28 Οι λέξεις

Ο Λούθιεν και η Κατρίν ήταν καβάλα στα άλογά τους σε έναν λόφο που έβλεπε προς το Πρίνσταουν. Ο ήλιος ήταν χαμηλά στην ανατολή και οι λοξές ακτίνες του περνούσαν δίπλα τους για να αντανακλαστούν πάνω στα λευκά και ρόδινα μάρμαρα της υπέροχης πόλης. Στον φημισμένο ζωολογικό κήπο του Πρίνσταουν τα εξωτικά ζώα ξυπνούσαν χαιρετώντας την ανατολή με γρυλλίσματα και βρυχηθμούς.

Πέρα από αυτούς τους ήχους, στην πόλη επικρατούσε ησυχία και ηρεμία. Ο πανικός που άρχισε, όταν μαθεύτηκε ότι ο δούκας Πάραγκορ σκοτώθηκε και η φρουρά της πόλης σφαγιάστηκε, είχε καταλαγιάσει.

«Ο Μπριντ’Αμούρ είπε στους κατοίκους της πόλης ότι δεν θα μπει στο Πρίνσταουν ούτε ο στρατός του Εριαντόρ ούτε ο στρατός των νάνων», είπε ο Λούθιεν. «Και έδειξαν να τον εμπιστεύονται».

«Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς», απάντησε η Κατρίν. «Θα μπορούσαμε να μπούμε στην πόλη και να τους σκοτώσουμε όλους μέσα σε μια μέρα».

«Ξέρουν όμως ότι δεν θα το κάνουμε», είπε κατηγορηματικά ο Λούθιεν. «Ξέρουν γιατί ήλθαμε».

«Δεν είναι σύμμαχοί μας», του υπενθύμισε η Κατρίν. «Αν μπορούσαν να μας διώξουν, θα το έκαναν, μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό.

Ο Λούθιεν δεν απάντησε, ήξερε ότι η Κατρίν έχει δίκιο. Παρ’ ότι ήξερε πως η πρόθεση του Μπριντ’Αμούρ είναι να υποχωρήσουν πίσω στο Εριαντόρ, μετά τη σφαγή στο Γκλεν Ντούριτς είχε την ελπίδα ότι, αν οι κάτοικοι του Πρίνσταουν ασπάζονταν τον αγώνα τους, θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο, να φτάσουν μέχρι το Καρλάιλ. Αλλά έγινε αυτό που είχε προβλέψει ο Όλιβερ τη μέρα που σχεδίαζαν την επίθεση. Οι κάτοικοι του Πρίνσταουν ήταν ήρεμοι τώρα πιστεύοντας ότι δεν απειλείται η προσωπική τους ασφάλεια, όμως δεν είχαν συμμαχήσει με το Εριαντόρ.

»Επίσης, έχε υπόψη σου», συνέχισε η Κατρίν σκυθρωπή, «ότι ο στρατός μας θα μπει στην πόλη και θα εξοντώσει όποιον μας αντισταθεί, αν ο Γκρινσπάροου στείλει κανέναν νέο στρατό για να χτυπήσει τον βορρά».

Ο Λούθιεν δεν την άκουσε σχεδόν, επειδή δεν ήθελε να την ακούσει και επίσης επειδή είδε τον Όλιβερ πάνω στον Θρεντμπέαρ να πλησιάζει ανεβαίνοντας τον λόφο. Ταυτόχρονα είδε στα αριστερά τους να έρχεται από μακριά η αναμενόμενη πομπή, μια σειρά άμαξες η μία πίσω από την άλλη, όλες στολισμένες με σημαίες. Μπροστά και δίπλα τους υπήρχε μια συνοδεία Κυκλωπιανών με τη στολή της Πραιτωριανής Φρουράς, καβάλα σε αλογόχοιρους. Ο Λούθιεν δεν αναγνώριζε όλες τις σημαίες, καθώς ξεχώρισε όμως τη σημαία του Άβον, σκέφτηκε ότι οι υπόλοιπες θα πρέπει να απεικόνιζαν τους θυρεούς των σημαντικότερων οικογενειών του νότιου βασιλείου και ίσως επίσης αυτούς των έξι μεγάλων πόλεων. Εκτός από τη σημαία του Άβον, ξεχώριζε και μια άλλη με μπλε χρώμα που έδειχνε δυο χέρια να απλώνονται το ένα προς το άλλο πάνω από ένα ποτάμι.

