Ο Λούθιεν είχε ζήσει όλη του τη ζωή δίπλα στους ωκεανούς με τις μεγάλες φάλαινες, είχε δει τα σώματα γιγάντων που είχαν σκοτώσει οι στρατιώτες του πατέρα του στα βουνά, και πριν από λίγο, στον άλλο θάλαμο της σπηλιάς, κινδύνεψε να φαγωθεί από εκείνη την τερατώδη χελώνα. Είχε ακούσει κι αυτός, όπως και όλοι οι νέοι στο Εριαντόρ και το Άβον, πολλές ιστορίες για δράκοντες και για γενναίους άντρες που τους σκότωσαν. Όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να έχει προετοιμάσει τον νεαρό Μπέντγουιρ για αυτό το θέαμα.
Ο μεγάλος δράκος ξετυλίχτηκε αργά —πόσο μήκος είχε, τριάντα μέτρα;— και σηκώθηκε στα μπροστινά του πόδια πυργωνόμενος πάνω από τον κακόμοιρο Όλιβερ. Τα κιτρινοπράσινα μάτια του έλαμπαν σαν φάροι, φλογισμένα από μια εσωτερική φωτιά, ενώ τα λέπια του φαίνοταν σκληρά σαν σίδερο, με κοκκινόχρυση απόχρωση και ήταν διάστικτα με πολλά νομίσματα και πετράδια, που πρέπει να είχαν σφηνωθεί εκεί όσο διαρκούσε ο μακροχρόνιος ύπνος του. Πόσα όπλα έχει αυτό το τέρας; αναρωτήθηκε με δέος ο Λούθιεν. Τα νύχια του έμοιαζαν ικανά να τσακίσουν πέτρα, τα πολλά δόντια του ήταν μακριά όσο το ξίφος του Λούθιεν και γυάλιζαν σαν ελεφαντόδοντο, και τα κέρατά του θα μπορούσαν να διαπεράσουν τρεις άντρες στη σειρά. Ο Λούθιεν είχε ακούσει ιστορίες για τη φλογερή ανάσα των δρακόντων. Κατάλαβε τώρα τι είχε λιώσει το μετάλλευμα στα τοιχώματα της σπηλιάς, στο σημείο όπου τους έβγαλε το φωτεινό τούνελ, και κατάλαβε επίσης ότι τους σταλαγμίτες δεν τους είχε σπάσει η χελώνα. Ο δράκος βρισκόταν ήδη μέσα στη σπηλιά όταν τη σφράγισαν πριν από τετρακόσια χρόνια, και είχε εκτονώσει πάνω στα τοιχώματα τη μανία του επειδή τον φυλάκισαν.
Και τώρα υψωνόταν μπροστά στον δύστυχο Όλιβερ βράζοντας από οργή.
«Οι τσέπες σου φουσκώνουν από τα πετράδια μου, μικρέ κλέφτη!» βρυχήθηκε το τέρας και η δύναμη της ανάσας του έσπρωξε απότομα το καπέλο του Όλιβερ στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.
Ο Όλιβερ έφερε ασυναίσθητα τα χέρια στις τσέπες του. Είχε κρατήσει αρκετά την ψυχραιμία του ώστε να παραμερίσει από τις στάχτες και να απομακρυνθεί έτσι από το μοναδικό σημείο του θαλάμου που ήταν σχετικά άδειο από θησαυρούς.
Ο Λούθιεν κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, κατάπληκτος που αυτό το ερπετοειδές τέρας είχε μιλήσει. Φυσικά οι δράκοντες στους αρχαίους θρύλους μιλούσαν στους ήρωες, αλλά ο Λούθιεν πίστευε ότι αυτό ήταν απλώς μια υπερβολή των αφηγητών. Το να ακούς ένα τέτοιο τέρας, μια γιγάντια φτερωτή σαύρα να μιλάει τη γλώσσα της χώρας, ήταν ίσως το πιο παράξενο απ’ όλα.
«Λοιπόν;» συνέχισε ο δράκος κοιτάζοντας ακόμη μόνο τον Όλιβερ, σαν να μην είχε προσέξει καν τον Λούθιεν. «Δεν θα εκλιπαρήσεις τον κραταιό Βαλτάσαρ να σου χαρίσει την αξιολύπητη ζωή σου;»
«Το μόνο που θέλω είναι να κοιτάξω αυτό το μεγαλείο μπροστά μου», απάντησε ξαφνικά ο Όλιβερ. «Ήρθα πιστεύοντας ότι θα βρω έναν θησαυρό, και αυτός είναι πραγματικά εκπληκτικός.
Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Ήταν απίστευτο που ο Όλιβερ είχε το θράσος να αναφερθεί στον θησαυρό τη στιγμή που είχε, προφανώς, ένα μέρος του στις τσέπες του, και ακόμη πιο απίστευτο που ο φίλος του είχε καταφέρει να ξαναβρει τη φωνή του μπροστά στον δράκο!
»Αλλά δεν ήταν η προοπτική ανακάλυψης του θησαυρού σου που με έφερε εδώ, πανίσχυρε Βαλτάσαρ», συνέχισε ο Όλιβερ προσπαθώντας να δείχνει ήρεμος. «Ήρθα φυσικά για να σε δω. Για να απολαύσουν τα μάτια μου το μεγαλείο των θρύλων. Κοιμόσουν αρκετούς αιώνες — δεν υπάρχουν πια πολλοί δράκοι στους καιρούς μας».
«Αν υπήρχαν πιο πολλοί δράκοι, θα υπήρχαν λιγότεροι κλέφτες!» απάντησε ο δράκος και ο Λούθιεν πρόσεξε ότι η φωνή του ήταν πιο ήρεμη αυτήν τη φορά. Φαίνεται ότι οι φιλοφρονήσεις του Όλιβερ τον είχαν αγγίξει, κάπως. Ο Λούθιεν είχε ακούσει για τη ματαιοδοξία των δρακόντων — και σύμφωνα με τους θρύλους, όσο μεγαλύτερος ο δράκοντας τόσο μεγαλύτερη η έπαρσή του.
«Δεν μπορώ παρά να δεχτώ αδιαμαρτύρητα αυτό τον χαρακτηρισμό σου», είπε ο Όλιβερ αρχίζοντας να αδειάζει τις τσέπες του. Νομίσματα και πετράδια έπεφταν αναπηδώντας στο έδαφος μπροστά του. «Δεν ήξερα όμως αν υπάρχεις ακόμη. Βρήκα μόνο μια χελώνα στη λίμνη, όχι μακριά από εδώ. Δεν ήταν πολύ σπουδαίο θηρίο, αλλά δεν είχα δει ποτέ μου δράκοντα και σκέφτηκα ότι μπορεί να ήσουν εσύ.
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα, όπως και του δράκοντα άλλωστε, και ο νεαρός νόμισε ότι το τέρας θα απλώσει το φιδίσιο λαιμό του για να καταπιεί τον Όλιβερ ολόκληρο.
»Μπορείς να φανταστείς τη μεγάλη μου απογοήτευση», συνέχισε ο Όλιβερ πριν κινηθεί ο δράκος. «Είχα ακούσει τόσα πολλά για τον Βαλτάσαρ, αν όμως ήσουν εκείνη η χελώνα, δεν νομίζω ότι θα σου άξιζε ένας τέτοιος θησαυρός. Τώρα βλέπω το λάθος μου, φυσικά». Ο χάφλινγκ έβαλε το χέρι του βαθιά σε μια τσέπη, έβγαλε ένα μεγάλο πετράδι σαν να ήθελε να τονίσει τα λόγια του και το πέταξε ήρεμα στον κοντινότερο σωρό των θησαυρών.
Το κεφάλι του Βαλτάσαρ ταλαντευόταν αργά μπρος-πίσω, σαν να μην ήξερε πώς να αντιδράσει. Σταμάτησε ξαφνικά την κίνησή του και μύρισε τον αέρα, προφανώς πιάνοντας μια ακόμα ανθρώπινη οσμή.
»Δεν θέλω να διαταράξω τον ύπνο σου, ούτε να πειράξω τον θησαυρό σου», είπε γρήγορα ο Όλιβερ έχοντας χάσει λίγο τη φαινομενική του ηρεμία. «Ήλθα μόνο για να σε δω, για να αντικρίσω το μεγαλείο ενός πραγματικού δράκοντα μια φορά στη ζωή μου…»
«Ψεύτη!» βροντοφώναξε ο Βαλτάσαρ, και ο Λούθιεν αισθάνθηκε να τον πονούν τα αυτιά του από τη δύναμη της φωνής του δράκου. «Ψεύτη και κλέφτη!»
«Αν με κάψεις, θα καταστρέψεις και κάμποσον χρυσό!» φώναξε ο Όλιβερ, πηδώντας μπροστά στον σωρό των νομισμάτων. «Αξίζω ένα τέτοιο τίμημα;»
Αλλά ο Βαλτάσαρ δεν έδειχνε να ανησυχεί πολύ για τον θησαυρό του. Ο Λούθιεν είχε την εντύπωση ότι το τέρας χαμογελούσε. Έστρεψε το κεφάλι του για να ευθυγραμμίσει τα τεράστια σαγόνια του με τον Όλιβερ και καμπούριασε τους θωρακισμένους ώμους του μαζεύοντας λίγο τον λαιμό του.
