Οι δυο φίλοι πέρασαν τις επόμενες μέρες μέσα ή κοντά στο σπίτι, κάνοντας κυρίως μικρές εξόδους στο Ντουέλφ για να ακούσουν τα σχόλια για τη μυστηριώδη Πορφυρή Σκιά. Η τελευταία τολμηρή επιχείρηση, στην οποία λεηλατήθηκαν δύο μαγαζιά και σκοτώθηκαν αρκετοί Κυκλωπιανοί φρουροί, στην παγίδα που προφανώς είχαν στήσει πολλοί έμποροι μαζί, είχε ανάψει τις συζητήσεις. Έτσι ο Όλιβερ το θεώρησε συνετό να περιορίσουν τη δράση τους για ένα διάστημα, γνώμη με την οποία ο Λούθιεν φυσικά συμφώνησε αμέσως.
Ο Όλιβερ περνούσε την αυτοεπιβεβλημένη καραντίνα με καλή διάθεση θεωρώντας τη μια ευκαιρία για ξεκούραση, ενώ παράλληλα είχε ενθουσιαστεί επειδή ήταν κι αυτός μέρος ενός θρύλου που συνεχώς μεγάλωνε. Ο Λούθιεν όμως ξόδευε τις ώρες του σκυθρωπός και αμίλητος σε μια πολυθρόνα. Στην αρχή ο Όλιβερ νόμισε ότι τον ανησυχεί όλη αυτή η προσοχή του κόσμου ή ότι απλώς υποφέρει από ανία, μετά όμως άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο πόνος του φίλου του ήταν πόνος της καρδιάς.
«Μη μου πεις ότι τη σκέφτεσαι ακόμη», είπε ο Όλιβερ μια μέρα με ήλιο, κάτι που είχε αρχίσει να σπανίζει τελευταία. Ο χάφλινγκ είχε αφήσει μισάνοιχτη την πόρτα για να μπει ο ζεστός, σεπτεμβριάτικος αέρας στο σκοτεινό διαμέρισμα.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε αμίλητος, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ο Όλιβερ δεν είχε ξεγελαστεί από το συνοφρυωμένο και ενοχλημένο ύφος του.
Γύρισε αμέσως αλλού και αυτή η αντίδραση τα έλεγε όλα.
«Τραγικό! Τραγικό!» είπε ο Όλιβερ. Έπεσε σε μια πολυθρόνα με μια δραματική χειρονομία. «Αυτό το πράγμα είναι πάντα τραγικό!» Η κίνησή του μετατόπισε την πολυθρόνα, η οποία χτύπησε σ’ ένα βάθρο, και ο Όλιβερ μόλις που πρόλαβε να πιάσει το αγαλματάκι του πολεμιστή χάφλινγκ πριν πέσει κάτω.
«Για τι πράγμα μιλάς;» ρώτησε ο Λούθιεν, που δεν είχε διάθεση για παιχνίδια αινιγμάτων.
«Μιλάω για σένα, ανόητε», απάντησε ο Όλιβερ. Σώπασε για μερικές στιγμές, ενώ ξεσκόνιζε το βάθρο και έβαζε το αγαλματάκι στη θέση του. Μετά, όταν είδε ότι ο Λούθιεν δεν είχε σκοπό να μιλήσει, γύρισε και τον κοίταξε σοβαρός.
»Αναζητάς το νόημα της ζωής», δήλωσε ο Όλιβερ, καθώς ο Λούθιεν τον κοίταζε με αμφιβολία. «Και το τραγικό είναι ότι επέλεξες να το βρεις στη μορφή μιας γυναίκας.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε άγρια. Θέλοντας να απαντήσει, πήγε να σηκωθεί από την πολυθρόνα, αλλά ο Όλιβερ τον σταμάτησε με μια νωχελική κίνηση του χεριού.
»Μην το αρνείσαι», είπε. «Την έχω δει πολλές φορές αυτή την κατάσταση. Στη Γασκόνη τη λέμε “ιπποτικό έρωτα”».
Ο Λούθιεν κάθισε πάλι. «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες», δήλωσε, τονίζοντας τα λόγια του με το ν’ αποστρέψει το βλέμμα του από τον φίλο του και να κοιτάξει προς τη μισάνοιχτη πόρτα.
