Ρ. Α. Σαλβατόρε Η επιστροφή του μάγου

1

#####κης και ευχαριστίας. Δυο γρήγορες δρασκελιές, και βρέθηκε πάλι στη μέση μιας συμπλοκής.

Τώρα οι Κυκλωπιανοί προχωρούσαν από το νότιο άκρο της ανθρώπινης μάζας στηρίζοντας τους δικούς τους και απωθώντας τους επαναστάτες.

«Πίσω στο νότιο τριφόριο!» είπε η Σιόμπαν στους συντρόφους της. Τα ξωτικά την κοίταξαν. Αν υποχωρούσαν μέχρι εκεί, θα εγκατέλειπαν ακάλυπτο έναν πολύτιμο χώρο.

»Πίσω!» τους διέταξε η Σιόμπαν, γιατί αντιμετώπιζε με ευρύτερο πνεύμα την κατάσταση. Κάτω, σε λίγο θα έχαναν τον έλεγχο του κλιτούς και τότε οι Κυκλωπιανοί θα έστρεφαν την προσοχή τους προς τις γαλαρίες. Η μοναδική οδός διαφυγής για τη Σιόμπαν και την ομάδα της ήταν ο δρόμος από τον οποίο είχαν έλθει: το μυστικό πέρασμα που συνέδεε τον ανατολικό τοίχο με το νότιο τριφόριο. Η διαδρομή ήταν μεγάλη, και αν οι Κυκλωπιανοί τους έκοβαν την πρόσβαση προς τη μικρή στοά πάνω από τη δυτική πύλη, θα τους απομόνωναν εντελώς.

«Τρέξτε!» φώναξε η Σιόμπαν, και οι σύντροφοί της υπάκουσαν χωρίς δισταγμό, αν και μερικοί δεν είχαν καταλάβει το σκεπτικό της.

Η Σιόμπαν περίμενε στο τέρμα του βόρειου τριφόριου κοιτάζοντας προς τα πίσω τους συντρόφους της, που έφταναν τρέχοντας. Ήταν σίγουρη ότι, η ομάδα της, οι Κάτερς, θα ξέφευγαν, φοβόταν όμως ότι από τους επαναστάτες που υπεράσπιζαν τώρα την μεγάλη αίθουσα της Μητρόπολης, δεν θα έμενε ούτε ένας ζωντανός.

Τα ξωτικά πέρασαν όλα μπροστά της και άρχισαν να προχωρούν στη στοά. Η Σιόμπαν γύρισε για να τους ακολουθήσει, μετά όμως έριξε μια τελευταία ματιά πίσω, οπότε ένιωσε να την κυριεύει ένα νέο κύμα ελπίδας.

Τη στιγμή που κοίταξε, ένα μικρό τετράγωνο τμήμα στο πίσω άκρο του καθεδρικού ναού, ακριβώς κάτω από το κρυφό τούνελ από το οποίο είχε μπει η ομάδα της στη Μητρόπολη, έπεσε προς τα μέσα. Η Σιόμπαν περίμενε να θρυμματιστεί στο δάπεδο, αλλά είδε με έκπληξη ότι το κομμάτι εκείνο του τοίχου κρεμόταν από αλυσίδες, σαν κρεμαστή γέφυρα. Ένας άνδρας όρμησε μέσα στον ναό περνώντας από τη μισοανασηκωμένη πλατφόρμα, με τον πορφυρό μανδύα του να ανεμίζει πίσω του. Πήδησε στο δάπεδο και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στον βωμό του ναού. Ανέβηκε μ’ ένα πήδημα πάνω, κρατώντας ψηλά το υπέροχο ξίφος του. Η Σιόμπαν χαμογέλασε καθώς κατάλαβε ότι οι πονηροί νάνοι δεν είχαν φτιάξει μόνο τη δική τους μυστική είσοδο. Είχαν φτιάξει κι αυτήν τη μικρή κρεμαστή γέφυρα, κατά πάσα πιθανότητα με εντολή του Λούθιεν που, όπως φαίνεται, είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να έλθει μια τέτοια κρίσιμη μέρα.

Οι υπερασπιστές της Μητρόπολης συνέχισαν να πολεμούν. Οι Κυκλωπιανοί, από την άλλη μεριά, κοίταξαν πίσω τους και τους έπιασε φόβος.

Η Πορφυρή Σκιά!

«Καλέ μου Λούθιεν», ψιθύρισε η Σιόμπαν χαμογελώντας ακόμη πιο πλατιά καθώς ο σύντροφος του Λούθιεν, ο δανδής χάφλινγκ Όλιβερ ντε Μπάροους, έτρεξε πίσω του για να τον προλάβει. Ο Όλιβερ κρατούσε το πελώριο καπέλο του με το ένα χέρι και το ξίφος του με το άλλο, ενώ ο μοβ βελούδινος μανδύας φούσκωνε πίσω του. Έφτασε στον βωμό και πήδησε όσο πιο ψηλά μπορούσε, αλλά μόλις που κατάφερε να αρπαχτεί από την άκρη με τα δάχτυλα — δεν τον βοηθούσε το ύψος του, που ήταν μόλις ένα μέτρο. Κλοτσώντας και σπρώχνοντας με τα πόδια προσπάθησε απεγνωσμένα να ανεβεί δίπλα στον Λούθιεν, αλλά δεν θα τα είχε καταφέρει αν δεν τον βοηθούσε ο επόμενος σύντροφος του Λούθιεν, μια γυναίκα που ήρθε πίσω του, άρπαξε τον χάφλινγκ από το παντελόνι και τον έσπρωξε πάνω.

Το χαμόγελο της Σιόμπαν έσβησε καθώς κοίταζε τη νεοφερμένη — αν και κατά βάθος χαιρόταν που έβλεπε τον Λούθιεν μαζί με τόσο καλούς συμπολεμιστές. Η γυναίκα ήταν πολεμίστρια από το νησί του Λούθιεν, το Μπέντγουιντριν, ψηλή, δυνατή και αναμφισβήτητα όμορφη, με ανακατωμένα κόκκινα μαλλιά και μάτια εξίσου πράσινα και αστραφτερά με της ίδιας της Σιόμπαν.

«Μπράβο, Κατρίν Ο’ Χέιλ», ψιθύρισε η Σιόμπαν παραμερίζοντας για μια στιγμή τη ζήλια. Η εμφάνιση του Λούθιεν και των δύο συντρόφων του, μαζί με εκείνη των εξήντα πολεμιστών που βγήκαν από την κρεμαστή γέφυρα πίσω τους, μπορεί να έσωζε τους επαναστάτες οι οποίοι ήταν παγιδευμένοι μέσα στον ναό.

Το πέρασμα από το τούνελ του δυτικού τείχους δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τα ξωτικά. Οι φόβοι της Σιόμπαν, ότι οι Κυκλωπιανοί μπορεί να τους έκοβαν την υποχώρηση, αποδείχτηκαν βάσιμοι — οι μονόφθαλμοι τους περίμεναν στο στενό ημικύκλιο πάνω από τον δυτικό νάρθηκα. Δεν είχαν προλάβει να οργανωθούν όμως, και τα ξωτικά, έχοντας επίσης τη βοήθεια των συντρόφων τους από τη νότια στοά, κατάφεραν να περάσουν προς το νότιο τριφόριο με ελάχιστα, ασήμαντα τραύματα.

Βγαίνοντας πάλι στη γαλαρία, η Σιόμπαν είδε ότι η ροή της μάχης από κάτω είχε αλλάξει κάπως, οι υπερασπιστές του ναού είχαν αρχίσει να προχωρούν βαθμιαία προς τα ανατολικά, προς τη διέξοδο που είχαν ανοίξει γι’ αυτούς ο Λούθιεν και η ομάδα του.

«Ρίξτε μέχρι και το τελευταίο βέλος», είπε η Σιόμπαν στους συντρόφους της. «Και ετοιμάστε σχοινιά για να κατεβούμε στη νότια πτέρυγα, για να βοηθήσουμε τους δικούς μας».

