Πολλοί χειμώνες είχαν βαρύνει τις φαρδιές πλάτες του γέρο-μάγου Μπριντ’Αμούρ, ενώ οι ρυτίδες στο πρόσωπό του μαρτυρούσαν πολλές ώρες μελέτης και ανησυχίας. Οι ανησυχίες του δεν ήταν λιγότερες τώρα, αφού υποψιαζόταν ότι το αγαπημένο του Εριαντόρ περνά την πιο κρίσιμη εποχή του. Όμως οι ώμοι του δεν ήταν καμπουριασμένοι και, όποιος κοίταζε το πρόσωπό του, δεν θα πρόσεχε τις ρυτίδες, γιατί θα μαγευόταν από το βαθύ βλέμμα των γαλάζιων ματιών του.
Αυτά τα μάτια άστραψαν τώρα καθώς ο Μπριντ’Αμούρ καθόταν σε μια καρέκλα με ψηλή πλάτη, στο γραφείο του, μέσα σε μια κυκλική σπηλιά με τελείως λείο δάπεδο, μοναδική ένδειξη ότι αυτός ο υπόγειος θάλαμος δεν ήταν έργο της φύσης. Το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα μοναδικό φως έντονο σαν λάμψη από αστραπή, που έβγαινε από μια κρυστάλλινη σφαίρα τοποθετημένη μπροστά του στο γραφείο ανάμεσα σε ένα ανθρώπινο κρανίο κι ένα ψηλό κηροπήγιο.
Ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε πίσω στην καρέκλα, ενώ το φως άρχισε να σβήνει. Σκεφτόταν τις εικόνες που μόλις του είχε δείξει η μαγική σφαίρα.
Οι νάνοι ελευθερώθηκαν από τα ορυχεία του Μόντφορτ και μπήκαν στην πόλη μαζί με τον Λούθιεν και τον Όλιβερ.
Οι νάνοι ήταν ελεύθεροι!
Ο Μπριντ’Αμούρ χάιδεψε την κάτασπρη γενειάδα του, στρώνοντας τα πυκνά λευκά μαλλιά του που είχε δεμένα πίσω, σε χοντρή αλογοουρά. Μπορούσε να εμπιστευθεί αυτές τις εικόνες, γιατί μέσα από την κρυστάλλινη σφαίρα είχε κοιτάξει την πραγματικότητα και όχι τις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις.
Το είχε κάνει όμως νωρίτερα αυτό, να κοιτάξει το μέλλον, μια δραστηριότητα επικίνδυνη και εξαντλητική. Από όλα τα μαγικά ξόρκια που μπορεί να κάνει ένας μάγος, η προφητεία είναι ίσως το πιο δύσκολο και επικίνδυνο, γιατί αυτή η ματιά στο μέλλον απαιτεί κάτι περισσότερο από τη χαλιναγώγηση απλών μορφών ενέργειας όπως της αστραπής, ή από την μετακίνηση της συνειδητότητας σε ένα άλλο μέρος, όπως στην απλή κρυσταλλοσκοπία. Για να κοιτάξεις στο μέλλον πρέπει να συγκεντρώσεις όλα τα γνωστά στοιχεία του παρόντος σε ένα σημείο, σε μια κρυστάλλινη σφαίρα ή σε έναν καθρέφτη, και μετά να επιβάλεις λογικές εξελίξεις στο καθένα καθώς και στις νέες καταστάσεις και συγκρούσεις που προκύπτουν. Πραγματικά, η προφητεία ήταν μια μεγάλη δοκιμασία της εξυπνάδας και της διαίσθησης ενός μάγου.
Ο Μπριντ’Αμούρ σπάνια αποτολμούσε τέτοια μαντεία γιατί, παρά την περιέργειά του, ήξερε ότι το μέλλον δεν είναι αξιόπιστο. Μπορούσε να κάνει το ειδικό ξόρκι στην κρυστάλλινη σφαίρα του, να σκύψει από πάνω της για να μελετήσει τις φευγαλέες εικόνες —και ήταν πάντα φευγαλέες, αδύναμες και ατελείς εικόνες— αλλά δεν μπορούσε να ξέρει ποτέ ποιες είναι αληθινές ή ποιες θα παραμείνουν ανεκπλήρωτες, απλά δυνατές εξελίξεις. Και, φυσικά, το ίδιο το γεγονός ότι ένας μάγος είχε δει το μέλλον, έκανε ακόμη πιο πιθανή την αλλοίωση της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων.
