Ο Ίθαν Μπέντγουιρ, ο μεγαλύτερος γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν, στεκόταν περήφανα στο μπαλκόνι του αρχοντικού στην Νταν Βάρνα και κοίταζε το δικάταρτο καράβι με τα μαύρα πανιά που έμπαινε αργά στο λιμάνι. Είχε συνοφρυωθεί πριν ακόμη ανεβεί στο κατάρτι η σημαία με το κόκκινο μάτι και τις διασταυρωμένες ανοιχτές παλάμες από πάνω. Μόνο τα πλοία του βασιλιά ταξίδευαν στα σκοτεινά και κρύα νερά της Θάλασσας Ντόρσαλ, της Θάλασσας των Πτερυγίων, που είχε πάρει το όνομά της από τα φοβερά μαύρα πτερύγια των σαρκοβόρων φαλαινών, οι οποίες λυμαίνονταν αυτά τα νερά σχηματίζοντας αδηφάγα κοπάδια — τα πλοία του βασιλιά και τα πλοία των βαρβάρων από τα βορειοανατολικά, αλλά οι βάρβαροι δεν ταξίδευαν ποτέ με ένα μόνο πλοίο.
Σε λίγο ανέβηκε στο κατάρτι μια δεύτερη σημαία, ένα μυώδες χέρι λυγισμένο στον αγκώνα, που κρατούσε μια αξίνα μεταλλωρύχου.
«Επισκέψεις;» είπε μια φωνή από πίσω.
Ο Ίθαν, αναγνωρίζοντας τη φωνή του πατέρα του, δεν γύρισε. «Με τη σημαία του δούκα του Μόντφορτ», απάντησε, και η περιφρόνηση ήταν φανερή στη φωνή του.
Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ στάθηκε στο μπαλκόνι δίπλα στον γιο του και ο Ίθαν έκανε έναν αδιόρατο, αθέλητο μορφασμό κοιτάζοντας τον πατέρα του. Φαινόταν περήφανος και δυνατός, όπως τον θυμόταν πάντα ο Ίθαν. Μέσα στις πρώτες ακτίνες του ήλιου που ανέτειλε, τα καστανά μάτια του Γκάχρις άστραφταν και η δυνατή θαλασσινή αύρα ανέμιζε τα πυκνά, ασημόλευκα μαλλιά του. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο και ανεμοδαρμένο από τις αμέτρητες ώρες που είχε περάσει κάτω από τον ήλιο σε μικρά αλιευτικά σκάφη, στην επικίνδυνη Θάλασσα Ντόρσαλ. Ο Γκάχρις και ο Ίθαν είχαν το ίδιο ύψος, ήταν και οι δύο ψηλότεροι από τους περισσότερους άντρες στο νησί Μπέντγουιντριν οι οποίοι, με τη σειρά τους, ήταν ψηλότεροι από τους άντρες του υπόλοιπου βασιλείου. Οι πλάτες του ήταν ακόμη φαρδιές και τα μπράτσα του φούσκωναν από δυνατούς μυς, αποτέλεσμα της ασταμάτητης δουλειάς στα νιάτα του.
Όμως, τώρα που το πλοίο με τα μαύρα πανιά πλησίασε στην αποβάθρα και οι βραχνές φωνές των Κυκλωπιανών του πληρώματος άρχισαν να προστάζουν αυταρχικά τους νησιώτες σαν να απευθύνονται σε δούλους, η έκφραση στα μάτια του Γκάχρις φάνηκε σαν να μην άρμοζε πια στην υψηλή θέση και το περήφανο παράστημά του.
Ο Ίθαν στράφηκε πάλι στο λιμάνι. Δεν ήθελε να βλέπει τον τσακισμένο πατέρα του.
«Πρέπει να είναι ο ξάδελφος του δούκα», είπε ο Γκάχρις. «Είχα ακούσει ότι κάνει διακοπές περιοδεύοντας στα βόρεια νησιά. Τι να γίνει, πρέπει να τον περιποιηθούμε όσο καλύτερα μπορούμε». Γύρισε να φύγει, αλλά σταμάτησε βλέποντας ότι ο ξεροκέφαλος Ίθαν έσφιγγε ακόμη με δύναμη τα κάγκελα τα μπαλκονιού.
