4 Το αίμα ενός σκοτωμένου εχθρού

Τι μπορεί να γινόταν αν οι γονείς ενός βασιλιά δεν συναντιόνταν ποτέ; Τι θα μπορούσε να συμβεί αν ένας ήρωας σκοτωνόταν στα νιάτα του από ένα αδέσποτο βέλος; Συχνά κάποια τυχαία γεγονότα επηρεάζουν την ιστορία των εθνών, κάτι που έγινε κι εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ, όταν ο Λούθιεν βγήκε από το αρχοντικό Μπέντγουιρ και πήγε στους στάβλους, όπου βρήκε τον Ίθαν να ετοιμάζει ένα άλογο, με τους σάκους της σέλας γεμάτους προμήθειες.

Ο Λούθιεν πλησίασε τον αδελφό του και τον κοίταξε απορημένος, αφήνοντας την έκφρασή του να θέσει την προφανή ερώτηση.

«Μου δόθηκε εντολή να φύγω», απάντησε ο Ίθαν.

Ο Λούθιεν έδειξε να μην καταλαβαίνει.

»Πρέπει να πάω στον νότο», συνέχισε ο Ίθαν φτύνοντας μία μία τις λέξεις αηδιασμένος, «να ταξιδέψω με τους στρατιώτες του βασιλιά που θα πάνε να πολεμήσουν δίπλα στους Γασκόνους ενάντια στο βασίλειο του Ντουρέ».

«Ευγενικός σκοπός», απάντησε ο Λούθιεν, πολύ συγκινημένος για να αναλογιστεί τι λέει.

«Μισθοφορικός σκοπός», γρύλισε ο Ίθαν. «Ένας μισθοφορικός σκοπός για έναν παράνομο βασιλιά».

«Τότε γιατί πας;»

Ο Ίθαν σταμάτησε να σφίγγει τους σάκους στη σέλα και γύρισε για να κοιτάξει τον αφελή μικρό του αδελφό με μια έκφραση σαν να μην πίστευε στα αυτιά του. Ο Λούθιεν απλώς σήκωσε τους ώμους, εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνει.

«Επειδή ο κόμης του Μπέντγουιντριν με διέταξε να πάω», απάντησε τελικά ο Ίθαν και μετά γύρισε πάλι στο άλογο για να συνεχίσει τη δουλειά του.

Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να βγάλει νόημα, κι έτσι δεν απάντησε, ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια.

»Θα είναι τιμή για την οικογένειά μας και για όλο το Μπέντγουιντριν — έτσι είπε ο Γκάχρις», συνέχισε ο Ίθαν.

Ο Λούθιεν κοίταξε προσεχτικά τον αδελφό του, και στην αρχή αισθάνθηκε ζήλια που ο Γκάχρις διάλεξε γι’ αυτή την εκστρατεία τον Ίθαν αντί για τον ίδιο. «Δεν θα σου ήταν πιο χρήσιμος ο Τυφλωτής, αν πηγαίνεις για να τιμήσεις τον Οίκο του Μπέντγουιντριν;» ρώτησε, προσέχοντας ότι το ξίφος στη ζώνη του Ίθαν δεν ήταν τίποτα το εξαιρετικό.

Ο Ίθαν τον κοίταξε πάλι με την ίδια έκφραση, ένα μείγμα κατάπληξης και συγκατάβασης. «Είναι δυνατό να είσαι τόσο απίστευτα αδαής για το τι συμβαίνει στον κόσμο;» ρώτησε, για να πάρει σαν απάντηση από τον Λούθιεν έναν ασυναίσθητο μορφασμό απορίας.

»Ο Γκάχρις», συνέχισε ο Ίθαν, «με στέλνει ακολουθώντας τις ψιθυριστές συμβουλές του Όμπρεϊ. Ο Γκάχρις με στέλνει να σκοτωθώ».

Ο αδιάφορος τρόπος του Ίθαν σοκάρισε τον Λούθιεν περισσότερο από τα λόγια του. Άρπαξε τον αδελφό του άγρια από τον ώμο και τον γύρισε προς το μέρος του.

«Δεν με θέλει για κληρονόμο», είπε ο Ίθαν, και ο Λούθιεν που θυμήθηκε την προηγούμενη συζήτηση με τον πατέρα του, δεν μπορούσε να διαφωνήσει. «Αλλά οι νόμοι είναι ξεκάθαροι. Είμαι ο μεγαλύτερος γιος, επομένως είμαι και ο διάδοχος του κόμη του Μπέντγουιντριν».

«Δεν αμφισβητώ τα δικαιώματα σου», απάντησε ο Λούθιεν, που δεν είχε καταλάβει ακόμη.

