«Λεν είμαι πια ο Μόρκνεϊ», είπε το τέρας. «Δείτε τη δύναμη του Πρεχοτέκ και φοβηθείτε!»
«Πρεχοτέκ;» ψιθύρισε ο Λούθιεν, νιώθοντας όντως φόβο.
«Ένας δαίμονας», απάντησε ο Όλιβερ αγκομαχώντας — και ο Λούθιεν ήξερε ότι το λαχάνιασμά του δεν οφειλόταν μόνο στη σκάλα που είχαν ανεβεί. «Ο μάγος παραχώρησε το υλικό του σώμα σε κάποιον δαίμονα!»
«Δεν είναι χειρότερος από τον δράκοντα», ψιθύρισε ο Λούθιεν, προσπαθώντας να ηρεμήσει κάπως τον Όλιβερ και τον εαυτό του.
«Δεν τον νικήσαμε τον δράκοντα», του υπενθύμισε ο Όλιβερ.
Ο δαίμονας κοίταξε γύρω του, με την ανάσα του να γίνεται αχνός μέσα στον κρύο, οκτωβριάτικο αέρα. «Α», είπε. «Είναι τόσο ωραία να είμαι πάλι στον κόσμο! Θα καταβροχθίσω εσάς τους δύο και εκατοντάδες άλλους μέχρι να βρει ο Μόρκνεϊ τη θέληση να με στείλει πάλι πίσω στην άβυσσο!»
Ο Λούθιεν δεν αμφέβαλε καθόλου για τον ισχυρισμό του. Είχε δει γίγαντες εξίσου πελώριους με τον Πρεχοτέκ, αλλά κανένα πλάσμα, ούτε καν ο Βαλτάσαρ, δεν ακτινοβολούσε μια τόσο ισχυρή και απερίγραπτα κακόβουλη αύρα. Πόσους ανθρώπους έχει φάει αυτός ο δαίμονας; αναρωτήθηκε ο νεαρός, καθώς τον διαπερνούσε ένα ρίγος — δεν ήθελε να μάθει την απάντηση.
Άκουσε κίνηση στη σκάλα πίσω του και ρίχνοντας μια ματιά πίσω είδε τη Σιόμπαν να εμφανίζεται στο κάτω κεφαλόσκαλο με το τόξο στο χέρι.
Ο Λούθιεν πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. Ο νεαρός ερωτευμένος αισθάνθηκε ότι, με την εμφάνιση της Σιόμπαν, διακυβεύονταν τώρα πιο πολλά.
«Έλα μαζί μου, Όλιβερ», είπε ενώ έσφιγγε δυνατά το ξίφος του, σκοπεύοντας να ορμήσει στον δαίμονα ακόμη κι αν έτσι υπέγραφε την καταδίκη του.
Πριν προλάβει ο Όλιβερ έστω και να γυρίσει το κατάπληκτο βλέμμα του στον φίλο του, ο Πρεχοτέκ σήκωσε το χέρι του ψηλά κι έσφιξε την πελώρια γροθιά του.
Ένας τρομερός άνεμος φύσηξε ξαφνικά από τις επάλξεις στα αριστερά τους, χτυπώντας με τις ριπές του τους δύο συντρόφους. Την ίδια στιγμή η Σιόμπαν εκτόξευσε το βέλος της, αλλά ο άνεμος το παρέσυρε και το πέταξε μακριά.
Ο Λούθιεν μισόκλεισε τα μάτια και ύψωσε το χέρι του για να προστατευτεί από τον θυελλώδη άνεμο, ενώ ο μανδύας και τα ρούχα του ανέμιζαν προς τα δεξιά πλαταγίζοντας και χτυπώντας τον Όλιβερ. Το καπέλο του χάφλινγκ έφυγε από το κεφάλι του και άρχισε να υψώνεται στον αέρα.