«Θα μονομαχήσεις στην αρένα για να διασκεδάσουμε τον καλεσμένο μας;» ρώτησε, ξέροντας ήδη την απάντηση.
«Μόνο αν αντίπαλός μου είναι ο ξάδελφος του δούκα», απάντησε σοβαρός ο Ίθαν, «κι αν η μονομαχία είναι μέχρι θανάτου».
«Πρέπει να μάθεις να αποδέχεσαι τα πράγματα όπως είναι», τον μάλωσε ο Γκάχρις Μπέντγουιρ.
Ο Ίθαν γύρισε και τον κοίταξε θυμωμένα, ένα βλέμμα που ίσως να είχε ρίξει και ο ίδιος ο Γκάχρις σε ανάλογη περίπτωση, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν το ανεξάρτητο Εριαντόρ δεν είχε πέσει ακόμη στα χέρια του Γκρινσπάροου, βασιλιά του Άβον. Ο Γκάχρις χρειάστηκε αρκετές στιγμές για να βρει την αυτοκυριαρχία του, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του όσα είχαν να χάσουν ο ίδιος και ο λαός του. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα για τους κατοίκους του Μπέντγουιντριν ή των άλλων νησιών. Ο Γκρινσπάροου ενδιαφερόταν κυρίως για τις περιοχές του ίδιου του Άβον, νότια των βουνών που ονομάζονται Άιρον Κρος και, μολονότι ο Μόρκνεϊ, ο δούκας του Μόντφορτ, είχε υπό αυστηρό έλεγχο τους κατοίκους της ηπειρωτικής χώρας, άφηνε τους νησιώτες σχετικά ήσυχους, με την προϋπόθεση να πληρώνουν τακτικά τους φόρους τους και να φέρονται με τον απαραίτητο σεβασμό στους απεσταλμένους του, όταν εκείνοι περνούσαν από κάποιο νησί.
«Η ζωή μας δεν είναι τόσο δύσκολη» είπε ο Γκάχρις προσπαθώντας να κατευνάσει τον επικίνδυνα περήφανο γιο του. Ο κόμης δεν θα παραξενευόταν αν άκουγε ότι ο Ίθαν επιτέθηκε στον ξάδελφο του δούκα μέρα μεσημέρι, μπροστά σε εκατό μάρτυρες και είκοσι Πραιτωριανούς Φρουρούς!
«Ναι, δεν είναι, αν σου αρέσει η δουλικότητα», γρύλισε ο Ίθαν με αμείωτο τον θυμό του.
«Μιλάς σαν παππούς», μουρμούρισε ο Γκάχρις, μια έκφραση του νησιού που σήμαινε ότι κάποιος ήταν ένα απομεινάρι από την παλιά εποχή της απόλυτης ανεξαρτησίας, όταν το Μπέντγουιντριν πολεμούσε μέχρις εσχάτων ενάντια σε όποιον τολμούσε να απειλήσει την κυριαρχία του. Η ιστορία του νησιού ήταν γεμάτη από πολέμους. Πόλεμοι ενάντια στους επιδρομείς βαρβάρους, ενάντια στις ορδές των Κυκλωπιανών, ενάντια στους αυτοανακηρυγμένους βασιλείς του Εριαντόρ, που ήθελαν να ενώσουν τη χώρα δια της βίας, ακόμη και ενάντια στον πανίσχυρο γασκονικό στόλο, όταν αυτό το τεράστιο, νότιο βασίλειο προσπάθησε να κατακτήσει όλες τις χώρες στις παγωμένες, βόρειες θάλασσες. Το Άβον είχε υποταχθεί στους βαρβάρους, αλλά οι σκληροτράχηλοι πολεμιστές του Εριαντόρ δυσκόλεψαν τόσο πολύ τους επιδρομείς ώστε εκείνοι αναγκάστηκαν να χτίσουν ένα τείχος για να αποκλείσουν τη βόρεια επαρχία, δηλώνοντας ότι η περιοχή αυτή είναι πολύ άγρια για να δαμαστεί. Εκείνες τις εποχές της ανδρείας, το Μπέντγουιντριν καυχιόταν πως κανείς Γασκόνος στρατιώτης απ’ όσους πάτησαν στο νησί δεν έφυγε ζωντανός.