Μετά ο δράκος ίσιωσε το σώμα του και μύρισε πάλι τον αέρα. Το μεγάλο κεφάλι του γύρισε γρήγορα, τόσο απότομα ώστε ο Λούθιεν αισθάνθηκε να του κόβονται τα γόνατα, και κοίταξε προς τον νεαρό Μπέντγουιρ με τα φωτεινά του μάτια.
Ο Λούθιεν είχε μείνει εντελώς ακίνητος, παγωμένος από τον βαθύτερο τρόμο που είχε γνωρίσει ποτέ του. Αυτό, λοιπόν, ήταν το θρυλικό βλέμμα του δράκοντα καί τούτος ήταν ο καθηλωτικός φόβος που έλεγαν ότι κυριεύει όποιον κοίταζουν τα μάτια του θηρίου. Ο Λούθιεν είχε ακούσει σχετικά, αλλά δεν είχε φανταστεί ποτέ την έντασή του.
Τώρα όμως γνώριζε από πρώτο χέρι αυτό τον φόβο σε όλη του την έκταση. Το μυαλό του φώναζε να πετάξει τα όπλα του και να το βάλει στα πόδια και ήθελε πραγματικά να το κάνει, αλλά είχε μαρμαρώσει, δεν μπορούσε να κινηθεί.
Ο δράκοντας γύρισε πάλι προς τον Όλιβερ, που κοίταζε απορημένος προς την κατεύθυνση του Λούθιεν.
«Ποιός είναι μαζί σου;» ρώτησε ο δράκος.
«Κανείς», απάντησε με σιγουριά ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούν. Αφού τον είχαν κοιτάξει και οι δύο!
«Ψεύτη!» γρύλισε ο Βαλτάσαρ.
«Το είπες ήδη αυτό», απάντησε ο Όλιβερ. «Και τώρα τι θα κάνουμε; Σου έδωσα πίσω τον θησαυρό σου και είδα το μεγαλείο σου. Θα με φας, ή θα με αφήσεις να φύγω για να μπορέσω να πω στον κόσμο τι εκπληκτικός και μεγαλόπρεπος δράκος είσαι;
Ο δράκοντας τραβήχτηκε λίγο πίσω δείχνοντας αρκετά μπερδεμένος.
»Δεν σε έχουν δει εδώ και τετρακόσια χρόνια», εξήγησε ο Όλιβερ. «Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι οι ιστορίες για τον Βαλτάσαρ λιγοστεύουν. Φυσικά, αν έφευγα από εδώ θα μπορούσα να ανανεώσω τους θρύλους.
Πανούργε Όλιβερ! σκέφτηκε ο Λούθιεν και ο θαυμασμός του για τον χάφλινγκ εκατονταπλασιάστηκε εκείνη τη στιγμή. Το γεγονός και μόνο ότι ο Όλιβερ μπορούσε να μιλήσει κάτω από αυτό το τρομερό βλέμμα εντυπψσίασε τον νέο, που αισθανόταν ακόμη το στόμα του στεγνό από τον φόβο.
Ο δράκος έβγαλε ένα αργόσυρτο γρύλισμα, παίρνοντας μια δυνατή εισπνοή που ίσιωσε το καπέλο στο κεφάλι του Όλιβερ.
»Α, α», είπε ο Όλιβερ κουνώντας δεξιά-αριστερά το δάχτυλο στον δράκοντα. «Μη φυσήξεις φωτιά γιατί θα καταστρέψεις ένα ολόκληρο πλήθος από χρυσά και ασημένια νομίσματα!»
Ήταν απίστευτο, αλλά ο Όλιβερ φαινόταν να έχει την κατάσταση υπό έλεγχο. Ο Λούθιεν πήρε κουράγιο απ’ αυτό το γεγονός και διαπίστωσε ότι μπορούσε να κινήσει πάλι τα μέλη του.
Όμως τα φαινόμενα μπορεί και να απατούν όταν έχεις να κάνεις με δράκοντες. Ο Βαλτάσαρ ζύγιαζε προσεκτικά την κατάσταση, σκεφτόταν σοβαρά την πρόταση του χάφλινγκ να τον αφήσει να φύγει για να διαδώσει και πάλι τον θρύλο του Βαλτάσαρ. Αυτές οι ιστορίες, αναμφίβολα, θα ενέπνεαν κι άλλους να έλθουν στη φωλιά του, επίδοξους ήρωες και κυνηγούς θησαυρών. Ο δράκος αναρωτήθηκε μήπως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να ξεφύγει επιτέλους από τούτη τη φυλακή, να είναι πάλι ελεύθερος να πετάει παντού και να καταβροχθίζει ολόκληρα χωριά ανθρώπων.