Ο Όλιβερ, ενστικτωδώς πήδησε και το έπιασε, αφήνοντας να πέσει το ξίφος από το χέρι του, αλλά την επόμενη στιγμή βρέθηκε να πετάει κι αυτός κάνοντας τούμπες στον αέρα. Τη στιγμή που γύρισε πάλι όρθιος, βρισκόταν κιόλας ψηλά στο κενό, έχοντας περάσει πάνω από τις επάλξεις. Ο εμβρόντητος Όλιβερ είδε ότι βρισκόταν κιόλας τέσσερα-πέντε μέτρα μακριά από τον πύργο, όταν ο Πρεχοτέκ χαμογέλασε χλευαστικά και σταμάτησε τον άνεμο.
Ο Όλιβερ έβγαλε μια στριγγλιά καθώς χανόταν από τα μάτια τους, πέφτοντας σαν πέτρα.
Με μια κραυγή μανίας για τον χαμένο φίλο του ο Λούθιεν όρμησε ίσια πάνω στον δαίμονα χτυπώντας άγρια με το ξίφος. Τα απανωτά βέλη της Σιόμπαν περνούσαν σε μια σχεδόν συνεχή γραμμή πάνω από το κεφάλι του χτυπώντας ξανά και ξανά το θηρίο, αλλά ο Λούθιεν δεν ήταν σίγουρος αν έκαναν καμιά ζημιά στον πανίσχυρο δαίμονα.
Κατάφερε να προκαλέσει μια μικρή αμυχή στον Πρεχοτέκ, αλλά μετά το ξίφος του παραμερίστηκε από ένα δυνατό χτύπημα. Ο Λούθιεν έπεσε στο ένα γόνατο για να αποφύγει το χέρι του τέρατος που πέρασε πάνω από το κεφάλι του, και μετά, αφού πετάχτηκε πάλι όρθιος, πήδησε προς τα πίσω ρουφώντας την κοιλιά του για να ξεφύγει από το επόμενο χτύπημα.
Ένα βέλος γρατσούνισε τον λαιμό του Πρεχοτέκ, πράγμα που έκανε τον δαίμονα να γρυλίσει.
Ο Λούθιεν όρμησε με έναν κατευθείαν ξιφισμό που έκοψε τις σάρκες του τεράστιου μηρού του δαίμονα. Μετά τραβήχτηκε στο πλάι αποφεύγοντας τα δόντια του ερπετού, όμως το πελώριο χέρι του τον βρήκε στον ώμο πριν προλάβει να ξαναβρεί την ισορροπία του. Τα νύχια του θηρίου αυλάκωσαν τη σάρκα του τινάζοντάς τον στο πλάι.
Είχε την ετοιμότητα να χτυπήσει άλλη μια φορά με το ξίφος του καθώς έπεφτε, τραυματίζοντας τον Πρεχοτέκ στις αρθρώσεις του χεριού.
Ο Λούθιεν ήξερε ότι τούτο το τελευταίο χτύπημα είχε πονέσει τον δαίμονα, αλλά σχεδόν μετάνιωσε γι’ αυτό καθώς ο Πρεχοτέκ γύρισε προς το μέρος του με τα φιδίσια μάτια του να αστράφτουν από πύρινη μανία.
Ξάφνου, είδε και κάτι άλλο τότε, ένα τρεμόπαιγμα στα μάτια του δαίμονα και ένα μικρό τρεμούλιασμα στο φιδίσιο στόμα του.
Ένα βέλος είχε καρφωθεί στον λαιμό του Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν, βλέποντας ότι το τρεμούλιασμα συνεχιζόταν, σκέφτηκε ότι ο Πρεχοτέκ δεν ήταν τόσο σίγουρος μέσα σε αυτό το υλικό σώμα.