Αυτά όμως ήταν αρχαία ιστορία τώρα, εφτά γενιές μετά, και ο Γκάχρις Μπέντγουιρ είχε αναγκαστεί να υποκύψει στους ανέμους της αλλαγής.
«Είμαι Μπέντγουιντριν», μουρμούρισε ο Ίθαν, λες και αυτό τα εξηγούσε όλα.
«Πάντα ο θυμωμένος επαναστάτης!» φώναξε εκνευρισμένος ο Γκάχρις. «Δεν δίνεις δεκάρα για τις συνέπειες των πράξεων σου! Η περηφάνια σου δεν σε αφήνει να δεις…»
«Η περηφάνια μου με κάνει Μπέντγουιντριν», τον έκοψε ο Ίθαν καθώς τα καστανά του μάτια με τη χαρακτηριστική κανελί απόχρωση της φυλής των Μπέντγουιρ άστραφταν επικίνδυνα μέσα στο πρωινό φως.
Η έκφραση αυτών των ματιών έκοψε την απάντηση του κόμη. «Τότε θα αναλάβει ο αδελφός σου να ψυχαγωγήσει τους καλεσμένους μας», είπε μετά, πιο ήρεμα ο Γκάχρις, πριν φύγει.
Ο Ίθαν κοίταξε πάλι στο λιμάνι. Το πλοίο είχε πλευρίσει στην αποβάθρα και κάμποσοι μεγαλόσωμοι Κυκλωπιανοί έτρεχαν για να δέσουν τα παλαμάρια σπρώχνοντας όποιους νησιώτες βρίσκονταν στο δρόμο τους, σπρώχνοντας ακόμη και μερικούς που είχαν ήδη προσπαθήσει να παραμερίσουν. Αυτά τα κτήνη δεν φορούσαν την ασημόμαυρη στολή των Πραιτωριανών Φρουρών, όπως όλοι οι συνοδοί φύλακες που είχε μαζί του κάθε ευγενής. Ακόμη και ο Γκάχρις είχε καμιά εικοσαριά από δαύτους, δώρο από τον δούκα του Μόντφορτ.
Ο Ίθαν κούνησε αηδιασμένος το κεφάλι του και κοίταξε στο προαύλιο προπόνησης, κάτω και στα αριστερά του μπαλκονιού, όπου ήξερε ότι θα έβρισκε τον Λούθιεν, τον μοναδικό του αδελφό, δεκαπέντε χρόνια μικρότερο του. Ο Λούθιεν ήταν πάντα εκεί, έκανε συνέχεια προπόνηση στην ξιφασκία και στην τοξοβολία. Δεν σταματούσε στιγμή. Ο Λούθιεν ήταν το καμάρι του πατέρα του ενώ ακόμη κι ο Ίθαν παραδεχόταν ότι δεν υπήρχε καλύτερος πολεμιστής από αυτόν σε όλο το Εριαντόρ.
Ξεχώρισε αμέσως τον αδελφό του από την κοκκινωπή απόχρωση των μακριών, κυματιστών μαλλιών του, που ήταν έναν τόνο πιο σκούρα από τα δικά του, ξανθά μαλλιά. Ακόμη και από αυτή την απόσταση ο Λούθιεν ήταν εντυπωσιακός. Ένα και ενενήντα ύψος, με φαρδιές πλάτες, μυώδη μπράτσα και χρυσοκάστανο δέρμα, ένδειξη της αγάπης του για το ύπαιθρο, το οποίο εδώ στο Μπέντγουιντριν έβλεπε περισσότερο βροχές παρά ήλιο.