Τελικά όμως ο τεμπέλης Βαλτάσαρ αποφάσισε ότι δεν ήθελε να ξυπνά κάθε τόσο για να αντιμετωπίζει επίδοξους ήρωες. Στο μεταξύ, βέβαια, είχε ήδη αποφασίσει ότι αυτός ο κομψευόμενος χάφλινγκ ήταν κλέφτης και ψεύτης.
Το κεφάλι του δράκου τινάχτηκε μπροστά με τρομερή ταχύτητα και ο Λούθιεν ξεφώνισε, σίγουρος ότι το τέρας θα έτρωγε τον Όλιβερ. Σήκωσε αμέσως το τόξο περνώντας στη χορδή το παράξενο βέλος και υψώνοντας το για να σημαδέψει.
Ο Όλιβερ, που είχε μελετήσει πολεμικές τέχνες στις καλύτερες σχολές της Γασκόνης, ανάμεσά τους και τακτικές ενάντια σε τέτοια θρυλικά τέρατα, δεν αιφνιδιάστηκε. Έκανε βουτιά προς τα εμπρός καθώς κατέβαινε το κεφάλι του δράκοντα, τραβώντας το ξίφος του τη στιγμή που κυλούσε στο έδαφος. Όταν με ένα πήδημα ξαναβρέθηκε όρθιος, έκανε μια προσπάθεια να καρφώσει τον δράκοντα, αλλά αναστέναξε μοιρολατρικά όταν η λεπτή λεπίδα του λύγισε διπλώνοντας σχεδόν στα δυό, χωρίς να καταφέρει να διαπεράσει τη θωράκιση του δράκου.
Ο Βαλτάσαρ υψώθηκε από πάνω του πλαταγίζοντας τη μεγάλη ουρά του και χτυπώντας τα φτερά του τόσο δυνατά, ώστε ο αέρας έκοψε την προσπάθεια του Όλιβερ να προχωρήσει. Με τον μοβ μανδύα να ανεμίζει πίσω του, μισόκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τον άνεμο αρπάζοντας συγχρόνως με το ελεύθερο χέρι το καπέλο του για να μην του φύγει.
Αυτό θα ήταν το τέλος του Όλιβερ ντε Μπάροους, θα κατέληγε μέσα στις επόμενες στιγμές στο στόμα του δράκοντα, αλλά ο Λούθιεν βρήκε την ευκαιρία τότε να εκτοξεύσει το παράξενο βέλος, με την ελπίδα και την προσευχή να έχει κάποιες ξεχωριστές ιδιότητες.
Το βέλος διέγραψε μια καμπύλη κατευθυνόμενο προς τον δράκοντα, μα άλλαξε ξαφνικά πορεία λόγω του τρομερού ανέμου και για μια στιγμή φάνηκε ότι απλώς θα πέσει στο έδαφος. Δεν έφτασε όμως ποτέ κάτω, γιατί ξαφνικά έσκασε στον αέρα.
Ρουκέτες εκτοξεύτηκαν στριγγλίζοντας και χείμαρροι από πολύχρωμες σπίθες γέμισαν τον θάλαμο. Πύρινες, φωτεινές σφαίρες τινάχτηκαν στον αέρα διαγράφοντας κυκλικές τροχιές, και μία πήγε κατευθείαν προς το κεφάλι του Βαλτάσαρ που αναγκάστηκε να παραμερίσει για να την αποφύγει. Μια κόκκινη φωτοβολίδα εκτινάχθηκε κατακόρυφα προς τα πάνω κι έσκασε με τρομερή έκρηξη που τράνταξε τον θάλαμο, κάνοντας τα νομίσματα και τα πετράδια να κουδουνίσουν και τον Λούθιεν να χάσει σχεδόν την ισορροπία του.
Ένα μουγκρητό διαμαρτυρίας του Βαλτάσαρ ενώθηκε με τα σφυρίγματα, τους κρότους των εκρήξεων και τις αντηχήσεις που δημιουργήθηκαν μέσα στη σπηλιά.
Ο Όλιβερ είχε την ψυχραιμία να το βάλει στα πόδια κάτω από αυτή την κάλυψη και την ετοιμότητα να σκύψει για να μαζέψει το μαγικό ραβδί του Μπριντ’Αμούρ καθώς περνούσε δίπλα του. Έτρεξε κατευθείαν προς τον Λούθιεν και θα τον είχε προσπεράσει, αλλά ο νεαρός άπλωσε το χέρι και του άρπαξε το ραβδί, που είχε σχεδόν διπλάσιο ύψος από ότι ο χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ ξεφώνισε σαν να τον είχαν χτυπήσει, αλλά μετά τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα καθώς συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Λούθιεν. Του άφησε το μακρύ ραβδί, άρπαξε τον δαυλό και συνέχισε να τρέχει με τον Λούθιεν δίπλα του.
