«Μπορούμε να το γκρεμίσουμε μαζί μ’ αυτούς μέσα», πρότεινε ο Σάγκλιν. Ο νάνος μελετούσε την περγαμηνή που ήταν απλωμένη στο τραπέζι μπροστά του, χαϊδεύοντας τη γενειάδα του.
«Να το γκρεμίσουμε;» είπε ο Όλιβερ με μια έκφραση φρίκης παρόμοια με αυτή που έπαιρνε και το πρόσωπο του Λούθιεν.
«Να γκρεμίσουμε το κτήριο», εξήγησε ο νάνος με πρακτικό τόνο. «Καθώς οι πέτρες θα πέφτουν, οι αναθεματισμένοι μονόφθαλμοι θα γίνουν λιώμα μέχρι τον τελευταίο».
«Μιλάμε για τέμενος!» φώναξε ο Όλιβερ. «Για καθεδρικό ναό!»
Ο Σάγκλιν δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται.
«Μόνο ο Θεός μπορεί να γκρεμίσει έναν ναό», πρόσθεσε ο Όλιβερ.
«Μην είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό», απάντησε σαρκαστικά ο Σάγκλιν. Η Μητρόπολη ήταν καλά χτισμένη, αλλά ο Σάγκλιν ήταν σίγουρος ότι, αν βγάζαμε μερικές πέτρες από στρατηγικά σημεία…
«…Και, αν ο Θεός είχε την πρόθεση να καταστρέψει τη Μητρόπολη, θα το έκανε όσο κυβερνούσε ο απαίσιος Μόρκνεϊ», πρόσθεσε ο Λούθιεν. Η ξαφνική του επέμβαση στη συζήτηση έβγαλε τον Σάγκλιν από τις τόσο ευχάριστες σκέψεις του.
«Μα τις φάλαινες, βλέπω νιώθουμε πολύ ανώτεροι, ε;» ακούστηκε μια φωνή από τον πόρτα. Γύρισαν και οι τρεις και είδαν την Κατρίν να μπαίνει στο δωμάτιο όπου ήταν συγκεντρωμένοι, στο σπίτι του Λούθιεν και του Όλιβερ στο Τάινι Άλκοουβ. Εκεί ήταν ακόμη το αρχηγείο της αντίστασης, παρ’ όλο που θα μπορούσαν να έχουν πάρει κάποιο από τα μεγάλα σπίτια των εμπόρων ή και το ίδιο το παλάτι του δούκα Μόρκνεϊ. Η ιδέα να παραμείνουν στο Τάινι Άλκοουβ, σε μία από τις φτωχότερες συνοικίες του Μόντφορτ, ήταν του Λούθιεν. Πίστευε ότι, σαν αρχηγός του λαού, πρέπει να παραμείνει κοντά τους.
Ο Λούθιεν κοίταξε επιφυλακτικά την Κατρίν, που διέσχισε με αργές μεγάλες δρασκελιές το δωμάτιο. Το διαμέρισμα ήταν ημιυπόγειο, με μια στενή σκάλα από την οποία ανέβαινες στον δρόμο, την οδό Τάινι Άλκοουβ, η οποία ουσιαστικά δεν ήταν παρά ένα στενό σοκάκι. Ο Λούθιεν είδε τη σκάλα πίσω από την Κατρίν, ενώ οι φρουροί, που είχε τοποθετήσει η Σιόμπαν απ’ έξω, απολάμβαναν τον ήλιο ακουμπισμένοι στον τοίχο.
Κυρίως όμως ο νεαρός Μπέντγουιρ είδε την Κατρίν. Μόνο την Κατρίν. Για φαντάσου, να τους λέει ότι νιώθουν ανώτεροι! Μετά από εκείνο το περιστατικό στο Ντουέλφ, η Κατρίν είχε πάντα ένα ψυχρό κι απόμακρο ύφος όταν βρισκόταν κοντά του. Σπάνια τον κοίταζε στα μάτια πια, έμοιαζε μάλλον να κοιτάζει κάπου πίσω του, λες και ο Λούθιεν δεν ήταν εκεί.
«Φυσικά, είμαστε ανώτεροι!» απάντησε θιγμένος ο Όλιβερ. «Νικήσαμε».
«Όχι ανώτεροι», τον διόρθωσε ο Λούθιεν με τόνο απότομο, πιο απότομο απ’ ό,τι θα ήθελε. «Όμως δεν αμφιβάλλουμε για την κακία του Μόρκνεϊ και του Γκρινσπάροου. Δεν είμαστε ανώτεροι, έχουμε το δίκιο με το μέρος μας. Δεν έχω καμιά…»
Η Κατρίν πήρε μια ξινισμένη έκφραση και σήκωσε το χέρι της, σταματώντας τη διάλεξη πριν αρχίσει.