«Τα αμφισβητεί ο Γκάχρις», του εξήγησε ο Ίθαν. «Και, όπως φαίνεται, η φήμη ότι δεν είμαι πιστός στον δούκα και στον βασιλιά, ξεπέρασε τα όρια του Μπέντγουιντριν».

«Κι έτσι ο Γκάχρις σε στέλνει με τον στρατό για να δοξαστείς και να αποκαταστήσεις τη φήμη σου», είπε ο Λούθιεν, αν και υποψιαζόταν ότι η σκέψη του κινούνταν ακόμη προς λάθος κατεύθυνση.

«Και έτσι ο Γκάχρις με στέλνει για να σκοτωθώ», επανέλαβε επίμονα ο Ίθαν. «Είμαι πρόβλημα γι’ αυτόν. Ακόμη και ο Όμπρεϊ έχει ακούσει για μένα και καταλαβαίνει τις δυσκολίες που μπορεί να δημιουργηθούν αν γίνω κόμης. Ίσως να φταίει η καχυποψία μου, αλλά δεν πιστεύω ότι ο μοναδικός λόγος που ήρθε στο Μπέντγουιντριν ο ξάδελφος του δούκα Μόρκνεϊ ήταν για να δει μια μονομαχία».

«Πιστεύεις ότι Όμπρεϊ ήρθε μέχρι το Μπέντγουιντριν αψηφώντας τα κύματα της Θάλασσας Ντόρσαλ μόνο και μόνο για να σε διώξει από εδώ;»

«Όχι, δεν ήρθε μόνο γι’ αυτό, μικρέ μου αδελφέ», είπε ο Ίθαν και για πρώτη φορά ακούστηκε ένας τόνος συμπάθειας στη σκληρή φωνή του. «Μικρέ αδελφέ μου», συνέχισε, «που δεν γνώρισες ποτέ την ελευθερία, που έχεις ζήσει όλη σου τη ζωή κάτω από την κυριαρχία του Καρλάιλ και του Μόντφορτ!

Ο Λούθιεν συνοφρυώθηκε, εντελώς μπερδεμένος πια.

»Ο Όμπρεϊ έκανε περιοδεία στα βόρεια νησιά», του εξήγησε ο Ίθαν. «Πέρασε από το Κάριθ, το Μάρβις, το Μπέντγουιντριν και θα περάσει ακόμη από το Νταϊαμοντγκέιτ στην επιστροφή του. Ο σκοπός του ήταν να βεβαιωθεί ότι όλα είναι όπως πρέπει να είναι εδώ στα βόρεια, να διασφαλίσει τους φόρους του Μόρκνεϊ. Οι κυρίαρχοι δεν κάνουν “διακοπές”. Δουλεύουν πάντα, ζουν για να δουλεύουν, για να ενισχύσουν τη δύναμή τους. Η δύναμη είναι η ζωή τους. Ο Όμπρεϊ ήλθε στο Μπέντγουιντριν ενμέρει για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της δικής μου παρουσίας και, επίσης, επειδή ο δούκας δεν είχε “μάτια” εδώ. Αυτό το πρόβλημα λύθηκε». Ο Ίθαν είχε τελειώσει την προετοιμασία της σέλας και ανέβηκε στο άλογο.

»Σε λίγο θα έχεις καινούρια μητέρα, Λούθιεν», συνέχισε. «Να τη σέβεσαι και να τη φοβάσαι». Ο Ίθαν πήγε να ξεκινήσει, αλλά ο Λούθιεν, σαστισμένος κι έξαλλος από θυμό, άρπαξε το χαλινάρι και τον σταμάτησε.

»Μια γυναίκα που τη γνωρίζεις», συνέχισε ο Ίθαν. «Πρόσφατα ήσουν υπέρμαχός της στην αρένα».

Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα από το σοκ. Η Αβονίζ; Δεν είναι δυνατόν! «Ποτέ!» διαμαρτυρήθηκε.

«Το πρωί της Κυριακής», τον διαβεβαίωσε ο Ίθαν. «Είναι έργο του δούκα», εξήγησε στον Λούθιεν. «Η αρχόντισσα Αβονίζ θα μείνει εδώ και θα παντρευτεί τον Γκάχρις, ο τέλειος κατάσκοπος για τον Μόρκνεϊ. Ένα δόλωμα που θα οδηγήσει στην πτώση του Οίκου των Μπέντγουιρ. Ή ο Γκάχρις θα υποκύψει στα γεγονότα ή ο Μόρκνεϊ θα έχει την αφορμή που θέλει για να ζητήσει από τον Γκρινσπάροου να γεμίσει το λιμάνι με μαύρα πανιά».

«Και πώς μπορείς να φύγεις σε τέτοιες στιγμές;» φώναξε απελπισμένα ο Λούθιεν βλέποντας τον προστατευμένο κόσμο, στον οποίο ζούσε, να γκρεμίζεται γύρω του.