«Ιπποτικός έρωτας!», επανέλαβε κατηγορηματικά ο Όλιβερ. «Είδες αυτή την καλλονή και την ερωτεύτηκες. Τώρα είσαι θυμωμένος επειδή δεν ξαναπήγαμε στην αγορά, κι επειδή δεν είχες την ευκαιρία να δεις πάλι την ομορφιά της.
Ο Λούθιεν δάγκωσε το χείλι του, αλλά δεν είχε τη δύναμη να αρνηθεί τα λόγια του.
»Είναι η βασίλισσα της καρδιάς σου, θα πολεμήσεις για χάρη της, θα επιδιώξεις οποιονδήποτε σκοπό στο όνομά της, θα πετάξεις τον μανδύα σου πάνω στις λάσπες για να περάσει χωρίς να λερωθεί, θα βάλεις το στήθος σου μπροστά για να δεχθείς εσύ ένα βέλος που προορίζεται γι’ αυτή…».
«…Θα βάλω το χέρι μου στο μούτρο σου», συμπλήρωσε ο Λούθιεν σοβαρός.
«…Και φυσικά ντρέπεσαι», συνέχισε ο Όλιβερ χωρίς να ανησυχεί καθόλου από τις απειλές, «γιατί ξέρεις πόσο ηλίθια ακούγονται όλα αυτά». Ο Λούθιεν τον κοίταξε στα ίσια με ένα καθαρά απειλητικό ύφος, αλλά και πάλι ο Όλιβερ δεν πτοήθηκε. «Δεν την ξέρεις καν αυτήν τη γυναίκα, αυτήν τη μισοξωτική. Είναι όμορφη, δεν το αρνούμαι αυτό, αλλά έχεις φτάσει στο σημείο να πιστεύεις ότι διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που θα ήθελες να έχει μια γυναίκα, τη στιγμή που το μόνο το οποίο γνωρίζεις πραγματικά γι’ αυτή, είναι η εμφάνισή της».
Ο Λούθιεν κατάφερε να γελάσει. Ήξερε ότι ο φίλος του έχει δίκιο — από την άποψη της λογικής τουλάχιστον. Ναι, η συμπεριφορά του ήταν γελοία. Αλλά δεν μπορούσε ν’ απαρνηθεί τα συναισθήματα που ένιωθε. Είχε δει την πρασινομάτα μισοξωτική για ένα λεπτό ίσως, και όμως αυτή η εικόνα τον ακολουθούσε συνεχώς από τότε, στο ξύπνιο του και στα όνειρά του. Τώρα βέβαια που το συζητούσαν ανοιχτά στο φως της μέρας, η μονομανία του ακουγόταν παράλογη και γελοία.
«Φαίνεται να έχεις πολλές γνώσεις γι’ αυτό το θέμα», είπε ο Λούθιεν με έναν σαρκαστικό τόνο, πράγμα που έκανε τον Όλιβερ να χαμογελάσει μελαγχολικά. «Προσωπικές γνώσεις», πρόσθεσε το παλληκάρι.
«Ίσως», ήταν το μόνο που είπε ο Όλιβερ.
Δεν έδωσαν συνέχεια στη συζήτηση. Ο Λούθιεν συνέχισε να κάθεται αμίλητος στην πολυθρόνα του, ενώ ο Όλιβερ άρχισε να τακτοποιεί τα λάφυρα μέσα στο δωμάτιο, αλλάζοντάς τους θέσεις. Ο Λούθιεν δεν το πρόσεξε, αλλά πολλές φορές εκείνο το πρωί η έκφραση του Όλιβερ φωτιζόταν ξαφνικά, σαν να του είχε έλθει κάποια όμορφη ανάμνηση, ενώ λίγο αργότερα έκανε μια γκριμάτσα οδύνης σαν να είχε θυμηθεί κάτι, ίσως όχι τόσο ευχάριστο.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Όλιβερ πέταξε το χειμωνιάτικο παλτό του πάνω στο πόδια του Λούθιεν. «Πάει, καταστράφηκε!» είπε, σηκώνοντας ένα μανίκι και δείχνοντας στον Λούθιεν ένα σκίσιμο στο ύφασμα.