Ο Λούθιεν έκανε έναν μορφασμό ενόχλησης. Η στάση της είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει.
«Ό,τι κι αν σκοπεύετε να κάνετε με τη Μητρόπολη, πρέπει να το κάνετε γρήγορα», είπε η Κατρίν, σκυθρωπή ξαφνικά. «Μάθαμε ότι ένας στόλος ξεκίνησε από τη δυτική ακτή, νότια του Άιρον Κρος».
«Με βόρεια κατεύθυνση», συμπέρανε ο Όλιβερ.
«Έτσι λένε οι φήμες», απάντησε η Κατρίν.
Ο Λούθιεν δεν ξαφνιάστηκε. Ήταν σίγουρος από την αρχή ότι ο Γκρινσπάροου θα αντιδρούσε στέλνοντας στρατό. Όμως, αν και ήξερε ότι ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, ότι ο Γκρινσπάροου θα έστελνε δυνάμεις, η επιβεβαίωση του προκάλεσε ένα οδυνηρό σοκ. Δεν είχαν καν εξασφαλίσει ακόμη ολόκληρο το Κάερ Μακντόναλντ, ενώ επίσης υπήρχαν τόσα πράγματα που έπρεπε να γίνουν. Καθημερινά έπαιρνε περισσότερες αποφάσεις απ’ όσες είχε πάρει σ’ όλη του τη ζωή. Δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι στηρίζονταν πάνω του, απευθυνόμενοι σε αυτόν για να τους λύσει κάθε πρόβλημα.
«Οι ειδικοί στους καιρούς πιστεύουν ότι η ζέστη θα συνεχιστεί», είπε η Κατρίν. Το νέο θα ’πρεπε να τους ικανοποιήσει αφού η κακοκαιρία και το κρύο τους ταλαιπωρούσε τόσο καιρό, αλλά ο τόνος της Κατρίν δεν ήταν χαρούμενος.
«Οι δρόμοι από το Πορτ Τσάρλι θα είναι γεμάτοι λάσπη για πολλές βδομάδες», είπε ο Λούθιεν καταλαβαίνοντας την ανησυχία της Κατρίν. Το χιόνι δεν ήταν πολύ βαθύ, αλλά το ταξίδι κατά τις αρχές της άνοιξης δεν ήταν πολύ ευκολότερο από το ταξίδι μες στην καρδιά του χειμώνα.
Η Κατρίν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Δεν σκεφτόταν τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να έρχονταν από τα δυτικά. «Έχουμε νεκρούς να θάψουμε», είπε. «Χιλιάδες νεκρούς, ανθρώπους και Κυκλωπιανούς».
«Οι Κυκλωπιανοί στα όρνεα!» γρύλλισε ο Σάγκλιν.
«Βρομάνε», απάντησε η Κατρίν. «Και τα πρησμένα πτώματά τους γεμίζουν ζωύφια». Κοίταξε τον Λούθιεν στα ίσια για πρώτη φορά εδώ και αρκετές μέρες. «Πρέπει να φροντίσεις τις λεπτομέρειες…»
Συνέχισε να μιλάει, αλλά ο Λούθιεν κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο μικρό τραπέζι και έπαψε να παρακολουθεί τη συζήτηση. Πρέπει να το φροντίσεις! Πρέπει να το φροντίσεις! Πόσες φορές την ώρα άκουγε αυτά τα λόγια; Ο Όλιβερ, η Σιόμπαν, η Κατρίν, ο Σάγκλιν και μια χούφτα άλλοι του προσέφεραν μεγάλη βοήθεια, αλλά πάντα ο τελευταίος λόγος σε κάθε απόφαση έπεφτε στους όλο και πιο κουρασμένους ώμους του Λούθιεν.
«Λοιπόν;» είπε κατσουφιασμένη η Κατρίν επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα. Ο Λούθιεν την κοίταξε σαν χαμένος.
«Αν δεν το κάνουμε τώρα, μπορεί να μη βρούμε τον χρόνο αργότερα», είπε ο Όλιβερ με τόνο που έδειχνε ότι συμφωνούσε με την Κατρίν. Ο Λούθιεν δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλάνε.
«Πιστεύουμε ότι συμπαρίστανται στον αγώνα μας», πρόσθεσε η Κατρίν, με ύφος που έκανε τον Λούθιεν να υποψιαστεί ότι επαναλάμβανε για δεύτερη φορά τη φράση της.
«Τι προτείνεις εσύ;» μπλοφάρισε ο Λούθιεν.
Η Κατρίν τον κοίταξε ερευνητικά για λίγο, σαν να συνειδητοποιούσε εκείνη τη στιγμή ότι ο Λούθιεν δεν είχε καν ακούσει τι συζητούν. «Να βάλουμε τον Τάσμαν να συγκεντρώσει μια ομάδα και να πάει να τους μιλήσει», είπε η Κατρίν. «Ξέρει τους αγρότες καλύτερα απ’ όλους. Αν υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας, που μπορεί να φροντίσει να έλθουν πάλι τρόφιμα στο Κάερ Μακντόναλντ, αυτός είναι ο Τάσμαν».
