Ο Λούθιεν δεν ήξερε πώς να την πλησιάσει. Καθόταν ακίνητη και σιωπηλή στο κρεβάτι το δωματίου όπου είχε εγκατασταθεί, μία πόρτα πιο κάτω από το υπνοδωμάτιο του Πάραγκορ. Τον είχε αφήσει να μπει χωρίς αντίρρηση αλλά και χωρίς ενθουσιασμό.
Έτσι τώρα ο Λούθιεν στεκόταν δίπλα στην κλειστή πόρτα και κοίταζε την Κατρίν Ο’ Χέιλ, αυτήν τη γυναίκα που γνώριζε από μικρό παιδί, αλλά και που δεν την είχε ξαναδεί πραγματικά ως τότε. Η Κατρίν, έχοντας πλυθεί μετά τη μάχη, φορούσε τώρα μόνο ένα σατινένιο νυχτικό μαύρο και δαντελωτό, που είχε βρει σε κάποια ντουλάπα. Της έπεφτε μικρό αφήνοντας ακάλυπτα ως επάνω τα λεία πόδια της.
Ένα πραγματικά σαγηνευτικό ένδυμα για μια τόσο όμορφη γυναίκα, από την άλλη μεριά όμως ο τρόπος της Κατρίν δεν είχε τίποτα το ενθαρρυντικό, έτσι όπως καθόταν με την πλάτη ευθεία και τα χέρια πλεγμένα μπροστά της, απαθής κι αδιάφορη.
Δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά στη μάχη, ούτε είχε υποφέρει στα χέρια του Πάραγκορ. Η απαγωγή της σίγουρα ήταν ένα τραυματικό γεγονός, αλλά η Κατρίν είχε περάσει και χειρότερα. Μετά τη μάχη όμως, μετά από εκείνες τις πρώτες στιγμές του ενθουσιασμού ήταν αμίλητη, απόμακρη. Είχε εκδηλωθεί για μια στιγμή μόνο επειδή ο Λούθιεν ήταν ο σωτήρας της, αλλά μετά απομακρύνθηκε από κοντά του χωρίς να τον ξαναπλησιάσει.
Ο Λούθιεν ήξερε ποιο είναι το πρόβλημα: η Κατρίν φοβόταν· κατά πάσα πιθανότητα φοβόταν εξίσου για το τι θα σήμαινε αν ερχόταν κοντά της εκείνο το βράδυ όσο κι αν δεν ερχόταν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Λούθιεν δεν είχε αντιληφθεί πραγματικά τις επιπτώσεις της σχέσης του με την Σιόμπαν. Η ζήλια της Κατρίν, το ξαφνικά της ξέσπασμα εκείνο το βράδυ στο Ντουέλφ ήταν κάτι συναρπαστικό για τον Λούθιεν, κάτι που τον κολάκευε. Αλλά αυτά τα ξεσπάσματα είχαν πάψει τώρα δίνοντας τη θέση τους σε μια γενική παραίτηση της Κατρίν, σαν κάτι να της είχε κλέψει το πνεύμα και τη φλόγα της, και αυτό δεν άντεχε να το βλέπει ο Λούθιεν.
«Νοιάζομαι για την Σιόμπαν», είπε ψάχνοντας για κάποια αφετηρία. Η Κατρίν γύρισε αλλού.
»Όχι όμως έτσι όπως αγαπώ εσένα», πρόσθεσε αμέσως ο Λούθιεν. Έκανε ένα βήμα μπροστά.
Η Κατρίν δεν γύρισε προς το μέρος του.
»Καταλαβαίνεις;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Καμιά απάντηση.
»Πρέπει να σε κάνω να καταλάβεις», είπε το παλληκάρι εμφατικά. «Όταν ήμουν στο Μόντφορτ… χρειαζόμουν…»
Σταμάτησε βλέποντας την Κατρίν να στρέφεται προς το μέρος του. Τα πράσινα μάτια της ήταν βουρκωμένα, το σαγόνι της σφιγμένο.
»Η Σιόμπαν είναι φίλη μου, τίποτα παραπάνω», δήλωσε ο Λούθιεν.
Η Κατρίν πήρε μια ξινισμένη έκφραση.