Ο δαίμονας ορθώθηκε πυργωνόμενος πάνω από τον Λούθιεν σαν να ήθελε να χλευάσει τις υποψίες του. Έστρεψε το εξαγριωμένο βλέμμα του προς τη σκάλα και από τα μάτια του ξεπήδησαν δύο δέσμες κόκκινης ενέργειας που, αφού ενώθηκαν μεταξύ τους, μερικά εκατοστά μπροστά στο πρόσωπό του, διέσχισαν σφυρίζοντας τον αέρα, χτύπησαν τη Σιόμπαν και την πετάξαν πίσω στα σκαλιά.
Ο Λούθιεν αισθάνθηκε την καρδιά του να σταματά.
Στο μεταξύ ο Όλιβερ, κρεμασμένος στον τοίχο του πύργου, έβαλε πάλι το καπέλο στο κεφάλι του. Το περίφημο καπέλο ήταν σχετικά ίσιο, αλλά η περούκα από κάτω είχε γυρίσει τα μπρος πίσω και τα μακριά, μαύρα μαλλιά κρέμονταν μπροστά στο πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δει. Τα πόδια του και ο ένας γοφός του πονούσαν από το χτύπημα που είχε δεχθεί όταν βρόντηξε με το πλευρό πάνω στον πέτρινο τοίχο, ενώ τα χέρια του τον πονούσαν κι αυτά έτσι όπως ήταν γατζωμένα με απελπισία από το σχοινί της μαγικής αρπάγης.
Ήξερε ότι δεν μπορεί να μείνει κρεμασμένος εκεί αιώνια, γι’ αυτό βρήκε το κουράγιο να κοιτάξει πάνω διώχνοντας με ένα τίναγμα τα μαλλιά από το πρόσωπό του. Η αρπάγη του —αυτή η υπέροχη, μαγική αρπάγη!— είχε πιαστεί γερά στο κυρτό τοίχωμα, αλλά δεν ήταν αρκετά κοντά στις επάλξεις του πύργου για να μπορέσει ο Όλιβερ να σκαρφαλώσει μέχρι εκεί, ούτε κι έφτανε το σχοινί για να κατεβεί στο δρόμο από κάτω.
Είδε την εσοχή ενός παραθύρου λίγο πιο πάνω, προς τα αριστερά.
«Είσαι τόσο γενναίος!» ψιθύρισε στον εαυτό του και, κρατώντας πάντα το σχοινί, πάτησε με τα πόδια του στον τοίχο στέκοντας κάθετα ως προς τον πύργο μα οριζόντια ως προς το έδαφος. Σιγά-σιγά άρχισε να περπατά προς τα δεξιά, και όταν είδε ότι είχε προχωρήσει αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση έτσι ώστε να πάρει φόρα, στράφηκε πάλι προς τ’ αριστερά, προς το παράθυρο, κι άφησε το βάρος του να τον παρασύρει σε μια αιώρηση όπως αυτή ενός εκκρεμούς, ενώ συγχρόνως επιτάχυνε την πορεία του με το να τρέχει πάνω στον τοίχο, όντας το σώμα του πάντα κάθετο ως προς αυτόν. Στο τέλος της αιώρησης έκανε βουτιά και μόλις που κατάφερε να πιαστεί με τα δάχτυλα του ενός χεριού στο γείσο του παραθύρου. Με λίγη προσπάθεια, κατάφερε να ανεβεί στο περβάζι.
Κοίταξε γύρω του μουρμουρίζοντας θυμωμένα και είδε ότι από κάτω ήταν μαζεμένος κόσμος, ενώ αρκετοί έδειχναν προς το μέρος του φωνάζοντας στους άλλους να κοιτάξουν. Σε κάποια απόσταση είδε μια δύναμη Πραιτωριανών που σίγουρα έρχονταν για να καταπνίξουν την εξέγερση.
Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι. Ίσιωσε το καπέλο του και τράβηξε τρεις φορές το σχοινί για να ελευθερώσει την αρπάγη. Ίσως κατάφερνε να την κολλήσει πιο χαμηλά για να κατεβεί από τον πύργο έγκαιρα και να προλάβει να ξεφύγει πριν φτάσουν οι Κυκλωπιανοί, έμεινε όμως και ο ίδιος κατάπληκτος με τον εαυτό του όταν πέταξε την αρπάγη προς τα πάνω, πιο ψηλά στον τοίχο και κοντά σε ένα άλλο παράθυρο.