Τα άλλα ξωτικά κατένευσαν σκυθρωπά, στην πραγματικότητα όμως δεν περίμεναν μια τέτοια διαταγή. Συνήθως οι Κάτερς έκαναν κλεφτοπόλεμο, χτυπούσαν με τα βέλη τους και μετά αποχωρούσαν πριν προλάβει να απαντήσει ο εχθρός. Τώρα όμως πολεμούσαν για τη Μητρόπολη, κινδυνεύοντας να τη χάσουν μαζί με πολλές ζωές επαναστατών. Δεν θα χρησιμοποιήσουμε τη συνηθισμένη τακτική του κλεφτοπόλεμου, τους εξήγησε βιαστικά η Σιόμπαν. Αυτή η μάχη είναι πολύ σημαντική.

Ο Λούθιεν βρισκόταν τώρα στο κέντρο της συμπλοκής, η αιχμή της επίθεσης, με το μεγάλο σπαθί του, τον Τυφλωτή, να εξοντώνει τους Κυκλωπιανούς τον ένα μετά τον άλλο. Ο Όλιβερ και η Κατρίν ήσαν δίπλα του. Ο χάφλινγκ πολεμούσε με ξίφος και μεν-γκος έχοντας ριγμένο το τεράστιο καπέλο του πίσω, πάνω από τα μακριά σγουρά μαλλιά του, ενώ η Κατρίν κρατούσε μόνο μια ελαφριά λόγχη. Ο Όλιβερ και η Κατρίν ήταν τρομεροί πολεμιστές όπως και οι άνδρες πίσω τους, μια μανιασμένη σφήνα που προχωρούσε ασυγκράτητη από την ημικυκλική κόγχη σαρώνοντας τους εχθρούς και αγκαλιάζοντας τους επαναστάτες στην προστατευτική της ασπίδα.

Οι Κυκλωπιανοί όμως πρόσεχαν κυρίως τον Λούθιεν, την Πορφυρή Σκιά, τον εκτελεστή του Μόρκνεϊ. Οι μονόφθαλμοι ήξεραν αυτό τον μανδύα και είχαν αναγνωρίσει επίσης το εκπληκτικό σπαθί με τη χρυσή πετραδοστόλιστη λαβή σε σχήμα ορθωμένου δράκοντα, που τα απλωμένα φτερά του σχημάτιζαν την καλύπτρα του χεριού. Ο Λούθιεν ήταν ο πιο επικίνδυνος, ήταν ο αρχηγός των Εριαντοριανών. Αν κατάφερναν να σκοτώσουν την Πορφυρή Σκιά, μετά θα ήταν εύκολο να καταπνίξουν την επανάσταση στο Μόντφορτ. Πολλοί Κυκλωπιανοί φρόντιζαν να αποφύγουν το πανίσχυρο ξίφος του νεαρού Μπέντγουιρ, αλλά υπήρχαν και μερικοί που ήταν αρκετά γενναίοι για να σταθούν στον δρόμο του, θέλοντας να κερδίσουν την εύνοια του υποκόμη Όμπρεϊ που, μάλλον, θα διοριζόταν επόμενος δούκας της πόλης.

«Θα ’πρεπε να χρησιμοποιείς κι εσύ, μεν-γκος…», δήλωσε ο Όλιβερ, βλέποντας τον Λούθιεν να ξιφομαχεί με δύο μονόφθαλμους. Και για να υπογραμμίσει τη δήλωσή του, ο χάφλινγκ, απέκρουσε με το μεγάλο στιλέτο έναν λογχισμό πιάνοντας την αιχμή της λόγχης με το προστατευτικό της λαβής του μεν-γκος. Με ένα στρέψιμο του δυνατού καρπού του ο Όλιβερ έσπασε το πάνω μέρος της λόγχης και, αμέσως μετά, αφού πέρασε με γρήγορο βήμα δίπλα από το σπασμένο κοντάρι, έχωσε το ξίφος του στο στήθος του Κυκλωπιανού.

»…Γιατί είναι ανοησία να χρησιμοποιείς το αριστερό σου χέρι μόνο για ισορροπία», κατέληξε ο χάφλινγκ και, κάνοντας ένα βήμα πίσω, πήρε μια ηρωική πόζα με την αιχμή του ξίφους του στο πάτωμα και το χέρι με το στιλέτο στον γοφό. Πρόλαβε να μείνει έτσι μόνο για μια στιγμή, καθώς του επιτέθηκε αμέσως ένας Κυκλωπιανός από το πλάι.

Ο Λούθιεν χαμογέλασε, παρά την πίεση και το γεγονός ότι ξιφομαχούσε με δύο αντιπάλους. Ένιωσε την ανάγκη να αντικρούσει τα επιχειρήματα του Όλιβερ, να αποστομώσει τον μικροσκοπικό του φίλο.

«Μα, αν πολεμούσα με δύο όπλα», είπε, κάνοντας έναν ξιφισμό με τον Τυφλωτή πριν τον φέρει πίσω και σαρώσει κυκλικά τον χώρο μπροστά του για να απωθήσει τους αντιπάλους του, «δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό…». Έπιασε το ξίφος και με τα δύο χέρια, σήκωσε το βαρύ όπλο ψηλά πάνω από το κεφάλι του και όρμησε μπροστά. Ο Τυφλωτής κατέβηκε διαγώνια και, με τη δύναμη του χτυπήματος, παραμέρισε τις λόγχες των δύο Κυκλωπιανών κόβοντας την αιχμή της μίας.

Το σπαθί συνέχισε την τροχιά του, ανέβηκε πάλι πάνω από το κεφάλι του Λούθιεν και ξανακατέβηκε, ενώ ο νεαρός συνέχιζε την πορεία του αποκρούοντας διαρκώς τις λόγχες των Κυκλωπιανών.

Ο Τυφλωτής συνέχισε τη μανιασμένη περιστροφή του με την ίδια πάντα ταχύτητα, αλλά αυτήν τη φορά ο Λούθιεν αντέστρεψε τη φορά της κίνησης και κατέβασε το σπαθί κυκλικά από τα αριστερά. Η αιχμή του χάραξε μια ματωμένη διαγώνια γραμμή στο στήθος του κοντινότερου Κυκλωπιανού. Ο δεύτερος γύρισε για να αποκρούσει το σπαθί που ερχόταν, κρατώντας γερά τη λόγχη μπροστά στο στήθος του.

Ο Τυφλωτής έσπασε τη λόγχη, διαπέρασε την πανοπλία του μονόφθαλμου και καρφώθηκε βαθιά στο στήθος του. Ο Κυκλωπιανός παραπάτησε και θα είχε πέσει πίσω, αλλά ο Λούθιεν κρατούσε γερά το σπαθί, έτσι ώστε το ίδιο το ξίφος με τη σειρά του κρατούσε τον Κυκλωπιανό στη θέση του.

Ο άλλος μονόφθαλμος οπισθοχώρησε σκουπίζοντας το αίμα από το στήθος του, πριν γυρίσει και το βάλει στα πόδια. Δεν είχε καμία επιθυμία πια να αντιμετωπίσει τον νεαρό πολεμιστή.

Ο Λούθιεν ελευθέρωσε το σπαθί με ένα απότομο τράβηγμα και ο Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω. Είχε μια στιγμή ανάπαυλας πριν του ορμήσει ο επόμενος αντίπαλος, έτσι δεν μπόρεσε να μη ρίξει μια ματιά, για να δει αν είχε καταφέρει να σβήσει το χαμόγελο από τα χείλη του Όλιβερ.

Μάταια ήλπιζε όμως. Το ξίφος του Όλιβερ έκανε έναν τρελό χορό γύρω από τη μύτη του σπαθιού του αντιπάλου του, και ήταν φανερό ότι όλες αυτές οι κινήσεις είχαν μπερδέψει τον βραδύστροφο μονόφθαλμο.