«Του Μάνινγκτον, νομίζω», είπε η Κατρίν, που είχε διακρίνει κι αυτή την ίδια σημαία.

«Κι άλλος δούκας;» ρώτησε ο Λούθιεν. «Ήλθε για διαπραγματεύσεις ή για να εξαπολύσει φριχτά μαγικά ξόρκια;»

«…Δούκισσα», τον διόρθωσε ο Όλιβερ πλησιάζοντας με το πόνι του. «Η δούκισσα Γουέλγουορθ του Μάνινγκτον. Θα μιλήσει για λογαριασμό του Γκρινσπάροου, που είναι ακόμη στη Γασκόνη».

«Πού ήσουν εσύ;» ρώτησαν ο Λούθιεν και η Κατρίν ταυτόχρονα, αφού δεν τον είχαν δει καθόλου αυτές τις πέντε μέρες μετά την εξόντωση του Πάραγκορ και του Πρεχοτέκ.

Ο Όλιβερ γέλασε, ενώ αναρωτιόταν αν θα τον πίστευαν. Χάρη στο τούνελ του Μπριντ’Αμούρ είχε διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι τη Γασκόνη και χιλιάδες χιλιόμετρα πάλι για να γυρίσει. Είχε συναντηθεί με αξιωματούχους, μερικούς από τους σημαντικότερους άνδρες της Γασκόνης. Μάλιστα, κάποια στιγμή είχε την ευκαιρία να χαιρετίσει τον βασιλιά Γκρινσπάροου όταν τον συνάντησε σε έναν διάδρομο! «Ήταν καιρός να γυρίσω σπίτι μου!» απάντησε αινιγματικά ο Όλιβερ γελώντας τρανταχτά. Αρνήθηκε να πει τίποτε άλλο, και ο Λούθιεν με την Κατρίν, που τους απασχολούσε η συνάντηση που θα γινόταν σε λίγο, δεν επέμειναν.

Ο Λούθιεν ήθελε να παραβρεθεί στις διαπραγματεύσεις, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ διαφώνησε. Του υπενθύμισε ότι ο εκπρόσωπος του Γκρινσπάροου μάλλον θα ήταν μάγος, οπότε θα μπορούσε να αποτυπώσει στη μνήμη του τη μορφή του, ή τουλάχιστον να δώσει πληροφορίες γι’ αυτόν στον βασιλιά του Άβον. Ο Μπριντ’Αμούρ πίστευε ότι ήταν καλύτερα για το Εριαντόρ αν η Πορφυρή Σκιά παρέμενε μια μυστηριώδης και άγνωστη μορφή για τον Γκρινσπάροου και τους βοηθούς του.

Έτσι ο Λούθιεν συμφώνησε να μείνει έξω από την πόλη και από τις διαπραγματεύσεις. Τώρα όμως, βλέποντας τις άμαξες να χάνονται πίσω από το γκρίζο γρανίτινο τείχος, σκεφτόταν ότι έπρεπε να επιμείνει περισσότερο.