Το πρόσωπο του Λούθιεν φωτίστηκε, ήταν χαρούμενος που είχε καταλάβει ποια είναι η συζήτηση και που δεν χρειάστηκε να πάρει εκείνος την απόφαση. «Φρόντισέ το», είπε στην Κατρίν.
Εκείνη πήγε να γυρίσει, αλλά τα πράσινα μάτια της έμειναν καρφωμένα στον Λούθιεν για λίγο. Έμοιαζε να τον αναμετρά, και…
Και τι; Αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Υπήρχε και κάτι άλλο σε αυτά τα μάτια, που πίστευε ότι τα ήξερε τόσο καλά. Πόνος; Θυμός; Υποψιαζόταν ότι η σχέση του με την Σιόμπαν πλήγωνε την Κατρίν, αν και η ίδια ισχυριζόταν το αντίθετο.
Η Κατρίν, αφού στράφηκε, βγήκε στον δρόμο περνώντας ανάμεσα στα ξωτικά που φρουρούσαν το σπίτι.
Φυσικά η περήφανη Κατρίν Ο’ Χέιλ δεν θα παραδεχόταν ποτέ τον πόνο της, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Και μάλιστα πόνο για κάτι τόσο μηδαμινό όπως ο έρωτας.
«Δεν θα βρούμε εθελοντές για να θάψουμε τους μονόφθαλμους», είπε ο Όλιβερ μετά από λίγο.
Ο Σάγκλιν ξεφύσηξε. «Θα το κάνουν οι δικοί μου, κι εγώ μαζί τους», είπε ο νάνος και, με μια γρήγορη υπόκλιση στον Λούθιεν, γύρισε να φύγει κι αυτός. «Αν το καλοσκεφτείς, είναι ευχάριστη ασχολία να ρίχνεις χώμα πάνω σε Κυκλωπιανούς».
«…Και θα ήταν ακόμη πιο ευχάριστη αν ήταν ζωντανοί», κάγχασε ο Όλιβερ.
«Σκεφτείτε αυτό που σας είπα, να γκρεμίσουμε το κτήριο», φώναξε ο νάνος πάνω από τον ώμο του, δείχνοντας ότι του άρεσε πολύ η ιδέα. «Μα τους θεούς, αν το κάνουμε, οι Κυκλωπιανοί μέσα θα είναι ήδη θαμμένοι! Θα γλυτώσουμε τόσο κόπο!»
Ο Σάγκλιν, σταματώντας στην πόρτα, στράφηκε πάλι με το πρόσωπό του να φωτίζεται από μια ιδέα. «Αν καταφέρναμε τους μονόφθαλμους να κουβαλήσουν τους νεκρούς τους μέσα και μετά να γκρεμίσουμε το κτήριο…»
Ο Λούθιεν έκανε ένα ανυπόμονο νεύμα και ο Σάγκλιν σήκωσε τους ώμους κι έφυγε.
«Τελικά, τι θα κάνουμε με τη Μητρόπολη;» ρώτησε ο Όλιβερ, αφού έκλεισε η πόρτα.
«Έχουμε βάλει ανθρώπους να μοιράσουν όπλα», απάντησε ο Λούθιεν. «Και έχουμε ορίσει άλλους να εκπαιδεύσουν τους πρώην σκλάβους και τους πολίτες στη χρήση τους. Οι νάνοι του Σάγκλιν έχουν κάνει τα σχέδια αμυντικών έργων για την πόλη, αλλά πρέπει να συναντηθώ μαζί τους για να τα εγκρίνω. Τώρα έχουμε να θάψουμε νεκρούς, να συγκεντρώσουμε τρόφιμα. Πρέπει να κάνουμε συμμαχίες με τις γύρω αγροτικές περιοχές. Μετά, υπάρχει το θέμα του Πορτ Τσάρλι και ο στόλος που υποτίθεται ότι έρχεται βόρεια. Τέλος, φυσικά, πρέπει να θάψουμε τους νεκρούς Κυκλωπιανούς».
«Εντάξει, κατάλαβα», είπε ο Όλιβερ.
«Η Μητρόπολη!..» συνέχισε αγανακτισμένος ο Λούθιεν. «Καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι να την καθαρίσουμε, πριν φτάσει ο στρατός του Γκρινσπάροου. Μπορεί να χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσουμε οι ίδιοι σαν τελευταίο καταφύγιο».
«Ας ελπίσουμε ότι οι στρατιώτες του Άβον δεν θα μπουν τόσο βαθιά μέσα στην πόλη», είπε ο Όλιβερ.