«Φινέτσα!» έκανε ξεφυσώντας ο χάφλινγκ, τονίζοντας τη λέξη περισσότερο στη λήγουσα αφού η προφορά του ήταν έντονα γασκονική. «Αν πολεμούσες με δύο όπλα, θα τους είχες σκοτώσει και τους δύο. Τώρα μπορεί να χρειαστεί να κυνηγήσω αυτόν που έχασες, και να το σκοτώσω μόνος μου το πανάσχημο τέρας!»

Ο Λούθιεν αναστέναξε μοιρολατρικά και γύρισε μπροστά προλαβαίνοντας την τελευταία στιγμή να σηκώσει το σπαθί του για να αποκρούσει ένα άγριο χτύπημα. Πριν προλάβει να το ανταποδώσει, είδε ένα κοντάρι να περνά από τα αριστερά του. Ο Κυκλωπιανός τραντάχτηκε ξαφνικά και βόγγηξε με τη λόγχη της Κατρίν Ο’ Χέιλ χωμένη βαθιά στην κοιλιά του.

«Αν πολεμούσατε περισσότερο και μιλούσατε λιγότερο, θα τελειώναμε πιο γρήγορα», τους μάλωσε. Ελευθερώνοντας τη λόγχη της με ένα τράβηγμα, γύρισε για να αντιμετωπίσει τον επόμενο αντίπαλο, που την είχε πλησιάσει από το πλάι.

Ο Λούθιεν ήξερε ότι οι επιπλήξεις της ήταν απλώς λόγια. Για πολλά χρόνια ζούσε και έκανε προπόνηση μαζί με την Κατρίν, γι’ αυτό ήξερε τις μεγάλες της ικανότητες. Η Κατρίν, πάλι, είχε συμπαθήσει αμέσως τον Όλιβερ με τους φανφαρόνικους παλληκαρισμούς του, μια συμπάθεια που ήταν σίγουρα αμοιβαία. Έτσι, τώρα, παρά την τρομερή μάχη και παρά το γεγονός ότι η Μητρόπολη σε λίγο θα έπεφτε πάλι στα βρόμικα χέρια του Όμπρεϊ, η Κατρίν όπως και ο Όλιβερ απολάμβαναν τη μάχη.

Εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν Μπέντγουιρ κατάλαβε ότι δεν θα γινόταν να τον περιβάλλουν καλύτεροι φίλοι.

Στο μεταξύ ένας Κυκλωπιανούς μούγκρισε ορμώντας κατά πάνω του. Ο Λούθιεν έσκυψε για να τον αποφύγει, αλλά ο μονόφθαλμος ξαφνικά τραντάχτηκε παράξενα και μετά σωριάστηκε κάτω. Ο Λούθιεν είδε ένα βέλος καρφωμένο στο κρανίο του. Ακολουθώντας τη γραμμή της βολής, είδε πάνω και αριστερά στο τριφόριο, σε ύψος δεκαπέντε μέτρων, την Σιόμπαν. Τον κοίταζε αυστηρά και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη, που τον έβλεπε να πολεμά δίπλα στην Κατρίν Ο’ Χέιλ.

Αλλά αυτό είναι θέμα για μια άλλη μέρα, σκέφτηκε ο Λούθιεν, βλέποντας έναν Κυκλωπιανό να πλησιάζει και αρκετούς άλλους ακόμη πίσω του. Η σφηνοειδής παράταξη της ομάδας του είχε βγει πια από την κόγχη και βρισκόταν στην ανοιχτή περιοχή της αίθουσας. Ουσιαστικά δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο με αυτό τον κλειστό σχηματισμό, γιατί τώρα ο Λούθιεν και οι σύντροφοί του αντιμετώπιζαν αντιπάλους από τρεις πλευρές. Οι πιο πολλοί από τους παγιδευμένους υπερασπιστές της Μητρόπολης είχαν μπει στις τάξεις τους, αλλά υπήρχε άλλη μια ομάδα από πέντε-έξι άτομα απομονωμένη ακόμη, μόλις δέκα μέτρα πέρα από το σημείο όπου βρισκόταν ο Λούθιεν.

Μόνο δέκα μέτρα, όμως υπήρχαν τουλάχιστον μια ντουζίνα Κυκλωπιανοί ανάμεσά τους.

«Οργάνωσε την υποχώρηση!» φώναξε ο Λούθιεν στην Κατρίν και, μόλις εκείνη γύρισε και τον κοίταξε, κατάλαβε αμέσως τι σκόπευε να κάνει. Ήταν υπερβολικά τολμηρό, μια επιχείρηση αυτοκτονίας, γι’ αυτό το ένστικτο της Κατρίν και η αγάπη της για τον Λούθιεν την έκανε να θέλει να σταθεί δίπλα του σε αυτή την απεγνωσμένη επίθεση. Ήταν στρατιώτης όμως, οπότε ήξερε ότι έπρεπε να πράξει το καθήκον της. Μόνο ο Λούθιεν ή ο Όλιβερ ή η ίδια μπορούσαν να οδηγήσουν την κυρίως ομάδα πίσω στην κόγχη, απ’ όπου θα περνούσαν στο ανατολικό τείχος και θα έβγαιναν στους δρόμους της κάτω πόλης για να σκορπίσουν στα στενά, ασφαλείς πια από τους Κυκλωπιανούς.

«Όλιβερ!» φώναξε ο Λούθιεν, αλλά αμέσως γύρισε για να αντιμετωπίσει έναν σωματώδη και άσχημο Κυκλωπιανό. Άκουσε πίσω του μια στράκα, τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει η λεπτή λεπίδα ενός ξίφους όταν την τινάζουν κοφτά στον αέρα, έτσι κατάλαβε ότι ο Όλιβερ είχε ακούσει το κάλεσμά του. Με μια δυνατή κίνηση, ο Λούθιεν, έστειλε τα χέρια και το όπλο του Κυκλωπιανού ψηλά. Ταυτόχρονα, σηκώθηκε στις μύτες ανοίγοντας τα πόδια του.

Ο Όλιβερ πέρασε κυλώντας ανάμεσά τους και ξαναβρέθηκε όρθιος με την αιχμή του ξίφους γυρισμένη προς τα πάνω. Ο Κυκλωπιανός ήταν πολύ ψηλός, γι’ αυτό ο μικρόσωμος Όλιβερ δεν κατάφερε να τον χτυπήσει όπως ήθελε, να διαπεράσει με το ξίφος του το διάφραγμα και τους πνεύμονες του Κυκλωπιανού, συμβιβάστηκε όμως με ένα τρύπημα στην κοιλιά. Η λεπτή λεπίδα του ξίφους του χώθηκε όλη στο σώμα του αντιπάλου του, μέχρι που τη σταμάτησε η χοντρή ραχοκοκαλιά του.

Ο Λούθιεν έσπρωξε πίσω τον ετοιμοθάνατο Κυκλωπιανό.

«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που πας να κάνεις;» ρώτησε ο Όλιβερ, βλέποντας το φράγμα των μονόφθαλμων που τους χώριζε από τους παγιδευμένους επαναστάτες. Η ερώτηση ήταν ρητορική, για εντυπωσιασμό και μόνο, γιατί δεν περίμενε απάντηση αλλά όρμησε πάνω στους Κυκλωπιανούς δουλεύοντας τη λεπίδα με την απαράμιλλη τέχνη του, κάτι που τράβηξε την προσοχή των δύο κοντινότερων αντιπάλων προς το δικό του, χαμηλότερο ύψος.

«Έχετε γνωρίσει τον εξαιρετικό φίλο μου;» ρώτησε ο χάφλινγκ. Την ίδια στιγμή ο Τυφλωτής διέγραφε ένα οριζόντιο τόξο πάνω από το κεφάλι του, βρίσκοντας ελεύθερο πεδίο καθώς τα όπλα των δύο μονόφθαλμων ήταν στραμμένα προς τα κάτω. Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι απορώντας με τη μόνιμη βλακεία των Κυκλωπιανών. Είχαν χρησιμοποιήσει αυτό το κόλπο είκοσι φορές τις δύο τελευταίες βδομάδες μόνο, και δεν είχε αποτύχει ούτε μία.

