φώναξαν πολλοί από τα καθίσματα δείχνοντας ανήσυχοι τον Λούθιεν. Η στιγμή ήταν η πιο κατάλληλη, γιατί εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν κατέφερε ένα τρομερό χτύπημα στο τέρας. Το ξίφος έκοψε τον λαιμό του και κατέβηκε χαμηλά μέχρι το φτερό. Τότε ο Λούθιεν το έσπρωξε με δύναμη, και το τέρας έπεσε από το παραπέτο φτεροκοπώντας ανώφελα —με το τραύμα δεν μπορούσε να κρατηθεί στον αέρα— και βρόντηξε στο δάπεδο.
«Η Πορφυρή Σκιά!» φώναξαν κι άλλοι, ενώ κάποιοι ούρλιαξαν έντρομοι όταν είδαν το τέρας που είχε πέσει ανάμεσά τους.
Ο Όλιβερ, κυνηγημένος από δύο τέρατα, έτρεξε πίσω από τον Λούθιεν στην άκρη της γωνίας όπου το τριφόριο έστριβε στη νότια πλευρά του ναού. Έβγαλε αλαφιασμένος το σχοινί με την αρπάγη, χωρίς να του διαφύγει, συγχρόνως, η σημασία της οχλοβοής που ακουγόταν από κάτω.
Το ξίφος του Λούθιεν πέταξε σπίθες καθώς άνοιγε το μουσούδι ενός τέρατος. Ο νεαρός πολεμούσε μανιασμένα προσπαθώντας να αναχαιτίσει τα θηρία, ήξερε όμως ότι τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο άσχημα, γιατί στο μεταξύ πλησίαζαν κι άλλα ζωντανεμένα αγάλματα από την άλλη πλευρά της γαλαρίας, ενώ κάποια ακόμη διέσχιζαν, πετώντας αργά, τον ανοιχτό χώρο της τεράστιας αίθουσας.
Οι Κυκλωπιανοί είχαν αρχίσει να οργανώνονται από κάτω και προσπαθούσαν να ελέγξουν το ταραγμένο πλήθος. Πολλοί πολίτες σήκωσαν τα παιδιά τους στην αγκαλιά και έτρεξαν φωνάζοντας στη δυτική πόρτα. Ένας Κυκλωπιανός πήγε να πιάσει τη Σιόμπαν, αλλά άρπαξε μια κλοτσιά στα αχαμνά. Ο δεύτερος φρουρός που στεκόταν δίπλα της ήταν ακόμη πιο άτυχος — μόλις πήγε να την πιάσει, δέχτηκε στα πλευρά ένα βέλος, που ήλθε από κάποιο σημείο στο πίσω μέρος της αίθουσας.
Και μέσα σε όλα αυτά, κάποιοι άλλοι στέκονταν ακόμη κοιτάζοντας έκπληκτοι, δείχνοντας προς το μέρος του τριφόριου και φωνάζοντας το όνομα του μυστηριώδη κλέφτη με τον πορφυρό μανδύα.
Ο Όλιβερ, που είχε έτοιμο το σχοινί και την αρπάγη, ήξερε πια καλά τη σημασία των όσων συνέβαιναν από κάτω.
«Ναι!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Ήλθε η Πορφυρή Σκιά! Λαέ του Μόντφορτ, η ώρα της ελευθερίας σου πλησιάζει!»
«Για το Εριαντόρ!» φώναξε ο Λούθιεν καταλαβαίνοντας αμέσως το σχέδιο του φίλου του. «Στο όνομα του Μπρους Μακντόναλντ!» Μετά πρόσθεσε με πιο σιγαλή φωνή και απελπισμένο τόνο: «Γρήγορα, Όλιβερ!» καθώς τα τέρατα πλησίαζαν πάλι.