Ο Ίθαν κοίταζε βλοσυρός καθώς ο Λούθιεν αποτελείωνε στα γρήγορα τον αντίπαλό του στην ξιφασκία, πριν γυρίσει αμέσως σε έναν δεύτερο άνδρα που όρμησε από πίσω του για να τον αιφνιδιάσει. Τον εξουδετέρωσε κι αυτόν χτυπώντας με το ξίφος, αποκρούοντας το χτύπημά του και σαρώνοντας τα πόδια του με μια χαμηλή, περιστροφική κλοτσιά.
Οι πολεμιστές που παρακολουθούσαν την προπόνηση ζητωκραύγασαν, ενώ ο Λούθιεν υποκλινόταν ευγενικά.
Ναι, σκέφτηκε ο Ίθαν, ο Λούθιεν μάλλον θα ψυχαγωγήσει τους “καλεσμένους”, και αυτή η σκέψη τον εξαγρίωσε πάλι. Ήξερε όμως ότι δεν έφταιγε ο Λούθιεν. Ο αδελφός του ήταν νέος και αδαής. Ήταν είκοσι χρονών, και δεν είχε γνωρίσει ποτέ του τι σημαίνει πραγματική ελευθερία, δεν είχε γνωρίσει τον Γκάχρις όπως ήταν πριν την επικράτηση του μάγου-βασιλιά Γκρινσπάροου.
Ο Γκάχρις βγήκε εκείνη τη στιγμή στο προαύλιο προπόνησης και έκανε νόημα στον Λούθιεν να πλησιάσει. Ο κόμης του έδειξε προς το λιμάνι χαμογελώντας. Ο Λούθιεν χαμογέλασε πλατιά κι αυτός και απομακρύνθηκε, σκουπίζοντας τα μυώδη μπράτσα του καθώς έφευγε — ήταν πάντα έτοιμος να φανεί ευχάριστος σ’ όλους.
«Σε λυπάμαι καλέ μου αδελφέ», ψιθύρισε ο Ίθαν. Και το εννοούσε, γιατί ήξερε καλά ότι ο Λούθιεν μια μέρα θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, να δει σε τι κατάσταση ήταν η χώρα τους και πόσο δειλός ήταν ο πατέρας τους.
Μια φωνή από το λιμάνι τού τράβηξε την προσοχή. Γυρίζοντας είδε έναν Κυκλωπιανό να πετάει κάποιον ψαρά κάτω. Αμέσως πλησίασαν άλλοι δύο Κυκλωπιανοί και άρχισαν όλοι μαζί να χτυπούν τον πεσμένο νησιώτη με γροθιές και κλωτσιές, μέχρι που αυτός τελικά κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας. Μετά οι τρεις Κυκλωπιανοί ξαναγύρισαν γελώντας στη δουλειά τους και συνέχισαν να δένουν τα παλαμάρια του καταραμένου πλοίου τους.
Ο Ίθαν είχε δει αρκετά. Έκανε μεταβολή και κόντεψε να πέσει πάνω σε δύο από τους Κυκλωπιανούς στρατιώτες του πατέρα του, που περνούσαν πίσω του.
«Κληρονόμε του Μπέντγουιρ!» τον χαιρέτησε ένας από τους Κυκλωπιανούς χαμογελώντας κι αποκαλύπτοντας τα μυτερά, κίτρινα δόντια του.
Ο στρατιώτης είχε έναν περιφρονητικό τόνο που δεν διέφυγε από τον Ίθαν. Ήταν όντως κληρονόμος του Μπέντγουιρ, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα για τους Κυκλωπιανούς οι οποίοι υπάκουαν μόνο στον βασιλιά του Άβον και στους μάγους-δούκες του. Αυτοί οι φύλακες, αυτά τα “δώρα” από τον δούκα του Μόντφορτ, δεν ήταν παρά κατάσκοποι. Ο Ίθαν το ήξερε αυτό, όπως και όλος ο κόσμος. Ήταν όμως κάτι που δεν το έλεγε κανείς φανερά μέσα στο Μπέντγουιρ.