«Πώς μπορώ να μείνω;» τον διόρθωσε ο Ίθαν. «Μου έδωσε εντολή ο Γκάχρις». Ο Ίθαν σταμάτησε και κοίταξε διαπεραστικά και επίμονα τον αδελφό του. Η ένταση των ματιών του ηρέμησε κάπως τον ταραγμένο νέο.

«Δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα για το πώς είναι τα πράγματα έξω από το Μπέντγουιντριν», είπε ο Ίθαν. «Δεν έχεις δει τα μάτια των φτωχών παιδιών που λιμοκτονούν στους δρόμους του Μόντφορτ. Δεν έχεις δει τους γεωργούς που φυτοζωούν με τσακισμένο το πνεύμα και εξανεμισμένη την περιουσία τους, εξαιτίας των φόρων που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν. Δεν έχεις δει την ανήμπορη μανία του ανθρώπου που του παίρνουν την κόρη του για να την κάνουν “υπηρέτρια” στο σπίτι κάποιου ευγενή, κι ούτε έχεις ακούσει τις κραυγές μιας μητέρας που το παιδί της πέθανε στην αγκαλιά της, επειδή δεν είχε τίποτα να του δώσει να φάει.

Το χέρι του Λούθιεν που κρατούσε το χαλινάρι χαλάρωσε.

»Δεν δέχομαι τον κόσμο όπως είναι», συνέχισε ο Ίθαν. «Απλώς ξέρω πώς πρέπει να είναι. Και ο πατέρας μας, λακές ενός παράνομου βασιλιά, δεν έχει τη δύναμη και το κουράγιο να ορθώσει το παράστημά του και να συμφωνήσει μαζί μου».

Ο Ίθαν κατάλαβε ότι τα ωμά λόγια του είχαν αρχίσει επιτέλους να διαπερνούν τα πέπλα της αφέλειας του Λούθιεν. Ο αδελφός του δεν θα ήταν εκείνη τη στιγμή πιο σαστισμένος, ακόμη και αν ο Ίθαν τον είχε χτυπήσει στο κεφάλι με σφυρί. Πέρα από όλες τις διαφορές τους, ο Ίθαν αγαπούσε και λυπόταν τον αδελφό του που δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη ζωή πριν τον Γκρινσπάροου, τον βασιλιά ο οποίος τους είχε κλέψει την ελευθερία τους.

«Έχε γεια, αδελφέ μου», είπε σοβαρός ο Ίθαν. «Είσαι ο μόνος από την οικογένειά μας που θα μου λείψει. Να έχεις τα μάτια σου στα παράθυρα και τα αυτιά σου στην πόρτα, και πάνω απ’ όλα να προσέχεις την αρχόντισσα Αβονίζ!» Σπιρούνισε το άλογο και ξεκίνησε αφήνοντας τον Λούθιεν στην αυλή μόνο του με τις ανησυχητικές του σκέψεις.

Ο Λούθιεν δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ και όλη την επόμενη μέρα περιπλανιόταν μόνος του. Δεν άκουσε καν την Κατρίν, που κάποια στιγμή τον είδε από μακριά στα χωράφια και του φώναξε. Την επόμενη νύχτα και πάλι δεν κοιμήθηκε, σκεφτόταν τον Ίθαν, τον Γκαρθ Ρόγκαρ, τη νέα εικόνα που είχε σχηματίσει για τον Γκάχρις.

Και πάνω απ’ όλα σκεφτόταν να συγκρουστεί με τον πατέρα του, να του ζητήσει εξηγήσεις για τις τρομερές κατηγορίες του Ίθαν. Μήπως υπάρχει και άλλη πλευρά αυτής της ιστορίας; αναρωτιόταν.

Ήταν όμως ψεύτικη ελπίδα. Τα λόγια του Ίθαν είχαν ανοίξει τα νεανικά μάτια του Λούθιεν και δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να τα κλείσει πάλι.

Και έτσι, το πρωί της επόμενης μέρας πήγε να δει τον Γκάχρις, όχι για να του ζητήσει εξηγήσεις αλλά για να του πει τις δικές του σκέψεις, να εκφράσει τον θυμό του για την τραγωδία στην αρένα και για το γεγονός ότι η αηδιαστική Αβονίζ θα γινόταν μητέρα του.

Χαμογέλασε όταν σκέφτηκε πόσο θα έμοιαζαν τα λόγια του με του Ίθαν, διερωτούμενος συγχρόνως αν ο πατέρας του θα τον έστελνε κι αυτόν σε κάποια ξένη χώρα να πάρει μέρος σε έναν μακρινό πόλεμο.

