Μισή ντουζίνα Κυκλωπιανοί, οι αρχηγοί της φρουράς στα ορυχεία Μόντφορτ, κοίταξαν άναυδοι τον άνθρωπο και τον χάφλινγκ που μπήκαν στη σπηλιά με όλη τους την άνεση, από μια πόρτα που υποτίθεται ότι ήταν κλειδωμένη. Χαμογελούσαν πλατιά και οι δύο, σαν να ήταν καλεσμένοι. Επιπλέον, αφού έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, ο χάφλινγκ έβαλε στην κλειδαριά ένα διαρρηκτικό εργαλείο και το γύρισε, κάνοντας ένα νεύμα ικανοποίησης όταν άκουσε την κλειδαριά να κλειδώνει πάλι.
Ο κοντινότερος Κυκλωπιανός πήγε να αρπάξει τη λόγχη του που ήταν ακουμπισμένη σε γάντζους στο δεξιό τοίχωμα της σπηλιάς, αλλά ο άνδρας έκανε ένα αστραπιαίο άλμα βγάζοντας ένα υπέροχο ξίφος από τη θήκη στο γοφό του, και το ακούμπησε πάνω στη λόγχη ακινητοποιώντας την. Ο Κυκλωπιανός ετοιμάστηκε να ορμήσει πάνω του, σταμάτησε όμως μπερδεμένος όταν είδε ότι ο άνδρας σήκωσε ήρεμα το χέρι του σαν να έλεγε ότι δεν θέλει συγκρούσεις.
Πριν προλάβει να αντιδράσει κάποιος από τους άλλους Κυκλωπιανούς, ο χάφλινγκ έτρεξε κι ανέβηκε πάνω στο τραπέζι, με το ξίφος στο χέρι. Δεν απείλησε κανέναν από τους μονόφθαλμους όμως, απλώς στάθηκε εκεί παίρνοντας ηρωική πόζα.
Μια καρέκλα σύρθηκε πίσω και ένας Κυκλωπιανός, ο πιο μεγαλόσωμος από όλους, σηκώθηκε όρθιος, πανύψηλος και απειλητικός. Ο Όλιβερ κούνησε το χέρι του όπως και ο Λούθιεν, σαν να ήθελε να τον ηρεμήσει.
«Σας χαιρετούμε», είπε ο χάφλινγκ. «Είμαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους, ληστής στο επάγγελμα, και ο φίλος μου από ’δώ είναι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, γιος του κόμη Γκάχρις του Μπέντγουιρ.
Οι Κυκλωπιανοί δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν, δεν καταλάβαιναν τι συμβαίνει. Τα ορυχεία του Μόντφορτ βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση νότια της πόλης, φωλιασμένα βαθιά μέσα στα πανύψηλα βουνά. Το μέρος ήταν τελείως απομονωμένο, γι’ αυτό οι μονόφθαλμοι δεν ήξεραν ότι μαίνεται η μάχη για το Μόντφορτ, αφού δεν είχαν πάρει νέα από την πόλη από τότε που είχαν πέσει τα πρώτα χιόνια. Άλλωστε, κανείς δεν πήγαινε στα ορυχεία, με μοναδική εξαίρεση τα καραβάνια των κατάδικων, που δεν θα άρχιζαν πάλι να έρχονται παρά μόνο αφού έλιωναν τα χιόνια, την άνοιξη.
»Φυσικά, μπορεί να τον ξέρετε καλύτερα σαν Πορφυρή Σκιά», συνέχισε ο Όλιβερ.
Ο μεγαλόσωμος Κυκλωπιανός στην κορυφή του τραπεζιού στένεψε το μάτι του με ένα δυσοίωνο, απειλητικό ύφος. Πριν από μερικούς μήνες είχε γίνει κάποια απόδραση στα ορυχεία, όταν δύο εισβολείς, ο ένας άνθρωπος και ο άλλος χάφλινγκ, μπήκαν μέσα, σκότωσαν πολλούς Κυκλωπιανούς και ελευθέρωσαν τρεις νάνους κατάδικους. Οι συγκεκριμένοι φρουροί έκαναν βάρδια στις βαθύτερες στοές όταν έγινε αυτό, αλλά τούτοι οι δύο σίγουρα ταίριαζαν με την περιγραφή των δύο δραστών. Ο Κυκλωπιανός και οι σύντροφοί του όμως δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι για τίποτα, γιατί αυτή η ξαφνική εισβολή ήταν πολύ απροσδόκητη και πολύ παράξενη.
