Ο Μπέλσεν’ Κριγκ, με το αποκρουστικό πρόσωπό του να έχει γίνει μια μάσκα ασυγκράτητης οργής, έλυσε το κορδόνι ενός σάκου που ήταν στοιβαγμένος στο πίσω μέρος της άμαξας και έβαλε μέσα το τεράστιο χέρι του. Οι τρομοκρατημένοι Κυκλωπιανοί γύρω του ήξεραν τι θα βρει, πριν ακόμη βγάλει το χέρι του ο στρατηγός τους.
«Δολιοφθορά!» βρυχήθηκε ο πελώριος Κυκλωπιανός. Έβγαλε το χέρι του από το σακί και πέταξε ψηλά στον αέρα τα άχρηστα εφόδια — υπήρχε μια μικρή ποσότητα τρόφιμα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου ήταν άμμος.
Το Μόντφορτ απείχε μόνο πενήντα χιλιόμετρα από το Πορτ Τσάρλι σε ευθεία διαδρομή, αλλά το έδαφος ήταν δύσκολο όπως και η εποχή, καθώς μερικά περάσματα ήταν κλεισμένα από στοιβαγμένο χιόνι και πεσμένους ογκόλιθους, ενώ άλλα σκεπασμένα από ένα παχύ στρώμα λάσπης. Έτσι, ο Κυκλωπιανός στρατηγός είχε προγραμματίσει μια πορεία πέντε ημερών. Και οι άνδρες του τα είχαν πάει καλά. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει ο Μπέλσεν’ Κριγκ, είχαν περάσει το μέσο της απόστασης νωρίς εκείνο το πρωί, την τρίτη μέρα της πορείας. Τώρα μπορούσαν να ακολουθήσουν πορεία προς τα ανατολικά και να απομακρυνθούν από τα βουνά βαδίζοντας σε πιο εύκολο έδαφος για πάνω από το μισό της υπόλοιπης διαδρομής.
Αλλά κόντευαν να τους τελειώσουν τα τρόφιμα. Οι στρατιώτες είχαν φύγει από το Πορτ Τσάρλι κουβαλώντας ελάχιστα εφόδια οι ίδιοι. Το σχέδιο ήταν ότι θα έρχονταν συνεχώς άμαξες με τρόφιμα από πίσω ανανεώνοντας τα εφόδια. Έτσι είχε γίνει τις δύο πρώτες μέρες, αλλά το απόγευμα εκείνης της δεύτερης μέρας, όταν έφυγαν οι άμαξες για να επιστρέψουν στο Πορτ Τσάρλι και να ανεφοδιαστούν, δέχτηκαν επίθεση και καταστράφηκαν.
Αμέσως ο Μπέλσεν’ Κριγκ έστειλε μια ταξιαρχία με χίλιους από τους καλύτερους άνδρες του για να προϋπαντήσουν και να προστατέψουν το επόμενο καραβάνι που θα ερχόταν από το Πορτ Τσάρλι. Αν και υπήρξαν μερικές ασήμαντες αψιμαχίες με τους επαναστάτες, οι οποίοι έμοιαζαν να πληθαίνουν, το καραβάνι πέρασε και έγινε δεκτό με ζητωκραυγές από τον στρατό που περίμενε. Αλλά οι ζητωκραυγές έδωσαν τη θέση τους σε σιωπηλά σκυθρωπά πρόσωπα, όταν οι στρατιώτες ανακάλυψαν ότι τα εφόδια που ήρθαν από το Πορτ Τσάρλι τη δεύτερη μέρα ήταν άχρηστα.