«Γενναίοι κάτοικοι του Μόντφορτ, στα όπλα!» φώναξε ο Όλιβερ εκτοξεύοντας την αρπάγη και στέλνοντάς την στη βάση του θόλου, λίγο πιο πάνω από το τριφόριο. «Η ελευθερία είναι δική σας. Στα όπλα! Τώρα είναι στιγμή για ήρωες. Γενναίοι κάτοικοι του Μόντφορτ, στα όπλα!»
Ο Λούθιεν βόγγηξε καθώς το βαρύ χέρι ενός τέρατος τον χτύπησε σαν ρόπαλο στους ώμους. Από την ορμή του χτυπήματος, παραπάτησε κι έπεσε πάνω στον Όλιβερ. Αμέσως τον αγκάλιασε με το ένα χέρι, πιάστηκε με το άλλο από το σχοινί και πήδησε στο κενό.
Το θέαμα του Λούθιεν και του Όλιβερ καθώς κατέβαιναν από το τριφόριο κρεμασμένοι από το σχοινί, με τον πορφυρό και τον μοβ μανδύα να ανεμίζουν πίσω τους και με την φορά της πορείας να τους οδηγεί αμείλικτα προς το Θυσιαστήριο, στον τύραννο-δούκα, μετέτρεψε τον πανικό του πλήθους σε θάρρος, έδωσε καρδιά στον υποδουλωμένο λαό του Μόντφορτ. Ήταν χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το πρώτο χτύπημα το έδωσε ένας έμπορος που κρατούσε ένα μεγάλο σακούλι με νομίσματα στο χέρι —ήταν οι φόροι που θα πλήρωνε εκείνη τη μέρα— ο οποίος γύρισε και χτύπησε με το ίδιο αυτό σακούλι τον κοντινότερο Πραιτωριανό στα μούτρα αφήνοντάς τον αναίσθητο. Ο όχλος έπεσε αμέσως πάνω στον φρουρό και κάποιος του πήρε το ξίφος.
Λίγο πιο κάτω, ο κόσμος όρμησε πάνω σε έναν άλλο Κυκλωπιανό και τον έριξε κάτω.
Την ίδια στιγμή, από το πίσω μέρος του ναού, οι σύντροφοι της Σιόμπαν, οι Κάτερς, έβγαλαν τα κρυμμένα όπλα και τα τόξα τους και όρμησαν με μανία σε μια ομάδα Κυκλωπιανών που έκανε έφοδο.
Ο άνθρωπος που είχε κατηγορήσει τη Σιόμπαν έτρεξε γύρω από το βάθρο με ένα στιλέτο στο χέρι, προφανώς με σκοπό να τη σκοτώσει, αλλά άλλαξε γνώμη και κατεύθυνση όταν ο κρατούμενος νάνος όρμησε και στάθηκε δίπλα της έτοιμος να τη βοηθήσει. Τότε εκείνος, κάνοντας μεταβολή, το έβαλε στα πόδια προς το βόρειο κλίτος φωνάζοντας τους Πραιτωριανούς.
Η Σιόμπαν και ο νάνος κοίταξαν τριγύρω, είδαν τον δεσμοφύλακα να πέφτει κάτω, κοντά στα μπροστινά καθίσματα, κι έτρεξαν για να πάρουν τα κλειδιά των αλυσίδων τους.
Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν διέσχισαν πάνω από τη μισή απόσταση μέχρι το δάπεδο και το Θυσιαστήριο, πριν τους σταματήσει ένα φτερωτό τέρας. Το παλληκάρι άφησε τον Όλιβερ που κρατιόταν τώρα γερά από το σχοινί, τράβηξε το ξίφος με το ελεύθερο χέρι του και άρχισε να χτυπάει στα τυφλά καθώς το σχοινί διέγραφε έναν μικρό κύκλο.
