«Κάνει το σωστό», είπε η Σιόμπαν πλησιάζοντας την Κατρίν στο τείχος. Η Κατρίν Ο’ Χέιλ δεν γύρισε να την κοιτάξει, μολονότι απόρησε που η Σιόμπαν είχε διαλέξει εκείνο το συγκεκριμένο σημείο του τείχους, τόσο κοντά της.
Κάτω, ο Όλιβερ και ο Λούθιεν έβγαιναν από τις πύλες, ο Όλιβερ με το κίτρινο πόνι του και ο Λούθιεν ψηλός, περήφανος πάνω στον κατάλευκο Ριβερντάνσερ. Είχαν αποχαιρετίσει ήδη τους φίλους τους κι έτσι δεν γύρισαν να κοιτάξουν πίσω. Προχώρησαν δίπλα-δίπλα προς το πεσμένο εξωτερικό τείχος, περνώντας την περιοχή όπου υπήρχαν ακόμη αρκετά πτώματα Κυκλωπιανών που δεν είχαν προλάβει να απομακρύνουν τα συνεργεία ταφής, ασημόμαυρα εξογκώματα μέσα στο χιόνι που μειωνόταν σταθερά.
»Έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους», πρόσθεσε η Σιόμπαν.
«Ποιοι;» ρώτησε η Κατρίν.
Η Σιόμπαν την κοίταξε με σκεπτικισμό προσέχοντας ότι το βλέμμα της ήταν στραμμένο ανατολικά στον ορίζοντα, που έπαιρνε το ροζ χρώμα της αυγής. Η περήφανη Κατρίν απέφευγε επιδεικτικά να κοιτάξει τον Λούθιεν.
«Οι φίλοι μας», απάντησε η Σιόμπαν παίζοντας αυτό το ανόητο εφηβικό παιχνίδι της πολεμίστριας από το Χέιλ.
Αυτήν τη φορά η Κατρίν κοίταξε τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, μια αδιάφορη ματιά. «Ο Λούθιεν, έτσι κι αλλιώς, τρέχει συνεχώς εδώ κι εκεί», απάντησε. «Όπου τον πάει το άλογό του.
Η Σιόμπαν συνέχισε να την κοιτάζει εξεταστικά, προσπαθώντας να αντιληφθεί τι εννοεί.
»Έτσι έκανε πάντα», δήλωσε η Κατρίν, γυρίζοντας για να κοιτάξει την Σιόμπαν. «Πηγαίνει όπου θέλει, όποτε θέλει, και είναι ανόητη η γυναίκα που νομίζει ότι μπορεί να τον κρατήσει κοντά της». Καθώς στράφηκε αμέσως αλλού, αυτή η κίνηση αποκάλυψε περισσότερα από όσα ήθελε. «Είναι ανόητη η γυναίκα που νομίζει ότι μπορεί να αλλάξει τον Λούθιεν Μπέντγουιρ».
Η φωνή της ήταν τελείως ήρεμη, αλλά η Σιόμπαν διέκρινε εύκολα την κρυμμένη πικρία. Η Κατρίν πονούσε και αυτή η αδιάφορη έκφραση ήταν ένα προσωπείο, ενώ τα λόγια κι ο τόνος της δεν ήταν παρά ένα βέλος που σκόπευε την καρδιά της Σιόμπαν. Η μισοξωτική ήξερε ότι η Κατρίν τα έλεγε αυτά από πόνο. Στην πραγματικότητα, η ίδια δεν προσβλήθηκε ούτε πληγώθηκε από την αναχώρηση του Λούθιεν, γιατί ένιωθε ότι η ίδια κι ο νεαρός Μπέντγουιρ έχουν συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα της σχέσης τους.
Ο Σιόμπαν για λίγο έμεινε αμίλητη. Αναλογιζόταν τη συμπάθειά της για την Κατρίν αλλά και τα λόγια που της είχε πετάξει η περήφανη γυναίκα. Ήξερε ότι αυτή η επίθεση έγινε καθαρά από αυτοάμυνα, αλλά και πάλι απόρησε που η Κατρίν της επιτέθηκε με αυτό τον τρόπο, που προσπάθησε να την κάνει να νιώσει άσχημα για την αναχώρηση του Λούθιεν.
«Έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους», επανέλαβε η Σιόμπαν. «Μη φοβάσαι όμως», πρόσθεσε, με όση δραματική έμφαση χρειαζόταν για να γυρίσει η Κατρίν και να την κοιτάξει. «Ξέρω ότι ο Λούθιεν έχει καλές επιδόσεις στις μεγάλες αποστάσεις».
Η Κατρίν την κοίταξε με μισάνοιχτο στόμα, κατάπληκτη με αυτό το ασυνήθιστο υπονοούμενο της Σιόμπαν και τον πονηρό, σχεδόν χυδαίο τόνο της.
Η Σιόμπαν γύρισε και κατέβηκε με άνεση τη σκάλα αφήνοντας την Κατρίν στο τείχος, με το θέαμα του Λούθιεν και του Όλιβερ να απομακρύνονται προς τα βορειοανατολικά.
Η Κατρίν κοίταξε τους μακρινούς τώρα καβαλάρηδες, ειδικά τον Λούθιεν, τον άνθρωπο που ήταν σύντροφός της στο Μπέντγουιντριν. Μαζί είχαν ζήσει τόσα χρόνια, μαζί έχασαν την αθωότητά τους απέναντι στη ζωή και στον έρωτα. Ήθελε να πληγώσει την Σιόμπαν λεκτικά, αν όχι ψυχικά. Στην πραγματικότητα την συμπαθούσε, τη σεβόταν βαθιά και από πολλές απόψεις τη θεωρούσε φίλη της. Αλλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει αυτό το αίσθημα της ζήλιας.
Ήξερε ότι είχε χάσει αυτήν τη λεκτική μονομαχία. Έμεινε μόνη πάνω στο τείχος του Κάερ Μακντόναλντ μέσα στην ψύχρα της ανοιξιάτικης αυγής κοιτάζοντας τον Λούθιεν που απομακρυνόταν, με το πρόσωπό της ζαρωμένο σε μια αδύναμη προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα που ανάβλυζαν στα λαμπερά πράσινα μάτια της.
«Πάντως, ξέρεις να το σκας για να αποφεύγεις τα προβλήματα», είπε ο Όλιβερ στον Λούθιεν, όταν είχαν απομακρυνθεί από το τείχος του Κάερ Μακντόναλντ.
Ο Λούθιεν κοίταξε απορημένος τον μικροσκοπικό σύντροφό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε. «Εμείς, μάλλον πάμε γυρεύοντας για προβλήματα, δεν προσπαθούμε να τα αποφύγουμε», του απάντησε.
«Μια μάχη με Κυκλωπιανούς δεν συνιστά πρόβλημα», του εξήγησε ο Όλιβερ. «Ή, τουλάχιστον, δεν είναι από τα προβλήματα που φοβάσαι.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε καχύποπτα, καταλαβαίνοντας πού το πηγαίνει ο φίλος του.
»Αλλά ξέρεις να αποφεύγεις τα προβλήματα του άλλου είδους, τα πιο αδιόρατα και οδυνηρά», συνέχισε ο Όλιβερ. «Πρώτα στέλνεις την Κατρίν στο Πορτ Τσάρλι…»
«Αυτή προσφέρθηκε!» διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν. «Απαίτησε να πάει!»
«…Και τώρα φρόντισες να λείψεις δυο βδομάδες τουλάχιστον», συνέχισε ο χάφλινγκ χωρίς δισταγμό αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του Λούθιεν.
Οι διαμαρτυρίες δεν συνεχίστηκαν γιατί ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι ο Όλιβερ είχε δίκιο.
«Ωραία!», τον μάλωσε ο Όλιβερ. «Σπουδαίος ήρωας με το σπαθί, αλλά στον έρωτα, βράστα!»