»Βασικά», εξήγησε ο Όλιβερ, «η δική μου γνώμη ήταν να μπούμε μέσα εγώ και ο φίλος μου από ’δώ, μαζί με τους διακόσιους άλλους συντρόφους μας που περιμένουν απ’ έξω» …αυτό έκανε πολλά κεφάλια Κυκλωπιανών να στραφούν προς την πόρτα — «και να σας καθαρίσουμε όλους. Αλλά ο ευγενικός μου φίλος ήθελε να σας δώσουμε πρώτα μια ευκαιρία να παραδοθείτε».
Χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβουν οι Κυκλωπιανοί, και ο μεγαλόσωμος μονόφθαλμος κατάλαβε πρώτος. Μουγκρίζοντας από θυμό, αναποδογύρισε το τραπέζι.
Ο Όλιβερ πήδησε ψηλά περιμένοντας αυτή την κίνηση και το ξίφος του διέγραψε δυο απότομες τροχιές δεξιά και αριστερά χτυπώντας τους δυο κοντινότερους Κυκλωπιανούς στο πρόσωπο.
«Θα το πάρω για “όχι” αυτό», είπε ο χάφλινγκ. Αφού προσγειώθηκε κυλώντας στο έδαφος, έκανε μια τούμπα για να βρει την ισορροπία του.
Ο Κυκλωπιανός που βρισκόταν πιο κοντά στον Λούθιεν γρύλλισε και χαμήλωσε τους ώμους έτοιμος να ορμήσει, αλλά ο Λούθιεν του έδειξε τη λόγχη στον τοίχο. «Κοίτα!» φώναξε.
Ο ηλίθιος μονόφθαλμος κοίταξε εκεί που του έδειξε μα, όταν γύρισε πάλι μπροστά, είδε το σπαθί του Λούθιεν να κατεβαίνει. Η βαριά κοφτερή λεπίδα του Τυφλωτή καρφώθηκε στο μέτωπο του Κυκλωπιανού.
Ο Λούθιεν πήδησε πάνω από το πτώμα του καθώς σωριαζόταν στο χώμα.
«Σ’ το είπα ότι δεν θα παραδοθούν!» φώναξε ο Όλιβερ, που ξιφομαχούσε με δύο Κυκλωπιανούς, συμπεριλαμβανομένου και του ενός από τους δύο που είχε χαρακώσει στο πρόσωπο. Τον άλλο τον είχε σημαδέψει καλύτερα, τον είχε καρφώσει κατευθείαν στο μάτι, και τώρα ο τυφλωμένος μονόφθαλμος σφάδαζε στο έδαφος κουνώντας τα χέρια του.
Ο Λούθιεν όρμησε προς το αναποδογυρισμένο τραπέζι, χαμηλώνοντας τον ώμο σαν να ετοιμαζόταν να πέσει πάνω του και να το πετάξει στους Κυκλωπιανούς. Ο μονόφθαλμος, που ήταν πολύ βαρύτερος, χαμήλωσε κι αυτός τον πελώριο ώμο του έτοιμος να κάνει το ίδιο, αλλά την τελευταία στιγμή ο Λούθιεν παραμέρισε, με αποτέλεσμα ο Κυκλωπιανός να πέσει πάνω στο τραπέζι μόνος του. Χάνοντας την ισορροπία του, πέρασε δίπλα από τον Λούθιεν παραπατώντας, έτσι ώστε ο Λούθιεν, ανενόχλητος, τον χτύπησε στα πλευρά με τον Τυφλωτή.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ απομακρύνθηκε από τον πεσμένο αντίπαλο για να σταθεί απέναντι στον πιο μεγαλόσωμο μονόφθαλμο, ο οποίος στο μεταξύ είχε πάρει ένα πελώριο πολεμικό τσεκούρι.
«Ένας εναντίον ενός…» μουρμούρισε, αλλά στην πραγματικότητα αυτός ο συγκεκριμένος Κυκλωπιανός, που ήταν τουλάχιστον δύο και δέκα ύψος και ζύγιζε κοντά στα εκατόν ογδόντα κιλά, μετρούσε σίγουρα για ενάμιση αντίπαλο.
Οι δύο μονόφθαλμοι που αντιμετώπιζαν τον Όλιβερ, άοπλοι και οι δύο, πηδούσαν δεξιά-αριστερά αναζητώντας ένα άνοιγμα για να αρπάξουν εκείνο το άθλιο ποντίκι με το επικίνδυνο ξίφος.
Ο Όλιβερ γύριζε αδιάφορα πότε από τη μια, πότε από την άλλη χτυπώντας τους στα χέρια με το ξίφος. Φαινόταν να απολαμβάνει τη μάχη.