Πίσω στην κύρια ομάδα η Κατρίν κουνούσε κι αυτή το κεφάλι της, έκπληκτη για άλλη μια φορά με τον απίστευτο συντονισμό που είχαν κατορθώσει να πετυχαίνουν ο Λούθιεν και ο Όλιβερ. Συμπλήρωναν τέλεια ο ένας τον άλλο, κίνηση προς κίνηση, και τώρα, παρά την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων τους, προχωρούσαν σταθερά ανάμεσα από τους Κυκλωπιανούς στον κεντρικό διάδρομο του ναού.

Πάνω στη γαλαρία του τριφόριου η Σιόμπαν και οι συμπολεμιστές της κατάλαβαν τι προσπαθούσαν να κάνουν ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, κατανοώντας επίσης ότι ο μόνος τρόπος για να σωθούν, τόσο αυτοί όσο και οι έξι παγιδευμένοι επαναστάτες, ήταν να λάβουν υποστήριξη από τοξότες. Η Κατρίν είχε οργανώσει την υποχώρηση της κύριας ομάδας, που οπισθοχωρούσε πολεμώντας και πλησιάζοντας ολοένα στην κόγχη, για τούτο η Σιόμπαν και οι φίλοι της συγκέντρωσαν τις βολές τους μπροστά και πίσω από τον Λούθιεν και τον Όλιβερ.

Μέχρι να φτάσουν οι δύο σύντροφοι στα καθίσματα όπου συνεχιζόταν η μάχη, μόνο τέσσερις από τους άνδρες ήταν ακόμη όρθιοι. Ένας απ’ αυτούς είχε σκοτωθεί, ενώ κάποιος άλλος ήταν πεσμένος πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο βογγώντας αξιολύπητα με την κοιλιά του ανοιγμένη.

Ένας Κυκλωπιανός έσκυψε πάνω από την ψηλή πλάτη του πάγκου και σήκωσε τη λόγχη του έτοιμος να τον αποτελειώσει. Ο Λούθιεν όμως τον έφτασε πρώτος, οπότε ο Τυφλωτής επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το όνομά του χαρακώνοντας το πρόσωπο του μονόφθαλμου.

«Τρέξτε! Στο άνοιγμα!» είπε ο Όλιβερ, και οι τρεις από τους τέσσερις άνδρες υπάκουσαν πρόθυμα τρέχοντας πίσω από τον χάφλινγκ. Ο τέταρτος πήγε να τους ακολουθήσει κι αυτός, αλλά δέχθηκε μια λόγχη στην πλάτη και σωριάστηκε κάτω νεκρός.

«Πρέπει να τον αφήσεις!» φώναξε ο Όλιβερ στον Λούθιεν, καθώς τους περικύκλωναν οι Κυκλωπιανοί. «…Αλλά φυσικά δεν θα το κάνεις», συμπλήρωσε μουρμουριστά, γιατί ήξερε τον φίλο του. Ο Όλιβερ αναστέναξε, ένας από τους συχνούς στεναγμούς του για τα καθήκοντα και τα βάρη της φιλίας, ενώ ο Λούθιεν, αφού απώθησε ακόμα έναν μονόφθαλμο, γονάτισε και σήκωσε τον τραυματισμένο άνδρα στον αριστερό ώμο του.

Οι δυο τους κατάφεραν να ξεμπλέξουν από τα καθίσματα σχετικά εύκολα, αλλά βρήκαν τον διάδρομο κλεισμένο από τόσους πολλούς Κυκλωπιανούς ώστε δεν μπορούσαν καν να διακρίνουν τους τρεις άνδρες που υποχωρούσαν προς το άνοιγμα.

«Τουλάχιστον θα σου χρησιμέψει σαν ασπίδα», είπε ο Όλιβερ, μιλώντας για τον τραυματία που είχε στον ώμο ο φίλος του.

Το σχόλιο δεν φάνηκε καθόλου αστείο στον Λούθιεν, που γρύλλισε ορμώντας μπροστά. Ένιωσε κατάπληξη και ο ίδιος, όταν κατάφερε να σκοτώσει τον κοντινότερο Κυκλωπιανό με έναν απλό συνδυασμό προσποίησης και ξιφισμού.

Κατάλαβε όμως πως η επιτυχία του ήταν καθαρή τύχη, όταν πλησίασε ο επόμενος Κυκλωπιανός και άρχισε να τον πιέζει σκληρά. Δεν είχε καλή ισορροπία, γι’ αυτό ήταν αναγκασμένος να ξιφομαχεί καθαρά αμυντικά, με το σπαθί του μόλις να προλαβαίνει να αποκρούσει κάθε άγριο χτύπημα του αντιπάλου του. Ο Λούθιεν ήξερε πόσο επικίνδυνη είναι κάθε καθυστέρηση, ότι ο χρόνος δουλεύει εναντίον τους. Κυκλωπιανοί πρόβαλλαν από τα καθίσματα δεξιά και αριστερά τους ορμώντας πίσω τους στον διάδρομο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η προσπάθεια του να σώσει τον επαναστάτη θα του στοίχιζε τη ζωή, αλλά και πάλι δε μετάνιωνε για την απόφασή του. Αν και ήξερε το αποτέλεσμα, εφ’ όσον θα αντιμετώπιζε πάλι την ίδια κατάσταση, θα προσπαθούσε ξανά να σώσει τον τραυματία.

Το σώμα του αναίσθητου επαναστάτη περιόριζε το οπτικό του πεδίο, έτσι που μετά βίας κατάφερε να δει τον αντίπαλό του όταν ο Κυκλωπιανός κινήθηκε προς τα αριστερά. Αν είχε την εξυπνάδα να του ορμήσει από εκείνη την πλευρά, σίγουρα θα τον σκότωνε, έκανε όμως το λάθος να ξαναβγεί προς τα δεξιά, πράγμα που επέτρεψε στον Λούθιεν να δει κάτι που δεν πρόσεξε ο μονόφθαλμος, τη λεπτή λεπίδα ενός ξίφους να ακολουθεί την κίνησή του. Ο Κυκλωπιανός σταμάτησε και μετά επιχείρησε να κινηθεί πάλι αριστερά πέφτοντας κατευθείαν πάνω στο ξίφος του Όλιβερ.

Μόνο που αυτό το ξίφος βρισκόταν σε παράξενη και ακατανόητη θέση, ήταν ψηλά, με την αιχμή του να δείχνει προς τα κάτω. Ο Λούθιεν γύρισε και είδε τον Όλιβερ να ισορροπεί πάνω στην πλάτη ενός καθίσματος.

«Ακολούθησέ με!» φώναξε ο χάφλινγκ, πηδώντας στην επόμενη πλάτη καθίσματος και ξιφίζοντας ταυτόχρονα καθώς προσγειωνόταν, για να αναγκάσει τον κοντινότερο Κυκλωπιανό να υποχωρήσει.

«Πίσω σου!» φώναξε ο Λούθιεν, αλλά ο Όλιβερ είχε αρχίσει να κινείται πριν ακόμη του φωνάξει, εκτελώντας μια περιστροφή με τέλεια ισορροπία πάνω στη στενή σανίδα. Πήδησε αποφεύγοντας ένα οριζόντιο χτύπημα και, με έναν επιδέξιο ξιφισμό καθώς προσγειωνόταν πάλι με άψογη ισορροπία, κάρφωσε την αιχμή του ξίφους του στο μάτι του αντιπάλου του.

Ο Κυκλωπιανός πέταξε το όπλο του κι έπεσε πίσω κρατώντας το μάτι του με τα δύο χέρια.

«Χίλια συγνώμη, δεν προλαβαίνω να σε σκοτώσω!» του φώναξε ο Όλιβερ. Μετά, αφού έκανε νόημα στον Λούθιεν, έτρεξε κατά μήκος του πάγκου προς το πλάι του ναού, αντί να συνεχίσει προς τον αποκλεισμένο διάδρομο.