Ο Όλιβερ ήξερε ότι βρίσκονται σε δύσκολη θέση, αφού τους πλησίαζαν όλο και περισσότερα τέρατα. Και ακόμη χειρότερο ήταν κατά τη γνώμη του το γεγονός ότι κρέμονταν στον αέρα, ανυπεράσπιστοι στόχοι για τον θυμωμένο μάγο-δούκα. Έτσι, κοίταξε το δάπεδο, αναστέναξε και τράβηξε τρεις φορές το σχοινί.
Το τέρας αρπάχτηκε από τον Λούθιεν και έπεσαν και οι τρεις μαζί στο δάπεδο από ύψος πέντε μέτρων. Καθώς έπεφταν, ο Όλιβερ είχε την ετοιμότητα να γατζωθεί πάνω στο τέρας κι επιπλέον να στηρίξει τη μύτη του μεν-γκος πάνω στο κεφάλι του. Όταν χτύπησαν στο έδαφος, η δύναμη της πρόσκρουσης έκανε τη λεπίδα να χωθεί στο κεφάλι του τέρατος μέχρι τη λαβή.
Ο Λούθιεν πετάχτηκε πάνω πρώτος, τινάσσοντας το ξίφος του δεξιά-αριστερά για να αναχαιτίσει τους κοντινότερους Κυκλωπιανούς. Οι μονόφθαλμοι είχαν στραμμένη όλη τους την προσοχή σε αυτόν κι έτσι δεν αντιλήφθηκαν μια ομάδα ανθρώπων που πλησίαζαν, όμως τα τέρατα που κατέβαιναν πετώντας βρήκαν εύκολη λεία. Ένα από αυτά έπιασε από το κεφάλι έναν άνθρωπο και τον σήκωσε στον αέρα — το θύμα του ήταν άοπλο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα με γυμνά τα χέρια ενάντια στο σκληρό δέρμα του τέρατος.
Η εξέγερση, πάντως, μαινόταν σε όλο το κεντρικό κλίτος του ναού, όλοι πολεμούσαν με όποια όπλα έβρισκαν, ενώ πολλοί φώναζαν: «η Πορφυρή Σκιά!» ξανά και ξανά.
Ο δούκας Μόρκνεϊ έσφιξε τις κοκαλιάρικες γροθιές του έξαλλος από θυμό όταν ο Όλιβερ και ο Λούθιεν έπεσαν μέσα στον κόσμο, ενώ συγχρόνως σταματούσε τον ψαλμό που θα ξαπόστελνε έναν κεραυνό ενέργειας εναντίον τους. Κοίταξε γύρω του και συνειδητοποίησε ότι ίσως δεν ήταν συνετό να συγκεντρώνει την προσοχή του μόνο σε αυτούς τους δύο. Ο κόσμος μέσα στο ναό ήταν πολύ περισσότερος από τους Κυκλωπιανούς, και ο δούκας είδε με έκπληξη ότι πολλοί από τους πολίτες είχαν φέρει μαζί τους όπλα. Τα πέτρινα τέρατα που είχε ζωντανέψει ήταν τρομερά, αλλά ήταν επίσης ολιγάριθμα και βραδυκίνητα.
Ένα άλλο βέλος ήρθε σφυρίζοντας προς το μέρος του, αλλά χτύπησε κι αυτό το μαγικό του φράγμα — άρχισε να πολλαπλασιάζεται και να χάνει την υλική του υπόσταση, μέχρι που μετατράπηκε σε ένα πλήθος από εικόνες που δεν ήταν παρά σκιές του αρχικού.
Ο Μόρκνεϊ είχε εξοργιστεί με την εξέγερση, αλλά δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Το ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, γι’ αυτό ήταν καλά προετοιμασμένος. Η Μητρόπολη είχε χτιστεί πριν από μερικούς αιώνες, και μέσα σε αυτό το διάστημα εκατοντάδες άτομα, κυρίως εκείνοι που είχαν βοηθήσει στην κατασκευή της ή είχαν δωρίσει μεγάλα χρηματικά ποσά στον ναό, είχαν θαφτεί κάτω από το πέτρινο δάπεδο και μέσα στους χοντρούς τείχους.