«…Και δεν έχω τραβήξει ακόμη το μεν-γκος», τους κέντρισε ο χάφλινγκ. Ο ένας Κυκλωπιανός όρμησε να τον αρπάξει, αλλά ο Όλιβερ του διαπέρασε την παλάμη με το ξίφος.
Ο μονόφθαλμος ούρλιαξε και έσφιξε το χέρι του πέφτοντας στα γόνατα από τον πόνο, με αποτέλεσμα να ακινητοποίησει προσωρινά το σπαθί. Ο Όλιβερ αμέσως τράβηξε το μεν-γκος, αλλά είδε ότι ο άλλος Κυκλωπιανός, αντί να του ορμήσει κι αυτός με γυμνά χέρια, άρπαξε ένα βαρύ τσεκούρι.
Οπλισμένος τώρα πέρασε στην επίθεση, ενώ ο Όλιβερ πηδούσε πάνω στους ώμους του γονατισμένου Κυκλωπιανού για να τον αντιμετωπίσει από το ίδιο ύψος.
Ξαφνικά όμως ο χάφλινγκ πήδησε πάλι κάτω όταν ο γονατισμένος Κυκλωπιανός προσπάθησε να του αρπάξει τα πόδια, ενώ ταυτόχρονα ο άλλος μονόφθαλμος σήκωνε ψηλά το τσεκούρι και το κατέβαζε με δύναμη.
Το τσεκούρι αστόχησε —ή τουλάχιστον δεν βρήκε τον Όλιβερ— και ο Κυκλωπιανός γρύλλισε βλέποντας ότι είχε ανοίξει στα δύο το κεφάλι του γονατισμένου συντρόφου του.
«Πω, πώ, αυτό πρέπει να πόνεσε!» είπε ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν στο μεταξύ υποχώρησε, γυρίζοντας ταυτόχρονα στο πλάι για να αποφύγει την κυκλική τροχιά του τσεκουριού. Μετά, αφού γονάτισε στο ένα πόδι, πρότεινε το σπαθί καρφώνοντας τον γιγαντόσωμο μονόφθαλμο στον μηρό.
Το τραύμα ήταν πολύ ελαφρύ όμως, γι’ αυτό δεν σταμάτησε την επίθεση του αντιπάλου του. Ο Λούθιεν αναγκάστηκε να κάνει βουτιά και να κυλήσει στο έδαφος, για να αποφύγει το επόμενο χτύπημα του τσεκουριού.
Σηκώθηκε όρθιος γυρίζοντας ταυτόχρονα και, αυτήν τη φορά, κατάφερε να χαρακώσει τον πισινό του αντιπάλου του. Ο τερατώδης Κυκλωπιανός μούγκρισε καθώς στρεφόταν χτυπώντας πάλι με το βαρύ τσεκούρι, του οποίου όμως η πορεία ανακόπηκε όταν εκείνο βρήκε πάνω στον υψωμένο Τυφλωτή.
«Μην κάνεις αποκρούσεις!» είπε ο Λούθιεν στον εαυτό του. Το χέρι του είχε μουδιάσει από τη δύναμη του χτυπήματος. Σηκώνοντας το σπαθί και με τα δύο χέρια, οπισθοχώρησε σκυμμένος σε αμυντική στάση.
»Σας είπαμε να παραδοθείτε», είπε πειρακτικά ο Λούθιεν στον πανύψηλο μονόφθαλμο, που κοιτάζοντας τη σφαγή γύρω του, δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Τρεις από τους συντρόφους του ήταν νεκροί ή ετοιμοθάνατοι, ενώ ένας τέταρτος ήταν τυφλωμένος και προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος κουνώντας με πανικό τα χέρια στον άδειο αέρα. Ο μεγαλόσωμος Κυκλωπιανός πήγε να του φωνάξει για να τον προειδοποιήσει, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Όλιβερ χτύπησε τον τυφλό Κυκλωπιανό στον πισινό ενώ περνούσε δίπλα του τρέχοντας.
Εκείνος γύρισε από λάθος μεριά, αλλά μια στιγμή αργότερα τον πέταξε πάλι κάτω ο μονόφθαλμος που κυνηγούσε τον χάφλινγκ. Ο Κυκλωπιανός με το τσεκούρι σκόνταψε πάνω στον τυφλωμένο σύντροφό του, όμως παρ’ όλα αυτά κατέβασε το τσεκούρι με όλη του τη δύναμη καθώς παραπατούσε.
Ο Όλιβερ πήδησε στο πλάι, με αποτέλεσμα το τσεκούρι να καρφωθεί βαθιά στο πεσμένο τραπέζι.