Σπρωγμένος από τη δύναμη της φιλίας, ο Όλιβερ άρχισε να ανεβαίνει πάλι ενώ ο κόσμος από κάτω τον ενθάρρυνε με φωνές.
«Μερικές φορές το να έχεις έναν φίλο δεν είναι και τόσο καλό πράγμα», μουρμούρισε ο χάφλινγκ, αλλά συνέχισε να ανεβαίνει αποφασισμένα.
Μέσα στον καθεδρικό ναό, η εξέγερση είχε μετατραπεί σε άτακτη φυγή. Πολλοί Κυκλωπιανοί ήταν νεκροί, ενώ όσοι ζούσαν ακόμη ήταν διασκορπισμένοι και περικυκλωμένοι, αλλά ο κόσμος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη φρικτή στρατιά των νεκρών του Μόρκνεϊ και τα ζωντανεμένα τέρατα. Οι Κάτερς προσπαθούσαν να καθοδηγήσουν τον πανικόβλητο κόσμο, να τους συγκεντρώσουν όλους μαζί για να εφορμήσουν και να καταφέρουν να φτάσουν σε κάποια έξοδο.
Το μόνο που είχε σημασία για τους επαναστάτες εκείνη τη στιγμή ήταν να ξεφύγουν από τον ναό.
Φαίνεται όμως ότι αυτό το είχαν αντιληφθεί οι Κυκλωπιανοί και τα τέρατα, γι’ αυτό όπου κι αν πήγαινε ο κόσμος τα συναντούσε μπροστά του.
Και τα φρικτά, κινούμενα πτώματα τους κυνηγούσαν παντού, πιάνοντας με τα κοκαλιάρικα χέρια τους όσους δεν ήταν αρκετά γρήγοροι για να τα αποφύγουν.
Ένα πρωτόγονο ουρλιαχτό ασυγκράτητης μανίας συνόδευε την άγρια επίθεση του Λούθιεν. Το μόνο που ήθελε ήταν να σκοτώσει αυτό το βδελυρό κτήνος, ενώ ο ίδιος δεν νοιαζόταν καθόλου για τη δική του ασφάλεια. Ο δαίμονας άπλωσε τα χέρια του για να τον πιάσει καθώς πλησίαζε, αλλά ο Λούθιεν με δυο αστραπιαία, διαδοχικά χτυπήματα προκάλεσε βαθιά τραύματα και στα δύο χέρια του Πρεχοτέκ.
Χαμήλωσε τον ώμο του και όρμησε μπροστά χτυπώντας το τεράστιο τέρας με το ξίφος, φτάνοντας στο σημείο ακόμη και να το κλοτσήσει.
Ο δαίμονας, καταλαβαίνοντας, φαίνεται, ότι αυτή η μανία έκανε επικίνδυνο τον αντίπαλό του, άρχισε να χτυπά τα νυχτεριδίσια φτερά του και να υψώνεται στον αέρα.
«Όχι!» φώναξε ο Λούθιεν. Δεν τον απασχολούσε ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετώπιζε αν ο Πρεχοτέκ του επιτιθόταν από ψηλά, απλώς είχε εξαγριωθεί με τη σκέψη ότι μπορεί να του ξέφευγε αυτό το δολοφονικό τέρας. Πήδησε όσο μπορούσε, υψώνοντας ταυτόχρονα το ξίφος, αλλά δέχτηκε το αναπόφευκτο χτύπημα στην πλάτη από το χέρι και τα νύχια του δαίμονα, ο οποίος, πάντως, αναγκάστηκε να σταματήσει το πέταγμά του.