«Οι πιθανότητες να μπουν, θα είναι πολύ μεγαλύτερες αν είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε το ένα τέταρτο των δυνάμεων μας να φυλάει σκοπιά γύρω από τον καθεδρικό ναό», απάντησε ο Λούθιεν. «Το ξέρω, ξέρω επίσης ότι πρέπει να βρω κάποιο σχέδιο για να τον πορθήσουμε».
«…Αλλά;» τον παρότρυνε ο Όλιβερ.
«Πάρα πολλά θέματα», απάντησε ο Λούθιεν. Κοίταξε τον Όλιβερ σαν να ζητούσε την υποστήριξή του. «Τι θα είμαι τελικά, στρατηγός ή δήμαρχος;»
«Εσύ τι θα προτιμούσες;» ρώτησε ο Όλιβερ, αλλά ήξερε ήδη την απάντηση. Ο Λούθιεν ήθελε να πολεμήσει τον Γκρινσπάροου με τα όπλα, όχι με διατάγματα.
«Τι θα ήταν καλύτερο για τον αγώνα του Εριαντόρ;» του απάντησε ο νεαρός Μπέντγουιρ.
Ο Όλιβερ ξεφύσηξε. Δεν είχε αμφιβάλει ούτε στιγμή ότι θα έπαιρνε μια τέτοια απάντηση. Είχε δει τον Λούθιεν να οδηγεί τους πολεμιστές, τον είχε δει να απελευθερώνει μεθοδικά το Μόντφορτ μέχρι που το μετέτρεψε σε Κάερ Μακντόναλντ. Και είχε δει τα πρόσωπα εκείνων που πολεμούσαν δίπλα του, εκείνων που κοίταζαν με δέος τις κινήσεις του καθώς πολεμούσε.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε μέσα η Σιόμπαν. Με την πρώτη ματιά που τους έριξε, κατάλαβε ότι βρίσκονται στη μέση μιας σοβαρής συζήτησης. Ζήτησε συγγνώμη από αυτούς που είχαν έλθει μαζί της, κάνοντάς τους νόημα να βγουν πάλι στον δρόμο, ενώ η ίδια έμεινε μέσα κι έκλεισε πίσω τους την πόρτα. Μετά πλησίασε αθόρυβα στο τραπέζι παραμένοντας όμως σιωπηλή, από σεβασμό. Δεν ήταν ασυνήθιστο αυτό. Η Σιόμπαν είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να μπαίνει στις περισσότερες συζητήσεις του Όλιβερ και του Λούθιεν.
«Νομίζω ότι η Πορφυρή Σκιά δεν θα είναι πια τόσο μεγάλος θρύλος αν γίνει ο δήμαρχος μιας πόλης», απάντησε ο χάφλινγκ.
«Ποιος τότε;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Η απάντηση δεν ήλθε από τον Όλιβερ, αλλά απρόσμενα από την Σιόμπαν, που είχε καταλάβει ήδη το πρόβλημα. «Ο Μπριντ’Αμούρ», είπε ήρεμα.
Μόλις οι δυο φίλοι συνειδητοποίησαν τι είχε πει, κόντεψαν να πέσουν ξεροί από την κατάπληξη — ο Λούθιεν θα είχε πέσει αν δεν καθόταν.
«Πώς το ξέρεις αυτό το όνομα;» ρώτησε ο Όλιβερ βρίσκοντας πρώτος τη φωνή του.
Ο Σιόμπαν χαμογέλασε λοξά.
Ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν, αλλά αυτός σήκωσε τους ώμους: δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για τον μάγο.
«Πώς ξέρεις για τον Μπριντ’Αμούρ;» τη ρώτησε ο Λούθιεν. «Ξέρεις ποιος είναι και πού είναι;»
«Ξέρω για έναν μάγο που ζει ακόμη, κάπου στον βορρά», απάντησε η Σιόμπαν. «Ξέρω ότι αυτός σου έδωσε τον πορφυρό μανδύα και το τόξο».
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Αυτός μου έστειλε το βέλος που έριξες στον Όμπρεϊ», πρόσθεσε η Σιόμπαν και σταμάτησε, σαν να ήταν αρκετή αυτή η εξήγηση.
«Δηλαδή, έχεις μιλήσει μαζί του;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Η Σιόμπαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, αλλά…» Σταμάτησε προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να το εκφράσει. «Με κοίταξε», εξήγησε. «Κοίταξε μέσα από τα μάτια μου». Είδε την έκπληξη —και την ελπίδα— στα πρόσωπα των συντρόφων της. «Ναι, ο Μπριντ’Αμούρ ξέρει τι έχει συμβεί στο Μόντφορτ».
«…Στο Κάερ Μακντόναλντ», τη διόρθωσε ο Λούθιεν.
«Στο Κάερ Μακντόναλντ», συμφώνησε η Σιόμπαν.