Οι σκέψεις του Μόρκνεϊ εξαπλώθηκαν στον πνευματικό κόσμο, έφτασαν ως τα θαμμένα πτώματα και τα ενεργοποίησαν. Οι τοίχοι και το δάπεδο της Μητρόπολης τραντάχτηκαν. Μεγάλες πέτρες μετατοπίστηκαν κι από μέσα ξεπρόβαλαν χέρια, άλλα σκεπασμένα με σαπισμένο δέρμα και άλλα μόνο γυμνά κόκαλα.
«Τι απελευθερώσαμε;» ρώτησε ο Λούθιεν, όταν αυτός και ο Όλιβερ απομακρύνθηκαν για λίγο από το κύριο πεδίο της μάχης και βρήκαν μερικές στιγμές για να πάρουν μια ανάσα.
«Δεν ξέρω!» παραδέχτηκε με ειλικρίνεια αυτός. Μετά τραβήχτηκαν και οι δύο πίσω με φρίκη καθώς ένα αποτρόπαιο κεφάλι, με ρυτιδωμένη σάρκα και χωρίς μάτια στις κόγχες, ξεπρόβαλε μέσα από ένα άνοιγμα στο δάπεδο και τους κοίταξε.
Το ξίφος του Λούθιεν έκοψε το ζωντανεμένο κρανίο στη μέση.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει!» φώναξε ο Όλιβερ κοιτάζοντας προς το Θυσιαστήριο. «Όλα αυτά είναι έργα του Μόρκνεϊ!»
Ο Λούθιεν ξεκίνησε αμέσως τρέχοντας, πριν κινηθεί ο Όλιβερ, αλλά τον σταμάτησαν δυο Κυκλωπιανοί. Το ξίφος του Λούθιεν τινάχτηκε μπροστά και μετά ανέβηκε ψηλά από το πλάι, πετώντας το σπαθί από το χέρι του ενός φρουρού. Ο Λούθιεν όρμησε ίσια μπροστά και η γροθιά του βρήκε τον Κυκλωπιανό στο πρόσωπο ρίχνοντάς τον ανάσκελα.
Την ίδια στιγμή το παλληκάρι έσκυψε, καθαρά από ένστικτο, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή το ξίφος του δεύτερου φρουρού. Αμέσως μετά ο Λούθιεν σηκώθηκε κι έκανε έναν αστραπιαίο ξιφισμό, ξεκοιλιάζοντας τον έκπληκτο μονόφθαλμο.
Ο Όλιβερ έφτασε δίπλα του κυλώντας στο έδαφος μετά από μια βουτιά, καταφέρνοντας με κάποιον τρόπο να εκτοξεύσει ταυτόχρονα το μεν-γκος. Το στιλέτο περιστράφηκε στον αέρα και βρήκε τον επόμενο Πραιτωριανό στην κοιλιά. Ο φρουρός παραπάτησε ουρλιάζοντας, ένα ουρλιαχτό που έγινε ρόγχος καθώς το ξίφος του Όλιβερ καρφώθηκε στον λαιμό του.
Ο Λούθιεν πέρασε δίπλα από τον Όλιβερ παραμερίζοντας τον ετοιμοθάνατο φρουρό. Άλλος ένας Κυκλωπιανός πετάχτηκε στον δρόμο τους με το ξίφος έτοιμο.
Αλλά ο Λούθιεν ήταν πολύ γρήγορος για τον φρουρό. Χτύπησε διαγώνια παραμερίζοντας το ξίφος του Κυκλωπιανού προς τα αριστερά, ενώ ταυτόχρονα γύρισε στο πλάι, σήκωσε το πόδι του και κλότσησε τον φρουρό στα πλευρά. Ο κτηνάνθρωπος έπεσε βαριά στο έδαφος. Ήταν ζαλισμένος αλλά όχι τραυματισμένος, προτίμησε όμως να μη δώσει συνέχεια στη συμπλοκή με τον Λούθιεν και τον Όλιβερ — απομακρύνθηκε όπως-όπως για να βρει πιο εύκολους αντιπάλους.