Ο Λούθιεν ήθελε να τον ακολουθήσει αλλά δεν μπορούσε, τον είχε προλάβει μια ορδή μονόφθαλμων, ενώ ταυτόχρονα ένιωθε πολλούς ακόμη να πλησιάζουν πίσω του. Μούγκρισε κι άρχισε να χτυπάει στα τυφλά, περιμένοντας να νιώσει το κάρφωμα κάποιας λόγχης από στιγμή σε στιγμή.

Ξαφνικά ξέσπασε γύρω του μια αναταραχή, λες και οι Κυκλωπιανοί είχαν δεχθεί επίθεση από ένα σμήνος θυμωμένες σφήκες που βούιζαν στον αέρα. Ο Λούθιεν συνέχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη χτυπώντας στα τυφλά όσο διαρκούσε εκείνη η τρομακτική στιγμή, χωρίς να καταλαβαίνει τι συμβαίνει.

Και μετά όλα σταμάτησαν όσο ξαφνικά είχαν αρχίσει, και όλοι οι Κυκλωπιανοί γύρω του ήταν νεκροί ή ετοιμοθάνατοι, χτυπημένοι από τα βέλη των ξωτικών. Ο Λούθιεν δεν σπατάλησε χρόνο για να γυρίσει να κοιτάξει στο τριφόριο, αμέσως άρχισε να τρέχει ανάμεσα στα καθίσματα πίσω από τον Όλιβερ.

Όταν βγήκαν στην άλλη άκρη, στον βόρειο τοίχο του καθεδρικού ναού, είδαν με ανακούφιση ότι οι τρεις άνδρες που είχαν σώσει, βρίσκονταν πίσω από τον βωμό και ανέβαιναν στο άνοιγμα όπου τους περίμεναν η Κατρίν και οι άλλοι.

Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν, φτάνοντας στη άκρη του βόρειου κλίτους, είδαν την Κατρίν να αποκρούει τις επιθέσεις μερικών Κυκλωπιανών που προσπαθούσαν να κλείσουν την οδό διαφυγής.

Ελάχιστοι Κυκλωπιανοί τους έκλεισαν τον δρόμο προς την κόγχη του ναού, μα κι αυτοί το έβαλαν στα πόδια όταν η Σιόμπαν σκότωσε έναν με το τελευταίο της βέλος. Οι δύο σύντροφοι συνέχισαν να τρέχουν, με τον Λούθιεν να κουβαλάει ακόμη τον αναίσθητο τραυματία.

Στο μεταξύ η περιοχή του βωμού γέμισε μονόφθαλμους, οπότε οι επαναστάτες που υπεράσπιζαν το άνοιγμα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

«Δεν υπάρχει διέξοδος», είπε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν γρύλλισε και πέρασε δίπλα του τρέχοντας. Όταν έφτασε στην κόγχη, ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια που έβγαζαν στον ημικυκλικό χώρο. Δεν πήγε στον βωμό όμως, αλλά έστριψε αριστερά προς τον ημικυκλικό βόρειο τοίχο. «Κλείστε το!» φώναξε στους φίλους του, στην κρεμαστή γέφυρα που βρισκόταν μπροστά στο άνοιγμα της στοάς.

Μετά από μια στιγμή τρόμου και κατάπληξης, ο Όλιβερ ηρέμησε αρκετά για να καταλάβει το σκεπτικό του Λούθιεν κι έτρεξε μπροστά από τον φίλο του. Έφτασε στον τοίχο και παραμέρισε μια μισοσκισμένη ταπετσαρία αποκαλύπτοντας κάποια ξύλινη πόρτα.

Άλλο ένα μπαράζ βελών από το τριφόριο κράτησε τον δρόμο ανοιχτό για μερικές στιγμές, καθώς ο Όλιβερ παραμέρισε και άφησε τον Λούθιεν να ανεβεί πρώτος στο στενό πέρασμα — μια απότομη γυριστή σκάλα που ανέβαινε στον ψηλότερο πύργο της Μητρόπολης, την ίδια σκάλα στην οποία οι δυο σύντροφοι είχαν κυνηγήσει τον Μόρκνεϊ κατά τη μοιραία για τον τελευταίο σύγκρουσή τους. Ο Όλιβερ έκλεισε την πόρτα πίσω του, αλλά οι Κυκλωπιανοί γρήγορα έσπασαν τους λεπτούς μεντεσέδες της και συνέχισαν την καταδίωξη.

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ο Λούθιεν, όταν άρχισε να ανεβαίνει τη σκοτεινή σκάλα, ήταν ότι έκανε τρομερό κρύο. Μετά από καμιά εικοσαριά σκαλοπάτια ο νεαρός κατάλαβε γιατί οι Κυκλωπιανοί δεν είχαν κατεβάσει το πτώμα του νεκρού αρχηγού τους, κατά τα σύντομα διαστήματα που κατάφερναν να ανακαταλάβουν τη Μητρόπολη. Τα επικίνδυνα σκαλιά και οι καμπυλωτοί τοίχοι ήταν σκεπασμένα από ένα χοντρό στρώμα πάγου, σίγουρα από το χιόνι και το νερό που έπεφτε μέσα στον πύργο από την ανοιχτή καταπακτή στην κορυφή του.

Ήταν σκοτεινά, γι’ αυτό ο Λούθιεν προχωρούσε ψηλαφητά. Ανέβαινε τα σκαλιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε και πολλές φορές στηριζόταν στον παγωμένο τοίχο, στριμώχνοντας χωρίς να το θέλει τον τραυματία που κουβαλούσε.

Ξαφνικά γλίστρησε και παραπάτησε χτυπώντας δυνατά το γόνατό του στη σκληρή πέτρα. Αισθανόμενος κίνηση δίπλα του, στράφηκε και είδε τη σιλουέτα του φίλου του. Ο Όλιβερ τον προσπέρασε σκυμμένος στα σκαλιά, χρησιμοποιώντας το μεν-γκος σαν αυτοσχέδια αρπάγη: το κάρφωνε στον πάγο και τραβιόταν για να ανεβεί στο επόμενο σκαλί.

«Άλλος ένας λόγος για να έχεις δύο όπλα», είπε ο χάφλινγκ με ανώτερο ύφος.

Ο Λούθιεν άρπαξε τον μανδύα του φίλου του και τραβήχτηκε για να ξαναβρεί την ισορροπία του. Άκουγε τους Κυκλωπιανούς πίσω τους να αγκομαχούν καθώς ανέβαιναν, αλλά και να προχωρούν πεισματικά κι αποφασισμένα.

«Πρόσεχε!» φώναξε ο Όλιβερ, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι πάγου ξεκόλλησε από κάποιο σκαλοπάτι και κατρακύλησε στη σκάλα παρασύροντας σχεδόν και τον Λούθιεν.

Ακούστηκε φασαρία από κάτω, ακριβώς μετά από την προηγούμενη στροφή, και κατάλαβαν ότι ο πάγος είχε χτυπήσει τον πιο προωθημένο Κυκλωπιανό.

«Βγάλε το σχοινί, ασε μια άκρη κι ανέβα», είπε ο Λούθιεν όταν έφτασαν στο καθαρισμένο σκαλοπάτι.

Ο Όλιβερ αμέσως έβγαλε το μεταξωτό σχοινί από τη ζώνη του, άφησε τη μια άκρη δίπλα στον Λούθιεν και άρχισε να το ξετυλίγει καθώς ανέβαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ο Λούθιεν δεν τόλμησε να ακουμπήσει τον αναίσθητο τραυματία κάτω, γιατί μπορεί να γλιστρούσε στον πάγο και να έβρισκε βέβαιο θάνατο. Στράφηκε πατώντας στο καθαρό σκαλοπάτι και ετοίμασε το σπαθί του.