Ο εξαγριωμένος Κυκλωπιανός ήταν πεσμένος στα γόνατα με το σώμα τεντωμένο, ενώ ο τυφλός σύντροφός του τον είχε αρπάξει από τη μέση. Ήταν αδύνατο να ξεκαρφώσει το τσεκούρι από το ξύλο.
«Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω», είπε ο Όλιβερ, που πλησίασε τρέχοντας ενώ συγχρόνως έβαζε το μεν-γκος στη ζώνη του. Πήγε να πιάσει το τσεκούρι, όμως αντί γι’ αυτό διαπέρασε τον λαιμό του Κυκλωπιανού με το ξίφος του.
»Άλλαξα γνώμη», εξήγησε στον μονόφθαλμο που σωριαζόταν γουργουρίζοντας στο χώμα.
Καθώς ο τερατώδης Κυκλωπιανός σήκωνε ψηλά το τσεκούρι, ο Λούθιεν όρμησε μπροστά ξέροντας ότι έπρεπε να κινηθεί γρήγορα. Έπεσε με δύναμη πάνω στον αντίπαλό του και ο Τυφλωτής χτύπησε τη λαβή του τσεκουριού κόβοντας ένα δάχτυλο από το δεξί χέρι του μονόφθαλμου. Η επίθεση σταμάτησε πριν ακόμη αρχίσει.
Κρατώντας ακόμη το σπαθί και με τα δύο χέρια, ο Λούθιεν γύρισε δεξιά, για να δεχθεί όμως ένα λοξό χτύπημα στον μηρό από το γόνατο του Κυκλωπιανού. Συνέχισε να περιστρέφεται κρατώντας την πλάτη του κολλητά στον αντίπαλο. Ήξερε ότι αυτή η τεχνική θα του έφερνε ή τη νίκη ή την ήττα. Πέρασε τη λεπίδα πάνω από τον δεξιό του ώμο σκύβοντας ταυτόχρονα χαμηλά, για να σηκωθεί αμέσως μετά πάλι με δύναμη σπαθίζοντας από δεξιά προς τα αριστερά.
Ο Τυφλωτής βρήκε τον Κυκλωπιανό κάτω από το ανασηκωμένο αριστερό του χέρι και διαπέρασε μυώνες και κόκαλα κόβοντάς του σχεδόν το χέρι.
Το τσεκούρι του Κυκλωπιανού έπεσε από το χέρι του. Αυτός έμεινε όρθιος μια στιγμή ακόμη κοιτάζοντας εμβρόντητος πότε το τραύμα του πότε τον Λούθιεν. Μετά έκανε ένα βήμα στο πλάι κι έπεσε βαριά πάνω στον τοίχο, με το αίμα να κυλά ποτάμι από το κομμένο χέρι του.
Ο Λούθιεν, γυρίζοντας, είδε τον Όλιβερ να βασανίζει τον τυφλό Κυκλωπιανό, να πηδά πότε από ’δώ πότε από ’κεί και να καρφώνει επανειλημμένα τον ανυπεράσπιστο μονόφθαλμο.
«Όλιβερ!» τον μάλωσε ο Λούθιεν.
«Καλά, καλά, εντάξει», μουρμούρισε γκρινιάρικα ο χάφλινγκ. Βρέθηκε με ένα πήδημα μπροστά στον Κυκλωπιανό, περίμενε να βρει κάποιο άνοιγμα ανάμεσα στα χέρια του και όρμησε με ένα διπλό χτύπημα. Το ξίφος τρύπησε τα πλευρά του τυφλού μονόφθαλμου διαπερνώντας του την καρδιά, ενώ την ίδια στιγμή το μεν-γκος καρφωνόταν στον λαιμό του.
»Θα έπρεπε να αποκτήσετε κι άλλο μάτι», δήλωσε ο Όλιβερ οπισθοχωρώντας με ένα πήδημα, καθώς ο Κυκλωπιανός έπεφτε σαν βαρίδι, νεκρός πριν καν αγγίξει στο χώμα.
Ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν σχεδόν απολογητικά. «Σοβαρά, θα ’πρεπε να αποκτήσουν ακόμα ένα», είπε.
Τριάντα μέτρα πιο κάτω από την είσοδο της σπηλιάς όπου είχαν μπει ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, η Κατρίν Ο’ Χέιλ βγήκε τρέχοντας από ένα τούνελ έχοντας πίσω της γύρω στους δεκαπέντε Κυκλωπιανούς.
Η Κατρίν, με το ξίφος της να στάζει αίμα από τον Κυκλωπιανό που είχε σκοτώσει λίγο πιο πριν, προσποιήθηκε ότι θα τρέξει στον δρόμο προς το Μόντφορτ, αλλά ξαφνικά γύρισε και όρμησε προς έναν σωρό χιονιού.