Ο Λούθιεν πήγε να τον ρωτήσει τι ανοησίες είναι αυτές που λέει και να του πει να σταματήσει τις νύξεις του, αλλά κατάλαβε ότι ήταν πολύ αργά πια για κάτι τέτοιο. «Πώς τολμάς;» είπε κοφτά, έτσι ώστε ο Όλιβερ κατάλαβε ότι του είχε ξύσει καίρια την πληγή. «Τι ξέρεις εσύ;» ρώτησε συνεχίζοντας ο Λούθιεν. «Τι ξέρεις για όλα αυτά;»
«Είμαι πολύ ικανός και επιδέξιος στα θέματα της καρδιάς», του απάντησε περήφανα ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον μικροσκοπικό σύντροφό του με μια έκφραση που έδειχνε καθαρά τις αμφιβολίες του.
Ο Όλιβερ ξεφύσηξε αγαναχτισμένα. «Ανόητε νεαρέ», είπε, χτυπώντας τα δάχτυλά του στον αέρα. «Στη Γασκόνη λένε ότι ένας έμπορος είναι τόσο καλός όσο το πορτοφόλι του, ένας πολεμιστής είναι τόσο καλός όσο το όπλο του, και ένας εραστής είναι τόσο καλός όσο…»
«Όλιβερ!» τον έκοψε ο Λούθιεν κατακόκκινος από ντροπή.
«…Η καρδιά του», αποτελείωσε τη φράση του ο Όλιβερ κοιτάζοντας με περιέργεια τον σοκαρισμένο σύντροφό του. «Μου φαίνεται ότι έχεις γίνει πολύ χυδαίος!» πρόσθεσε μετά.
«Απλώς νόμισα…» τραύλισε ο Λούθιεν, αλλά μετά σταμάτησε. Κούνησε μοιρολατρικά το κεφάλι του φτερνίζοντας τον Ριβερντάνσερ, που πετάχτηκε μπροστά από τον Θρεντμπέαρ.
Ο Όλιβερ όμως επέμεινε φέρνοντας το πόνι του πάλι δίπλα στο άλογο του Λούθιεν. «Δεν γνωρίζεις την καρδιά σου, φίλε μου», είπε. «Έτσι το βάζεις στα πόδια, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορείς να αποφύγεις το πρόβλημα!»
«Όλιβερ ο ποιητής!» είπε σαρκαστικά ο Λούθιεν.
«Με έχουν αποκαλέσει και χειρότερα».
Ο Λούθιεν δεν επέμεινε, ούτε ο Όλιβερ. Η συζήτηση τελείωσε, αλλά οι σκέψεις του Λούθιεν όχι. Ο νέος ένιωθε πραγματικά διχασμένος, γεμάτος πάθος και τύψεις μαζί, καθώς αγαπούσε και την Κατρίν και την Σιόμπαν, αν και με διαφορετικό τρόπο την καθεμία. Δεν μετάνιωνε για τον δεσμό του με την Σιόμπαν —πώς θα μπορούσε ποτέ να δει με θλίψη αυτές τις όμορφες στιγμές;— από την άλλη μεριά όμως δεν ήθελε να πληγώσει την Κατρίν, ποτέ και με κανέναν τρόπο. Όταν δημιουργήθηκε αυτός ο δεσμός, ο Λούθιεν είχε παρασυρθεί από τη στιγμή, την έξαψη του ταξιδιού, την πόλη και την επανάσταση. Το Μπέντγουιντριν και η Κατρίν έμοιαζαν να βρίσκονται ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα και ένα εκατομμύριο χρόνια μακριά.
Μετά όμως η Κατρίν γύρισε κοντά του, μια υπέροχη φίλη από μια άλλη εποχή, η πρώτη του αγάπη και, όπως είχε αντιληφθεί στο μεταξύ, η μοναδική.
Πώς θα μπορούσε να το πει αυτό στην Κατρίν, τώρα, μετά από όσα είχε κάνει; Θα δεχόταν εκείνη να τον ακούσει; Αν είχε συμβεί το αντίστροφο, θα δεχόταν ο ίδιος να ακούσει την Κατρίν;
Δεν είχε απαντήσεις για αυτές τις ενοχλητικές ερωτήσεις. Έτσι συνέχισε με γοργό ρυθμό τον δρόμο του προς τις βόρειες υπόρειες του Άιρον Κρος, προσπαθώντας να αφήσει το Κάερ Μακντόναλντ πίσω του.