Σήμερα, μην μπορώντας ν’ αντισταθεί στην περιέργειά του, έριξε μια γρήγορη ματιά στο μέλλον, όπου βρήκε μία εικόνα που φαινόταν εύλογη και πολύ πιθανή: έναν άνδρα σε κάποιον ψηλό πύργο του Μόντφορτ. Ο ίδιος είχε μια γενική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην πόλη —είχε επισκεφθεί νοερά το Μόντφορτ σε δύο περιπτώσεις κοιτάζοντας μέσα από τα μάτια μιας μισοξωτικής— και, μολονότι δεν αναγνώρισε τον άνδρα πάνω στον πύργο, κατάλαβε από τα πλούσια ρούχα και τα άφθονα κοσμήματα ότι προφανώς ήταν ένας από τους υποστηρικτές του Γκρινσπάροου.
Ο μάγος έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Ένας άνδρας πάνω σε έναν πύργο, σκέφτηκε. Που χλευάζει τον λαό από κάτω. Ένας αφέντης, ένα σύμβολο όσων είχαν απομείνει στο Μόντφορτ από την παλιά τάξη του Γκρινσπάροου. Κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό, συλλογίστηκε ο Μπριντ’Αμούρ. Μπορούσε να επέμβει σε μια τέτοια κατάσταση χωρίς μεγάλη δαπάνη ενέργειας και χωρίς κανένα κίνδυνο. Ίσως το ταξίδι του στον χώρο των πιθανών εξελίξεων άξιζε το κόστος του αυτήν τη φορά.
Το κόστος… Θυμήθηκε τις προειδοποιήσεις των δασκάλων του για την προφητεία, πριν από αιώνες. Τον κίνδυνο…
Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από τον νου του. Αυτήν τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αυτήν τη φορά δεν είχε κοιτάξει όσα θα μπορούσαν να συμβούν, αλλά όσα είχαν ήδη συμβεί. Και εκείνο που είχε ήδη συμβεί, ήταν μια εξέγερση στο Μόντφορτ που ήταν δυνατό να μετατραπεί σε επανάσταση σε όλο το Εριαντόρ. Επρόκειτο για κάτι που το είχε προκαλέσει ο ίδιος ο Μπριντ’Αμούρ με έμμεσο τρόπο. Αυτός είχε δώσει τον πορφυρό μανδύα στον Λούθιεν Μπέντγουιρ. Αυτός είχε βάλει την Πορφυρή Σκιά και τον σύντροφό του στον δρόμο για το Μόντφορτ. Όταν το έκανε αυτό, ήλπιζε απλώς ότι ο Λούθιεν θα κατάφερνε να δημιουργήσει κάποιες εξελίξεις στην πόλη, ίσως να ανανεώσει τον θρύλο της Πορφυρής Σκιάς, του αρχαίου ήρωα. Και είχε την ελπίδα ότι, με τα χρόνια, ίσως κατάφερνε να εκμεταλλευτεί αυτούς τους ψιθύρους που θα περιέβαλλαν τον Λούθιεν, για να μειώσει βαθμιαία την επιρροή του βασιλιά Γκρινσπάροου στο Εριαντόρ.
Η μοίρα όμως είχε επέμβει επισπεύδοντας τα γεγονότα πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενε ο γέρο-μάγος. Αυτό ήταν πολύ ευχάριστο και είχε ξυπνήσει τις ελπίδες του. Πάνω απ’ όλα ο Μπριντ’Αμούρ πίστευε στο Εριαντόρ και στον ηρωικό λαό του, στον οποίο ανήκε και ο Λούθιεν Μπέντγουιρ.
Μέσα από την κρυστάλλινη σφαίρα του είδε ότι είχαν εξεγερθεί και αρκετές μικρότερε πόλεις, ανάμεσά τους και η πατρίδα του Λούθιεν, η Νταν Βάρνα στο νησί Μπέντγουιντριν. Μόλις εκείνο το πρωί ένας στόλος από αλιευτικά σκάφη μεταποιημένα σε πολεμικά ξεκίνησε από την Νταν Βάρνα αψηφώντας τα παγωμένα νερά της θάλασσας Ντόρσαλ, για να κάνει το σύντομο ταξίδι μέχρι το γειτονικό νησί Μάρβις. Τα πλοία μετέφεραν ενισχύσεις για τον κόμη του Μάρβις, που προσπαθούσε να απαλλάξει το νησί του από τους μισητούς Κυκλωπιανούς, όπως είχε κάνει ήδη ο Γκάχρις, κόμης του Μπέντγουιρ.