Ο Βαλτάσαρ μούγκρισε πάλι καθώς έβγαιναν από τον θάλαμο και εξαπέλυσε μια ριπή φωτιάς από το στόμα του.
Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ πρόλαβαν να στρίψουν έγκαιρα στη γωνία, αλλά κάποιες φλόγες τους άγγιξαν από πίσω κάνοντάς τους να τρέξουν ακόμη πιο γρήγορα. Η πέτρα στη γωνία κρότησε κι έλιωσε. Ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να γυρίσει και να δει την ξέφρενη μανία του πανίσχυρου δράκοντα. Ο Όλιβερ όμως τον τράβηξε με δύναμη, φοβούμενος ότι με την παραμικρή καθυστέρηση θα βρεθούν στη μέση της επόμενης πύρινης ριπής του Βαλτάσαρ.
Μέσα στον θάλαμο του θησαυρού συνεχίζονταν οι εκρήξεις από τις ρουκέτες, αλλά παρά τους εκκωφαντικούς κρότους οι δυο σύντροφοι άκουγαν καθαρά, επίσης, τον θόρυβο από την καταδίωξη του δράκοντα.
«Δεν μπορείτε να πάτε πουθενά κλέφτες!» βρυχήθηκε ο Βαλτάσαρ. Ο δράκοντας μπήκε στη στοά, με τα νύχια του να συντρίβουν το πέτρινο δάπεδο καθώς έτρεχε με όλη εκείνη την τεράστια μάζα του, ενώ εκτόξευε για άλλη μια φορά την πύρινη αναπνοή του.
Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ όμως είχαν διασχίσει ήδη τη στοά και βρίσκονταν στον επόμενο θάλαμο. Ο Λούθιεν σκέφτηκε να γυρίσει και να του ρίξει μερικές βολές με το τόξο, μετά όμως κατάλαβε ότι η ιδέα του ήταν βλακώδης. Τι θα έκαναν αυτά τα μικρά βέλη ενάντια σε έναν θωρακισμένο δράκοντα; Έτσι έβγαλε τον πίρο από το τόξο, το δίπλωσε και το πέρασε στην καινούρια του ζώνη, αυτή που συγκρατούσε τη μικρή φαρέτρα.
Οι σύντροφοι συνέχισαν να μεγαλώνουν την απόσταση που τους χώριζε από τον δράκοντα καθώς ο όγκος του δεν του επέτρεπε να κινηθεί γρήγορα στις στενές στοές, γρήγορα όμως έφτασαν στο βασικό εμπόδιο, τη λίμνη, που έδινε ένα τρομερό πλεονέκτημα στον Βαλτάσαρ.
Ο Λούθιεν έστριψε δεξιά προς το πέτρινο πεζούλι, αν και ήξερε ότι ήταν αδύνατο να το διατρέξουν όλο πριν φτάσει ο δράκος. Είδε ότι το σχοινί ήταν ακόμη πιασμένο στους βράχους όπου το είχε πετάξει, κι έτσι έτρεξε να το πάρει.
Με το σχοινί στο ένα χέρι και το ραβδί του Μπριντ’Αμούρ στο άλλο, ανέβηκε στον ψηλότερο βράχο που βρήκε και φώναξε στον Όλιβερ να σκαρφαλώσει στους ώμους του.
«Θα πρέπει να ανεβείς πιο ψηλά αν θέλεις να φτάσουμε απέναντι!» είπε ο χάφλινγκ. Ο Λούθιεν συμφώνησε και, κοιτάζοντας τριγύρω για να δει αν φαινόταν η χελώνα, έδωσε το ραβδί στον φίλο του. Μετά πιάστηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε από το σχοινί, λύγισε τα γόνατα κι έσφιξε τους μύες έτοιμος να πηδήσει.
Ένα μουγκρητό από τον διάδρομο πίσω τους τον έκανε να εκτιναχτεί με δύναμη. Πήδησε από τον βράχο όσο πιο ψηλά μπορούσε, σκαρφάλωσε στο σχοινί μερικές χεριές πιο ψηλά όσο ήταν ακόμη στον αέρα έτσι ώστε να πιαστεί στο ψηλότερο δυνατό σημείο και μάζεψε τα πόδια του από κάτω του, καθώς οι δύο σύντροφοι άρχισαν την ημικυκλική τροχιά τους.
Δεν είχαν φτάσει καν στη μέση της διαδρομής όταν η αντίσταση από το σχοινί που κρεμόταν πίσω τους μέσα στη λίμνη, μείωσε την ταχύτητά τους, οπότε τα πόδια του Λούθιεν βούτηξαν στο νερό. Ξέροντας τι θα επακολουθούσε, ο Λούθιεν, άρχισε να σκαρφαλώνει χεριά τη χεριά πιο ψηλά στο σχοινί για να βγει από την καυτή λίμνη, και συνέχισε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, καθώς θυμόταν πόσο μακριά έφτανε ο λαιμός της γιγάντιας χελώνας.