Ο Κυκλωπιανός στρατηγός κοίταζε προς τη δύση για πολλή ώρα. Φανταζόταν τα βασανιστήρια και τη σφαγή που θα εξαπέλυε κατά των κατοίκων του Πορτ Τσάρλι. Κατά πάσα πιθανότητα, η δολιοφθορά είχε γίνει από μια μικρή ομάδα υποστηρικτών της εξέγερσης. Το γεγονός ότι οι άμαξες είχαν φύγει ανενόχλητες από την πόλη, έκανε τον Μπέλσεν’ Κριγκ να πιστεύει ότι οι εγκληματίες στο Πορτ Τσάρλι ήταν λίγοι. Αυτό δεν θα σταματούσε την εκδίκησή του, όμως. Θα ισοπέδωνε την πόλη, θα βούλιαζε όλα τα αλιευτικά τους. Θα τους σκότωνε όλους…
Ο Κυκλωπιανός έδιωξε αυτές τις σκέψεις — δεν ήταν τώρα κατάλληλη στιγμή. Τώρα είχε πάρα πολλά επείγοντα προβλήματα, πάρα πολλές αποφάσεις. Σκέφτηκε να γυρίσει τον στρατό του πίσω στο Πορτ Τσάρλι, να συντρίψει την πόλη και να ταΐσει τους άνδρες του καλά, ίσως με τη σάρκα νεκρών ανθρώπων. Μετά κοίταξε πάλι ανατολικά το πιο εύκολο έδαφος. Είχαν κάνει πάνω από τη μισή απόσταση για το Μόντφορτ και, από τα είκοσι περίπου χιλιόμετρα που απέμεναν, τα δέκα τουλάχιστον θα ήταν μακριά από τα επικίνδυνα βουνά. Με μια καλή, γρήγορη πορεία, ο στρατός θα έφτανε στα τείχη του Μόντφορτ μέχρι το σούρουπο της επόμενης μέρας. Μπορεί να έβρισκαν ένα-δυο χωριά στον δρόμο τους, οπότε θα συγκέντρωναν τρόφιμα.
Εκεί θα έτρωγαν.
Ο Κυκλωπιανός άρχισε να κουνάει το πελώριο κεφάλι του και όσοι ήταν γύρω του τον κοίταζαν με ελπίδα, σίγουροι ότι ο υπέροχος αρχηγός τους είχε βρει μια λύση.
«Έχουμε άλλες δύο ώρες φως», ανακοίνωσε ο Μπέλσεν’ Κριγκ. «Ταχύς βηματισμός!»
Ακούστηκαν μερικά γρυλλίσματα διαμαρτυρίας γύρω από τον στρατηγό, αλλά σταμάτησαν αμέσως από το άγριο βλέμμα του Μπέλσεν’ Κριγκ.
«Ταχύς βηματισμός», είπε πάλι ήρεμα. Αν είχε να κάνει με μια συνηθισμένη κυκλωπιανή φυλή, μία από τις άγριες ομάδες που ζούσαν στα βουνά, ο Μπέλσεν’ Κριγκ κατά πάσα πιθανότητα θα έχανε τη ζωή του εκείνη τη στιγμή. Αυτοί όμως ήταν Πραιτωριανοί Φρουροί. Οι περισσότεροι εκπαιδεύονταν σε όλη τους τη ζωή για να υπηρετούν τον Γκρινσπάροου. Οι διαμαρτυρίες σταμάτησαν, αν εξαιρέσουμε μερικά γουργουρητά από άδεια στομάχια, και ο στρατός άρχισε πάλι την πορεία του κερδίζοντας τρία επιπλέον χιλιόμετρα μέχρι να δύσει ο ήλιος και να αρχίσει ο παγερός νυχτερινός αέρας.
Οι ανιχνευτές του Μπέλσεν’ Κριγκ γύρισαν στο στράτευμα λίγο μετά το στήσιμο του στρατοπέδου για να του πουν ότι είχαν ανακαλύψει ένα χωριό μπροστά τους, όχι μακριά από τον δρόμο που ακολουθούσαν, μόνο μερικά χιλιόμετρα βόρεια του Μόντφορτ. Το χωριό δεν ήταν άδειο, διαβεβαίωσαν τον Μπέλσεν’ Κριγκ, γιατί όταν σουρούπωσε, άναψαν φανάρια σε όλα τα σπίτια.
Ο Κυκλωπιανός αρχηγός χαμογέλασε ακούγοντας το νέο. Δεν ήξερε ακόμη τι συμπέρασμα να βγάλει για την εξέγερση, δεν ήξερε πόσο μπορεί να είχε εξαπλωθεί. Η εισβολή σε ένα μικρό χωριό μπορεί να είχε τους κινδύνους της, μπορεί να έκανε κι άλλους Εριαντοριανούς να προχωρήσουν στον πόλεμο κατά του Γκρινσπάροου. Μετά, ο Μπέλσεν’ Κριγκ σκέφτηκε τους στρατιώτες του, που το ηθικό τους μειωνόταν στον ίδιο ρυθμό με τη μείωση των τροφίμων. Αποφάσισε να μπουν στο χωριό για να πάρουν ό,τι χρειάζονταν. Δεν είχε σημασία αν σκότωναν μερικούς ανθρώπους κι έκαιγαν μερικά κτήρια.