Ο Μπριντ’Αμούρ ψιθύρισε μερικές λέξεις χτυπώντας τρεις φορές τα δάχτυλά του. Τα πολλά κεριά στο κηροπήγιο άναψαν. Σηκώθηκε από την καρέκλα του στρώνοντας τον βαρύ μπλε χιτώνα και πήγε σε ένα κοντινό τραπέζι, που ήταν σκεπασμένο από περγαμηνές. Έψαξε ανάμεσά τους ώσπου βρήκε έναν χάρτη των Νησιών της Θάλασσας του Άβον. Χιλιάδες χρωματιστές κουκκίδες, πράσινες, κόκκινες και κίτρινες αντιπροσώπευαν κατοικημένους τόπους και την πλευρά που εκπροσωπούσε ο καθένας τους στη σύγκρουση. Νότια από τα βουνά, στο Άβον, οι κουκκίδες ήταν σχεδόν όλες πράσινες αντιπροσωπεύοντας πληθυσμούς πιστούς στον θρόνο, ή κίτρινες, που έδειχναν πόλεις με ουδέτερη στάση. Βόρεια της οροσειράς υπήρχαν επίσης πολλά πράσινα σημεία —το εμπορικό τμήμα του Μόντφορτ παρέμενε καταπράσινο— ενώ οι περισσότερες πόλεις και κωμοπόλεις είχαν ακόμη κίτρινο χρώμα. Αλλά οι κόκκινες κουκίδες, που συμβόλιζαν τους επαναστάτες, πλήθαιναν συνεχώς.
Ο Μπριντ’Αμούρ κράτησε τον χάρτη μπροστά του κι έκλεισε τα μάτια του, προφέροντας άλλο ένα ξόρκι. Έφερε στη μνήμη του όλα όσα του είχε δείξει η κρυστάλλινη σφαίρα, τα νέα γεγονότα στο Μόντφορτ καθώς επίσης τον στόλο στον βορρά και, όταν άνοιξε πάλι τα μάτια, ο χάρτης έδειχνε τις αλλαγές, με ένα κόκκινο κύμα να κυλά προς το νησί Μάρβις κι ένα φαρδύτερο κόκκινο τείχος γύρω από το πολιορκημένο εμπορικό τμήμα του Μόντφορτ.
«Τι άρχισα;» μουρμούρισε ο γέρο-μάγος γελώντας σιγά. Πριν, δεν περίμενε να φτάσουν τα πράγματα σε αυτό το σημείο παρά μόνο μετά από εκατό χρόνια, αλλά τώρα πίστευε ότι ήταν έτοιμος για την αλλαγή, όπως ήταν και το Εριαντόρ. Ο Λούθιεν του είχε φέρει το μαγικό ραβδί του από τη φωλιά του δράκου Βαλτάσαρ, και τώρα ο νεαρός, με τον ικανό Όλιβερ δίπλα του και αρκετούς άλλους ηγέτες να πλαισιώνουν και τους δύο, είχε κάνει εκπληκτική πρόοδο.
Ο Μπριντ’Αμούρ άφησε τον χάρτη στο τραπέζι και στερέωσε τις γωνίες του με τερατόμορφα πρες-παπιέ. Αναστέναξε βαθιά κοιτάζοντας πάλι το πελώριο γραφείο και τις φλόγες του κηροπήγιου, που έριχναν πολύ περισσότερο φως απ’ ό,τι τα φυσιολογικά κεριά. Η περιέργειά του τον έσπρωχνε προς την κρυστάλλινη σφαίρα, μια περιέργεια που τον έτρωγε εδώ και πολλές βδομάδες. Δεν ήθελε τώρα να εξερευνήσει το Εριαντόρ, αλλά να κοιτάξει πέρα από τα νότια σύνορα της χώρας για να δει τι συμβαίνει στο Άβον.
Αναστέναξε πάλι συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι έτοιμος για ένα τέτοιο επικίνδυνο εγχείρημα. Όχι ακόμη. Χρειαζόταν ξεκούραση για να ξαναβρεί τις δυνάμεις του και για να προλάβει στο μεταξύ να εξαπλωθεί περισσότερο η εξέγερση στο Μόντφορτ. Ίσως ήταν λάθος του που κοίταξε στο μέλλον πριν από λίγο, γιατί ενώ το παρόν συνέχιζε να τον καλεί, ήταν πια πολύ κουρασμένος για να ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Η κρυσταλλοσκόπηση του μέλλοντος είναι κουραστική δραστηριότητα. Από την άλλη μεριά, το να στείλει τη μαγική του ενέργεια σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων για να δει τα τρέχοντα γεγονότα, δεν ήταν απλώς κουραστικό, ήταν επικίνδυνο. Μια τέτοια ενέργεια μπορεί να εντοπιζόταν από τον Γκρινσπάροου και τους δούκες του και, αφού ήταν ελάχιστοι οι μάγοι που απέμεναν στον κόσμο, δεν θα τους ήταν δύσκολο να ακολουθήσουν τα ίχνη της ενέργειας ώσπου να φτάσουν στην πηγή της, στο πιο κρυφό από όλα τα σπήλαια του Άιρον Κρος.