»Ναι, είναι κάτι παραπάνω από φίλη», παραδέχτηκε ο νέος. «Και δεν μετανιώνω…» Σταμάτησε πάλι, βλέποντας ότι πηγαίνει προς λάθος κατεύθυνση. «Μετανιώνω που σε πλήγωσα», είπα σιγά. «Να ξέρεις ότι αν έβλαψα ανεπανόρθωτα την αγάπη μας, θα θρηνώ για πάντα, και όλα αυτά, οι νίκες, η δόξα, θα είναι κάτι κενό από σημασία κι ασήμαντο».
«Είσαι η Πορφυρή Σκιά», είπε ανέκφραστη η Κατρίν.
«Είμαι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ», τη διόρθωσε εκείνος. «Που αγαπά την Κατρίν Ο’ Χέιλ, μόνο την Κατρίν Ο’ Χέιλ».
Η Κατρίν δεν αντέδρασε, δεν είπε τίποτα, ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ακολούθησε ένα διάστημα αμήχανης σιωπής, μετά ο Λούθιεν γύρισε νικημένος προς την πόρτα.
»Λυπάμαι», ψιθύρισε βγαίνοντας στο χολ.
Είχε φτάσει στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κοντά στην πόρτα του, όταν άκουσε την Κατρίν να τον φωνάζει. Γύρισε και την είδε να στέκεται μπροστά στην πόρτα της, ψηλή, όμορφη, με μια υποψία χαμόγελου στο φωτεινό της πρόσωπο.
Την πλησίασε αργά, επιφυλακτικά, μη θέλοντας να την πιέσει, μη θέλοντας να την τρομάξει.
«Μη φεύγεις», του είπε. Έπιασε το χέρι του και τον τράβηξε κοντά της. «Μην ξαναφύγεις ποτέ».
Πίσω από τη χαραμάδα μιας πόρτας λίγο πιο κάτω στον διάδρομο, ο Όλιβερ παρακολουθούσε δακρυσμένος τη σκηνή. «Α, να είσαι νέος και να βρίσκεσαι στο Πρίνσταουν την άνοιξη!» είπε ο αισθηματίας χάφλινγκ κλείνοντας την πόρτα του, αφού εξαφανίστηκαν ο Λούθιεν με την Κατρίν.
Ο χάφλινγκ περίμενε μια στιγμή· μετά άνοιξε πάλι την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιό του φορώντας τα καλύτερα ταξιδιωτικά του ρούχα, έχοντας στον ώμο του ένα σακίδιο. Παρ’ όλο που ήταν ακόμη νύχτα, ο Όλιβερ είχε ήδη μια συνάντηση με τον Μπριντ’Αμούρ και, τώρα, ένα πολύ μεγάλο αλλά απίστευτα γρήγορο ταξίδι μπροστά του.
Το επόμενο πρωί η περήφανη φρουρά του Πρίνσταουν βγήκε από την πόλη με πολλές φανφάρες. Η μεγάλη φάλαγγα προχωρούσε με γοργό ρυθμό προς τα νοτιοανατολικά. Θα περνούσε από το εύκολο έδαφος, από το λαγκάδι του Γκλεν Ντούριτς, και μετά θα έστριβε βόρεια προς το Τείχος του Μαλπουισάν για να κατατροπώσει τους αντάρτες.
Αλλά οι αντάρτες δεν ήταν στο τείχος. Τους περίμεναν οχυρωμένοι στα υψώματα του Γκλεν Ντούριτς και η φρουρά του Πρίνσταουν δεν βγήκε ποτέ από το λαγκάδι.
Η κυκλωπιανή φάλαγγα σ’ όλο της το μήκος δέχτηκε ένα μπαράζ από βέλη. Οι χορδές από τα τόξα των ξωτικών βούιζαν ασταμάτητα, έτσι ώστε κάθε τοξότης είχε στείλει κιόλας τρία βέλη στον αέρα πριν ακόμη φτάσει στον στόχο του το πρώτο. Μετά τις πρώτες τρομερές στιγμές, οι Κυκλωπιανοί προσπάθησαν να κάνουν έναν αμυντικό σχηματισμό, αλλά τότε όρμησαν πάνω τους οι καβαλάρηδες του Έραντοχ διαλύοντας τις γραμμές τους και προκαλώντας τρόμο και σύγχυση.