Η δούκισσα Ντιάνα Γουέλγουορθ ήταν όμορφη γυναίκα, με χρυσαφένια μαλλιά ως τους ώμους χτενισμένα προς τη μια πλευρά και πιασμένα στη θέση τους με μια διαμαντοστόλιστη καρφίτσα. Αν και πολύ νέα —σίγουρα δεν είχε δει ούτε τριάντα χειμώνες— είχε αριστοκρατικό, εξεζητημένο ντύσιμο και τρόπους. Ο Μπριντ’Αμούρ όμως διαισθάνθηκε αμέσως τη δύναμη και την αδάμαστη ανεξάρτητη θέληση αυτής της γυναίκας. Ήταν μάγισσα και μάλιστα ισχυρή, και σίγουρα ήξερε να δημιουργεί προβλήματα στους άνδρες επίσης με άλλα μέσα εκτός από τις μαγικές της δυνάμεις.

«Ο στόλος;» ρώτησε ξαφνικά, έχοντας δηλώσει από την πρώτη στιγμή που κάθισε στο μακρύ δρύινο τραπέζι ότι θέλει να τελειώσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται αυτές οι διαπραγματεύσεις.

«Τον βυθίσαμε», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ χωρίς καν να ανοιγοκλείσει τα μάτια.

Τα όμορφα χαρακτηριστικά της Ντιάνα Γουέλγουορθ, που τονίζονταν από πανάκριβο μακιγιάζ αλλά δεν ήταν βαριά βαμμένα στο συνηθισμένο στυλ του Άβον, σκοτείνιασαν γεμάτα σκεπτικισμό. «Είπες ότι θα συζητήσουμε τίμια», είπε ήρεμα.

«Ο στόλος είναι αγκυροβολημένος κοντά στο Νταϊαμοντγκέιτ», παραδέχτηκε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο γέρο-μάγος ύψωσε το παράστημά του και το πρόσωπό του σκλήρυνε. «Κάτω από τη σημαία του ελεύθερου Εριαντόρ».

Ο τόνος του έδειξε στην Γουέλγουορθ πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Γκρινσπάροου δεν θα έπαιρνε πίσω τα πλοία του. Αυτό όμως το ήξερε από την αρχή. «Οι Πραιτωριανοί Φρουροί που είναι αιχμάλωτοι σε αυτό το νησί;» ρώτησε η μάγισσα.

«Όχι», απάντησε απλά ο Μπριντ’Αμούρ.

«Έχετε σχεδόν τρεις χιλιάδες φυλακισμένους», διαμαρτυρήθηκε η Γουέλγουορθ.

«Είναι δικό μας πρόβλημα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.

Η Ντιάνα Γουέλγουορθ χτύπησε τα χέρια της στο τραπέζι και σηκώθηκε να φύγει, κάνοντας νόημα στους Πραιτωριανούς που στέκονταν δίπλα της. Τότε όμως ο άλλος διαπραγματευτής που καθόταν στο τραπέζι απέναντι της, ένας νάνος με κατάμαυρη γενειάδα, ξερόβηξε δυνατά, μια όχι και τόσο λεπτή υπενθύμιση της μεγάλης στρατιωτικής δύναμης των νάνων, που ήταν στρατοπεδευμένη στα βουνά, όχι μακριά από την πόλη. Το Πρίνσταουν είχε χαθεί, ο εχθρός ήταν καλά οχυρωμένος και αν δεν κατέληγαν σε μια συμφωνία εδώ, όπως την είχε διατάξει ο Γκρινσπάροου, το Άβον θα εμπλεκόταν σε έναν πόλεμο που θα του στοίχιζε πολλά.

Η Ντιάνα Γουέλγουορθ κάθισε πάλι στο τραπέζι.

«Και οι Κυκλωπιανοί αιχμάλωτοι που πιάσατε στο Γκλεν Ντούριτς;» ρώτησε με εκνευρισμένο, απελπισμένο τόνο. «Πρέπει να φέρω κάτι πίσω στον βασιλιά μου!»