Καθώς η φήμη εξαπλώθηκε γρήγορα στο κυκλωπιανό στρατόπεδο, οι στρατιώτες έπεσαν να κοιμηθούν γεμάτοι ελπίδες.
Γρήγορα έπεσε σκοτάδι στον καταυλισμό, αλλά η νύχτα, όπως και η προηγούμενη άλλωστε, δεν ήταν καθόλου ήσυχη, γι’ αυτό η ελπίδα μετατράπηκε σε ταραχή. Ομάδες ανταρτών περικύκλωσαν το στρατόπεδο αρχίζοντας να εκτοξεύουν βέλη. Μερικά ήταν αναμμένα, άλλα διαπερνούσαν σφυρίζοντας το σκοτάδι και καρφώνονταν στο έδαφος, στα δέντρα ή τα αντίσκηνα ή σε κάποιον Κυκλωπιανό ακόμη, αιφνιδιάζοντας και τρομάζοντας όσους βρισκόταν τριγύρω. Κάποια στιγμή, ένα τρομερό σμήνος από σχεδόν εκατό φλεγόμενα βέλη διέσχισε τον νυχτερινό ουρανό και, μολονότι δεν χτυπήθηκε ούτε ένας στρατιώτης, κλόνισαν το ηθικό τους.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήξερε ότι αυτές οι μικρές ομάδες δεν πρόκειται να κάνουν ουσιαστικές ζημιές, όπως επίσης ότι οι άνδρες του χρειάζονταν ξεκούραση, αλλά για λόγους γοήτρου έπρεπε να αντιδράσει. Δεν μπορούσε να αφήσει αναπάντητη μια τόσο τολμηρή επίθεση. Έστειλε μερικούς λόχους μέσα στο σκοτάδι, αλλά δεν είδαν τίποτα στα χιονισμένα και λασπωμένα χωράφια, ούτε άκουσαν τίποτα, πέρα από τα πειράγματα των αθέατων Εριαντοριανών, που ήξεραν καλά το έδαφος της περιοχής.
Ένας λόχος δέχτηκε μια ανοιχτή, μολονότι σύντομη επίθεση, στην κορυφή ενός μικρού λόφου, καθώς επέστρεφε στο στρατόπεδο. Μια ομάδα επαναστατών που ήταν κρυμμένοι γύρω τους, πετάχτηκαν ξαφνικά, όρμησαν και πέρασαν μέσα από τις τάξεις των Κυκλωπιανών χτυπώντας τους με ρόπαλα, παλιά σπαθιά, δικράνια και δρεπάνια. Πέρασαν ανάμεσά τους χωρίς να σταματήσουν για να πολεμήσουν και βγήκαν από την άλλη μεριά, για να εξαφανιστούν μέσα στο σκοτάδι. Μερικά δευτερόλεπτα φρενίτιδας, άλλο ένα μικρό αγκάθι που καρφώθηκε στο πλευρό του τεράστιου στρατού.
Στην πραγματικότητα, μόνο μια ντουζίνα Πραιτωριανοί σκοτώθηκαν εκείνη την ατελείωτη νύχτα, ενώ μόνο είκοσι περίπου τραυματίστηκαν. Ελάχιστοι όμως μπόρεσαν να κοιμηθούν, κι όσοι τα κατάφεραν, δεν κοιμήθηκαν καλά.
«Έτοιμο το δόλωμα;» ρώτησε ο Λούθιεν την Σιόμπαν λίγο πριν τα χαράματα της επόμενης μέρας. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, έβρεχε και φυσούσε. Ο Λούθιεν κοίταζε από το βόρειο τείχος του Κάερ Μακντόναλντ την έκταση που απλωνόταν μπροστά του, χωράφια και φράχτες που είχαν αρχίσει να διακρίνονται μέσα στο πρώτο φως της αυγής. Σε κάποια σημεία διέκρινε γκρίζα μπαλώματα δίπλα στο σκούρο χώμα, τα τελευταία υπολείμματα του χιονιού, που έχανε τη μάχη με την άνοιξη.
«Στο Φέλινγκ Ντάουνς», απάντησε εκείνη. «Είχαμε πενήντα στρατιώτες εκεί όλη τη μέρα χτες κι αφήσαμε τα φανάρια αναμμένα μέχρι αργά τη νύχτα». Η Σιόμπαν γέλασε. «Περιμέναμε να μας επιτεθούν οι ανιχνευτές των Κυκλωπιανών, αλλά δεν πλησίασαν».