Μια λόγχη καρφώθηκε βαθιά στο χιόνι πολύ κοντά της. Οι Κυκλωπιανοί, επειδή είναι μονόφθαλμοι, έχουν ελάχιστη αντίληψη του βάθους με αποτέλεσμα να μην είναι καθόλου καλοί σκοπευτές από μακριά. Κάτι όμως που δεν ισχύει για τα ξωτικά.
Η Κατρίν βούτηξε πάνω από τον χιονοσωρό ενώ οι μονόφθαλμοι την ακολουθούσαν ουρλιάζοντας, μόνο πέντε έξι μέτρα πίσω της.
Ξαφνικά άρχισαν να γλιστρούν φρενάροντας και να προσπαθούν να αλλάξουν κατεύθυνση, καθώς ξεπρόβαλλαν πίσω από το χιόνι η Σιόμπαν και οι υπόλοιποι Κάτερς με τα μεγάλα τους τόξα έτοιμα για βολή. Τα βέλη των ξωτικών σάρωσαν του Κυκλωπιανούς. Ένας έπεσε με οχτώ βέλη να προεξέχουν από το πελώριο στήθος του. Μια χούφτα απ’ αυτούς κατάφεραν να γυρίσουν και να τρέξουν προς την είσοδο των ορυχείων, αλλά τους ακολούθησε μια δεύτερη βροχή από βέλη.
Μόνο ένας Κυκλωπιανός συνέχισε να προχωρά κουτσαίνοντας, με κάμποσα βέλη να ξεπροβάλλουν από την πλάτη και τα πόδια του. Ακόμα ένα τον βρήκε στον ώμο καθώς πλησίαζε στη σπηλιά, αλλά αυτός συνέχιζε πεισματικά ώσπου κατάφερε να μπει μέσα.
Ο Σάγκλιν ο νάνος και καμιά εικοσαριά επαναστάτες, οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά επίσης και με αρκετούς νάνους ανάμεσά τους, έτρεξαν πίσω του. Ο Σάγκλιν όρμησε πρώτος στην είσοδο των ορυχείων και λίγο αργότερα ακούστηκε η επιθανάτια κραυγή του Κυκλωπιανού.
Η Κατρίν κοίταξε προς τα δυτικά μισοκλείνοντας τα μάτια από τη λάμψη του χιονιού. Η πόρτα της διπλανής στοάς άνοιξε λίγο και ένα χέρι κουνήθηκε πάνω-κάτω κρατώντας το πελώριο καπέλο του Όλιβερ.
«Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε γι’ αυτούς τους δύο όταν είναι μαζί», είπε η Σιόμπαν, η οποία στεκόταν δίπλα της.
Εκείνη κοίταξε την μισοξωτική, την αντίζηλό της στην καρδιά του Λούθιεν. Ήταν αναμφισβήτητα όμορφη, με μακριά και αστραφτερά σταρόχρωμα μαλλιά, που έκαναν την Κατρίν να νιώθει αμηχανία για τις δικές της κόκκινες ατίθασες μπούκλες.
»Είναι και οι δύο πολύ επιδέξιοι και πολύ τυχεροί», πρόσθεσε η Σιόμπαν κοιτάζοντάς την μ’ ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Είχε κάτι το απόμακρο, κάτι το μακρινό και ανώτερο, παρ’ όλ’ αυτά όμως η Κατρίν δεν διαισθανόταν από μέρους της καμιά επιβουλή, τουλάχιστον καμιά που να έχει για στόχο της την ίδια προσωπικά. Όλα τα ξωτικά και τα μισοξωτικά είχαν αυτή την ψυχρότητα, μάλιστα η Σιόμπαν ήταν από τους πιο εκδηλωτικούς εκπρόσωπους της ράτσας της. Έτσι η Κατρίν ήξερε ότι η αντιζηλία τους για τον Λούθιεν θα ήταν πολύ πιο έντονη, αν στη θέση της Σιόμπαν βρισκόταν μια άλλη περήφανη γυναίκα από την πατρίδα της.
Η Σιόμπαν και η ομάδα της κατέβηκαν από τον σωρό του χιονιού και ακολούθησαν τους άλλους στην είσοδο των ορυχείων. Η Σιόμπαν σταμάτησε και περίμενε, κοιτάζοντας πίσω την Κατρίν που πλησίαζε.
«Καλή δουλειά», είπε, ενώ στεκόταν ανάμεσα στα πτώματα των Κυκλωπιανών. Τα αναπάντεχα λόγια της αιφνιδίασαν την Κατρίν. «Παρέσυρες τέλεια τους μονόφθαλμους».