Δεν αισθάνθηκε τον πόνο, ούτε καν κατάλαβε ότι αιμορραγεί. Το μόνο που ένιωθε εκείνη τη στιγμή ήταν θυμό, έναν ασυγκράτητο μανιασμένο θυμό που τον έκανε να συγκεντρώσει όλη του τη δύναμη στην προσπάθειά του και να μπήξει έτσι το ξίφος βαθιά στην κοιλιά του Πρεχοτέκ. Μια πράσινη γλίτσα που κάπνιζε ξεχύθηκε από το τραύμα σκεπάζοντας το χέρι του Λούθιεν, αλλά ο πεισματάρης νεαρός μούγκρισε και κίνησε το ξίφος μπρος πίσω, προσπαθώντας να ξεκοιλιάσει το τέρας. Κοίταξε τον Πρεχοτέκ στα μάτια καθώς έκοβε, και είδε πάλι εκείνο το τρεμούλιασμα, μια ένδειξη ότι ο δαίμονας δεν ήταν τόσο ασφαλής μέσα στο υλικό σώμα του μάγου.
Το δυνατό χέρι του Πρεχοτέκ τον χτύπησε στον ώμο, έτσι ώστε ο Λούθιεν βρέθηκε ξαφνικά γονατισμένος πάλι στο δάπεδο του πύργου, ζαλισμένος από το πλήγμα. Ο δαίμονας υψώθηκε πάλι απλώνοντας τα φτερά του πάνω από τον Λούθιεν, σαν αετός που ετοιμάζεται να πέσει πάνω στην ανήμπορη λεία του.
Από κάπου μακριά, ο Λούθιεν άκουσε μια φωνή — τη φωνή της Σιόμπαν.
«Σιχαμένο τέρας!» γρύλισε η Σιόμπαν, εκτοξεύοντας ένα ακόμη βέλος.
Ο Πρεχοτέκ το είδε να έρχεται αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει —το ατένιζε έτσι μέχρι την τελευταία στιγμή που καρφώθηκε στο μάτι του.
Η Σιόμπαν! σκέφτηκε ο Λούθιεν και ενστικτωδώς πήρε ανάσα σηκώνοντας το ξίφος πάνω από το κεφάλι του.
Ο Πρεχοτέκ, πέφτοντας, καρφώθηκε πάνω στο ξίφος μέχρι τη λαβή. Ο δαίμονας άρχισε να σφαδάζει, μετά όμως σταμάτησε και κοίταξε αλλόκοτα τον Λούθιεν.
Και ο Λούθιεν κοίταζε παράξενα το ξίφος του, που η λαβή του παλλόταν από τους χτύπους της καρδιάς του Πρεχοτέκ.
Με ένα εκκωφαντικό μουγκρητό και έναν βίαιο σπασμό που έσπασε το ξίφος στη λαβή, ο Πρεχοτέκ έπεσε προς τα πίσω, πάνω στο παραπέτο.
Ο Σιόμπαν του κάρφωσε άλλο ένα βέλος, αλλά δεν είχε πια σημασία. Ο δαίμονας συνέχιζε να σφαδάζει, ενώ από την κοιλιά του ξεχύνονταν έντερα ανακατυεμένα με κόκκινο και πράσινο αίμα.
Ο Λούθιεν στάθηκε περήφανα μπροστά του, προσπαθώντας να διώξει τη ζάλη και τον πόνο του και κοίταξε στα μάτια το τέρας που πίστευε ότι είχε νικηθεί.
Είδε λίγο καθυστερημένα τις κόκκινες φωτιές στα μάτια του δαίμονα και προσπάθησε να σκύψει καθώς οι δέσμες της κόκκινης ενέργειας ενώθηκαν πάλι εκτοξευόμενες σαν κεραυνός.
Ο Λούθιεν τινάχτηκε πίσω κατρακυλώντας, ενώ η Σιόμπαν έπεφτε πάλι κάτω από το πλατύσκαλο. Αυτή τη φορά κύλησε στη σκάλα και βρόντηξε δυνατά στο παρακάτω πλατύσκαλο, όπου έμεινε ακίνητη βογγώντας.