Ο Λούθιεν της έριξε μια πλάγια ματιά. Επειδή δεν την είχε δει καθόλου την προηγούμενη νύχτα, αναρωτιόταν πού μπορεί να ήταν, τώρα όμως κατάλαβε ότι επρόκειτο για ανοησία του: έπρεπε να το φανταστεί ότι η Σιόμπαν θα οδηγούσε η ίδια τη μικρή ομάδα, που θα πήγαινε στο μικρό χωριό βόρεια του Κάερ Μακντόναλντ σαν δόλωμα. Όπου ενδεχόταν να ξεσπούσε μάχη, η Σιόμπαν θα έβρισκε τρόπο να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Ούτε ο Σάγκλιν ή οι άλλοι νάνοι, που τόσο είχαν βασανιστεί από την τυραννία του Γκρινσπάροου, δεν ήταν τόσο φανατικοί. Τα πάντα στη ζωή της Σιόμπαν περιστρέφονταν γύρω από την εξέγερση και γύρω από την εξόντωση Κυκλωπιανών.
Τα πάντα.
«Πόσοι έχουν πάει;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Τριακόσιοι», του απάντησε η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν την κοίταξε πάλι. Τριακόσιοι; Μόνο τριακόσιοι; Εφόσον η κυκλωπιανή δύναμη ήταν πενήντα φορές μεγαλύτερη, αυτοί υποτίθεται ότι θα κατέφεραν ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον τους με τριακόσιους πολεμιστές μόνο; Η ερωτηματική του έκφραση με τα ανασηκωμένα φρύδια έθετε καθαρά όλα αυτά τα θέματα.
«Δεν μπορούμε να καλύψουμε με ασφάλεια το έδαφος προς βορρά», του εξήγησε η Σιόμπαν, με τόνο που φανέρωνε την επιθυμία της να στείλουν όλη τη δύναμή τους. Η λαχτάρα της να καταστρέψουν τον κυκλωπιανό στρατό ήταν μεγαλύτερη και από του Λούθιεν ακόμη. «Δεν μπορούμε να ρισκάρουμε τόσες ζωές σε ανοιχτό πεδίο μάχης».
Ο Λούθιεν κατένευσε. Αυτό ήταν αλήθεια. Ο ίδιος αρχικά είχε υποστηρίξει να μη βγουν καθόλου από το Κάερ Μακντόναλντ. Όμως, το σχέδιο της ενέδρας ήταν καλό. Αν ακολουθούσαν οι Κυκλωπιανοί τον πιο εύκολο και λογικό δρόμο μέχρι το Κάερ Μακντόναλντ, έπρεπε να διασχίσουν ένα μικρό ποτάμι δυτικά του Φέλινγκ Ντάουνς, το Φέλινγκ Ραν, μετά να στρίψουν νότια, να περάσουν μέσα από τη μικρή κωμόπολη και να συνεχίσουν ίσια την πορεία τους μέχρι τους λόφους όπου βρισκόταν η οχυρωμένη πόλη. Υπήρχε μόνο μία κανονική γέφυρα σε αυτό το ποτάμι σε όλη την περιοχή βορειοδυτικά του Φέλινγκ Ντάουνς, αλλά ο Λούθιεν και οι συμπολεμιστές του μπορούσαν να περάσουν το νερό σε ένα πιο δύσκολο σημείο δυτικά του Κάερ Μακντόναλντ. Κατόπιν θα πήγαιναν βόρεια για να πάρουν θέσεις στους φράχτες και στα συδένδρα νότια της γέφυρας, που οι νάνοι του Σάγκλιν την είχαν παγιδέψει ήδη για να την γκρεμίσουν. Όταν θα περνούσε ο κύριος όγκος του στρατού κατευθυνόμενος προς το Φέλινγκ Ντάουνς, θα γκρέμιζαν τη γέφυρα, με αποτέλεσμα οι Κυκλωπιανοί που θα απέμεναν παγιδευμένοι στη δυτική πλευρά, να αντιμετωπίσουν τους επιδρομείς του Λούθιεν.
«Σήμερα είναι σημαντική μέρα», είπε ο νεαρός Μπέντγουιρ. «Η πρώτη δοκιμασία του στρατού του Άβον».
«Και η δική μας», πρόσθεσε η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν πήγε να φέρει αντίρρηση, να πει ότι η πρώτη δική τους δοκιμασία ήταν η κατάληψη του Μόντφορτ, αλλά σταμάτησε συνειδητοποιώντας ότι η Σιόμπαν είχε δίκιο. Οι επαναστάτες θα πολεμούσαν τώρα για πρώτη φορά με μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη Πραιτωριανών Φρουρών, με έναν εκπαιδευμένο και ετοιμοπόλεμο στρατό.