Ο Μπριντ’Αμούρ πρόφερε μια μαγική λέξη φυσώντας απαλά. Οι φλόγες στο κηροπήγιο τρεμόπαιξαν για λίγο και μετά έσβησαν. Γύρισε και βγήκε από την αίθουσα, ακολουθώντας ένα στενό πέρασμα που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιό του. Είχε να κάνει κάτι ακόμη, πριν ξαπλώσει για έναν ύπνο που του άξιζε μετά την κούραση εκείνης της μέρας. Πίστευε ότι η εικόνα που είδε, με τον άνθρωπο του Γκρινσπάροου να στέκεται σε κάποιον ψηλό πύργο στο Μόντφορτ, θα πραγματοποιόταν στο άμεσο μέλλον, και ήξερε τι πρέπει να κάνει γι’ αυτό.
Αφού μπήκε σε ένα μικρό οπλοστάσιο στο διάδρομο, έψαξε μέσα στο συνονθύλευμα των αντικειμένων μέχρι που βρήκε ένα συγκεκριμένο μαγικό βέλος. Μετά το μετάφερε, μέσω κάποιου απλού μαγικού ξορκιού, σε μια όμορφη μισοξωτική του Μόντφορτ που βρισκόταν συνέχεια στο επίκεντρο των συμπλοκών και των εξελίξεων.
Κατόπιν πήγε να ξεκουραστεί.
Ο Λούθιεν ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα. Έμεινε για λίγο ξαπλωμένος αφήνοντας τα μάτια του να προσαρμοστούν στο αμυδρό φως, κοιτάζοντας γύρω στο μικρό του δωμάτιο για να βεβαιωθεί ότι όλα είναι εντάξει. Δεν πρέπει να ήταν πολύ αργά, γιατί το τζάκι έλαμπε ακόμη. Οι φλόγες είχαν σβήσει, αλλά τα κούτσουρα είχαν μετατραπεί σε μικρά κόκκινα κάρβουνα, σαν μάτια που φρουρούσαν το δωμάτιο.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, διέσχισε το δωμάτιο ξυπόλυτος και κάθισε στο πέτρινο τζάκι. Η ζεστασιά της πέτρας ήταν ευχάριστη πάνω στα γυμνά του πόδια. Παραμέρισε το προστατευτικό πλέγμα, πήρε το σκαλιστήρι και σκάλισε τα κάρβουνα. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές, αφηρημένες, καθώς ήταν απορροφημένος από ένα πλήθος συναισθημάτων που δεν μπορούσε να καταλάβει. Έβαλε δυο κούτσουρα πάνω στα κάρβουνα, αρχίζοντας να φυσάει απαλά μέχρι που άναψαν.
Απέμεινε να τα κοιτάζει για λίγο, αφήνοντας τις φλόγες να τον πάνε με τον χορό τους πίσω στο Μπέντγουιντριν, στην Νταν Βάρνα, στην εποχή πριν πάρει αυτό τον απρόσμενο δρόμο. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που έκανε έρωτα με την Κατρίν, στον ψηλό λόφο που βλέπει στην πόλη και στον κόλπο.
Το χαμόγελό του έσβησε γρήγορα. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι χρειάζεται ύπνο, ότι η επόμενη μέρα, όπως και όλες οι προηγούμενες, θα είναι γεμάτη αναταραχή, μάχες και αποφάσεις που θα επηρεάσουν τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Αφού έβαλε το σκαλιστήρι στη σιδερένια βάση του δίπλα στο τζάκι, σηκώθηκε τινάζοντας τις στάχτες από πάνω του. Πλησίασε στο κρεβάτι μέσα στο φως που είχε δυναμώσει από την αναμμένη φωτιά και, ξάφνου, σταμάτησε.
Τα σκεπάσματα είχαν ανακατευτεί όταν σηκώθηκε, το χοντρό πουπουλένιο πάπλωμα είχε παραμερίσει και από κάτω έβλεπε τώρα την Σιόμπαν να κοιμάται μπρούμυτα, γυμνή. Κάθισε μαλακά στην άκρη του κρεβατιού. Έβαλε το χέρι του κάτω από το σκέπασμα στο πίσω μέρος από το γόνατό της και το ανέβασε αργά νιώθοντας κάθε πόντο από τις καμπύλες του κορμιού της, μέχρι που έφτασε στον λαιμό της.