Ο Κατρίν απάντησε με ένα καταφατικό νεύμα. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, έπρεπε όμως, τουλάχιστον απέναντι στον εαυτό της: είχε αρχίσει να συμπαθεί τη Σιόμπαν.
Μπήκαν μέσα στη σπηλιά δίπλα-δίπλα.
Πολύ πιο μέσα στο τούνελ, ο Σάγκλιν και η ομάδα του είχαν συναντήσει σκληρή αντίσταση. Οι Κυκλωπιανοί είχαν στήσει ένα οχύρωμα, με ανοίγματα απ’ όπου έριχναν βέλη. Ήταν κακοί στο σημάδι, αλλά το τούνελ είχε χαμηλή οροφή και ήταν στενό, έτσι όποιος προσπαθούσε να διατρέξει αυτό το μακρύ ίσιο κομμάτι στοάς μέχρι το οχύρωμα, κινδύνευε να δεχτεί κάποιο βέλος, έστω και κατά τύχη.
Ο Σάγκλιν και οι σύντροφοί του ήταν καλυμμένοι πίσω από την πιο κοντινή γωνία, θυμωμένοι που είχαν αποκλειστεί εκεί.
«Πρέπει να περιμένουμε τα ξωτικά με τα τόξα», είπε ένας από τους ανθρώπους.
Ο Σάγκλιν δεν έβλεπε σε τι θα μπορούσε να τους βοηθήσει η ομάδα της Σιόμπαν. Οι Κυκλωπιανοί ήταν καλά προστατευμένοι πίσω από το οχύρωμα. Ένα-δυο βέλη μπορεί να έβρισκαν τον στόχο τους, αλλά ακόμη και τα επιδέξια ξωτικά δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλη ζημιά με τα τόξα.
«Πρέπει να επιτεθούμε», μουρμούρισε ο νάνος και, όπως ήταν φυσικό, ακούστηκε μια χορωδία από γκρινιάρικα μουρμουρητά.
Ο Σάγκλιν κοίταξε με τρόπο από τη γωνία, αλλά κόντεψε να χάσει τη μύτη του από ένα βέλος που εξοστρακίστηκε μπροστά του. Κρίνοντας από τον αριθμό των βελών που εκτόξευαν οι Κυκλωπιανοί, καθώς επίσης από το πολύ μικρό διάστημα ανάμεσα στις διαδοχικές βολές, συμπέραινε ότι θα πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον μια ντουζίνα εχθροί πίσω από το οχύρωμα. Ο Σάγκλιν είχε δίπλα του τριπλάσιους συντρόφους, σε λίγο μάλιστα θα έμπαιναν μέσα εικοσαπλάσιοι, όμως δεν του άρεσε η προοπτική να χάσει έστω και λίγους πολεμιστές τώρα, από την πρώτη στιγμή της εισόδου τους στα ορυχεία.
Ο νάνος, αφού τραβήχτηκε πίσω από τη γωνία, πλησίασε έναν άνθρωπο που κρατούσε μια μεγάλη ασπίδα. «Δώσ’ τη μου», του είπε. Ο άνθρωπος τον κοίταξε με περιέργεια για μια στιγμή και μετά υπάκουσε.
Η ασπίδα ουσιαστικά κάλυπτε τον νάνο από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πήγε πάλι στη γωνία έχοντας σκοπό να επιτεθεί πρώτος.
Ξαφνικά ένας Κυκλωπιανός βόγγηξε πίσω από το οχύρωμα. Μετά άλλος ένας.
Ο Σάγκλιν και οι άλλοι κοιτάχτηκαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει.
Μετά άκουσαν έναν ήχο από χορδή τόξου στο βάθος του τούνελ, ενώ αμέσως ύστερα, πίσω από το οχύρωμα, άλλος ένας μονόφθαλμος ξεφώνισε από πόνο.
Ο Σάγκλιν πετάχτηκε από τη γωνία τρέχοντας με όλη του τη δύναμη. Οι σύντροφοί του τον ακολούθησαν με μια άγρια πολεμική ιαχή.
«Ανόητε μονόφθαλμε!» ακούστηκε μια γνωστή φωνή με προφορά της Γασκόνης, πίσω από το οχύρωμα. «Ένα καρφωματάκι με το τόσο εξαιρετικό μου ξίφος και δεν βλέπεις πια!»
Ένα βέλος εξοστρακίστηκε στην ασπίδα του Σάγκλιν. Κάποιος άνθρωπος, που έτρεχε δίπλα του, δέχτηκε ένα άλλο βέλος στο πόδι κι έπεσε κάτω.