Έτσι, καθώς δεν υπήρξε καμία άμυνα, καμία οργανωμένη αντεπίθεση, η σφαγή έγινε ολοκληρωτική. Μερικοί Κυκλωπιανοί κατάφεραν να βγουν από το ανατολικό άκρο του λαγκαδιού, αλλά εκεί έκλεισε γύρω τους σαν μέγγενη ο άγριος στρατός του Εριαντόρ. Άλλοι, που βρίσκονταν προς το τέλος της φάλαγγας, κατάφεραν να βγουν πιο εύκολα από το δυτικό άκρο του λαγκαδιού, όμως γρήγορα είδαν να τους περιμένει άλλη μία δυσάρεστη έκπληξη, γιατί μέσα στη μία μόλις ώρα αφότου βγήκαν από την πόλη, ένας στρατός από νάνους είχε περικυκλώσει το Πρίνσταουν.
Ούτε ένας Κυκλωπιανός δεν γύρισε πίσω στα τείχη της πόλης εκείνο το μοιραίο πρωί.
Ο Γκρινσπάροου ανακάθισε με ένα ψεύτικο χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό του, προσπαθώντας να δίνει μια εντύπωση άνεσης, αν και η σκληρή, περίπλοκα διακοσμημένη γασκονική καρέκλα κάθε άλλο παρά άνετη ήταν. Ο βασιλιάς του Άβον έπρεπε να κρατά τα προσχήματα, όμως. Βρισκόταν στο Κασπριόλ, στο νοτιοδυτικό άκρο της Γασκόνης, σε μια συνάντηση με τον Αλμπέρ ντε Μπέκ Φιντέλ, έναν σημαντικό αξιωματούχο, έναν από τους μεγαλύτερους φεουδάρχες όλης της Γασκόνης.
Για κάποιο ακατανόητο λόγο ο ντε Μπέκ Φιντέλ είχε οδηγήσει τη συζήτηση στα γεγονότα στο Εριαντόρ, για τα οποία ο Γκρινσπάροου δεν γνώριζε πολλά πράγματα. Πίστευε ότι ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήταν πια κυρίαρχος στο Μόντφορτ, μολονότι το τελευταίο μήνυμα που του έστειλε η Ντιάνα Γουέλγουορθ δούκισσα του Μάνινγκτον, μια τις μάγισσες του κύκλου των βοηθών του, άφηνε να εννοηθεί ότι μπορεί να υπάρχουν κάποια πρόσθετα προβλήματα.
«Τι σκοπεύετε να κάνετε;» ρώτησε ο ντε Μπέκ Φιντέλ με τη βαριά γασκονική προφορά του, και η ανοιχτή ερώτηση αιφνιδίασε τον Γκρινσπάροου. Συνήθως ο ντε Μπέκ Φιντέλ ήταν λεπτός άνθρωπος, ένας γνήσιος Γασκόνος αξιωματούχος.
«Για τους αντάρτες;» ρώτησε ο βασιλιάς του Άβον κατάπληκτος, ενώ το ύφος του έδειχνε ότι το ερώτημα δεν αξίζει καν μια απάντηση.
«Για το Εριαντόρ», διευκρίνισε ο ντε Μπέκ Φιντέλ.
«Το Εριαντόρ είναι ένα δουκάτο του Άβον», απάντησε ο Γκρινσπάροου.
«Ένα δουκάτο χωρίς δούκα».
Ο Γκρινσπάροου κατάφερε να συγκρατήσει τον μορφασμό που πήγε να απλωθεί στο πρόσωπό του. Πώς το έμαθε αυτό ο ντε Μπέκ Φιντέλ; αναρωτήθηκε. «Ο δούκας Μόρκνεϊ απέτυχε», παραδέχτηκε. «Γι’ αυτό θα εκλεγεί πολύ γρήγορα άλλος στο αξίωμα του».
«Αφού βρείτε επίσης άλλον για το αξίωμα του δούκα του Πρίνσταουν;» ρώτησε με πονηρό ύφος ο ντε Μπέκ Φιντέλ.
Ο Γκρινσπάροου δεν αντέδρασε, αλλά η έκφρασή του έδειχνε καθαρά ότι δεν έχει ιδέα για το τι εννοεί ο Γασκόνος.
«Ο δούκας Πάραγκορ είναι νεκρός», του εξήγησε ο ντε Μπέκ Φιντέλ. «Και το Πρίνσταουν —α, μια πόλη που την αγαπώ πολύ, είναι τόσο όμορφη την άνοιξη— βρίσκεται στα χέρια του βόρειου στρατού.
Ο Γκρινσπάροου ήθελε να τον ρωτήσει τι είναι αυτά που λέει, αλλά συνειδητοποίησε ότι ο ντε Μπέκ Φιντέλ δεν θα του έδινε αυτές τις πληροφορίες, αν δεν τις είχε πάρει από αξιόπιστες πηγές. Έτσι, η δική του θέση θα εξασθενούσε σημαντικά αν προσποιούνταν ότι αγνοεί παντελώς αυτά τα απρόσμενα γεγονότα.