Το νερό τούς είχε κόψει εντελώς τη φόρα, κι έτσι οι δυο φίλοι άρχισαν να περιστρέφονται αργά καθώς ξετυλιγόταν το συνεστραμμένο σχοινί.
«Δεν μου αρέσει πολύ αυτό», είπε ο Όλιβερ.
«Δώσε μου το ραβδί», απάντησε ο Λούθιεν και ο Όλιβερ του το έδωσε ευχαρίστως, εκμεταλλευόμενος αμέσως κατόπιν το γεγονός ότι τώρα είχε ελεύθερα και τα δυο του χέρια, για να ανεβεί λίγο πιο ψηλά στους ώμους του νεαρού. Σκεφτόταν κιόλας ότι αν η χελώνα δάγκωνε τον Λούθιεν, ίσως κατόρθωνε να πηδήσει στην πλάτη της, να τρέξει πάνω της προς την απέναντι όχθη και μετά να βουτήξει στο νερό και να κολυμπήσει.
Δεν του άρεσε όμως η σκέψη να αφήσει πίσω του τον Λούθιεν, γιατί είχε συμπαθήσει ειλικρινά αυτό το γενναίο παλληκάρι.
Στο μεταξύ ο Λούθιεν τύλιξε τα πόδια του γύρω από το σχοινί, κρεμασμένος καθώς ήταν με το ελεύθερο χέρι του, και ξαφνικά άρχισε να περιστρέφεται με όλο μεγαλύτερη ταχύτητα.
«Τι κάνεις;» φώναξε ο Όλιβερ, που κόντεψε να πέσει από τους ώμους του.
«Τουλάχιστον το ραβδί θα είναι ασφαλές», απάντησε ο Λούθιεν και, καθώς γύριζαν γύρω-γύρω, χρησιμοποίησε την ορμή της περιστροφής για να πάρει φόρα και να εκτοξεύσει το ραβδί του Μπριντ’Αμούρ προς την απέναντι όχθη. Το ραβδί έκανε μερικές αναπηδήσεις στα τελευταία μέτρα πριν την όχθη, όπου και παρέμεινε να επιπλέει.
«Νόμιζα ότι θα προσπαθούσες να το χρησιμοποιήσεις αυτό το πράγμα!» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ, μα η φράση του κατέληξε σε μια στριγγλιά καθώς ακούστηκε ένα δυνατό μουγκρητό, που έδειχνε ότι ο Βαλτάσαρ είχε μπει πια στην αίθουσα.
«Πού να ξέρω εγώ πώς χρησιμοποιεί κανείς το ραβδί ενός μάγου;» απάντησε ο Λούθιεν.
«Εσύ δεν ξέρεις, ξέρω όμως εγώ», ακούστηκε μια απροσδόκητη απάντηση από την παραλία. Οι δύο σύντροφοι γύρισαν και είδαν τον Μπριντ’Αμούρ να σκύβει ήρεμα πάνω από το νερό και να σηκώνει το πολύτιμο ραβδί του. Το σχοινί συνέχισε να περιστρέφεται ώσπου, μερικές στιγμές αργότερα, οι δυο φίλοι βρέθηκαν να κοιτάζουν τον Βαλτάσαρ που έφτανε στην άλλη όχθη.
«Εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε έναν μάγο και έναν δράκοντα», είπε ο Όλιβερ. «Σήμερα δεν είναι μια από τις καλύτερες μέρες μου».
Ο Λούθιεν πιάστηκε γερά από το σχοινί και προσπάθησε να το σταθεροποιήσει κοιτάζοντας πότε τον ένα αντίπαλο, πότε τον άλλο. Ο Βαλτάσαρ έβγαλε ένα αργόσυρτο γρύλισμα όταν είδε τον μάγο, γεγονός που δεν άφησε στον Λούθιεν καμιά αμφιβολία ότι ο δράκοντας θυμόταν ακόμη καλά εκείνη τη μέρα, πριν από τετρακόσια χρόνια, όταν ο Μπριντ’Αμούρ και οι σύντροφοί του τον φυλάκισαν σφραγίζοντας τη σπηλιά.
«Στη Γασκόνη, πιστεύουμε ότι οι μάγοι είναι καλοκάγαθοι και διασκεδαστικοί τύποι», είπε ο Όλιβερ, που δεν φαινόταν και τόσο αισιόδοξος, παρά την εμφάνιση του Μπριντ’Αμούρ.
«Γύρνα πίσω στην τρύπα σου!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ στον δράκο.
«Με τα κόκαλά σου!» ήρθε η φυσική απάντηση.