Οι δυο φίλοι είχαν φτάσει στο Θυσιαστήριο, στην άκρη της κόγχης. Δεν υπήρχαν άλλοι Κυκλωπιανοί ανάμεσα σε αυτούς και τον Μόρκνεϊ, που τώρα στεκόταν όρθιος μπροστά στον θρόνο του.
Ο Όλιβερ χώθηκε κάτω από τον βωμό, ο Λούθιεν έκανε κύκλο από τα αριστερά. Ο δούκας τίναξε ξαφνικά το χέρι προς το μέρος τους εκτοξεύοντας μια χούφτα μικρά σφαιρίδια.
Οι χάντρες, αφού χτύπησαν στο έδαφος γύρω από τον βωμό, εξερράγησαν τυλίγοντας τους φίλους σε ένα σύννεφο από σπίθες και πυκνό καπνό. Ο Όλιβερ ξεφώνησε καθώς οι σπίθες τον τσουρούφλιζαν κολλώντας στα ρούχα του, αλλά είχε την ετοιμότητα να χωθεί κάτω από τον προστατευτικό μανδύα του Λούθιεν. Βήχοντας και οι δύο πέρασαν μέσα από το σύννεφο του καπνού, για να διαπιστώσουν ότι ο Μόρκνεϊ είχε χαθεί.
Ο Όλιβερ, πάντα σε επιφυλακή, διέκρινε μια μικρή κίνηση και έδειξε μια ταπισερί που κρεμόταν στον ημικυκλικό τοίχο της κόγχης. Ο Λούθιεν βρέθηκε εκεί με μερικές γρήγορες δρασκελιές και παραμέρισε το υφαντό. Βρήκε μια ξύλινη πόρτα και, πίσω της, μια στενή, πέτρινη σκάλα που ανέβαινε μέσα στον ψηλότερο πύργο της Μητρόπολης.
Στο μεταξύ, η Σιόμπαν και οι οχτώ Κάτερς χωρίστηκαν πηγαίνοντας ο καθένας σε κάποιο διαφορετικό σημείο του ναού για να προσπαθήσουν να ηρεμήσουν τον ξεφρενιασμένο όχλο και να οργανώσουν κάπως τις κινήσεις του. Ένας από τους Κάτερς πέταξε στη Σιόμπαν το τόξο και τη φαρέτρα του, πριν τραβήξει το ξίφος του και ορμήσει σε δύο Κυκλωπιανούς, από τους οποίους όμως βρήκε μόνο τον ένα όρθιο, καθώς η Σιόμπαν είχε βάλει κιόλας σε ενέργεια το τόξο.
Οι Πραιτωριανοί δεν τα πήγαιναν καλά, αλλά οι σύμμαχοί τους, τα ζωντανά πτώματα και τα τέρατα, σκόρπιζαν τον τρόμο.
Μια γυναίκα, χρησιμοποιώντας το μπαστούνι της σαν ρόπαλο, έκοψε το κεφάλι ενός σκελετού, αλλά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την κατάπληξη όταν το αηδιαστικό πλάσμα συνέχισε να προχωρεί κατά πάνω της. Σίγουρα θα την είχε σκοτώσει, αλλά ο νάνος κρατούμενος, ελεύθερος πια από τις αλυσίδες, έπεσε με φόρα πάνω στον ακέφαλο σκελετό και τον έριξε στο έδαφος, χτυπώντας τον με χέρια και με πόδια και σκορπίζοντας τα κόκαλα.