Ο Λούθιεν το κοίταξε προσεχτικά. Είχε γίνει από κάτι πολύ μυτερό, όπως το μεν-γκος του Όλιβερ για παράδειγμα. Ο καιρός ήταν πολύ ζεστός τις τελευταίες μέρες, ακόμη και μετά τη δύση του ήλιου, και από ό,τι θυμόταν ο Λούθιεν, ο φίλος του δεν είχε φορέσει ακόμα αυτό το παλτό. Πολύ παράξενο που τώρα ήταν σκισμένο και ακόμη πιο παράξενο που ο Όλιβερ ανακάλυψε το σκίσιμο σήμερα που είχε λιακάδα και ζέστη.
«Θα το πετάξω σ’ αυτά τα παλιόπαιδα», είπε σχεδόν γρυλίζοντας ο Όλιβερ με τα χέρια στη μέση. Ο Λούθιεν δεν τον είχε δει ποτέ του τόσο μουτρωμένο. «Φυσικά αυτός ο ζεστός καιρός δεν θα κρατήσει πολύ. Πάμε!» είπε, παίρνοντας έναν ελαφρύ μανδύα και πηγαίνοντας στην πόρτα. «Πάμε στην αγορά να αγοράσω άλλο».
Δεν χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά στον Λούθιεν.
Πέρασαν τη μέρα τους στην κατάμεστη αγορά, με τον Όλιβερ να κοιτάζει τα εμπορεύματα και τον Λούθιεν, όπως ήταν φυσικό, να κοιτάζει τον κόσμο. Όμως, η γυναίκα που του είχε κλέψει την καρδιά δεν φαινόταν πουθενά.
«Δεν βρήκα τίποτα που να αξίζει», ανακοίνωσε τελικά ο Όλιβερ. «Υπάρχει όμως ένας έμπορος που θα έχει μεγαλύτερη διάθεση για παζάρια αύριο. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
Η απογοήτευση του Λούθιεν χάθηκε και, καθώς έφευγαν από την αγορά, κοίταζε τον φίλο του με πραγματική εκτίμηση. Ήξερε ότι όλ’ αυτά τα έκανε ο Όλιβερ, επειδή τον καταλαβαίνει και προσπαθεί να τον βοηθήσει. Θυμήθηκε τη διάλεξη του Όλιβερ περί “ιπποτικού έρωτα”. Αν είχε ακόμα κάποιες αμφιβολίες ότι στηριζόταν σε προσωπική εμπειρία, διαλύθηκαν από τη συμπεριφορά του φίλου του.
Την επόμενη μέρα επανέλαβαν την ίδια διαδικασία, κάνοντας διάλειμμα για μεσημεριανό σε έναν από τους πολλούς πάγκους όπου πουλούσαν φαγητά. Ο Όλιβερ είχε ανοίξει μια μονόπλευρη συζήτηση, μιλώντας κυρίως για τα ελαττώματα των εμπόρων. Πλησίαζε πια ο χειμώνας, γι’ αυτό, παρά τα παζάρια του, οι έμποροι αρνούνταν να κατεβάσουν τις τιμές των χειμωνιάτικων παλτών.
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να καταλάβει ο Όλιβερ ότι ο φίλος του δεν άκουγε, ούτε έτρωγε το παξιμάδι που κρατούσε στο χέρι του. Τον κοίταξε απορημένος, αλλά μετά κατάλαβε, πριν ακόμη ακολουθήσει το επίμονο βλέμμα του. Γύρισε και είδε τη μισοξωτική σκλάβα με τον έμπορο αφέντη της και την ακολουθία του.
Ο Όλιβερ έκανε έναν μορφασμό πόνου καθώς είδε τη γυναίκα να κοιτάζει κάτω από τα ξανθά μαλλιά της και να ανταποδίδει το επίμονο βλέμμα του Λούθιεν, χαμογελώντας μάλιστα ντροπαλά. Ο έμπειρος Όλιβερ κατάλαβε τις συνέπειες αυτής της αντίδρασης και τις δοκιμασίες που, μάλλον, θα ακολουθούσαν γρήγορα.
Και έκανε έναν δεύτερο μορφασμό πόνου όταν ο έμπορος είδε ότι η σκλάβα του είχε τολμήσει να σηκώσει το βλέμμα της χωρίς την άδειά του και, πλησιάζοντας, τη χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Ο Όλιβερ άρπαξε τον Λούθιεν πριν εκείνος προλάβει καν να σηκωθεί, αραδιάζοντάς του ένα σωρό λόγους περί του γιατί θα ήταν ανοησία να ορμήσει στον έμπορο εκείνη τη στιγμή. Ευτυχώς, υπήρχαν τριγύρω αρκετά άτομα που τους ήξεραν από το Ντουέλφ και ήλθαν γρήγορα να βοηθήσουν, καταλαβαίνοντας ότι μπορεί να δημιουργούνταν προβλήματα.