Άνοιξε τα δάχτυλά του περνώντας τα μέσα στα πυκνά μαλλιά της. Η Σιόμπαν αναδεύτηκε αλλά δεν ξύπνησε.
Ήταν τόσο όμορφη και τόσο ζεστή. Δεν μπορούσε να αρνηθεί την ακατανίκητη γοητεία της. Είχε μαγέψει την καρδιά του με το πρώτο της κιόλας βλέμμα.
Τότε όμως γιατί σκεφτόταν την Κατρίν;
Ακόμη, γιατί, αναρωτήθηκε καθώς ξάπλωνε και σκεπαζόταν πάλι κολλώντας πάνω στην Σιόμπαν, ένιωθε τόσο ένοχος;
Στο διάστημα που η Κατρίν ήταν στο Μόντφορτ, δεν είχε δείξει με κανένα τρόπο ότι θέλει να επανασυνδεθεί μαζί του. Δεν του είχε πει την παραμικρή λέξη αποδοκιμασίας για τη σχέση του με την Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν όμως ήξερε μέσα στην καρδιά του ότι αυτή η αποδοκιμασία υπάρχει. Την έβλεπε στα πράσινα μάτια της, εκείνα τα πράσινα μάτια που τον χαιρέτισαν τα χαράματα της νύχτας που έγινε άνδρας, πάνω σε έναν λόφο της Νταν Βάρνα, σε έναν κόσμο που τώρα έμοιαζε να απέχει εκατομμύρια χιλιόμετρα και εκατομμύρια χρόνια.
Δαντέλες και φραμπαλάδες, τσιριμόνιες και βαμμένες κυρίες που υπηρετούσαν στην αυλή. Το θέαμα που αποκάλυπτε η κρυστάλλινη σφαίρα, γύριζε το στομάχι του Μπριντ’Αμούρ, ταυτόχρονα όμως του έδινε ελπίδα. Το Καρλάιλ του Στράτον, πρωτεύουσα του Άβον νότια του Εριαντόρ, είχε χτιστεί για πολεμικούς σκοπούς πριν από αιώνες, μια παραποτάμια πόλη με πανίσχυρα οχυρωματικά έργα. Ο ανελέητος Γκρινσπάροου είχε ανεβεί στον θρόνο μετά από σκληρή, αιματηρή μάχη και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν τα πιο απάνθρωπα που είχαν δει τα νησιά της Θάλασσας του Άβον μετά τις εισβολές των Χιούγκοθ πριν από αιώνες.
Τώρα όμως το Καρλάιλ ήταν όλο δαντέλες και φραμπαλάδες, όλο πλούσια φαγητά και σαρκικές απολαύσεις.
Το μαγικό μάτι του Μπριντ’Αμούρ προχωρούσε μέσα στο παλάτι. Δεν είχε τολμήσει ποτέ ως τώρα να κάνει κάτι τόσο επικίνδυνο, να στείλει τη νοερή του όραση τόσο κοντά στον μεγαλύτερο εχθρό του. Αν ο Γκρινσπάροου αντιλαμβανόταν τη μαγική ενέργεια…
Οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι του κρησφύγετου του Μπριντ’Αμούρ στα βουνά, δεν θα τον προστάτευαν από τους συμμάχους του Γκρινσπάροου, πανίσχυρους δαίμονες από την άβυσσο της κόλασης.
Η τρομερή κίνηση μέσα στο παλάτι είχε αφήσει κατάπληκτο τον μάγο. Εκατοντάδες άτομα τριγύριζαν σε όλα τα δωμάτια στο κατώτερο επίπεδο, άλλοι έπιναν, άλλοι έτρωγαν γλυκά, πολλοί τρύπωναν σε όποια σκοτεινή γωνία έβρισκαν μπροστά τους. Μεγαλόσωμοι Κυκλωπιανοί ήταν παραταγμένοι στους τοίχους όλων των αιθουσών. Είναι ειρωνεία, σκεφτόταν ο μάγος. Πολλοί από τους μονόφθαλμους στέκονταν μπροστά σε τοιχογραφίες που απεικόνιζαν αρχαίες μάχες, στις οποίες οι πρόγονοί τους ηττήθηκαν από τους πολεμιστές του Άβον!