«Θα έλθει όμως;» ρώτησε ο Όλιβερ, γιατί η πρόταση της Σιόμπαν του φάνηκε τέλεια. Ποιος μπορεί να φροντίσει τις καθημερινές ανάγκες μιας πόλης καλύτερα από έναν μάγο;
Η Σιόμπαν δεν ήξερε να απαντήσει. Είχε νιώσει την παρουσία του μάγου δίπλα της και αυτή η παρουσία τής προκάλεσε φόβο, γιατί νόμισε ότι ήταν ο Γκρινσπάροου, που παρακολουθεί τις κινήσεις των επαναστατών. Μετά όμως ο Μπριντ’Αμούρ εμφανίστηκε σε ένα όνειρό της για να της εξηγήσει ποιος είναι. Αυτή όμως ήταν η μοναδική επαφή που είχε με τον γέρο-μάγο και ήταν μια επαφή θολή, ίσως τίποτα περισσότερο από ένα όνειρο.
Αλλά, φυσικά, αν λάμβανε υπόψη της το βέλος που βρήκε στη φαρέτρα της, καθώς επίσης την επιβεβαίωση του Λούθιεν και του Όλιβερ για την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου, έπρεπε να συμπεράνει ότι αυτό που είδε δεν ήταν ένα απλό όνειρο αλλά κάτι παραπάνω.
«Ξέρεις πού είναι;» τη ρώτησε ο Λούθιεν.
«Όχι».
«Ξέρεις πώς μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί του;»
«Όχι».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ, μην ξέροντας τι άλλο να ρωτήσει.
«Είναι εξαιρετική επιλογή», είπε ο χάφλινγκ — ακριβώς τα λόγια που ήθελε να ακούσει ο Λούθιεν.
Ο Λούθιεν ήξερε ότι η σπηλιά του μάγου βρίσκεται κάπου στα βόρεια παρακλάδια της οροσειράς του Άιρον Κρος, βορειοανατολικά του Κάερ Μακντόναλντ, από τη νότια πλευρά του Περάσματος του Μπρους Μακντόναλντ. Είχε πάει εκεί μόνο μία φορά, μαζί με τον Όλιβερ, αλλά δυστυχώς χωρίς να δουν τη θέση της. Ένα μαγικό τούνελ τους είχε φέρει μέσα στη σπηλιά, αφού πρώτα τους άρπαξε από κάποιον δρόμο όπου τους κυνηγούσαν Κυκλωπιανοί. Και η έξοδός τους από τη σπηλιά έγινε πάλι μέσω ενός μαγικού τούνελ, που τους οδήγησε στον δρόμο προς το Μόντφορτ. Κρίνοντας από το σημείο όπου τους πήρε ο μάγος και το σημείο όπου τους άφησε, ο Λούθιεν μπορούσε να υπολογίσει περίπου την περιοχή της σπηλιάς, γνωρίζοντας ότι η μαγική όραση του Μπριντ’Αμούρ δεν περιορίζεται από πέτρινους τοίχους.
Μέσα σε μια ώρα, ο νέος διάλεξε δώδεκα αγγελιοφόρους και τους έδωσε οδηγίες να πάνε στις βόρειες υπόρειες του Άιρον Κρος, να χωρίσουν, να βρουν ο καθένας ένα διαφορετικό ψηλό σημείο και να διαβάσουν μεγαλόφωνα το μήνυμα του Λούθιεν προς τον γέρο-μάγο, το οποίο τους είχε δώσει γραμμένο σε περγαμηνές.
«Θα μας ακούσει», διαβεβαίωσε ο Λούθιεν τον Όλιβερ, όταν πήγαν οι δυο τους να ξεπροβοδίσουν τους αγγελιοφόρους.
Ο Όλιβερ δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Δεν ήταν καν σίγουρος αν ο Μπριντ’Αμούρ θα απαντούσε στην κλήση τους, ακόμη και αν την άκουγε. Παρ’ όλα αυτά όμως συμφώνησε με ένα καταφατικό νεύμα, γιατί ήξερε ότι ο Λούθιεν είχε κουραστεί από τα καθήκοντα της διακυβέρνησης και θα του έκανε καλό να πιστέψει ότι σε λίγο θα έχει βοήθεια.
«Παράκληση του Λούθιεν Μπέντγουιρ, κυβερνήτη του Κάερ Μακντόναλντ, του πρώην Μόντφορτ…» Ο νεαρός αγγελιοφόρος διάβαζε μεγαλόφωνα, ενώ στεκόταν με επισημότητα στην κορυφή ενός μικρού λόφου.