Μπήκε στο γραφείο χωρίς καν να χτυπήσει, όμως το δωμάτιο ήταν άδειο. Ο Γκάχρις είχε βγει ήδη για την πρωινή του ιππασία. Ο Λούθιεν γύρισε να φύγει, με σκοπό να κατεβεί στους στάβλους, να πάρει ένα άλογο και να πάει να τον αναζητήσει. Όμως, άλλαξε γνώμη σχεδόν αμέσως όταν συνειδητοποίησε ότι η Αβονίζ μπορεί να ήταν μαζί με τον πατέρα του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να δει αυτήν τη γυναίκα.

Έτσι βολεύτηκε στο γραφείο, κατέβασε μερικά βιβλία από τα ράφια και τα ξεφύλλιζε, αφού άναψε φωτιά στο τζάκι. Ήταν καθισμένος στο άνετο κάθισμα με τα πόδια του απλωμένα πάνω στο γραφείο και ένα βιβλίο στο χέρι, όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και μπήκε μέσα ένας σωματώδης φρουρός.

«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ο Κυκλωπιανός κουνώντας επικίνδυνα μια τρίαινα. Έμεινε όμως κοντά στην πόρτα, στην άλλη άκρη του δωματίου, μακριά από τον Λούθιεν.

«Τι κάνω;» επανέλαβε κατάπληκτος ο Λούθιεν, και η έκφρασή του φανέρωσε σύντομα ακόμη μεγαλύτερη απορία, επειδή δεν αναγνώριζε αυτό τον στρατιώτη, αν και ήξερε όλους τους Κυκλωπιανούς της φρουράς του Γκάχρις.

«Τι κάνεις!» βρυχήθηκε ο Κυκλωπιανός. «Τι δουλειά έχεις να βρίσκεσαι στα ιδιωτικά δωμάτια του κόμη και της κόμισσας του Μπέντγουιντριν;»

«Της κόμισσας;» μουρμούρισε ο Λούθιεν και κόντεψε να πνιγεί με αυτήν τη λέξη.

«Σε ρώτησα κάτι!» γρύλισε ο Κυκλωπιανός κραδαίνοντας πάλι την τρίαινα.

«Μα τους λάκκους της λάβας των Πέντε Φυλάκων, ποιος είσαι εσύ για να με ρωτήσεις οτιδήποτε;» φώναξε ο νεαρός Μπέντγουιρ.

«Προσωπικός φρουρός της κόμισσας του Μπέντγουιντριν», απάντησε ο μονόφθαλμος χωρίς δισταγμό.

«Κι εγώ είμαι ο γιος του κόμη», δήλωσε ο Λούθιεν.

«Ξέρω ποιος είσαι, μονομάχε», απάντησε ο Κυκλωπιανός φέρνοντας την τρίαινα στο πλάι. Αυτή η κίνηση αποκάλυψε μια βαλλίστρα περασμένη στη φαρδιά του πλάτη, και τότε ο Λούθιεν κατάλαβε ποιος είναι. Πετάχτηκε όρθιος πετώντας το βιβλίο πάνω στο γραφείο.

»Δεν αναγγέλθηκε η επίσκεψή σου», συνέχισε ο Κυκλωπιανός, απτόητος. «Επομένως δεν έχεις καμιά δουλειά να είσαι εδώ! Φύγε τώρα πριν σε μάθω τη σωστή εθιμοτυπία των ευγενών!»

Ο Κυκλωπιανός έσφιξε την τρίαινα μπροστά στο στήθος του και γύρισε αργά προς την πόρτα κρατώντας το κόκκινο μάτι του καρφωμένο στον Λούθιεν μέχρι την τελευταία στιγμή.

Ο Λούθιεν τον κοίταζε εμβρόντητος, είχε παραλύσει μπροστά σε αυτή την απίστευτη κατάσταση που αντιμετώπιζε ξαφνικά. Είχε ορκιστεί εκδίκηση, και ο ορκισμένος εχθρός του, που νόμιζε ότι είχε φύγει με το πλοίο του Όμπρεϊ, στεκόταν τώρα μπροστά του. Όμως, ποιες μπορεί να ήταν οι συνέπειες; Και για ποιον σκοπό είχε αφήσει ο Όμπρεϊ τούτο τον συγκεκριμένο φρουρό στο νησί; Άλλο πράγμα ήταν να αφήσει την Αβονίζ, ο Λούθιεν δεν θα σκότωνε μια γυναίκα που δεν ήταν πολεμίστρια· αλλά να αφήσει αυτό τον δολοφόνο στο Μπέντγουιντριν, ήταν κάτι που δεν το χωρούσε το μυαλό του. Σίγουρα ο υποκόμης υπολόγιζε σωστά τι θα γινόταν…

Του ήρθαν στο νου τα λόγια του Ίθαν, για το δόλωμα που θα προκαλούσε την πτώση του Οίκου των Μπέντγουιρ, και κατάλαβε ότι η απόφαση που θα έπαιρνε τώρα θα καθόριζε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

«Ακολούθησέ με», είπε ο Κυκλωπιανός χωρίς να κοιτάξει πίσω. Έτσι όπως ήταν γυρισμένος προς την πόρτα, ο Λούθιεν έβλεπε τώρα καθαρά τη βαλλίστρα με την οποία είχε σκοτώσει τον Γκαρθ Ρόγκαρ.