Η Σιόμπαν, κοιτάζοντας γύρω της, είδε μια γυναίκα και τα τρία παιδιά της να σκύβουν για να κρυφτούν κάτω από ένα κάθισμα ενώ ένα φτερωτό τέρας πετούσε από πάνω τους χτυπώντας τον αέρα με τα νύχια. Κάρφωσε ένα βέλος στο τέρας και μετά ένα δεύτερο και, καθώς αυτό γύριζε προς το μέρος της, κάμποσοι άντρες πήδησαν ψηλά αφού σκαρφάλωσαν στα καθίσματα, το άρπαξαν και το τράβηξαν κάτω με το βάρος τους.
Η Σιόμπαν κατάλαβε πως όπου και να πήγαινε ήταν το ίδιο αφού οι συμπλοκές γενικεύονταν σε όλο τον ναό. Έτσι κατευθύνθηκε προς το Θυσιαστήριο για να βρει τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, ελπίζοντας να της δοθεί η ευκαιρία να χτυπήσει τον Μόρκνεϊ. Βγήκε από το πλήθος τη στιγμή που η ταπισερί έπεφτε στη θέση της πίσω από τον εραστή της και τον βοηθό του.
Η σκάλα ήταν στενή και κοχλιοειδής, έτσι ο Λούθιεν με τον Όλιβερ έβλεπαν μερικά μόνο μέτρα μπροστά τους καθώς την ανέβαιναν τρέχοντας για να προλάβουν τον δούκα. Πέρασαν μπρος από μερικά μικρά παράθυρα με εσοχές όπου υπήρχαν αγαλματίδια, και ο Λούθιεν κρατούσε το ξίφος του στραμμένο κατά πάνω τους καθώς περνούσαν, φοβούμενος ότι μπορεί να ζωντανέψουν κι αυτά και να τους επιτεθούν.
Είχαν ανεβεί γύρω στα εβδομήντα σκαλοπάτια, όταν ο Λούθιεν σταμάτησε για να στραφεί στον Όλιβερ, που τον ακολουθούσε τυλίγοντας ταυτόχρονα το σχοινί με τη μαγική αρπάγη. Ο νεαρός του είπε να σταματήσει μια στιγμή και να αφουγκραστεί.
Άκουσαν ψαλμούς λίγο πιο πάνω στη γυριστή σκάλα.
Ο Λούθιεν έπεσε μπρούμυτα πάνω στα σκαλοπάτια προσπαθώντας να τραβήξει και τον Όλιβερ κάτω. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο ξαφνιασμένος χάφλινγκ, ακούστηκε μια αλυσίδα από εκρήξεις που κατέβαιναν τη σκάλα, ένας κεραυνός που εξοστρακιζόταν από τοίχο σε τοίχο. Πέρασε σφυρίζοντας πάνω από τον Λούθιεν, που αισθάνθηκε το κέντρισμα της ενέργειας στη ραχοκοκαλιά του, και χάθηκε. Ο Μπέντγουιρ γύρισε περιμένοντας να δει το μαυρισμένο σώμα του Όλιβερ.
Ο χάφλινγκ ήταν ακόμη όρθιος, προσπαθούσε να ισιώσει το στραπατσαρισμένο καπέλο του και να φτιάξει το σπασμένο, πορτοκαλί φτερό.
«Ξέρεις», είπε αδιάφορα, «μερικές φορές δεν είναι και τόσο κακό να είσαι κοντός».
Ο Λούθιεν πετάχτηκε πάνω και άρχισαν να τρέχουν πάλι, με τον νεαρό να ανεβαίνει τα σκαλιά δύο-δύο για να προλάβει τον δούκα πριν τους δημιουργήσει κι άλλα προβλήματα.
Καθώς ανέβαινε, πρόσεξε τα βαθιά σημάδια που είχε αφήσει ο κεραυνός στα σημεία όπου είχε χτυπήσει τον πέτρινο τοίχο. Συγχρόνως αναρωτιόταν τι στην ευχή κάνει! Πώς είχαν οδηγηθεί τα πράγματα ως εδώ; Πώς γινόταν, αυτός, ο γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν, να κυνηγά τώρα έναν μάγο-δούκα στον ψηλότερο πύργο του ψηλότερου κτιρίου του Εριαντόρ;
Κούνησε το κεφάλι του συνεχίζοντας να ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βρίσκει καμιά απάντηση.