Δεν μπορούσε να δει την έκφραση τρόμου του πρώτου Κυκλωπιανού, μπορούσε όμως κάλλιστα να τη φανταστεί. Ο μονόφθαλμος έστριψε στη γωνία από κάτω, για να ανακαλύψει ότι το θήραμα δεν έτρεχε πλέον αλλά είχε γυρίσει για να πολεμήσει.

Ο Τυφλωτής κατέβηκε με δύναμη και ο μονόφθαλμος σωριάστηκε κάτω. Ο Λούθιεν, παραπατώντας από το χτύπημα, ακούμπησε στον τοίχο. Άκουσε ένα βογγητό πόνου από τον ημιαναίσθητο τραυματία.

Ο νεκρός Κυκλωπιανός άρχισε να γλιστρά στα σκαλοπάτια παρασύροντας και τον επόμενο και τον τρίτο, μέχρι που όλοι οι Κυκλωπιανοί βρέθηκαν να κατρακυλούν γλιστρώντας και κουτρουβαλώντας στη γυριστή σκάλα.

Ο Λούθιεν, αφού έφερε τον τραυματία σε καλύτερη θέση στον ώμο του, μετά έπιασε το σχοινί, περίμενε να δέσει ο Όλιβερ την άλλη άκρη σε μια προεξοχή του ανώμαλου τοίχου και άρχισε αποφασισμένα την ανάβαση. Τους πήρε πάνω από μισή ώρα για να ανεβούν τα τριακόσια σκαλοπάτια μέχρι το μικρό κεφαλόσκαλο, μερικά σκαλιά κάτω από την κορυφή του πύργου. Εκεί βρήκαν την καταπακτή της εξόδου κλεισμένη από ένα στρώμα χιονιού. Πίσω τους ακούγονταν τα βήματα των Κυκλωπιανών που πλησίαζαν πάλι.

Ο Όλιβερ άρχισε να σκάβει το χιόνι με την ισχυρή λεπίδα του μεν-γκος. Μισοπαγωμένοι, με τα χέρια τους μουδιασμένα από την προσπάθεια, είδαν επιτέλους το φως. Μόλις είχε αρχίσει να χαράζει στο Μόντφορτ.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» φώναξε ο Όλιβερ με τα δόντια του να χτυπούν από το κρύο, προσπαθώντας να ακουστεί μέσα στο ουρλιαχτό του παγερού ανέμου.

Ο Λούθιεν ακούμπησε τον αναίσθητο άνδρα στο χιόνι και προσπάθησε να περιποιηθεί κάπως το τραύμα του, μια άσχημη ακανόνιστη τομή στην κοιλιά του.

«Πρώτα πρέπει να απαλλαχτούμε από αυτούς τους ενοχλητικούς μονομάτηδες», συνέχισε ο Όλιβερ απαντώντας μόνος στην ερώτησή του. Έψαξε στις επάλξεις μέχρι που βρήκε το μεγαλύτερο και βαρύτερο κομμάτι πάγου.

Αφού το πήγε σπρώχνοντας ως την καταπακτή, του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά με τον ώμο. Ο πάγος κατέβηκε γλιστρώντας τα πέντε σκαλοπάτια, πέρασε το κεφαλόσκαλο και συνέχισε να κατεβαίνει γοργά στη γυριστή σκάλα. Μια στιγμή αργότερα οι προσπάθειές του ανταμείφθηκαν από τα ουρλιαχτά των αιφνιδιασμένων μονόφθαλμων — ουρλιαχτά που απομακρύνονταν γοργά.

«Θα ξαναγυρίσουν», είπε βλοσυρός ο Λούθιεν.

«Νεαρέ και τόσο ανόητε φίλε μου», απάντησε ο Όλιβερ, «θα έχουμε ξεπαγιάσει πριν ξαναγυρίσουν!»

Αυτό φαινόταν πολύ πιθανό. Ο χειμώνας ήταν παγερός στο Μόντφορτ, έτσι φωλιασμένο όπως ήταν στα βουνά, ενώ το κρύο ήταν ακόμη μεγαλύτερο σε ύψος εκατό μέτρων, πάνω σε έναν πύργο σκεπασμένο με χιόνι, όπου δεν υπήρχε τίποτα να τους προφυλάξει από τον ανελέητο βοριά.

Ο Λούθιεν πήγε στην άκρη των επάλξεων, στο παγωμένο πια σχοινί που ο Όλιβερ είχε δέσει πριν από βδομάδες γύρω από μια πολεμίστρα. Φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο για να προφυλάξει τα μάτια του από τον τσουχτερό άνεμο, κοίταξε κάτω το γυμνό πτώμα του δούκα Μόρκνεϊ που διακρινόταν, αν και με δυσκολία, μέσα στις σκιές. Γύρω του είχε σχηματιστεί ένα στρώμα πάγου, που το κρατούσε κολλημένο στον πύργο.

«Έχεις την αρπάγη σου;» ρώτησε ξαφνικά ο Λούθιεν, αναφερόμενος στη μαγική αρπάγη που είχε δώσει στον χάφλινγκ ο μάγος Μπριντ’Αμούρ, μια μαύρη ζαρωμένη μπάλα που κάποτε ήταν δεμένη στο παγωμένο τώρα σχοινί.

«Δεν θα την άφηνα εδώ πάνω», απάντησε ο Όλιβερ. «Αν και άφησα το εξαιρετικό σχοινί μου, με τον νεκρό δούκα στην άκρη. Γιατί, βλέπεις, το σχοινί μπορείς να το αντικαταστήσεις, αλλά αυτή την υπέροχη αρπάγη…»

«Βγάλ’ τη!» φώναξε ο Λούθιεν. Δεν είχε υπομονή να ακούσει μία ακόμη από τις θρυλικές αγορεύσεις του Όλιβερ.

Ο Όλιβερ σταμάτησε και τον κοίταξε για λίγο διαπεραστικά. Μετά ύψωσε το ένα φρύδι σε μια έκφραση κατάπληξης. «Το σχοινί δεν είναι αρκετά μακρύ για να κατεβούμε από τον πύργο», είπε. «Δεν φτάνει ούτε για να φτάσουμε ως τη μέση του πύργου!»

«Ετοίμασέ την», του είπε ο Λούθιεν. Καθώς μιλούσε, τράβηξε με δύναμη το παγωμένο σχοινί το δεμένο στην πολεμίστρα, ελευθερώνοντας ένα μικρό μέρος του από τον πάγο που το είχε σκεπάσει.

«Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά», μουρμούρισε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν σήκωσε με προσοχή τον τραυματία. Από τη γυριστή σκάλα ακούστηκε άλλο ένα κυκλωπιανό γρύλλισμα. Οι διώκτες τους δεν ήταν μακριά.

Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους.

»Μπορεί και να κάνω λάθος, βέβαια».

Ο χάφλινγκ έφτασε πρώτος στο παγωμένο σχοινί. Έβγαλε τα πράσινα γάντια του, έτριψε δυνατά τα χέρια του μεταξύ τους, τα χουχούλιασε κάμποσες φορές και φύσηξε επίσης ζεστό αέρα μέσα στα γάντια πριν τα ξαναβάλει. Μετά, πιάνοντας το μεν-γκος με το ένα χέρι και το σχοινί με το άλλο, βγήκε στο κενό χωρίς δισταγμό. Άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χρησιμοποιώντας το στιλέτο για να ελευθερώνει το σχοινί από τον πάγο καθώς προχωρούσε. Ήξερε ότι ο Λούθιεν, με το βαρύ φορτίο του, θα χρειαζόταν ένα σίγουρο στήριγμα.

Έκανε μια γκριμάτσα όταν, φτάνοντας στην άκρη του σχοινιού, πάτησε προσεχτικά πάνω στο παγωμένο κεφάλι του νεκρού δούκα Μόρκνεϊ. Αφού σιγούρεψε το πάτημά του, κοίταξε γύρω του στο φως της αυγής, προσπαθώντας να βρει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να πιαστεί η μαγική αρπάγη και απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να φτάσει σε ένα άλλο, σίγουρο σημείο.