Το μάτι προχώρησε, ενώ οι εικόνες στην κρυστάλλινη σφαίρα άλλαζαν πάλι. Ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ ένιωσε μια αίσθηση δύναμης, μαγικής ενέργειας. Για μια στιγμή, νομίζοντας ότι ο Γκρινσπάροου διαισθάνθηκε τη διείσδυσή του, κόντεψε να κόψει τη σύνδεση, μετά όμως συνειδητοποίησε ότι αυτό που ένιωθε ήταν κάτι διαφορετικό, ήταν μια παθητική ενέργεια: ίσως η αύρα του ίδιου του Γκρινσπάροου.
Ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε πίσω σκεφτικός. Θυμήθηκε τη μάχη του Λούθιεν με τον μάγο-δούκα Μόρκνεϊ πάνω στον πύργο της Μητρόπολης. Ο Μόρκνεϊ είχε καλέσει έναν δαίμονα, τον Πρεχοτέκ, και είχε προσφέρει το σώμα του για να υλοποιηθεί. Παρακολουθώντας εκείνη τη μάχη, ο Μπριντ’Αμούρ είχε νιώσει την ίδια αίσθηση, μόνο που εδώ ήταν πιο ισχυρή.
Ο γέρο-μάγος κατάλαβε τότε και τον κυρίεψε αηδία. Με ένα σιγανό γρύλλισμα έγειρε μπροστά ρίχνοντας όλη του την αυτοσυγκέντρωση στη μαντική σφαίρα. Το μάτι κινήθηκε πάλι, ακολουθώντας την ενέργεια του Γκρινσπάροου σαν να ήταν εκείνη ένας φάρος. Ανέβηκε την πίσω σκάλα του παλατιού και βρέθηκε στον δεύτερο όροφο, όπου δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι, ενώ αντίθετα οι μονόφθαλμοι Πραιτωριανοί Φρουροί ήταν ακόμη περισσότεροι. Μετά, ακολούθησε έναν λαβύρινθο από διαδρόμους με πολυτελή χαλιά, ώσπου έφτασε σε μια κλειστή πόρτα.
Ο Μπριντ’Αμούρ αισθάνθηκε σοκ όταν το μάτι έφτασε στην πόρτα. Προσπάθησε να περάσει, αλλά αντιλήφθηκε ότι υπήρχε φραγμός. Η πόρτα ήταν σφραγισμένη με μαγική ενέργεια.
Ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε ότι πίσω από αυτή την πόρτα βρισκόταν ο Γκρινσπάροου, ήξερε όμως ότι αν έστελνε αρκετή ενέργεια για να διαπεράσει τη μαγική σφραγίδα, ο μάγος-βασιλιάς θα τον αντιλαμβανόταν.
Ξαφνικά η εικόνα της κρυστάλλινης σφαίρα σκοτείνιασε, καθώς ένας πελώριος Κυκλωπιανός πέρασε μέσα από το άυλο μάτι. Όταν η πόρτα άνοιξε, ο Μπριντ’Αμούρ έστειλε αμέσως το μάτι πίσω από τον Κυκλωπιανό.
Ο χώρος ήταν σχετικά άδειος σε σχέση με την πολυτελή επίπλωση στο υπόλοιπο παλάτι. Ένας θρόνος βρισκόταν στο κέντρο της τετράγωνης αίθουσας, πάνω σε μια κυκλική βάση δύο σκαλοπάτια πάνω από το δάπεδο. Ο θρόνος ήταν περίτεχνα διακοσμημένος με πράσινα, κόκκινα και βιολετία πολύτιμα πετράδια, ενώ το δάπεδο ήταν γυμνό, εκτός από τέσσερα κόκκινα χαλιά που οδηγούσαν από τις τέσσερις πόρτες της αίθουσας στο βάθρο του θρόνου.
Ο Γκρινσπάροου —ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε ότι αυτός ήταν, παρ’ ότι είχε αιώνες να τον δει και δεν τον γνώριζε ποτέ καλά— ήταν καθισμένος στον θρόνο κι έπαιζε με ένα τεράστιο δαχτυλίδι που φορούσε στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού του χεριού. Είχε μακριά μαύρα κατσαρά μαλλιά, ενώ το πρόσωπό του ήταν βαμμένο και πουδραρισμένο, αν και το μακιγιάζ δεν έκρυβε τη φθορά που του είχαν προκαλέσει όλα αυτά τα χρόνια οι δοσοληψίες με δαίμονες. Έδινε την εντύπωση ενός ανόητου δανδή, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν ξεγελάστηκε. Όταν ο Γκρινσπάροου κοίταξε τον Κυκλωπιανό που πλησίαζε, τα καφεκίτρινα μάτια του άστραψαν από εξυπνάδα και ισχύ.