Η περιστροφική σκάλα συνεχιζόταν ατελείωτη ώσπου, ξαφνικά, τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη και τρόμο. Έσκυψε ξεφωνίζοντας καθώς ένα βαρύ τσεκούρι χτύπησε στον πέτρινο τοίχο πάνω από το κεφάλι του. Δυο Κυκλωπιανοί έκλειναν τη σκάλα, ο ένας πίσω από τον άλλο.
Το παλληκάρι πέρασε αμέσως στην επίθεση με το ξίφος του, αλλά ο Κυκλωπιανός διέθετε μια μεγάλη ασπίδα, καθώς επίσης και το πλεονέκτημα ότι βρισκόταν ψηλότερα, έτσι ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν μπορούσε να τον χτυπήσει. Το τσεκούρι του φρουρού γινόταν πολύ επικίνδυνο κάθε φορά που πλησίαζε πολύ ο Λούθιεν, γι’ αυτό αναγκαζόταν σύντομα να υποχωρήσει πάλι.
«Σκότωσέ τους!» φώναξε ο Όλιβερ πίσω του. «Πρέπει να προλάβουμε τον μάγο πριν μας ετοιμάσει καμιά άλλη έκπληξη!»
Εύκολο να το λες αλλά δύσκολο να το κάνεις, σκεφτόταν ο Λούθιεν, αφού δεν μπορούσε να απειλήσει σοβαρά τον μεγαλόσωμο και καλά προστατευμένο εχθρό του. Σε ομαλό έδαφος, οι δυο φίλοι θα είχαν απαλλαχτεί ήδη από τους δύο Κυκλωπιανούς, τώρα όμως ο Λούθιεν άρχισε να φοβάται ότι είναι αδυνατο να ελιχθούν σε μια τόσο στενή σκάλα.
Σκέφτηκε μήπως πρέπει να γυρίσουν πίσω στον ναό, όπου τουλάχιστον θα μπορούσαν να προσφέρουν την βοήθειά τους.
Ένα βέλος πέρασε πάνω από το κεφάλι του σφυρίζοντας. Ο Κυκλωπιανός, που είχε την ασπίδα χαμηλά για να εμποδίζει τα συνεχή χτυπήματα του ξίφους, το δέχτηκε στο στήθος και παραπάτησε.
Αμέσως, ανέβασε ενστικτωδώς την ασπίδα και ο Λούθιεν δεν έχασε την ευκαιρία, αλλά τον κάρφωσε με το ξίφος στο γόνατο. Ο μονόφθαλμος έπεσε πίσω στη σκάλα, και ο δεύτερος φρουρός αμέσως το έβαλε στα πόδια.
Το στιλέτο του Όλιβερ τον βρήκε στην πλάτη δυο σκαλοπάτια παραπάνω.
Ο Λούθιεν είχε αποτελειώσει τον πρώτο Κυκλωπιανό όταν ο δεύτερος γύρισε ουρλιάζοντας από τον πόνο — για να δεχτεί κι αυτός ένα βέλος στο στήθος.
Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ γύρισαν και είδαν τη Σιόμπαν πίσω τους.
«Τρέχα!» φώναξε ο Όλιβερ στον Λούθιεν, ξέροντας ότι ο ερωτευμένος νεαρός θα ήθελε να σταματήσει, για να κάνει γλύκες με την αγαπημένη του. Ο Λούθιεν όμως, προς τιμή του, είχε αρχίσει να ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα περνώντας πάνω από τους πεσμένους φρουρούς. «Πρέπει να προλάβουμε οπωσδήποτε τον μάγο…»
«…Πριν μας ετοιμάσει κι άλλη έκπληξη!» αποτελείωσε τη φράση του μικρόσωμου άνδρα ο Λούθιεν.