Δεν έβλεπε τίποτα, εκτός από ένα μικροσκοπικό παράθυρο πολύ πιο χαμηλά. Και το χειρότερο ήταν ότι βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της Μητρόπολης. Η αυλή από κάτω ήταν από την πλευρά της άνω πόλης και είχε αρχίσει κιόλας να γεμίζει με Κυκλωπιανούς, που κοίταζαν και έδειχναν ψηλά.

«Έχω βρεθεί και σε χειρότερα μέρη», είπε ο Όλιβερ με στόμφο, ενώ ο Λούθιεν έφτανε κι αυτός παλεύοντας δίπλα του. Ο καημένος ο τραυματίας στον ώμο του, με μισοχαμένες ακόμη τις αισθήσεις, βογγούσε σε κάθε τράνταγμα.

Ο Λούθιεν πάτησε με το ένα πόδι στον παγωμένο ώμο του Μόρκνεϊ. Μετά, γύρισε κι έπιασε το σχοινί με το ίδιο χέρι που κρατούσε τον τραυματία, για να ελευθερώσει το άλλο.

«Κάποτε εσύ κι εγώ κρεμόμαστε πάνω από μια λίμνη», συνέχισε ο Όλιβερ, «μ’ εκείνη την πελώρια χελώνα από κάτω μας, έναν δράκοντα στα αριστερά μας κι έναν θυμωμένο μάγο στα δεξιά…»

Ο Όλιβερ σταμάτησε την αφήγησή του βγάζοντας ένα συμπονετικό «ωω», όταν ο Λούθιεν του έδειξε το χέρι του. Το σχοινί είχε κόψει το γάντι καθώς και το δέρμα από κάτω. Θα αιμορραγούσε, αλλά το λίγο αίμα που έτρεξε, είχε σκουρύνει και παγώσει κιόλας πάνω στην παλάμη του.

Εκείνη τη στιγμή οι Κυκλωπιανοί, φτάνοντας στην κορυφή του πύργου, έσκυψαν από τις επάλξεις για να κοιτάξουν με κοροϊδευτικά γέλια τον Λούθιεν και τον Όλιβερ από κάτω.

«Δεν έχουμε πουθενά να πάμε!» φώναξε ο Όλιβερ.

Αυτό ήταν αλήθεια. «Πέτα την αρπάγη γύρω από τη γωνία, στην ανατολική πλευρά», του είπε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ κατάλαβε το σκεπτικό του: αν περνούσαν την ανατολική γωνία, θα βρίσκονταν από τη μεριά της κάτω πόλης· αλλά και πάλι αυτό φαινόταν ανοησία. Ακόμη και αν κατάφερναν να περάσουν από την άλλη πλευρά του πύργου, θα κρέμονταν σε ύψος εξήντα μέτρων από τον δρόμο, χωρίς να έχουν κανένα τρόπο για να κατεβούν.

Κοιτάζοντας προς τα πάνω και οι δύο, είδαν μια λόγχη να ξεπροβάλει από τις πολεμίστρες του πύργου και μετά να εκτοξεύεται προς το μέρος τους.

Ο Λούθιεν τράβηξε τον Τυφλωτή (παραλίγο να πέσει από την απότομη κίνηση) και μόλις που πρόλαβε να την αποκρούσει.

Οι Κυκλωπιανοί, πάνω και κάτω από τους δύο συντρόφους, ούρλιαξαν μανιασμένα. Ο Λούθιεν ήξερε ότι η απόκρουση ήταν καθαρή τύχη, ότι αργά ή γρήγορα μία από τις λόγχες θα τους σούβλιζε.

Κοίταξε πάλι τον Όλιβερ, έτοιμος να τον επιπλήξει και να επαναλάβει τη διαταγή του, αλλά είδε ότι ο χάφλινγκ είχε βγάλει ήδη την παράξενη αρπάγη και έδενε πάνω της το σχοινί. Αφού πιάστηκε καλά, πέταξε την αρπάγη με όλη του τη δύναμη προς τα βορειοδυτικά. Καθώς το σχοινί γλιστρούσε μέσα από τα δάχτυλά του, ο Όλιβερ το οδηγούσε επιδέξια απλώνοντας το χέρι προς τα ανατολικά για να του αλλάξει γωνία.

Ξαφνικά τίναξε απότομα το χέρι του προς τον παγωμένο τοίχο και η αρπάγη, διαγράφοντας εξαιτίας της κίνησής του μια καμπύλη, εξαφανίστηκε γύρω από τη γωνία.

Οι δυο σύντροφοι κρατούσαν την ανάσα τους καθώς φαντάζονταν την αρπάγη να χτυπά στον ανατολικό τοίχο.

Το σχοινί δεν έπεσε.

Ο Όλιβερ το τράβηξε μαλακά για να δοκιμάσει το κράτημά του. Δεν μπορούσαν να ξέρουν πόσο καλά έχει πιαστεί η αρπάγη, ούτε αν θα ξεκολλούσε ξαφνικά από το βάρος όταν θα κρεμιόνταν από το σχοινί.

Άλλη μια λόγχη πέρασε, τόσο κοντά τους ώστε παραλίγο να κόψει την άκρη της μύτης του Λούθιεν.

«Τι γίνεται, θα ’ρθείς;» ρώτησε ο χάφλινγκ, απλώνοντας το σχοινί για να πιαστεί ο φίλος του.

Ο Λούθιεν πιάστηκε καλά και πέρασε το σχοινί σε βρόχο κάτω από το ένα πόδι του, για να σιγουρέψει και τον εαυτό του και τον αναίσθητο τραυματία. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ενώ ο Όλιβερ έκανε το ίδιο.

«Δεν έχεις ξαναβρεθεί σε χειρότερη θέση», είπε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά το μόνο που βγήκε από μέσα ήταν μια κραυγή, καθώς εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν γλίστρησε από τον παγωμένο δούκα, με αποτέλεσμα το βάρος του να παρασύρει μαζί και τον αιφνιδιασμένο φίλο του.

Την επόμενη στιγμή, μια πιο εύστοχη λόγχη Κυκλωπιανού καρφώθηκε βαθιά στην κορυφή του παγωμένου κεφαλιού του δούκα Μόρκνεϊ.

Το τρίο γλίστρησε πάνω στον παγωμένο τοίχο του πύργου προς τα κάτω. Διέγραψαν μια ανοιχτή κυκλική τροχιά καθώς έστριψαν από την απότομη γωνία και, τελικά, βρόντηξαν με δύναμη πάνω στην ανατολική πλευρά του πύργου σταματώντας με ένα τράνταγμα δέκα μέτρα κάτω από την μαγική αρπάγη.

Δεν βρήκαν κανένα σημείο τριγύρω να πατήσουν. Κοίταξαν κάτω και είδαν χαμηλά, πολύ χαμηλά, μια άλλη ομάδα να τους κοιτάζει, αυτήν τη φορά ομάδα φίλων τους. Εκείνη τη στιγμή ο τελευταίος των Κάτερς έβγαινε από την κρυφή ανατολική πόρτα και κατέβαινε με ένα σχοινί τα τελευταία πέντε-έξι μέτρα ως το έδαφος, περνώντας δίπλα από την κρεμαστή γέφυρα που ήταν κλεισμένη και ασφαλισμένη. Δεν υπήρχε τρόπος να τους βοηθήσουν. Ούτε η Κατρίν ούτε τα ευκίνητα ξωτικά μπορούσαν να αναρριχηθούν στον παγωμένο τοίχο για να τους πλησιάσουν.

«Εδώ είναι καλύτερα», δήλωσε σαρκαστικά ο Όλιβερ. «Τουλάχιστον θα μπορέσουν οι φίλοι μας να μας δουν να πεθαίνουμε».

«Όχι τέτοια τώρα, Όλιβερ», είπε σκυθρωπός ο Λούθιεν.