Σε κάποια απόσταση, άλλος ένας αγγελιοφόρος κατέβηκε από το άλογό του και ξετύλιξε μια περγαμηνή με το ίδιο μήνυμα. «Προς τον μάγο Μπριντ’Αμούρ, φίλο εκείνων που είναι εχθροί του βασιλιά Γκρινσπάροου…»
Και έτσι συνεχίστηκε το πράγμα εκείνο το πρωί στις βόρειες παρυφές του Άιρον Κρος, σε απόσταση δύο ημερών ταξιδιού από το Κάερ Μακντόναλντ, με τους δώδεκα αγγελιοφόρους να βρίσκουν ο καθένας ένα δικό του σημείο για να διαβάσουν αυτό το κάλεσμα στον άνεμο.
Ο Μπριντ’Αμούρ είχε ξυπνήσει αργά εκείνο το πρωί μετά από μια αναζωογονητική και πολύ απαραίτητη ανάπαυση. Δώδεκα συνεχόμενες ώρες ύπνου. Ένιωθε δυνατός, παρά τα πρόσφατα ταξίδια του στους χώρους της μαγείας, που πάντα είναι κουραστικά. Δεν ήξερε ακόμη ότι ο υποκόμης Όμπρεϊ ήταν νεκρός από το βέλος που είχε στείλει στη φαρέτρα της Σιόμπαν, γιατί είχε πολλές μέρες να κοιτάξει στην κρυστάλλινη σφαίρα του.
Δεν ήταν ακόμη σίγουρος για τον Λούθιεν και την εξέγερση, δεν ήξερε πόσο μπορεί να αντέξει το Μόντφορτ ενάντια σε έναν στρατό που σε λίγο θα έφτανε από τα παράλια, ούτε ποιος έπρεπε να είναι ο δικός του ρόλος. Ίσως όλα αυτά να είναι απλώς ένα προοίμιο, είχε σκεφτεί χτες βράδυ, καθώς έπεφτε για να κοιμηθεί. Μπορεί αυτή η εξέγερση στο Εριαντόρ να καταπνιγεί γρήγορα, δεν θα ξεχαστεί όμως, οπότε, σε μερικές δεκαετίες…
Ναι, αποφάσισε ο Μπριντ’Αμούρ. Σε μερικές δεκαετίες. Αυτή φαινόταν η πιο ασφαλής και συνετή πορεία. Να αφήσει αυτήν τη μικροσκοπική εξέγερση να πάρει τέλος. Ο Λούθιεν θα σκοτωνόταν ή θα αναγκαζόταν να το σκάσει, αλλά θα είχε παίξει ήδη τον ρόλο που έπρεπε να παίξει. Ναι, όλοι θα θυμούνταν με αγάπη τον νεαρό πολεμιστή από το νησί του Μπέντγουιντριν τα επόμενα χρόνια και, την επόμενη φορά που το Εριαντόρ θα αποφάσιζε να δοκιμάσει τη δύναμη του Άβον, το όνομα του Λούθιεν θα ακουγόταν δίπλα στο όνομα του Μπρους Μακντόναλντ. Και του Όλιβερ επίσης, γεγονός που ίσως έφερνε κάποια βοήθεια από τη Γασκόνη.
Ναι, η πιο συνετή επιλογή ήταν να περιμένει.
Όταν ξύπνησε νιώθοντας τόσο ανάλαφρος, σχεδόν χαρούμενος, σκέφτηκε ότι αυτό οφείλονταν στην απόφαση που είχε πάρει να μην αναμειχθεί στη σύγκρουση και να την αφήσει να εξελιχθεί μέχρι το πικρό της τέλος. Είχε επιλέξει τον ασφαλή δρόμο, όμως μπορούσε να δικαιολογήσει την αδράνειά του, αφού εξυπηρετούσε το ευρύτερο, μακροπρόθεσμο μέλλον του Εριαντόρ. Είχε κάνει καλά που έδωσε στον Λούθιεν τον μανδύα, και ο Λούθιεν τον χρησιμοποίησε καλά. Όλα είχαν εξελιχθεί καλά. Βέβαια, ήταν απίθανο να γεράσει ο Γκρινσπάροου —είχε ζήσει ήδη αρκετούς αιώνες— αλλά μπορεί να άρχιζε να πλήττει με όλα αυτά. Μετά από είκοσι χρόνια ο έλεγχός του πάνω στο Εριαντόρ είχε χαλαρώσει κάπως, αλλιώς δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ μια τέτοια εξέγερση στο Μόντφορτ. Ποιος ξέρει, λοιπόν, τι μπορεί να έφερναν οι επόμενες δεκαετίες. Όμως, ο λαός του Εριαντόρ δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτήν τη στιγμή, θα τη θυμόταν πάντα σαν μια αναλαμπή ελπίδας παγωμένη μέσα στον χρόνο, που ο θρύλος της θα μεγάλωνε με κάθε αφήγηση.
Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε να φτιάξει πρωινό γεμάτος ευφορία, ενέργεια και ελπίδα. Μπορεί να παρενέβαινε λιγάκι ακόμη, ίσως όταν θα άρχιζε πάλι η μάχη στο Μόντφορτ. Ίσως έβρισκε έναν τρόπο για να βοηθήσει ακόμη λίγο τον Λούθιεν, μόνο και μόνο για να μεγαλώσει τον θρύλο. Ο στρατός του Γκρινσπάροου σίγουρα θα έπαιρνε πάλι την πόλη, αλλά μπορεί ο Λούθιεν να κατάφερνε να τα βάλει μ’ εκείνο τον απαίσιο γίγαντα, τον Μπέλσεν’ Κριγκ και να τον νικήσει.
«Ναι», είπε ο μάγος, δίνοντας από μέσα του συγχαρητήρια στον εαυτό του. Στο μεταξύ, τίναξε το τηγάνι που κρατούσε στέλνοντας την τηγανίτα στον αέρα.
Ξαφνικά άκουσε το όνομά του και πάγωσε. Η τηγανίτα έπεσε στο πλάι του τηγανιού κι από εκεί στο πάτωμα.
Το άκουσε πάλι.
Άρχισε να τρέχει στον διάδρομο, πηγαίνοντας στην αίθουσα που χρησιμοποιούσε για τις μαγικές του δραστηριότητες. Ακούσε το όνομά του ξανά και ξανά, και κάθε φορά που το άκουγε προσπαθούσε να κινηθεί πιο γρήγορα, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να σκοντάφτει αδέξια εδώ κι εκεί.
Μπορεί να ήταν ο Γκρινσπάροου ή κάποιος από τους μάγους του βασιλιά, ή ίσως ένας δαίμονας. Μήπως ήταν λάθος που έστειλε τη μαγική του όραση στο παλάτι του Καρλάιλ; Μήπως ο Γκρινσπάροου ανέβαλε τις διακοπές του στη Γασκόνη για να αντιμετωπίσει πρώτα τον ενοχλητικό Μπριντ’Αμούρ;
Επιτέλους, ο γέρο-μάγος παραμέρισε το χοντρό ύφασμα πάνω από την κρυστάλλινη σφαίρα, την έβαλε στο γραφείο μπροστά του και κατάφερε να ηρεμήσει αρκετά ώστε να συγκεντρωθεί για να κοιτάξει στα βάθη της.
Λίγο αργότερα αναστέναξε γεμάτος ανακούφιση, βλέποντας ότι το κάλεσμα δεν προερχόταν από κάποιο μάγο αλλά από έναν απλό άνθρωπο, προφανώς αγγελιοφόρο.
Η ανακούφιση μετατράπηκε σε θυμό, καθώς εξερεύνησε την περιοχή και είδε ότι υπήρχαν πολλοί αγγελιοφόροι που τον καλούσαν.
«Ανόητε!» γρύλλισε ο Μπριντ’Αμούρ, όταν κατάλαβε ότι το μήνυμα προερχόταν από τον Λούθιεν. «Παράτολμε ανόητε», ψιθύρισε. Εδώ δεν ήταν Μόντφορτ. Η περιοχή βρισκόταν ακόμη στα χέρια Κυκλωπιανών και ανθρώπων που ήταν πιστοί στον Γκρινσπάροου. Δεν είχε φτάσει ακόμη εδώ η εξέγερση.
Και να φωνάζουν το όνομά του έτσι, σε μέρος όπου μπορεί να το άκουγε ο Γκρινσπάροου! Αν ο βασιλιάς καταλάβαινε ότι ο Μπριντ’Αμούρ συνδέεται με την εξέγερση στο Μόντφορτ, αν ήξερε ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε ξυπνήσει από τον ύπνο του μετά από αιώνες, τότε σίγουρα θα εξερευνούσε πιο προσεκτικά το Εριαντόρ. Δεν θα έφευγε για διακοπές στη Γασκόνη, αλλά θα έστρεφε την προσοχή του στα βόρεια. Και ο αγώνας των επαναστατών του Εριαντόρ θα γνώριζε τη συντριβή.
Ο αγώνας.
Εδώ και πολύ καιρό, ο Μπριντ’Αμούρ, προσεκτικός και συνετός πάντα, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ο αγώνας δεν είναι τόσο σημαντικός, ότι η εξέγερση στο Μόντφορτ δεν είναι παρά ένα προοίμιο των όσων είναι δυνατό να συμβούν πολλές δεκαετίες αργότερα. Τώρα όμως, νιώθοντας ότι η όλη εξέγερση βρίσκεται σε κίνδυνο και εξετάζοντας καλύτερα τα βαθιά συναισθήματα που τον διακατείχαν, δεν μπρούσε παρά να αναρωτηθεί μήπως ξεγελούσε τον εαυτό του. Συνειδητοποίησε ότι έβρισκε δικαιολογίες για να αφήσει την εξέγερση του Μόντφορτ να σβήσει, αλλά οι δικαιολογίες αυτές δεν θα άντεχαν για πολύ. Αφού έσβηνε η εξέγερση, αφού ξεπλενόταν το αίμα από τα χωράφια και τα τείχη της πόλης, ο Μπριντ’Αμούρ θα θρηνούσε για την επιστροφή του Γκρινσπάροου και για το γεγονός ότι χάθηκε τούτη η ευκαιρία για απελευθέρωση — απελευθέρωση, τώρα!