«Πες μου», είπε ήρεμα, «το απόλαυσες σκοτώνοντας έναν άνθρωπο που ήταν πεσμένος κάτω;»

Ο Κυκλωπιανός γύρισε αμέσως προς το μέρος του με ένα μοχθηρό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό του αποκαλύπτοντας τα μυτερά και κιτρινισμένα δόντια του. «Πάντα το απολαμβάνω όταν σκοτώνω ανθρώπους», είπε. «Και τώρα θα φύγεις ή θα το διαπιστώσεις αυτό και μόνος σου;»

Με μια εντελώς ενστικτώδη κίνηση ο Λούθιεν έπιασε μια πέτρα που είχε ο πατέρας του πάνω στο γραφείο για να κρατά τις περγαμηνές, και την εξαπέλυσε με δύναμη χτυπώντας τον Κυκλωπιανό στον μηρό, παρά την προσπάθεια που έκανε εκείνος για να την αποφύγει. Ο φρουρός βόγγηξε από πόνο και αμέσως μετά γρύλισε θυμωμένος στρέφοντας την τρίαινα προς τον Λούθιεν.

Αυτή δεν ήταν από τις πιο έξυπνες πράξεις σου, είπε ο Λούθιεν στον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε ότι ήταν άοπλος. Ο μονόφθαλμος πλησίασε. Το παλληκάρι πήρε μια ξύλινη καρέκλα για να τη χρησιμοποιήσει σαν ασπίδα, αλλά με το πρώτο δυνατό χτύπημα της τρίαινας διαλύθηκε και ο Λούθιεν οπισθοχώρησε όπως-όπως.

Καλύφθηκε για μια στιγμή πίσω από το γραφείο. Μετά, πετάχτηκε κυλώντας στο τζάκι κι άρπαξε ένα μακρύ, μεταλλικό άγκιστρο με το οποίο γύριζαν τα κούτσουρα. Γύρισε και μόλις που πρόλαβε να σηκωθεί έγκαιρα για να αντιμετωπίσει το δεύτερο χτύπημα της τρίαινας. Ευτυχώς, ο γάντζος έπιασε την άκρη της τρίαινας αρκετά για να της αλλάξει λίγο πορεία, ενώ ταυτόχρονα ο ευκίνητος Λούθιεν πεταγόταν αριστερά. Παρ’ όλα αυτά η τρίαινα τού έκανε μια οδυνηρή γρατσουνιά στο πλάι της κοιλιάς και μια γραμμή αίμα λέκιασε τον σκισμένο λευκό χιτώνα του.

Ο Κυκλωπιανός έγλειψε τα μυτερά του δόντια χαμογελώντας πλατιά.

«Δεν έχω όπλο!» διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.

«Κι αυτό είναι ακόμη πιο διασκεδαστικό», απάντησε ο Κυκλωπιανός αρχίζοντας ένα κάρφωμα προς τα εμπρός, μόνο που την τελευταία στιγμή αντέστρεψε το όπλο του έτσι ώστε η πίσω άκρη του κονταριού διέγραφε ένα ημικύκλιο. Ο Λούθιεν αντελήφθη την προσποίηση και πήδησε στον αέρα αφήνοντας το κοντάρι να περάσει από κάτω του, αφού πρώτα κατάφερε την τελευταία στιγμή να σταματήσει έγκαιρα την αρχική του κίνηση, που ήταν να σκύψει. Προσγειώθηκε, έκανε ένα βήμα μπροστά και τίναξε τα δάχτυλά του ίσια προς στο μάτι του Κυκλωπιανού.

Όμως, το κοντάρι της τρίαινας συνεχίζοντας την ορμητική, περιστροφική του κίνηση, χτύπησε πάλι τον Λούθιεν και τον πέταξε στο πλάι πριν προλάβει να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στο μεγάλο, κόκκινο μάτι του Κυκλωπιανού, ο οποίος, πάντως, ζαλίστηκε αρκετά από το ισχυρό χτύπημα ώστε να σταματήσει την επίθεση.