Ο Μπριντ’Αμούρ ύψωσε το ραβδί μπροστά του και από την άκρη του ξεπήδησαν κροταλίζοντας κεραυνοί μαύρης ενέργειας. Ο Λούθιεν κι ο Όλιβερ ξεφώνισαν από φόβο, σίγουροι ότι ο μάγος θα τους χτυπούσε, αλλά οι κεραυνοί έκαναν ένα ημικύκλιο γύρω τους, σφυρίζοντας, για να πέσουν επάνω στον δράκο και στους βράχους που βρίσκονταν ολόγυρά του.
Ο Βαλτάσαρ έβγαλε ένα μουγκρητό διαμαρτυρίας. Βράχοι εξερράγησαν και κομμάτια της οροφής έπεσαν τυλίγοντας τον δράκο σε ένα σύννεφο από σκόνες και θάβοντάς τον κάτω από τις πέτρες.
«Στη Γασκόνη, μπορεί και να κάνουμε λάθος», παραδέχτηκε ο Όλιβερ, και οι δυο φίλοι άρχισαν να ελπίζουν ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε νικήσει.
Όμως, δεν ήξεραν ακόμα τι σημαίνει δράκος. Όταν τελείωσε η επίθεση του Μπριντ’Αμούρ και σταμάτησαν να πέφτουν πέτρες, ο Βαλτάσαρ ορθώθηκε πάλι τινάζοντας από πάνω του τα βράχια. Φαινόταν πιο θυμωμένος από κάθε άλλη φορά, ενώ δεν είχε πάθει το παραμικρό. Αν ο Λούθιεν δεν ήταν τόσο έκπληκτος, θα άφηνε το σχοινί για να πέσουν αυτός και ο Όλιβερ μέσα στη λίμνη, που θα τους προστάτευε από την πύρινη ανάσα του δράκου, το θέαμα όμως τον είχε μαρμαρώσει, γι’ αυτό δεν έκανε τίποτα όταν ο Βαλτάσαρ τέντωσε τον λαιμό του και άνοιξε το στόμα του εκτοξεύοντας μια ριπή από καυτές φλόγες.
Ο Μπριντ’Αμούρ όμως είχε ενεργοποιήσει ήδη το επόμενο ξόρκι του και, ξαφνικά, το νερό υψώθηκε ανάμεσα στους δυο συντρόφους και τον δράκο σαν ένα μεγάλο προστατευτικό τείχος.
Οι φλόγες σφύριζαν, ενώ σύννεφα ατμού υψώνονταν από τη λίμνη. Καυτές σταγόνες τινάζονταν παντού από τη δύναμη της πύρινης ανάσας του Βαλτάσαρ τσουρουφλίζοντας τον Όλιβερ και τον Λούθιεν, που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο από το να κλείσουν τα μάτια τους και να συνεχίσουν να κρατιούνται από το σχοινί.
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά, με την ατελείωτη πύρινη ανάσα του Βαλτάσαρ να σπρώχνει τις μαγικές δυνάμεις του Μπριντ’Αμούρ στα όριά τους. Όταν ο Λούθιεν τόλμησε να κοιτάξει, του φάνηκε ότι το υδάτινο τοίχος είχε αρχίσει να λεπταίνει. Ξαφνικά το νερό έπεσε πάλι στη λίμνη και ο Λούθιεν νόμισε ότι ήταν σίγουρα χαμένοι.
Είχε κοπάσει όμως και η φλογερή ανάσα του Βαλτάσαρ, τον οποίο ο Λούθιεν σχεδόν δεν μπορούσε να διακρίνει μέσα από τα πυκνά σύννεφα του ατμού. Άκουγε όμως παφλασμούς, καθώς ο δράκος είχε μπει στο νερό και προχωρούσε σταθερά.
«Τι έκανες στο σχοινί μου;» ακούστηκε να φωνάζει κατάπληκτος ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν τον κοίταξε και μετά, ακολουθώντας το εμβρόντητο βλέμμα του, στράφηκε προς την ελεύθερη άκρη του σχοινιού που βρισκόταν μες στο νερό. Τα μάτια του νεαρού άνοιξαν διάπλατα όταν είδε το απίστευτο θέαμα: ο Μπριντ’Αμούρ είχε μεταμορφώσει το ακραίο τμήμα του σχοινιού σε ζωντανό ερπετό, το οποίο τώρα κολυμπούσε προς την απέναντι όχθη πλησιάζοντας τον μάγο.
Το νερό άρχισε να κοχλάζει κάτω από τους δύο φίλους — είχαν ξεχάσει σχεδόν τη νεροχελώνα!
Το φίδι-σχοινί βγήκε στην όχθη και, ακολουθώντας τις οδηγίες του Μπριντ’Αμούρ, τυλίχτηκε γύρω από έναν βράχο τραβώντας συγχρόνως τους δυο φίλους κι απομακρύνοντάς τους από την επιφάνεια του νερού, όπου πλησίαζε ήδη η χελώνα.