»Ολόκληρη η φρουρά του Πρίνσταουν σφαγιάστηκε στο πεδίο της μάχης, λένε», συνέχισε ο ντε Μπέκ Φιντέλ. «Μια απόλυτη νίκη για τους επαναστάτες, από τις πιο ολοκληρωτικές που έχω ακούσει ποτέ».
Ο Γκρινσπάροου διέκρινε την ικανοποίηση και, επομένως, την απειλή στη φωνή του ντε Μπέκ Φιντέλ, που έδειχνε να απολαμβάνει πολύ αυτή την είδηση. Ο μάγος-βασιλιάς συμπέρανε ότι είχε μιλήσει με κάποιον απεσταλμένο από το Εριαντόρ, ο οποίος μάλλον θα του υποσχέθηκε εμπορικές συμφωνίες και δωρεάν ελλιμενισμό για τον σημαντικό αλιευτικό στόλο του Κασπριόλ. Η συμμαχία ανάμεσα στο Άβον και τη Γασκόνη ήταν ασταθής, μια προσωρινή ανακωχή μετά από αιώνες αμέτρητων συγκρούσεων και πολέμων. Τώρα, βέβαια, ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του Γκρινσπάροου βρισκόταν νότια της Γασκόνης και πολεμούσε ως σύμμαχος των Γασκόνων, αλλά ο βασιλιάς ήξερε ότι, αν το Εριαντόρ πρόσφερε καλύτερη συμφωνία για τα πλούσια σε αλιεύματα νερά της Θάλασσας Ντόρσαλ, οι αδίστακτοι Γασκόνοι θα πήγαιναν με το μέρος των επαναστατών.
Κάτι που είχε αρχίσει σαν μια ασήμαντη εξέγερση στο Μόντφορτ, είχε μετατραπεί πολύ γρήγορα σε σημαντικό πολιτικό πρόβλημα.
Πίσω από μια πόρτα του ίδιου εκείνου δωματίου, με το αφτί του κολλημένο στην κλειδαρότρυπα, ο Όλιβερ ντε Μπάροους άκουγε ικανοποιημένος καθώς ο ντε Μπέκ Φιντέλ συνέχισε μιλώντας στον Γκρινσπάροου για τα οφέλη μιας ανακωχής με τους επαναστάτες, μιας ανακωχής που θα έδινε το Εριαντόρ πίσω στους Εριαντοριανούς.
«Δημιουργούν μεγάλα προβλήματα», επέμενε ο Γασκόνος. «Τα ίδια έκαναν και όταν η Γασκόνη κυβερνούσε το Άβον. Γι’ αυτό χτίσαμε το τείχος, για να κρατήσουμε τους άγριους στον άγριο βορρά! Είναι καλύτερα για όλους έτσι», κατέληξε ο ντε Μπέκ Φιντέλ.
Το χαμόγελο του Όλιβερ έγινε ακόμη πιο πλατύ. Ο χάφλινγκ, γνώστης των συνηθειών και της ζωής των ευγενών του νότιου βασιλείου, είχε κάνει τέλεια τη δουλειά του ως πρέσβης. Η κατάκτηση του Πρίνσταουν μπορεί να έσπρωχνε τον Γκρινσπάροου προς την κατεύθυνση μιας ανακωχής, αλλά ένας καθόλου συγκαλυμμένος υπαινιγμός ότι η πανίσχυρη Γασκόνη μπορεί να συνταχθεί με τους επαναστάτες ή και να τους στείλει βοήθεια ακόμη, σίγουρα θα έβαζε σε μεγάλες σκέψεις τον μάγο-βασιλιά.
«Να διατάξω να ετοιμαστεί το δωμάτιό σας;» ακούστηκε να ρωτά ο ντε Μπέκ Φιντέλ μετά από μερικές στιγμές σιωπής.
«Όχι», απάντησε κοφτά ο Γκρινσπάροου. «Πρέπει να φύγω σήμερα κιόλας».
«…Κατευθείαν για το Καρλάιλ», κάγχασε ο Όλιβερ. Ο χάφλινγκ κοίταξε την κεχριμπαριά πέτρα που κρατούσε στο χέρι του, συμφωνώντας με τον Γκρινσπάροου. Ήταν ώρα να φύγει κι αυτός.