Ο Μπριντ’Αμούρ κράτησε το μαγικό του μάτι κοντά στον Κυκλωπιανό, ελπίζοντας ότι η δύναμη του επιβλητικού μονόφθαλμου θα έκρυβε τη μαγική του ενέργεια.
«Τι νέα, Μπέλσεν’ Κριγκ;» ρώτησε ο βασιλιάς δείχνοντας βαριεστημένος.
Ο Μπριντ’Αμούρ τόλμησε να μετακινήσει το μαγικό του μάτι, απομακρύνοντάς το από τον μονόφθαλμο όσο χρειαζόταν για να τον δει καλύτερα. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήταν ένας από τους πιο μεγαλόσωμους και άσχημους Κυκλωπιανούς που είχε δει ποτέ του ο γέρο-μάγος. Χοντρά σάπια δόντια προεξείχαν από το πάνω χείλος του, που ήταν κομμένο στη μέση διαγώνια κάτω από την πλατιά επίπεδη μύτη του. Το μάτι του ήταν τεράστιο και κατακόκκινο και από πάνω του κρεμόταν ένα χοντρό φρύδι σαν στέγαστρο μπροστά σε πόρτα. Ουλές αυλάκωναν τα μάγουλά του, ενώ ο λαιμός του, χοντρός όσο ο θώρακας ενός παιδιού, ήταν κι αυτός ένας κιτρινοπράσινος όγκος από ουλές. Φορούσε όμως μια περιποιημένη ασημόμαυρη στολή Πραιτωριανού Φρουρού, με χρυσά σιρίτια στους δύο ώμους και διάφορα μετάλλια και κορδέλες που έκαναν το τεράστιο στήθος του να φαίνεται ακόμη πιο φαρδύ.
«Δεν έχουμε λάβει κανένα νέο από το Μόντφορτ, βασιλιά μου», είπε ο Κυκλωπιανός. Η φράση ήταν εντυπωσιακά καλοσχηματισμένη για μονόφθαλμο, αλλά η άρθρωσή του ήταν σχεδόν ακατανόητη επειδή ρουθούνιζε πολύ δυνατά.
«Ο δαίμονας του Μόρκνεϊ δεν μπορεί πια να μπει στην πόλη», είπε ο Γκρινσπάροου, περισσότερο στον εαυτό του παρά στον Μπέλσεν’ Κριγκ.
«Ο δαίμονας του Μόρκνεϊ;» ψιθύρισε ο Μπριντ’Αμούρ. Αυτό σήμαινε ότι όλοι οι δούκες του βασιλιά-μάγου είχαν προσωπική σχέση με συγκεκριμένους δαίμονες;
«Επομένως πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο ανόητος δούκας είναι νεκρός», συνέχισε ο Γκρινσπάροου.
«Ένα ασήμαντο πρόβλημα», δήλωσε ο Μπέλσεν’ Κριγκ.
«Είναι το πλοίο μου έτοιμο για το ταξίδι;» ρώτησε ο Γκρινσπάροου ενώ ο Μπριντ’Αμούρ κρατούσε την ανάσα του, πιστεύοντας ότι ο βασιλιάς ετοιμαζόταν να πάει στο Εριαντόρ προσωπικά για να καταπνίξει την εξέγερση. Ο γέρο-μάγος ήξερε ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν αδύνατο να τον αντιμετωπίσουν ο Λούθιεν και οι φίλοι του.
«Τα νερά είναι καθαρά από παγόβουνα μέχρι το λιμάνι του Σομαντόρ», απάντησε ο Μπέλσεν’ Κριγκ.
Το Σομαντόρ, στη Γασκόνη; Η καρδιά του Μπριντ’Αμούρ γέμισε από ξαφνική ελπίδα. Ο Γκρινσπάροου πήγαινε στη Γασκόνη!
«Και τα νερά, βόρεια;» ρώτησε ο βασιλιάς, κι ο Μπριντ’Αμούρ κράτησε πάλι την αναπνοή του.
«Λιγότερο καθαρά, λένε όλες οι αναφορές», απάντησε ο Κυκλωπιανός.
«Αλλά μπορείς να περάσεις», είπε ο Γκρινσπάροου· τα λόγια του δεν ήταν ερώτηση αλλά διαταγή.
«Μάλιστα, βασιλιά μου».
«Τι ανοησία!» Ο Γκρινσπάροου κούνησε το κεφάλι του, σαν να έβρισκε πολύ δυσάρεστη την όλη υπόθεση. «Όμως, πρέπει να τους δώσουμε να καταλάβουν την ανοησία τους», συνέχισε. Σηκώθηκε από τον θρόνο ισιώνοντας τον βαρύ πτυχωτό μανδύα και τον λεπτοδουλεμένο μοβ ιμάντα που φορούσε χιαστί στους ώμους. «Σκοτώστε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί που συνδέεται με τους επαναστάτες! Δώστε τους ένα παράδειγμα που το Εριαντόρ δεν θα ξεχάσει για αιώνες».