«Η διαδρομή που ακολουθείτε στην περιπολία σας περνάει συνήθως από τα ιδιωτικά διαμερίσματα της οικογένειας του κόμη;» ρώτησε κοφτά ο Ίθαν.
«Ήλθαμε απλώς για να πληροφορήσουμε τους ευγενείς ότι έφθασε ο ξάδελφος του δούκα του Μόντφορτ», απάντησε ο άλλος φρουρός.
Ο Ίθαν κοίταξε για λίγο αμίλητος το δύσμορφο πλάσμα. Οι Κυκλωπιανοί ήταν πιο κοντοί από τους ανθρώπους, αλλά και πολύ πιο γεροδεμένοι. Ακόμη και τα πιο μικρόσωμα μέλη αυτής της εύρωστης φυλής ζύγιζαν γύρω στα ενενήντα κιλά, ενώ οι πιο μεγαλόσωμοι συχνά ξεπερνούσαν τα εκατόν σαράντα. Είχαν μια τούφα από πυκνά, άγρια μαλλιά και γυρτό μέτωπο που κατέληγε στο πεταχτό φρύδι του μοναδικού και πάντα κόκκινου ματιού τους. Η μύτη τους ήταν φαρδιά, επίπεδη και τα χείλια τους σχεδόν ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα να φαίνονται σχεδόν πάντα εκείνα τα ζωώδη, κίτρινα δόντια τους. Επίσης, δεν υπήρχε Κυκλωπιανός που να έχει πηγούνι.
«Ο Γκάχρις γνωρίζει για την άφιξη», είπε με βαριά, σχεδόν απειλητική φωνή. Οι δυο Κυκλωπιανοί κοιτάχτηκαν χαμογελώντας χλευαστικά, αλλά το χαμόγελό τους εξαφανίστηκε όταν κοίταξαν πάλι τον οργισμένο Ίθαν και είδαν ότι το χέρι του ήταν στη λαβή του ξίφους του. Δυο νεαρά παιδιά, υπηρέτες της οικογένειας του δούκα, είχαν μπει στην αίθουσα και παρακολουθούσαν τη σκηνή με μεγάλο ενδιαφέρον.
«Παράξενο να φορά κανείς ξίφος μέσα στο ίδιο του το σπίτι», είπε ο ένας από τους Κυκλωπιανούς.
«Είναι μια συνετή προφύλαξη όταν κυκλοφορούν βρομεροί μονόφθαλμοι», απάντησε δυνατά ο Ίθαν παίρνοντας θάρρος από την εμφάνιση των δύο παιδιών. Οι φρουροί τον κοίταξαν βλοσυροί, αλλά και το δικό του ύφος ήταν εξίσου άγριο.
»Και μην ακούσω άλλη λέξη από το στόμα σας», τους διέταξε ο Ίθαν. «Η ανάσα σας βρομάει αφόρητα».
Η έκφραση των δύο Κυκλωπιανών έγινε ακόμη πιο απειλητική, αλλά ο Ίθαν είχε καταλάβει ότι μπλοφάριζαν. Σε τελική ανάλυση ήταν ο γιος του κόμη, και οι Κυκλωπιανοί ήταν υποχρεωμένοι να κρατήσουν τα προσχήματα. Οι δυο στρατιώτες έκαναν μεταβολή και απομακρύνθηκαν με βαριά βήματα.
Ο Ίθαν έριξε μια ματιά στους νεαρούς που έφευγαν τρέχοντας αλλά και χαμογελώντας. «Αυτοί είναι οι νέοι του Μπέντγουιντριν», σκέφτηκε. «Οι νέοι μιας περήφανης φυλής». Ο Ίθαν αισθάνθηκε κάποια παρηγοριά και ελπίδα βλέποντας την επιδοκιμασία τους για τη θαρραλέα αντιμετώπιση των Κυκλωπιανών. Μπορεί το μέλλον να ήταν καλύτερο.
Όμως, παρά τη φευγαλέα στιγμή ελπίδας, ο Ίθαν ήξερε ότι είχε δώσει στον πατέρα του έναν ακόμη λόγο να τον κατσαδιάσει.