Και ο Λούθιεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

Πήδησε προς το τζάκι. «Θα ’πρεπε να με αποτελείωνες όταν μπορούσες!» φώναξε αρπάζοντας τη δρακόμορφη λαβή του θρυλικού ξίφους του Μπέντγουιρ. Γέλασε και το τράβηξε με δύναμη ελευθερώνοντας το ξίφος — αλλά όχι εντελώς.

Τώρα γελούσε ο Κυκλωπιανός — και τον σημάδευε πάλι με την τρίαινα.

Ο Λούθιεν είχε απαγκιστρώσει το ξίφος από τον γάντζο που συγκρατούσε τη λαβή του, αλλά ο δεύτερος γάντζος, αυτός ο οποίος στήριζε την αιχμή, παρέμενε πεισματικά στον τοίχο. Ο Λούθιεν είχε μετατοπίσει το όπλο σε γωνία, αλλά η αιχμηρή του μύτη απλώς έσκαβε μια γραμμή στην πέτρα του τοίχου. Το τράβηξε πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Γύρισε λίγο για να ρίξει όλο του το βάρος στο επόμενο τράβηγμα και από αυτή τη θέση είδε τον Κυκλωπιανό να επιτίθεται.

Φώναξε τραβώντας με όλη του τη δύναμη, ώσπου το ξίφος ελευθερώθηκε από τον γάντζο. Ο Λούθιεν γύρισε και το κατέβασε ορμητικά, χτυπώντας δυνατά την άκρη της τρίαινας μια στιγμή πριν βυθιστεί στο στήθος του. Και οι δύο αντίπαλοι ήταν τώρα εκτός θέσης μάχης, με τα όπλα τους σε τέτοια γωνία ώστε δεν μπορούσαν να κάνουν αντεπίθεση, κι έτσι ο Λούθιεν πήρε φόρα στηρίζοντας το ένα πόδι του στο σκαλοπάτι του τζακιού και όρμησε με όλη του τη δύναμη. Έπεσε πάνω στον αντίπαλό του για να κυλιστούν και οι δύο την ίδια στιγμή στο δάπεδο.

Ο Λούθιεν πετάχτηκε πάνω γρήγορος σαν γάτα. Γύρισε και εξαπέλυσε ένα καθοδικό χτύπημα, αλλά είδε έκπληκτος την τρίαινα να υψώνεται αστραπιαία και να τον απωθεί, ενώ το ξίφος προσέκρουε στην εσοχή ανάμεσα στα δύο από τα τρία δόντια του όπλου. Με ένα γρύλισμα ο Κυκλωπιανός τον έσπρωξε προς το πλάι εξουδετερώνοντας εντελώς την επίθεσή του.

«Δεν είμαι άβγαλτος στην αρένα», καυχήθηκε ο μονόφθαλμος. «Ήμουν διοικητής στην Πραιτωριανή Φρουρά!» Παρευθύς ο Κυκλωπιανός εξαπέλυσε μια σειρά από επικίνδυνους λογχισμούς και προσποιήσεις, μισές περιστροφές της τρίαινας που έκαναν τον Λούθιεν να σκύβει για να αποφύγει ένα δεύτερο χτύπημα με το κοντάρι και, αμέσως κατόπιν, αντιστροφές που έφερναν πάλι την τρίαινα σε θέση λογχισμού. Ο Κυκλωπιανός ήταν εκπληκτικά ικανός με την τρίαινα, τη χειριζόταν σαν να ήταν ένα απλό ξίφος, κρατώντας τον Λούθιεν συνεχώς σε άμυνα.

Όμως, ούτε και ο νεαρός Μπέντγουιρ ήταν “άβγαλτος στην αρένα”. Οι αποκρούσεις του ήταν τέλειες και διόρθωνε τις κινήσεις του αστραπιαία αμέσως μόλις ο Κυκλωπιανός αντέστρεφε τις προσποιήσεις ή τις επιθέσεις του. Η τρίαινα δεν κατάφερε ούτε μια φορά να τον αγγίξει.

Ο Λούθιεν όμως ήξερε ότι αντιμετωπίζει δύσκολο αντίπαλο, γι’ αυτό ο σεβασμός του για τον Κυκλωπιανό μεγάλωνε με κάθε σύγκρουσή τους. Είχαν αρχίσει να κινούνται γοργά γύρω στο δωμάτιο και ο Λούθιεν, έχοντας πιο μικρό όπλο, αναπόφευκτα οπισθοχωρούσε κάνοντας κύκλους, ενώ ο Κυκλωπιανός τον πίεζε συνεχώς. Κάποια στιγμή ο Λούθιεν μπήκε πίσω από ένα ανάκλιντρο, που ήταν μια τέλεια προστατευτική ασπίδα για το σώμα του, από τη μέση και κάτω.