Ο μαινόμενος Λούθιεν δεν ηρέμησε παρά μόνο όταν πλησίασε μια περίπολος Πραιτωριανών για να δει τι συμβαίνει.
«Δεν είναι τίποτα», είπε ο Όλιβερ στους καχύποπτους Κυκλωπιανούς. «Ο φίλος μου από δω βρήκε μια κατσαρίδα στο παξιμάδι του η οποία, όμως, έφυγε τώρα, και έτσι κι αλλιώς οι κατσαρίδες δεν τρώνε πολύ».
Οι Πραιτωριανοί απομακρύνθηκαν αργά, κοιτάζοντας κάθε τόσο φιλύποπτα πίσω τους.
Όταν χάθηκαν, αφού ο Λούθιεν ελευθερώθηκε από τα πολλά χέρια που τον κρατούσαν, σηκώθηκε όρθιος — για να δει ότι ο έμπορος με τη συνοδεία του είχαν απομακρυνθεί.
Ο Όλιβερ υποχρεώθηκε να ζητήσει τη βοήθεια των φίλων του για να “πείσουν” τον Λούθιεν —κυρίως σέρνοντάς τον— να επιστρέψουν στο διαμέρισμα. Όμως, όταν έφυγαν οι άλλοι, ο Λούθιεν άρχισε να βηματίζει σαν λιοντάρι στο κλουβί κλοτσώντας καρέκλες και χτυπώντας τις γροθιές του στον τοίχο.
«Πραγματικά, περίμενα να είσαι πολύ πιο λογικός», είπε ο Όλιβερ. Είχε σταθεί μπροστά στη στήλη για να προστατέψει το αγαπημένο του αγαλματάκι του πολεμιστή χάφλινγκ από την καταστροφική μανία του φίλου του.
Ο Λούθιεν ήρθε με δυο δρασκελιές και στάθηκε μπροστά του. «Μάθε ποιος είναι!» είπε.
«Ποιος;» ρώτησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν άπλωσε αστραπιαία το χέρι, άρπαξε το αγαλματάκι και το σήκωσε ψηλά σαν να ετοιμαζόταν να το πετάξει στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο Όλιβερ τον κοίταξε έντρομος, μα ο Λούθιεν τώρα ήταν σίγουρος ότι δεν θα του έπαιζε άλλα παιχνίδια κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει.
«Μάθε ποιος είναι και πού μένει», είπε ήρεμα πια ο Λούθιεν.
»Αυτό δεν θα ήταν καθόλου έξυπνο», απάντησε ο Όλιβερ, απλώνοντας διστακτικά τα χέρια για να πάρει το αγαλματάκι. Όμως, ο Λούθιεν σήκωσε το χέρι του πιο ψηλά, έτσι που ο Όλιβερ δεν μπορούσε πια να το φτάσει.
»Μπορεί να είναι παγίδα», επέμεινε ο Όλιβερ προσπαθώντας να τον λογικέψει. «Είδες ότι πολλοί έμποροι θέλουν να μας πιάσουν. Μπορεί να υποψιάζονται ότι είσαι η Πορφυρή Σκιά, βρήκαν λοιπόν το τέλειο δόλωμα».
«Δόλωμα σαν αυτό;» ρώτησε ο Λούθιεν δείχνοντας το αγαλματάκι.
«Ακριβώς», είπε ικανοποιημένος ο Όλιβερ, αλλά αμέσως μετά το χαμογελαστό του πρόσωπο σκυθρώπιασε όταν κατάλαβε τι εννοούσε ο Λούθιεν: ο Όλιβερ, παρά τον κίνδυνο, είχε κλέψει εκείνο το δόλωμα από το αγκίστρι.
Ο χάφλινγκ σήκωσε τα χέρια του νικημένος. «Ερωτευμένοι!» μουρμούρισε, καθώς έβγαινε από το διαμέρισμα βροντώντας επιδεικτικά την πόρτα πίσω του. Αλλά ήταν ρομαντικός τύπος και μέχρι να ανεβεί τη σκάλα για να βγει στον δρόμο, χαμογελούσε ξανά.