Ο Λούθιεν τίναξε το κεφάλι του προσπαθώντας να θυμηθεί πού είναι. Όταν κατάφερε να στραφεί προς την άλλη μεριά της ταράτσας, είδε τον Πρεχοτέκ να στέκεται πάλι όρθιος και να γελάει.
«Νόμιζες ότι τα ασήμαντα όπλα σας μπορούν να νικήσουν τον Πρεχοτέκ;» φώναξε το θηρίο. Έχωσε το χέρι του μέσα στην τεράστια πληγή, στην κοιλιά του, και έβγαλε γελώντας τη λεπίδα του ξίφους του Λούθιεν σκεπασμένη από γλίτσα. «Είμαι ο Πρεχοτέκ, που ζει αμέτρητους αιώνες!»
Ο Λούθιεν δεν είχε άλλη δύναμη για να πολεμήσει με το τέρας. Είχε νικηθεί. Το ήξερε αυτό, όπως ήξερε επίσης ότι αν ο Γκρινσπάροου είχε όντως συμμάχους σαν τον Πρεχοτέκ, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο Μπριντ’Αμούρ και όπως είχε αποδείξει μπροστά στα μάτια του ο Μόρκνεϊ, τότε το σκοτάδι θα σκέπαζε γρήγορα όλο το Εριαντόρ.
Ο Λούθιεν σηκώθηκε αγκομαχώντας στα γόνατα. Ήθελε να πεθάνει με αξιοπρέπεια, τουλάχιστον. Πάτησε με το ένα πόδι κάτω, αλλά πριν σηκωθεί σταμάτησε και κοίταξε απορημένος το τέρας.
«Όχι!» γρύλισε ο Πρεχοτέκ. Αλλά ο δαίμονας δεν κοίταζε τον Λούθιεν, έμοιαζε να κοιτάζει τον άδειο αέρα. «Εγώ θα τον σκοτώσω! Η σάρκα του είναι η τροφή μου!»
«Όχι», απάντησε η φωνή του Μόρκνεϊ. «Η ζωή του είναι δική μου!»
Το φιδίσιο κεφάλι του Πρεχοτέκ άρχισε να τρεμίζει παίρνοντας αλλόκοτα σχήματα, μέχρι που μετατράπηκε στο πρόσωπο του Μόρκνεϊ. Ξαφνικά φάνηκε για μια στιγμή πάλι το κεφάλι του Πρεχοτέκ, και μετά μεταμορφώθηκε ξανά στο πρόσωπο του μάγου.
Καθώς η πάλη συνεχιζόταν, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι η ευκαιρία να χτυπήσει δεν θα κρατούσε πολύ. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να βρει κάποιο όπλο, μαζεύοντας δυνάμεις για να επιτεθεί.
Όταν στράφηκε πάλι μπροστά του, δεν είδε τον Πρεχοτέκ αλλά το κοκαλιάρικο και γυμνό σώμα του Μόρκνεϊ, ο οποίος έσκυβε για να μαζέψει τον χιτώνα του.
«Θα ’πρεπε να είσαι ήδη νεκρός», είπε ο Μόρκνεϊ, βλέποντας τον Λούθιεν να αγωνίζεται για να σηκωθεί όρθιος. «Ξεροκέφαλε ανόητε! Νιώσε περήφανος που κατάφερες να αντέξεις τόση ώρα σε μια σύγκρουση με τον Πρεχοτέκ — νιώσε περήφανος και πέσε κάτω να πεθάνεις!»
Ο Λούθιεν παραλίγο να ακολουθήσει τη συμβουλή του. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του τόσο κουρασμένος και τσακισμένος, πίστευε ότι ο θάνατος δεν ήταν πολύ μακριά. Όμως, έτσι καθώς είχε σκυμμένο το κεφάλι πρόσεξε κάτι, κάτι που τον έκανε να σηκωθεί όρθιος ξανά ενώ θυμόταν με πόνο τις απώλειες αυτής της σύγκρουσης.