Χαμογέλασε καθώς παραμέρισε εύκολα έναν ψηλό λογχισμό και μετά κατέβασε το ξίφος μπλοκάροντας ένα χαμηλό χτύπημα και ακινητοποιώντας προσωρινά την τρίαινα πάνω στο ανάκλιντρο. Είδε την ταραχή να αυξάνεται στο πρόσωπο του Κυκλωπιανού και, όταν ο μονόφθαλμος εξαπέλυσε μια ξαφνική επίθεση, οπισθοχώρησε με τρόπο που φάνηκε σαν να ετοιμαζόταν να πηδήξει πάνω από το ανάκλιντρο.

Ο επιτιθέμενος σταμάτησε όμως, γιατί κατάλαβε ότι έτσι κι αλλιώς δεν θα προλάβαινε τον ευκίνητο Λούθιεν κι ότι, αν μπερδεύονταν τα πόδια του στο ανάκλιντρο, ο αντίπαλός του σίγουρα θα έβρισκε έναν τρόπο για να ωφεληθεί από το γεγονός. Προσπάθησε να παραμερίσει το ενοχλητικό εμπόδιο, αλλά ο Λούθιεν, εκμεταλλευόμενος το πλεονέκτημα που του προσέφερε το ανάκλιντρο, όρμησε πάλι μπροστά χτυπώντας με το ξίφος. Σχεδόν έκοψε το χέρι του Κυκλωπιανού κι έκανε ένα βαθύ σκίσιμο στο κάλυμμα του ανάκλιντρου.

«Αυτό δεν θα του αρέσει καθόλου του Γκάχρις», είπε ο Λούθιεν, προσπαθώντας να δείχνει στον αντίπαλό του όσο γίνεται πιο μεγάλη σιγουριά.

«Σίγουρα δεν θα του αρέσει όταν θα θάψει τον γιο του!» μούγκρισε ο Κυκλωπιανός ορμώντας πάλι μπροστά με έναν δυνατό λογχισμό. Περίμενε ότι ο Λούθιεν θα χτυπούσε πάλι την τρίαινα από πάνω προς τα κάτω για να την ακινητοποιήσει στο ανάκλιντρο, οπότε, αν εκείνος ενεργούσε έτσι, ο ίδιος είχε σκοπό να επιτεθεί και, σπρώχνοντας μπροστά το έπιπλο, να στριμώξει τον Λούθιεν στον τοίχο.

Ο Λούθιεν όμως έσκυψε ενώ η απόκρουσή του προσανατολιζόταν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, με το ξίφος του να κινείται προς τα πάνω κι όχι προς τα κάτω. Η τρίαινα τινάχτηκε ψηλά και ο Λούθιεν πέρασε με μια βουτιά πάνω από τον καναπέ και κύλησε στο δάπεδο. Ο Κυκλωπιανός έκανε πίσω ενστικτωδώς για να ευθυγραμμίσει το όπλο του, αλλά ο νέος σηκώθηκε από κάτω και όρμησε σκυμμένος μπροστά με το ξίφος προτεταμένο.

Ο Τυφλωτής καρφώθηκε στην κοιλιά του Κυκλωπιανού και η αιχμή του διευθύνθηκε προς τα πάνω διατρυπώντας το διάφραγμα, τα πνευμόνια και την καρδιά του. Στο μεταξύ ο μονόφθαλμος είχε υψώσει την τρίαινα πάνω από το κεφάλι του σημαδεύοντας προς τα κάτω, έτσι που για μια τρομερή στιγμή ο Λούθιεν νόμισε ότι θα τον καρφώσει.

Μετά όμως είδε το φως να σβήνει από το μάτι του Κυκλωπιανού, είδε τη δύναμη να χάνεται από τους μυς του. Η τρίαινα έπεσε κάτω, ενώ ο νεκρός μονόφθαλμος γλίστρησε προς τα πίσω, ξεκαρφώθηκε από το ξίφος του Λούθιεν και σωριάστηκε πάνω της.

Ο Λούθιεν σηκώθηκε προσεχτικά και κοίταξε τον ακίνητο Κυκλωπιανό. Ο πρώτος αντίπαλος που σκότωνε. Δεν του άρεσε η αίσθηση, δεν του άρεσε καθόλου. Τον κοίταξε και θύμισε πολλές φορές στον εαυτό του ότι αυτός είναι ο δολοφόνος του Γκαρθ Ρόγκαρ και ότι θα τον σκότωνε και τον ίδιο, αν δεν κατάφερνε να αποδειχτεί καλύτερος πολεμιστής. Άλλωστε, δεν ήταν άνθρωπος, ήταν Κυκλωπιανός. Ο Λούθιεν, έχοντας ζήσει μια προστατευμενη ζωή δεν αντιλαμβανόταν πλήρως τη σημασία αυτού του γεγονότος, ήξερε όμως ότι οι Κυκλωπιανοί δεν είναι άνθρωποι, ούτε στην εμφάνιση ούτε στην ιδιοσυγκρασία. Οι μονόφθαλμοι ήταν άγρια πλάσματα, μοχθηρά, χωρίς αγάπη και έλεος. Μόνο αυτή η γνώση τον έσωσε εκείνη τη στιγμή από τις τύψεις συνειδήσεως και του επέτρεψε να αναθαρρήσει. Μια βαθιά ανάσα τον βοήθησε να συνέλθει πιο πολύ.