«…Και, τουλάχιστον, δεν μας πετάνε λόγχες στα κεφάλια», συνέχισε απτόητος ο χάφλινγκ. «Σίγουρα αυτοί οι ηλίθιοι μονομάτηδες θα κάνουν μια ώρα για να καταλάβουν από ποια μεριά του πύργου είμαστε».

« Όχι τέτοια τώρα, Όλιβερ», επανέλαβε ο Λούθιεν. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, να βρει κάποια λύση.

Δεν έβλεπε όμως να υπάρχει κανένας τρόπος για να σωθούν. Μετά από μερικές στιγμές μάταιης σκέψης αναρωτήθηκε μήπως πρέπει να αφήσουν απλώς το σχοινί, ώστε να τελειώνουν μια και καλή, χωρίς να περιμένουν το αναπόφευκτο.

Μια λόγχη πέρασε δίπλα τους. Κοιτάζοντας πάνω, είδαν μια ομάδα Κυκλωπιανούς να χαμογελούν χαιρέκακα.

«Μπορεί να κάνεις και λάθος», είπε ο Λούθιεν προλαβαίνοντας τον Όλιβερ, πριν εκείνος πει τη χαρακτηριστική του φράση.

«Με τρία τραβήγματα θα ελευθερωθεί η αρπάγη», είπε ο Όλιβερ. Αυτός ήταν όντως ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθεί η μαγική αρπάγη από τη στιγμή που θα κολλούσε κάπου. «Αν κάνω γρήγορα, θα προλάβω να την ξανακολλήσω πιο χαμηλά».

Ο Λούθιεν τον κοίταζε άναυδος. Ήταν συνηθισμένος στους κομπασμούς του φίλου του, αλλά αυτό δεν ήταν σχέδιο, ήταν αυτοκτονία Αν ελευθέρωνε την αρπάγη, ο ίδιος, ο Λούθιεν και ο τραυματίας θα γίνονταν αλοιφή στον δρόμο, εξήντα μέτρα από κάτω.

Ο Όλιβερ δεν είπε τίποτε άλλο, ούτε και ο Λούθιεν, γιατί δεν υπήρχε τίποτα να πουν. Φαίνεται ότι ο θρύλος της Πορφυρής Σκιάς δεν θα είχε ευτυχισμένο τέλος.

Η αρπάγη του Μπριντ’Αμούρ ήταν υπέροχο εργαλείο. Η ζαρωμένη μπάλα μπορούσε να κολλήσει σε οποιονδήποτε τοίχο, όσο απότομος κι αν ήταν. Τώρα ήταν κολλημένη πάνω στον πάγο στραβά, με τον κρίκο για το σχοινί να προεξέχει προς το πλάι.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ αισθάνθηκαν ένα ξαφνικό τράνταγμα καθώς το βάρος τους έκανε την μπάλα να μισογυρίσει πάνω στον τοίχο. Τώρα το σχοινί κρεμόταν ίσια κάτω. Και μετά, ξαφνικά και αναπάντεχα, αισθάνθηκαν να κατεβαίνουν καθώς η αρπάγη γλιστρούσε πάνω στην παγωμένη επιφάνεια.

Ο Λούθιεν ξεφώνισε. Το ίδιο και ο Όλιβερ, αλλά ο χάφλινγκ είχε την ετοιμότητα να καρφώσει το μεν-γκος στον πάγο. Το στιλέτο χώθηκε βαθιά αφήνοντας μικροσκοπικές σπίθες και χαράζοντας μια λεπτή γραμμή καθώς συνέχιζαν να κατεβαίνουν.

Ενώ από ψηλά ακούγονταν Κυκλωπιανοί να βλαστημούν, άλλη μια λόγχη, πέφτοντας, θα είχε καρφώσει τον Όλιβερ αν δεν την απέκρουε με το μεν-γκος πάνω από το κεφάλι του. Από κάτω άκουσαν φωνές: «Πιάστε τους!»

Ο Λούθιεν κλοτσούσε τον τοίχο, προσπαθούσε να σκαλώσει τις μπότες του στον πάγο, να κάνει οτιδήποτε για να επιβραδύνει κάπως αυτή την τσουλήθρα. Δεν έβλεπε σε τι ύψος βρίσκονταν, πόσο είχαν ακόμη ώσπου να φτάσουν κάτω. Κάθε τόσο, η αρπάγη έφτανε σε ένα σημείο όπου οι πέτρες ξεπρόβαλλαν μέσ’ από τον πάγο και η κάθοδός τους επιβραδυνόταν, αλλά δεν σταματούσε εντελώς. Οι δυο φίλοι συνέχιζαν να κατεβαίνουν, μερικές φορές γρήγορα κι άλλες αργά, ουρλιάζοντας συνέχεια. Ο Λούθιεν είδε τη μυστική πόρτα δέκα μέτρα δεξιά τους, ενώ την επόμενη στιγμή αισθάνθηκε χέρια να απλώνονται για να τους πιάσουν και άκουσε βογγητά παντού γύρω του, καθώς οι σύντροφοί τους είχαν φροντίσει να μειώσουν με τα ίδια τους τα σώματα τη δύναμη της πρόσκρουσης.

Βρόντηξε κάτω, με τον Όλιβερ από πάνω του. Το φαρδύ στήθος του Λούθιεν είχε κάνει πολύ πιο μαλακή την πτώση του χάφλινγκ.

Ο Όλιβερ πετάχτηκε πάνω και έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του. «Σου είπα, έχω βρεθεί σε χειρότερα μέρη», είπε, και με τρία τραβήγματα ελευθέρωσε τη μαγική του αρπάγη.

Μερικά λεπτά αργότερα ακούστηκαν βροντερά χτυπήματα στην κλειστή κρεμαστή γέφυρα. Οι Κυκλωπιανοί είχαν εξαγριωθεί που έχασαν το θήραμά τους. Κομμάτια ξύλο έσπασαν κι έπεσαν προς τα έξω. Προφανώς, οι μονόφθαλμοι χρησιμοποιούσαν ένα από τα αγάλματα του ναού σαν πολιορκητικό κριό.

Κάποιοι βοήθησαν τον Λούθιεν να σηκωθεί, ενώ μερικοί άλλοι πήραν τον τραυματία κι έφυγαν.

«Πρέπει να πηγαίνουμε», είπε η Κατρίν Ο’ Χέιλ. Στεκόταν δίπλα στον παραζαλισμένο Λούθιεν και τον στήριζε από τον αγκώνα.

Ο Λούθιεν την κοίταξε, μετά κοίταξε την Σιόμπαν που στεκόταν δίπλα της και τις άφησε να τον οδηγήσουν στα δρομάκια.

Μέσα σε μερικές στιγμές οι Εριαντοριανοί εξαφανίστηκαν στους δρόμους της κάτω πόλης, ενώ οι Κυκλωπιανοί, όταν κατάφεραν να σπάσουν την κρυφή πόρτα, έμειναν να κοιτάζουν απογοητευμένοι τον άδειο δρόμο μην τολμώντας να τους ακολουθήσουν.

Λίγο πιο μακριά, ο Όλιβερ σταμάτησε κάνοντας νόημα στους συντρόφους του να περιμένουν. Κοίταξαν όλοι πίσω ακολουθώντας το βλέμμα του χάφλινγκ μέχρι τον μεγάλο πύργο της Μητρόπολης. Ο σκεπασμένος με πάγο ανατολικός τοίχος άστραφτε μέσα στο πρωινό φως, έτσι ώστε αυτό το οποίο είχε προσέξει ο χάφλινγκ φαινόταν ολοκάθαρο και πολύ ταιριαστό.

Πάνω στον τοίχο, σε εξήντα μέτρα ύψος, διακρινόταν καθαρά μια κόκκινη σιλουέτα, μια πορφυρή σκιά. Ο θαυματουργός μανδύας του Λούθιεν είχε αφήσει το χαρακτηριστικό του σημάδι πάνω στις πέτρες του πύργου, ένα επίκαιρο μήνυμα από την Πορφυρή Σκιά προς τον λαό του Μόντφορτ.

Загрузка...