Το χιόνι, που είχε δυσκολέψει τόσο πολύ τους Κυκλωπιανούς και είχε σκοτώσει τόσους πολλούς ενώ προσπαθούσαν να ξεφύγουν, έγινε μια μακρινή ανάμνηση, κάποια λευκά ίχνη που χάνονταν καθώς κυρίευε τα πάντα η άνοιξη. Είχαν περάσει μόνο δύο βδομάδες από τη μάχη και το χιόνι υποχωρούσε γοργά, με μοναδική εξαίρεση τα βουνά, όπου ο χειμώνας συνεχιζόταν πεισματικά. Τα δέντρα ήταν γεμάτα μπουμπούκια, ενώ οι κοφτές γκρίζες γραμμές τους άρχιζαν να παίρνουν τα χρώματα και τα σχήματα της άνοιξης.
Ήταν η πέμπτη μέρα μετά την αναχώρηση του Λούθιεν και του Όλιβερ από το Κάερ Μακντόναλντ. Σε αυτό το διάστημα είχαν φτάσει στην πόλη αρκετές εκατοντάδες στρατιώτες από τα δυτικά, κυρίως πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι, έτσι ο Μπριντ’Αμούρ άρχισε την πορεία του. Προχωρούσαν σε μακριά φάλαγγα, πολλοί έφιπποι αλλά οι περισσότεροι πεζοί, και στην αρχή της φάλαγγας κυμάτιζαν οι παλιές σημαίες του Εριαντόρ με τον σταυρό πάνω σε πράσινο φόντο.
Ταυτόχρονα, ο Σάγκλιν και οι νάνοι που είχαν απομείνει, κάπου διακόσια άτομα, έφυγαν από τη νότια πύλη του Κάερ Μακντόναλντ για τα βουνά φορτωμένοι με βαριά σακίδια.
«Ο Λούθιεν πέρασε από το Μπρόνεγκαν», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στην Κατρίν, που προχωρούσε δίπλα του.
Εκείνη έκανε ένα καταφατικό νεύμα, σίγουρη ότι αυτό όταν γεγονός κι όχι εικασία, χωρίς καμία έκπληξη για το πώς ήξερε ο μάγος τέτοιες λεπτομέρειες.
«Πόσους στρατιώτες μάζεψε;» τον ρώτησε.
«Του υποσχέθηκαν εκατό άτομα», απάντησε ο μάγος. «Αλλά θα έλθουν μαζί του μόνο αν, επιστρέφοντας στην πόλη, έχει μαζί του πολλούς ακόμη εθελοντές».
Η Κατρίν έκλεισε τα μάτια της. Ήξερε τι συμβαίνει, και αυτή ακριβώς ήταν η πιο απρόβλεπτη και, πιθανόν, επικίνδυνη πλευρά της επανάστασης. Είχαν νικήσει στο Κάερ Μακντόναλντ, είχαν υψώσει τις παλιές σημαίες του Εριαντόρ πράγμα που θα έδινε στον λαό κάποια ελπίδα, αλλά οι αγρότες και οι απλοί άνθρωποι που ζούσαν μια ήσυχη ζωή δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τον Γκρινσπάροου, ούτε τους ενδιέφερε η πολιτική. Έτσι θα δέχονταν να πολεμήσουν μόνο αν πίστευαν πραγματικά όχι μόνο στην επανάσταση αλλά κυρίως σε μια πολύ βάσιμη προοπτική νίκης.
»Φυσικά θέλουν να δουν ότι υπάρχουν κι άλλοι», είπε ο Μπριντ’Αμούρ, λες και το νέο δεν θα έπρεπε ούτε να την εκπλήξει ούτε να τη στενοχωρήσει. «Το περιμέναμε αυτό από την αρχή», συνέχισε ο γέρο-μάγος γελώντας. «Μισώ τον Γκρινσπάροου περισσότερο κάθε τί και είμαι πολύ ισχυρότερος από τους πιο πολλούς μάγους, αλλά ακόμη κι εγώ δεν θα προσχωρούσα σε έναν στρατό με δύο μόνο στρατιώτες!»