Ο Όλιβερ έριξε μια ματιά πίσω του και κόντεψε να λιποθυμήσει καθώς βρέθηκε να κοιτάζει τα μοχθηρά, εξαγριωμένα μάτια του δράκοντα, που δεν ήταν πάνω από τέσσερα-πέντε μέτρα μακριά. Ο Όλιβερ προσπάθησε να μιλήσει αλλά είχε παραλύσει η γλώσσα του, γι’ αυτό άρχισε να χτυπά πανικόβλητος τον Λούθιεν στον ώμο.
«Γειά σου, κλέφτη καί ψεύτη», είπε ήρεμα ο Βαλτάσαρ. Ο Λούθιεν δεν χρειάστηκε να κοιτάξει πίσω για να καταλάβει ότι από στιγμή σε στιγμή ο δράκος θα τους έψηνε.
Ο Βαλτάσαρ τραντάχτηκε ξαφνικά ενώ συγχρόνως ακουγόταν ένας τρομερός παφλασμός. Ο Όλιβερ κοίταξε κάτω, μαζί κι ο Βαλτάσαρ — και είδαν τα σαγόνια της τεράστιας χελώνας να έχουν δαγκώσει το πόδι του δράκοντα.
Στο μεταξύ το σχοινί είχε τεντώσει και ο Λούθιεν άρχισε να κατεβαίνει αργά, μισογλιστρώντας προς την απέναντι όχθη.
Καυτό νερό τινάχτηκε πάνω στους συντρόφους καθώς τα δύο τέρατα πολεμούσαν μέσα στη λίμνη. Ο δράκος μούγκρισε εκτινάσσοντας την πύρινη ανάσα του και ένα νέο σύννεφο ατμού ενώθηκε με το πρώτο, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε μια κραυγή αγωνίας από την έκπληκτη και τραυματισμένη χελώνα. Ο Λούθιεν άφησε τελείως το σχοινί καθώς πλησίαζαν στην όχθη, οπότε κουτρουβάλησαν στο έδαφος, με τον Όλιβερ πιασμένο ακόμη σφιχτά στην πλάτη και στον λαιμό του.
«Τρέξτε!» τους είπε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο μάγος ήξερε ότι η χελώνα δεν θα άντεχε για πολύ στον αγώνα ενάντια στον Βαλτάσαρ. Έριξε μια τελευταία ματιά στη λίμνη, έστειλε άλλον ένα μαύρο κεραυνό ενέργειας κι έτρεξε πίσω από τον Λούθιεν παράγοντας ταυτόχρονα ένα μαγικό φως για να τους φωτίζει, γιατί ο Λούθιεν είχε αφήσει τον αναμμένο ακόμη δαυλό στην απέναντι όχθη.
Δεν είχαν προλάβει καλά καλά να βγουν από τη μεγάλη αίθουσα με τη λίμνη και ν’ ανέβουν στη στοά που ήταν στρωμένη με σπασμένους σταλαγμίτες, όταν άκουσαν παφλασμούς καθώς ο Βαλτάσαρ έβγαινε στην όχθη φωνάζοντας «κλέφτες!» και «ψεύτες!»
Τώρα η διαμόρφωση του εδάφους ευνοούσε τον δράκο, καθώς οι τρεις σύντροφοι ήταν υποχρεωμένοι να σκαρφαλώνουν πάνω στους τσακισμένους βράχους ή να τους παρακάμπτουν. Ο Λούθιεν είδε επιτέλους τον μικρό γαλάζιο στροβιλισμό, αλλά άκουγε επίσης ήδη τον δράκο σχεδόν πίσω τους, γι’ αυτό άρχισε να μην πιστεύει ότι θα προλάβαιναν να φτάσουν στην πύλη.
Όμως ο Μπριντ’Αμούρ, ψέλνοντας δυνατά, άρπαξε τον Λούθιεν και τον Όλιβερ από τους ώμους και, ξαφνικά, απογειώθηκαν και οι τρεις από το έδαφος για να κατευθυνθούν πετώντας με μεγάλη ταχύτητα προς τον τοίχο.
Ο Βαλτάσαρ μούγκρισε εξαπολύοντας μια ακόμα ριπή φωτιάς. Ο Όλιβερ ούρλιαξε καθώς σκέπαζε το κεφάλι του, σίγουρος ότι θα συντριβούν πάνω στην πέτρα. Το φως της πύλης μεγάλωσε σαν να περίμενε για να τους δεχτεί, και η ανάσα του δράκοντα άγγιξε την πλάτη τους την στιγμή που έμπαιναν ήδη στο φωτεινό τούνελ του μάγου.