Ανέβηκαν έτσι διακόσια σκαλοπάτια, και ο Λούθιεν αισθανόταν πια τα πόδια του να τον πονούν, έτοιμα να λυγίσουν από την εξάντληση. Σταμάτησε για μια στιγμή, για να στραφεί προς τον φίλο του.
«Αν καθυστερήσουμε, σίγουρα θα μας περιμένει καμιά μεγάλη έκρηξη», είπε ο Όλιβερ παραμερίζοντας τις μπούκλες της μαύρης περούκας από το πρόσωπό του.
Ο Λούθιεν έριξε πίσω το κεφάλι, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ανεβαίνει ξανά.
Είχαν ανέβει άλλα εκατό σκαλοπάτια όταν φάνηκε από πάνω το φως της μέρας. Έφτασαν σε ένα κεφαλόσκαλο, μετά ανέβηκαν άλλα πέντε σκαλιά και βρέθηκαν στην οροφή του πύργου, έναν ανοιχτό κυκλικό χώρο γύρω στα δέκα μέτρα διάμετρο με χαμηλές επάλξεις γύρω γύρω.
Απέναντι τους στεκόταν ο Μόρκνεϊ γελώντας σαν μανιακός. Η φωνή του άλλαζε, γινόταν πιο βαθιά και τραχιά, πιο απειλητική. Ο Λούθιεν βγήκε στην οροφή αλλά σταμάτησε ξαφνικά κοιτάζοντας με φρίκη, καθώς το σώμα του δούκα τρανταζόταν βίαια και μετά άρχισε να συστρέφεται και να αλλάζει σχήμα.
Και να μεγαλώνει.
Το δέρμα του Μόρκνεϊ έγινε πιο σκούρο και σκλήρυνε, βγάζοντας στρώματα από λέπια στα χέρια και στον λαιμό. Το κεφάλι του φούσκωσε αλλόκοτα, βγάζοντας μεγάλα μυτερά δόντια και μια διχαλωτή γλώσσα. Γρήγορα το πρόσωπό του μάγου κατέληξε να μοιάζει με το μουσούδι ενός γιγάντιου φιδιού, ενώ στο πάνω μέρος του κεφαλιού του φύτρωσαν καμπυλωτά κέρατα. Ο κόκκινος χιτώνας έμοιαζε τώρα σαν κοντή φούστα πάνω του, γιατί το ύψος του Μόρκνεϊ είχε διπλασιαστεί και, το στήθος του, τόσο μικρό και κοκαλιάρικο πριν, ήταν τώρα πελώριο και τέντωνε τον φαρδύ χιτώνα μέχρι διάρρηξης. Δυο μεγάλα και δυνατά χέρια ξεπρόβαλαν τώρα από τα μανίκια και δάχτυλα με τρομερά νύχια αυλάκωναν τον αέρα, καθώς ο δούκας συνέχιζε την οδυνηρή μεταμόρφωσή του.
Από το στόμα του ερπετού έτρεχαν σάλια που τσιτσίριζαν σαν οξύ όπου έπεφταν, στην πέτρα, ανάμεσα στα πόδια του τέρατος, κοντά στις κουρελιασμένες μπότες του Μόρκνεϊ. Με μια κίνηση των ώμων, το τέρας ελευθερώθηκε από τον κόκκινο χιτώνα. Πίσω του ξεδιπλώθηκαν φτερά νυχτερίδας, ενώ η μαύρη σάρκα και τα λέπια του κάπνιζαν από το πυρ της αβύσσου.
«Ο Μόρκνεϊ!» ψιθύρισε ο Λούθιεν.
«Δε νομίζω», απάντησε ο Όλιβερ. «Ίσως θα ’πρεπε να κατεβούμε πάλι κάτω».