Όμως, όποια πορεία κι αν αποφάσιζε να ακολουθήσει τελικά, έπρεπε πρώτα να σταματήσει τους ανόητους αγγελιοφόρους με τις περγαμηνές τους. Αισθανόταν δυνατός σήμερα το πρωί και ένιωσε ότι θα ήθελε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.
Πήγε στο πλάι του γραφείου, άνοιξε κάποιο συρτάρι και έβγαλε από μέσα ένα τεράστιο μαύρο δερματόδετο βιβλίο. Το άνοιξε προσεκτικά και άρχισε να ψέλνει διαβάζοντας τους αρχαίους ρούνους των σελίδων, μπαίνοντας βαθιά στον χώρο της μαγείας, πιο βαθιά από όσο είχε μπει ποτέ εδώ και τετρακόσια σχεδόν χρόνια.
Οι δώδεκα άνδρες στους δώδεκα λόφους διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν τις περγαμηνές τους πάνω από δυο ώρες τώρα. Οι οδηγίες τους ήταν να διαβάζουν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, να συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο την επόμενη μέρα και τις μεθεπόμενες, μέχρι να πάρουν απάντηση.
Και την πήραν, αλλά όχι με τον τρόπο που περίμεναν αυτοί ή ο Λούθιεν.
Ένα μεγάλο σύννεφο ξεπρόβαλε ξαφνικά από τις κορυφές του Άιρον Κρος, νότια από τον τόπο όπου έστεκαν οι αγγελιοφόροι. Ήταν κατάμαυρο, μια έκταση νύχτας πάνω στο γαλανό ουρανό. Άρχισε να φυσάει ένας δυνατός άνεμος που έκανε τις περγαμηνές να κυματίζουν.
Οι δώδεκα αγγελιοφόροι παρέμειναν πεισματικά στις θέσεις τους αφοσιωμένοι στον Λούθιεν και σίγουροι για τη σπουδαιότητα της αποστολής τους.
Το σύννεφο πλησίασε, σκοτεινό και απειλητικό, κρύβοντας τον ήλιο εντελώς, αν εξαιρέσουμε δώδεκα μικροσκοπικές οπές μέσα στη μαυρίλα, δώδεκα σημεία που συγκέντρωναν τις ακτίνες του ήλιου μέσα από μυριάδες κρυστάλλους πάγου.
Μία μία αυτές οι οπές απελευθέρωσαν το εστιασμένο φως κάτω από το σύννεφο και, καθεμία, οδηγημένη από τον μάγο που παρακολουθούσε από την κρυστάλλινη σφαίρα μέσα σε μια σπηλιά όχι πολύ μακριά, βρήκαν τον στόχο τους, κατεβαίνοντας από τον ουρανό για να χτυπήσουν αλάνθαστα τις περγαμηνές.
Κάθε ένα από τα επεξεργασμένα λεπτά δέρματα πήρε φωτιά και κάηκε, και ένας-ένας οι αγγελιοφόροι πέταξαν κάτω τα άχρηστα απομεινάρια κι έτρεξαν στα άλογά τους. Ένας-ένας βγήκαν από τους πρόποδες των βουνών καλπάζοντας. Μερικοί συναντήθηκαν, αλλά εκείνοι που ξεκίνησαν πρώτοι δεν σταμάτησαν, ούτε στράφηκαν πίσω για να κοιτάξουν τους συντρόφους τους.
Μέσα στη σπηλιά ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε πίσω στην καρέκλα, αφήνοντας την κρυστάλλινη σφαίρα να σκοτεινιάσει. Μόλις πριν από λίγα λεπτά ένιωθε αναζωογονημένος και γεμάτος σφρίγος, τώρα όμως αισθανόταν πάλι κουρασμένος και γέρος.
«Ανόητε νεαρέ…» μουρμούρισε, κατά βάθος όμως δεν το πίστευε αυτό. Η απόφαση του Λούθιεν να στείλει αγγελιοφόρους ήταν λάθος, αλλά τουλάχιστον ο σκοπός και ο αγώνας του ήταν αγνοί και έντιμοι. Μπορούσε ο Μπριντ’Αμούρ να πει το ίδιο για τον εαυτό του; Σκέφτηκε πάλι την εξέγερση, την κλίμακα, τη σπουδαιότητά της και τη δική του επιμονή ότι δεν είναι παρά ένα προοίμιο.
Ακολουθούσε τον πιο ασφαλή δρόμο ή τον πιο εύκολο;