Κοίταξε το ματωμένο ξίφος. Είχε τέλειο ζύγιασμα και ήταν απίστευτα κοφτερό. Ήταν εκπληκτικό πόσο εύκολα έκοψε τον χοντρό, δερμάτινο χιτώνιο του Κυκλωπιανού και διαπέρασε το σώμα του. Με ένα απλό χτύπημα το ξίφος είχε κάνει μια τομή μισού μέτρου στο ανάκλιντρο, που ήταν πολύ καλή κατασκευή, διαλύοντας επίσης κάμποσες σανίδες. Έτσι όπως κρατούσε το ξίφος τώρα, έχοντας εκπληρώσει τον όρκο του, έχοντας εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του, αισθάνθηκε το αίμα των περήφανων προγόνων του να τρέχει άγριο στις φλέβες του.

Σιγά-σιγά ηρέμησε συνειδητοποιώντας ότι με αυτό που έκανε είχε θέσει μια ολόκληρη ακολουθία γεγονότων σε κίνηση — γεγονότα που θα οδηγούσαν στον θάνατό του αν παρέμενε στην Νταν Βάρνα. Βρισκόταν σε δύσκολη θέση, αλλά αυτό δεν του προκάλεσε θλίψη για τον εαυτό του. Είχε κάνει την επιλογή του πρόθυμα όταν πέταξε την πέτρα στον Κυκλωπιανό προκαλώντας τη σύγκρουση ανάμεσά τους. Και αν ήταν αλήθεια όσα του είχε πει ο Ίθαν, δεν θα υπήρχαν δικαιολογίες για τον φοβισμένο Γκάχρις. Έφερε πάλι στον νου του την τελευταία του συνάντηση με τον πατέρα του επανεξετάζοντας τα λόγια του Γκάχρις κάτω από το φως των αποκαλύψεων του Ίθαν. Ο αδελφός του δεν του είχε πει ψέματα.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει πόσο είχε αλλάξει ξαφνικά η ζωή του και πόσο θα συνέχιζε να αλλάζει, εφόσον θα έφευγε από την Νταν Βάρνα και το Μπέντγουιντριν σαν εγκληματίας. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να προλάβει τον Ίθαν, σίγουρα ο αδελφός του θα καταλάβαινε τις πράξεις του και θα τον βοηθούσε, μετά όμως απέρριψε αυτή την ιδέα. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ίθαν θα είχε φτάσει ήδη στο πορθμείο που θα τον μετέφερε στην ηπειρωτική περιοχή του Εριαντόρ. Πού θα πήγαινε από εκεί όμως; Στο Μόντφορτ ίσως; Ή θα έκανε τον γύρο του Άιρον Κρος για να φτάσει στο Καρλάιλ;

Κοίταξε από το μοναδικό, μικρό παράθυρο του δωματίου και είδε ότι ο ήλιος ανέβαινε γοργά στην ανατολή. Ο πατέρας του θα γύριζε σε λίγο. Έπρεπε να βρει στον δρόμο τις απαντήσεις στα ερωτήματα του.

Σκέφτηκε να πάρει μαζί του το ξίφος. Δεν είχε ξαναπιάσει στα χέρια του τόσο τέλειο όπλο. Όμως ήξερε ότι ο Τυφλωτής δεν ήταν δικός του, ιδιαίτερα τώρα. Αν και θεωρούσε ότι οι πράξεις του ήταν δικαιολογημένες και έντιμες, πράξεις που του είχαν επιβληθεί από τον φόνο του φίλου του, ο Λούθιεν, με τη νεανική του αντίληψη, αισθανόταν ότι ατίμασε τον Οίκο των Μπέντγουιρ. Δεν θα περιέπλεκε λοιπόν ακόμη περισσότερο τα πράγματα πέφτοντας στο επίπεδο ενός κοινού κλέφτη.

Έβαλε το ξίφος στη θέση του πάνω από το τζάκι χωρίς να σκουπίσει το αίμα από τη λεπίδα. Ήθελε να δει ο Γκάχρις ποιο όπλο είχε πάρει εκδίκηση για τον άδικο θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ.

Загрузка...