Η Κατρίν κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα, αλλά εδώ παρέμενε ένα λογικό πρόβλημα που δεν μπορούσε να το απορρίψει εύκολα. Δεν υπήρχε ούτε μία πόλη βόρεια του Κάερ Μακντόναλντ, ούτε μία πόλη σε όλο το Εριαντόρ με μοναδική εξαίρεση ίσως το Πορτ Τσάρλι, που θα μπορούσε να συγκεντρώσει μια σημαντική δύναμη από μόνη της. Οι πόλεις ήταν ανεξάρτητες. Δεν είχαν έναν μοναδικό ηγέτη, η καθεμία αποτελούσε μεμονωμένο μικρό κράτος, δεν είχαν ενωθεί ποτέ, ακόμη και στις λεγόμενες “ένδοξες” μέρες του Μπρους Μακντόναλντ. Οι κάτοικοι του Εριαντόρ ήταν ανεξάρτητοι άνθρωποι. Αυτό ακριβώς είχε εκμεταλλευτεί ο Γκρινσπάροου στην πρώτη του κατάκτηση και, κατά πάσα πιθανότητα, αυτό θα εκμεταλλευόταν πάλι. Η Κατρίν τίναξε τα κόκκινα μαλλιά της, κοιτάζοντας τον στρατό που προχωρούσε με αρκετή τάξη πίσω της. Ήταν ισχυρή δύναμη, ικανή μάλλον για να καταλάβει το Τείχος του Μαλπουισάν. Αλλά αν ο Γκρινσπάροου τους χτυπούσε πάλι, ακόμη κι όταν θα ήταν προστατευμένοι πίσω από το τείχος, ακόμη κι έχοντας το φράγμα των βουνών ανάμεσά τους, ακόμη και με τον νεοαποκτημένο στόλο τους να παρεμποδίζει τις προσπάθειες του βασιλιά, τότε πια θα χρειάζονταν πολύ περισσότερους στρατιώτες.
Πολύ περισσότερους.
«Προς τα πού θα πάει τώρα ο Λούθιεν;» αναρωτήθηκε η Κατρίν. Άθελά της είχε διατυπώσει μεγαλόφωνα την ερώτηση.
«Στα υψίπεδα του Έραντοχ», απάντησε αμέσως ο Μπριντ’Αμούρ.
«Και τι θα βρει σε αυτό το άγριο μέρος;» τόλμησε να ρωτήσει η Κατρίν. «Τι σου έδειξε η μαγική ματιά σου για τους βουνήσιους;»
Ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε το κεφάλι του, με τα λευκά μαλλιά και τη γενειάδα του να σειούνται δεξιά-αριστερά. «Μπορώ να στείλω τα μάτια μου σε πολλά μέρη», απάντησε, «αλλά μόνο αν έχω κάποιο σημείο αναφοράς. Μερικές φορές μπορώ να στείλω τη ματιά μου στον Λούθιεν, γιατί μπορώ να συλλάβω τις σκέψεις του κι έτσι να χρησιμοποιήσω τα μάτια του σαν οδηγό μου. Μπορώ να βρω τον Γκρινσπάροου και αρκετούς άλλους από την αυλή του, γιατί τους γνωρίζω. Αλλά δεν μπορώ να δω πράγματα για τα οποία δεν έχω σημείο αναφοράς, όπως έγινε όταν προσπαθούσα να εντοπίσω τον στόλο που ξεκίνησε από το Άβον για τον βορρά».
«Ναι, αλλά τι σου έδειξε η ματιά σου για τους βουνήσιους;» επέμεινε η Κατρίν, καταλαβαίνοντας ότι αυτά που της έλεγε ο Μπριντ’Αμούρ ήταν αλήθεια, αλλά μόνο η μισή αλήθεια.
Ο Μπριντ’Αμούρ γέλασε με ένοχο ύφος. «Ο Λούθιεν δεν θα αποτύχει», ήταν το μόνο που είπε.