Ο νάνος, ακούγοντας κλαγγή από σπαθιά από το οχύρωμα, δεν έκανε τον κόπο να σταματήσει ή να αναζητήσει κάποιο άνοιγμα. Χαμήλωσε τον δυνατό του ώμο κι έπεσε πάνω στο φράγμα με την ασπίδα. Ξύλα και πέτρες πετάχτηκαν παντού. Δεν κατάφερε να περάσει τα εμπόδια, αλλά οι σύντροφοί του τον χρησιμοποίησαν σαν σκαλοπάτι, απ’ όπου γρήγορα πέρασαν το πρόχειρο τείχος. Μέχρι να συνέλθει για να ανεβεί κι αυτός πάνω από τα εμπόδια, η μάχη είχε τελειώσει. Οι επαναστάτες δεν είχαν ούτε μία απώλεια, ούτε καν έναν σοβαρό τραυματισμό.
Ο Λούθιεν έδειξε ένα σημείο όπου διχαζόταν η στοά, στην άκρη του χώρου που φώτιζε μια λάμπα. «Από τα αριστερά θα κατεβείτε στα χαμηλότερα επίπεδα, στους σκλαβωμένους συντρόφους σας».
Ο Σάγκλιν απάντησε με ένα ικανοποιημένο γρύλλισμα — ο Λούθιεν ήξερε πού ήθελε να πάει ο νάνος. Ο Σάγκλιν είχε ξαναβρεθεί στα ορυχεία, αλλά για λίγο μόνο. Τον είχαν συλλάβει όταν βοήθησε τον Λούθιεν και τον Όλιβερ σε μία από τις πολλές τολμηρές αποδράσεις τους, και τον είχαν καταδικάσει σε καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία του Μόντφορτ μαζί με δύο συντρόφους του, όπως έκαναν πάντα με τους νάνους. Όμως ο Όλιβερ και ο Λούθιεν, μαζί με τους Κάτερς, είχαν σώσει τους τρεις νάνους πριν προλάβουν οι Κυκλωπιανοί να τους κατεβάσουν στα κάτω επίπεδα.
«Κι εσείς για πού το βάλατε;» ρώτησε ο Σάγκλιν, βλέποντας ότι ο Λούθιεν και ο Όλιβερ δεν τους ακολούθησαν.
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους χαμογελώντας και γύρισε να φύγει. Ο Όλιβερ τον χαιρέτισε αγγίζοντας τον γύρο του καπέλου του. «Υπάρχουν πολλά μικρότερα πλευρικά τούνελ», εξήγησε ο χάφλινγκ. «Θα εμφανιστούμε εκεί όπου θα μας χρειάζεστε πιο πολύ!»
Και με αυτή την ηρωική υπόσχεση, ο Όλιβερ έτρεξε πίσω από τον Λούθιεν. Πήραν τη δεξιά σήραγγα της διχάλας επιστρέφοντας στην στενή στοά που τους είχε οδηγήσει εδώ από την αίθουσα των φυλάκων. Όντως, είχαν βρει πολλά τούνελ που ξεκινούσαν από αυτό το πέρασμα, και αρκετά από αυτά ήταν πολύ κατηφορικά. Η κύρια είσοδος στα κατώτερα επίπεδα των ορυχείων, όπου δούλευαν οι υποδουλωμένοι νάνοι, ήταν στα αριστερά της διχάλας όπως είχε πει ο Λούθιεν στον Σάγκλιν, αλλά είχαν σκεφτεί ότι, αν κατάφερναν να κατεβούν πιο χαμηλά χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, θα μπορούσαν να οργανώσουν τους κατάδικους και να χτυπήσουν τους Κυκλωπιανούς φρουρούς από πίσω.
Ακολούθησαν τη σήραγγα ώσπου, στα χαμηλότερα τούνελ, βρήκαν όντως πολλούς βρόμικους και ταλαιπωρημένους νάνους, σε αριθμό τέτοιον ώστε κάθε εικοσάδα τους να αντιστοιχεί σ’ έναν Κυκλωπιανό φύλακα. Τσακισμένοι και καχεκτικοί από τον πείνα αλλά πάντα ανθεκτικοί, οι νάνοι τους ακολούθησαν χωρίς δισταγμό, πρόθυμοι να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Οι κασμάδες και τα φτυάρια που χρησιμοποιούσαν για το σκάψιμο μετατράπηκαν σε θανάσιμα όπλα, καθώς οι νάνοι προχωρούσαν στις στοές με τον αριθμό τους να μεγαλώνει σταθερά.