«Θα πάρεις πίσω την πόλη», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Αυτό ήταν γνωστό πριν ξεκινήσω για τον βορρά», διαμαρτυρήθηκε η Ντιάνα. «Οι αιχμάλωτοι, όμως;»

Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε τον Σάγκλιν αφήνοντας ένα κοφτό γέλιο, μια ένδειξη συμφωνίας. Μετά εξήγησε στην Γουέλγουορθ με πλατύ και ειλικρινές χαμόγελο, «Δεν έχουμε καμιά όρεξη να πάμε χίλιους μονόφθαλμους πίσω στο Εριαντόρ!»

Η Ντιάνα Γουέλγουορθ κόντεψε να βάλει τα γέλια, και η έκφρασή της ξάφνιασε κάπως τον Μπριντ’Αμούρ. Η ευθυμία της δεν οφειλόταν σε ανακούφιση, αλλά στο ότι είχε κι αυτή παρόμοια γνώμη για τους Κυκλωπιανούς. Μόνο τότε άρχισε να καταλαβαίνει ο γέρο-μάγος. Το Μάνινγκτον, η δεύτερη πόλη του Άβον μετά το Καρλάιλ, συνδεόταν στενά με τη βασιλική γενεαλογική γραμμή αυτού του κράτους.

«Γουέλγουορθ…» είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Αν δεν κάνω λάθος, ο βασιλιάς του Άβον, πριν από τον Γκρινσπάροου φυσικά, ήταν ένας Γουέλγουορθ, έτσι δεν είναι;»

Το χαμόγελο έσβησε από το όμορφο πρόσωπο της Ντιάνα. «Ένας θείος μου», απάντησε. «Μακρινός θείος».

Ο πανέξυπνος μάγος κατάλαβε ότι εδώ κρύβονται πολλά. Σίγουρα η Ντιάνα ήταν στη γραμμή διαδοχής για τον θρόνο, πριν τον πάρει ο Γκρινσπάροου. Πώς θα μπορούσε να νιώθει λοιπόν για αυτό τον μάγο που ξαφνικά έγινε βασιλιάς της; Ο Μπριντ’Αμούρ έδιωξε τούτες τις σκέψεις. Τώρα τον απασχολούσαν άλλα, πιο σημαντικά και επείγοντα θέματα για το Εριαντόρ.

«Ορίστε λοιπόν, έχεις το δώρο για τον βασιλιά σου», είπε, κλείνοντας τη συνάντηση.

«Όντως», απάντησε η Ντιάνα, σκυθρωπή ακόμη λόγω της ερώτησης για την βασιλική της καταγωγή.


Ο Λούθιεν με την Κατρίν παρακολουθούσαν με αγωνία, όπως επίσης ο Όλιβερ, η Σιόμπαν και όλος ο στρατός του Εριαντόρ και όλοι οι νάνοι του Άιρον Κρος, καθώς ο Μπριντ’

Αμούρ, με τον Σάγκλιν δίπλα του και τη δούκισσα Ντιάνα Γουέλγουορθ πίσω τους, ανέβηκαν στο ψηλότερο σημείο του Πρίνσταουν, στον πύργο του καθεδρικού ναού. Όταν έφτασαν στην κορυφή, ο Μπριντ’Αμούρ, με τον φαρδύ μπλε χιτώνα του να ανεμίζει από τον δυνατό άνεμο, μίλησε σε όλους, Εριαντοριανούς και Αβονίτες, με φωνή ενισχυμένη από ένα μαγικό ξόρκι για να ακούγεται σε κάθε γωνιά του Πρίνσταουν.

«Ήρθε η ώρα να γυρίσουν στον βορρά οι κάτοικοι του Εριαντόρ», δήλωσε ο γέρο-μάγος. «Και να γυρίσουν στο σπίτι τους οι νάνοι του Άιρον Κρος.

Και μετά είπε τις λέξεις που περίμεναν τόσο καιρό να ακούσουν ο Λούθιεν Μπέντγουιρ και η Κατρίν Ο’ Χέιλ.

»Το Εριαντόρ είναι ελεύθερο!»

Загрузка...