«Έφυγε η ομάδα;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Η Σιόμπαν κατένευσε κοιτάζοντας ασυναίσθητα προς τα δυτικά.
»θα φύγεις κι εσύ σε λίγο για να πας κοντά τους;» Αυτή η ερώτηση του Λούθιεν ήταν ρητορική. Φυσικά, η Σιόμπαν θα έτρεχε να ενωθεί με εκείνους που σε λίγο θα πολεμούσαν. «Τότε πρέπει να βιαστούμε», πρόσθεσε γρήγορα ο νέος.
Η Σιόμπαν κατάλαβε ότι ξαφνικά είχε συμπεριλάβει και τον εαυτό του στην ενέδρα. Τον κοίταζε επίμονα για πολλή ώρα, έτσι ώστε ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει αν η έκφρασή της ήταν αποδοκιμαστική ή όχι.
«Είσαι πολύτιμος εδώ για να…» άρχισε να λέει.
«Όλοι είμαστε πολύτιμοι», την έκοψε ο νεαρός Μπέντγουιρ, αποφασισμένος να μην την αφήσει να του αλλάξει γνώμη αυτήν τη φορά. Τελευταία, κάθε φορά που ο Λούθιεν ήθελε να λάβει μέρος σε κάποια επιχείρηση που μπορεί να κατέληγε σε μάχη, κάποιος, συνήθως η Σιόμπαν, του έλεγε ότι είναι πολύτιμος για τον αγώνα και δεν πρέπει να διακινδυνεύει.
Η Σιόμπαν κατάλαβε ότι δεν θα κατάφερνε να τον μεταπείσει. Μπορούσε να πείσει τον Λούθιεν για πολλά πράγματα, να τον καθοδηγήσει σε πολλές αποφάσεις, αλλά στη διάρκεια της κατάληψης του Μόντφορτ είχε καταλάβει ότι ήταν αδύνατο να κρατήσει αυτό τον γενναίο πολεμιστή μακριά από τη μάχη.
»Θα δοκιμαστεί ο στρατός του Άβον», της εξήγησε ο Λούθιεν. «Και πρέπει να δω πώς θα πολεμήσουν».
Η Σιόμπαν είχε αρκετά επιχειρήματα για να αντικρούσει αυτό το σκεπτικό, με κυριότερο ότι η άμυνα του Κάερ Μακντόναλντ και το ηθικό των επαναστατών θα εξασθένιζε σημαντικά αν ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, η Πορφυρή Σκιά, σκοτωνόταν πριν ακόμη φτάσουν οι Κυκλωπιανοί στα τείχη της πόλης. Δεν εξέφρασε τις αμφιβολίες της όμως, αποφασίζοντας να εμπιστευτεί τον Λούθιεν. Έχοντας λάβει μέρος σε όλες τις συγκρούσεις μέσα στην πόλη, είτε από επιδεξιότητα είτε από καθαρή τύχη δεν είχε πάθει παρά μόνο ασήμαντες γρατζουνιές.
Ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως μαζί με μερικούς τοξότες ξωτικά προχωρώντας δυτικά και μετά βόρεια. Σε λιγότερο από μια ώρα μετά την αυγή οι τριακόσιοι πολεμιστές, που είχαν διαλεχτεί ένας ένας για αυτή τη σημαντική μάχη, περίμεναν ενάμισι χιλιόμετρο νότια της γέφυρας του μικρού ποταμού Φέλινγκ Ραν. Από την άλλη όχθη, την ανατολική, οι επιδρομείς έβλεπαν τον καπνό που υψωνόταν από τις καπνοδόχους των σπιτιών του Φέλινγκ Ντάουνς, ένα ακόμη δόλωμα για τους Κυκλωπιανούς.
Λίγο αργότερα είδαν προς βορρά για πρώτη φορά τον στρατό του Άβον, μια πελώρια μαύρη και ασημί μάζα που τράνταζε το έδαφος καθώς προχωρούσε με αποφασιστικό βήμα. Ο Λούθιεν κράτησε την ανάσα του για αρκετές στιγμές, όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος αυτής της δύναμης. Σκέφτηκε τον Όλιβερ και την πρότασή του να εγκαταλείψουν την εξέγερση, να το σκάσουν στις βόρειες περιοχές, και αναρωτήθηκε για πρώτη φορά μήπως ο φίλος του είχε δίκιο.