Η ομάδα του Σάγκλιν, που είχε ενωθεί με τους υπόλοιπους επαναστάτες, ανάμεσά τους και την Κατρίν με τους Κάτερς, βρήκαν ακριβώς την αντίθετη υποδοχή. Στην κύρια είσοδο προς τις κάτω σήραγγες, συνάντησαν τη μεγαλύτερη ομάδα Κυκλωπιανών. Στην τελευταία αίθουσα του πάνω επιπέδου ξέσπασε σκληρή μάχη και, όπως ήταν φυσικό, οι Κυκλωπιανοί κατέστρεψαν τη μεγάλη πλατφόρμα που χρησίμευε σαν ανελκυστήρας για τα κατώτερα επίπεδα.
Χρησιμοποιώντας ένα παλάγκο και δεκάδες σχοινιά, ο Σάγκλιν με τους νάνους του κατασκεύασαν γρήγορα νέα πλατφόρμα. Το να κατεβούν στα κάτω επίπεδα όμως ήταν διαφορετική υπόθεση, έτσι πολλοί επαναστάτες σκοτώθηκαν στην πρώτη επίθεση, παρά την εξαιρετική δουλειά που έκαναν τα ξωτικά με τα τόξα τους. Κατέλαβαν τον κεντρικό κάτω θάλαμο και μετά ακολούθησε μια προέλαση αίθουσα προς αίθουσα, σε κάθεμια από τις οποίες οι επαναστάτες συναντούσαν τουλάχιστον ισάριθμους με τους ίδιους, καλά οπλισμένους Κυκλωπιανούς.
Εξίσου πολλοί ήταν όμως και οι απελευθερωμένοι νάνοι όταν ενώθηκαν οι δύο δυνάμεις, οπότε, μόλις ο Λούθιεν και ο Όλιβερ εμφανίστηκαν πίσω από τις κυκλωπιανές γραμμές με τον αυτοσχέδιο στρατό τους, η άμυνα των μονόφθαλμων κατέρρευσε.
Το ίδιο εκείνο βράδυ οι νάνοι βγήκαν από τα ορυχεία του Μόντφορτ και πολλοί από αυτούς αντίκρισαν τα αστέρια για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία. Όλοι γονάτισαν για να ευχαριστήσουν τους ελευθερωτές τους βλαστημώντας τον βασιλιά Γκρινσπάροου και υμνώντας την Πορφυρή Σκιά.
Ο Σάγκλιν έβαλε το δυνατό του χέρι στον ώμο του Λούθιεν. «Τώρα έχεις τον στρατό σου», είπε σοβαρός ο νάνος.
Με πεντακόσιους δυνατούς νάνους γύρω του, ο Λούθιεν δεν αμφέβαλλε καθόλου για τα λόγια του.
Ο Όλιβερ στεκόταν λίγο παράμερα, με έκφραση που παρέμενε κάπως αμφίβολη. Νωρίτερα είχε προτείνει στον Λούθιεν να αφήσουν τους νάνους να το σκάσουν στα βουνά, ενώ αυτός και ο νεαρός Μπέντγουιρ, μαζί κι όποιοι άλλοι ήθελαν να έλθουν μαζί τους, θα μπορούσαν να κατευθυνθούν βόρεια στις πιο άγριες περιοχές του Εριαντόρ και να χαθούν στην ύπαιθρο, μερικοί κακοποιοί ακόμη σε μια χώρα γεμάτη κακοποιούς. Τώρα, παρά τη νικητήρια, ενθουσιώδη σκηνή γύρω τους ο Όλιβερ δεν είχε αλλάξει γνώμη. Πρακτικός όπως πάντα, γνώριζε πώς λειτουργούν τα δυνατά κράτη, ανάμεσά τους και το Άβον, γι’ αυτό δεν μπορούσε να διώξει τη βεβαιότητα ότι ο στρατός του Γκρινσπάροου θα ερχόταν βόρεια και θα τσάκιζε τους επαναστάτες. Πολλές φορές τις τελευταίες βδομάδες ο Όλιβερ είχε αναρωτηθεί αν στο Άβον χρησιμοποιούν κρεμάλα ή λαιμητόμο.
Ο Όλιβερ, ληστής στο επάγγελμα, νοσταλγούσε τη ζωή του δρόμου. Θα προτιμούσε να ζει σαν παράνομος — αν και όχι τόσο παράνομος ώστε να τον κυνηγά ένας ολόκληρος στρατός!
«Δεν μπορούμε να το σκάσουμε», του είπε ο Λούθιεν, καταλαβαίνοντας πού οφείλεται η μελαγχολική του έκφραση. «Είναι καιρός να πέσει το Μόντφορτ».
«…Και να αναστηθεί το Κάερ Μακντόναλντ», πρόσθεσε η Κατρίν Ο’ Χέιλ.