Ήταν το ξίφος του Όλιβερ.
Ακούγοντας τον Μόρκνεϊ να γελάει κοροϊδευτικά, ο Λούθιεν πήγε και σήκωσε το λεπτό ξίφος. Έμεινε ακίνητος μερικές στιγμές για να ξαναβρεί την ισορροπία του και μετά τεντώθηκε περήφανα και άρχισε να προχωρά παραπατώντας προς τον εχθρό του.
Ο Μόρκνεϊ, που ήταν ακόμη γυμνός, εξακολούθησε να γελά καθώς ο Λούθιεν πλησίαζε τρεκλίζοντας με το ξίφος να σημαδεύει το στήθος του αντιπάλου του.
«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να σε νικήσω;» είπε ο δούκας. «Νομίζεις ότι χρειάζομαι τον Πρεχοτέκ ή οποιονδήποτε άλλο δαίμονα για να σκοτώσω έναν απλό ξιφοφόρο; Έδιωξα τον δαίμονα επειδή ήθελα να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια». Βγάζοντας ένα γρύλισμα, ο Μόρκνεϊ σήκωσε τα κοκαλιάρικα χέρια του, με τα δάχτυλα κυρτωμένα σαν νύχια ζώου, κι άρχισε να ψέλνει.
Η πλάτη του Λούθιεν καμπύλωσε ξαφνικά κι ο νεαρός πάγωσε στη θέση του, με τα μάτια διάπλατα από το σοκ και τον αφόρητο πόνο. Ένα κύμα ενέργειας τον διαπέρασε από πίσω προς τα εμπρός, βγαίνοντας από το στήθος του. Συνειδητοποίησε με φρίκη ότι ο Μόρκνεϊ ρουφούσε την ίδια του την ενέργεια, του έκλεβε τη ζωή!
«Μη!» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στις δυνάμεις του μάγου.
Ο Μόρκνεϊ συνέχισε να απομυζά τη ζωή του Λούθιεν σαν ένα γιγαντιαίο παράσιτο, νιώθοντας μια διεστραμμένη απόλαυση και γελώντας μοχθηρά, ένα πλάσμα εξίσου κακόβουλο με τον δαίμονα που είχε καλέσει.
«Πώς πίστεψες ότι ήταν δυνατό να με νικήσεις;» είπε ο δούκας. «Ξέρεις ποιος είμαι; Μήπως τώρα συνειδητοποιείς τις δυνάμεις της αδελφότητας του Γκρινσπάροου;»
Ακούστηκε πάλι το κοροϊδευτικό γέλιο, όμως ο ετοιμοθάνατος πια Λούθιεν δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Η καρδιά του χτυπούσε μανιασμένα, έτοιμη σχεδόν να σπάσει.
Ξαφνικά, μια θηλιά πέρασε πάνω από το κεφάλι του δούκα και σφίχτηκε γύρω από τους ώμους του. Τα μάτια του Μόρκνεϊ άνοιξαν διάπλατα όταν, στρεφόμενος, αντίκρισε τον Όλιβερ ντε Μπάροους που ανέβαινε από τις επάλξεις.
Ο χάφλινγκ χαμογέλασε απολογητικά κουνώντας το χέρι στον δούκα σαν να τον χαιρετούσε. Ο Μόρκνεϊ, γρυλίζοντας, ετοιμάστηκε να στρέψει τις δυνάμεις του ενάντια στον καινούριο εχθρό του, σίγουρος ότι είχε εξοντώσει τον αναιδή νεαρό.
Τη στιγμή που ελευθερώθηκε από την μαγική ενέργεια, το κυρτωμένο σώμα του Λούθιεν ίσιωσε με έναν σπασμό, όμως, με αυτή την κίνηση, το ξίφος που κρατούσε προτεταμένο τινάχτηκε μπροστά και η αιχμή του βυθίστηκε στο στήθος του ξαφνιασμένου δούκα.
Στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο για μια στιγμή, ο Μόρκνεϊ να κοιτάζει κατάπληκτος αυτό τον παράξενο νεαρό, αυτό τον άνθρωπο που μόλις τον είχε σκοτώσει. Ο Μόρκνεϊ γέλασε για κάποιον ανεξήγητο λόγο και μετά σωριάστηκε νεκρός στα χέρια του Λούθιεν.
Κάτω στον ναό, τα ζωντανεμένα αγάλματα μετατράπηκαν αυτόματα σε πέτρα και έγιναν συντρίμμια στο έδαφος, ενώ οι σκελετοί και τα σάπια πτώματα σωριάστηκαν ξανά για να συνεχίσουν τον αιώνιο ύπνο τους.
Ο Όλιβερ κοίταξε κάτω το πλήθος που είχε γίνει τεράστιο και τη μεγάλη δύναμη των Πραιτωριανών, που εκείνη τη στιγμή έμπαινε στην πλατεία δίπλα στη Μητρόπολη.
«Κρέμασέ τον έξω!» φώναξε ο εύστροφος χάφλινγκ στον Λούθιεν.
Αυτός κοίταξε απορημένος τον φίλο του, που τώρα είχε πηδήσει από τις επάλξεις και βρισκόταν κοντά του.
»Κρέμασέ τον απ’ έξω», επανέλαβε ο Όλιβερ. «Να τον δουν να κρέμεται από τον κοκαλιάρικο λαιμό του!»
Η σκέψη και μόνο αυτής της πράξης, προκάλεσε φρίκη στον Λούθιεν.
Ο Όλιβερ έτρεξε κοντά του σπρώχνοντας γοργά τον νεαρό μακριά από τον νεκρό δούκα. «Δεν καταλαβαίνεις;» είπε. «Πρέπει να τον δουν!»
«Ποιοι;»
«Ο λαός σου!» φώναξε ο Όλιβερ και, βάζοντας όλη του τη δύναμη, έσπρωξε τον Μόρκνεϊ έξω από τις επάλξεις. Η θηλιά γλίστρησε από τους ώμους του δούκα και σφίχτηκε στον λαιμό του, το κοκαλιάρικο, γυμνό του σώμα έπεσε προς τα κάτω σταματώντας με ένα απότομο τράνταγμα πάνω στον τοίχο του πύργου, τριάντα μέτρα ύψος από το έδαφος.
Οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι του Μόντφορτ που ζούσαν τόσα χρόνια κάτω από την τυραννία του Μόρκνεϊ, τον γνώρισαν.
Τον γνώρισαν αμέσως.
Το νικηφόρο πλήθος ξεχύθηκε από τον ναό, από τη βόρεια έξοδο, εξαπλώνοντας την εξέγερση στους δρόμους, παρασύροντας με το μέρος του και πολλούς θεατές.
«Τι κάναμε;» ρώτησε σαστισμένος ο Λούθιεν κοιτάζοντας την άγρια μάχη που είχε αρχίσει από κάτω.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους. «Ποιος ξέρει; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η λεία, χωρίς αμφιβολία, θα γίνει καλύτερη τώρα που βγήκε από τη μέση ο κοκαλιάρης δούκας», απάντησε, πάντα ρεαλιστής και καιροσκόπος.
Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του. Αναρωτιόταν για άλλη μια φορά τι είχε κάνει και πώς είχαν καταλήξει εδώ τα πράγματα.
«Λούθιεν;» άκουσε από την άλλη άκρη του πύργου και, γυρίζοντας, είδε τη Σιόμπαν να ακουμπάει εξουθενωμένη στις επάλξεις, με τον γκρίζο χιτώνα της κουρελιασμένο.
Αλλά χαμογελαστή.