Ο τόνος του ήταν τελείως αδιάφορος, τελείως ανελέητος.
«Μάλιστα, βασιλιά μου!» ήρθε η πρόθυμη απάντηση. Ένας Κυκλωπιανός ήταν πάντα πρόθυμος να σκοτώσει ανθρώπους.
«Και σε προειδοποιώ», πρόσθεσε ο Γκρινσπάροου, λίγο πριν βγει από την αίθουσα από την πίσω πόρτα, «αν αναγκαστώ να γυρίσω πίσω από τις διακοπές μου, θα σε θεωρήσω προσωπικά υπεύθυνο».
«Μάλιστα, βασιλιά μου», είπε ο Μπέλσεν’ Κριγκ, μην δείχνοντας καθόλου ανήσυχος. Αντίθετα μάλιστα, όπως κατάλαβε ο μάγος που παρακολουθούσε από οχτακόσια χιλιόμετρα μακριά, ο Κυκλωπιανός φαινόταν χαρούμενος.
Ο Μπριντ’Αμούρ έκοψε τη σύνδεση κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Καθώς η κρυστάλλινη σφαίρα έσβησε, μαζί της σκοτείνιασε το δωμάτιο, αλλά ο μάγος δεν έδωσε εντολή στο μαγικό του κηροπήγιο να ανάψει.
Έμεινε καθισμένος στο σκοτάδι να σκέφτεται τον δεσμό που είχαν οι εχθροί του με τους δαίμονες, μια σχέση που προφανώς ήταν ακόμη πολύ ισχυρή. Ο Μπριντ’Αμούρ συλλογίστηκε τη μοιραία απόφαση που είχε πάρει η αδελφότητα πριν από τόσα χρόνια. Οι καθεδρικοί ναοί είχαν χτιστεί, υπήρχε ειρήνη στη χώρα και ελάχιστοι συμπαθούσαν τους μάγους, που ήταν όλοι πια ηλικιωμένοι άνδρες και γυναίκες. Τότε η αδελφότητα αποφάσισε ότι η εποχή τους είχε περάσει. Ακόμη και οι μεγάλοι δράκοντες είχαν νικηθεί, άλλοι σκοτώθηκαν και άλλους τους φυλάκισαν σε βαθιές σπηλιές, όπως έκανε ο Μπριντ’Αμούρ και οι σύντροφοί του με τον Βαλτάσαρ. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε χάσει το ραβδί του σε εκείνη τη σύγκρουση, και ήταν τόσο σίγουρος ότι δεν θα το ξαναχρειαστεί, ώστε δεν προσπάθησε καν να το πάρει πίσω.
Όλα τα μέλη της αδελφότητας αποσύρθηκαν. Μερικοί προτίμησαν την αιώνια ανάπαυση, ενώ άλλοι, όπως ο Μπριντ’Αμούρ, πέρασαν σε μια κατάσταση μαγικής αναστολής των οργανικών τους λειτουργιών προστατευμένοι μέσα σε πύργους ή σπηλιές. Όλοι εκτός από τον Γκρινσπάροου. Δεν ήταν παρά ένας ασήμαντος υποδεέστερος μάγος την παλιά εποχή, ο οποίος όμως, προφανώς, βρήκε τον τρόπο να παρατείνει την εποχή των μάγων.
Ο Μπριντ’Αμούρ είχε προτιμήσει τη μαγική αναστολή από τον θάνατο, επειδή πίστευε ότι μια μέρα ίσως να φαινόταν πάλι χρήσιμος στον κόσμο. Έτσι, πριν πέσει στον μαγικό του ύπνο, ενεργοποίησε ξόρκια συναγερμού που θα τον επανέφεραν στη ζωή αν έρχονταν σκοτεινές μέρες για τη χώρα. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι ξύπνησε πριν από μερικά χρόνια, για να βρει τον Γκρινσπάροου να κάθεται στον θρόνο του Άβον έχοντας συνάψει ανίερες συμμαχίες με δαίμονες.
Ο Μπριντ’Αμούρ σκέφτηκε τους εχθρούς του, ανθρώπους και δαίμονες. Καθισμένος μέσα στο σκοτάδι, αναρωτήθηκε αν ήταν συνετό που οδήγησε τον Λούθιεν και το Εριαντόρ σε πορεία σύγκρουσης ενάντια σε έναν τέτοιο εχθρό.